
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 723 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 723/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη - Εισηγήτρια, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη και Μαρία Γιαννακοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 11 Φεβρουαρίου 2025, με την παρουσία και της Γραμματέως Α. Α., για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1.Τ. Α. του Α., κατοίκου ..., 2.Α. Α. του Α., κατοίκου ..., 3.Ι. Κ. του Γ., κατοίκου ..., 4.Δ. Κ. του Σ., κατοίκου ..., 5.Π. Μ. του Α., κατοίκου ..., 6.Ν. Μ. του Π., κατοίκου ..., 7.Χ. Μ. του Θ., κατοίκου ..., 8.Μ. Σ. του Σ., κατοίκου ..., 9.Ν. Σ. του Ι., κατοίκου ..., 10.Δ. Κ. του Γ., κατοίκου ..., 11.Χ. Π. του Π., κατοίκου ..., 12.Ι. Λ. του Γ., κατοίκου ... και 13.Α. Π. του Ε., κατοίκου ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά τη δικάσιμο της 13ης-12-2022 άπαντες είχαν παρασταθεί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Λάμπρο Σμαΐλη, ο oποίος είχε καταθέσει προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1.ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΠΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΒΗΜΑ FM" και τον διακριτικό τίτλο "ΒΗΜΑ FM", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, 2.Σ. Ψ. του Π., 3.ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΜΕΣΩΝ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ" και τον διακριτικό τίτλο "ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ Μ.Μ.Ε. Α.Ε.", που εδρεύει στην Καλλιθέα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, και 4.Ε. Μ. του Μ., κατοίκου ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά τη δικάσιμο της 13ης-12-2022 οι 1η και 2ος δεν είχαν παρασταθεί, ούτε εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο και οι 3η και 4ος είχαν εκπροσωπηθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρους τους Βασίλειο Δεληβοριά, ο οποίος είχε διορίσει πληρεξούσιο δικηγόρο τους και τον Δημήτριο Ζερδελή. Αμφότεροι οι πληρεξούσιοι δικηγόροι είχαν καταθέσει προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-10-2018 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και άλλου προσώπου που δεν είναι διάδικος στη δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2019 του ίδιου Δικαστηρίου και 3375/2021 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 16-3-2022 αίτησή τους, η οποία συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 13η -12-2022, χωρίς να εκδοθεί απόφαση. Με την με αριθμό .../2024 πράξη αφαίρεσης δικογραφιών της Προέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννας Κλάπα - Χριστοδουλέα, από την ορισθείσα εισηγήτρια Αρεοπαγίτη ε.τ. Όλγα Σχετάκη - Μπονάτου και την με αριθμό .../2024 πράξη του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Αριστείδη Βαγγελάτου ορίσθηκε η ως άνω νέα δικάσιμος για επανάληψη της συζήτησης, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 307 Κ.Πολ.Δ.
Κατά την οίκοθεν συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι δεν παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη διάταξη του άρθρου 307 εδάφια α' και β' του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αν για οποιοδήποτε λόγο, που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης, είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Η επαναλαμβανόμενη κατ' άρθρο 307 του ΚΠολΔ συζήτηση αποτελεί, όπως και η από το άρθρο 254 του ΚΠολΔ συζήτηση, συνέχεια της προηγούμενης και όχι νέα συζήτηση (ΑΠ 936/2018) και ο διάδικος ο οποίος δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη, είχε όμως παραστεί στην αρχική, δικάζεται αντιμωλία, ο διάδικος δε που παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν χρειάζεται να καταθέσει εκ νέου προτάσεις (ΑΠ 701/2023, 32/2023). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Σε περίπτωση που απολείπεται ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση, η επίσπευση προκύπτει από το αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης (ή της κλήσης με την οποία αυτή φέρεται προς συζήτηση) με την πράξη ορισμού δικασίμου το οποίο ο επισπεύδων επέδωσε προς τον αντίδικο του. Το αντίγραφο αυτό, με την επ' αυτού σημείωση του δικαστικού επιμελητή που διενήργησε την επίδοση, οφείλει να προσκομίσει ο παριστάμενος αντίδικος του επισπεύδοντος τη συζήτηση. Αντίθετα, σε περίπτωση που απολείπεται ο αντίδικος του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση, η επίσπευση της συζήτησης προκύπτει από την έκθεση επίδοσης του αντιγράφου της αίτησης αναίρεσης ή της κλήσης προς τον αντίδικο, την οποία οφείλει να προσκομίσει ο επισπεύδων, που μετέχει στη συζήτηση (ΑΠ 1478/2022, 158/2021, 1121/2020, 24/2016). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α', 287, 291 και 292 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται κατά το άρθρο 573 § 1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 ΑΚ, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται αν, εωσότου τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, πεθάνει κάποιος διάδικος. Σε περίπτωση απλής ομοδικίας, ο θάνατος του απλού ομοδίκου, επιφέρει βίαιη διακοπή της δίκης, μόνον ως προς τον θανόντα διάδικο, ενώ ως προς τους λοιπούς απλούς ομοδίκους η δίκη συνεχίζεται κανονικά (ΑΠ 193/2018). Η διακοπή της δίκης επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου διακοπής με επίδοση δικογράφου, ή με τις προτάσεις ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξης. Ως διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης, στην περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου, νοείται ο καθολικός του διάδοχος (κληρονόμος του) (ΑΠ 1713/2023, 1667/2022, 1281/2021). Ο θάνατος του διαδίκου, που επιφέρει τη βίαιη διακοπή της δίκης, καθώς και η εκούσια επανάληψη αυτής από τους κληρονόμους του, μπορούν να γνωστοποιηθούν διαδοχικά με ενιαία δήλωση στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης προς συζήτηση, εφόσον δεν υπάρξει αμφισβήτηση της ιδιότητας τους ως κληρονόμων, οπότε ακολουθεί η άμεση συζήτηση της υπόθεσης (ΑΠ 1713/2023, 222/2016, 548/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 5.11.2024 υπ' αριθμ. .../2024 πράξη του Προέδρου του παρόντος Β2 Τμήματος του Αρείου Πάγου, φέρεται προς επανασυζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η από 16.3.2022 με αριθμ. καταθ. 2063/194/16.3.2022 αίτηση αναίρεσης, κατ' εφαρμογή του άρθρου 307 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. .../2024 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, αφού διαπιστώθηκε αδυναμία έκδοσης απόφασης επί της ως άνω αναίρεσης, η οποία είχε συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 13.12.2022, λόγω συνταξιοδότησης του μέλους της συνθέσεως και Εισηγήτριας Αρεοπαγίτη Όλγας Σχετάκη - Μπονάτου. Από την από 28.11.2024 βεβαίωση του Επιμελητή του παρόντος Δικαστηρίου Ε. Π. προκύπτει ότι κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξης της επίδοσης της από 18.11.2024 κλήσης της Γραμματέως του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. .../2024 πράξη του Προέδρου του ως άνω Τμήματος, για συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης, για τη δικάσιμο της 11.2.2025, στη δικηγόρο Ιωάννα Καλατζάκου-Τσατσαρώνη, ως αντίκλητο του δεύτερου αναιρεσίβλητου Σ. Ψ., τον οποίο είχε εκπροσωπήσει ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά την τελευταία συζήτηση της υπόθεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη υπ' αριθ. 3375/2021 απόφαση, η τελευταία πληροφόρησε τον ως άνω δικαστικό επιμελητή ότι ο δεύτερος αναιρεσίβλητος Σ. Ψ. απεβίωσε και του παρέδωσε την επισυναπτόμενη στην ως άνω βεβαίωση υπ' αριθμ. .../2022 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξίαρχου Αθηνών, από την οποία προκύπτει ότι αυτός απεβίωσε στο ... στις 2.8.2022. Επομένως, η δίκη πρέπει ως προς αυτόν να θεωρηθεί ως βιαίως διακοπείσα, δεδομένου ότι ούτε κατά την αρχική συζήτηση της υπόθεσης στη δικάσιμο στις 13.12.2022, ούτε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο στη σειρά της κατά την δικάσιμο στις 11.2.2025 δηλώθηκε εκούσια επανάληψη αυτής από τους κληρονόμους του, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στο οικείο μέρος της νομικής σκέψης που προηγήθηκε. Από την με αριθμό ...-2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, Α. Λ., την οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι αναιρεσείοντες, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης από 16.3.2022 αίτησης αναίρεσης με πράξεις καταθέσεως δικογράφου και ορισμού δικασίμου για τη δικάσιμο της 13-12-2022, επιδόθηκε, με την επιμέλεια αυτών, νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πρώτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία. Κατά την ως άνω δικάσιμο της υπόθεσης (13-12-2022), η πρώτη αναιρεσίβλητη δεν εκπροσωπήθηκε, ενώ εκπροσωπήθηκαν οι αναιρεσείοντες μετά του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Λάμπρου Σμαϊλη και οι τρίτη και τέταρτος των αναιρεσιβλήτων δια των πληρεξουσίων τους δικηγόρων Βασιλείου Δεληβοριά και Δημητρίου Ζερδελή. Περαιτέρω, από το από 27-11-2024 αποδεικτικό επιδόσεως του Επιμελητή του Αρείου Πάγου Ε. Π., προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της με αριθμό .../2024 πράξης του Προέδρου του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με κλήση προς επανασυζήτηση της υπόθεσης για τη δικάσιμο της 11.2.2025 επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πρώτη αναιρεσίβλητη, η οποία κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου δεν παραστάθηκε, ούτε κατατέθηκε δήλωση ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και ως εκ τούτου αυτή (πρώτη αναιρεσίβλητη) θα δικαστεί ερήμην, θα ερευνηθεί όμως η υπόθεση σαν να ήταν παρούσα (άρθρ.576 παρ.2 ΚΠολΔ). Εξάλλου, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της με αριθμό .../2024 πράξης του Προέδρου του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με κλήση προς επανασυζήτηση της υπόθεσης για τη δικάσιμο της 11.2.2025 επιδόθηκε επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα α) στον Λάμπρο Σμαϊλη, που είναι αντίκλητος δικηγόρος των αναιρεσειόντων καθότι είχε εκπροσωπήσει αυτούς κατά τη συζήτηση της ένδικης αναίρεσης κατά τη δικάσιμο της 13.12.2022 και επίσης είχε υπογράψει ως πληρεξούσιος δικηγόρος τους το ως άνω δικόγραφο (άρθρο 143 παρ.1 και 3 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από το από το 26.11.2024 αποδεικτικό επίδοσης του Επιμελητή του Δικαστηρίου τούτου Δ. Β., β) στον Β. Δ. και Δ. Ζ., που αμφότεροι είναι αντίκλητοι δικηγόροι της τρίτης και του τέταρτου των αναιρεσιβλήτων, καθότι είχαν εκπροσωπήσει αυτούς κατά τη συζήτηση της ένδικης αναίρεσης κατά τη δικάσιμο της 13.12.2022, όπως προκύπτει, από τα από 26.11.2024 και 27.11.2024 αποδεικτικά επιδόσεως του επιμελητή του παρόντος Δικαστηρίου Ε. Π. και του επιμελητή δικαστηρίων του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Π. Μ., αντίστοιχα. Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στη δικάσιμο της 11.2.2025 δεν παραστάθηκαν οι αναιρεσείοντες και η τρίτη και τέταρτος των αναιρεσιβλήτων, ούτε κατατέθηκε δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Συνεπώς, εφόσον οι ως άνω διάδικοι κλήθηκαν νομότυπα, κατά τα ως άνω, να παραστούν κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση στη δικάσιμο της 11.2.2025 και δεδομένου ότι είχαν παραστεί κατά την αρχική συζήτηση, (13-12-2022) δικάζονται αντιμωλία, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (Α 87) και όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου 35 του Ν.4446/2016 (ΦΕΚ Α 240), προβλέπεται η καταβολή παραβόλου από εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης (και επί περισσοτέρων ομοδίκων ενός παραβόλου), το οποίο ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ για την περίπτωση της αναίρεσης κατά απόφασης Εφετείου, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, με κύρωση, σε περίπτωση μη καταβολής αυτού, την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου από το Δικαστήριο. Σύμφωνα όμως με το τελευταίο εδάφιο της διάταξης αυτής, η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει, μεταξύ των άλλων, και για τις διαφορές του άρθρου 614 αριθμ. 3 (εργατικές διαφορές). Στην προκειμένη περίπτωση κατά την κατάθεση της ένδικης από 16.3.2022 με αριθ. καταθ. 2063/194/16.3.2022 αίτησης για αναίρεση της εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών με αριθμ. 3375/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, οι αναιρεσείοντες προέβησαν στην κατάθεση του υπ' αριθ. ... ηλεκτρονικού παραβόλου, ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ για την άσκηση της αναίρεσης. Η ως άνω διαφορά, όμως, ως εργατική, απαλλάσσεται της ως άνω καταβολής και συνεπώς το παράβολο πρέπει να αποδοθεί στους αναιρεσείοντες, ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης επί της ως άνω αίτησης (ΑΕΔ 3, 4/2014, ΑΠ 1542/2024 1300/2022). Κατά το άρθρο 577 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, ο Άρειος Πάγος ερευνά πρώτα, και μάλιστα αυτεπαγγέλτως, αν συντρέχουν οι λόγοι του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης και ακολούθως, αν κρίνει αυτή παραδεκτή και νόμιμη, προχωρεί στην έρευνα του βάσιμου των λόγων της αναίρεσης. Κύρια θετική διαδικαστική προϋπόθεση του παραδεκτού της αναίρεσης είναι και το έννομο συμφέρον για την άσκηση της αναίρεσης του διαδίκου που επιδιώκει τον έλεγχο της απόφασης (ΑΠ 109/2022). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 558 και 566 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αναίρεση πρέπει να απευθύνεται εναντίον εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι στη δίκη στην οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και ήσαν αντίδικοι του αναιρεσείοντα, όχι όμως εναντίον όλων αυτών, αλλά μόνο εναντίον εκείνων απ' αυτούς ως προς τους οποίους επιδιώκεται με αυτήν και με βάση τις επικαλούμενες πλημμέλειες η αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, η αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται κατ' εκείνων των αντιδίκων του αναιρεσείοντος, τους οποίους δεν αφορούν οι αποδιδόμενες μ' αυτήν πλημμέλειες και ως προς τους οποίους, επομένως, δεν είναι δυνατόν να αναιρεθεί η απόφαση, ακόμα και εάν ευδοκιμήσουν οι λόγοι αυτοί (ΑΠ 57/2023, 536/2020, ...9/2020, 465/2019). Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση, για τις ανάγκες του παραδεκτού της ένδικης αίτησης αναίρεσης, των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 30.10.2018 με αριθμό εκθ. καταθ. .../2018 αγωγή τους, οι ενάγοντες - εκκαλούντες και ήδη αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι εργάζονταν στην πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΒΗΜΑ FM ΑΕ", με δ.τ ΒΗΜΑ FM ΑΕ [1η αναιρεσίβλητη], με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, παρέχοντας τις υπηρεσίες τους ως τεχνικοί ραδιοφωνίας οι πρώτος έως και ο ενδέκατος, ως διοικητικοί υπάλληλοι η δωδέκατη και η δέκατη τρίτη και ως δημοσιογράφος η δέκατη τέταρτη. Ότι η πρώτη εναγομένη ήταν ενταγμένη μετοχικά στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λ. Ανώνυμη Εταιρεία" (δ.τ Όμιλος ΔΟΛ ΑΕ), της οποίας (ΔΟΛ ΑΕ) ο δεύτερος εναγόμενος, ήταν κύριος κατά ποσοστό 100% των μετοχών της και η οποία είχε στην κυριότητά της ποσοστό 99,75% των μετοχών της πρώτης εναγομένης μέχρι την 10.8.2017, οπότε ο ειδικός διαχειριστής της τεθείσας σε ειδική εκκαθάρισης ως άνω εταιρείας (Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λ. ΔΟΛ ΑΕ), με το υπ'αριθμ. ...-2017 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Β. Σ. και μετά από διενέργεια πλειοδοτικού διαγωνισμού που έγινε στις 31.5.2017 μεταβίβασε, στην τρίτη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΜΕΣΩΝ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ Μ.Μ.Ε ΑΕ" [3η αναιρεσίβλητη], της οποίας ο τέταρτος εναγόμενος [4ος αναιρεσίβλητος] είναι κύριος κατά ποσοστό 100% των μετοχών της, μεταξύ των άλλων περιουσιακών δικαιωμάτων και το ως άνω ποσοστό 99,75% των μετοχών της πρώτης εναγομένης εργοδότριάς τους εταιρείας "ΒΗΜΑ FM ΑΕ". Ότι ενώ παρείχαν ανελλιπώς και προσηκόντως τις υπηρεσίες τους στην πρώτη εναγομένη, αυτή εμφάνισε από το Πάσχα του έτους 2015 συστηματική καθυστέρηση στην καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών τους και ότι δικαιούνται, από την ως άνω αιτία ο πρώτος έως και η δέκατη τρίτη των εναγόντων δεδουλευμένες αποδοχές για το χρονικό διάστημα από τα μέσα Μαΐου του έτους 2017 έως και την 6η.11.2017 και μισθούς υπερημερίας λόγω επίσχεσης εργασίας από 7.11.2017 έως 30.11.2018 και η δέκατη τέταρτη ενάγουσα δεδουλευμένες αποδοχές για το χρονικό διάστημα από τα μέσα Μαΐου 2017 έως και την 15η.11.2017 και μισθούς υπερημερίας λόγω επίσχεσης εργασίας από 16.11.2017 έως 30.11.2018. Ζήτησαν δε οι ενάγοντες, μετά από παραδεκτό περιορισμό των αιτημάτων τους, αιτούμενοι κυρίως την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της πρώτης εναγόμενης και της τρίτης εναγόμενης και επικουρικά βάσει των διατάξεων περί μεταβίβασης επιχείρησης και όλως επικουρικά με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος και να αναγνωριστεί ότι οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος, σε έκαστο των εναγόντων, τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ' αριθμ. .../2019 απόφασή του α) δέχθηκε την αγωγή ως κατ'ουσία βάσιμη ως προς την 1η εναγόμενη, β) απέρριψε την αγωγή ως νόμω αβάσιμη ως προς το δεύτερο εναγόμενο καθό μέρος αφορά τις απαιτήσεις των εναγόντων που γεννήθηκαν μετά την 4.4.2017 (ημερομηνία δημοσίευσης της υπ' αριθμ. .../2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία η εταιρεία ΔΟΛ ΑΕ τέθηκε υπό καθεστώς ειδικής διαχείρισης των άρθρων 68 επ του ν. 4307/2014), γ) απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς το αίτημα άρσης της αυτοτέλειας της τρίτης εναγομένης, λόγω κατάχρησης αυτής εκ μέρους του τέταρτου εναγόμενου μοναδικού μετόχου της), δ) απέρριψε κατά τα λοιπά την αγωγή κατ' ουσία ως προς τους δεύτερο, τρίτη και τέταρτο των εναγομένων. Επί της από 4-12-2019 έφεσης των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων κατά των εναγομένων και ήδη αναιρεσίβλητων, εκδόθηκε η με αριθμ. 3375/22.7.2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση. Κατά της ως άνω απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες άσκησαν την ένδικη από 16.3.2022 και με αριθμ. κατάθ. 2063/194/16.3.2022 αίτηση αναίρεσης κατά των εναγομένων και ήδη αναιρεσίβλητων με την οποία ζητούν να αναιρεθεί μερικά η προσβαλλόμενη απόφαση προκειμένου να γίνει δεκτή η έφεσή τους και ως προς την τρίτη εναγόμενη και ήδη τρίτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία. Η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα εφ' όσον από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλομένης απόφασης και από την επομένη της δημοσίευσης αυτής (22.7.2021) μέχρι την κατάθεση της αίτησης αναίρεσης στη γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλομένη απόφαση Δικαστηρίου (16.3.2022) δεν παρήλθε διετία (άρθρα 147 παρ. 1, 552, 553, 556, 5... παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Καθ' ό, όμως, μέρος η αίτηση αναίρεσης στρέφεται α) κατά της πρώτης αναιρεσίβλητης εταιρείας, αντιδίκου των αναιρεσειόντων στο πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ως προς την οποία η ένδικη αγωγή έγινε δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσία, αυτή (αίτηση αναίρεσης) πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος των αναιρεσειόντων καθότι με τους διαλαμβανόμενους στο αναιρετήριο λόγους δεν προβάλλονται αιτιάσεις κατά της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης που απέρριψε κατ'ουσία την έφεση και ως εκ τούτου ενσωματώθηκε σ'αυτή η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με την οποία είχε γίνει καθολοκληρία δεκτή η αγωγή των αναιρεσειόντων ως προς πρώτη αναιρεσίβλητη και β) κατά του τέταρτου αναιρεσίβλητου, αντιδίκου των αναιρεσειόντων στο πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, πρέπει επίσης να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος των αναιρεσειόντων καθότι με τους διαλαμβανόμενους στο αναιρετήριο λόγους δεν προβάλλονται αιτιάσεις κατά της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης κατά το μέρος που απέρριψε κατ' ουσία την έφεση των εναγόντων κατ' αυτού επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση που είχε απορρίψει την αγωγή τους ως προς τον τέταρτο αναιρεσίβλητο και δεδομένου, άλλωστε, ότι στο δικόγραφο της αίτησης αναφέρεται ρητά ότι δεν προβάλλεται κατά του τέταρτου αναιρεσίβλητου λόγος αναίρεσης για πλημμέλεια της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Ως προς την τρίτη αναιρεσίβλητη η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει επομένως να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρ. 34 του ΑΚ, ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως και ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης και σύνολα περιουσίας για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν, κατά τη διάταξη του άρθρ. 61 του ΑΚ, να αποκτήσουν προσωπικότητα, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, δηλαδή να αποκτήσουν ικανότητα δικαίου, η οποία πάντως δεν εκτείνεται κατά τη διάταξη του άρθρ. 62 του ίδιου Κώδικα σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου. Επομένως νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από το νόμο σε οργανισμούς που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία απ' αυτή των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα. Η νομική λοιπόν προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ' αυτή. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι συνεπώς το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρ. 70 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του (ΑΠ 411/2022, 1245/2021). Ωστόσο, ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρ. 83 § 2 του κ.ν. 2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρα 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειας του. Ειδικότερα, η εταιρεία, ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρ. 5 παρ. 1 και 12 παρ. 1, 3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρείας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ και οι συνέπειες της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Κατά την έννοια αυτή δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996, ΑΠ 1832/2022, 1245/2021), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία (ανώνυμη, ναυτική ή Ε.Π.Ε), η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδια της (ΑΠ 1832/2022, 1245/2021). Δεν συνιστά επίσης καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν ή περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητας τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία (ΑΠ 1832/2022, 1245/2021).
Συνεπώς δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι' αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτιση τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Περαιτέρω, δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά κατά την παραπάνω έννοια ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική απ' αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε η εμφάνιση τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου (ΑΠ 1245/2021). Όμως, η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (όπως, να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεων του, που δημιουργήθηκαν καθ' υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων του, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας ή κατ' άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμα της και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ' αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης.
Σε κάθε πάντως περίπτωση η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλεια της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρ. 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρο 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση (ΟλΑΠ 2/2013, ΑΠ 1152/2023, 801/2020). Περαιτέρω, με τις διατάξεις του Π.Δ/τος 178/2002 (ΦΕΚ Α' 162/12.7.2002) λήφθηκαν "μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου". Κατόπιν αυτού, με το άρθρο 11 του Π.Δ/τος 178/2002 καταργήθηκε το προϊσχύσαν Π.Δ. 572/1988, με το οποίο είχε εναρμονισθεί η ελληνική νομοθεσία προς τις ρυθμίσεις της προηγούμενης με αριθ. 77/187/ΕΟΚ Οδηγίας (η οποία τροποποιήθηκε ως άνω με την 98/50/ΕΚ Οδηγία και τελικά κωδικοποιήθηκε με την Οδηγία 2001/23/ΕΚ). Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Π.Δ/τος 178/2002, η συμμόρφωση προς την Οδηγία αποβλέπει στη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων. Έτσι, οι διατάξεις του Π.Δ/τος 178/2002 εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων ή εγκαταστάσεων, η οποία συνιστά μεταβολή του προσώπου του εργοδότη και δύναται να αφορά είτε σε δημόσιους είτε σε ιδιωτικούς φορείς, οι οποίοι ασκούν οικονομικές δραστηριότητες, που ενδέχεται να είναι είτε κερδοσκοπικές είτε μη κερδοσκοπικές (άρθρο 2 παρ. 1 στοιχεία α' και γ'). Σύμφωνα με τους ορισμούς των διατάξεων αυτών, ως "μεταβίβαση" θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας (άρθρο 2 παρ. 1 στοιχείο β') Ως "μεταβιβάζων" ("εκχωρητής", κατά την επίσημη μετάφραση της Οδηγίας) νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης κατά την ως άνω έννοια, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης. Ως "διάδοχος" ("εκδοχέας", κατά την επίσημη μετάφραση της Οδηγίας) νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης κατά την ως άνω έννοια, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση κλπ (άρθρο 3 παρ. 1 στοιχείο α' και β'). Η Οδηγία αποβλέπει στην προστασία των εργαζομένων. Για την εξασφάλιση της εν λόγω προστασίας, ενδιαφέρει η διατήρηση των θέσεων εργασίας (η "υπόστασή" τους) και το αμετάβλητο των όρων παροχής αυτής (το "περιεχόμενο" τους, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι όροι αμοιβής) υπό το νέο φορέα της οικονομικής δραστηριότητας, που καθίσταται ο νέος εργοδότης. Η ερμηνεία τόσο της προϊσχύσασας Οδηγίας 77/187/ΕΟΚ, όσο και της ήδη ισχύουσας Οδηγίας 98/50/ΕΚ γίνεται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τότε ΔΕΚ και ήδη ΔΕΕ) με ευρύ τρόπο. Με τρόπο δηλαδή που ευνοεί την κατάφαση της "μεταβίβασης" ακόμη και σε περιπτώσεις που εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε ν' αμφισβητηθεί. Σύμφωνα με μια γενική ερμηνευτική προσέγγιση, για να υπάρξει μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών πρέπει να πρόκειται για μια "οικονομική οντότητα". Πρέπει, δηλαδή, να μεταβιβάζονται τόσα επί μέρους στοιχεία μιας επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή ακόμη και ενός τμήματος επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να έχουν κάποια οργανική ενότητα ("οικονομική οντότητα"), την οποία να διατηρούν και υπό το νέο φορέα, ώστε να παραμένουν ικανά για την πραγματοποίηση του σκοπού, τον οποίο επιδίωκε ο προηγούμενος φορέας, δηλαδή να συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση (ΑΠ 1369/2018, 997/2018, 1832/2017, 1319/2015, 14/2012). Πρέπει, δε, η μεταβιβαζόμενη επιχείρηση ή εκμετάλλευση να διατηρεί την ταυτότητά της και υπό το νέο φορέα της. Η μεταβολή αφορά το πρόσωπο του φορέα της επιχειρηματικής μονάδας που μεταβιβάζεται και όχι την ίδια (ΑΠ 1402/2023, 2093/2022). Η ταυτότητα της επιχείρησης δεν μεταβάλλεται από το γεγονός ότι ο διάδοχος προσέθεσε στα μεταβιβαζόμενα στοιχεία και νέα ή τροποποίησε μερικώς το σκοπό της (ΑΠ 2039/2022, 1850/2006). Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και, επομένως, για το εάν συντρέχει ή όχι μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμημάτων τους, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία: 1) Η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτήρια, μηχανήματα, εξοπλισμός κ.λπ.), 2) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών (διπλώματα ευρεσιτεχνίας, σήματα, διακριτικοί τίτλοι κλπ) και η αξία τους, 3) η απασχόληση (πρόσληψη) ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από τον νέο επιχειρηματία, 4) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, 5) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και 6) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών (ΑΠ 2039/2022, 1369/2018, 997/2018, 1850/2006). Η σημασία αυτών, ως καθοριστικών στοιχείων προσδιοριστικών της ταυτότητας της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτής, δεν είναι εκ των προτέρων καθορισμένη. Η βαρύτητα που θ' αποδοθεί στο καθένα από τα κριτήρια αυτά, στο πλαίσιο της συνολικής εκτίμησης και αξιολόγησης, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το είδος της επιχείρησης και εκμετάλλευσης και από τη μορφή των εφαρμοζομένων μεθόδων παραγωγής ή υπηρεσιών. Η κατά τα άνω συνδρομή όλων ή ορισμένων εκ των ως άνω καθοριστικών κριτηρίων δεν αποκλείει όμως, στο πλαίσιο της συνολικής εκτίμησης και αξιολόγησης, τη λήψη υπόψη και άλλων στοιχείων, όπως είναι η διατήρηση της αυτής οργανωτικής δομής της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης από το νέο εργοδότη ή η άσκηση της αυτής ή παραπλήσιας επιχειρηματικής δραστηριότητας στη συγκεκριμένη μονάδα από πρόσωπα στενώς συνδεόμενα με τον προηγούμενο εργοδότη που ασκούν πλέον εργοδοτικά καθήκοντα ή η γειτνίαση των νέων εγκαταστάσεων της επιχείρησης με τις προηγούμενες εγκαταστάσεις της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης, καθότι ναι μεν τα στοιχεία αυτά δεν συνιστούν καθοριστικά στοιχεία, συνιστούν όμως επί πλέον ενδείξεις της διατήρησης της ταυτότητας της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης ή εκμετάλλευσης (πρβλ. ΔΕΚ 12.2.2009 C - 466/07 Klarenberg, ΑΠ 1707/2022, 1150/2021, 444/2019). Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, πεδίο εφαρμογής του εξεταζόμενου θεσμού υπάρχει μόνον, όταν το στοιχείο που μεταβάλλεται στην εργασιακή σχέση είναι το πρόσωπο του εργοδότη, ενώ παραμένουν αμετάβλητα όλα τα άλλα. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται, ότι δεν εφαρμόζεται ο θεσμός αυτός, όταν στη σχέση εργασίας το μεταβαλλόμενο στοιχείο δεν είναι ο εργοδότης (ΑΠ 1899/2023, 1809/2023). Τέτοια περίπτωση συντρέχει όταν ο εργοδότης είναι νομικό πρόσωπο και μεταβάλλονται μόνον τα στοιχεία που συνδέονται με την εσωτερική δομή και λειτουργία του χωρίς, όμως, να μεταβάλλεται το νομικό πρόσωπο, όπως συμβαίνει επί κεφαλαιουχικών εταιριών, όταν αλλάζουν τα πρόσωπα των μετόχων, μεταβάλλεται η σύνθεση του Δ.Σ. κλπ (ΑΠ 1899/2023, 1116/2021, 575/2019, ...7/2003). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Π.Δ/τος 178/2002, με την μεταβίβαση της επιχείρησης κλπ και από την ημερομηνία αυτής, όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις, που είχε ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, μεταφέρονται στο διάδοχο, ο δε προηγούμενος εργοδότης εξακολουθεί να ευθύνεται και μετά τη μεταβίβαση αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με το διάδοχο, για τις υποχρεώσεις που είχαν προκύψει από σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος. Κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, μετά τη μεταβίβαση (με την επιφύλαξη τυχόν δικαιωμάτων από υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης, για τα οποία δεν πρόκειται στην υπόθεση αυτή), ο διάδοχος εξακολουθεί να τηρεί τους όρους εργασίας που προβλέπονταν ήδη από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας. Οπότε, με την κατά τα άνω μεταβίβαση της επιχείρησης επέρχεται μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη, σύμφωνα με τα ήδη γνωστά στο εσωτερικό δίκαιο κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 και 9 παρ. 1 του Β.Δ/τος της 16/18.7.1920. Η ως άνω μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη (φορέα της επιχείρησης) επέρχεται αυτοδικαίως και ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή μεταβίβασης της επιχείρησης κλπ, για την οποία, αν και οι εργαζόμενοι πρέπει να ενημερωθούν έγκαιρα και να κληθούν σε διαβουλεύσεις, δεν είναι αναγκαίο να συναινέσουν με οποιοδήποτε τρόπο. Εξ άλλου, ως χρέη της επιχείρησης που μεταβιβάσθηκε νοούνται οι υποχρεώσεις οποιασδήποτε φύσης, είτε από σύμβαση, είτε από αδικοπραξία, αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος, ήτοι τα παραγωγικά αυτών γεγονότα, να είχαν συντελεσθεί μέχρι τη μεταβίβαση, ανεξαρτήτως του εάν αυτά κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά σε μεταγενέστερο χρόνο (ΑΠ 1707/2022, 1369/2018). Επομένως, ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται αυτοδικαίως στις υποχρεώσεις από τυχόν άκυρη απόλυση του μισθωτού από τον αρχικό εργοδότη και από την υπερημερία του τελευταίου που δεν έχει αρθεί με νόμιμο τρόπο, χωρίς να προσαπαιτείται συναίνεση οιουδήποτε ή προσφορά των υπηρεσιών του μισθωτού στο νέο εργοδότη ή κάποια άλλη ενέργεια, και συνακόλουθα ενέχεται για την καταβολή των αποδοχών υπερημερίας, αφού το προσωπικό της επιχείρησης, στο οποίο περιλαμβάνεται και ο απολυθείς ακύρως από τον παλαιό εργοδότη εργαζόμενος, εντάσσεται ως σύνολο στην ενότητα που σχηματίζει η επιχείρηση που μεταβιβάστηκε (ΑΠ 1147/2017, 1378/2002, 1697/1998). Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του Π.Δ/τος 178/2002, η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης δεν συνιστά αυτή καθ' εαυτή λόγο απόλυσης εργαζομένων. Αυτό, βέβαια, δεν εμποδίζει, τηρουμένων των σχετικών περί απολύσεων διατάξεων, όσες απολύσεις είναι αναγκαίο να επέλθουν για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού (παρ. 1 εδ. β'). Σε κάθε περίπτωση, όμως, αν η σύμβαση ή η σχέση εργασίας καταγγελθεί, λόγω του ότι η μεταβίβαση συνεπάγεται ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας σε βάρος του εργαζόμενου, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ή της εργασιακής σχέσης θεωρείται ότι επήλθε εξαιτίας του εργοδότη (παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι οι εργαζόμενοι, των οποίων λόγω μεταβίβασης της επιχείρησης κλπ οι θέσεις εργασίας παύουν να υφίστανται στην υπηρεσία του μεταβιβάζοντος, οφείλουν, κατ' αρχήν, να συνεχίσουν την παροχή της εργασίας τους με τους ίδιους όρους στην υπηρεσία του διαδόχου, στην οποία μεταφέρονται οι θέσεις εργασίας (που εκ των πραγμάτων είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με την οικονομική δραστηριότητα που μεταβιβάζεται). Όπως αναφέρθηκε όμως, η μεταβίβαση της επιχείρησης κλπ επέρχεται με πρωτοβουλία του εργοδότη, χωρίς να είναι αναγκαία η συναίνεση των εργαζομένων. Ως εκ τούτου, συνιστά μονομερή μεταβολή των όρων εργασίας (ΑΠ 997/2018, 1832/2017) και κατά συνέπεια, εάν η μεταβολή αυτή είναι βλαπτική των όρων εργασίας του εργαζομένου, ο τελευταίος κατ' εφαρμογή του άρθρου 7 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 έχει όλα τα πλεονεκτήματα που θα είχε, εάν στην καταγγελία προέβαινε ο ίδιος ο εργοδότης (ΑΠ 444/2019, 1188/2019). Ακολούθως, με το άρθρο 6 παρ. 1 του Π.Δ/τος 178/2002, ορίζεται ότι: "1. Τα άρθρα 4 και 5 του παρόντος δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, όταν ο μεταβιβάζων ευρίσκεται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, όπως η αφερεγγυότητα ορίζεται στο άρθρο 44 παρ. 5 του Ν. 2...8/1998, η οποία κινήθηκε με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος και σύμφωνα με διαδικασίες που διεξάγονται υπό την εποπτεία της, κατά περίπτωση αρμόδιας Αρχής". Με το άρθρο 44 του Ν. 2...8/1998, αντικαταστάθηκε η παρ. 5 του άρθρου 16 του Ν. 1836/1989 και ορίζεται ότι "Αφερέγγυος εργοδότης είναι: α) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που περιέρχεται σε κατάσταση παύσεως ή αναστολής των πληρωμών του και κηρύσσεται σε πτώχευση με απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου. Αν η επιχείρηση αυτού του εργοδότη συνεχίζει να λειτουργεί παρά την κήρυξη σε πτώχευση, τότε ο εργοδότης δεν θεωρείται αφερέγγυος, β) επιχείρηση (προβληματική) που υποβάλλεται στην ειδική εκκαθάριση των άρθρων 9 του ν. 1386/1983 (ΦEK 107 A'), 46 του ν. 1892/1990 (ΦEK 101 A'), και 14 του ν. 2000/1991 (ΦEK 206 A'), όπως ισχύουν, γ) ασφαλιστική επιχείρηση της οποίας η άδεια λειτουργίας της ανακλήθηκε με απόφαση του αρμοδίου υπουργού, λόγω παράβασης διατάξεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας και τίθεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση (αναγκαστική) σύμφωνα με το άρθρο 12α του ν.δ. 400/1970 (ΦEK 10 A') όπως ισχύει, δ) κάθε εργοδότης, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που η επιχείρηση του τέθηκε, ύστερα από προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία, σε εκκαθάριση με σκοπό την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών του και με αποτέλεσμα τη λύση των σχέσεων εργασίας με τους μισθωτούς του". Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 2000 περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ L 160), όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, ως διαδικασία αφερεγγυότητας νοείται κάθε συλλογική διαδικασία που προϋποθέτει την αφερεγγυότητα του οφειλέτη και συνεπάγεται τη μερική ή ολική πτωχευτική του απαλλοτρίωση και το διορισμό συνδίκου και οδηγεί στην εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, περιλαμβάνει δε και τη διαδικασία που περατώνεται με πτωχευτικό συμβιβασμό ή άλλα μέτρα που τερματίζουν την αφερεγγυότητα του οφειλέτη ή με τερματισμό λόγω ανεπάρκειας ενεργητικού (ΑΠ 837/2018). Από το συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων προκύπτει ότι οι διατάξεις του άρθρου 6 του Π.Δ/τος 178/2002 με τις οποίες εισάγονται εξαιρέσεις από το προστατευτικό για τους εργαζόμενους πεδίο εφαρμογής των άρθρων 4 και 5 αυτού, είναι στενά ερμηνευτέες και ότι η απαρίθμηση των περιπτώσεων εξαίρεσης λόγω διαδικασιών πτώχευσης ή άλλης αφερεγγυότητας, όπως η αφερεγγυότητα ορίζεται στην παρ. 5 του άρθρου 16 του Ν. 1836/1989, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 44 του Ν. 2...8/1998, είναι περιοριστική και όχι ενδεικτική. Τούτο, άλλωστε, συνάγεται και από τη γραμματική διατύπωση της ως άνω διάταξης, δεδομένου ότι δεν χρησιμοποιείται η λέξη "ιδίως" ή άλλη παρεμφερής λέξη ή φράση που να υποδηλώνει ενδεικτική απαρίθμηση των περιπτώσεων αφερεγγυότητας. Εξάλλου ο νομοθετικός λόγος που υπαγορεύει τις ως άνω εξαιρέσεις είναι η διευκόλυνση της εκκαθάρισης επιχειρήσεων με τις προβλεπόμενες από το νόμο συλλογικές διαδικασίες με ρευστοποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων προς διαφύλαξη των συμφερόντων των δανειστών, περίπτωση η οποία δεν συντρέχει όταν συνεχίζεται η λειτουργία της επιχείρησης, όπως ορίζεται ρητά άλλωστε στην περίπτωση της πτώχευσης με συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης. Προς το σκοπό, δε, να αποφευχθεί η καταχρηστική προσφυγή στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, με τις οποίες εισάγονται εξαιρέσεις από το προστατευτικό για τους εργαζόμενους πεδίο εφαρμογής των Οδηγιών 98/50/ΕΚ και 2001/23/ΕΚ, με τις προεκτεθείσες διατάξεις αυτών (Οδηγιών) δόθηκε κατεύθυνση στα κράτη-μέλη για τη λήψη σχετικών προς τούτο μέτρων (ΑΠ 370/2024, 188/2024). Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 68 παρ. 1 και 2 του ν. 4307/2014: "1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 του Πτωχευτικού Κώδικα, το οποίο έχει την έδρα του στην Ελλάδα και βρίσκεται σε γενική και μόνιμη αδυναμία εκπλήρωσης ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων, δύναται να υπάγεται στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης του παρόντος άρθρου. Στην περίπτωση κεφαλαιουχικών εταιριών, αυτές μπορούν να υπάγονται στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης του παρόντος άρθρου και εφόσον συντρέχει ως προς αυτές για δύο συνεχόμενες χρήσεις λόγος λύσης, κατά το άρθρο 48 παρ. 1 του κ.ν. 2190/1920 (αναλογικά εφαρμοζομένου στις λοιπές μορφές κεφαλαιουχικών εταιριών). 2. Η αίτηση υποβάλλεται από πιστωτή ή πιστωτές του οφειλέτη, στους οποίους περιλαμβάνεται τουλάχιστον ένας χρηματοδοτικός φορέας, οι οποίοι εκπροσωπούν τουλάχιστον το 40% του συνόλου των απαιτήσεων σε βάρος του οφειλέτη". Εκ των ανωτέρω αναφερομένων προκύπτει ότι με το ν. 4307/2014 εισήχθη η παράλληλη προς τον Πτωχευτικό Κώδικα [ν. 3588/2007: στο εξής ΠτΚ] έκτακτη διαδικασία της ειδικής διαχειρίσεως για την εκκαθάριση εν λειτουργία υπερχρεωμένων επιχειρήσεων. Η ως άνω διαδικασία συνιστά παρεμφερή κατά τον σκοπό και τη δομή της ή απολύτως συναφή διαδικασία προς την ειδική εκκαθάριση της διατάξεως του άρθρου 106 περ. ια' του ΠτΚ, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή της με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 14 του ν. 4446/2016 και είχε προστεθεί στον ΠτΚ με τη διάταξη του άρθρου 12 του ν. 4013/2011 και μεταγενέστερα τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. Γ υποπαρ. Γ3 περ. 16 του ν. 4336/2015. Η ρυθμιζόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις διαδικασία, όπως και η ειδική εκκαθάριση, είναι συλλογική διαδικασία, η οποία προβλέπεται σε περίπτωση γενικής και μόνιμης αδυναμίας εκπληρώσεως των ληξιπροθέσμων χρηματικών υποχρεώσεων του έχοντος πτωχευτική ικανότητα οφειλέτη, με σκοπό την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχειρήσεώς του ή επί μέρους λειτουργικών συνόλων (κλάδων) ή ακόμα και κατ' ιδίαν περιουσιακών στοιχείων, μέσω δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού, για τη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του. Η διαδικασία αυτή είναι παραπτωχευτική, κηρύσσεται, εξελίσσεται και περατώνεται αυτοτελώς, χωρίς ανάμειξή της με την πτώχευση. Η θέσπιση της έκτακτης αυτής διαδικασίας ειδικής διαχειρίσεως υπηρετεί επιτακτικό σκοπό γενικού ενδιαφέροντος, ήτοι την αποφυγή απαξιώσεως της επιχειρήσεως και τη μεγιστοποίηση των πιθανοτήτων εκποιήσεως αυτής (ή κλάδων της ή και επιμέρους περιουσιακών της στοιχείων) σε λειτουργία, προς το σκοπό: α) προστασίας του περιουσιακού συμφέροντος των πιστωτών και δη του Δημοσίου, των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως και των χρηματοδοτικών φορέων, το οποίο έγκειται στην κατά το δυνατόν πληρέστερη ικανοποίηση των χρηματικών ενοχικών αξιώσεων που διατηρούν κατά του οφειλέτη, και β) διατηρήσεως της επιχειρήσεως του οφειλέτη επ' ωφελεία της απασχολήσεως και της εθνικής οικονομίας εν γένει. Πρόκειται, επομένως, κατά κυριολεξία, για μια μη οικειοθελή για την επιχείρηση που έχει παύσει τις πληρωμές της προπτωχευτική εκκαθαριστική διαδικασία, η οποία ξεκινά με πρωτοβουλία των πιστωτών, αντιστοιχούντων, κατ' ελάχιστον, στο 40% των οφειλομένων απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων και ένας χρηματοδοτικός φορέας, με αντικείμενο τη μεταβίβαση του ενεργητικού της επιχειρήσεως, ενόσω η ίδια συνεχίζει τη λειτουργία της, υπό τη διαχείριση του ειδικού διαχειριστή, μέσω δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού, με σκοπό την επίτευξη του μεγαλύτερου δυνατού τιμήματος προς ικανοποίηση των πιστωτών της επιχειρήσεως. Η εκκαθαριστική αυτή διαδικασία είναι μία ταχεία διαδικασία, η οποία σε σύντομο χρονικό διάστημα οφείλει είτε να οδηγήσει σε εκποίηση το 90% του ενεργητικού της υπό διαχείριση επιχειρήσεως, είτε, σε περίπτωση αποτυχίας, να οδηγήσει την επιχείρηση σε πτώχευση, υπό την έννοια δε αυτή χαρακτηρίζεται ως προπτωχευτική διαδικασία, αφού η αποτυχία της οδηγεί σε πτώχευση. Λόγω του χαρακτήρα της ως προπτωχευτικής συλλογικής διαδικασίας ικανοποιήσεως των πιστωτών της παυσάσης τις πληρωμές της επιχειρήσεως, στη διαδικασία της ειδικής διαχειρίσεως εφαρμόζονται, εκτός των ειδικών διατάξεων του ν. 4307/2014, παράλληλα οι διατάξεις του ΠτΚ, αλλά και, όταν κάτι τέτοιο δεν αποκλείεται από τη γραμματική ή την τελολογική ερμηνεία των διατάξεων του ν. 4307/2014, οπότε οι διατάξεις του ΠτΚ ισχύουν συμπληρωματικά (ΑΠ 1312/2024, 441/2022, 1335/2020). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, 2/2013, 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς.
Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 19/2020, 319/2017, 130/2016). Έτσι με βάση τον εν λόγω αναιρετικό λόγο επιτρέπεται αναίρεση όταν συντρέχει παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή εκείνων οι οποίοι ρυθμίζουν τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση των δικαιωμάτων και την γένεση των υποχρεώσεων, επιβάλλοντας κυρώσεις για τη μη τήρηση αυτών (ΑΠ 22/2020, 1097/2019, 535/2015, 1399/2011). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 2/2022, 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ 109/2020, 269/2020, 1388/2019, 1266/2017). Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία", ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια (ΑΠ 1388/2019).
Από την επισκόπηση κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ της προσβαλλόμενης απόφασης, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα εξής: "Οι ενάγοντες [αναιρεσείοντες] προσλήφθηκαν από την πρώτη εvαγομέvη [1η αναιρεσίβλητη]με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα με τις ειδικότητες που κατωτέρω αναφέρονται: ο πρώτος την 25.2.2008 με την ειδικότητα του ηχολήπτη, ο δεύτερος την 2.1.2008 με την ειδικότητα του ηχολήπτη, ο τρίτος την 1.11.2012 με την ειδικότητα του ηχολήπτη, ο τέταρτος την 20.9.2000 με την ειδικότητα του ηχολήπτη, ο πέμπτος την 15.1.2010 με την ειδικότητα του ηχολήπτη, ο έκτος την 15.4.1997 με την ειδικότητα του ηχολήπτη, ο έβδομος την 19.9.2007 με την ειδικότητα του τεχνικού συντήρησης κέντρων εκπομπής, ο όγδοος την 2.1.2008 με την ειδικότητα του ηλεκτρονικού, ο ένατος την 1.6.2010 με την ειδικότητα του ηχολήπτη, ο δέκατος την 22.1.2008 με την ειδικότητα του ηχολήπτη, ο ενδέκατος την 24.11.2008 με την ειδικότητα του ηχολήπτη, η δωδέκατη την 1.2.2008 με την ειδικότητα της διοικητικής υπαλλήλου, η δέκατη τρίτη την 11.1.2006 με την ειδικότητα της γραμματέως και η δέκατη τέταρτη την 1.2.2005 ως δημοσιογράφος. Η πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία δραστηριοποιούνταν επί σειρά ετών στο χώρο των μέσων μαζικής ενημέρωσης, των ηλεκτρονικών και ψηφιακών μέσων και στον εκδοτικό τομέα και ήταν έως και τις 10.8.2017 μετοχικά ενταγμένη στον όμιλο επιχειρήσεων με τον τίτλο "Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λ." με "δ.τ. Όμιλος ΔΟΛ", όντας θυγατρική της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λ. ΑΕ" με δ.τ ΔΟΛ ΑΕ", η οποία είχε στην κυριότητά της ποσοστό 99,75% των μετοχών της πρώτης εναγομένης. Με την υπ' αριθμ. ....2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τμήμα εκουσίας δικαιοδοσίας) που εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεων των ανωνύμων τραπεζικών εταιρειών με την επωνυμία "ALPHA ΒΑΝΚ ΑΕ, ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ, ΕΘΝΙΚΉ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ, ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ, ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΕ," ο "Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λ. ΑΕ" με δ. τ ΔΟΛ ΑΕ", τέθηκε σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης (άρθρα 68 επ. Ν. 4307/2014) από 3.4.2017 και ορίστηκε ως ειδικός διαχειριστής η σύμπραξη: α) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "GRANT THORNTON ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΡΚΩΤΩΝ ΕΛΕΓΚΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ" και β) η δικηγορική εταιρεία με την επωνυμία "ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ". Επομένως από την ανωτέρω ημερομηνία, ήτοι από 3.4.2017 κατ' εφαρμογή της ρητής διάταξης του άρθρου 72 παρ. 2 Ν. 4307/2014 με βάση την οποία: "μετά τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης η εξουσία των καταστατικών οργάνων της εταιρείας περιέρχεται στο σύνολό της στον ειδικό διαχειριστή", ο οποίος αναλαμβάνει την εκπροσώπηση της εταιρείας έναντι τρίτων και τη διεκπεραίωση των καθημερινών της συναλλαγών, η διαχείριση και νόμιμη εκπροσώπηση της ΔΟΛ ΑΕ περιήλθε εκ του νόμου στον οριζόμενο δυνάμει της ανωτέρω υπ' αριθμ. .../2017 αποφάσεως, ειδικό διαχειριστή. Επομένως ο δεύτερος των εναγομένων έπαψε να συνδέεται με την ανωτέρω εταιρεία με οιαδήποτε σχέση, ήτοι να κατέχει διοικητική ή διαχειριστική θέση ή να έχει οιαδήποτε αρμοδιότητα στη ΔΟΛ ΑΕ, απορριπτομένης της υπό κρίση αγωγής ως μη νόμιμης ως προς τον δεύτερο εναγόμενο αναφορικά με τις απαιτήσεις των εναγόντων που γεννήθηκαν μετά τις 3.4.2017 και συνακόλουθα και του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβάσιμου. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο ειδικός διαχειριστής της ΔΟΛ ΑΕ δημοσίευσε στις 28.4.2017 πρόσκληση διενέργειας δύο ανεξάρτητων δημόσιων πλειοδοτικών διαγωνισμών, ήτοι της "ΔΟΛ ΑΕ - ΟΜΑΔΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ Α'", που αφορούσε στην ακίνητη περιουσία της εταιρείας (πάγια - ακίνητα) και της "ΔΟΛ ΑΕ - ΟΜΑΔΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ Β'", που αφορούσε στα υπόλοιπα στοιχεία του ενεργητικού της εταιρείας (εμπορικά σήματα, συμμετοχές, κινητός εξοπλισμός), ορίζοντας την 31η.5.2017 ως ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας για την υποβολή των προσφορών και την αποσφράγισή τους στα γραφεία της υπό ειδική διαχείριση ανώνυμης εταιρείας "ΔΟΛ ΑΕ". Περαιτέρω η τρίτη εναγομένη, η οποία ιδρύθηκε με την υπ' αριθμ. .../2016 πράξη σύστασης της συμβολαιογράφου Π. Β. και η οποία εκδίδει τις πολιτικές εφημερίδες ΤΑ ΝΕΑ, ΤΑ ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ, ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, τις ψηφιακές εφημερίδες ΤΟ ΒΗΜΑ, ΤΑ ΝΕΑ, συμμετέχοντας στον ανωτέρω δεύτερο πλειοδοτικό διαγωνισμό για την απόκτηση των περιουσιακών στοιχείων της "ΟΜΑΔΑΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ Β'", της υπό ειδική διαχείριση εταιρείας, προσφέροντας τίμημα 22.892.600 ευρώ ανακηρύχθηκε πλειοδότρια. Ακολούθως με την υπ' αριθμ. .../2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της από 6.6.2017 αιτήσεως αποδοχής ανακήρυξης πλειοδότη, που υπέβαλε ο ειδικός διαχειριστής, η τρίτη εναγομένη ανακηρύχθηκε πλειοδότρια της Ομάδας Ενεργητικού Β', της ΔΟΛ ΑΕ, έναντι τιμήματος 22.892.600 ευρώ. Περαιτέρω με την με αριθμ. ....2017 σύμβαση μεταβίβασης Ομάδας Ενεργητικού Β', η οποία επέχει θέση τελεσίδικης κατακύρωσης του άρθρου 1003 του ΚΠολΔ και της πράξης εξοφλήσεως του τιμήματος των 22.892.600 ευρώ, η οποία επέχει θέση περίληψης κατακύρωσης του άρθρου 1005 ΚΠολΔ (άρθρο 75 παρ. 1 και 2 του Ν. 4307/2014) η υπό ειδική διαχείριση εταιρεία ΔΟΛ ΑΕ νομίμως εκπροσωπούμενη από τον ειδικό διαχειριστή, μεταβίβασε και παρέδωσε κατά πλήρη κυριότητα στην τρίτη εναγομένη εταιρεία τα στοιχεία του ενεργητικού της "Ομάδα Ενεργητικού Β'", που απαρτίζεται από τα ακόλουθα στοιχεία ενεργητικού της ΔΟΛ ΑΕ: 1) εμπορικά σήματα, 2) συμμετοχές/μετοχές σε τρίτες εταιρείες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και 987.480 κοινές ονομαστικές μετοχές ιδιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, οι οποίες αντιπροσωπεύουν ποσοστό 99,75% επί του μετοχικού κεφαλαίου αυτής, 3) ορισμένες από τις απαιτήσεις της υπό ειδική διαχείριση εταιρείας έναντι τρίτων, 4) συγκεκριμένα μεταφορικά μέσα της εταιρείας, 5) ορισμένα πάγια, έπιπλα και λοιπός εξοπλισμός, 6) το ιστορικό αρχείο της ΔΟΛ ΑΕ και 7) αποθέματα της αποθήκης της εταιρείας. Η τρίτη συνεπώς εναγομένη εταιρεία συμμετέχοντας στο δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό, που διεξήχθη στο πλαίσιο υπαγωγής της ΔΟΛ ΑΕ υπό το καθεστώς της ειδικής διαχείρισης του Ν. 4307/2014, απέκτησε κατόπιν της συναφθείσας με αριθμ. ....2017 συμβάσεως τα περιγραφόμενα ανωτέρω περιουσιακά στοιχεία, τα οποία δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως οργανωμένο σύνολο, υπό την έννοια ότι δεν διατήρησαν την οργανική τους ενότητα και δεν ήταν ικανά να πραγματοποιήσουν τον ίδιο οικονομικό σκοπό, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες - εκκαλούντες. Επομένως δεν αποδείχθηκε ότι η τρίτη εναγομένη απέκτησε την επιχείρηση της εταιρείας ΔΟΛ ΑΕ ή οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο, δικαίωμα ή έννομη σχέση, εκτός από τα περιγραφόμενα ρητά στο ανωτέρω συμβόλαιό περιουσιακά στοιχεία και ειδικότερα δεν αποδείχθηκε ότι μεταβιβάστηκε στην τρίτη εναγομένη η επιχείρηση της πρώτης εναγομένης εταιρείας, ούτε οι εγκαταστάσεις, ή το προσωπικό ή ο εξοπλισμός της πρώτης εναγομένης, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού των εναγόντων περί μεταβίβασης της επιχείρησης της πρώτης εναγομένης στην τρίτη εναγόμενη εταιρεία και του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβάσιμου." Με βάση τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη με αριθμό 3375/2021 απόφασή του δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ' ουσία την έφεση των εναγόντων [αναιρεσειόντων], επικυρώνοντας ούτω την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με αριθμό .../2019, με την οποία είχε γίνει δεκτή κατ' ουσία η από 30.10.2018 αγωγή ως προς την 1η εναγομένη [1η αναιρεσίβλητη] και είχε απορριφθεί ως προς τους λοιπούς εναγόμενους [2ο, 3η και 4ο των αναιρεσιβλήτων]. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του και με το να κρίνει ότι με τη συμμετοχή της τρίτης εναγομένης [3ης αναιρεσίβλητης] στο δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό, ο οποίος διεξήχθη μετά την υπαγωγή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ Λ. ΑΕ" (ΔΟΛ ΑΕ) υπό το καθεστώς της ειδικής διαχείρισης των άρθρων 68 επ. του ν. 4307/2014, και με την απόκτηση από την τρίτη αναιρεσίβλητη με τη υπ' αριθμ. ....2017 σύμβαση, που συνήφθη μεταξύ αυτής και της ως άνω ανώνυμης εταιρείας εκπροσωπούμενης από τον ειδικό διαχειριστή αυτής, στοιχείων του ενεργητικού της τελευταίας (ΔΟΛ ΑΕ), στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι 987.480 κοινές ονομαστικές μετοχές της 1ης εναγομένης [1ης αναιρεσίβλητης], που αντιπροσωπεύουν ποσοστό 99,75% του μετοχικού κεφαλαίου αυτής, δεν επήλθε μεταβίβαση της επιχείρησης της πρώτης αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας στην τρίτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία, ορθά ερμήνευσε και ορθά δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του ΠΔ 178/2002 και της Οδηγίας 2001/23, εφόσον αυτές δεν ήταν εφαρμοστέες. Και τούτο διότι η μεταβίβαση εκ μέρους της τελούσας υπό ειδική διαχείριση ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ Λ. ΑΕ" (ΔΟΛ ΑΕ) των ως άνω μετοχών της πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρείας, στην τρίτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, οι οποίες αντιπροσωπεύουν ποσοστό 99,75% επί του μετοχικού κεφαλαίου αυτής (πρώτης εναγομένης), κατόπιν του δημοσίου πλειοδοτικού διαγωνισμού, που διεξήχθη στο πλαίσιο υπαγωγής της ΔΟΛ ΑΕ υπό το καθεστώς της ειδικής διαχείρισης του Ν. 4307/2014, δεν πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής των προαναφερθεισών διατάξεων που αφορούν τη μεταβίβαση επιχείρησης ή τμήματος αυτής με μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, καθ' όσον η μεταβίβαση των ως άνω μετοχών δεν επέφερε τη μεταβίβαση της επιχείρησης της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας στην τρίτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, εφόσον φορέας της επιχείρησης συνεχίζει να αποτελεί το νομικό πρόσωπο της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας, και ως εκ τούτου δεν επήλθε μεταβολή των εργασιακών σχέσεων των εναγόντων ως προς το πρόσωπο της εργοδότριάς τους (πρώτης εναγομένης) με συνέπεια να μην συντρέχει από την ως άνω αιτία νόμιμη περίπτωση ευθύνης της τρίτης εναγόμενης για τις εργατικές απαιτήσεις των εναγόντων από την εργασιακή τους σχέση με την πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Περαιτέρω, με τις προεκτεθείσες παραδοχές του, το Εφετείο δε στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού από το αιτιολογικό της αποφάσεως προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά, που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, περί μη συνδρομής των όρων και προϋποθέσεων εφαρμογής των προαναφεθεισών διατάξεων που διέπουν τη μεταβίβαση της επιχείρησης, ενώ περιέχει σαφείς επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, που αφορούν, όπως προεκτέθηκε, μόνο τη μεταβίβαση εκ μέρους της τεθείσας υπό ειδική διαχείριση ανώνυμης εταιρείας ΔΟΛ ΑΕ των προαναφερθεισών μετοχών της πρώτης εναγόμενης, και όχι τις εγκαταστάσεις, το προσωπικό της, τον εξοπλισμό κλπ αυτής, με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος ως προς τα αποδεικτικό της πόρισμα ότι δεν μεταβιβάσθηκε η επιχείρηση της πρώτης εναγομένης στην τρίτη εναγομένη. Τα περιστατικά δε αυτά ήταν επαρκή και δικαιολογούσαν, χωρίς να απαιτείται καμιά οποιαδήποτε άλλη παραδοχή, τη μη εφαρμογή των προαναφερθεισών στη νομική σκέψη που προηγήθηκε διατάξεων που διέπουν τη μεταβίβαση επιχείρησης. Επομένως, το Εφετείο που δέχθηκε ότι δεν μεταβιβάσθηκε η επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας στην τρίτη εναγόμενη και ήδη τρίτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία, ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις διατάξεις που προεκτέθηκαν στο οικείο μέρος της νομικής σκέψης που προηγήθηκε και τα όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τους εκ των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτο και δεύτερο λόγους αναίρεσης, αντίστοιχα, με τους οποίους προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι με το να μη δεχθεί ότι μεταβιβάσθηκε η επιχείρηση της πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρείας στην τρίτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία παραβίασε ευθέως (πρώτος λόγος αναίρεσης) και εκ πλαγίου (δεύτερος λόγος αναίρεσης) τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του ΠΔ 178/2002, με το οποίο μεταφέρθηκαν στην ελληνική δημόσια τάξη οι διατάξεις της Οδηγίας 77/197/ΕΟΚ (ΕΕ L 61), καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 68 του ν. 4307/2014 και 44 παρ.5 του ν. 2...8/1998, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ως δε την επιμέρους αιτίαση των αναιρεσειόντων ότι το Εφετείο δεν εφάρμοσε ορθά τις διατάξεις των άρθρων 6 του ΠΔ 178/2002, και 44 παρ.5 του ν. 2...8/1998, δεδομένου ότι η διαδικασία της ειδικής διαχείρισης των άρθρων 68 έως 77 του ν. 4307/2014 δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις από το προστατευτικό πεδίο των διατάξεων των άρθρων 4 και 5 του ως άνω Π.Δ. που αφορούν διαδικασίες πτώχευσης ή αφερεγγυότητας, όπως η αφερεγγυότητα ορίζεται στο άρθρο 44 του ν. 2...8/1998, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση γιατί, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν προκύπτει ότι το Εφετείο, (πέραν της αναφοράς στη μείζονα σκέψης του περιεχομένου της διάταξης του άρθρου 6 του ΠΔ 178/2002 και των σχετικών διατάξεων των άρθρων 68 επ. του ν. 4307/2014) δέχθηκε ότι η ως άνω μεταβίβαση εκ μέρους της ανώνυμης εταιρείας ΔΟΛ ΑΕ των μετοχών της πρώτης αναιρεσίβλητης στην τρίτη αναιρεσίβλητη κατά την οριζόμενη στα άρθρα 68-77 του ν. 4307/2014 διαδικασία ειδικής διαχείρισης, συνιστά διαδικασία αφερεγγυότητας, κατά την έννοια που προεκτέθηκε στη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Άλλωστε, στην ειδική διαχείριση των άρθρων 68 επ. του ν. 4307/2014 τέθηκε η μη διάδικος στην παρούσα υπόθεση ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λ. ΑΕ" και όχι η εργοδότρια των εναγόντων πρώτη εναγόμενη και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία ως προς την οποία έκρινε ότι δεν μεταβιβάσθηκε η επιχείρησή της στην τρίτη εναγόμενη και ως εκ τούτου θα ήταν αλυσιτελές να διερευνηθεί στα πλαίσια της ένδικης υπόθεσης αν η θέση της ως άνω μη διαδίκου εταιρείας (ΔΟΛ ΑΕ) σε ειδική διαχείριση συνιστούσε διαδικασία αφερεγγυότητας.
Περαιτέρω οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο λόγο της ως άνω αίτησης αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της εκ πλαγίου παραβίασης των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του άρθρου 281 ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 34, 61, 70, 200, 481, 926 ΑΚ και 12 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος κατά το μέρος που απέρριψε το αίτημά τους για άρση της νομικής προσωπικότητας (αυτοτέλειας) της εργοδότριάς τους πρώτης εναγομένης λόγω κατάχρησης αυτής από την τρίτη εναγόμενη προκειμένου να ευθύνεται εις ολόκληρον η τελευταία με την πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία για την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών τους και των μισθών υπερημερίας.
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το λόγο αυτό μέρος της προσβαλλόμενης απόφασής του τα εξής:
.... "Δεν αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η τρίτη και ο τέταρτος των εναγομένων, ο οποίος είναι κύριος του 100% των μετοχών της τρίτης εναγομένης εταιρείας, αναμείχθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο με τη διοίκηση ή εκπροσώπηση της πρώτης εναγομένης εταιρείας ή χρησιμοποίησαν τη νομική προσωπικότητα της πρώτης εναγομένης εταιρείας με σκοπό να αποφύγουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους, λαμβανομένων υπόψη ότι η πρώτη εναγομένη διέκοψε τη λειτουργία της από τον Σεπτέμβριο του έτους 2017, ενώ τον Αύγουστο του 2017 μεταβιβάστηκαν οι μετοχές της πρώτης εναγομένης στην τρίτη εναγομένη εταιρεία, γεγονός που καθιστά αδύνατη οποιαδήποτε συμμετοχή της τρίτης και του τέταρτου των εναγομένων στην αδυναμία της να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις, όπως προκύπτει και από την ανάκληση του δικαιώματος ραδιοσυχνότητας, που είχε χορηγηθεί σε αυτήν, τη διαγραφή του οποίου από τον πίνακα λειτουργούντων ραδιοφωνικών σταθμών αποφάσισε το ΕΣΡ, ενώ η τρίτη εναγομένη δεν έκανε ποτέ χρήση της συγκεκριμένης συχνότητας, όπως ρητά αναφέρεται στην με αριθμ. .../2018 απόφαση του ΕΣΡ, σύμφωνα με την οποία "η εταιρεία ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ ΑΕ στην οποία περιήλθε την 10.8.2017 το σύνολο των μετοχών της εταιρείας με την επωνυμία "Ραδιοφωνικές Επιχειρήσεις ΒΗΜΑ FM ΑΕ", η οποία λειτουργούσε ραδιοφωνικό σταθμό με τον δ.τ ΒΗΜΑ FM STEREO", ο οποίος εξέπεμπε στη ραδιοφωνική συχνότητα 99,5, δεν έκανε ποτέ χρήση της συγκεκριμένης συχνότητας, ενώ από το μήνα Σεπτέμβριο του 2017 ο σταθμός διέκοψε πλήρως την λειτουργία του. Περαιτέρω το ΕΣΡ αποφάσισε τη διαγραφή του από τον πίνακα λειτουργούντων ραδιοφωνικών σταθμών αναγνωρίζοντας ότι η ραδιοφωνική συχνότητα 99,5 FM, στην οποία αυτός εξέπεμπε ανήκει αποκλειστικά στο Ελληνικό Κράτος. Περαιτέρω το γεγονός ότι ο τέταρτος εναγόμενος είναι κύριος του 100% των μετοχών της τρίτης εναγομένης δεν συνιστά καταχρηστική εκ μέρους του συμπεριφορά προκειμένου να γίνει δεκτό το αίτημα των εναγόντων περί άρσης της νομικής προσωπικότητας της τρίτης εναγομένης εταιρείας και την επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους των συνεπειών που την αφορούν, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες. Ειδικότερα δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν οι περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία.
Συνεπώς δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον τύπο κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι' αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Περαιτέρω δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά κατά την παραπάνω έννοια ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική απ' αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Επομένως το αίτημα των εναγόντων περί άρσης της νομικής προσωπικότητας της τρίτης εναγομένης εταιρείας είναι απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο, απορριπτομένου και του σχετικού λόγου εφέσεως ως ουσιαστικά αβάσιμου". Υπό τις ως άνω παραδοχές το Εφετείο με το να κρίνει ότι δεν αποδείχθηκε α) ότι η τρίτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, αναμείχθηκε με οποιοδήποτε τρόπο με τη διοίκηση ή εκπροσώπηση της πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρείας, εργοδότριας των εναγόντων ή ότι χρησιμοποίησε τη νομική προσωπικότητα της πρώτης εναγομένης εταιρείας με σκοπό να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, β) ότι η πρώτη εναγομένη διέκοψε τη λειτουργία της από τον Σεπτέμβριο του έτους 2017, ενώ τον Αύγουστο του 2017 μεταβιβάστηκαν εκ μέρους της εταιρείας ΔΟΛ ΑΕ οι μετοχές της πρώτης εναγομένης στην τρίτη εναγομένη εταιρεία, γεγονός που καθιστά αδύνατη οποιαδήποτε συμμετοχή της τρίτης εναγόμενης στην αδυναμία της πρώτης εναγομένης να ανταποκριθεί στις οικονομικές υποχρεώσεις της, γ) ότι η τρίτη εναγόμενη δεν έκανε ποτέ χρήση της συγκεκριμένης συχνότητας 99,5 FM στην οποία εξέπεμπε ο ραδιοσταθμός ιδιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης, ο οποίος λόγω της ανάκλησης του δικαιώματος ραδιοσυχνότητας, που είχε χορηγηθεί σε αυτή, διαγράφηκε από τον πίνακα λειτουργούντων ραδιοφωνικών σταθμών με απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) και η ως άνω ραδιοφωνική συχνότητα περιήλθε στο Ελληνικό Κράτος και κατόπιν τούτου να απορρίψει ως κατ' ουσία αβάσιμο το αγωγικό αίτημα των εναγόντων για άρση της νομικής αυτοτέλειας της εργοδότριας τους πρώτης εναγομένης και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης λόγω της κατάχρησης εκ μέρους της τρίτης εναγομένης και ήδη τρίτης αναιρεσίβλητης της ως άνω αυτοτέλειας, προκειμένου η τελευταία να ευθύνεται εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη ως προς τις ένδικες αγωγικές τους αξιώσεις, (το Εφετείο) δεν παραβίασε εκ πλαγίου την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης. Και τούτο διότι από το αιτιολογικό της αποφάσεως προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά, που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, περί μη συνδρομής των όρων και προϋποθέσεων εφαρμογής των προαναφεθεισών διατάξεων που διέπουν την άρση της νομικής αυτοτέλειας νομικού προσώπου, ενώ περιέχει σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος ως προς το αποδεικτικό της πόρισμα περί μη συνδρομής των προϋποθέσεων της κατάχρησης εκ μέρους της τρίτης εναγόμενης και ήδη τρίτης αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας της νομικής αυτοτέλειας της πρώτης εναγόμενης και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας, εργοδότριας των εναγόντων, ώστε να συντρέξει περίπτωση άρσης της νομικής αυτοτέλειας αυτής (πρώτης εναγόμενης). Τα περιστατικά δε αυτά ήταν επαρκή και δικαιολογούσαν, χωρίς να απαιτείται καμιά οποιαδήποτε άλλη παραδοχή, τη μη εφαρμογή των προαναφερθεισών στη νομική σκέψη που προηγήθηκε διατάξεων που διέπουν την άρση της νομικής αυτοτέλειας νομικού προσώπου. Δεν ήταν δε αναγκαία η περαιτέρω αιτιολόγηση ως προς τη μη ανάμειξη της τρίτης αναιρεσίβλητης στη διοίκηση ή στην εκπροσώπηση ή στη διαχείριση της περιουσίας της πρώτης αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας ή της απόδειξης της διακοπής της λειτουργίας της από το Σεπτέμβριο του έτους 2017.
Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι με το να μη δεχθεί ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις κατάχρησης εκ μέρους της τρίτης αναιρεσίβλητης της νομικής αυτοτέλειας της πρώτης αναιρεσίβλητης και ως εκ τούτου να απορρίψει το αίτημά τους για άρση της αυτοτέλειας της πρώτης αναιρεσίβλητης παραβίασε εκ πλαγίου την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 481 και 926 του ιδίου κώδικα, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή ισχυρισμών, δηλαδή λυσιτελών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό του, το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη. Κατά την έννοια αυτή ο ισχυρισμός, για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου έγινε η προσκόμιση και η επίκληση του κρίσιμου αποδεικτικού μέσου, πρέπει να είναι νόμιμος και να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας. Για την ίδρυση πάντως του παραπάνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη (ΟλΑΠ 8/2016, 2/2008). Ωστόσο, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνον από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 527/2022, 47/2020, 466/2019, 1349/2017). Σύμφωνα δε με το άρθρο 340 του ΚΠολΔ, που καθιερώνει την αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων από το Δικαστήριο, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ο νόμος ορίζει το αντίθετο, μπορεί κατά την ελεύθερη κρίση του που δεν ελέγχεται αναιρετικά να προσδώσει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα που κατά νόμο διαθέτουν την ίδια αποδεικτική δύναμη μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική βαρύτητα (ΑΠ 98/2020, 96/2019, 2080/2017, 188/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 γ' Κ.Πολ.Δ., πλημμέλεια, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο, κατά την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, δεν έλαβε υπόψη νομίμως ενώπιον του προσκομισθέντα από τους αναιρεσείοντες ουσιώδη αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα: α) την από 27.9.2017 εξώδικη "ανακοίνωση - απάντηση" της 3ης αναιρεσίβλητης προς της ΕΤΕΡ, β) ανάρτηση της ιστοσελίδας του "ΒΗΜΑ FM" (ηλεκτρονική διεύθυνση), γ) το πρακτικό της από 14.9.2017 σύσκεψης συμφιλίωσης ενώπιον του Γ.Γ. του Υπουργείου Εργασίας, δ) το από 20.10.2017 πρακτικό συμφιλιωτικής σύσκεψης του Υπουργείου Εργασίας, ε) το υπ' αριθμ. 323/2018 δελτίο εργατικής διαφοράς του ΣΕΠΕ Ανατολικού Τομέα Αθηνών, στ) το υπ' αριθμ. ....2018 υπόμνημα της 3ης αναιρεσίβλητης προς το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και ζ) την από 27.12.2017 αίτηση της 3ης αναιρεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για διορισμό προσωρινής διοίκησης στην 1η αναιρεσίβλητη. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι από τη βεβαίωση της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι λήφθηκαν υπ' όψη, πλην άλλων αποδεικτικών μέσων, και όλα τα έγγραφα "που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπ' όψη του, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικά των οποίων μνημονεύονται στη συνέχεια και λαμβάνονται υπ' όψη στο σύνολό τους, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν δεν γίνεται μνεία σε καθένα από αυτά χωριστά", σε συνδυασμό με τις επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις ή κενά αιτιολογίες που περιέχει για τη στήριξη του αποδεικτικού της πορίσματος, δεν γεννάται αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπ' όψη και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και όλα τα φερόμενα ως αγνοηθέντα ως άνω έγγραφα. Περαιτέρω, παραμόρφωση περιεχομένου εγγράφου, που ιδρύει τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας από εσφαλμένη ανάγνωση αποδεικτικού εγγράφου δέχθηκε ως περιεχόμενό του κάτι διαφορετικό από το πραγματικό. Δηλαδή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διάφορα από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο το δικαστήριο ορθά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, αφού στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναγόμενο στην εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, που κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο (ΟΛΑΠ 2/2008, 1/1999, ΑΠ 1182/2021, 312/2020, 856/2019, 25/2017, 1071/2015). Παραμόρφωση εγγράφου συνιστά πάντως και η παράλειψη του δικαστηρίου να αναγνώσει μέρος του εγγράφου, όταν το μέρος αυτό είναι κρίσιμο για την ουσία της υπόθεσης, δηλαδή για να θεμελιώνεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο που φέρεται ότι παραβιάσθηκε κατά το περιεχόμενό του. Δεν αρκεί έτσι ότι το συνεκτίμησε απλά με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξάρει το περιεχόμενό του σε σχέση με το αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε και το οποίο, εξ άλλου, θα πρέπει να είναι επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αναφορικά με πράγματα που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (Ολ ΑΠ 2/2008, ΑΠ 15/2021).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αίτησης αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την αιτίαση ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο α) της υπ' αριθμ. .../2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία τέθηκε σε ειδική διαχείριση του ν. 4307/2014 η ΔΟΛ ΑΕ και ορίσθηκε ως υποχρέωση του διαχειριστή η μεταβίβαση εν λειτουργία της επιχείρησης της ΔΟΛ ΑΕ, β) της από 28.4.2017 πρόσκλησης διενέργειας δύο ανεξάρτητων πλειοδοτικών διαγωνισμών και ειδικότερα αα) ότι ο 1ος πλειοδοτικός διαγωνισμός αφορούσε "μόνο στην ακίνητη περιουσία με τη ρητή αναφορά "ότι τίθεται σε δημόσιο πλειστηριασμό εν συνόλω" και ότι αποτελείτο όλη την ακίνητη περιουσία χαρακτηριζόμενη ως ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ Α και ββ) ότι ο 2ος πλειοδοτικός διαγωνισμός, αφορούσε τα υπόλοιπα στοιχεία του ενεργητικού τα οποία ετίθεντο "σε δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό εν συνόλω" χαρακτηριζόμενα ως ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ Β καθώς στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν και τα εμπορικά σήματα, μεταξύ των άλλων, τα εμπορικά σήματα της 1ης αναιρεσίβλητης "ΒΗΜΑ FM" (κλάση 38,41 με ημερομηνία λήξης 21.1.2020), "ΒΗΜΑ FM 99,5" (κλάση 16,35, 38, 41 με ημερομηνία λήξης 5.10.2020) και το σήματα της ιστοσελίδας του σταθμού "..." και τα εμπορικά σήματα για τις πολιτικές εφημερίδες "ΤΑ ΝΕΑ" "ΤΑ ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ" "ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ" και τις ψηφιακές εφημερίδες "ΤΟ ΒΗΜΑ" και "ΤΑ ΝΕΑ", γ) της υπ' αριθμ. .../2017 απόφασης του Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία ανακηρύχθηκε η τρίτη αναιρεσίβλητη ως αγοράστρια εταιρεία του ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ Β της ΔΟΛ ΑΕ όπου αναφέρεται μεταξύ των άλλων ότι η συμμετοχή της ΔΟΛ ΑΕ σε τρίτα νομικά πρόσωπα, όπως στην 1η εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, στην οποία συμμετείχε με 99,75%, που αποτελεί ουσιώδες περιουσιακό στοιχείο της υπό ειδική διαχείριση επιχείρησης και ότι εκποιείται εν συνόλω, μαζί με το σύνολο του ενεργητικού και δ) της υπ' αριθμ. ....2017 σύμβασης μεταβίβασης ομάδας ενεργητικού Β της Συμβολαιογράφου Αθηνών Β. Σ. όπου παρέλειψε να αναγνώσει ότι με την εν λόγω σύμβαση, μεταβιβάσθηκαν εκ μέρους της ΔΟΛ ΑΕ πέραν του ποσοστού 99,75% των μετοχών της πρώτης αναιρεσίβλητης τα εμπορικά σήματα "ΒΗΜΑ FM" "ΒΗΜΑ FM 99,5" και το σήμα της ιστοσελίδας του σταθμού "..." με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στο αποδεικτικό πόρισμα ότι δεν αποδείχθηκε ότι απέκτησε η τρίτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία την επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας. Ο ως άνω πέμπτος λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος καθότι οι ως άνω αιτιάσεις κατά της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αφορούν σε διαγνωστικό σφάλμα δηλαδή σε εσφαλμένη ανάγνωση του περιεχομένου των ως άνω εγγράφων, αλλά σε εκτιμητικό σφάλμα, σε απόδοση δηλαδή στα ανωτέρω έγγραφα νοήματος διαφορετικού από εκείνο που οι αναιρεσείοντες θεωρούν ορθό, το οποίο όμως δεν ιδρύει τον υπό έρευνα αναιρετικό λόγο (ΑΠ 1518/2024,186/2018). Σε κάθε περίπτωση ο ως άνω λόγος είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος διότι από το περιεχόμενο των ως άνω δικαστικών αποφάσεων και των ως άνω εγγράφων προκύπτει ότι το Εφετείο δεν υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο σε εσφαλμένη ανάγνωσή τους και συνεπώς δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενό τους, αλλά κατά την ανάγνωση αυτών απλώς κατέληξε σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που οι αναιρεσείοντες θεωρούν ορθό. Ουσιαστικά με το λόγο αυτό υπάρχει παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, αφού το Εφετείο δέχθηκε ότι η μεταβίβαση εκ μέρους της εταιρείας ΔΟΛ ΑΕ, όπως εκπροσωπείτο νόμιμα από τον ορισθέντα διαχειριστή, των μετοχών της πρώτης αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας στην τρίτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία δεν επέφερε μεταβολή του νομικού προσώπου αυτής (πρώτης αναιρεσίβλητης) αλλά μόνο μεταβολή του προσώπου που κατείχε της μετοχές αυτής και ότι δεν επήλθε μεταβίβαση της επιχείρησης της πρώτης εναγομένης στην τρίτη εναγόμενη, που ως εκτίμηση πραγματικών περιστατικών εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο.
Κατόπιν αυτών πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των τρίτης και τέταρτου των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι κατέθεσαν κοινές προτάσεις κατόπιν σχετικού αιτήματός τους σε βάρος των αναιρεσειόντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως στο διατακτικό. Τέλος, δεν τίθεται ζήτημα επιδίκασης δικαστικών εξόδων υπέρ της πρώτης αναιρεσίβλητης, καθ' ότι δεν παρέστη και επομένως δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα (άρθρο 106 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Θεωρεί τη δίκη ως βιαίως διακοπείσα ως προς το δεύτερο (2ο) αναιρεσίβλητο Σταύρο Ψυχάρη του Παναγιώτη.
Απορρίπτει την από 16.3.2022 και με αριθμό κατάθ. 2063/194/16.3.2022 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3375/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς τους λοιπούς αναιρεσίβλητους.
Διατάσσει την επιστροφή του υπ' αριθμ. ... παραβόλου ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ στους καταθέσαντες αυτό αναιρεσείοντες.
Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα των τρίτης και τέταρτου αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Απριλίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Απριλίου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ