ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 718/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Δ)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 718/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Δ)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 718/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Δ)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 718 / 2025    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 718/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μυρσίνη Παπαχίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ασπασία Μεσσηνιάτη - Γρυπάρη, Σωκράτη Πλαστήρα, Σταύρο Μάλαινο και Σπυριδούλα Λιάτη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Οκτωβρίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Α. Λ., για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας γενικών ασφαλίσεων με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ ΑΕΓΑ", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Καραγκούνη, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 19-10-2023 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) A. L. (Ά. Λ.) του G. (Τ.), 2) M. - N. O. (Μ. - Ν. Ό.) του A. (Α.), 3) N. A. (Ν. Α.) του M. (Μ.), 4) L. O. (Λ. Ό.) του M. - N. (Μ. - Ν.), κατοίκων ... και 5) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "ALLIANZ ΕΛΛΑΣ ΑΕ" και ήδη "Allianz Ευρωπαϊκή Πίστη Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, εκ των οποίων η 1η εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Λάουρα Κονβερτίνι με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, οι 2ος, 3η και 4ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χαρίλαο Αθανασόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώ η 5η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Παντελίδη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και ο οποίος στην εν λόγω από 19-10-2023 δήλωση, καθώς και με τις κατατεθείσες προτάσεις του δήλωσε την ως άνω μεταβολή της επωνυμίας της αναιρεσίβλητης εταιρείας.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-4-2019 αγωγή της 1ης των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την από 12-8-2019 αγωγή των 2ου, 3ης και 4ου των ήδη αναιρεσιβλήτων, καθώς και με την από 27-6-2019 παρεμπίπτουσα αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2020 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 368/2021 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 10-3-2021 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Σπυριδούλα Λιάτη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 10-3-2021 (αριθμ. εκθ. καταθ. 5318/701/7-7-2021) αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ'αριθμ. 368/2021 τελεσιδίκου αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφαλίσεως αυτού (άρθρα 591 και 614 αριθμ. 1, 6 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553 παρ.1β, 556, 558, 564 παρ.3 και 566 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ.3 Κ.Πολ.Δ.).

Από τα άρθρα 74,75,513 παρ.1,β, 517 β και 558 εδ.β' Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι στην απλή ομοδικία (υποκειμενική σώρευση αγωγών) ενούνται σε κοινή διαδικασία πλείονες έννομες σχέσεις δίκης, οι οποίες συνδέουν διάφορα υποκείμενα, χωρίς να επηρεάζεται η ανεξάρτητη δικονομική θέση καθενός απ'αυτούς έναντι των λοιπών, η δε εκδιδόμενη οριστική απόφαση ως προς έναν των ομοδίκων περατώνει τη δίκη ως προς αυτόν, καθίσταται δε οριστική αυτοτελώς και, συνεπώς, είναι κατά το μέρος αυτό προσβλητή με έφεση και πριν εκδοθεί απόφαση οριστική για τους λοιπούς ομοδίκους (ΑΠ 838/2020, ΑΠ 747/2017, ΑΠ 365/2010, ΑΠ 22/2009). Περίπτωση απλής ομοδικίας (υποκειμενικής σώρευσης αγωγών) υπάρχει όταν ενάγουν ή ενάγονται περισσότεροι του ενός, ως εις ολόκληρον δικαιούχοι ή υπόχρεοι για αποζημίωση εξ αδικοπραξίας ή εκ του νόμου, ενώνονται δε σε κοινή διαδικασία πλείονες έννομες σχέσεις δίκης, οι οποίες συνδέουν διάφορα υποκείμενα, χωρίς να επηρεάζεται η ανεξάρτητη δικονομική θέση καθενός από αυτούς έναντι των λοιπών (ΑΠ 468/2024, ΑΠ 838/2020, ΑΠ 244/2019). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ., με την άσκηση της εφέσεως, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη, από το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ., γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία, το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα, συνεπώς, της εφέσεως και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως. Έτσι, το Εφετείο, για να κρίνει αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάσισε σωστά και να αποφασίσει αν πρέπει να εξαφανίσει ή όχι την εκκαλουμένη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της εφέσεως που περιέχονται στο εφετήριο ή στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, που συνιστούν τη νομική βάση αυτής, καθώς και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ., ο εφεσίβλητος, όπως, επίσης, και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο, για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους εφέσεως και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ενστάσεως, που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως, στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 332/2024, ΑΠ 883/2023, ΑΠ 1065/2021, ΑΠ 1055/2021, ΑΠ 344/2020).

Επομένως, σφάλματα ή παραλείψεις, που δεν προβλήθηκαν από διάδικο με λόγο εφέσεως ή αντεφέσεως, δεν μπορούν να εξετασθούν αυτεπαγγέλτως από το εφετείο, ούτε επιτρέπεται σ' αυτό, αν διαπιστώσει τέτοια σφάλματα του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, να εξαφανίσει ή να μεταρρυθμίσει την απόφαση που εκκλήθηκε - παρά μόνον αν αφορούν άλλους λόγους μη νομιμότητας της αγωγής, εκτός των προβαλλομένων με την έφεση, οπότε το εφετείο έχει την εξουσία να τους ερευνήσει αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 883/2023, ΑΠ 1065/2021, ΑΠ 1141/2001).

Επομένως, επί οριστικής αποφάσεως, που δέχτηκε την ύπαρξη του αγωγικού δικαιώματος, απέρριψε όμως ως αβάσιμο επιμέρους κονδύλιο της αγωγής, όταν αυτή εκκαλείται από τον εν μέρει ηττηθέντα ενάγοντα, σε σχέση με το απορριφθέν κονδύλιο, αντικείμενο της κατ' έφεση δίκης καθίσταται μόνο το κονδύλιο αυτό και όχι η ύπαρξη του σχετικού δικαιώματος.

Το Εφετείο, δηλαδή, δεν μπορεί να ερευνήσει εξαρχής την προηγούμενη ύπαρξη του σχετικού αγωγικού δικαιώματος, γιατί, ως προς αυτό, αφού δεν προσβλήθηκε η δεχθείσα την ύπαρξή του οριστική απόφαση, με αντίθετη έφεση ή αντέφεση του εναγομένου, υπάρχει δεδικασμένο, το οποίο δεσμεύει το δικαστήριο (σχετ. ΑΠ 543/2019, ΑΠ 1365/2015, ΑΠ 1368/2015, ΑΠ 1473/2012). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 9 ΚΠολΔ "αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη". Ο όρος "επιδίκασε" σημαίνει ότι το δικαστήριο αποφάσισε σχετικά σε αίτημα, έστω και με αναγνωριστική διάταξη (ΑΠ 1811/2009). Δηλαδή, όταν το δικαστήριο επιδίκασε ή αναγνώρισε ή προέβη σε διάπλαση, χωρίς να υπάρχει αντίστοιχο αίτημα (ΑΠ 1708/2014, ΑΠ 204/2011, AΠ 858/2011). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 536 παρ. 1 του ίδιου κώδικα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, αν δε ο εφεσίβλητος δεν ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, κατά μεταρρύθμιση της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Μόνο δε αν εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και κατά τα κεφάλαια κατά τα οποία εξαφάνισε αυτήν κατ' αποδοχή της εφέσεως ή της αντεφέσεως και δίκασε περαιτέρω την υπόθεση κατ' ουσίαν μπορεί να πράξει τούτο.

Διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμ. 8 περ. α' Κ.Πολ.Δ., αφού έτσι το δικαστήριο παρά το νόμο λαμβάνει υπόψη πράγματα, που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1437/2012, ΑΠ 134/2008). Ως "πράγματα" νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος και με την έννοια αυτή "πράγμα" αποτελεί η ιστορική βάση της αγωγής και τα θεμελιωτικά αυτής πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 879/2013, ΑΠ 1008/2007). Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμ. 8 Κ.Πολ.Δ. "πράγματα" που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης είναι και οι λόγοι εφέσεως, που περιέχουν παράπονα κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης (ΟλΑΠ 25/2003). Γι' αυτό, η παραδοχή από το εφετείο ανύπαρκτου λόγου εφέσεως, η επανάκριση κεφαλαίου της πρωτόδικης αποφάσεως έξω από τα όρια της εφέσεως ή η μη λήψη υπόψη λόγου εφέσεως, συνιστούν πλημμέλειες που εμπίπτουν στον προβλεπόμενο από την ανωτέρω διάταξη λόγο αναιρέσεως, εκτός αν πρόκειται για λόγο εφέσεως που όφειλε να ερευνήσει και αυτεπαγγέλτως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 782/2019, ΑΠ 344/2015, ΑΠ 356/2013,1255/2009). Δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 1033/2018, ΑΠ 1436/2014, ΑΠ 37/2008, ΑΠ 2102/2007, ΑΠ 2068/2007).

Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι, σε περίπτωση αγωγής από τροχαίο ατύχημα, στην οποία ο ενάγων επικαλείται συνυπαιτιότητα περισσότερων του ενός οδηγών στην πρόκληση του ατυχήματος, εισάγονται σε δικαιοδοτική κρίση, περισσότερες από μία χωριστές αγωγές - αιτήσεις εννόμου προστασίας και υπάρχει υποκειμενική σώρευση αξιώσεων. Ο ενάγων σε μια τέτοια περίπτωση του οποίου η αγωγή έγινε δεκτή εναντίον ενός των εναγομένων αλλά απερρίφθη πρωτοδίκως εναντίον άλλου ή άλλων, έχει δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του και κατά του ετέρου ή των λοιπών εναγομένων, λόγω συνυπαιτιότητάς τους. Αν όμως δεν ασκήσει τέτοια έφεση, τότε το εφετείο δεν μπορεί να επιληφθεί της χωριστής αυτής αιτήσεως δικαστικής προστασίας - αυτοτελούς αγωγής, γιατί αυτή δεν μεταβιβάσθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Η αξίωση αυτή άλλωστε του ενάγοντος δεν μπορεί να μεταβιβασθεί στο εφετείο, ούτε με την έφεση του ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό εναγομένου, καθώς εκείνος είναι απλός ομόδικος του νικήσαντος εναγομένου και οι πράξεις του δεν μπορούν να βλάψουν τους ομοδίκους του, επί πλέον όμως και για το λόγο, ότι με την αγωγή του παθόντος εισάγονται σε δικαιοδοτική κρίση δύο ή περισσότερες χωριστές αγωγές, εναντίον εκάστου των φερομένων ως συνυπαιτίων, και διεξάγονται δύο χωριστές δίκες, στην οποία έκαστος συνεναγόμενος μπορεί να ασκήσει έφεση, μόνον για την εναντίον του ασκηθείσα αγωγή. Αν το εφετείο, συνεπώς, χωρίς άσκηση εφέσεως του ενάγοντος ερευνήσει την αγωγή - αυτοτελή αξίωσή του κατ' ενός εναγομένου, που είχε απορριφθεί, υποπίπτει στην παράβαση τόσο του άρθρου 559 αριθμ. 9 Κ.Πολ.Δ., όσο και του άρθρου 559 αριθμ. 8 Κ.Πολ.Δ.

Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 561 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.), για την έρευνα του πρώτου αναιρετικού λόγου που σημειωτέον προτείνεται παραδεκτά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατ' άρθρο 562 αριθμ. 2 περ. β' Κ.Πολ.Δ., διότι οι σχετικές αιτιάσεις προκύπτουν από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα: 1) Η πρώτη αναιρεσίβλητη-ενάγουσα A. L. του G. κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 15-4-2019 (αριθμ. εκθ. καταθ. .../2019) κύρια αγωγή της κατά των εναγομένων ανωνύμων ασφαλιστικών εταιρειών, με τις επωνυμίες "ALLIANZ ΕΛΛΑΣ Α.Α.Ε." και "ΙΝΤΡΕΣΑΛΟΝΙΚΑ Α.Ε.Γ.Α.", με την οποία ισχυρίστηκε ότι σε τροχαίο ατύχημα που έλαβε χώρα στις 16-7-2016, στον τόπο και υπό τις συνθήκες που ειδικότερα εκθέτει, από συγκλίνουσα αμέλεια, αφενός της B. O. του M., οδηγού του υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... δικύκλου μοτοποδηλάτου, στο οποίο η ίδια επέβαινε ως συνεπιβάτης, ασφαλισμένου για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην πρώτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, με την επωνυμία "ALLIANZ ΕΛΛΑΣ Α.Α.Ε." (ήδη πέμπτη αναιρεσίβλητη) και αφετέρου του Σ. Κ. (αντί του εσφαλμένου Κ. Φ.), οδηγού του υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... αυτοκινήτου (ελκυστήρα με ρυμουλκούμενο), ασφαλισμένου για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στη δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ Α.Ε.Γ.Α." (ήδη αναιρεσείουσα), τραυματίστηκε σοβαρά. Ζήτησε δε, μετά νομότυπο περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι οι άνω εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες ("ALLIANZ ΕΛΛΑΣ Α.Α.Ε.", και "ΙΝΤΡΕΣΑΛΟΝΙΚΑ Α.Ε.Γ.Α.") υποχρεούνται να της καταβάλουν εις ολόκληρον εκάστη, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, τα αναφερόμενα στην αγωγή χρηματικά ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. 2) Η αναιρεσείουσα δεύτερη εναγομένη της ως άνω κύριας αγωγής ασφαλιστική εταιρεία ("ΙΝΤΡΕΣΑΛΟΝΙΚΑ Α.Ε.Γ.Α."), κατέθεσε ενώπιον του ιδίου ως άνω δικαστηρίου την από 27-6-2019 (αριθμ. εκθ. καταθ. .../2019)παρεμπίπτουσα αγωγή κατά της πέμπτης αναιρεσίβλητης-πρώτης εναγομένης της ως άνω κύριας αγωγής ασφαλιστικής εταιρείας ("ALLIANZ ΕΛΛΑΣ Α.Α.Ε.)", με την οποία ισχυρίστηκε ότι το αναφερόμενο στην άνω κύρια αγωγή τροχαίο ατύχημα, προκλήθηκε από αποκλειστική υπαιτιότητα, άλλως συνυπαιτιότητα, σε ποσοστό 95%, της οδηγού του υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... δικύκλου μοτοποδηλάτου, B. O. του M., ασφαλισμένου για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, με την επωνυμία "ALLIANZ ΕΛΛΑΣ Α.Α.Ε.". Ζήτησε δε, να αναγνωρισθεί ότι η παρεμπιπτόντως εναγομένη οφείλει να της καταβάλει οποιοδήποτε ποσό υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα της κύριας αγωγής (A. L. του G.), επικουρικώς δε, ποσοστό 95% οποιουδήποτε ποσού καταβάλει στην τελευταία, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της κύριας αγωγής, άλλως από την επίδοση της παρεμπίπτουσας αγωγής.

3) Οι δεύτερος, τρίτη και τέταρτος αναιρεσίβλητοι-ενάγοντες M.-N. O. του A., N. A. του M. και L. O. του M.-N., συγγενείς της θανούσας B. O. του M., κατέθεσαν ενώπιον του ιδίου ως άνω δικαστηρίου την από 12-8-2019 (αριθμ. εκθ. καταθ. 3287/2019) αγωγή κατά των Σ. Κ., Γ. Φ. και ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ Α.Ε.Γ.Α.", με την οποία ισχυρίστηκαν ότι από αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου, Σ. Κ., οδηγού του υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας του δευτέρου εναγομένου Γ. Φ., ασφαλισμένου για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην τρίτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ Α.Ε.Γ.Α.", προκλήθηκε τροχαίο ατύχημα και, ειδικότερα, το ως άνω υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... αυτοκίνητο, συγκρούστηκε με το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... δίκυκλο μοτοποδήλατο, που οδηγούσε η B. O. του M., θυγατέρα των δυο πρώτων και αδελφή του τρίτου εξ αυτών (εναγόντων), με αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό της τελευταίας. Ζήτησαν δε, (παραιτηθέντες του δικογράφου της αγωγής κατά των πρώτου και δευτέρου των εναγομένων) να αναγνωρισθεί, μετά νομότυπο περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, ότι η άνω εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ Α.Ε.Γ.Α." (ήδη αναιρεσείουσα), οφείλει να καταβάλει σ' αυτούς,ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, τα αναφερόμενα στην αγωγή χρηματικά ποσά, με νόμιμο τόκο. Επί των ανωτέρω αγωγών, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 384/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έκρινε ότι το ένδικο ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της B. O. του M., οδηγού του υπ'αριθμ. κυκλοφορίας ... δικύκλου μοτοποδηλάτου, ακολούθως δε, α) δέχθηκε εν μέρει την από 15-4-2019 αγωγή της A. L. του G. κατά της πρώτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία "ALLIANZ ΕΛΛΑΣ Α.Α.Ε.", ως κατ' ουσίαν βάσιμη και απέρριψε αυτήν ως προς τη δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ Α.Ε.Γ.Α.", ως κατ'ουσίαν αβάσιμη, β) απέρριψε την από 12-8-2019 αγωγή των M.-N. O. του A., N. A. του M. και L. O. του M.-N. (συγγενών της θανασίμως τραυματισθείσης B. O. του M.), ως κατ'ουσίαν αβάσιμη και γ) απέρριψε την παρεμπίπτουσα αγωγή της ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ Α.Ε.Γ.Α.", ως άνευ αντικειμένου. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκαν ενώπιον του Εφετείου Αθηνών: α) Η από 7-7-2020 (αριθμ. εκθ.καταθ. 51438/24-7-2020) έφεση των M.-N. O. του A., N. A. του M. και L. O. του M.-N. (συγγενών της θανασίμως τραυματισθείσης B. O. του M.), β) Η από 11-3-2020 (αριθμ. εκθ.καταθ. 1745/2020) έφεση της ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία "ALLIANZ ΕΛΛΑΣ Α.Α.Ε.", γ) Η από 16-3-2020 (αριθμ. εκθ. καταθ. 1796/2020) επικουρική έφεση της ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ Α.Ε.Γ.Α." και δ) Η δια των εγγράφων προτάσεων από 14-10-2020 αντέφεση της κυρίως ενάγουσας A. L. του G. (κατά της ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία "ALLIANZ ΕΛΛΑΣ Α.Α.Ε.". Επ' αυτών, εφέσεων και αντεφέσεως, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, εκδόθηκε η προσβαλλομένη υπ' αριθμ 368/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία: Α) Απέρριψε την δια των εγγράφων προτάσεων ασκηθείσα αντέφεση της A. L. του G., ως απαράδεκτη (με την αιτιολογία ότι έπρεπε να ασκηθεί μόνον με ιδιαίτερο δικόγραφο), Β) Αφού έκρινε αποκλειστικά υπαίτιο του ενδίκου ατυχήματος τον οδηγό του υπ'αριθμ. κυκλοφορίας ... αυτοκίνητου και του εξ αυτού θανάσιμου τραυματισμού της B. O. του M., οδηγού του υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... δικύκλου μοτοποδήλατου, και του τραυματισμού της κυρίως ενάγουσας A. L. του G. (συνεπιβάτιδος του δικύκλου μοτοποδηλάτου), ακολούθως, 1) Απέρριψε την από 16-3-2020 επικουρική έφεση της παρεμπιπτόντως ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ Α.Ε.Γ.Α.", 2) Δέχθηκε τυπικά και κατ'ουσίαν i) Την από 11-3-2020 έφεση της ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία "ALLIANZ ΕΛΛΑΣ Α.Α.Ε.", (ως προς τους πρώτο και δεύτερο λόγους αυτής-κεφάλαιο υπαιτιότητας) και ii) Την από 7-7-2020 έφεση των M.-N. O. του A., N. A. του M. και L. O. του M.-N., 3) Εξαφάνισε την εκκαλουμένη υπ' αριθμ. 384/2020 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κράτησε την υπόθεση και δικάζοντας: α) επί της από 15-4-2019 κύριας αγωγής της A. L. του G. απέρριψε αυτήν ως κατ'ουσίαν αβάσιμη ως προς την πρώτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, με την επωνυμία "ALLIANZ ΕΛΛΑΣ Α.Α.Ε." και δέχθηκε εν μέρει αυτήν ως κατ'ουσίαν βάσιμη ως προς τη δεύτερη εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ Α.Ε.Γ.Α.", αναγνωρίζοντας την υποχρέωση αυτής να καταβάλει στην ενάγουσα της κύριας αγωγής (A. L. του G.), ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το συνολικό ποσό των 73.703,05 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και β) επί της από 12-8-2019 αγωγής των M.-N. O. του A., N. A. του M. και L. O. του M.-N. δέχθηκε εν μέρει αυτήν ως κατ'ουσίαν βάσιμη αναγνωρίζοντας την υποχρέωση της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ Α.Ε.Γ.Α.", να καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, σε έκαστο των δύο πρώτων εναγόντων (M.-N. O. του A. και N. A. του M.) το ποσό των 70.000 ευρώ και στον τρίτο των εναγόντων (L. O. του M.-N.) το ποσό των 35.000 ευρώ. Με τις ανωτέρω παραδοχές του, όμως, το Εφετείο, αφενός μεν επανέκρινε κεφάλαιο έξω από τα εκκληθέντα όρια, και δη ερεύνησε, καθ` υπέρβαση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της από 11-3-2020 (αριθμ. εκθ. καταθ. 1745/2020) εφέσεως της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "ALLIANZ ΕΛΛΑΣ Α.Α.Ε." (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), μη εκκληθέν (με επικουρική έφεση) από την άνω κυρίως ενάγουσα A. L. του G. (ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη), κεφάλαιο της ασκηθείσας από αυτήν από 15-4-2019 (αριθμ. εκθ. καταθ. 2019/2019) κύριας αγωγής, η οποία πρωτοδίκως είχε απορριφθεί, ως προς τη δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ Α.Ε.Γ.Α.", αφετέρου δε, ερευνώντας απορριφθέν με την εκκαλουμένη απόφαση (384/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) αίτημα της αγωγής, μη προσβληθέν με έφεση κεφάλαιο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν, δηλαδή ανύπαρκτο λόγο εφέσεως της άνω εκκαλούσας ("ALLIANZ ΕΛΛΑΣ Α.Α.Ε."). Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται οι ανωτέρω από τους αριθμούς 8 και 9 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., πλημμέλειες, είναι βάσιμος. Κατ` ακολουθίαν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση από 10-3-2021 αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 368/2021 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος που αφορά την από 11-3-2020 (αριθμ. εκθ. καταθ. 1745/2020) έφεση της ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία "ALLIANZ ΕΛΛΑΣ Α.Α.Ε." κατά της αναιρεσείουσας ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ Α.Ε.Γ.Α." και της πρώτης αναιρεσίβλητης A. L. του G., ενόψει δε του ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση, να δικασθεί η άνω έφεση από το παρόν δικαστήριο (άρθρο 580 παρ.3 Κ.Πολ.Δ.) και να απορριφθεί. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδάφ. β' και 914 Α.Κ. συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υποχρέου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Υπαιτιότητα είναι ο ψυχικός δεσμός του δράστη προς την αδικοπραξία. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το Δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 Α.Κ., να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη, ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικώς να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται, κατ' αρχήν, από το γεγονός ότι στο επιζήμιο αυτό αποτέλεσμα συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ' ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το Δικαστήριο αποζημιώσεως ή τη μείωση του ποσού της, κατά το πιο πάνω άρθρο 300 Α.Κ.. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, γενικώς λαμβανόμενα, μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικώς ως πρόσφορη αιτία της ζημίας που επήλθε, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το Δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, κατά πόσο, δηλαδή, τα περιστατικά αυτά του πταίσματος επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, αντικειμενικώς, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος, ενώ η κρίση για το αν πράγματι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η πράξη ή η παράλειψη εκείνη αποτέλεσε την αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, καθόσον ανάγεται σε εκτίμηση πραγματικού υλικού, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 344/2024, ΑΠ 334/2024, ΑΠ 791/2022, ΑΠ 652/2022, ΑΠ 736/2021, ΑΠ 681/2021, ΑΠ 206/2021, ΑΠ 184/2021, ΑΠ 551/2020, ΑΠ 12/2020). Επίσης, οι έννοιες της υπαιτιότητας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και, επομένως, η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς τη συνδρομή ή όχι υπαιτιότητας του ζημιώσαντος ή οικείου πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας. Εκφεύγει, όμως, του αναιρετικού ελέγχου η κρίση ως προς το βαθμό - τη βαρύτητα του πταίσματος και το ποσοστό, κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, διότι η κρίση αυτή σχηματίζεται από την, κατ' άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων, χωρίς την υπαγωγή τους σε νομική έννοια (ΑΠ 344/2024, ΑΠ 334/2024, ΑΠ 1218/2023, ΑΠ 652/2022, ΑΠ 736/2021, ΑΠ 681/2021, ΑΠ 206/2021, ΑΠ 184/2021, ΑΠ 867/2020, ΑΠ 12/2020, ΑΠ 88/2019, ΑΠ 85/2019). Τα προαναφερόμενα έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των αυτοκινήτων που συγκρούσθηκαν, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ., η οποία εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ζημίας, άρα και από αδικοπραξία κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. Α.Κ., στις οποίες μπορεί να θεμελιωθεί και η ευθύνη για τη ζημία, που προκαλείται κατά την λειτουργία του αυτοκινήτου, κατ' άρθρο 4 του Ν. ΓΠΝ/1911 (ΑΠ 1218/2023, ΑΠ 791/2022, ΑΠ 13/2020, ΑΠ 1459/2019, ΑΠ 1043/2019). Περαιτέρω, η παράβαση διατάξεων του Κ.Ο.Κ. δεν θεμελιώνει αυτή καθ' εαυτήν υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί, όμως, στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το Δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξεως και του επελθόντος αποτελέσματος (ΑΠ 1673/2023, ΑΠ 1218/2023, ΑΠ 1176/2023, ΑΠ 1.055/2023, ΑΠ 1673/2022, ΑΠ 1509/2022, ΑΠ 652/2022, ΑΠ 551/2022), ενώ μόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο Κ.Ο.Κ. στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγησή τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν, για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη μείωση των επιζήμιων συνεπειών (ΑΠ 1218/2023, ΑΠ 536/2022, ΑΠ 877/2021, ΑΠ 898/2020, ΑΠ 797/2020). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του Ν. 2696/1999 "Αυτοί που χρησιμοποιούν τις οδούς πρέπει να αποφεύγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά που είναι ενδεχόμενο να εκθέσει σε κίνδυνο ή να παρεμβάλει εμπόδια στην κυκλοφορία, να εκθέσει σε κίνδυνο πρόσωπα ή ζώα ή να προκαλέσει ζημιές σε δημόσιες ή ιδιωτικές περιουσίες. Οι οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή ... και να μην προκαλούν γενικά με την συμπεριφορά τους τρόμο, ανησυχία ή παρενόχληση στους λοιπούς χρήστες των οδών... " (ΑΠ 344/2024, ΑΠ 334/2024, ΑΠ 1218/2023, ΑΠ 550/2021, ΑΠ 401/2021, ΑΠ 1098/2020, ΑΠ 1043/2019, ΑΠ 624/2019, ΑΠ 91/2019, ΑΠ 199/2018).Περαιτέρω, στο άρθρο 16 του ίδιου νόμου, ορίζεται, στη μεν παράγραφο 1 αυτού ότι "ο οδηγός κάθε οχήματος υποχρεούται, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1 και 17 παρ. 6 του παρόντος Κώδικα, να οδηγεί το όχημά του πλησίον του δεξιού άκρου του οδοστρώματος και αν ακόμη ολόκληρο το οδόστρωμα είναι ελεύθερο", στη δε παράγραφο 4 ότι "ο οδηγός δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί σε οδόστρωμα που προορίζεται για την αντίθετη προς την κατεύθυνσή του κυκλοφορία ..., εκτός από περιπτώσεις απολύτου ανάγκης ή όταν ειδικές ρυθμίσεις το επιτρέπουν" (ΑΠ 607/2023). Επίσης στο άρθρο 18 παρ.1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: "Ο οδηγός κατά τη συνάντησή του με οχήματα που έρχονται αντίθετα υποχρεούται να παραχωρεί επαρκή χώρο παραπλεύρως, κινούμενος στο δεξιό άκρο του οδοστρώματος. Αν κατά τη συνάντηση αυτήν παρεμποδίζεται η διέλευση του οχήματος, λόγω εμποδίου ή από άλλη αιτία, υποχρεούται ο οδηγός να μειώνει την ταχύτητα και αν είναι αναγκαίο, να διακόπτει την πορεία του για να επιτρέπει τη διέλευση στον ερχόμενο ή τους ερχόμενους". Ακόμη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2696/1999, "1. Ο οδηγός οδικού οχήματος επιβάλλεται να έχει τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς. 2. Ο οδηγός επιβάλλεται να ρυθμίζει την ταχύτητα του οχήματός του λαμβάνων συνεχώς υπόψη του τις επικρατούσες συνθήκες, ιδιαίτερα δε τη διαμόρφωση του εδάφους, την κατάσταση και τα χαρακτηριστικά της οδού, την κατάσταση και το φορτίο του οχήματός του, τις καιρικές συνθήκες και τις συνθήκες κυκλοφορίας, κατά τρόπον ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματός του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο που μπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται στο ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της οδού. Υποχρεούται επίσης να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του και, σε περίπτωση ανάγκης, να διακόπτει την πορεία του, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν. 3. Ιδιαίτερα, ο οδηγός επιβάλλεται να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του σε τμήματα της οδού με περιορισμένο πεδίο ορατότητας, στις στροφές ..." (ΑΠ 344/2024, ΑΠ 334/2024, ΑΠ 1218/2023, ΑΠ 550/2021, ΑΠ 401/2021, ΑΠ 1098/2020, ΑΠ 1043/2019, ΑΠ 624/2019, ΑΠ 91/2019, ΑΠ 199/2018). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 20 του αυτού νόμου στην παράγραφο 1 ορίζεται ότι: "Το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας των αυτοκινήτων οχημάτων, μέσα στις κατοικημένες περιοχές, ορίζεται σε 50 χιλιόμετρα την ώρα, εκτός αν άλλως ορίζεται με ειδική σήμανση". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως, η οποία στοιχειοθετεί τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως, συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το Δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα, που ήταν εφαρμοστέος, αλλά δεν εφαρμόσθηκε. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της αποφάσεως δημιουργούνται αμφιβολίες, για το αν παραβιάσθηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται, όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος, που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι, όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως (Ολ. ΑΠ 6/2020, Ολ. ΑΠ 1/2020, Ολ. ΑΠ 6/2019, Ολ. ΑΠ 2/2019, Ολ. ΑΠ 6/2006, ΑΠ 344/2024, ΑΠ 334/2024, ΑΠ 1218/2023, ΑΠ 671/2020). Από την ανωτέρω διάταξη, η οποία αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της αποφάσεως, για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περιπτώσεως στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περιπτώσεως. Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 2/2019, ΑΠ 344/2024, ΑΠ 334/2024, ΑΠ 1218/2023, ΑΠ 736/2021). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και, γενικότερα, ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (Ολ. ΑΠ 6/2020, Ολ. ΑΠ 1/2020, Ολ. ΑΠ 6/2019, Ολ. ΑΠ 2/2019, Ολ. ΑΠ 15/2006). Τα επιχειρήματα δε του Δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές, επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούν "αιτιολογία" της αποφάσεως, ώστε, στο πλαίσιο της ερευνώμενης διατάξεως του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ., να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναιρέσεως, του αριθμού 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., ούτε εξαιτίας του ότι το Δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικώς τα, μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς, επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 344/2024, ΑΠ 334/2024, ΑΠ 1218/2023, ΑΠ 317/2022, ΑΠ 263/2022, ΑΠ 163/2022, ΑΠ 736/2021, ΑΠ 551/2021, ΑΠ 162/2020).

Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του (άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ), ως προς το κρίσιμο και ουσιώδες ζήτημα της υπαιτιότητας των εμπλακέντων στο ατύχημα οδηγών, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : "...Στην Πάρο, στις 16.7.2016 και περί ώρα 20:10 η B. O. του M., οδηγώντας το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... δίκυκλο μοτοποδήλατο, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την αστική ευθύνη του οδηγού και του ιδιοκτήτη του από ζημίες που θα προκαλούσε με την κυκλοφορία του σε τρίτους στην πρώτη εναγομένη - παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "ALLIANZ ΕΛΛΑΣ A.A.E." (ήδη πέμπτη αναιρεσίβλητη) εκινείτο στην περιοχή του ..., επί της Επαρχιακής Οδού ..., στο ρεύμα κυκλοφορίας αυτής με κατεύθυνση από ... προς … Η ως άνω Επαρχιακή Οδός, στο ύψος του 1ου χλμ. αυτής, είναι δρόμος διπλής κατεύθυνσης, με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, ανάμεσα στα δύο ρεύματα κυκλοφορίας υπάρχει συνεχόμενη διπλή διαχωριστική γραμμή, το συνολικό πλάτος του οδοστρώματος είναι 6,30 μέτρα, ενώ στο ρεύμα κυκλοφορίας με κατεύθυνση από ... υπάρχει έρεισμα πλάτους 0,40 μέτρων. Επίσης, στο 1ο χλμ. της Επαρχιακής Οδού ... υπάρχει ανωφέρεια με μικρή κλίση στο ρεύμα κυκλοφορίας προς ... και κατωφέρεια με μικρή κλίση στο ρεύμα κυκλοφορίας προς .... Η B. O. του M. εκινείτο με το ανωτέρω μοτοποδήλατο στη μέση του ρεύματος κυκλοφορίας με κατεύθυνση προς .... Στο εν λόγω μοτοποδήλατο συνεπέβαινε η ενάγουσα A. L. του G. (ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη). Την ίδια χρονική στιγμή, ο Σ. Κ. του Ι., (μη διάδικος στη δίκη) οδηγώντας το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... αυτοκίνητο (ελκυστήρα με ρυμουλκούμενο), ιδιοκτησίας του Γ. Φ. του Α. (μη διαδίκου στη δίκη), το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την αστική ευθύνη του οδηγού και του ιδιοκτήτη του από ζημίες που θα προκαλούσε με την κυκλοφορία του σε τρίτους στη δεύτερη εναγομένη - παρεμπιπτόντως ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡ-ΣΑΛΟΝΙΚΑ Α.Ε.Γ.Α" (ήδη αναιρεσείουσα) εκινείτο επίσης επί της Επαρχιακής Οδού ..., αλλά στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας από αυτό, στο οποίο εκινείτο η B. O. του M., ήτοι στο ρεύμα κυκλοφορίας με κατεύθυνση από ... προς ... Ο τελευταίος πλησιάζοντας σε αριστερή προς την πορεία του, στροφή, στο ύψος του ..., δεν ασκούσε τον πλήρη έλεγχο και εποπτεία επί του οχήματός του, ούτε μετρίασε την ταχύτητά του όπως είχε υποχρέωση, λαμβάνοντας υπόψη τις επικρατούσες συνθήκες, ιδίως δε, ότι το όριο ταχύτητας περιοριζόταν στα 30 χλμ./ώρα, ότι η οδός ήταν ιδιαίτερα ηυξημένης κυκλοφορίας κυρίως τους θερινούς μήνες, με κυμαινόμενο πλάτος οδοστρώματος (4.50 - 6,30 μ.) και μη διαμορφωμένα ερείσματα ή πεζοδρόμιο (πλάτος ερείσματος 0:40 μ.) μη συμμορφούμενος με τις επιταγές των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1 και 19 παρ. 1-3 του Ν. 2696/1999. Η παράβαση δε των διατάξεων αυτών ... συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος παρεμβλήθη στην πορεία του με αριθμό κυκλοφορίας ... μισθωμένου δικύκλου μοτοποδηλάτου, εργοστασίου κατασκευής Piaggio, ιδιοκτησίας του Π. Κ. (μη διαδίκου στη δίκη), που οδηγούσε η B. O. του M., με κατεύθυνση από ..., και με συνεπιβάτη την A. L. του G., με αποτέλεσμα να συγκρουστεί πλαγιομετωπικά με αυτό και από τη σύγκρουση να τραυματιστούν αμφότερες οι επιβαίνουσες στο μοτοποδήλατο που υπέστησαν: 1) η μεν οδηγός B. O. του M. βαρείες κακώσεις κεφαλής θώρακος και κοιλίας που ως μόνες ενεργοί αιτίες επέφεραν σχεδόν αμέσως το θάνατό της 2) η δε συνοδηγός A. L. κάταγμα, κάταγμα πηχεοκαρπικής (δε), εκδορές (δε) γόνατος και κάταγμα κερκίδας (δε). Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι τα ίχνη τροχοπέδησης του φορτηγού οχήματος διαγράφουν αδιάλειπτη δεξιόστροφη πορεία, τούτο μάλιστα υποδεικνύεται από την σχετική καταγραφή επί του Πρόχειρου Σχεδιαγράμματος της Τροχαίας όπου αναλύεται ότι κατά την έναρξη των ιχνών τροχοπέδησης αυτά βρίσκονται σε απόσταση μόλις 0,11 εκατοστών του μέτρου από τη διπλή διαχωριστική γραμμή, όταν δε αυτά τελειώνουν, σε απόσταση 11,90 μέτρων από την έναρξή τους βρίσκονται σε απόσταση 0,77 εκατοστών του μέτρου από την διπλή διαχωριστική γραμμή: Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής σύμφωνα με τα οποία η συνολική διάρκεια του χρόνου αντίδρασης του μέσου οδηγού, από την αντίληψη ορατού εμποδίου στην πορεία του, μέχρι και την ενέργεια αποφυγής του (τροχοπέδηση ή διενέργεια ελιγμού αποφυγής), υπολογίζεται περίπου από 0,6 έως 1 δευτερόλεπτο, αποδεικνύουν ότι η αδιάλειπτη δεξιόστροφη πορεία του ζημιογόνου Δ.Χ.Φ. οχήματος ξεκίνησε τουλάχιστον 0,6 έως 1 δευτερόλεπτο προ της έναρξης τροχοπέδησης, όπερ συνεπάγεται πως το φορτηγό όχημα, προ του ατυχήματος, είχε εισέλθει στο αντίθετο ως προς την κατεύθυνσή του ρεύμα παραβιάζοντας την συνεχόμενη διπλή διαχωριστική γραμμή, και παρεμβαλλόμενο επί της πορείας της θανούσας. Συνέπεια των ανωτέρω αποδείχθηκε η αμελής αυτή οδήγηση του ανωτέρω οδηγού, ικανή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και την κοινή ανθρώπινη εμπειρία να προκαλέσει τροχαίο ατύχημα, προκάλεσε τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά τα προεκτεθέντα, το οποίο ευχερώς μπορούσε να αποφευχθεί, αν ο ανωτέρω οδηγός τηρούσε την απαιτούμενη επιμέλεια και τους προαναφερθέντες κανόνες οδικής κυκλοφορίας οδηγούσε με τρόπο που προκάλεσε εμπόδια στην κυκλοφορία και εξέθεσε σε κίνδυνο πρόσωπα (άρθρο 12 K.O.Κ), παραλείποντας να ασκεί τον δέοντα έλεγχο επί του οχήματος του και της εν γένει κυκλοφορίας επί της οδού. Ειδικότερα, ο Σ. Κ., οδηγώντας ένα ογκώδες όχημα, το οποίο καταλάμβανε σχεδόν όλο το πλάτος του ρεύματος κυκλοφορίας του (άλλωστε πλησίον του σημείου του ατυχήματος υπήρχε προειδοποιητική πινακίδα περί επικίνδυνης στένωσης της οδού) και προσεγγίζοντας σε στροφή (σημείο με περιορισμένη ορατότητα, ως κατέθεσε ο Κ. Φ.), αντί να περιορίσει την ταχύτητά του, συνέχισε την πορεία του με αμείωτο ρυθμό, με σκοπό (δια κλειστής στροφής) να στρίψει αριστερά. Αποτέλεσμα της εν λόγω αμελούς πράξεως ήταν να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας όπου εκινείτο το ασφαλισμένο στην Εταιρία...(σ.σ. "ALLIANZ ΕΛΛΑΣ A.A.E.") δίκυκλο όχημα, και να παρεμβληθεί στη σύννομη πορεία αυτού. Δεν παραχώρησε αρκετό χώρο παραπλεύρως στο δίκυκλο όχημα, προσεγγίζοντας το άκρο δεξιό της οδού (άρθρο 18 Κ.Ο.Κ. "διέλευση οχημάτων που κινούνται αντίθετα": "1. Ο οδηγός κατά τη συνάντησή του με οχήματα που έρχονται αντίθετα, υποχρεούται να παραχωρεί επαρκή χώρο παραπλεύρως, κινούμενος στο δεξιό άκρο του οδοστρώματος κατά τη συνάντηση αυτή παρεμποδίζεται η διέλευση του οχήματος, λόγω εμποδίου η από άλλη αίτια, υποχρεούται ο οδηγός να μειώνει την ταχύτητα, και αν είναι αναγκαίο, να διακόπτει την πορεία του για να επιτρέπει την διέλευση στον ερχόμενο η στους ερχόμενους"), προκειμένου να κινηθεί ασφαλώς, αλλά αντιθέτως, όχι μόνο κατέλαβε όλο το πλάτος του ρεύματος κυκλοφορίας του, αλλά εισήλθε μερικώς και επί του αντίθετου ρεύματος κυκλοφορίας. Η παράλειψη του αυτή κρίνεται ως μείζονος σημασίας δεδομένης: α) της στενότητας της οδού, β) της σήμανσης (Κ-5) περί επικίνδυνης -περαιτέρω- στένωσης του πλάτους του οδοστρώματος, γ) του όγκου του οχήματος, το οποίο μετά βίας χωρούσε να κινηθεί στο ένα ρεύμα κυκλοφορίας και δ) της προσέγγισης του οχήματος σε στροφή (περιορισμένη ορατότητα, επικινδυνότητα ενόψει του όγκου και της συνεπαγόμενης αστάθειας του φορτηγού). Δεν είχε τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του και εκινείτο με αυξημένη για την οδό και τις περιστάσεις ταχύτητα (άρθρο 19 παρ. 1-3 Κ.Ο.Κ.: "Ο οδηγός επιβάλλεται να ρυθμίζει την ταχύτητα του οχήματος του, λαμβάνων συνεχώς υπόψιν του τις επικρατούσες συνθήκες [...] κατά τρόπο ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματος του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο που μπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται στο ορατό από αυτό μπροστινό τμήμα της οδού [...]". Ως προαναφέρθηκε, και καταγράφεται και επί της εκθέσεως αυτοψίας, το όριο ταχύτητας επί της οδού οριζόταν σε 30 χλμ./ώρα. Από τα πραγματικά περιστατικά και τις συνθήκες του ατυχήματος, προκύπτει ότι ο οδηγός ουδόλως εκινείτο εντός των νομίμων ορίων, αλλά αντιθέτως, η ταχύτητά του υπερέβαινε αυτά, με αποτέλεσμα να προκαλεί με την ενέργειά του αυτή κίνδυνο στους λοιπούς χρήστες της οδού. Σε κάθε περίπτωση, η συμμόρφωση με τα όρια ταχύτητας και εν γένει τις διατάξεις του Κ.Ο.Κ., δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου τη σύννομη συμπεριφορά του οδηγού. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο οδηγός οφείλει να περιορίζει έτι περαιτέρω την ταχύτητα του οχήματός του, ακόμα και κάτω από το επιτρεπόμενο ανώτατο όριο, όταν το επιβάλλουν, οι συνθήκες που επικρατούν επί της οδού, και οι λοιπές περιστάσεις. Στην προκείμενη περίπτωση, ο Σ. Κ. όφειλε να μειώσει την ταχύτητα του οχήματός του, με δεδομένο ότι εκινείτο σε στενή επαρχιακή οδό, επί της οποίας συνήθως επικρατεί πυκνή κυκλοφορία οχημάτων, ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες, προσέγγιζε στροφή (19 παρ. 3 Κ.Ο.Κ.), η οποία ευρίσκετο σε σημείο με ανηφορική κλίση, και, κατ' επέκταση, με μειωμένη ορατότητα (γεγονός που συνομολογεί στην από 17.7.2016 έκθεση εξέτασης του), ενώ τέλος οδηγούσε ένα ογκώδες και ασταθές, όχημα, σε έναν πολύ στενό δρόμο (19 παρ. 3 Κ.Ο.Κ.). Σε συνέχεια των ανωτέρω, και όσον αφορά στο ζήτημα της αυξημένης ταχύτητας, πρέπει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 10 του Κ.Ο.Κ., τα φορτηγά οχήματα, υποχρεωτικώς πρέπει να είναι εφοδιασμένα με ψηφιακή συσκευή καταμέτρησης της ταχύτητας (ταχογράφο) και με μηχανισμό περιορισμού της ταχύτητας (κόφτη), ενώ σε όποιον επενεργεί με οποιονδήποτε τρόπο στην ορθή λειτουργία του ταχογράφου και τις εγγραφές του, επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο (παρ. 13 του ιδίου άρθρου). Ως προκύπτει από την ανάγνωση της ποινικής δικογραφίας, οι επιβάτες του φορτηγού οχήματος, μετά από το επίδικο δυστύχημα αποφάσισαν από κοινού (συναυτουργία: συναπόφαση και συνεκτέλεση) να επέμβουν στο σύστημα του αυτόματου ταχογράφου του οχήματος, χαράσσοντας ψευδή στοιχεία αναφορικά με τα στοιχεία του οδηγού, την ταχύτητα, την απόσταση και τις διακοπές (αντί του εσφαλμένου διακριτές) πορείας του οχήματος. Πέραν των διοικητικών και ποινικών συνεπειών που επέφερε στους ίδιους η πράξη τους, εάν η ταχύτητα του φορτηγού ήταν σύννομη, οι υπαίτιοι δεν θα προέβαιναν σε οποιαδήποτε παρέμβαση στα στοιχεία που προαναφέρθηκαν, παρά μόνο στο όνομα του οδηγού. Η προσπάθειά τους για συγκάλυψη των πραγματικών συνθηκών του επίδικου δυστυχήματος, καταδεικνύει την παράνομη οδηγική συμπεριφορά του οδηγού, η οποία συνδέεται με σχέση πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας με το συμβάν. Κατά συνέπεια η απώλεια του οδηγικού ελέγχου του μοποδήλατου από την θανούσα οδηγό της, δεν ήταν η κυρία γενεσιουργός αιτία πρόκλησης του ενδίκου ατυχήματος, αλλά αποτέλεσμα της αντικανονικής εισόδου του ζημιογόνου Δ.Χ.Φ. οχήματος επί του αντιθέτου ως προς την πορεία του ρεύματος κυκλοφορίας. Και τούτο διότι η θανούσα οδηγός του μοτοποδήλατου, εν όψει της αντικανονικής εισόδου του ζημιογόνου Δ.Χ.Φ. οχήματος στο ρεύμα πορείας της αιφνιδιάστηκε και δεν πρόλαβε να επιχειρήσει αποφευκτικό ελιγμό, με αποτέλεσμα να απωλέσει τον οδηγικό έλεγχο του μοτοποδήλατου και να επιπέσει επί του οδοστρώματος, προσεγγίζοντας συρόμενη την διαχωριστική των ρευμάτων γραμμή. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται τόσο από το γεγονός ότι τα πλαστικά θραύσματα του μοτοποδήλατου εντοπίζονται στο σύνολό τους επί του μέσου του ρεύματος πορείας της μοτ/τας (στο ρεύμα προς ...), τόσο από το γεγονός ότι το μοτοποδήλατο τελικώς κατέληξε, συνεπεία της ώθησης που δέχθηκε από την σύγκρουση, στο άκρο δεξιό του ρεύματος πορείας της (στοιχείο ενδεικτικό της ταχύτατης και αντικανονικής πορείας του ζημιογόνου Δ.Χ.Φ. οχήματος), όσο και από το γεγονός ότι η οδηγός του μοτοποδήλατου, ακόμα και μετά την σύρση της στο οδόστρωμα, κατέληξε με το κάτω μέρος του σώματός της επί της διπλής διαχωριστικής γραμμής και με το άνω μέρος του σώματός της κατ' ελάχιστον επί του αντιθέτου ως προς την αρχική της πορεία ρεύματος κυκλοφορίας, χρονική στιγμή κατά την οποία το ζημιογόνο Δ.Χ.Φ. όχημα, κινούμενο δεξιόστροφα και έχοντας επανέλθει επί του ρεύματος πορείας του, παρέσυρε το σώμα αυτής. Τα ανωτέρω στοιχεία καταγράφονται και στο Πρόχειρο Σχεδιάγραμμα της Τροχαίας. Μάλιστα συσχετίζοντας: α) τόσο το αποδειχθέν γεγονός της ακινητοποίησης του Δ.Χ.Φ. οχήματος σε απόσταση 25 μέτρων από την έναρξη των ιχνών τροχοπέδησής του, β) όσο και το ομοίως αποδειχθέν στοιχείο της εκτίναξης της ασφαλισμένης μοτ/τας στο ρείθρο του άκρου δεξιού τμήματος του ρεύματος πορείας της (προς ...) (ως ομοίως καταγράφεται στο Πρόχειρο Σχεδιάγραμμα της Τροχαίας), συνιστά η αντίθετη κρίση της εκκαλουμένης παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής: Και τούτο διότι τόσο τα πραγματικά και αποδειχθέντα περιστατικά (ακινητοποίηση του Δ.Χ.Φ. οχήματος σε απόσταση 25 μέτρων από την αρχική του τροχοπέδηση, εκτίναξη της μοτ/τας συνεπεία της σύγκρουσης με το φορτηγό με φορά αντίθετη της κατεύθυνσης κίνησής της), όσο και η επιγενόμενη του ατυχήματος συμπεριφορά του οδηγού του φορτηγού. Σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ο Σ. Κ. προσέγγισε το σημείο του ένδικου ατυχήματος, ... παραβιάζοντας την διπλή συνεχή διαχωριστική των ρευμάτων γραμμή, αλλά ταυτόχρονα αναπτύσσοντας ταχύτητα τουλάχιστον διπλάσια της επιτρεπόμενης (άνω των 60 χλμ/ώρα) αποστερώντας από την οδηγό του μοτοποδήλατου κάθε δυνατότητα λυσιτελούς αντίδρασης προς αποφυγή του ατυχήματος, εξαναγκάζοντάς την σε αριστερόστροφο ελιγμό αιφνιδιασμού και εν τέλει στην απώλεια του οδηγικού ελέγχου του μοτοποδήλατου, και προκαλώντας εν τέλει το ίδιο το ένδικο ατύχημα. Χαρακτηριστικό της οδηγικής συμπεριφοράς του οδηγού Σ. Κ. μετά το ατύχημα είναι και όσα καταγράφονται στο κλητήριο θέσπισμα με αριθμό ... με το εξής περιεχόμενο: "Ο πρώτος κατηγορούμενος, Σ. Κ., στο 1ο χλμ./θ. της επαρχιακής οδού ...... στις 16.7.2016 και περί ώρα 20:10 μ.μ. ενεργώντας από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις, μπορούσε και ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει, ως οδηγός οχήματος που εξυπηρετεί τη βιοποριστική μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων, προξένησε με το όχημά του κατά την οδήγησή του το θάνατο άλλου, αλλά και τη σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας άλλου, χωρίς να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η ακόλουθη πράξη του. Συγκεκριμένα, κατά τον προαναφερθέντα χρόνο, ενώ οδηγούσε ως επαγγελματίας οδηγός, απασχολούμενος στην εδρεύουσα στην Πάρο εταιρία με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΝΑΞΟΥ ΙΔΙΟΤΥΠΗ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ Ι.Μ.Ε.-ΕΠΕ." και το διακριτικό τίτλο "ΔΙΟΝΥΣΟΣ" (μη διαδίκου) του μεγάλου κυβισμού με αρ. κυκλοφορίας ... ελκυστήρα, εργοστασίου κατασκευής, χρώματος λευκού, ο οποίος ρυμουλκούσε το άνευ κρατικών πινακίδων, άδειας κυκλοφορίας και ασφαλιστήριου συμβολαίου ημιρυμουλκούμενο IX ψυγείο, εργοστασίου κατασκευής ... με αριθμό πλαισίου ..., ιδιοκτησίας του μετόχου της ως άνω εταιρίας, Γ. Φ., με συνοδηγό τον Κ. Φ. Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι στον υπό του στοιχείο Α του παρόντος κατηγορητηρίου τόπο και χρόνο, κατόπιν συναποφάσεως και από κοινού ενεργώντας, κατάρτισαν πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, στη συνεχεία έκαναν χρήση αυτού. Ειδικότερα, με σκοπό να παρουσιάσουν ότι ο με αριθμ. κυκλοφορίας ... ελκυστήρας, εργοστασίου κατασκευής volvo, χρώματος λευκού, ο οποίος ρυμουλκούσε το άνευ κρατικών πινακίδων, άδειας κυκλοφορίας και ασφαλιστήριου συμβολαίου ημιρυμουλκούμενο IX ψυγείο, εργοστασίου κατασκευής..., ιδιοκτησίας του, Γ. Φ., ο οποίος ενεπλάκη στο υπό στοιχείο Α του παρόντος κατηγορητηρίου, οδικό τροχαίο ατύχημα, έφερε ως υποχρεούτο κατ' άρθρο 81 παρ. 15 του Ν. 2696/1999, μετρητή ταχύτητας που λειτουργούσε κανονικά, αμέσως μετά τη σύγκρουση ανέγραψαν σε μη χρησιμοποιηθέντα δίσκο καταγραφής ταχύτητας τα στοιχεία του οχήματος και τα στοιχεία τους και χάραξαν αυτά χειρόγραφα κατά τρόπο, ώστε να εμφανίζονται ψευδείς ενδείξεις των διανυθέντων χιλιομέτρων, των διακοπών πορείας και χρόνου, καθώς και ταχύτητας του οχήματος, ακολούθως δε, έθεσαν αυτόν κρυφίως στη συσκευή του ταχογράφου του οχήματος, εργοστασίου, με αριθμό σειράς ..., ώστε να παραπλανήσουν τους επιληφθέντες του ατυχήματος προανακριτικούς υπαλλήλους του Α.Τ. Πάρου ως προς τις ενδείξεις των διανυθέντων χιλιομέτρων, των διακοπών πορείας και του χρόνου, καθώς και ταχύτητας του οχήματος, μέχρι την επέλευση του ατυχήματος... Ο δεύτερος κατηγορούμενος, Κ. Φ., στην Πάρο, στις 16 και 17.7.2016 με περισσότερες πράξεις που συναστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενώ εξεταζόταν χωρίς όρκο από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του κατέθεσε ψέματα. Πιο συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και ί) περί ώρα 20:30 μ.μ., αναφερόμενος ενώπιον των επιληφθέντων του υπ' αριθμ. στοιχ. ... του παρόντος κατηγορητηρίου τροχαίου οδικού ατυχήματος προανακριτικών υπάλληλων του Α.Τ. Πάρου και έσπευσαν στο σημείο της σύγκρουσης και ιι) ώρα 05:00 π.μ. χρόνο εξεταζόμενος χωρίς όρκο, ως κατηγορούμενος ενώπιον του Ανθ/νόμου του Α.Τ. Πάρου, Μ. Α., στο πλαίσιο αυτεπάγγελτης κατ' άρθρο 243 παρ. 2 ΚΠολΔ, προανάκρισης που διενεργείτο από την ως άνω επιληφθείσα υπηρεσία, ανέφερε ψευδώς το μεν προφορικά, το δε με την από 17.7.2017 συνταχθείσα προς τούτο έκθεση εξέτασης κατηγορουμένου αντίστοιχα, ότι αυτός οδηγούσε τον με αριθμό κυκλοφορίας ... ελκυστήρα, εργοστασίου κατασκευής volvo, χρώματος λευκού, ο οποίος ρυμουλκούσε το άνευ κρατικών πινακίδων, άδειας κυκλοφορίας και ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ημιρυμουλκούμενο I.X. ψυγείο, εργοστασίου κατασκευής ... με αριθμό πλαισίου ... Με τις ανωτέρω ψευδείς δηλώσεις απέβλεπε να παρεμποδίσει τη διωκτική αρχή να θέσει στη διάθεση της δικαιοσύνης τον δεύτερο κατηγορούμενο, Σ. Κ., ο οποίος με την παρότρυνσή του είχε εγκαταλείψει πάραυτα τον τόπο του ατυχήματος, ενώ γνώριζε ότι ο τελευταίος οδηγούσε το ανωτέρω όχημα και ο ίδιος ήταν συνοδηγός του.Ο πρώτος κατηγορούμενος, Σ. Κ. στον υπό στοιχείο Α του παρόντος κατηγορητηρίου τόπο και χρόνο, ενώ ενεπλάκη σε τροχαίο οδικό ατύχημα, από το οποίο επήλθε θάνατος και σωματική βλάβη, δεν έδωσε την αναγκαία βοήθεια και συμπαράσταση στους παθόντες, ούτε ειδοποίησε την πλησιέστερη αστυνομική αρχή, ούτε παρέμεινε στον τόπο του ατυχήματος, μέχρι την άφιξή της [...]". Δέχθηκε περαιτέρω το Εφετείο και τα ακόλουθα: "Υπό τα εκτεθέντα άνω πραγματικά περιστατικά, το ένδικο τροχαίο ατύχημα και οι εξ αυτού επελθούσες συνέπειες οφείλονται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού του υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... αυτοκίνητο (ελκυστήρα με ρυμουλκούμενο). Αντιθέτως δεν αποδείχθηκε συνυπαιτιότητά της θανούσας. Ειδικότερα, το όχημα που οδηγούσε η B. O. του M. έπεσε με το εμπρόσθιο μέρος του, χαμηλά στο εμπρόσθιο αριστερό μέρος του φορτηγού, που οδηγούσε ο Σ. Κ. (αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού του υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... αυτοκίνητου) η δε B. O. του M. επέδειξε κατά την οδήγηση του οχήματος της την επιμέλεια που θα επεδείκνυε κάθε μέσος συνετός οδηγός μοτοποδηλάτου (άρθρο 330 εδ. β' του Α.Κ.) και κινούμενη συννόμως και με ταχύτητα 30χλμ/ώρα, ήτοι οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή της και οδηγούσε το όχημά της πλησίον του δεξιού άκρου του οδοστρώματος και είχε τον πλήρη έλεγχο του σχήματός της ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς. Μάλιστα ως προαναφέρθηκε το σημείο εκκίνησης των θραυσμάτων εντοπίζεται (στο σύνολό τους επί του μέσου του ρεύματος πορείας της μοτ/τας (στο ρεύμα προς ...), το μοτοποδήλατο τελικώς κατέληξε, συνεπεία της ώθησης που δέχθηκε από την σύγκρουση, στο άκρο δεξιό του ρεύματος πορείας της. Λόγω της αιφνίδιας εισόδου Δ.Χ.Φ. αυτοκίνητου στη λωρίδα αυτή κυκλοφορίας, η B. O. δεν μπορούσε να προβεί σε οποιοδήποτε άλλο αποφευκτικό ελιγμό από αυτό που ενήργησε και δεν ήταν δυνατόν να προβεί σε ελιγμό προς τα δεξιά, λόγω των μικρών χρονικών και τοπικών περιθωρίων που είχε [...]. Επομένως, ...πρέπει η υπό κρίση από 15-4-2019 ...αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ' ουσίαν ως προς τη δεύτερη εναγόμενη (σ.σ. ασφαλιστική εταιρεία ("ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ Α.Ε.Γ.Α.") και να αναγνωρισθεί ότι η τελευταία οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα (σ.σ. A. L. του G.) ως αποζημίωση ...και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ...Επίσης πρέπει η ...από 15-4-2019... αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την πρώτη εναγόμενη (σ.σ. ασφαλιστική εταιρεία "ALLIANZ ΕΛΛΑΣ A.A.E.")... ". Κατόπιν των ανωτέρω παραδοχών το Εφετείο δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν: α) την από 11-3-2020 έφεση της εκκαλούσας-εναγοένης "ALLIANZ ΕΛΛΑΣ A.A.E." και αφού εξαφάνισε την υπ' αριθμ. 384/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δικάζοντας επί της από 15-4-2019 αγωγής της A. L. του G. δέχθηκε εν μέρει αυτήν ως προς την δεύτερη εναγομένη ("ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ Α.Ε.Γ.Α.") ως βάσιμη κατ' ουσίαν αναγνωρίζοντας την υποχρέωση αυτής να καταβάλει στην ενάγουσα (A. L. του G.) τα αναφερόμενα στο διατακτικό της προσβαλλομένης χρηματικά ποσά και απέρριψε αυτήν ως προς την πρώτη εναγομένη ("ALLIANZ ΕΛΛΑΣ A.A.E."), β) την από 7-7-2020 έφεση των εκκαλούντων-εναγόντων M.-N. O. του A., N. A. του M. και L. O. του M.-N. και αφού εξαφάνισε την υπ' αριθμ. 384/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δικάζοντας επί της από 12-8-2019 αγωγής αυτών δέχθηκε εν μέρει αυτήν ως προς την εναγομένη ("ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ Α.Ε.Γ.Α.") ως βάσιμη κατ' ουσίαν αναγνωρίζοντας την υποχρέωση αυτής να καταβάλει στους άνω ενάγοντες (M.-N. O. του A., N. A. του M. και L. O. του M.-N.) τα αναφερόμενα στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως χρηματικά ποσά.

Από τις παραπάνω παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι περιέχει ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της υπαιτιότητας των εμπλακέντων οδηγών στο επίδικο τροχαίο ατύχημα και δη ως προς το ζήτημα της ελλείψεως υπαιτιότητας της οδηγού του υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... δικύκλου μοτοποδηλάτου, B. O. του M., στο επελθόν αποτέλεσμα, έτσι ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εξειδίκευση της αόριστης έννοιας της υπαιτιότητας της και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ αυτής και του επελθόντος επιζήμιου αποτελέσματος. Συγκεκριμένα, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του: 1) Διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς την επί του οδοστρώματος θέση του υπ'αριθμ. κυκλοφορίας ... δικύκλου μοτοποδηλάτου, που οδηγούσε η B. O. του M., που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην πέμπτη αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία ("ALLIANZ ΕΛΛΑΣ A.A.E."), καθόσον, ενώ, στο 9ο φύλλο και στην οπίσθια όψη αυτής, δέχεται ότι η ως άνω οδηγός εκινείτο στο μέσον του ρεύματος κυκλοφορίας με κατεύθυνση προς ..., στη συνέχεια, στο 14ο φύλλο αυτής, δέχεται ότι εκινείτο πλησίον του δεξιού άκρου του προαναφερομένου ρεύματος κυκλοφορίας 2) Διέλαβε ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες όσον αφορά το ζήτημα της εισόδου του Δ.Χ.Φ. οχήματος, που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην ήδη αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία ("ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ Α.Ε.Γ.Α.") στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας (με κατεύθυνση προς ...), όπου εκινείτο το ανωτέρω δίκυκλο μοτοποδήλατο. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά πιστή μεταφορά: "Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι τα ίχνη τροχοπέδησης του φορτηγού οχήματος διαγράφουν αδιάλειπτη δεξιόστροφη πορεία, τούτο μάλιστα υποδεικνύεται από την σχετική καταγραφή επί του Πρόχειρου Σχεδιαγράμματος της Τροχαίας όπου αναλύεται ότι κατά την έναρξη των ιχνών τροχοπέδησης αυτά βρίσκονται σε απόσταση μόλις 0,11 εκατοστών του μέτρου από τη διπλή διαχωριστική γραμμή, όταν δε αυτά τελειώνουν, σε απόσταση 11,90 μέτρων από την έναρξή τους βρίσκονται σε απόσταση 0,77 εκατοστών του μέτρου από την διπλή διαχωριστική γραμμή: Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής σύμφωνα με τα οποία η συνολική διάρκεια του χρόνου αντίδρασης του μέσου οδηγού, από την αντίληψη ορατού εμποδίου στην πορεία του, μέχρι και την ενέργεια αποφυγής του (τροχοπέδηση ή διενέργεια ελιγμού αποφυγής), υπολογίζεται περίπου από 0,6 έως 1 δευτερόλεπτο, αποδεικνύουν ότι η αδιάλειπτη δεξιόστροφη πορεία του ζημιογόνου Δ.Χ.Φ. οχήματος ξεκίνησε τουλάχιστον 0,6 έως 1 δευτερόλεπτο προ της έναρξης τροχοπέδησης, όπερ συνεπάγεται πως το φορτηγό όχημα, προ του ατυχήματος, είχε εισέλθει στο αντίθετο ως προς την κατεύθυνσή του ρεύμα παραβιάζοντας την συνεχόμενη διπλή διαχωριστική γραμμή, και παρεμβαλλόμενο επί της πορείας της θανούσας...εφόσον το ίχνος πεδήσεως σε 11,90μ αύξησε την απόστασή του από την διπλή διαχωριστική γραμμή από 0,11μ σε 0,77 άρα αντίστοιχα σε 12μ πίσω, το προβεβλημένο ίχνος θα ήταν 0,77-0,11,=0,66 μ αριστερότερα, ήτοι θα καταλάμβανε μαζί με την διπλή διαχωριστική γραμμή τμήμα 0,55μ., δηλαδή λιγότερα από 0,40 μ. του αντιθέτου ρεύματος...". Έτσι όμως δεν δικαιολογείται η κρίση του Εφετείου για την παρεμβολή του φορτηγού στην πορεία του δικύκλου μοτοποδηλάτου, αφού αυτό εκινείτο κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης είτε στο άκρο δεξιό, είτε στο μέσον του άνω ρεύματος κυκλοφορίας (με κατεύθυνση προς ...). 3) Ενώ δέχεται ότι το Δ.Χ.Φ. όχημα εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας ουδόλως προσδιορίζεται το πλάτος του οδοστρώματος του αντιθέτου ρεύματος κυκλοφορίας που κατέλαβε, 4) Δεν ερεύνησε το Εφετείο εάν η θανούσα οδηγός του μοτοποδηλάτου είχε αφήσει επαρκή χώρο στο αντιθέτως κινούμενο Δ.Χ.Φ. όχημα, ως όφειλε, καθώς το ρεύμα κυκλοφορίας όπου αυτή έβαινε με το μοτοποδήλατο, το οποίο καταλαμβάνει εξ ορισμού μικρή επιφάνεια, είχε πλάτος στο συγκεκριμένο ύψος 6,30μ:2 = 3,15 μ, ώστε ακόμη και αν το Δ.Χ.Φ. όχημα κατέλαβε μικρό τμήμα του οδοστρώματος του αντιθέτου ρεύματος κυκλοφορίας να μην επέλθει η σύγκρουση των οχημάτων. 4) Το Εφετείο ουδόλως αποφαίνεται από ποια απόσταση μπορούσε η οδηγός του μοτοποδηλάτου να αντιληφθεί την κίνηση του Δ.Χ. οχήματος και την εν μέρει είσοδό του στο ρεύμα πορείας της, ώστε, εν όψει και των παραδοχών, ότι εκινείτο η εν λόγω οδηγός με ταχύτητα 30χλμ/ώρα, να ενεργήσει αποφευκτικό ελιγμό ή πέδηση προς αποφυγή της συγκρούσεως. Ως προς το ζήτημα αυτό η παραδοχή της προσβαλλομένης, κατά πιστή μεταφορά, ότι: "η θανούσα οδηγός του μοτοποδηλάτου, εν όψει της αντικανονικής εισόδου του ζημιογόνου Δ.Χ.Φ. οχήματος στο ρεύμα πορείας της αιφνιδιάστηκε και δεν πρόλαβε να επιχειρήσει αποφευκτικό ελιγμό, με αποτέλεσμα να απωλέσει τον οδηγικό έλεγχο του μοτοποδηλάτου και να επιπέσει επί του οδοστρώματος, προσεγγίζοντας συρόμενη την διαχωριστική των ρευμάτων γραμμή", είναι ελλιπής, λόγω της ελλείψεως αναφοράς του χρόνου και της αποστάσεως εκ της οποίας η οδηγός του δικύκλου μοτοποδηλάτου αντελήφθη ή μπορούσε να αντιληφθεί την αντικανονική είσοδο του Δ.Χ.Φ. οχήματος στο ρεύμα πορείας της, αλλά και αντιφατική, ενόψει της παραδοχής ότι οδηγούσε το ανωτέρω όχημά της πλησίον του δεξιού άκρου του οδοστρώματος και είχε τον πλήρη έλεγχο αυτού, ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς. Κατά τις παραδοχές επίσης της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο μεν οδηγός του Δ.Χ.Φ. οχήματος κινήθηκε δεξιόστροφα από ικανή απόσταση περίπου 25 μ. και πέδησε από ικανή επίσης απόσταση 11,90μ., κατά δε το διάστημα της πέδησής του, αλλά και ολίγον προ αυτού, ευρίσκετο συνεχώς εντός του ρεύματος πορείας του, δηλαδή ενήργησε αφενός ορθό αποφευκτικό ελιγμό και συγχρόνως πέδηση, παρότι, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, αυτός εκινείτο με διπλάσια ταχύτητα εκείνης με την οποία έβαινε η οδηγός του μοτοποδηλάτου, ενώ (κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης), η τελευταία ουδεμία ενέργεια αποφυγής της συγκρούσεως μπορούσε να επιχειρήσει παρά το γεγονός ότι έβαινε με κανονική ταχύτητα και το όχημά της είχε ελάχιστο όγκο και την ευελιξία κίνησης αυτού, αλλά αντέδρασε με ελιγμό προς την πορεία του φορτηγού και απώλεσε πλήρως τον έλεγχο του οχήματός της, το οποίο συρόμενο κατέληξε στο αντίθετο ρεύμα, όπου έβαινε το Δ.Χ. φορτηγό. Οι παραδοχές όμως αυτές είναι αντιφατικές μεταξύ τους, καθόσον ό,τι μπορούσε να αντιληφθεί ο οδηγός του Δ.Χ.Φ. οχήματος, το ίδιο ακριβώς μπορούσε να αντιληφθεί και η οδηγός του μοτοποδηλάτου, και, εφόσον ο πρώτος οδηγός ενήργησε τον ενδεδειγμένο αποφευκτικό ελιγμό και συγχρόνως πέδηση του οχήματός του, την ίδια δυνατότητα είχε και η οδηγός του μοτοποδηλάτου.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ως βάσιμος, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων, λόγω της αναιρετικής εμβέλειας του προαναφερομένου λόγου, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος αυτής, που αφορά την από 12-8-2019 (αριθμ. εκθ. καταθ. 3287/2019) αγωγή των αναιρεσιβλήτων-εναγόντων M.-N. O. του A., N. A. του M. και L. O. του M.-N. κατά της αναιρεσείουσας-εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ Α.Ε.Γ.Α." και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το μέρος αυτό, για εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου, ο οποίος εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, πρέπει, να διαταχθεί η επιστροφή στην αναιρεσείουσα του κατατεθέντος παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. και να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι διάδικοι, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας , η οποία κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δέχεται την από 10-3-2021 (αριθμ. εκθ. καταθ. 5318/701/7-7-2021) αίτηση.

Αναιρεί την υπ' αριθμ. 368/2021 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών: 1) κατά το μέρος, που αφορά την από 11-3-2020 (αριθμ. εκθ. καταθ. 1745/2020) έφεση της πέμπτης αναιρεσίβλητης-πρώτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία "ALLIANZ ΕΛΛΑΣ Α.Α.Ε." κατά της αναιρεσείουσας ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ Α.Ε.Γ.Α." και της πρώτης αναιρεσίβλητης-ενάγουσας A. L. του G.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της άνω εφέσεως.

Απορρίπτει την έφεση 2) κατά το μέρος, που αφορά την από 12-8-2019 (αριθμ. εκθ. καταθ. 3287/2019) αγωγή των αναιρεσιβλήτων-εναγόντων M.-N. O. του A., N. A. του M. και L. O. του M.-N. κατά της αναιρεσείουσας-εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ Α.Ε.Γ.Α."

Παραπέμπει κατά το μέρος αυτό την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο συντιθέμενο από άλλο δικαστή, από εκείνον, που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.

Διατάσσει την απόδοση στην αναιρεσείουσα του κατατεθέντος από αυτήν παραβόλου.

Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Απριλίου 2024.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και ταύτης αποχωρησάσης από την Υπηρεσία καθώς και της αρχαιοτέρας Αρεοπαγίτου ο β' αρχαιότερος της Συνθέσεως Αρεοπαγίτης

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Απριλίου 2025.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή