ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 726/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 726/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 726/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 726 / 2025    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 726/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Αριστείδη Βαγγελάτο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο (σύμφωνα με την 1/2025 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου Δήμητρας Ζώη), Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη, Βάϊα Ζαρχανή και Παρασκευή Γρίβα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 18 Φεβρουαρίου 2025, με την παρουσία και της Γραμματέως Ε. Τ., για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1)Δ. Α. του Α., κατοίκου ..., 2) Κ. Α. του Θ., κατοίκου ..., 3) Π. Γ. του Μ., κατοίκου ..., 4) Α. Γ. του Δ., κατοίκου ..., 5) Κ. Δ. του Α., κατοίκου ..., 6) Ι. Ζ. του Ε., κατοίκου ..., 7) Α.-Μ. Κ. του Ι., κατοίκου ..., 8) Β. Κ. του Π., κατοίκου ..., 9) Σ. Κ. του Π., κατοίκου ..., 10) Ν. Κ. του Δ., κατοίκου ..., 11) Β. Κ. του Α., κατοίκου ..., 12) Δ. Κ. του Ν., κατοίκου ..., 13) Ε. Λ. του Β., κατοίκου ..., 14) Δ. Λ. του Π., κατοίκου ..., 15) Μ. Μ. του Ι., κατοίκου ... 16) Φ. Μ. του Φ., κατοίκου ..., 17) Κ. Π. του Η., κατοίκου ..., 18) Θ. Π. του Σ., κατοίκου ..., 19) Δ. Π. του Φ., κατοίκου ..., 20) Γ. Π. του Α., κατοίκου ..., 21) Α. Σ. του Ν., κατοίκου ... και 22) Μ. Α. του Ε., κατοίκου ..., που παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Σπυρίδωνος Σπυρόπουλου, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.

Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Νικολάου-Σέργιου Σακαλή και Χρήστου Βλασσόπουλου, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-6-2018 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 189/2020 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 2990/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 31-5-2024 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Βάϊα Ζαρχανή. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την από 31-5-2024 (αρ. εκθ. καταθ. 5105/491/2024) αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 2990/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών. Με την πιο πάνω απόφαση, η οποία συνεκδίκασε α) την από 10-6-2020 έφεση της εναγομένης και β) την από 30-6-2020 έφεση τριάντα (30) συνολικά εναγόντων, μεταξύ των οποίων και οι ήδη αναιρεσείοντες, κατά της υπ' αριθμ. 189/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει δεκτή η με αυξ. αρ. καταθ. 57693/2018 αγωγή των εναγόντων, έγιναν τυπικά δεκτές οι εφέσεις και ακολούθως απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η έφεση των εναγόντων, έγινε δεκτή κατ' ουσίαν η έφεση της εναγομένης και μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως απορρίφθηκε στο σύνολό της η αγωγή. Η εν λόγω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με το άρθρο 2 περ.3 του ν. 1876/1990 και σε ακολουθία προς τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 5 του άρθρου 22 του Συντάγματος, ορίσθηκε ότι η συλλογική σύμβαση εργασίας μόνο σε περιορισμένη έκταση μπορεί να ρυθμίζει ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης, "εφόσον αυτά δεν έρχονται σε αντίθεση με τη συνταγματική τάξη και την πολιτική των δημοσίων φορέων κοινωνικής ασφάλισης" και, πάντως, εφόσον δεν πρόκειται για ζητήματα "συνταξιοδοτικά". Αμέσως μετά, με το άρθρο 43 παρ.3 του ν. 1902/1990 διευκρινίσθηκε ότι στην έννοια των συνταξιοδοτικών ζητημάτων, που δεν μπορούν να αποτελέσουν περιεχόμενο συλλογικής σύμβασης εργασίας, περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, "η σύσταση ειδικών ταμείων ή λογαριασμών που χορηγούν περιοδικές παροχές ή εφάπαξ βοήθημα με επιβάρυνση του εργοδότη" (ΟλΑΠ 9/2012). Όμως, και κατά τη διάταξη του άρθρου 21 παρ.3 του ν. 3239/1955, που ίσχυε πριν από το ν. 1876/1990, ορίζεται ότι "δεν δύναται δια συλλογικής συμβάσεως εργασίας ή αποφάσεως διαιτησίας να συσταθεί ειδικός λογαριασμός ή επικουρικός ασφαλιστικός οργανισμός ή ταμείον προνοίας ή να καθορισθούν ή τροποποιηθούν πόροι ή εισφοραί υπέρ πάσης φύσεως ασφαλιστικών οργανισμών ή λογαριασμών". Πριν από την ισχύ του ως άνω νόμου, είχε γίνει δεκτό ότι στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ) μπορούσε να συμφωνηθεί, μεταξύ του εργοδότη και των εργαζομένων σε μία επιχείρηση ή υπηρεσία, η συγκέντρωση περιουσίας σε ειδικό λογαριασμό για ορισμένο ασφαλιστικό σκοπό (όπως η παροχή εφάπαξ βοηθημάτων, συντάξεων κλπ), διότι τέτοιους, ειδικούς λογαριασμούς δεν τους απέκλειε η νομοθεσία, αλλά αντιθέτως τους προέβλεπε ειδικώς στο πλαίσιο ασφαλιστικών οργανισμών, για ασφαλιστικές παροχές, με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 7 του α.ν. 1022/1946 (Α 75) με την οποία ορίζεται ότι "οργανισμός, έργον του οποίου είναι η ασφάλισης των μισθωτών ωρισμένης επιχειρήσεως κατά της αναπηρίας, του γήρατος και του θανάτου δύναται.....να συστήσει εν εαυτώ ειδικόν λογαριασμόν...σκοπούντα στην ασφάλισιν αυτών κατά των ιδίων κινδύνων, δια της χορηγήσεως εφ' απαξ χρηματικών παροχών, εις ας περιπτώσεις και υφ' ους όρους προβλέπεται η χορήγησις των περιοδικών τοιούτων" (ΟλΑΠ 9/2012, ΑΠ 1238/2020, 1243/2019). Οι λογαριασμοί αυτοί, κατά κανόνα, δεν έχουν νομική προσωπικότητα, για την απόκτηση της οποίας απαιτούνται οι κατά περίπτωση νόμιμες προϋποθέσεις, δεν αποτελούν αστικές εταιρίες ούτε έχουν την ικανότητα να είναι διάδικοι, αντιμετωπίζονται, όμως, τόσο από το νομοθέτη όσο και από τη νομολογία, ως φορείς κοινωνικής ασφάλισης, ομόλογοι με τους κρατικούς ασφαλιστικούς οργανισμούς (OλΑΠ 9/2012, 25/2008, ΑΠ 1716/2024, 929/2023, 1623/2023, Ολ ΣτΕ 2197-2200/2010). Ειδικότερα στον τομέα των τραπεζών συστήθηκαν μεταξύ πιστωτικών (τραπεζικών) ιδρυμάτων και του προσωπικού τους αλληλοβοηθητικά ταμεία των τραπεζών, τα οποία είναι ασφαλιστικοί φορείς ιδιωτικού δικαίου ποικίλης μορφής (νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, ενώσεις προσώπων ή σύνολα περιουσιών), και οι οποίοι παρέχουν επικουρική ασφάλιση στους τραπεζοϋπαλλήλους κατόπιν συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή συλλογικών ενοχικών συμφωνιών (ΟλΣτΕ 2197-2200/2010, πρβλ. ΑΠ 244/2019). Οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης διακρίνονται, με βάση την προέλευση και το νομικό τους καθεστώς, σε νομοθετικούς και συμβατικούς (μη κερδοσκοπικούς). Οι νομοθετικής προέλευσης φορείς έχουν, κατά κανόνα, τη μορφή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ενώ οι συμβατικής προέλευσης φορείς μπορεί να έχουν τη μορφή ειδικών λογαριασμών ή αλληλοβοηθητικών σωματείων ή ταμείων, συσταθέντων σε επιχειρησιακό επίπεδο είτε με τη συμφωνία εργοδοτών - εργαζομένων είτε μονομερώς από τους εργοδότες ή τους εργαζόμενους (ΑΠ 929/2023, 1244/2019). Ο νομοθέτης τα ταμεία που στηρίζονται στην ιδιωτική βούληση άλλοτε μεν τα ανήγαγε σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (άρθρο 3 παρ. 2 του α.ν. 1495/1938), άλλοτε δε, χωρίς να τα αναγάγει σε ν.π.δ.δ, τα αντιμετώπισε ως ασφαλιστικούς οργανισμούς, ομολόγους προς τους φορείς της δημόσιας υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης (ενδεικτ.οι διατάξεις των άρθρων 12 ν.1405/1983, 10 παρ.1, 11 παρ.1 ν.1902/1990, 2 παρ.4 ν.2084/1992 -βλ. ΑΠ 929/2023, 1243/2019, 1330/2018). Με το ως άνω άρθρο 2 παρ.4 του ν. 2084/1992 "Αναμόρφωση της Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις (Α 165), όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου του με το άρθρο 11 παρ.1 του ν. 2227/1994 (Α 129), ορίζεται ότι "Όλα τα ασφαλιστικά Ταμεία και οργανισμοί που λειτουργούν με τη μορφή Ν.Π.Δ.Δ. και υπάγονται στην εποπτεία του Υπουργείου Οικονομικών και του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Επίσης φορείς ασφάλισης νοούνται τα Ταμεία ή Κλάδοι ή Λογαριασμοί, που λειτουργούν με την μορφή ν.π.ι.δ., οι υπηρεσίες και κάθε άλλος φορέας ανεξαρτήτως ονομασίας και νομικής μορφής, που χορηγούν περιοδικές παροχές υπό τύπο συντάξεων (κύριες και επικουρικές), βοηθημάτων ή μερισμάτων ή παροχές ασθένειας ή Εφάπαξ βοηθήματα εφόσον καταβάλλεται εργοδοτική εισφορά ή κοινωνικός πόρος. Δεν θεωρούνται φορείς ασφάλισης κατά την έννοια του παρόντος νόμου τα Κεφάλαια Αποκαταστάσεως Φορτοεκφορτωτών (Κ.Α.Φ.)". Με το άρθρο 46 παρ.1 του ως άνω νόμου ορίζεται ότι "Από 1.1.1993 το ποσοστό εισφοράς εργοδότη στα ειδικά ταμεία κύριας ασφάλισης του προσωπικού των Τ. Α., Ε. και Κ., Ε., Ε.Τ.Β.Α., Ι. - Λ., του Τ.Α.Π. - Ο.Τ.Ε. και του Τ.Σ.Π. Η.Σ.Α.Π. καθορίζεται σε 22%. Μεγαλύτερα ποσοστά προβλεπόμενα από τις καταστατικές διατάξεις των παραπάνω ταμείων για τον εργοδότη εξακολουθούν να ισχύουν. Το ποσοστό εισφοράς των ασφαλισμένων στα παραπάνω Ταμεία ορίζεται από 1.1.1995 σε 11% και με την παρ.4 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι "Με επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου και της παρ. 2 από 1.1.1993 οι εργοδότες των ασφαλισμένων των Ειδικών Ταμείων κύριας ασφάλισης του άρθρου 9 του ν. 1976/1991 θα καλύπτουν τα ετήσια οργανικά ελλείμματα, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 1902/1990, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 του ν. 1976/1991, που τυχόν θα προκύψουν και μέχρι ποσού, που δεν θα υπερβαίνει σε καμιά περίπτωση το ποσό που καταβλήθηκε για την κάλυψη των ελλειμμάτων του 1992" και με το άρθρο 52 με τίτλο άρθρου "Επικουρική Ασφάλιση" ορίζεται στην παρ.1 ότι "Το ποσοστό εισφοράς στους φορείς επικουρικής ασφάλισης μισθωτών δεν μπορεί να είναι, για τον ασφαλισμένο, κατώτερο του 3% επί των αποδοχών αυτού, που υπόκεινται σε εισφορές σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις κάθε φορά και του 3% για τον εργοδότη. Μικρότερα ποσοστά αναπροσαρμόζονται σταδιακά από 1-1-1993 σε τρία έτη" και στην παρ.2 ότι "Από 1-1-1995 η σχέση εισφοράς ασφαλισμένου προς την εισφορά εργοδότη στους φορείς επικουρικής ασφάλισης μισθωτών, στους οποίους προβλέπεται εισφορά εργοδότη ορίζεται σε 1 προς 1. Η παραπάνω σχέση δεν ισχύει για τους φορείς Επικουρικής Ασφάλισης, οι οποίοι χορηγούν σύνταξη σε υποκατάσταση κύριας ασφάλισης. Αν οι εργοδότες των ασφαλισμένων των επικουρικών αυτών φορέων καλύπτουν τα οργανικά ελλείμματα σύμφωνα με τις καταστατικές ή άλλες διατάξεις, η κάλυψη γίνεται μέχρι ποσού που δεν θα υπερβαίνει σε καμιά περίπτωση το ποσό που καταβλήθηκε για την κάλυψη των ελλειμμάτων του έτους 1992". Από την τελευταία ως άνω διάταξη προκύπτει ότι οι εργοδότες των ασφαλισμένων σε φορείς επικουρικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως ονομασίας και νομικής μορφής των φορέων αυτών, που κάλυπταν τα οργανικά ελλείμματα αυτών σύμφωνα με διατάξεις των καταστατικών τους ή και με άλλες διατάξεις, η κάλυψη αυτή από 1.1.1995 και εφεξής γίνεται μέχρι του ποσού που δεν θα υπερβαίνει το ποσό που (τυχόν) καταβλήθηκε για την κάλυψη των ελλειμμάτων του έτους 1992. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 2992/2002, ο οποίος εκδόθηκε σε συμμόρφωση του εσωτερικού νομοθέτη προς τον Κανονισμό 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 19-7-2002 "Για την Εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων" και τον Κανονισμό 1725/2003 της Επιτροπής της 19-9-2003 "Για την υιοθέτηση ορισμένων Διεθνών Λογιστικών Προτύπων σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου", οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών επιχειρήσεις, όπως είναι και οι τράπεζες, υποχρεώθηκαν από την 1-1-2005 (ΥΑ 53705/994/2003, ΦΕΚ Β` 1129/2003) να εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ) και ιδίως το ΔΛΠ αρ.19, το οποίο επιβάλλει την ακριβή λογιστική αποτύπωση όλων των παροχών του εργοδότη προς το προσωπικό του (ημερομίσθια, μισθούς, εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων, μελλοντικά προγράμματα παροχών μετά την απασχόληση κλπ), ακόμη και των μη ληξιπροθέσμων. Στον ίδιο ως άνω Κανονισμό 1725/2003, για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον προαναφερθέντα Κανονισμό (ΕΚ) 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ορίζεται ότι: "...4. Προγράμματα παροχών μετά την έξοδο από την υπηρεσία ταξινομούνται είτε ως προγράμματα καθορισμένων εισφορών είτε ως προγράμματα καθορισμένων παροχών. Το Πρότυπο παρέχει συγκεκριμένες οδηγίες για την ταξινόμηση των προγραμμάτων πολλών εργοδοτών, κρατικών προγραμμάτων και των προγραμμάτων με ασφαλιστικές παροχές. 5. Σύμφωνα με τα προγράμματα καθορισμένων εισφορών, η επιχείρηση καταβάλει σταθερές εισφορές σε μια ξεχωριστή οικονομική μονάδα (Ταμείο) και δε θα έχει νόμιμη ή τεκμαιρόμενη δέσμευση να καταβάλει περαιτέρω εισφορές, αν το Ταμείο δεν κατέχει επαρκή περιουσιακά στοιχεία για να πληρώσει όλες τις παροχές σε εργαζόμενους που αφορούν σε υπηρεσία εργαζομένου στην τρέχουσα και σε προηγούμενες περιόδους. Το Πρότυπο απαιτεί η επιχείρηση να καταχωρεί εισφορές σε ένα πρόγραμμα καθορισμένων εισφορών, όταν ένας εργαζόμενος έχει παράσχει υπηρεσία με αντάλλαγμα αυτές τις εισφορές. 6. Όλα τα λοιπά προγράμματα παροχών μετά την έξοδο από την υπηρεσία είναι προγράμματα καθορισμένων παροχών. Τα προγράμματα καθορισμένων παροχών μπορεί να είναι μη χρηματοδοτούμενα ή μπορεί να είναι ολικά ή εν μέρει χρηματοδοτούμενα...". Με βάση τον ανωτέρω ορισμό, επί προγράμματος καθορισμένων εισφορών συνταξιοδοτικών οργανισμών τράπεζας, η υποχρέωση της τελευταίας εξαντλείται στην καταβολή των εργοδοτικών εισφορών προς το ασφαλιστικό ταμείο, που χορηγεί τις σχετικές παροχές, ήτοι συνήθως σε ποσοστό επί των μηνιαίων αποδοχών του εργαζομένου, αφού δεν έχει αναλάβει νόμιμη ή τεκμαιρόμενη δέσμευση να καταβάλλει περαιτέρω εισφορές, ήτοι δεν έχει αναλάβει υποχρέωση κάλυψης ελλειμμάτων, οπότε ο αναλογιστικός και επενδυτικός κίνδυνος, ο σχετικός με την επάρκεια των περιουσιακών στοιχείων του προγράμματος για την κάλυψη των αναμενόμενων παροχών, βαρύνει τον εργαζόμενο. Το ποσό δε των παροχών, που λαμβάνεται από τον εργαζόμενο σε μια τέτοια περίπτωση μετά την έξοδο από την υπηρεσία, προσδιορίζεται από το ποσό των εισφορών, που καταβάλλονται από την Τράπεζα- εργοδότη και τον εργαζόμενο, καθώς και από την απόδοση των επενδύσεων που επιχειρεί ο ασφαλιστικός φορέας. Αντιθέτως, επί προγραμμάτων καθορισμένων παροχών, τα οποία εξ αντιδιαστολής προϋποθέτουν ότι οι τράπεζες, έχουν αναλάβει την νόμιμη ή τεκμαιρόμενη δέσμευση να καταβάλουν περαιτέρω εισφορές, ήτοι έχουν αναλάβει την υποχρέωση κάλυψης των τυχόν ελλειμμάτων των εν λόγω προγραμμάτων, ο αντίστοιχος κίνδυνος βαρύνει τις ίδιες τις τράπεζες. Ακολούθως, με την εφαρμογή των ανωτέρω λογιστικών προτύπων και ιδίως εκείνου του ΔΛΠ αρ. ..., τα πιστωτικά ιδρύματα του ν. 2076/1992, που με βάση ιδιωτικές συμφωνίες είχαν αναλάβει στο διηνεκές τη δέσμευση να καλύπτουν τα ελλείμματα των ταμείων επικουρικής ασφάλισης του προσωπικού τους για την καταβολή συντάξεων οφείλουν να αναγράφουν στους ισολογισμούς τους, τις υποχρεώσεις αυτές σαν υποχρεώσεις προς οποιαδήποτε ιδιωτική ασφάλιση, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα το να εμφανίζουν μεγαλύτερο παθητικό και χαμηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Προκειμένου να αποσοβηθούν οι κίνδυνοι, τους οποίους τα πιστωτικά ιδρύματα θα αντιμετώπιζαν ως προς την περαιτέρω λειτουργία τους από την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και την εξ αυτής λογιστική μείωση της κεφαλαιακής τους επάρκειας και, παράλληλα, προκειμένου να ενοποιηθεί η κρατική μέριμνα στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, με το ν. 3371/2005 "Θέματα Κεφαλαιαγοράς και άλλες διατάξεις", επεκτάθηκε το δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στο προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι σχετικές διατάξεις περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο Η' του νόμου αυτού (άρθρα 57 έως 64), σύμφωνα με τις οποίες, το προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων, ως προς την κυρία ασφάλιση, υπήχθη στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων- Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) (άρθρο 57), ενώ ως προς την επικουρική ασφάλιση, προβλέφθηκε η υποχρεωτική και αυτοδίκαιη υπαγωγή όλων, των προσλαμβανομένων στα πιστωτικά ιδρύματα από 1.1.2005, στο Ενιαίο Ταμείο Επικούρησης Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ) (άρθρο 58). Ως προς τους ήδη ασφαλισμένους και συνταξιούχους των ταμείων επικουρικής ασφάλισης των πιστωτικών ιδρυμάτων προβλέφθηκε, επίσης, η υπαγωγή στην υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ, συντελούμενη, όμως, μετά τη διάλυση των ήδη υφισταμένων ταμείων, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις ή τα καταστατικά αυτών (άρθρο 58). Για την αντιμετώπιση, κυρίως, ζητημάτων μεταβατικής φύσεως, ιδρύθηκε το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ) (άρθρο 60), στην ασφάλιση του οποίου ορίσθηκε ότι υπάγονται υποχρεωτικά τα πρόσωπα που εργάζονται στα πιστωτικά ιδρύματα του ν. 2076/1992 και ασφαλίζονται για επικουρική ασφάλιση στα οικεία ταμεία ασφάλισης του προσωπικού τους, μετά τη διάλυσή τους, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις ή τα καταστατικά αυτών (άρθρο 62). Περαιτέρω, με το άρθρο 35 του ν. 4052/2012 (Α' 41) συνεστήθη ν.π.δ.δ. με την επωνυμία "Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης" (Ε.Τ.Ε.Α.), υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, με σκοπό την "παροχή μηνιαίας επικουρικής σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου στους εργαζόμενους στον ιδιωτικό, δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, στις τράπεζες και τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους", εντάχθηκε δε στο εν λόγω Ταμείο, με το άρθρο 36 του νόμου αυτού, μεταξύ άλλων, το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (Ε.Τ.Α.Τ.) ως προς την επικουρική ασφάλιση, και το οποίο (Ε.Τ.Ε.Α.) με το άρθρο 74 του ν. 4387/2016, (Α 85) με το οποίο αντικαταστάθηκε η παρ. 2 του άρθρου 35 του προαναφερθέντος ν. 4052/2012, μετονομάσθηκε σε "Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών" (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.). Με τις εν λόγω ρυθμίσεις, ο νομοθέτης απέβλεψε, προεχόντως, στην επέκταση του δημόσιου, καθολικού και υποχρεωτικού χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης και στο προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 22 παρ.5 του Συντάγματος και της συνταγματικής αρχής της ισότητας, ούτως ώστε η επιβαλλόμενη από αυτές κρατική μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των τραπεζοϋπαλλήλων να μην υπολείπεται εκείνης για την κοινωνική ασφάλιση των λοιπών εργαζομένων (ΟλΑΠ 9/2012, ΑΠ 929/2023, 1238/2020, ΟλΣτΕ 2197 έως 2202/2010). Από το συνδυασμό όλων των προαναφερθεισών διατάξεων προκύπτει ότι α) υπό το αρχικό νομοθετικό καθεστώς ήταν δυνατόν να συσταθεί νομίμως, με ιδιωτική συμφωνία και ειδικότερα με συλλογική σύμβαση μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων, λογαριασμός που έχει τη μορφή της συγκέντρωσης περιουσίας και λειτουργεί εφεξής ως ασφαλιστικός οργανισμός, με αντικείμενο τη χορήγηση περιοδικών συνταξιοδοτικών παροχών σε πρώην εργαζομένους, β) ο λογαριασμός αυτός αν και στερείται νομικής προσωπικότητας είναι ομόλογος των ασφαλιστικών ταμείων που συνιστούν νομικά πρόσωπα και λειτουργεί κατά όμοιο με αυτά τρόπο, δεδομένου ότι με τις προπαρατιθέμενες διατάξεις ο νομοθέτης, υιοθετώντας το λειτουργικό κριτήριο, περιλαμβάνει στις ρυθμίσεις τους όλους τους ασφαλιστικούς φορείς, χωρίς να απαιτεί συγκεκριμένη νομική μορφή για τη σύννομη λειτουργία τους, γ) υπό την έννοια αυτή, αν και στερείται νομικής προσωπικότητας, διακρίνεται από το πρόσωπο του εργοδότη και λειτουργεί αυτόνομα, δ) τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη λειτουργία του καθώς και η χρηματοδότησή του με εργοδοτικές εισφορές και εισφορές των υπαλλήλων ρυθμίζονται από τον κανονισμό λειτουργίας του, κατά το μέτρο που αυτός δεν αντίκειται στις προαναφερθείσες νομοθετικές ρυθμίσεις και ε) το εύρος της χρηματοδότησής του υπάγεται στη ρυθμιστική εμβέλεια του ν. 2084/1992 και ειδικότερα του τρίτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 52 αυτού, το οποίο, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με τις διατάξεις των ν. 2076/1992 και 3371/2005 και την πρόθεση του νομοθέτη να θέσει όριο στην επιχορήγηση των ασφαλιστικών ταμείων από τα πιστωτικά ιδρύματα για να προστατεύσει την κεφαλαιακή επάρκεια των τελευταίων, συνιστά διάταξη αναγκαστικού δικαίου, ανεξαρτήτως της μορφής που λαμβάνει η επιχορήγηση και ειδικότερα αν γίνεται μέσω καταστατικής ή άλλης, ειδικής, πρόβλεψης ή οικειοθελώς από το πιστωτικό ίδρυμα. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 361, 648, 649, 653 ΑΚ και 1 της 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως "περί προστασίας του ημερομισθίου" που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, συνάγεται ότι στη σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ως μισθός θεωρείται κάθε παροχή, την οποία σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει στον εργαζόμενο, ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Πέραν του μισθού, όμως, ενδέχεται κατά τη διάρκεια της συμβάσεως ο εργοδότης να προβαίνει σε διάφορες, πρόσθετες παροχές προς τον εργαζόμενο, σε χρήμα ή σε είδος, τις οποίες δεν χορηγεί από νομική υποχρέωση, αλλά για ποικίλους λόγους ευαρέσκειας ή σκοπιμότητας, απλά και μόνο επειδή ο ίδιος το θέλει (εκουσίως, από ελευθεριότητα). Οι παροχές αυτές, που δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού, αποκαλούνται συνήθως "οικειοθελείς". Ο εργοδότης μπορεί να διακόψει τη χορήγησή τους κατά πάντα χρόνο και, για το λόγο αυτό, ο εργαζόμενος δεν αποκτά αξίωση για την καταβολή τους. Περαιτέρω, είναι ενδεχόμενο μία παροχή, η χορήγηση της οποίας άρχισε ως "οικειοθελής", να εξελιχθεί κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας σε "επιχειρησιακή συνήθεια" και να καταστεί υποχρεωτική (ΑΠ 287/2022, 1158/2018). Ωστόσο, η συνταξιοδοτική παροχή, για την καταβολή της οποίας μεσολαβεί αυτόνομος συνταξιοδοτικός λογαριασμός κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, αποσυνδέεται από το εργοδοτικό αντάλλαγμα και διακρίνεται σαφώς από τα προγράμματα ομαδικής ασφάλισης προσωπικού συνταξιοδοτικού χαρακτήρα, τα οποία διέπονται από τον ν. 2496/1997 "Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις" (Α 87) και για τα οποία απαιτείται συμβατική δέσμευση του εργοδότη, δυνάμενη να προέλθει και από επιχειρησιακή συνήθεια. Περαιτέρω, κατά το έτος 1949 συνεστήθη από το Ταμείο Αλληλοβοηθείας των Υπαλλήλων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και από το Ταμείο Αλληλοβοηθείας Εισπρακτόρων και Κλητήρων Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ο Λογαριασμός Επικουρήσεως Προσωπικού Τραπεζών Εθνικής και Εθνικής Κτηματικής ως έντοκος κοινός ειδικός λογαριασμός και ο Κανονισμός του, ο οποίος εγκρίθηκε από το Γενικό Συμβούλιο της Τράπεζας και τέθηκε σε ισχύ από 1.10.1949. Μετά από τις γενόμενες κατά το παρελθόν τροποποιήσεις του, ο Κανονισμός φέρει ήδη τον τίτλο "Ειδικός Κανονισμός Επικουρήσεως του Προσωπικού της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος", ο δε παραπάνω Λογαριασμός τιτλοφορείται "Λογαριασμός Επικουρήσεως Προσωπικού Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος" [ΛΕΠΕΤΕ] (άρθρο 1 παρ. 1 του Κανονισμού) και σκοπός του είναι η παροχή μηνιαίας επικουρήσεως στο εξελθόν και εξερχόμενο προσωπικό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ), το προερχόμενο από αμφότερες τις Τράπεζες Εθνική και Αθηνών, που συγχωνεύθηκαν το 1953 σε μία τράπεζα υπό τον τίτλο "Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε." και τα άλλα πρόσωπα που καθορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 2 του Κανονισμού (ΑΠ 929/2023, ΟλΣτΕ 431-436/2022). Με τον ως άνω Κανονισμό προβλέπονται μεταξύ των άλλων τα εξής : Η διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας του ειδικού λογαριασμού ανήκει σε Διαχειριστική Επιτροπή, η οποία απαρτίζεται από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Εθνικής Τράπεζας (ΕΤΕ), ως Πρόεδρο, δύο υπαλλήλους της ΕΤΕ με βαθμό τουλάχιστον Υποδιευθυντή Β', οι οποίοι ορίζονται από τη διοίκηση της ΕΤΕ, τους προέδρους των Διοικητικών Συμβουλίων (Δ.Σ.) του Τ.Υ.Π.-Ε.Τ.Ε. (Ταμείο Υγείας Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος), του Συλλόγου Υπαλλήλων ΕΤΕ και του Συλλόγου Εργαζομένων στην ΕΤΕ Ταμιακών-Τεχνικών και κλάδου Ασφαλείας (ΣΥΤΑΤΕ), από ένα μέλος του Δ.Σ. του Τ.Υ.Π.-Ε.Τ.Ε. και τον Πρόεδρο του Δ.Σ. του Συλλόγου των Συνταξιούχων ΕΤΕ (άρθρο 2 παρ. 1). Η Διαχειριστική Επιτροπή, μεταξύ άλλων, μεριμνά για την επωφελέστερη τοποθέτηση των διαθέσιμων κεφαλαίων του λογαριασμού, μεριμνά και ελέγχει την κανονική είσπραξη των εισφορών και των λοιπών πόρων αυτού, όπως και των ενεργούμενων καταβολών, και αποφασίζει κυριαρχικά περί του ποσού της εκάστοτε καταβλητέας στους δικαιούχους επικουρήσεως, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του ειδικού λογαριασμού, η δε απόφασή της αυτή ισχύει καθολικώς για όλους τους επικουρουμένους (άρθρο 2 παρ. 2). Πόροι του ΛΕΠΕΤΕ είναι οι εισφορές των μισθωτών της ΕΤΕ 3,5% επί των πάσης φύσεως αποδοχών αυτών, εργοδοτική εισφορά 9% επί των αυτών ποσών που υπολογίζεται η εισφορά των μισθωτών, εισφορά γάμου και εισφορά για την απόκτηση τέκνου εργοδότη και εργαζομένου, ποσό από τις προμήθειες για ασφαλιστικές εργασίες, οι τόκοι των κεφαλαίων του ειδικού λογαριασμού και οι πρόσοδοι από την επένδυση αυτών, οι πρόσοδοι από την εκποίηση άχρηστου για την Τράπεζα υλικού και κάθε άλλη πρόσοδος από δωρεά κ.λ.π. (άρθρο 5). Περαιτέρω, στο άρθρο 9, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του ως άνω άρθρου με την 241η Συνεδρίαση της Διαχειριστικής Επιτροπής του ως άνω Λογαριασμού, που εγκρίθηκε με το υπ'αριθμ. ....1995 πρακτικό του Δ/Σ της αναιρεσίβλητης, καθορίζονταν οι παροχές σε ποσοστό επί των συντάξιμων αποδοχών, αυξανόμενο ή μειούμενο κατά την κυριαρχική κρίση της Διαχειριστικής Επιτροπής, βάσει των εσόδων και των οικονομικών δυνατοτήτων του Λογαριασμού και με έγκριση του Δ/Σ της Τραπέζης, ενώ μετά την ως άνω τροποποίηση καθορίζονται οι παροχές σε ποσοστό επί των συντάξιμων αποδοχών, πλέον οικογενειακών επιδομάτων (παρ.2), ορίζεται ότι το κατώτατο όριο καταβλητέας επικούρισης δεν μπορεί να είναι μικρότερο από τα εκάστοτε ισχύοντα κατώτατα όρια των παροχών ΙΚΑ-ΕΤΕΑΜ για τις περιπτώσεις γήρατος ή θανάτου (παρ. 8) και ορίζεται ότι με κάθε αναπροσαρμογή του μισθολογίου του εν ενεργεία προσωπικού της Τράπεζας η Διαχειριστική Επιτροπή αποφασίζει ανάλογη αναπροσαρμογή των επικουρήσεων, με βάση τα απολογιστικά στοιχεία της προηγούμενης χρήσης και τα προϋπολογιστικά της τρέχουσας, σε περίπτωση δε που κρίνει, βάσει των παραπάνω στοιχείων, ότι η οικονομική κατάσταση του λογαριασμού δεν το επιτρέπει, μπορεί να αποφασίζει την αναστολή της αναπροσαρμογής για όσο διάστημα κρίνει αναγκαίο ή τη σταδιακή αναπροσαρμογή των επικουρήσεων ή την αναπροσαρμογή τους σε μικρότερο ποσοστό (παρ. 9). Εξάλλου, με το εικοστό τέταρτο άρθρο του ν. 4618/2019 (Α' 89), ορίσθηκαν στις παρ.1 και 2 τα εξής "1. Από 1.1.2019 το Ε. Τ. Ε. Α. Ε. Π. (Ε.) αναλαμβάνει την καταβολή μηνιαίας επικουρικής σύνταξης στους δικαιούχους, έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, σύνταξης του Λ. Ε. Π. Ε. Τ. της Ελλάδος (ΛΕΠΕΤΕ) και του Ε. Λ. Ε. Π. Ε. Τ. της Ε. - Π. Π. Ε. Α. Α..Ε.. (Ε. - Π.Π. ΕΘΝΑΚ).... 2. Από 1.1.2019 η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) καταβάλλει στο ΕΤΕΑΕΠ τις αναλογούσες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εισφορές επικουρικής ασφάλισης για το σύνολο των ασφαλισμένων του ΛΕΠΕΤΕ και του ΕΛΕΠΕΤΕ - Π.Π. ΕΘΝΑΚ, πλέον συμπληρωματικής ασφαλιστικής εισφοράς, η οποία για τα έτη 2019 έως 2023 ανέρχεται στο ποσό των 40 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως...". Με το άρθρο 63 του ν. 4680/2020 (Α 72) αντικαταστάθηκε η ως άνω διάταξη του άρθρου 24 του ν. 4618/2019 και ορίσθηκε, μεταξύ των άλλων, ότι στην ασφάλιση του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ υπάγονται οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι ΛΕΠΕΤΕ (παρ.1), ότι η επικουρική σύνταξη, ως καθορίζεται με τις παραγράφους 2 και 5, καταβάλλεται στους μεν συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ από 1.3.2018 και ότι ποσά συντάξεων που έχουν ήδη καταβληθεί κατ' εφαρμογή του ως άνω άρθρου, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του, εξαντλούν την υποχρέωση του ΕΤΕΑΕΠ για το χρονικό διάστημα για το οποίο έχουν καταβληθεί (παρ.4), ότι οι ασφαλισμένοι του ΛΕΠΕΤΕ από 1.1.2019 καθίστανται ασφαλισμένοι του ΕΤΕΑΕΠ και διέπονται ως προς τις εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη, τον χρόνο ασφάλισης, τις προϋποθέσεις θεμελίωσης δικαιώματος σε σύνταξη και κάθε άλλο θέμα που αφορά στην ασφάλιση και στις παροχές, από τις διατάξεις της νομοθεσίας του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ (παρ.7) και ότι η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) καταβάλλει στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ για τα έτη 2018 έως 2032 επιπρόσθετη ασφαλιστική εισφορά, η οποία ανέρχεται κατ' έτος σε ποσοστό 12% επί των μεικτών αποδοχών των απασχολούμενων με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στην ΕΤΕ στις 31 Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους και ότι με τις ως άνω εισφορές εξαντλείται η υποχρέωση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος έναντι του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ που προκύπτει από την οικονομική επιβάρυνση του τελευταίου με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, καθώς και οιουδήποτε άλλου τρίτου (παρ. 8). Με τις ως άνω διατάξεις ο νομοθέτης ενέταξε οριστικά τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ στο δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης, σύμφωνα με τις κατά τα ανωτέρω επιταγές του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, και προσδιόρισε τους ειδικότερους όρους της ιδρυθείσας κοινωνικοασφαλιστικής σχέσης δημοσίου δικαίου μεταξύ των ανωτέρω και του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-Ε.Φ.Κ.Α (ΑΠ 1716/2024, 99-101/2024, 929/2023). Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι, ο ΛΕΠΕΤΕ, συστάθηκε μεν συμβατικά (άρθρο 361 ΑΚ) με σκοπό τη συγκέντρωση περιουσίας για παροχή μηνιαίας επικουρικής συνταξιοδοτικής παροχής στους συνταξιούχους, πρώην εργαζόμενους της αναιρεσίβλητης, πλην, όμως, αντιμετωπίσθηκε από το νομοθέτη ως φορέας ιδιωτικής επικουρικής ασφάλισης, ομόλογος με τους κρατικούς ασφαλιστικούς οργανισμούς επικουρικής ασφάλισης, οι σχετικές δε ουσιαστικές ρυθμίσεις του Κανονισμού του αποτελούν κανόνες ουσιαστικού δικαίου καθότι έχουν επιτακτικό χαρακτήρα και ίσχυαν ex lege για όλο το προσωπικό που υπαγόταν (υποχρεωτικά) στην επικουρική ασφάλιση του ΛΕΠΕΤΕ, ανεξαρτήτως της θέλησης αυτού ή του χρόνου πρόσληψης αυτού έως την 1.1.2005 (καθότι όπως προαναφέρθηκε από 1.1.2005 προβλέφθηκε με το άρθρο 58 του ν. 3371/2005 η υποχρεωτική υπαγωγή των προσλαμβανομένων στα πιστωτικά ιδρύματα μισθωτών στο Ενιαίο Ταμείο Επικούρησης Ασφάλισης Μισθωτών), με σκοπό κυρίως τη χορήγηση της ως άνω επικουρικής συνταξιοδοτικής παροχής με ομοιόμορφους κανόνες (ΑΠ 99/2024, 1836/2023, πρβλ. ΑΠ 1446/2019, 1330/2018). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδάφιο α' του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 2/2013, ΑΠ 7/2006, ΑΠ 596/2019).

Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΟλΑΠ 4/2023, 2/2023, 3/2022). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται από την τυχόν παντελή έλλειψη ή ατελή ή αντιφατική παράθεση των νομικών διατάξεων στη μείζονα πρόταση της προσβαλλόμενης απόφασης (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 700/2024, 626/2021, 684/2021, 199/2018, 104/2014). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει αιτιολογία ή έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/2019, ΑΠ 809/2022, 308/2020). Ο ως άνω λόγος αναίρεσης προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης και συνεπώς δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε την αγωγή ως αόριστη ή μη νόμιμη (ΑΠ 1201/2022, 109/2022, 896/2021). Ωσαύτως, και ο προβλεπόμενος στη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος, με βάση τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, προϋποθέτει την έρευνα της αλήθειας ή μη των πραγματικών περιστατικών της αγωγής και δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη ή νόμω αβάσιμη, αφού στην περίπτωση αυτή δεν προβαίνει σε έρευνα των πραγματικών περιστατικών (ΑΠ 1836/2023, 1064/2021, 289/2017, 1414/2015).

Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως, ή αντενστάσεως (ΑΠ 95/2017, 1/2016). Όταν όμως το δικαστήριο της ουσίας, εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προσδιορίζει την έννοια και το χαρακτήρα των εφαρμοστέων νομικών διατάξεων καθώς και τις προϋποθέσεις εφαρμογής τους, δεν λαμβάνει υπόψη πράγματα μη προταθέντα (ΑΠ 1990/2014, 1504/2007, 179/2002).

ΙΙΙ. Με την από 15-6-2018 αγωγή, που ασκήθηκε από τριάντα (30) συνολικά ενάγοντες, μεταξύ των οποίων και οι ήδη αναιρεσείοντες, οι οποίοι όλοι τυγχάνουν πρώην εργαζόμενοι και νυν συνταξιούχοι της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι με πρωτοβουλία της τελευταίας ιδρύθηκε ο "Ειδικός Λογαριασμός Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος (ΛΕΠΕΤΕ), με απόφαση του τότε Γενικού Συμβουλίου της εναγόμενης, ο οποίος συνιστά έναν αυτοδιαχειριζόμενο καταθετικό λογαριασμό με σκοπό τη διασφάλιση ενός πρόσθετου και ανεξάρτητου από τη σύνταξη μηνιαίου βοηθήματος (επικούρησης) των υπαλλήλων της ΕΤΕ, το οποίο θα λαμβάνουν με την αποχώρησή τους από αυτήν λόγω συνταξιοδότησης. Ότι (άπαντες) οι ενάγοντες, ως πρώην εργαζόμενοι της εναγομένης και νυν συνταξιούχοι, είναι δικαιούχοι της μηνιαίας παροχής του ανωτέρω λογαριασμού, το ύψος της οποίας από το έτος 1995 συνδέθηκε με το ύψος των συντάξιμων αποδοχών έκαστου δικαιούχου, με συνέπεια η εναγόμενη να αναλάβει να εγγυάται την καταβολή της ανωτέρω παροχής με την κάλυψη των εκάστοτε οργανικών ελλειμμάτων που τυχόν δημιουργούνται, ως μετεργασιακό αντάλλαγμα για την παρασχεθείσα εργασία τους. Ότι ενώ η εναγόμενη κάλυπτε τα οργανικά ελλείμματα του ΛΕΠΕΤΕ, ώστε να καταβάλλεται απρόσκοπτα η μηνιαία επικούρηση, δημιουργώντας έτσι μια επιχειρησιακή συνήθεια, από το 2017 και εφεξής αρνείται να ανταποκριθεί στην ανωτέρω υποχρέωσή της, ισχυριζόμενη ότι ο ανωτέρω λογαριασμός έχει καταστεί μη βιώσιμος και δεν υφίσταται αντίστοιχη εγγυητική ευθύνη της να καλύπτει τα ελλείμματά του, με συνέπεια να καταστεί αδύνατη η συνέχιση των πληρωμών προς τους δικαιούχους. Κατ' ακολουθία του παραπάνω ιστορικού, ζήτησαν οι ενάγοντες να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει σε έκαστο εξ αυτών τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, με το νόμιμο τόκο υπό την επίδοση της αγωγής, με βάση την επιχειρησιακή συνήθεια, άλλως επικουρικά με βάση εγγυητική σύμβαση που είχε συνομολογήσει με ένα έκαστο εξ αυτών κατά τη σύναψη της ατομικής συμβάσεως εργασίας του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την 189/2020 απόφασή του, έκανε δεκτή την αγωγή ως νόμιμη και βάσιμη κατ' ουσίαν. Μετά την άσκηση της από 10-6-2020 έφεσης της εναγομένης, το Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και ακολούθως απέρριψε την αγωγή ως νομικά αβάσιμη, δεχόμενο τα ακόλουθα: ".......Περαιτέρω η αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη καθόσον σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό κρίση αγωγή οι ενάγοντες, οι οποίοι είναι συνταξιούχοι της εναγομένης λάμβαναν με την ανωτέρω ιδιότητά τους μηνιαία παροχή μέσω ενός συσταθέντος ειδικού λογαριασμού και ειδικότερα του Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΛΕΠΕΤΕ). Ο ανωτέρω λογαριασμός συστάθηκε το έτος 1949 κατά τη με αριθμό 13/18.11.1949 συνεδρίαση του τότε γενικού συμβουλίου της εναγομένης. Ειδικότερα ο ΛΕΠΕΤΕ συστάθηκε προ κειμένου να συμπληρωθούν οι συνταξιοδοτικές παροχές υπέρ των υπαλλήλων της εναγομένης, ενώ επιλέχθηκε η μορφή του ως έντοκου ειδικού λογαριασμού εντασσόμενου ως ειδικού κλάδου στα ταμεία αλληλοβοήθειας προσωπικού και όχι ως νομικού προσώπου, προκειμένου να αποφευχθούν οι περιορισμοί στην διοίκηση και την λειτουργία του που έθετε ο νόμος για τους λοιπούς ασφαλιστικούς οργανισμούς. Ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο 1 του κανονισμού του, σκοπός της σύστασης του ΛΕΠΕΤΈ είναι η παροχή μηνιαίας επικούρησης στο εξελθόν και στο εξερχόμενο προσωπικό της εναγόμενης. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του ανωτέρω κανονισμού, η διαχείριση του ΛΕΠΕΤΕ ανατέθηκε σε διαχειριστική επιτροπή, αρχικά δεκατετραμελή και κατόπιν τροποποιήσεων του κανονισμού με τελευταία το έτος 2009, οκταμελή, αποτελούμενη από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Εθνικής Τράπεζας ως Πρόεδρο, δυο υπαλλήλους της Τράπεζας, τους προέδρους των Διοικητικών Συμβουλίων του ΤΥΠΕΤΕ του Συλλόγου Υπαλλήλων ΕΤΕ και του Συλλόγου Εργαζομένων στην ΕΤΕ Ταμιακών-Τεχνικών και κλάδου Ασφαλείας, ένα μέλος του ΔΣ ΤΥΠΕΤΕ καθώς και τον Πρόεδρο του ΔΣ του Συλλόγου των συνταξιούχων ΕΤΕ. Περαιτέρω η διαχειριστική αυτή επιτροπή διοικεί και διαχειρίζεται την περιουσία του ΛΕΠΕΤΕ και μεριμνά για την επωφελέστερη τοποθέτηση των διαθεσίμων κεφαλαίων του. Σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού του, πόροι του αποτελούν: 1) εισφορά των εν ενεργεία ή διαθεσιμότητα μισθωτών της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας 3,5% επί των αποδοχών τους, 2) εισφορά της εναγομένης 9% επί των ίδιων ως άνω αποδοχών, 3) εφάπαξ εισφορά των ασφαλισμένων που συνάπτουν πρώτο γάμο κατά την έναρξη ισχύος του κανονισμού, 4) εφάπαξ εισφορά για κάθε αποκτώμενο τέκνο, 5) εισφορά της εναγομένης ίση με την καταβαλλόμενη εισφορά των ασφαλισμένων, λόγω γάμου και τέκνων, 6) ποσό εκ των προμηθειών από ασφαλιστικές εργασίες που διενεργούνται μέσω των υπηρεσιών της εναγομένης, 7) τόκοι των κεφαλαίων του ΛΕΠΕΤΕ και οι πρόσοδοι των επενδύσεων αυτού, 8) πρόσοδοι από την εκποίηση άχρηστου υλικού της εναγομένης, 9) κάθε άλλη πρόσοδος από δωρεά κ.λ.π. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ανωτέρω κανονισμού, ορίστηκε ότι η χορηγούμενη επικούρηση παρέχεται στους δικαιούχους (συνταξιούχους) για όσο χρόνο παρέχεται η σύνταξη από τα Ταμεία Συντάξεων του προσωπικού της εναγομένης, καθοριζόμενη, σύμφωνη με το άρθρο 9 του ίδιου κανονισμού σε ποσοστά επί των συντάξιμων αποδοχών ανάλογα με τα συντάξιμα έτη. Ενόψει των ανωτέρω και αναφορικά με το σκοπό της ίδρυσης του ΛΕΠΕΤΕ, το σύνολο των διατάξεων του κανονισμού του που διέπουν τη λειτουργία του και αποσκοπούν στη συμπλήρωση της καταβλητέας κύριας σύνταξης στους δικαιούχους του, σε συνδυασμό με το άρθρο 9 παρ. 3 και 8 του κανονισμού του, που γίνεται σαφής επίκληση περί εφαρμογής των διατάξουν διαδοχικής ασφάλισης, ενώ αναφέρεται ότι "το κατώτατο ποσό καταβλητέας επικούρησης δεν μπορεί να είναι μικρότερο από τα εκάστοτε ισχύοντα κατώτατα όρια των παροχών του ΙΚΑ-ΤΕΑΜ για περιπτώσεις γήρατος ή θανάτου" προκύπτει με σαφήνεια ότι ο ανωτέρω ειδικός αυτός λογαριασμός συνιστά φορέα επικουρικής ασφάλισης, ο οποίος ιδρύθηκε με βάση την ιδιωτική πρωτοβουλία καθ' υποκατάσταση του δημόσιου φορέα επικουρικής ασφάλισης ΝΠΔΔ ΙΚΑ-ΤΕΑΜ και ήδη ΕΤΕΑΕΠ. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο ΛΕΠΕΤΕ συνιστά φορέα υποχρεωτικής και όχι προαιρετικής επικουρικής ασφάλισης αφενός διότι η υπαγωγή και ασφάλιση σε αυτόν αφορούσε το σύνολο των εργαζομένων της εναγομένης, ήταν συνεπώς γενική, καθολική και υποχρεωτική για τους προσληφθέντες έως 31.12.2004, αφετέρου διότι λειτουργεί καθ' υποκατάσταση του δημόσιου φορέα υποχρεωτικής επικουρικής ασφάλισης. Επομένως οι παροχές που λαμβάνουν οι δικαιούχοι- συνταξιούχοι από τον ανωτέρω φορέα δεν φέρουν μισθολογικό (μετεργασιακό) χαρακτήρα. Περαιτέρω το γεγονός της κατάργησης της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 3 του κανονισμού του ΛΕΠΕΤΕ, που συνέδεε το ύψος της επικούρησης με την κύρια σύνταξη, η οποία προσδιορίστηκε πλέον σε ποσοστό επί των συντάξιμων αποδοχών με αντίστοιχη υποχρέωση της εναγομένης την καταβολή της εργοδοτικής εισφοράς ύψους 9% επί των συντάξιμων αποδοχών, δεν καθιστά τις μηνιαίες απολαβές από τον ΛΕΠΕΤΕ ως εγγυημένες παροχές, αφού αναπροσαρμόζονται ανάλογα με την οικονομική του κατάσταση, όπως προκύπτει από το άρθρο 9 παρ. 9 του κανονισμού του, σύμφωνα με το οποίο "οι χορηγούμενες μέσω του ΛΕΠΕΤΕ παροχές αναπροσαρμόζονταν με κάθε αναπροσαρμογή του μισθολογίου του εν ενεργεία προσωπικού της εναγόμενης, ανάλογα με τα οικονομικά στοιχεία του ΛΕΠΕΤΕ, κατόπιν σχετικής απόφασης της διαχειριστικής του επιτροπής". Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε δέσμευση της εναγομένης να καταβάλει επιπλέον εισφορές, από την καθορισμένη ανωτέρω εργοδοτική εισφορά ύψους 9%, σε περίπτωση που ο λογαριασμός δεν διαθέτει πλέον επαρκή περιουσιακά στοιχεία για να καταβληθούν όλες οι προβλεπόμενες παροχές στους δικαιούχους, αφού ρητά στο άρθρο 5 του κανονισμού λειτουργίας του ΛΕΠΕΤΕ καθορίζονται περιοριστικά οι πόροι που προέρχονται από παροχές της εναγομένης και οι οποίες εξαντλούνται σε υποχρέωση καταβολής εισφορών και μόνο σε ποσοστό επί των αποδοχών των εν ενεργεία υπαλλήλων της και όχι σε επιπρόσθετη υποχρέωση χρηματοδότησης σε περίπτωση ελλειμμάτων του ΛΕΠΕΤΕ, με συνέπεια ο κίνδυνος να επιρρίπτεται στους εργαζόμενους.

Επομένως η διακοπή της χρηματοδότησης του ΛΕΠΕΤΕ από την εναγομένη από τον Νοέμβριο του έτους 2017, με συνέπεια οι ενάγοντες να πάψουν vα λαμβάνουν την ανωτέρω μηνιαία παροχή, διότι ο λογαριασμός δεν διαθέτει πλέον επαρκή κεφάλαια, δεν καθιστά υπεύθυνη την εναγόμενη, η οποία δεν φέρει καμία ευθύνη σχετικά με την ανωτέρω διακοπή αφενός διότι σύμφωνα με τα άρθρα 9 παρ. 2, 3, 9 και 2 παρ. 2 του κανονισμού, ο τελικός καθορισμός των καταβλητέων παροχών υπάγεται στην αρμοδιότητα της διαχειριστικής επιτροπής του λογαριασμού η οποία αποφασίζει την αναπροσαρμογή ή μη των επικουρήσεων, σε περίπτωση αναπροσαρμογής του μισθολογίου του εν ενεργεία προσωπικού της εναγόμενης, αφετέρου οι ενέργειες της εναγόμενης, που αφορούν εθελούσιες έξοδοι του προσωπικού της, την υποχρεωτική ένταξή του από 1.1.2005 στο δημόσιο φορέα υποχρεωτικής επικουρικής ασφάλισης και οι οποίες διενεργήθηκαν στο πλαίσιο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, δεν συνιστούν ανάληψη εκ μέρους της ευθύνης για την κάλυψη τυχόν ελλειμμάτων εκ των ανωτέρω ενεργειών. Επομένως ο ΛΕΠΕΤΕ έχει το χαρακτήρα φορέα κοινωνικής ασφάλισης που υπάγεται στις προστατευτικές διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 5 Σ και που χορηγεί, μόνο αυτός και όχι η εναγόμενη την μηνιαία επικουρική παροχή, η οποία έχει αποκλειστικώς και μόνο συνταξιοδοτικό και όχι μισθολογικό χαρακτήρα, ενώ όπως προεκτέθηκε, μόνη η Διαχειριστική Επιτροπή του ΛΕΠΕΤΕ αποφασίζει κυριαρχικώς τόσο για το ύψος της εκάστοτε καταβλητέας μηνιαίας επικούρησης, όσο και για τυχόν αναπροσαρμογή αυτής, αλλά ακόμη και για το ενδεχόμενο διακοπής της καταβολής της, πάντα σε συνάρτηση με την εκάστοτε οικονομική κατάσταση και την ταμειακή ρευστότητα του ειδικού αυτού Λογαριασμού (άρθρο 2 παρ. 2 σε συνδυασμό με άρθρο 9 εδ. 3 του Κανονισμού). Επομένως η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα στο σύνολό της ως μη νόμιμη αφού ουδόλως υφίσταται οιαδήποτε συμβατική ή νομική δέσμευση της εναγόμενης τράπεζας είτε να εγγυηθεί τις επικουρικές παροχές του ΛΕΠΕΤΕ (επικουρικές συντάξεις), είτε να καλύπτει παγίως τα ελλείμματα αυτού, αφού η υποχρέωση αυτής εξαντλείτο, με βάση το νόμο και τη σύμβαση, στην εκ μέρους της καταβολή των ανάλογων εισφορών της ως εργοδότιδας εταιρείας, ενώ περαιτέρω δεν δύναται ούτε κατά νόμο, ούτε συμβατικώς, να υποχρεωθεί κατά τα προεκτεθέντα στην καταβολή σε έκαστο ενάγοντα των επίδικων μηνιαίων επικουρικών παροχών, χωρίς τούτο να συνιστά καθ' οιονδήποτε τρόπο καταχρηστική εκ μέρους της συμπεριφορά, που να παραβιάζει τις υποχρεώσεις της..." IV. Στην προκείμενη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τους πρώτο, τρίτο και τέταρτο, εκ των αριθμών 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγους αναίρεσης, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση τις αιτιάσεις, ότι: α) με το να κρίνει ότι δεν υπήρχε συμβατική δέσμευση της εναγομένης προς καταβολή της ένδικης παροχής, την οποία αιτήθηκαν με βάση τη σύμβαση εργασίας τους και τη διαμορφωμένη επιχειρησιακή συνήθεια, άλλως με βάση καταρτισθείσα εγγυοδοτική σύμβαση, β) με το να υπολάβει ότι βάση της αγωγής ήταν ο Κανονισμός του ΛΕΠΕΤΕ, τις διατάξεις του οποίου οι ίδιοι δεν επικαλέστηκαν με την αγωγή, γ) με το να κρίνει ότι η καταβολή της παροχής από την εναγομένη είναι "καταχρηστική συμπεριφορά που να παραβιάζει τις υποχρεώσεις της", η οποία θα έπρεπε να διαγνωσθεί στα πλαίσια ένστασης κατά την εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, δ) με το να υπολάβει ότι ο κανονισμός του ΛΕΠΕΤΕ συνιστά σώμα κανόνων δικαίου και να κρίνει εφαρμοστέες τις διατάξεις του, ενώ επρόκειτο για διατάξεις ανυπόστατες που περιέχονται σε σύμβαση μεταξύ των μερών και δεν αναπτύσσουν ισχύ κανόνων δικαίου, ε) με το να κρίνει ότι ο ΛΕΠΕΤΕ είναι φορέας κοινωνικής ασφάλισης που υπάγεται στις προστατευτικές διατάξεις του άρθρου 22 παρ.5 του Συντάγματος, υπολαμβάνοντας με τον τρόπο αυτό ότι ο ΛΕΠΕΤΕ συνιστά δημόσιο φορέα και όχι ιδιωτικό, εσφαλμένα εφάρμοσε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 281, 288, 341, 345, 346, 349, 361, 648 επ., 653, 655, 656 ΑΚ, άρθρ.1 της υπ' αρ.95 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου" που κυρώθηκε με το ν.3248/1955, καθώς και τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ.5 του Συντάγματος. Επιπροσθέτως, με τον πρώτο αναιρετικό λόγο, προσάπτουν στην εφετειακή απόφαση και την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και συγκεκριμένα ότι δεν έλαβε υπόψη της την επικουρική βάση της αγωγής που στηριζόταν στην κατάρτιση άτυπης εγγυοδοτικής σύμβασης μεταξύ αυτών και της αναιρεσίβλητης, άλλως, αν ήθελε θεωρηθεί ότι έλαβε υπόψη της και απέρριψε τη βάση αυτή, εσφαλμένα, κατά παραβίαση του ΑΚ 361, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι το Εφετείο με το να κρίνει α) ότι οι παροχές που λαμβάνουν οι δικαιούχοι του ΛΕΠΕΤΕ δεν φέρουν μισθολογικό (μετεργασιακό) χαρακτήρα, β) ότι οι ως άνω παροχές δεν είναι εγγυημένες, γ) ότι δεν υφίσταται οποιαδήποτε υποχρέωση της εναγομένης, από συμβατική δέσμευση ή από το νόμο, να καταβάλει επιπλέον εισφορές, πέραν της καθορισμένης εργοδοτικής εισφοράς ύψους 9%, σε περίπτωση που ο λογαριασμός δεν διαθέτει πλέον επαρκή περιουσιακά στοιχεία για να καλύψει τις προβλεπόμενες παροχές, και δ) με το να προβεί στην παράθεση των ισχυουσών διατάξεων του Κανονισμού του ΛΕΠΕΤΕ, ο οποίος περιέχει ουσιαστικού δικαίου κανόνες με επιτακτικό χαρακτήρα, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις προαναφερθείσες ουσιαστικές διατάξεις, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες. Και τούτο διότι οι αναιρεσείοντες στην ένδικη αγωγή τους δεν επικαλούνται διατάξεις άρθρων του Ειδικού Κανονισμού Επικούρησης (ΛΕΠΕΤΕ) που να θεμελιώνουν α) συμβατική υποχρέωση της αναιρεσίβλητης να καλύπτει, πέραν των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών (9%) επί των ακαθαρίστων αποδοχών του υπαγόμενου στον ως άνω λογαριασμό προσωπικού της που καταβάλει, τα ελλείμματα του ΛΕΠΕΤΕ προκειμένου να καταβάλλονται οι μηνιαίες παροχές επικούρησης στους ασφαλισμένους σ'αυτό συνταξιούχους, πρώην μισθωτούς της (αναιρεσίβλητης), β) εγγυητική ευθύνη της αναιρεσίβλητης προς καταβολή της μηνιαίας παροχής επικούρησης σ'αυτούς, ως ασφαλισμένους του ΛΕΠΕΤΕ, και γ) συμβατική υποχρέωση της αναιρεσίβλητης να καταβάλει απευθείας σ' αυτούς, την μηνιαία παροχή επικούρησης, ή τμήμα αυτής σε περίπτωση ολικής ή μερικής αδυναμίας, αντίστοιχα, του ΛΕΠΕΤΕ ως προς την καταβολή αυτής. Αντίθετα, α) στο άρθρο 2 παρ.2 του Κανονισμού του ΛΕΠΕΤΕ ορίζεται ότι η Διαχειριστική Επιτροπή μεριμνά για την επωφελέστερη τοποθέτηση των διαθέσιμων κεφαλαίων του Λογαριασμού, μεριμνά για και ελέγχει την κανονική είσπραξη των εισφορών και των λοιπών πόρων αυτού και αποφασίζει κυριαρχικά περί του ποσού της εκάστοτε καταβλητέας στους δικαιούχους επικούρησης, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του ειδικού Λογαριασμού, η δε απόφασή της αυτή ισχύει καθολικώς για όλους τους δικαιούχους και β) στο άρθρο 5 του Κανονισμού ορίζεται ότι οι πόροι του Λογαριασμού δεν προέρχονται μόνο από τις εισφορές της αναιρεσίβλητης τράπεζας και των μισθωτών αυτής, αλλά και από εισφορές από άλλες αιτίες κλπ, χωρίς μέσα σ'αυτές να αναφέρεται ως πόρος η υποχρέωση καταβολής επιπρόσθετης εισφοράς της αναιρεσίβλητης για κάλυψη των τυχόν προκυπτόντων ελλειμμάτων του αποθεματικού, ώστε να είναι δυνατή η καταβολή του ποσού της μηνιαίας επικούρησης στους ασφαλισμένους πρώην υπαλλήλους της και ήδη συνταξιούχους αυτής. Όπως, δε, προεκτέθηκε στο οικείο μέρος της μείζονος σκέψης που προηγήθηκε, ο ΛΕΠΕΤΕ αποτελεί φορέα ιδιωτικής επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης και η ως άνω μηνιαία παροχή επικούρησης δεν έχει αμιγώς δικαιοπρακτικό χαρακτήρα αλλά φέρει το χαρακτήρα επικουρικής σύνταξης, δηλαδή ασφαλιστικής παροχής, για την καταβολή της οποίας δεν είναι υπόχρεη η αναιρεσίβλητη ως εργοδότης, αλλά ο αυτόνομος συνταξιοδοτικός λογαριασμός ΛΕΠΕΤΕ στον οποίο η αναιρεσίβλητη ευθύνεται μόνο για την καταβολή της συμφωνηθείσας εργοδοτικής εισφοράς. Σε κάθε δε περίπτωση ακόμα και αν στο Καταστατικό του ΛΕΠΕΤΕ, υπήρχε πρόβλεψη κάλυψης των ελλειμμάτων του εκ μέρους της αναιρεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, ως εργοδότη του ασφαλισμένου, στον ως άνω φορέα επικουρικής ασφάλισης, προσωπικού της, με βάση την αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 52 παρ.2 εδ. γ του ν. 2084/1992 που ορίζει ότι "αν οι εργοδότες των ασφαλισμένων των επικουρικών αυτών φορέων καλύπτουν τα οργανικά ελλείμματα, σύμφωνα με τις καταστατικές η άλλες διατάξεις, η κάλυψη γίνεται μέχρι ποσού που δεν θα υπερβαίνει σε καμιά περίπτωση το ποσό που καταβλήθηκε για την κάλυψη των ελλειμμάτων του έτους 1992" η αναιρεσίβλητη ως εργοδότης θα κάλυπτε τα οργανικά ελλείμματα του ΛΕΠΕΤΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού (Καταστατικού) ή με άλλες διατάξεις, μόνο μέχρι του ποσού που δεν θα υπερέβαινε το ποσό που, τυχόν, καταβλήθηκε από τη αναιρεσίβλητη για την ως άνω αιτία (κάλυψη ελλειμμάτων) το έτος 1992, οι δε αναιρεσείοντες, δεν ισχυρίζονται με το δικόγραφο της αγωγής τους, ότι η αναιρεσίβλητη προέβη σε κάλυψη ελλειμμάτων του ΛΕΠΕΤΕ το έτος 1992, παρά αντίθετα με το δικόγραφο της αγωγής ισχυρίζονται ότι η αναιρεσίβλητη κάλυπτε επί δέκα (10) συναπτά έτη τα ελλείμματα του ΛΕΠΕΤΕ μέχρι το Δεκέμβριο του έτους 2017 (δηλαδή το χρονικό διάστημα από το έτος 2007 έως και το έτος 2017). Επιπρόσθετα, ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, ότι η συλλογική συμφωνία εναγομένης - προσωπικού για τη σύσταση του ΛΕΠΕΤΕ είχε συγχρόνως ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση γενικού όρου εργασίας, βάσει του οποίου η εναγόμενη υποχρεούται να καλύπτει τα ελλείμματα ρευστότητας που προκύπτουν ώστε να εξασφαλίζεται η εις το διηνεκές χορήγηση της προβλεπόμενης από τον Κανονισμό του μηνιαίας παροχής-επικούρησης, είναι αβάσιμος, καθότι και σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, δεν υφίσταται από τις καταστατικές διατάξεις του ΛΕΠΕΤΕ υποχρέωση της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης να καταβάλει ευθέως στους ασφαλισμένους του ΛΕΠΕΤΕ τη μηνιαία παροχή επικούρησης και να καλύπτει τα ελλείμματα του ως άνω Λογαριασμού, προκειμένου να καταβάλλεται η μηνιαία παροχή επικούρησης, και ως εκ τούτου από τις διατάξεις αυτές του ΛΕΠΕΤΕ δεν δημιουργήθηκε γενικός όρος εργασίας των μισθωτών της αναιρεσίβλητης περί ανάληψης υποχρέωσης αυτής να καλύπτει τα ελλείμματα του λογαριασμού και να καταβάλει σ'αυτούς μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας τους τη μηνιαία επικούρηση (επικουρική σύνταξη) που δικαιούνται από τον ΛΕΠΕΤΕ, σε περίπτωση μερικής ή ολικής αδυναμίας παροχής της από τον ίδιο τον ως άνω Λογαριασμό. Σε κάθε, δε, περίπτωση, εφόσον η ως άνω μηνιαία παροχή επικούρησης του ΛΕΠΕΤΕ προς τους πρώην υπαλλήλους της αναιρεσίβλητης και ήδη συνταξιούχους, δεν φέρει το χαρακτήρα μετεργασιακού ανταλλάγματος αλλά ιδιωτικής επικουρικής σύνταξης, για την οποία υπόχρεη προς καταβολή της δεν είναι η αναιρεσίβλητη, ως εργοδότης, αλλά ο ως άνω λογαριασμός "ΛΕΠΕΤΕ" δεν μπορούσε να δημιουργηθεί, λόγω της φύσης της ως άνω μηνιαίας επικούρισης, ως ιδιωτικής επικουρικής συνταξιοδοτικής παροχής, γενικός όρος εργασίας μεταξύ της αναιρεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας και των εργαζομένων της, περί ανάληψης εκ μέρους αυτής της υποχρέωσης να καλύπτει τα ελλείμματα του ΛΕΠΕΤΕ, ώστε να εξασφαλίζεται στο διηνεκές η χορήγηση της μηνιαίας επικούρησης στους ασφαλισμένους του.Λεκτέον ότι το Εφετείο, με την παράθεση των διατάξεων του Κανονισμού του ΛΕΠΕΤΕ, δεν θεώρησε ότι η αγωγή είχε διαφορετική νομική βάση από εκείνη που πράγματι περιείχε, αλλά παρέθεσε τα οικεία χωρία του Κανονισμού προκειμένου να κρίνει, σε συνδυασμό και με τις λοιπές διατάξεις και τα ιστορούμενα στην αγωγή περιστατικά, το νόμιμο αυτής, καταλήγοντας στο ορθό συμπέρασμα ότι η αγωγή δεν ήταν νόμιμη.

Η ελλιπής, εξάλλου, αναφορά των νομικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν, δεν δημιουργεί αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Περαιτέρω, το Εφετείο, με το να κρίνει ότι ο ΛΕΠΕΤΕ είναι φορέας κοινωνικής ασφάλισης που υπάγεται στις προστατευτικές διατάξεις του άρθρου 22 παρ.5 του Συντάγματος, ουδόλως υπέλαβε ότι ο ΛΕΠΕΤΕ συνιστά δημόσιο φορέα και όχι ιδιωτικό, όπως εσφαλμένα διατείνονται οι αναιρεσείοντες, αντιθέτως μάλιστα, ρητά τονίζεται στην απόφαση ότι ο ΛΕΠΕΤΕ ιδρύθηκε με βάση την ιδιωτική πρωτοβουλία καθ' υποκατάσταση του δημοσίου φορέα επικουρικής ασφάλισης ΝΠΔΔ ΙΚΑ-ΤΕΑΜ και ήδη ΕΤΕΑΕΠ, ενώ θα πρέπει να λεχθεί, ότι στην προστασία του άρθρου 22 παρ.5 του Συντάγματος υπάγονται και οι ιδιωτικοί φορείς επικουρικής ασφάλισης (ΟλΑΠ 9/2012).

Συνεπώς η πιο πάνω αιτίαση στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Ομοίως, και η περαιτέρω αιτίαση ότι το Εφετείο διέλαβε ότι η καταβολή της παροχής από την εναγομένη είναι "καταχρηστική συμπεριφορά που να παραβιάζει τις υποχρεώσεις της", στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το Εφετείο δεν διατύπωσε τέτοια κρίση, παρά διέλαβε ότι, ενόψει της ανυπαρξίας υποχρέωσης της εναγομένης, συμβατικής ή εκ του νόμου, προς καταβολή της παροχής, η μη καταβολή αυτής δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά εκ μέρους της.

Τέλος, σαφώς το Εφετείο έλαβε υπόψη του την επικουρική βάση της αγωγής που στηριζόταν στην κατάρτιση άτυπης εγγυοδοτικής σύμβασης μεταξύ των μερών, την οποία απέρριψε, αφού ρητά διατυπώνει την κρίση του ότι δεν υφίσταται οποιαδήποτε συμβατική ή νομική δέσμευση της τράπεζας είτε να εγγυηθεί τις επικουρικές παροχές του ΛΕΠΕΤΕ, είτε να καλύπτει παγίως τα ελλείμματα αυτού, εξαντλουμένης της υποχρέωσής της στην εκ μέρους του καταβολή των αναλογουσών εργοδοτικών εισφορών.

Συνεπώς είναι αβάσιμος ο πρώτος λόγος αναίρεσης, και κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες διατείνονται ότι το Εφετείο υπέπεσε στο από το άρθρο 559 αρ.8 ΚΠολΔ αναιρετικό σφάλμα. Ενόψει δε των όσων προεκτέθηκαν, η απόρριψη και της ως άνω επικουρικής βάσης της αγωγής από το Εφετείο, ουδόλως εχώρησε κατά παραβίαση, είτε των προαναφερθεισών ουσιαστικών διατάξεων, είτε εκείνης του άρθρου 361 του Α.Κ., όπως αβάσιμα του προσάπτουν οι αναιρεσείοντες. Και τούτο διότι, όπως ήδη εκτέθηκε στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, ο λογαριασμός ΛΕΠΕΤΕ αποτελεί φορέα ιδιωτικής επικουρικής ασφάλισης και η μηνιαία παροχή επικούρησης που καταβάλλεται στους ασφαλισμένους του δεν έχει αμιγώς δικαιοπρακτικό χαρακτήρα αλλά φέρει το χαρακτήρα ιδιωτικής επικουρικής σύνταξης, για την οποία υπόχρεος προς καταβολή της είναι ο ως άνω ασφαλιστικός φορέας και όχι η αναιρεσίβλητη ως εργοδότης, η οποία ευθύνεται μόνον για την καταβολή στο ΛΕΠΕΤΕ της συμφωνηθείσας εργοδοτικής εισφοράς. V. Με το δεύτερο αναιρετικό λόγο, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του πράγματα που ουδέποτε προτάθηκαν, και συγκεκριμένα το περιεχόμενο του Κανονισμού του ΛΕΠΕΤΕ, που φέρει αμιγή δικαιοπρακτικό χαρακτήρα (συμβατική ισχύ) και δεν μετουσιώνεται σε σώμα κανόνων δικαίου, και επομένως δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως κατά την εξέταση της νομικής βασιμότητας της αγωγής. Η συγκεκριμένη αιτίαση δεν συνιστά τον προβλεπόμενο από την ως άνω διάταξη αναιρετικό λόγο, καθ' όσον, όπως ήδη εκτέθηκε, οι διατάξεις του Κανονισμού του ΛΕΠΕΤΕ, αποτελούν κανόνες ουσιαστικού δικαίου με επιτακτικό χαρακτήρα και δεν αποτελούν "πράγμα" κατά την έννοια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.

Συνεπώς, ανεξαρτήτως της επίκλησής τους ή όχι στην αγωγή, το Εφετείο ορθά τις έλαβε υπόψη προκειμένου να κρίνει το νόμιμο αυτής (αγωγής). VI. Καθ' όσον αφορά στους λοιπούς, πέμπτο και έκτο αναιρετικούς λόγους, οι οποίοι προβάλλονται επικουρικά, υπό την αίρεση που κριθεί ότι στην πραγματικότητα διαγνώστηκε από το εφετείο, όχι η νομική, αλλά η ουσιαστική αβασιμότητα της αγωγής, και οι οποίοι αφορούν παραβιάσεις από τους αριθμούς 10 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αντίστοιχα , αυτοί είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, καθ' όσον το Εφετείο, ανεξάρτητα από τη σποραδική χρήση της έκφρασης "αποδείχθηκε" και "δεν αποδείχθηκε", που προσιδιάζουν στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως, προέβη στην έρευνα της νομικής βασιμότητας της αγωγής και μόνον, χωρίς να υπεισέλθει στην ουσιαστική εξέταση των αποδείξεων, και συνεπώς οι ως άνω αναιρετικοί λόγοι, οι οποίοι προϋποθέτουν κατ' ουσίαν έρευνα της αγωγής, δεν ιδρύονται εν προκειμένω. VII. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Τέλος, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας ως προς την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων που αναφέρονται στο σκεπτικό, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων (άρθρ.179 εδ.α ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 179 διαμορφώθηκε με την προσθήκη εδαφίου β, με το άρθρο 8 του ν.4842/2021).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 31-5-2024 (αρ.εκθ.καταθ. 5105/491/2024) αίτηση αναίρεσης κατά της υπ' αριθμ. 2990/2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και

Συμψηφίζει στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Απριλίου 2025.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Απριλίου 2025.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή