ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 709/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 709/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 709/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 709 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 709/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Ευτύχιο Νικόπουλο, Βαρβάρα Πάπαρη και Φωτεινή Μηλιώνη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Απριλίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γ. Φ., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Δ. Σ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Ζήση με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ι. Κ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος, λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας, παραστάθηκε με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις, 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΑΛΦΑ - ΒΗΤΑ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ Α.Ε.", που εδρεύει στα Σπάτα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Κυριακίδη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/2/2017 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1298/2022 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 20/7/2022 αίτησή του και τους από 27/2/2024 πρόσθετους λόγους αυτής.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη από 20.7.2022 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία με αριθμό 1298/2022 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση και ως απαράδεκτους τους πρόσθετους λόγους έφεσης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος και επικύρωσε την υπ' αριθ. .../2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή του αναιρεσείοντος κατά των αναιρεσιβλήτων. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ.1, 566 παρ.1 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Κατά το άρθρο 569 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 37 του ν. 4842/2021 και ισχύει από 1-1-2022 (άρθρο 120 ν. 4842/2021), καταλαμβάνει δε και τις εκκρεμείς δίκες σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ. 2β του ιδίου ν. 4842/2021, όπως τούτο διαμορφώθηκε με το άρθρο 21 παρ. 2 του ν. 4912/2022, οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ως προς τα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης και τα κεφάλαια εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, ασκούνται μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, τριάντα (30) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 281, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση, αντίγραφο δε του δικογράφου των πρόσθετων λόγων επιδίδεται πριν από την ίδια προθεσμία στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους διαδίκους. Στην προθεσμία αυτή των τριάντα ημερών δεν υπολογίζονται οι ημέρες κατάθεσης και επίδοσης του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, καθώς και η ημέρα της συζήτησης της αίτησης αναίρεσης (ΑΠ 1376/2022, ΑΠ 154/2022 ΑΠ 506/2021, ΑΠ 824/2018). Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, κεφάλαιο είναι κάθε οριστική διάταξη της τελεσίδικης απόφασης που κρίνει για το παραδεκτό ή το βάσιμο κάθε αυτοτελούς αίτησης παροχής έννομης προστασίας, η οποία εισάγει αντίστοιχα ένα ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης, διαφοροποιούμενο από τα λοιπά είτε ως προς το αίτημα είτε ως προς την ιστορική βάση είτε ως προς αμφότερους τους παράγοντες που το οριοθετούν (ΑΠ 132/2004). Αντίθετα, πρόκειται για το αυτό αντικείμενο δίκης και επομένως και για το αυτό κεφάλαιο της απόφασης, όταν υπάρχει ταύτιση τόσο ως προς το αίτημα όσο και ως προς την ιστορική βάση. Αναγκαίως συνεχόμενα με τα κεφάλαια της απόφασης που αναιρεσιβλήθηκαν είναι όσα από τα λοιπά κεφάλαιά της παρουσιάζουν προς τα πρώτα στενή συνάφεια είτε διότι βρίσκονται σε σχέση προδικαστικότητας προς αυτά, δηλαδή αφορούν προκριματικά για την παραδοχή τους ζητήματα, είτε διότι έχουν ως αντικείμενο δικαιώματα που απορρέουν από την αυτή ιστορική αιτία ή από το αυτό βιοτικό γεγονός, οπότε και δημιουργείται κίνδυνος ασυμβίβαστων αποφάσεων, αν η κρίση περιορισθεί μόνο στα αναιρεσιβληθέντα κεφάλαια και συμβεί αυτή να είναι αντίθετη προς την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς τα λοιπά απρόσβλητα κεφάλαια της απόφασής του (ΑΠ 301/2024, ΑΠ 146/2024, ΑΠ 1513/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, οι από 27.2.2024 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, οι οποίοι ασκήθηκαν με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 27.2.2024 και επιδόθηκε στους αναιρεσιβλήτους στις 29.2.2024 (βλ. τις υπ' αριθ. 9333Β/29.2.2024 και 6019Γ/29.2.2024 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Κ. Φ. και Ι. Π., αντίστοιχα), δηλαδή 30 πλήρεις ημέρες πριν την ορισθείσα ημερομηνία συζήτησης της αίτησης αναίρεσης, κατά την οποία άρχισε η εκδίκασή της, στις 15.4.2024, ασκήθηκαν, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην άνω νομική σκέψη, εμπρόθεσμα και είναι παραδεκτοί κατά το μέρος που αποδίδεται με αυτούς στην προσβαλλόμενη απόφαση η ίδια αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθ.14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η οποία αποδίδεται και με την αναίρεση, δηλ. της παρά το νόμο απορρίψεως των πρόσθετων λόγων της εφέσεως ως απαραδέκτων, ενώ κατά το μέρος που αποδίδεται με αυτούς στην απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ της εσφαλμένης απορρίψεως της ένδικης αγωγής ως μη νόμιμης, είναι απαράδεκτοι, διότι η πλημμέλεια αυτή δεν αποτελεί λόγο της αναιρέσεως, ούτε συνέχεται αναγκαστικώς με το προβληθέν με αυτήν ως άνω κεφάλαιο. Οι πρόσθετοι λόγοι, οι οποίοι συνεκφωνήθηκαν με την αίτηση αναίρεσης, πρέπει να συνεκδικαστούν με αυτήν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθρο 246 ΚΠολΔ), αλλά και διότι οι πρόσθετοι λόγοι δεν έχουν αυθυπαρξία και συζητούνται υποχρεωτικά με την αίτηση αναίρεσης (ΑΠ 527/2023, ΑΠ 1078/2020, ΑΠ 921/2019) και, καθ' ο μέρος κρίθηκαν παραδεκτοί, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω το βάσιμο αυτών (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 520 παρ.2 ΚΠολΔ πρόσθετοι λόγοι έφεσης μπορούν να ασκηθούν μόνο ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά. Ως προσβληθέν "κεφάλαιο" κατά την έννοια της διάταξης αυτής (ως και εκείνης του άρθρου 523 παρ.1 του ΚΠολΔ) νοείται η οριστική διάταξη της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία αυτό αποφάνθηκε για το ορισμένο και παραδεκτό ή και τη βασιμότητα ενός αυτοτελούς αιτήματος για παροχή έννομης προστασίας, ως και οποιασδήποτε κατά του αιτήματος αυτού ένστασης (ΑΠ 56/2023, ΑΠ 322/2022, ΑΠ 189/2016, ΑΠ 978/2014). Ως αναγκαία δε συνεχόμενα κεφάλαια νοούνται οι οριστικές διατάξεις της εκκαλουμένης απόφασης που έχουν τέτοια συνάφεια με τις εκκληθείσες διατάξεις είτε διότι αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα είτε γιατί πηγάζουν από την ίδια ιστορική αιτία και διαμορφώνουν ή προσιδιάζουν το αντικείμενο εκείνων, ώστε τυχόν διαφορετική κρίση του Εφετείου σχετικά με την πρωτόδικη απόφαση να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων με την έφεση κεφαλαίων (ΑΠ 322/2022, ΑΠ 76/2015). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο αναιρετικός αυτός λόγος αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (ΟλΑΠ 2/2001, ΟλΑΠ 12/2000), ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του αναιρετικού λόγου από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1/1999). Μέσω του λόγου αυτού αναίρεσης, ερευνάται και το παραδεκτό των πρόσθετων λόγων έφεσης (ΑΠ 56/2023, ΑΠ 322/2022).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ` αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει, κατοχυρώνεται ως ατομικό συνταγματικό δικαίωμα, για κάθε απειλούμενο στα δικαιώματα ή συμφέροντά του, η δυνατότητα πρόσβασης στα δικαστήρια για την παροχή έννομης προστασίας (ΟλΑΠ 8/2003), στην οποία εμπεριέχεται και το δικαίωμα ακρόασής του, που καθιερώνεται και ως δικονομική αρχή (άρθρο 110 παρ. 2 ΚΠολΔ) με σκοπό τη χρηστή διεξαγωγή της διαδικασίας. Εναπόκειται όμως στο νομοθέτη να κρίνει αν, πόσα και ποια ένδικα μέσα θα χορηγήσει, καθώς και για ποιους λόγους, συνεκτιμώντας ενδεχομένως την αξία του αντικειμένου της διαφοράς και το είδος της διαδικασίας, με την οποία η υπόθεση δικάζεται (ΑΠ 264/2013, ΑΠ 1289/2011, ΑΠ 805/2001). Κατά τα λοιπά, παραπέμποντας η παραπάνω διάταξη στον κοινό νομοθέτη για την ειδικότερη ρύθμιση της διαδικασίας παροχής έννομης προστασίας, δεν απαγορεύει σ` αυτόν να θέτει κατά την κρίση του περιορισμούς στην άσκηση του αντίστοιχου δικαιώματος, εφόσον όμως αυτοί συμβάλλουν στη διασφάλισή του και δεν αναιρούν την ουσία του (ΑΠ 675/2010, ΑΠ 632/2004, ΑΠ 550/2003).

Συνεπώς, για να είναι συνταγματικά ανεκτοί οι τιθέμενοι περιορισμοί, πρέπει να συνάπτονται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την απονομή απ` αυτά της δικαιοσύνης και να μην υπερβαίνουν τα όρια πέρα από τα οποία ισοδυναμούν με άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευόμενου με την ως άνω συνταγματική διάταξη ατομικού δικαιώματος, δηλαδή δεν επιτρέπεται οι τιθέμενοι περιορισμοί να περιστέλλουν κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό το δικαίωμα, ώστε αυτό να προσβάλλεται στον ίδιο του τον πυρήνα (ΑΠ 250/2022, ΑΠ 264/2013). Με την προϋπόθεση αυτή, οι τιθέμενοι περιορισμοί είναι αντίστοιχα συμβατοί και με την αρχή της δίκαιης δίκης, που εισάγεται με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 εδ.α` της από 4.11.1950 Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Η διάταξη αυτή συμπορεύεται με την ως άνω συνταγματική διάταξη, ορίζοντας ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί δίκαια η υπόθεσή του, δημόσια και σε εύλογη προθεσμία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που λειτουργεί νόμιμα και το οποίο θα αποφασίσει είτε για τις αμφισβητήσεις σχετικά με τα αστικής φύσης δικαιώματα και υποχρεώσεις του είτε για τη βασιμότητα κάθε εναντίον του κατηγορίας. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου κυρώθηκε αρχικά με το ν. 2329/1953 και εκ νέου με το ν. δ/γμα 53/1974 και συνεπώς αποτελεί έκτοτε εσωτερικό δίκαιο που υπερισχύει, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κάθε αντίθετης διάταξης του ημεδαπού δικαίου, δηλαδή έχει άμεση υπερνομοθετική ισχύ και οι διατάξεις της δεν συνεπάγονται διεθνή μόνο ευθύνη των συμβαλλόμενων κρατών, αλλά θεμελιώνουν απευθείας δικαιώματα για τα πρόσωπα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους (ΟλΑΠ 21/2001). Στο πλαίσιο έτσι αυτό, ο κοινός νομοθέτης έχει υποχρέωση να ρυθμίζει τη διαδικασία δικαστικής επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών κατά τρόπο που θα εξασφαλίζει την ακώλυτη και ισότιμη για όλους πρόσβαση στη δικαιοσύνη και τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης κατά την παραπάνω έννοια (ΑΠ 557/2024, ΑΠ 263/2024, ΑΠ 92/2023, ΑΠ 264/2013, ΑΠ 1290/2011). Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον μοναδικό λόγο αναίρεσης και τους προσθέτους λόγους αυτής (καθ' ο μέρος κρίθηκαν παραδεκτοί), αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια του αριθ. 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, απέρριψε ως απαράδεκτους τους πρόσθετους λόγους έφεσης για το λόγο ότι δεν συνέχονται με τα εκκληθέντα κεφάλαια της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ παραβιάζουν τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ , 20, 25, 93 παρ. 3, 4 του Συντάγματος και τη νομολογία του ΕΔΔΑ, καθώς περιορίζουν το δικαίωμά του στην αποτελεσματική δικαστική προστασία και στην αναζήτηση της αλήθειας και ως εκ τούτου να δεχθεί τους πρόσθετους λόγους έφεσης και να τους ερευνήσει κατ'ουσίαν, ακόμη και αν δεν είχαν καμία σχέση με τους λόγους της έφεσης. Από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου (άρθ. 561 παρ.2 του ΚΠολΔ) επισκόπηση του δικογράφου της από 26.4.2021 έφεσης του τότε εκκαλούντος - ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, προκύπτει ότι αυτός, με τους μοναδικούς πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσης, παραπονείτο κατά της εκκαλουμένης .../2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών α) για εσφαλμένη απόρριψη ως μη νόμιμης της αγωγής του από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν αδικοπραξία κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, καθώς "το αίτημα του πρώτου των εναγόμενων προς αναβολή της υπόθεσης, λόγω απουσίας του στο εξωτερικό, συνιστά δικονομικό του δικαίωμα, κατ' άρθρο 241 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνυπολογιζομένου δε ότι δεν υφίστατο απόδειξη περί απουσίας κωλύματος στο πρόσωπο του εν λόγω συνηγόρου ή πρόθεσης της εναγομένης προς κωλυσιεργία στην εκδίκαση της υπόθεσης, ενώ ο αιτών την αναβολή συνήγορος τήρησε τα προβλεπόμενα στο Κώδικα Δεοντολογίας, καθώς ενημέρωσε ένα μήνα πριν την κατάθεση προτάσεων τον συνήγορο του αντιδίκου του, εγγράφως, αλλά και προφορικώς, για το κώλυμά του και το αίτημα το οποίο θα υπέβαλε.

Σε κάθε περίπτωση δε, ανήκει στην κυριαρχική εξουσία του Δικαστηρίου η κρίση, αν στην συγκεκριμένη υπόθεση συντρέχει σπουδαίος λόγος για την αναβολή της, με αποτέλεσμα το αίτημα των εναγομένων προς αναβολή να μην δεσμεύει το επιληφθέν Δικαστήριο και προς τούτο δε ο πρώτος των εναγομένων είχε προβεί σε προκατάθεση προτάσεων, και κατ' επέκταση να μην υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας του πρώτου των εναγομένων και της αναβολής της υπόθεσης" και β) για εσφαλμένη επιδίκαση δικαστικών εξόδων σε βάρος του. Από την επισκόπηση δε των από 3.9.2021 πρόσθετων λόγων έφεσης, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων παραπονείτο κατά της ίδιας απόφασης για α) παράβαση των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 93 παρ. 3 του Συντάγματος - άρνηση δικαιοσύνης εκ μέρους του δικάσαντος δικαστηρίου και παραβίαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, β) παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ - παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας-υποκειμενικός και αντικειμενικός έλεγχος της αμεροληψίας, γ) παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ - παραβίαση της αρχής της διάθεσης (άρθρο 106 ΚΠολΔ), δ) παράβαση του άρθρου 336 ΚΠολΔ - Μη λήψη υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής, ε) παραβίαση της αρχής "affirmanti incumbit probatio"- αντιστροφή του βάρους απόδειξης, στ) παράβαση του άρθρου 245 ΚΠολΔ και της νομολογίας του ΕΣΔΑ - Παραβίαση του δικαιώματος σε δημόσια προφορική ακρόαση, ζ) παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και της νομολογίας του ΕΔΔΑ και η) παραβίαση της αρχής της καλής πίστης, που υπαγορεύει τον σεβασμό των ορίων της ελευθερίας και των δικαιωμάτων κάθε προσώπου, αξίες οι οποίες προστατεύονται και από το Σύνταγμα. Υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο οι πρόσθετοι λόγοι της εφέσεως είναι απαράδεκτοι, διότι με αυτούς δεν πλήττεται το κεφάλαιο της πρωτόδικης αποφάσεως που έχει ήδη προσβληθεί με την έφεση, δηλ. το κεφάλαιο της αδικοπραξίας, ούτε τα κεφάλαια που αναγκαστικά συνέχονται με αυτό, οι δε διατάξεις του άρθρου 520 παρ.2 ΚΠολΔ δεν αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 20, 25, 93 παρ. 3, 4 του Συντάγματος και τη νομολογία του ΕΔΔΑ, διότι, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις άσκησης προσθέτων λόγων έφεσης είναι συμβατές με την αρχή της δίκαιης δίκης, που εισάγεται με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α` της από 4.11.1950 Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), καθώς δεν παρακωλύεται το δικαίωμα του αναιρεσείοντος για την άσκηση παραδεκτών λόγων έφεσης.

Συνεπώς, το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τους πρόσθετους λόγους έφεσης ως απαράδεκτους, δεν προέβη σε παρά το νόμο κήρυξη απαραδέκτου. Συνακόλουθα, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, με τους οποίους ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. Διάταξη για την τύχη του προβλεπόμενου στον νόμο παραβόλου για την παραδεκτή άσκηση της αναίρεσης δεν περιλαμβάνεται στην απόφαση αυτή, διότι δεν καταβλήθηκε τέτοιο, εξαιτίας του ότι ο αναιρεσείων έτυχε του ευεργετήματος της παροχής νομικής βοήθειας (άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3226/2004). Τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος, λόγω της ήττας του, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (άρθρ. 106, 176, 183, 189 αρ. 1 και 191 αρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται στο διατακτικό. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η παροχή του ευεργετήματος της παροχής νομικής βοήθειας, θεσμός που προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 4 και 9 του ν. 3226/2004 για τη "Νομική βοήθεια σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος ..." δεν εμποδίζει το δικαστήριο, σε περίπτωση ήττας εκείνου που έλαβε τη νομική βοήθεια, όπως στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, σύμφωνα με την υπ' αριθ. 252/2022 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, να επιβάλλει εις βάρος του τα δικαστικά έξοδα των αντιδίκων του, η είσπραξη, όμως, αυτών δεν μπορεί να επιδιωχθεί με αναγκαστική εκτέλεση πριν παύσουν να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την παροχή του ευεργετήματος της νομικής βοήθειας και βεβαιωθεί τούτο με απόφαση του αρμόδιου δικαστή (ΑΠ 47/2023,ΑΠ 1401/2022, ΑΠ 2095/2022, ΑΠ 1104/2020, ΑΠ 399/2020). Κατά το άρθρο 206 ΚΠολΔ, ο δικαστής μπορεί, ύστερα από αίτηση ενός διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει να διαγραφούν από τα δικόγραφα ή τις προτάσεις των διαδίκων εξυβριστικές ή άλλες ανάρμοστες φράσεις. Με τη διάταξη αυτή, με την οποία επιδιώκεται η διασφάλιση της ευπρέπειας κατά τη διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα, παρέχεται η εξουσία στο δικαστήριο να διατάσσει και αυτεπαγγέλτως, χωρίς να περιορίζεται προς τούτο χρονικά, να διαγραφούν από τα δικόγραφα ή τις προτάσεις διαδίκου εξυβριστικές ή άλλες ανάρμοστες φράσεις, οι οποίες, χωρίς να είναι αναγκαίες για την προσήκουσα υπεράσπιση των συμφερόντων των διαδίκων, αποβλέπουν σε ονειδισμό και περιφρόνηση του αντιδίκου ή του δικαστηρίου. Ανάρμοστες είναι γενικά και οι φράσεις που φανερώνουν καταφρόνηση προς τους δικαστές που εξέδωσαν τις προσβαλλόμενες αποφάσεις και προς τη δικαιοσύνη γενικότερα (ΑΠ 432/2020, ΑΠ 489/2018, ΑΠ 1264/2017) Στην προκειμένη περίπτωση το δικόγραφο των προσθέτων λόγων αναίρεσης περιέχει ανάρμοστες εκφράσεις, οι οποίες, χωρίς να είναι απαραίτητες για την προσήκουσα υπεράσπιση του αναιρεσείοντος, αποβλέπουν σε περιφρόνηση και ονειδισμό των αναιρεσιβλήτων, καθώς και σε καταφρόνηση των δικαστών του Αρείου Πάγου και των ουσιαστικών δικαστηρίων που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση και την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και της δικαιοσύνης γενικότερα. Ενόψει τούτων, πρέπει να διαταχθεί η διαγραφή των ανάρμοστων φράσεων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 20.7.2022 αίτηση και τους από 27.2.2024 πρόσθετους λόγους αυτής για αναίρεση της με αριθμό 1298/2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

Απορρίπτει την από 20.7.2022 αίτηση και τους από 27.2.2024 πρόσθετους λόγους αυτής.

Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

Διατάσσει τη διαγραφή από το από 27.2.2024 δικόγραφο προσθέτων λόγων αναίρεσης των παρακάτω ανάρμοστων φράσεων:

1) " ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ ΒΕΒΑΙΟΣ ΟΤΙ ΟΥΤΕ ΤΟ ΗΘΕΛΑΝ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΟΥΤΕ ΤΟ ΕΥΧΟΝΤΑΝ ΟΙ ΕΦΕΤΕΣ ΤΗΣ 1287/23!!!! ΔΗΛ. ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΞΟΥΝ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΝΟΜΙΚΑ ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΙ Η ΟΤΙ ΛΑΔΩΘΗΚΑΝ!!!" (2η σελίδα, 18-20 στίχοι),

2) "ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΤΑ ΕΓΡΑΨΑΝ ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΦΕΤΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ!!! Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΚΑΤΑΝΤΙΑ!!!!" (2η σελίδα, στίχοι 25 -27),

3) " ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΒΡΩ ΤΟ ΔΙΚΙΟ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ ΣΕ ΠΟΛΛΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΠΑΤΕΩΝΕΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΩ ΜΠΛΕΞΕΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΑΧΥΤΗ ΣΑΠΙΛΑ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ" (3η σελίδα, στίχοι 10 -13),

4) "ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΤΕ ΤΟΝ ΤΟΙΧΟ ΜΟΥ ΣΤΟ FACEBOOK ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΠΩΣ ΔΙΑΣΥΡΩ ΣΤΟ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΤΟΥΣ ΑΠΑΤΕΩΝΕΣ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΥΣ ΣΑΣ!!!!" (3η σελίδα, στίχοι 31 - 32),

5) " ΑΡΑ ΜΗΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΜΠΕΛΙΑ Ο ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΥΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ Ο ΑΝΩΤΕΡΩ ΚΑΝΟΝΑΣ?" (16η σελίδα, στίχοι 31-32),

6) "ΑΡΑ ΜΕ ΤΗΝ ΤΥΧΟΝ ΑΠΟΡΡΙΠΤΙΚΗ ΣΑΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΘΑ ΑΠΟΔΕΙΞΕΤΕ ΟΤΙ ΚΑΤ' ΟΥΣΙΑΝ ΕΙΣΤΕ ΥΠΟΝΟΜΕΥΤΕΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΣΑΣ ΕΚ ΤΩΝ ΕΝΔΟΝ ΚΑΙ ΑΡΑ ΕΧΘΡΟΙ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ!!!" (21η σελίδα, στίχοι 28-30),

7) " ΚΑΙ ΔΥΣΤΥΧΩΣ Ο ΠΡΩΗΝ ΥΠΟΥΡΓΟΣ, Ο ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ Τ., ΔΕΝ ΔΙΕΤΑΞΕ ΤΗΝ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΠΑΡΟΤΙ ΡΗΤΑ ΥΠΕΒΑΛΑ ΑΙΤΗΜΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ ΤΩΝ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ!!!" (35η σελίδα στίχοι 33-34, 36η σελίδα, στίχοι 1-2),

8) "ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΞΕΚΑΘΑΡΗ ΚΑΙ ΠΕΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΟΤΙ ΕΙΣΤΕ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΧΑΣΟΜΕΡΗΔΕΣ ΑΝ ΟΧΙ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ!!!" (40η σελίδα, στίχοι 11-12),

9) "ΑΡΑ ΕΔΩ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ Η Σ. ΑΠΕΔΕΙΞΕ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΤΕΩΝΙΣΣΑ ΟΛΚΗΣ" (41η σελίδα, στίχοι 30-31),

10) "ΑΛΛΑ ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΟΥΤΕ ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΑΡΚΕΤΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΔΙΣΤΑΚΤΗ Σ.!!!" ( 42η σελίδα, στίχος 11),

11) "ΕΠΙ ΠΛΕΟΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ Η Σ. ΞΕΚΑΘΑΡΑ ΕΔΩΣΕ ΠΡΑΣΙΝΟ ΦΩΣ ΣΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ !!! " (43η σελίδα, στίχοι 33-34),

12) " Η Σ. ΕΚΑΝΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙ ΕΝΑΝ ΑΠΑΤΕΩΝΑ ΠΡΩΗΝ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟ!!!!" ( 51η σελίδα, στίχοι 26-27),

13) " ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙ ΞΕΚΑΘΑΡΑ ΟΤΙ ΕΧΟΥΜΕ ΝΟΜΙΚΑ ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΥΣ Η ΚΑΙ ΑΠΑΤΕΩΝΕΣ ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ!!!" (62η σελίδα, στίχοι 14-15),

14) "ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΩ ΑΝ ΛΑΔΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΑ ΑΒ. ΟΜΩΣ ΒΕΒΑΙΑ ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟ ΑΠΟΚΛΕΙΣΩ!!!" (72η σελίδα, στίχοι 1-2) και

15) "ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΛΟΓΟ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΥΜΕ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΟΤΑΝ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΒΟΗΘΟΥΝ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΤΟΥΣ ΑΠΑΤΕΩΝΕΣ?" (77η σελίδα , στίχοι 14-15)

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2025.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Απριλίου 2025.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή