ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 735/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 735/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 735/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 735 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 735/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη, Μαρία Γιαννακοπούλου και Απόστολο Φωτόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 23 Απριλίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Α. Α., για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Hellenic Train Ανώνυμη Σιδηροδρομική Εταιρεία" ως μετονομάσθηκε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΤΡΑΙΝΟΣΕ Μεταφορές - Μεταφορικές Υπηρεσίες Επιβατών και Φορτίου Ανώνυμη Εταιρεία", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ελληνική Εταιρεία Συντήρησης Σιδηροδρόμου Τροχαίου Υλικού Α.Ε." και τον διακριτικό τίτλο "Ε.Ε.Σ.Σ.Τ.Υ. Α.Ε.". Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Καλαντζόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1.Κ. Γ. του Γ., κατοίκου ..., 2.Γ. Γ. του Ι., κατοίκου ..., 3.Α. Μ. του Δ., κατοίκου ..., 4.Β. Π. του Ν., κατοίκου ... και 5.Α. Π. του Μ., κατοίκου ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-7-2017 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2018 του ίδιου Δικαστηρίου και 11780/2022 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 16-6-2023 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσίεουσα εταιρεία όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Όπως προκύπτει από την υπ' αριθμό 10426 Γ/15-6-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Θ. Μ., ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση από 16-6-2023 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 65903-99/19-6-2023 αίτησης αναίρεσης - η οποία στρέφεται κατά της υπ' αριθμό 11780/11-11-2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών - με την από 3-7-2023 πράξη του Προέδρου του παρόντος Β2 Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία ορίσθηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της αναίρεσης η 28-11-2023 και κλήση προς συζήτηση για την ίδια δικάσιμο επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια της αναιρεσείουσας - που επισπεύδει τη συζήτηση - προς τον αντίκλητο των αναιρεσιβλήτων, Ιωάννη Κόρκα του Αναστασίου, Δικηγόρο και κάτοικο Αθηνών. Η συζήτηση της υπόθεσης κατά τη δικάσιμο της 28-11-2023 αναβλήθηκε με την παρουσία όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο που αναφέρεται στη αρχή της απόφασης. Οι αναιρεσίβλητοι, ωστόσο, δεν εμφανίσθηκαν και δεν εκπροσωπήθηκαν νόμιμα στο ακροατήριο κατά τη σημερινή δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά εγγραφής της στο πινάκιο. Οι ίδιοι διάδικοι περαιτέρω δεν κατέθεσαν δήλωση - σύμφωνα με τα άρθρα 242 παράγραφος 2 και 573 παράγραφος 1 ΚΠολΔ - ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. Επειδή περαιτέρω η εγγραφή της υπόθεσης με επιμέλεια του Γραμματέα στο πινάκιο της μετά την αναβολή δικασίμου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρα 575 εδάφια α και β σε συνδυασμό με 226 παράγραφος 4 εδάφια γ και δ ΚΠολΔ), το Δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 568 παράγραφος 4 και 576 παράγραφοι 1 και 2 ΚΠολΔ, ΑΠ 176/2023).

2. Με την από 16-6-2023 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 65903-99/19-6-2023 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ' αριθμό 11780/11-11-2022 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου - η οποία εκδόθηκε ερήμην της εκκαλούσας-δικαιοπαρόχου της αναιρεσείουσας επί της από 6-12-2018 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 105159-4367/6-12-2018 έφεσης που είχε ασκήσει η αρχικά εναγομένη, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Ελληνική Εταιρεία Συντήρησης Σιδηροδρομικού Τροχαίου Υλικού Α.Ε.", το διακριτικό τίτλο "Ε.Ε.Σ.Σ.Τ.Υ. Α.Ε." και έδρα την Αθήνα - διάδοχος της οποίας είναι η εταιρεία με την επωνυμία "ΤΡΑΙΝΟΣΕ Μεταφορές-Μεταφορικές Υπηρεσίες Επιβατών και Φορτίου Ανώνυμη Εταιρεία" και έδρα την Αθήνα και ήδη αναιρεσείουσα με τη νέα επωνυμία "Hellenic Train Ανώνυμη Σιδηροδρομική Εταιρεία" - κατά της υπ' αριθμό ...-2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Η αναιρεσείουσα παραιτήθηκε νομότυπα από το δικαίωμά της να ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου - με την από 7-6-2023 και με αύξοντα αριθμό 61106-262/7-6-2023 δήλωσή της ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, την οποία επέδωσε στον αντίκλητο των αναιρεσιβλήτων Ιωάννη Κόρκα του Αναστασίου, Δικηγόρο Αθηνών (άρθρα 573 παράγραφος 1 , 98 β, 299 και 298 του ΚΠολΔ, βλ. την υπ' αριθμό 10426 Γ'/15-6-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Θ. Μ., το υπ' αριθμό 4683/7-6-2023 πιστοποιητικό για μη κατάθεση τακτικών ή εκτάκτων ενδίκων μέσων κατά της αναιρεσιβαλλομένης και το υπ' αριθμό ...-2023 πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Κ.) - με συνέπεια η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση να καταστεί τελεσίδικη και να υπόκειται πλέον έκτοτε σε αναίρεση (ΑΠ 32/2024). Η αίτηση περαιτέρω ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα - μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 564 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ - και γενικά παραδεκτά (άρθρα 553, 556 παράγραφος 1, 558, 564 παράγραφος 3 και 566 παράγραφος 1 ΚΠολΔ). Πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί και περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παράγραφος 3 ΚΠολΔ). Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής: Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι στην από 27-5-2017 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ...-2017 αγωγή τους- την οποία είχαν απευθύνει ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών και είχαν στρέψει κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ελληνική Εταιρεία Συντήρησης Σιδηροδρομικού Τροχαίου Υλικού Α.Ε.", το διακριτικό τίτλο "Ε.Ε.Σ.Σ.Τ.Υ. Α.Ε." και έδρα την Αθήνα, διάδοχος της οποίας είναι η εταιρεία με την επωνυμία "ΤΡΑΙΝΟΣΕ Μεταφορές-Μεταφορικές Υπηρεσίες Επιβατών και Φορτίου Ανώνυμη Εταιρεία" και έδρα την Αθήνα και ήδη με την επωνυμία "Hellenic Train Ανώνυμη Σιδηροδρομική Εταιρεία" - εξέθεσαν τα εξής: Ότι κατά τις ημεροχρονολογίες που ανέφεραν στην αγωγή είχαν καταρτίσει με την αρχικά εναγομένη συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δίκαιου αορίστου χρόνου. Ότι σε εκτέλεση των συμβάσεών τους αυτών προσέφεραν προσηκόντως στην εναγομένη την εργασία τους ο καθένας σύμφωνα με την ειδικότητά του. Ότι ο πρώτος από αυτούς συνταξιοδοτήθηκε στις 9-3-2015, ο δεύτερος στις 11-2-2015, ο τρίτος στις 31-3-2016, ο τέταρτος στις 5-6-2016 και ο πέμπτος στις 30-9-2013. Ότι η εναγομένη μετά την ένταξή τους στο ενιαίο μισθολόγιο- βαθμολόγιο με το ν. 4093/2012 μείωσε από 1-1-2013 τις μηνιαίες αποδοχές τους κατά ποσοστό έως 25% και υπολόγισε τη μείωση αυτή επί των αποδοχών που λάμβαναν στις 31-12-2012, μολονότι οι αποδοχές τους είχαν ήδη μειωθεί μια φορά από 31-10-2011 κατά ποσοστό 25% - σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 31 του ν. 4024/2011 - με συνέπεια να υποστούν ανεπίτρεπτα διπλή μείωση σε αυτές, η οποία όμως αντίκειται ευθέως στην διάταξη του άρθρου 29 του ν. 4024/2011. Με το ιστορικό αυτό ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να καταβάλει σε αυτούς συγκεκριμένα χρηματικά ποσά στον καθένα τους, τα οποία είχε παρακρατήσει από τις νόμιμες αποδοχές τους κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως και τη συνταξιοδότησή τους, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 29 του ν. 4024/2011 με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας οι οποίοι αναλογούσαν σε αυτά. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δίκασε την υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 591, 614 παράγραφος 3 α και 621 του ΚΠολΔ) και εξέδωσε την υπ' αριθμό ...-2018 οριστική απόφαση, με την οποία δέχθηκε την αγωγή ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει για την αιτία που προαναφέρθηκε στον πρώτο ενάγοντα ποσό 1.272,96 ευρώ, στο δεύτερο ενάγοντα ποσό των 128,37 ευρώ, στον τρίτο ποσό 2.041,65 ευρώ, στον τέταρτο ποσό 574,41 ευρώ και στον πέμπτο ενάγοντα ποσό 540,72 ευρώ νομιμότοκα με το επιτόκιο που ισχύει για τους ιδιώτες από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Η εναγομένη-δικαιοπάροχος της αναιρεσείουσας άσκησε κατά της απόφασης αυτής την από 6-12-2018 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 105159-4367/6-12-2018 έφεση για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζήτησε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή που είχαν ασκήσει οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες εναντίον της. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δίκασε την υπόθεση ερήμην της εκκαλούσας και εξέδωσε την υπ' αριθμό 11780/11-11-2022 απόφαση, με την οποία απέρριψε την έφεση λόγω της ερημοδικίας της εκκαλούσας-εναγομένης (άρθρα 591 και 524 παράγραφος 3 εδάφιο α του ΚΠολΔ) με συνέπεια να ενσωματωθεί σε αυτή η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία είχε δεχθεί ειδικότερα τα εξής: "(...) αποδεικνύονται τα ακόλουθα (...): Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από την εναγομένη εταιρεία, η οποία τυγχάνει Ανώνυμη Εταιρεία του Δημοσίου διεπομένη από τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α' του ν. 3429/2005, με συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου κατά την ειδικότερα αναφερόμενη ημερομηνία καθένας εξ αυτών και απασχολούνταν σε διάφορες υπηρεσίες μέχρι την συνταξιοδότηση τους την 9.3.2015, 11.2.2015, 31.3.2016, 5.6.2016 και 30.9.2013 αντίστοιχα. Οι ανωτέρω συμβάσεις εργασίας των εναγόντων και οι όροι αμοιβής αυτής διέπονταν από τις εκάστοτε ΣΣΕ. Περαιτέρω σύμφωνα με το αρ. 24 του Ν. 4111/2013 σε συνδ. με το αρ. 1 παρ. 1 της με αρ. 1661/2013 Κ.Υ.Α, αλλά και από τα προσκομιζόμενα φύλλα μισθοδοσίας από την 1.1.2013, προκύπτει ότι η εναγόμενη και όχι ο Ο.Σ.Ε ήταν υπεύθυνη να καταβάλει τις αποδοχές στους ενάγοντες (...). Επιπροσθέτως και σύμφωνα με τα παραπάνω, ο μηνιαίος μισθός εκάστου εξ αυτών κατά την ειδικότητά του και το είδος της απασχόλησής του, του τίτλου σπουδών του, του αντικειμένου της εργασίας του και του χρόνου προϋπηρεσίας στον αντίδικο οργανισμό είχε διαμορφωθεί την 31.10.2011 (ημερομηνία της τελευταίας μισθοδοσίας πριν την θέση σε εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 4024/2011), στο ποσό των 2.197,29 € για τον 1°, 2.303,16 € για τον 2°, 2.149,79 € για τον 3°, 2.098,69 € για τον 4°, και 2.,185,45 € για τον 5°. Στις 27.10.2011 δημοσιεύθηκε ο νόμος 4024/2011 (ΦΕΚ Α 226/27.10.2011) "Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο - βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015". Με το Κεφάλαιο Δεύτερο του νόμου αυτού Ρυθμίσεις σχετικά με το σύστημα βαθμολογικών προαγωγών και μισθολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων του Κράτους, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α και β' βαθμού και άλλων φορέων του δημοσίου με οποιαδήποτε σχέση εργασίας. Ειδικότερα, στο άρθρο 6 παρ. 1 ορίστηκε ότι οι θέσεις όλων των κατηγοριών εκπαίδευσης - Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) και Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ) - κατατάσσονται σε έξι (6) συνολικά βαθμούς, στο άρθρο 12 παρ. 1 ότι οι υπάλληλοι του άρθρου 4 λαμβάνουν το βασικό μισθό που αντιστοιχεί στο βαθμό τους, σε κάθε βαθμό θεσπίζονται μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.) [...]. Στο άρθρο 14 παρ. 1 ορίστηκε ότι οι μηνιαίες αποδοχές κάθε υπαλλήλου αποτελούνται από το βασικό μισθό και τα επιδόματα και τις παροχές [...] του παρόντος νόμου, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις καταβολής τους. Περαιτέρω, στην παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 4024/2011 ορίστηκε ότι [...] Σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του Κεφαλαίου αυτού προκύπτει μείωση η οποία είναι μεγαλύτερη κατά ποσοστό του 25% των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την Έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου," χωρίς στην ανωτέρω σύγκριση να λαμβάνεται υπόψη το ποσό που καταβάλλεται ως επίδομα θέσης ευθύνης", η συνολική μείωση κατανέμεται ως εξής: α) 25% μείωση επί των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την Έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου με την Έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, β) η υπερβάλλουσα μείωση ισόποσα σε χρονικό διάστημα δύο (2) ετών το οποίο αρχίζει ένα έτος μετά την Έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου. Παράλληλα, με το άρθρο 31 του ν. 4024/2011, όπως αρχικώς ίσχυε, επιβλήθηκαν στο προσωπικό των επιχειρήσεων που ανήκουν στο Κράτος, μεταξύ αυτών και στο προσωπικό της εναγόμενης, δύο ειδών ανώτατα όρια αποδοχών. Ένα ανώτατο όριο μηνιαίου μέσου κατά κεφαλήν κόστους τακτικών αποδοχών ανά εκπαιδευτική κατηγορία και ένα ανώτατο όριο μέσου κατά κεφαλήν κόστους αμοιβής του συνόλου του προσωπικού. Ειδικότερα, στην υποπαρ. Ια του άρθρου 31 του ίδιου νόμου ορίστηκε "στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) που ανήκουν στο κράτος ή σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α., κατά την έννοια της επίτευξης κρατικού ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού σκοπού, εποπτείας, διορισμού και ελέγχου της πλειοψηφίας της Διοίκησης τους, συμπεριλαμβανομένων των Γενικών και Τοπικών Οργανισμών Εγγείων βελτιώσεων, ή επιχορηγούνται τακτικά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από πόρους των ως άνω φορέων κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, καθώς και των λοιπών δημόσιων επιχειρήσεων, οργανισμών και ανώνυμων εταιρειών, που υπάγονται στο Πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α' του ν. 3429/2005 (Α" 314) όπως έχουν τροποποιηθεί με τις διατάξεις της παρ. Ια του άρθρου 1 του ν. 3899/2010 (Α' 212), με εξαίρεση τα Ν.Π.Ι.Δ. του ν. 3864/2010 (ΑΤ 119) και άρθρου 1 του ν. 3986/2011 (Α' 152), εφαρμόζεται ανώτατο όριο μέσου κατά κεφαλή κόστους αμοιβών προσωπικού σύμφωνα με τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους. Περαιτέρω, στην παρ. 3 ορίστηκε "Για τους εργαζόμενους στους φορείς της υποπαραγράφου Ια με σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, το ανώτατο όριο των μηνιαίων ταχτικών αποδοχών για κάθε εκπαιδευτική κατηγορία ΥΕ, ΔΕ, ΤΕ και ΠΕ ισούται με το αντίστοιχο ανώτατο όριο που προκύπτει κατ' εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου για τους υπαλλήλους με αντίστοιχη σχέση εργασίας (ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου) στο Δημόσιο. Στην παρ.4. "Το μέσο κατά κεφαλή κόστος των πάσης φύσεως αποδοχών, επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενικά, εξαιρουμένων των εργοδοτικών εισφορών, των φορέων της υποπαραγράφου Ια του παρόντος άρθρου, απαγορεύεται να υπερβαίνει τα χίλια εννιακόσια (1.900) ευρώ το μήνα. Αν με την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, προκύπτει μέσο κατά κεφαλή κόστος των πάσης φύσεως αποδοχών, επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενικά του πάσης φύσεως προσωπικού του φορέα, μικρότερο του 65% του μέσου κατά κεφαλή αντίστοιχου κόστους του φορέα, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά την 31.12.2009, ισχύει ως όριο, το ως άνω όριο του 65%." Επίσης στην παρ. 7 του άρθρου 31 του ν. 4024/2011 προβλέφθηκε ότι οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 29 εφαρμόζονται αναλογικά και στους εργαζόμενους των φορέων που υπάγονται στο Πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου εφόσον προκύπτει μείωση των συνολικών μηνιαίων αποδοχών τους μεγαλύτερη από το ποσοστό που ορίζεται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 29. Περαιτέρω, στο άρθρο 32 παρ. 1 ορίστηκε ότι από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη κατά το μέρος που ρυθμίζει θέματα που διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου. Στην παρ. 4 ορίστηκε ότι η ισχύς των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου αρχίζει την 1.11.2011. Στην συνέχεια σε εκτέλεση των διατάξεων του άρθρου 31 του ν. 4024/2011 και σύμφωνα με τις οδηγίες της υπ' αρ. πρωτ. ΕΓΔΕΚΟ 2073/18.11.2011 εγκυκλίου του Υπουργείου Οικονομικών , η εναγόμενη περιέκοψε άμεσα τις τακτικές αποδοχές των εναγόντων κατ' ανώτατο όριο ποσοστού 25% σε σχέση με αυτές που ελάμβαναν κατά το μήνα Οκτώβριο του έτους 2011. Με τον τρόπο αυτό τις προσάρμοσε στα ως άνω αναφερόμενα ανώτατα όρια, τα οποία (ανώτατα όρια) ουσιαστικά εξισώθηκαν με αυτά των υπαλλήλων στο στενό δημόσιο τομέα διαφοροποιούμενα μόνο ανά εκπαιδευτική κατηγορία. Εν συνεχεία στις 12.11.2012 δημοσιεύθηκε ο Ν. 4093/2012 "Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016." Στην υποπαράγραφο Γ.1. παρ. 2 αυτού ορίστηκε ότι αναστέλλεται μέχρι 31.12.2016 η εφαρμογή της περίπτωσης β' του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 4024/2011. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν από 31.10.2012. Ακολούθως, στην παρ. 12 της υποπ. ΓΙ του ως άνω νόμου ορίστηκε ότι οι διατάξεις του Κεφαλαίου Δεύτερου του ν. 4024/2011 που αφορούν το βαθμολογικό και μισθολογικό καθεστώς των υπαλλήλων του άρθρου 4 του ίδιου νόμου, έχουν ανάλογη εφαρμογή, από 1.1.2013, και στο προσωπικό των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), που ανήκουν στο Κράτος ή σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α., κατά την έννοια της επίτευξης κρατικού ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού σκοπού, εποπτείας, διορισμού και ελέγχου της πλειοψηφίας της Διοίκησης τους, συμπεριλαμβανομένων των Γενικών και Τοπικών Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων, ή επιχορηγούνται τακτικά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από πόρους των ως άνω φορέων κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, καθώς και των λοιπών δημόσιων επιχειρήσεων, οργανισμών και ανωνύμων εταιρειών, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α' του ν. 3429/2005 (Α 314), όπως έχουν τροποποιηθεί με τις διατάξεις της παρ. Ια του 1 του ν. 3899/2010 (Α' 212).Περαιτέρω, ορίστηκε ότι με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, οι οποίες μπορούν να ανατρέχουν στην έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρούσας περίπτωσης, μπορούν να ρυθμίζονται λεπτομέρειες εφαρμογής των προηγούμενων εδαφίων. Από την έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρούσας περίπτωσης για τους ανωτέρω παύουν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 4024/2011, εκτός από αυτές της παραγράφου 2. Κατ' επιταγή των ανωτέρω, από 1.1.2013 εφαρμόστηκαν αναλογικά στις συμβάσεις εργασίας των εναγόντων οι διατάξεις των άρθρων 4 έως και 32 του Κεφαλαίου Δεύτερου του ν. 4024/2011 (ΦΕΚΑ 226/27.10.2011) που αφορούν το ενιαίο βαθμολογικό και μισθολογικό καθεστώς των υπαλλήλων του δημοσίου, των ΟΤΑ και των ν.π.δ.δ., από το οποίο μέχρι τότε εξαιρούντο. Από την ίδια ημερομηνία εφαρμοστέα ήταν η παρ. 2 του άρθρου 29 του νόμου 4024/2011, πλέον ευθέως, και όχι αναλογικά, όπως αυτή εφαρμοζόταν έως και 31.12.2012, δυνάμει της παρ. 7 του άρθρου 31 του ν. 4024/2011.

Σύμφωνα με αυτήν εφόσον, εξαιτίας της υπαγωγής του προσωπικού στο ενιαίο μισθολόγιο, προκύπτει μισθολογική μείωση η οποία είναι μεγαλύτερη κατά ποσοστό του 25% των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, α)η συνολική μείωση θα ανέλθει μέχρι το ποσοστό του 25% επί των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την Έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, ήτοι κατά τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2011 και διενεργείται αμέσως μετά την Έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, β) η μείωση άνω του 25% των αποδοχών εξακολουθεί να καταβάλλεται έως και 31.12.2016 λόγω της, έως την ημερομηνία αυτή, γενικής αναστολής εφαρμογής της περίπτωσης β'' του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 που την επέβαλε και η οποία προέβλεπε την σταδιακή εφαρμογή της υπερβάλλουσας μείωσης επί των αποδοχών που υπήχθησαν στις διατάξεις του μισθολογίου το ν. 4024/2011.Από το συνδυασμό των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 29 του νόμου 4024/2011 και της παρ. 12 της υπ. ΓΙ του ν. 4093/2012 προκύπτει ότι οι διατάξεις των άρθρων 4-32 του Κεφαλαίου Δεύτερου του ν. 4024/2011 που αφορούν το βαθμολογικό και μισθολογικό καθεστώς των υπαλλήλων του άρθρου 4 του ίδιου νόμου εφαρμόζονται στο σύνολο τους στις συμβάσεις εργασίας των εναγόντων από 1.1.2013. Προκύπτει περαιτέρω ότι η παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 4024/2011 σχετικά με τον τρόπο υλοποίησης των μειώσεων στις αποδοχές τους - ως αναπόσπαστο μέρος του κεφαλαίου αυτού- από 1.1.2013 είναι εφαρμοστέα στο σύνολο της χωρίς μάλιστα παρεκκλίσεις ή εξαιρέσεις ελλείψει ειδικότερης διάταξης του ν. 4093/2012 ή σχετικής κατ' εξουσιοδότηση ΚΥΑ που να ορίζει ειδικά ή να τροποποιεί την εν λόγω διάταξη (...).

Συνεπώς, για την από 1.1.2013 προσαρμογή (μείωση) των αποδοχών των εναγόντων εξαιτίας της παραπάνω υπαγωγής τους στις διατάξεις του μισθολογίου του ν. 4024/2011, έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι τακτικές αποδοχές τους όντως αυτές είχαν διαμορφωθεί κατά το μήνα Οκτώβριο του 2011 με ανώτατο όριο άμεσης μείωσης ποσοστού 25% και όχι μεγαλύτερο. Δεδομένου όμως η άμεση μείωση των αποδοχών τους αυτών (Οκτωβρίου 2011) είχε ήδη διενεργηθεί από 1.11.2011, των διατάξεων του άρθρου 31 του ν. 4024/2011, περαιτέρω μείωση (πλέον του 25% σε σύγκριση με εκείνες του μηνός Οκτωβρίου του 2011), αντιβαίνει ευθέως στις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 29 4024/2011, οι οποίες όπως προαναφέρθηκε είναι ευθέως και χωρίς εξαιρέσεις εφαρμοστέες στις συμβάσεις εργασίας των εναγόντων από 1.1.2013 (...). Εν τω μεταξύ και ενόσω δεν είχε εκδοθεί σχετική ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, στην οποία παρασχέθηκε ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση να ρυθμίσει τις λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων της παρ. 12 της υπ. ΓΙ, όπως ρητά έτασσε ο εξουσιοδοτικός νόμος 4093/2012, εκδόθηκε η με αρ. πρωτ. Οικ. .../2012 της 22ης Δ/νσης Μισθολογίου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους με ΘΕΜΑ: "Κοινοποίηση μισθολογικών διατάξεων." με την οποία επιχειρήθηκε μία ερμηνεία των διατάξεων της παρ. 12 της υπ. ΓΙ του ν. 4093/2012 σχετικά με τον τρόπο περικοπής των αποδοχών των εργαζομένων στις επιχειρήσεις που ανήκουν στο Κράτος. Ειδικότερα σε αυτήν ορίστηκε ότι "Για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων αυτών, σας επισημαίνουμε τα εξής: Μετά την ένταξη του προσωπικού των ανωτέρω φορέων στο Κεφάλαιο Δεύτερο του ν. 4024/2011 από 1/1/2013 σε βαθμούς, σύμφωνα με τις οδηγίες του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, θα πρέπει να γίνει υπολογισμός των αποδοχών που προκύπτουν από 1/1/2013 από την εφαρμογή του νόμου αυτού. Κατόπιν, θα γίνει σύγκριση των αποδοχών που προκύπτουν με τις αποδοχές που θα έχουν διαμορφωθεί στις 31/12/2012, κατ' εφαρμογή του αρ. 31 του ν. 4024/2011. Σε περίπτωση αύξησης ή μείωσης που προκύπτει από τη σύγκριση αυτή θα εφαρμοστεί η παρ. 2 του άρθρου 29, δηλαδή, εάν προκύπτει μείωση αποδοχών που υπερβαίνει το 25%, τότε το 25% περικόπτεται άμεσα από 1/1/2013 και η τυχόν προκύπτουσα υπερβάλλουσα μείωση εξακολουθεί να καταβάλλεται μέχρι την 31/12/2016, σύμφωνα με την περίπτωση 2 της υποπαραγράφου ΓΙ, που εφαρμόζεται πλέον στο προσωπικό αυτό. Σε περίπτωση αύξησης των αποδοχών, αυτή καταβάλλεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 4024/2011."

Περαιτέρω η εναγομένη, στηριζόμενη στην ως άνω εγκύκλιο και σε εφαρμογή αυτής, ως βάση υπολογισμού για την από 1.1.2013 προσαρμογή των αποδοχών των εναγόντων στο ενιαίο μισθολόγιο και την επιβολή ανώτατου ορίου μειώσεων δε έλαβε υπόψη τις αποδοχές που ελάμβαναν κατά τον Οκτώβριο του 2011, αλλά αντίθετα έλαβε υπόψη τις αποδοχές του μηνάς Δεκεμβρίου 2012, οι οποίες είχαν ήδη υποστεί περικοπή από 1.11.2011 κατ' εφαρμογή του άρθρου 31 του ν. 4024/2011. Με τον τρόπο αυτό, όμως η εναγομένη παραβίασε τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 4024/2011, η οποία απαγορεύει τη μείωση αποδοχών ποσοστού πλέον του 25% έως 31.12.2016. Το αποτέλεσμα ήταν από 1.1.2013 να υποστούν οι ενάγοντες δύο αλλεπάλληλες άμεσες μειώσεις των τακτικών αποδοχών τους οι οποίες υπερέβαιναν το 25% σε σχέση με αυτές που λαμβάναν στις 31.10.2011. Μία, η οποία προέκυψε από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 31 του ν. 4024/2011 και άλλη μία, μεταγενέστερη, η οποία προέκυψε από την εφαρμογή των διατάξεων του στοιχείου 12 της Υποπαραγράφου Γ Ι του ν. 4093/2012 (...). Η εναγόμενη όφειλε να περιορίσει την μείωση των αποδοχών σε ποσοστό 25% σε σχέση με τις αποδοχές του Οκτωβρίου 2011 και επομένως οφείλει την διαφορά αποδοχών σε αυτούς και ειδικότερα: στον 1ο ενάγοντα από 1.1.2013 έως και 9.3.2015 το ποσό των (...) 1.272,96 €, στον 2 ο ενάγοντα από 1.1.2013 έως και 11.2.2015 το ποσό των (...) 3.209,25 €, στον 3 ο ενάγοντα από 1.1.2013 έως και 31.3.2016 το ποσό των (...) 2.041,65€, στον 4 ο ενάγοντα από 1.1.2013 έως και 5.6.2016 το ποσό των (...) 574,41 € και στον 5 ο ενάγοντα από 1.1.2013 έως και 30.9.2013 το ποσό των (...) 540,72 €. Κατόπιν των ανωτέρω, η εναγόμενη υποχρεούται να επιστρέψει στους ενάγοντες τα παραπάνω παρανόμως περικοπέντα ποσά των αποδοχών τους (...). Επομένως η αγωγή, η οποία τυγχάνει νόμιμη στηριζόμενη στις ανωτέρω διατάξεις σε συνδ. με άρθρο 648 επ. (...), πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στους ενάγοντες τα ανωτέρω ποσά στο καθένα εξ αυτών με το νόμιμο τόκο , που ισχύει για τους ιδιώτες (...)".

3. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμός 1 εδάφιο α ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται (...) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (...). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται α) αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, β) αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές και γ) αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή, αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 5/2023). Περαιτέρω με το Κεφάλαιο Δεύτερο "Σύστημα βαθμολογικών προαγωγών και μισθολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων του Κράτους, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α' και Β' βαθμού και άλλων φορέων του δημόσιου τομέα και συναφείς διατάξεις" του ν. 4024/2011 "Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο - βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012- 2015", το οποίο άρχισε να ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 4 από 1-1-2011 ορίζονται - μεταξύ άλλων - τα εξής: Με το άρθρο 4 "1. Στις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ): α) του Δημοσίου, β) των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), πρώτου και δεύτερου βαθμού, γ) των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), [...]. 2. Υπάλληλοι και λειτουργοί που δεν εμπίπτουν ευθέως στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, [...] εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 17". Με το άρθρο 6 παράγραφος 1 ορίζεται ότι "Οι θέσεις όλων των κατηγοριών εκπαίδευσης (...) κατατάσσονται σε έξι (6) συνολικά βαθμούς, κατά φθίνουσα σειρά (...)". Με το άρθρο 12 του νόμου αυτού καθορίζεται το σύστημα μισθολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων του άρθρου 4 με την κατάταξή τους σε μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.) ανάλογα με το χρόνο υπηρεσίας τους και με το άρθρο 14 καθορίζονται οι μηνιαίες αποδοχές κάθε υπαλλήλου. Με το άρθρο 29 παράγραφος 2 του ίδιου νόμου, όπως τροποποιήθηκε, από τότε που ίσχυσε, με το άρθρο 3 παράγραφος 3 της από 16-12-2011 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Φ.Ε.Κ. Α' 262/16.12.2011), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 4047/2012 (Φ.Ε.Κ. Α' 31/23.2.2012), ορίζεται ότι: "Σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του Κεφαλαίου αυτού προκύπτουν συνολικές μηνιαίες αποδοχές μεγαλύτερες από αυτές που έπαιρναν οι δικαιούχοι τους κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος Κεφαλαίου, η προκαλούμενη αύξηση καταβάλλεται ως εξής: (...)

Εφόσον προκύπτει μείωση, η οποία είναι μεγαλύτερη κατά ποσοστό του 25% των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, χωρίς στην ανωτέρω σύγκριση να λαμβάνεται υπόψη το ποσό που καταβάλλεται ως επίδομα θέσης ευθύνης, η συνολική μείωση κατανέμεται ως εξής: α) 25% μείωση επί των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, με την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, β) η υπερβάλλουσα μείωση ισόποσα σε χρονικό διάστημα δύο (2) ετών, το οποίο αρχίζει ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου". Ακόμη, στο άρθρο 31 του ίδιου νόμου και υπό τον τίτλο "Αναλογικές ρυθμίσεις για νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα" ορίζονται - μεταξύ άλλων - τα εξής : α) Στην παράγραφο 1 ορίζεται ότι: "α) Στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) που ανήκουν στο κράτος ή σε ΝΠΔΔ ή σε ΟΤΑ, κατά την έννοια της επίτευξης κρατικού ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού σκοπού, εποπτείας, διορισμού και ελέγχου της πλειοψηφίας της Διοίκησής τους, συμπεριλαμβανομένων των Γενικών και Τοπικών Οργανισμών Εγγείων βελτιώσεων, ή επιχορηγούνται τακτικά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από πόρους των ως άνω φορέων κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, καθώς και των λοιπών δημόσιων επιχειρήσεων, οργανισμών και ανώνυμων εταιρειών, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α του ν. 3429/2005 (Α' 314), όπως έχουν τροποποιηθεί με τις διατάξεις της παράγραφος 1α' του άρθρου 1 του ν. 3899/2010 (Α' 212), με εξαίρεση τα ΝΠΙΔ του ν. 3864/2010 (Α' 119) και άρθρου 1 του ν. 3986/2011 (Α' 152), εφαρμόζεται ανώτατο όριο μέσου κατά κεφαλή κόστους αμοιβών προσωπικού σύμφωνα με τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους. (...)", β) στις παραγράφους 3 και 4, όπως αυτές συμπληρώθηκαν από τις παραγράφους 3 και 4, αντίστοιχα, του άρθρου 1 της από 31-12-2011 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Φ.Ε.Κ. Α' 268/31.12.2011), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν. 4047/2012 (Φ.Ε.Κ. Α' 31/23.2.2012), ορίζονται, αντίστοιχα, ότι: "3. Για τους εργαζόμενους στους φορείς της υποπαραγράφου 1 α' με σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, το ανώτατο όριο των μηνιαίων τακτικών αποδοχών για κάθε εκπαιδευτική κατηγορία ΥΕ, ΔΕ, ΤΕ και ΠΕ ισούται με το αντίστοιχο ανώτατο όριο που προκύπτει κατ' εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου για τους υπαλλήλους με αντίστοιχη σχέση εργασίας (ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου) στο Δημόσιο. Για τα διευθυντικά στελέχη των φορέων αυτών που εργάζονται σε θέσεις ευθύνης, αντίστοιχες των θέσεων Τμηματάρχη, Διευθυντή και Γενικού Διευθυντή του παρόντος Κεφαλαίου, το ανώτατο όριο μηνιαίων τακτικών αποδοχών ισούται με το αντίστοιχο ανώτατο όριο που προκύπτει κατ' εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου για τους κατέχοντες θέση Τμηματάρχη, Διευθυντή ή Γενικού Διευθυντή στο Δημόσιο. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου καθ' ύλην Υπουργού μπορεί να εξαιρούνται κλάδοι ή ειδικότητες των φορέων της υποπαραγράφου 1 α' από τα ανώτατα όρια μηνιαίων τακτικών αποδοχών που προβλέπονται στα προηγούμενα εδάφια της παρούσης παραγράφου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, το μέσο κατά κεφαλή κόστος των πάσης φύσεως αποδοχών, επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενικά, δεν υπερβαίνει τα όρια που ορίζονται στην επόμενη παράγραφο του παρόντος άρθρου. 4. Το μέσο κατά κεφαλή κόστος των πάσης φύσεως αποδοχών, επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενικά, εξαιρουμένων των εργοδοτικών εισφορών, των φορέων της υποπαραγράφου 1α' του παρόντος άρθρου, απαγορεύεται να υπερβαίνει τα χίλια εννιακόσια (1.900,00) ευρώ το μήνα. Αν με την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου προκύπτει μέσο κατά κεφαλή κόστος των πάσης φύσεως αποδοχών, επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενικά του πάσης φύσεως προσωπικού του φορέα, μικρότερο του 65% του μέσου κατά κεφαλή αντίστοιχου κόστους του φορέα, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά την 31.12.2009, ισχύει ως όριο, το ως άνω όριο του 65%" και γ) στην παράγραφο 7 ορίζεται ότι "Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 29 εφαρμόζονται αναλογικά και στους εργαζομένους των φορέων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εφόσον προκύπτει μείωση των συνολικών μηνιαίων αποδοχών τους μεγαλύτερη από το ποσοστό που ορίζεται στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 29". Με το νόμο 4024/2011 επιχειρήθηκε η διαμόρφωση ενός ενιαίου συστήματος βαθμολογικών προαγωγών και μισθολογικής εξέλιξης του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης, με σκοπό σύμφωνα με την αιτιολογική του έκθεση τόσο την άμεση αντιμετώπιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσης και την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, όσο και τον εξορθολογισμό του δημόσιου τομέα, την άρση των ανισοτήτων στις συνολικές αμοιβές των υπαλλήλων, την ανταμοιβή της εργασίας με κριτήριο το αποτέλεσμα που παράγεται, την προσέλκυση ικανού στελεχιακού δυναμικού και την προώθηση των αναπτυξιακών και κοινωνικών προτεραιοτήτων της Χώρας (ΟλΑΠ 2/2023, ΟλΑΠ 1/2021). Περαιτέρω με το ν. 4093/2012 "Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016" ορίζονται στην περίπτωση 2 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου, όπως η περίπτωση 2 συμπληρώθηκε με την προσθήκη του τελευταίου εδαφίου της, από τότε που ίσχυσε, με το άρθρο 31 παράγραφος 1 του ν. 4354/2015 και στην περίπτωση 12 της ίδιας υποπαραγράφου, αντίστοιχα, τα εξής: "2. Αναστέλλεται μέχρι 31.12.2016 η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 19 και της περίπτωσης β' του τελευταίου εδαφίου της παράγραφος 2 του άρθρου 29 του ν. 4024/2011 (Α' 226). Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν από 31.10.2012. Για τους υπαλλήλους των φορέων της περίπτωσης 12, η αναστολή των διατάξεων του πρώτου εδαφίου ισχύει από 1.1.2013" και "12. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Δεύτερου του ν. 4024/2011 που αφορούν το βαθμολογικό και μισθολογικό καθεστώς των υπαλλήλων του άρθρου 4 του ίδιου νόμου, έχουν ανάλογη εφαρμογή, από 1.1.2013, και στο προσωπικό των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ), που ανήκουν στο Κράτος ή σε ΝΠΔΔ ή σε ΟΤΑ, κατά την έννοια της επίτευξης κρατικού ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού σκοπού, εποπτείας, διορισμού και ελέγχου της πλειοψηφίας της Διοίκησής τους, συμπεριλαμβανομένων των Γενικών και Τοπικών Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων, ή επιχορηγούνται τακτικά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από πόρους των ως άνω φορέων κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, καθώς και των λοιπών δημόσιων επιχειρήσεων, οργανισμών και ανωνύμων εταιρειών, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α' του ν. 3429/2005 (Α' 314), όπως έχουν τροποποιηθεί με τις διατάξεις της παράγραφος 1α' του άρθρου 1 του ν. 3899/2010 (Α' 212). Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, οι οποίες μπορούν να ανατρέχουν στην έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρούσας περίπτωσης, μπορούν να ρυθμίζονται λεπτομέρειες εφαρμογής των προηγούμενων εδαφίων. Από την έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρούσας περίπτωσης, για τους ανωτέρω παύουν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 4024/2011, εκτός από αυτές της παραγράφου 2". Με τις διατάξεις του νόμου αυτού προς εφαρμογή του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος (ν. 4046/2012), ο νομοθέτης, αφού διαπίστωσε ότι η οικονομική ύφεση συνεχίζεται και ότι η Χώρα εξακολουθεί να έχει συνεχή προβλήματα με τη φορολογική συμμόρφωση, την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Κράτος και την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αποφάσισε να λάβει και πάλι, μεταξύ άλλων, ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης με τη διάταξη της περίπτωσης 12 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, την ένταξη από 1-1-2013 του προσωπικού του ευρύτερου δημόσιου τομέα στο ενιαίο βαθμολόγιο και μισθολόγιο, που είχε θεσπιστεί για το προσωπικό του στενού δημόσιου τομέα με το ν. 4024/2011. Το μέτρο αυτό αποτελεί τμήμα του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας "Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016" που αποσκοπεί στην κάλυψη των άμεσων οικονομικών αναγκών της Χώρας, όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής κατάστασης, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών που συνιστούν σοβαρούς λόγους δημόσιου συμφέροντος και μπορούν να δικαιολογήσουν κατ' αρχή τη λήψη μέτρων ρύθμισης μισθολογικών δαπανών των φορέων τόσο του στενού δημόσιου τομέα, όσο και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, δεδομένου ότι συνδέεται με την εκπλήρωση υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη συμμετοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι και τα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στην περίπτωση 12 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 λειτουργούν χάριν του δημόσιου συμφέροντος και εντάσσονται ουσιαστικά στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Για το λόγο αυτό ο νομοθέτης έχει τη δυνατότητα με ειδική νομοθετική πρόβλεψη να υπαγάγει τα νομικά αυτά πρόσωπα σε μισθολογικό καθεστώς, το οποίο αποσκοπεί στην αναμόρφωση του συστήματος οικονομικών απολαβών του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης (ΟλΑΠ 2/2023, ΟλΑΠ 1/202). Περαιτέρω, με το ν. 4354/2015 "Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων" και με το Κεφάλαιο Β με τίτλο "Μισθολογικές ρυθμίσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), καθώς και των Δ.Ε.Κ.Ο. του Κεφαλαίου A του ν. 3429/2005 (Α' 314) και άλλες μισθολογικές διατάξεις" - με έναρξη ισχύος των διατάξεων των άρθρων 7 έως 34 του ως άνω Κεφαλαίου Β από 1-1-2016 (άρθρο 35) - ρυθμίσθηκαν και πάλι από 1-1-2016 οι διατάξεις που αφορούν στο μισθολόγιο του προσωπικού του Δημοσίου, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ και των φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Με το άρθρο 34 του νόμου αυτού καταργήθηκαν από 1-1-2016, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις των άρθρων 12 έως 25, 28, 29, 30 του ν. 4024/2011 και η περίπτωση 12 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012. Εξάλλου, με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005 "Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (Δ.Ε.Κ.Ο.)" ορίζονται τα εξής: "1. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού, ως "δημόσια επιχείρηση" νοείται κάθε ανώνυμη εταιρεία, στην οποία το ελληνικό δημόσιο δύναται να ασκεί άμεσα ή έμμεσα αποφασιστική επιρροή, λόγω της συμμετοχής του στο μετοχικό της κεφάλαιο ή της χρηματοοικονομικής συμμετοχής του ή των κανόνων που τη διέπουν. 2. Η άσκηση αποφασιστικής επιρροής από το ελληνικό δημόσιο τεκμαίρεται όταν το ελληνικό δημόσιο ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου χρηματοδοτούμενα από το ελληνικό δημόσιο ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό ή άλλες δημόσιες επιχειρήσεις υπό την έννοια του παρόντος νόμου: α) είναι κύριοι μετοχών που εκπροσωπούν την απόλυτη πλειοψηφία του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της ή β) ελέγχουν την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου στη γενική της συνέλευση ή γ) δύνανται να διορίζουν το ήμισυ πλέον ενός των μελών του διοικητικού της συμβουλίου ή δ) χρηματοδοτούν την ετήσια δραστηριότητά της σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό" (ΟλΑΠ 2/2023). Η αναιρεσείουσα, περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 6 παράγραφος 2 περιπτώσεις ε και στ, του ν.δ. 674/1970, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 παράγραφος 3 του ν. 2366/1955, β) του άρθρου 1 παράγραφος 3 του ν. 2671/1998, όπως αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 12 του άρθρου 10 του ν. 2898/2001, γ) του άρθρου 5 του π.δ. 41/2005, δ) την υπ' αριθ. 60201/ΕΓΔΕΚΟ 1964/19.12.2008 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών - Ανάπτυξης, Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας - Μεταφορών και Επικοινωνών (Φ.Ε.Κ. Β' 2602/22-12-2008), ε) την υπ' αριθ. 232/5.4.2013 απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων (Φ.Ε.Κ. Β' 803/5-4-2013) και στ) το άρθρο 7 του ν. 3891/2010, είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου κατά την έννοια του ν. 3986/2011, το οποίο που λειτουργεί για την εξυπηρέτηση δημόσιου συμφέροντος και ανήκει εξ ολοκλήρου στο Κράτος, διότι στις αρμοδιότητές της εμπίπτουν μεταξύ άλλων και η ανάπτυξη, οργάνωση και εκμετάλλευση αστικών, προαστιακών, περιφερειακών, υπεραστικών και διεθνών επιβατικών και εμπορευματικών σιδηροδρομικών μεταφορών, καθώς και μεταφορών πάσης φύσεως με συστήματα σταθερής τροχιάς. Η αναιρεσείουσα επομένως ως δημόσια επιχείρηση εμπίπτει στις διατάξεις του ν. 3429/2005 "Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (ΔΕΚΟ)" και διεπόταν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του ν. 4024/2011 και των περιπτώσεων 2 και 12 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012. Με το άρθρο, εξάλλου, 31 του ν. 4024/2011 υπό τον τίτλο "Αναλογικές ρυθμίσεις για νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα" - που θεσμοθέτησε ενιαίο βαθμολόγιο και μισθολόγιο για τους υπαλλήλους του στενού δημόσιου τομέα, στο οποίο αρχικά δεν ενέπιπτε το προσωπικό του ευρύτερου δημόσιου τομέα - προβλέφθηκε και για τους υπαλλήλους των νομικών αυτών προσώπων και, επομένως, και για το προσωπικό της αναιρεσείουσας, δημόσιας επιχείρησης, ανώτατο όριο μέσου κατά κεφαλή κόστους αμοιβών προσωπικού με τη θέσπιση ανώτατου ορίου μέσου μισθολογικού κόστους ύψους 1.900 ευρώ και ανώτατου ορίου μηνιαίων τακτικών αποδοχών κάθε εκπαιδευτικής κατηγορίας το αντίστοιχο ανώτατο μηνιαίο όριο της αντίστοιχης εκπαιδευτικής κατηγορίας υπαλλήλων του Δημοσίου. Προβλέφθηκε επίσης ότι σε περίπτωση που από την εφαρμογή αυτού του ορίου θα προέκυπτε μείωση αποδοχών ανώτερη του 25%, η πέραν του 25% μείωση θα ήταν σταδιακή και θα συντελείτο μέσα σε χρονικό διάστημα δύο ετών από την πάροδο ενός έτους από την έναρξη ισχύος του ν. 4024/2011, δηλαδή από 1-1-2012 έως και 1-11-2014 σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 2 εδάφιο τελευταίο του ίδιου νόμου - που εφαρμόζεται αναλογικά στα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημοσίου τομέα κατά το άρθρο 31 παράγραφος 7 ν. 4024/2011), η εφαρμογή του οποίου στη συνέχεια ανεστάλη αναδρομικά μέχρι 31-12-2016 με τη διάταξη της περίπτωσης 2 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012. Κατ' εφαρμογή των διατάξεων αυτών οι υπάλληλοι της αναιρεσείουσας - στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι αναιρεσίβλητοι - με βάση το προβλεπόμενο ανώτατο όριο μέσου κατά κεφαλή κόστους αμοιβών υπέστησαν την 1-11-2011 μειώσεις επί των κατά τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2011 αποδοχών τους αμέσως μέχρι ποσοστού 25% ετεροχρονιζόμενες κατά το τυχόν υπερβάλλον το ποσοστό του 25% μετά την 31-12-2016 Ακολούθως, από 1-1-2013 οι ίδιοι μισθωτοί υπήχθησαν στο ενιαίο μισθολόγιο και βαθμολόγιο του ν. 4024/2011, από το οποίο μέχρι τότε εξαιρούνταν τα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με συνέπεια την εφεξής κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των αποδοχών της συγκεκριμένης κατηγορίας μισθωτών, οι οποίοι καταλαμβάνονται πλέον από τη ρύθμιση της παραγράφου 4 του άρθρου 29 του ν. 4024/2011 κατά την οποία οι ρυθμίσεις περί μισθολογίου δεν αποτελούν αντικείμενο συλλογικών διαπραγματεύσεων. Κατά την ένταξη του προσωπικού της αναιρεσείουσας εταιρείας από 1-1-2013 στο ενιαίο βαθμολόγιο και μισθολόγιο του ν. 4024/2011 σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης 12 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 διαμορφώθηκαν οι αποδοχές του προσωπικού της και συνεπώς και των αναιρεσιβλήτων σύμφωνα με τις διατάξεις του ενιαίου βαθμολογίου και μισθολογίου που προαναφέρθηκε και από 1-1-2013 και εφεξής έπαυσε η ισχύς των διατάξεων του άρθρου 31 του ν. 4024/2011, οι οποίες δεν είχαν πλέον αντικείμενο, εκτός από την παράγραφο 2 αυτού, η οποία, όμως, δεν ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση. Στο μοναδικό λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα εκθέτει ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 29 παράγραφος 2 εδάφιο τελευταίο του ν. 4024/2011 και της περίπτωσης 12 της υποπερίπτωσης Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 με αποτέλεσμα να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμός 1 του ΚΠολΔ και να πρέπει για το λόγο αυτό να αναιρεθεί. Η αναιρεσείουσα, ειδικότερα, επικαλείται ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε νόμιμη - και περαιτέρω ουσιαστικά βάσιμη- την αγωγή με την αιτιολογία ότι μετά την ένταξη των αναιρεσιβλήτων στο ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο (άρθρα 4 επ. του Δευτέρου Κεφαλαίου του ν. 4024/2011) οι αποδοχές τους δεν προσδιορίσθηκαν νόμιμα την 1-1-2013 σε συνάρτηση με αυτές που είχαν προκύψει την 31-12-2012 μετά την πρώτη μείωσή τους στις 1-11-2011, διότι θα έπρεπε να μειωθούν μια φορά ενιαία σε ποσοστό έως 25% επί των αποδοχών που λάμβαναν την 31-10-2011 με βάση το προβλεπόμενο όριο μέσου κατά κεφαλή κόστους αμοιβών ετεροχρονισμένα κατά το υπερβάλλον μετά την 31-12-2016 και όχι δύο φορές, δηλαδή μια την 1-11-2011 κατά ποσοστό έως 25% και δεύτερη την 1-1-2013 κατά το ίδιο ποσοστό, το οποίο μάλιστα θα υπολογιζόταν με βάση τις αποδοχές που είχαν προκύψει στις 31-12-2012 μετά την πρώτη μείωσή τους. Η αναιρεσείουσα επικαλείται, επιπλέον, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θα έπρεπε, αντίθετα, να κρίνει ότι οι αποδοχές των αναιρεσιβλήτων έπρεπε να μειωθούν δύο φορές και, συγκεκριμένα, μια την 1-11-2011 σε ποσοστό έως 25% και μια την 1-1-2013 κατά ποσοστό επίσης 25% επί των αποδοχών των αναιρεσιβλήτων που είχαν προκύψει μετά την πρώτη μείωσή τους και μετά από αυτό να απορρίψει την ένδικη αγωγή ως μη νόμιμη. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε, ειδικότερα, ότι α) οι αναιρεσίβλητοι-υπάλληλοι της αναιρεσείουσας μετά την ένταξή τους στο ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο σύμφωνα με τα άρθρα 4 επ. του Δευτέρου Κεφαλαίου του ν. 4024/2011) είχαν υποστεί δύο μειώσεις στις αποδοχές τους και, συγκεκριμένα, την πρώτη στις 1-11-2011 κατά ποσοστό έως 25% αμέσως με βάση το προβλεπόμενο όριο μέσου κατά κεφαλή κόστους αμοιβών ετεροχρονιζόμενη κατά το υπερβάλλον και τη δεύτερη την 1-1-2013 σε ποσοστό πάλι έως 25% επί των αποδοχών που είχαν προκύψει - μετά την πρώτη μείωσή τους - στις 31-12-2012 ετεροχρονιζόμενη κατά το υπερβάλλον μετά την 31-12-2016 και β) ότι η νέα, δεύτερη, μείωση δεν ήταν σύννομη, διότι οι αποδοχές τους θα έπρεπε να μειωθούν μια φορά, ενιαία, σε ποσοστό έως 25% επί των αποδοχών που λάμβαναν την 31-10-2011 με βάση το προβλεπόμενο όριο μέσου κατά κεφαλή κόστους αμοιβών ετεροχρονιζόμενες κατά το υπερβάλλον μετά την 31-12-2016. Οι διατάξεις όμως των άρθρων 29 παράγραφος 2 του ν. 4024/2011, του άρθρου πρώτου υποπαράγραφος Γ.1 περίπτωση 12 του ν. 4093/2012 και 31 παράγραφος 1 του ν. 4354/2015 επιχείρησαν να αντιμετωπίσουν την οξεία δημοσιονομική κρίση, να εξυγιάνουν τα δημόσια οικονομικά της Χώρας, η οποία είχε περιέλθει σε οικονομική κρίση, να εξορθολογήσουν τη δημόσια διοίκηση και να άρουν την ανισότητα στις συνολικές αμοιβές των υπαλλήλων, επειδή παρά τις αρχικές μειώσεις που είχαν επέλθει με το άρθρο 31 του ν. 4024/2011 οι μέσες μηνιαίες αποδοχές των απασχολουμένων στους φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα εξακολουθούσαν να είναι μεγαλύτερες από αυτές των υπαλλήλων του στενού δημόσιου τομέα, όπως οι τελευταίες είχαν διαμορφωθεί από 1-11-2011 με την εφαρμογή των διατάξεων του ενιαίου μισθολογίου του ν. 4024/2011, στο οποίο εντάχθηκαν από 1-1-2013 και όσοι απασχολούντο στους φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΟλΑΠ 2/2023, ΟλΑΠ 1/2021). Οι αποδοχές επομένως των αναιρεσιβλήτων σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν έπρεπε να μειωθούν δύο φορές και, ειδικότερα, μια την 1-11-2011 κατά ποσοστό έως 25% και δεύτερη την 1-1-2013 κατά ποσοστό πάλι έως 25% με βάση υπολογισμού τις αποδοχές τους που είχαν προκύψει μετά την πρώτη μείωσή τους. Η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, την οποία δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι, δηλαδή, ως προς τις αποδοχές του προσωπικού των φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα πρέπει να εφαρμοσθεί μία ενιαία μείωση συνολικά μέχρι ποσοστού 25% επί των κατά την 31-10-2011 καταβαλλομένων αποδοχών τους δεν συνάγεται 1) από τη ρύθμιση της περίπτωσης 2 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 - με την οποία ανεστάλη μέχρι 31-12-2016 η εφαρμογή της περίπτωσης β' του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 29 του ν. 4024/2011, δηλαδή της υπερβάλλουσας το ποσοστό του 25% μείωσης των αποδοχών - διότι η αναστολή αυτή που εισήχθη με την ρύθμιση αυτή αναφέρεται στην μείωση των αποδοχών που τυχόν υπερβαίνει το ποσοστό του 25% εξαιτίας της εφαρμογής από 1-1-2013 στο υπαλλήλους που προαναφέρθηκαν των διατάξεων του ενιαίου μισθολογίου και εναρμονίζεται με το σκοπό που επιδιώκεται με το συγκεκριμένο μέτρο και, ειδικότερα, να εξορθολογισθεί η δημόσια διοίκηση και να αρθεί η ανισότητα στις συνολικές αμοιβές των υπαλλήλων του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα και 2) από τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του ν. 4354/2015 - με την οποία προστέθηκε νέο εδάφιο στο τέλος της περίπτωσης 2 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 από τότε που ίσχυσε - και ορίσθηκε ότι για τους υπαλλήλους των φορέων της περίπτωσης 12, δηλαδή των φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, η αναστολή των διατάξεων του πρώτου εδαφίου ισχύει από 1-1-2013, επειδή η αναστολή αυτή αναφέρεται στην τυχόν υπερβάλλουσα το ποσοστό του 25% μείωση αποδοχών της περίπτωσης β' του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 29 του ν. 4024/2011 και τέθηκε ενόψει της κατάργησης σύμφωνα με το άρθρο 34 ν. 4354/2015 της περίπτωσης 12 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του ν. 4093/2012 (ΟλΑΠ 2/2023, ΟλΑΠ 1/2021, ΑΠ 1401/2023). Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, επομένως, το οποίο δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 29 παράγραφος 2 του Ν. 4024/2011, της περίπτωσης 12 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 και του άρθρου 31 παράγραφος 1 του ν. 4354/2015 και υπέπεσε επομένως στην αναιρετική πλημμέλεια, η οποία προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 560 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ, όπως βάσιμα επικαλείται η αναιρεσείουσα με το μοναδικό λόγο της αναίρεσής της, ο οποίος επομένως πρέπει να γίνει δεκτός. Η αναιρεσιβαλλομένη συνεπώς απόφαση πρέπει να αναιρεθεί. 4. Σύμφωνα με το άρθρο 580 παράγραφος 3 του ΚΠολΔ: "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση, παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Αν, όμως, αναιρεθεί η απόφαση του τελευταίου αυτού δικαστηρίου, δικάζει αυτός την ουσία της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή η υπόθεση εισάγεται με κλήση στο ίδιο τμήμα". Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό και με τη διάταξη της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, η οποία ορίζει ότι "Οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν", συνάγεται ότι, αν μετά την αναίρεση της απόφασης, δεν υπάρχει δικονομικό έδαφος για περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης από το δικαστήριο της ουσίας, αλλά υπολείπεται μόνο η διατύπωση του διατακτικού της με βάση την εμβέλεια της αναιρετικής απόφασης, η παραπομπή σε ισόβαθμο δικαστήριο ουσίας δεν αποτελεί υποχρεωτικό στάδιο δίκης, αλλά μπορεί η τελειωτική απόφαση επί της ουσίας να εκδοθεί και από τον Άρειο Πάγο (ΟλΑΠ 25/2001, ΑΠ 1262/2023).

Στην προκειμένη περίπτωση μετά την αναίρεση της υπ' αριθμό 11780/11-11-2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αναβίωσε η εκκρεμοδικία της από 6-12-2018 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 105159-4367/6-12-2018 έφεσης που είχε ασκήσει η αρχικά εναγομένη, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Ελληνική Εταιρεία Συντήρησης Σιδηροδρομικού Τροχαίου Υλικού Α.Ε.", το διακριτικό τίτλο "Ε.Ε.Σ.Σ.Τ.Υ. Α.Ε." και έδρα την Αθήνα - διάδοχος της οποίας είναι η εταιρεία με την επωνυμία "ΤΡΑΙΝΟΣΕ Μεταφορές-Μεταφορικές Υπηρεσίες Επιβατών και Φορτίου Ανώνυμη Εταιρεία" και έδρα την Αθήνα και ήδη αναιρεσείουσα με τη νέα επωνυμία "Hellenic Train Ανώνυμη Σιδηροδρομική Εταιρεία" - κατά της υπ' αριθμό ...-2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, το οποίο είχε δεχθεί ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη την από 27-7-2017 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ...-2017 αγωγή που είχαν ασκήσει οι αναιρεσίβλητοι - ενάγοντες κατά της αρχικά εναγομένης και δικαιοπαρόχου της αναιρεσείουσας. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν κατά την έρευνα του λόγου αναίρεσης από το άρθρο 560 αριθμός 1 ΚΠολΔ η αγωγή την οποία είχαν ασκήσει οι αναιρεσίβλητοι κατά της δικαιοπαρόχου της αναιρεσείουσας ήταν μη νόμιμη. Μετά από αυτό η υπόθεση - επειδή δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση - θα κρατηθεί και θα δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 580 παράγραφος 3 ΚΠολΔ). Η από 6-12-2018 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 105159-4367/6-12-2018 έφεση, επομένως, την οποία είχε ασκήσει η αρχικά εναγομένη, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Ελληνική Εταιρεία Συντήρησης Σιδηροδρομικού Τροχαίου Υλικού Α.Ε.", το διακριτικό τίτλο "Ε.Ε.Σ.Σ.Τ.Υ. Α.Ε." και έδρα την Αθήνα - διάδοχος της οποίας είναι η εταιρεία με την επωνυμία "ΤΡΑΙΝΟΣΕ Μεταφορές-Μεταφορικές Υπηρεσίες Επιβατών και Φορτίου Ανώνυμη Εταιρεία" και έδρα την Αθήνα και ήδη αναιρεσείουσα με τη νέα επωνυμία "Hellenic Train Ανώνυμη Σιδηροδρομική Εταιρεία" - κατά της υπ' αριθμό 520/25-4-2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών πρέπει να γίνει δεκτή. Μετά από αυτό πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη υπ' αριθμό ...-2018 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, να κρατηθεί και να δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο η από 27-7-2017 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ...-2017 αγωγή που είχαν ασκήσει οι αναιρεσίβλητοι - ενάγοντες κατά της αρχικά εναγομένης και δικαιοπαρόχου της αναιρεσείουσας και να απορριφθεί ως μη νόμιμη. Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας που κατέθεσε προτάσεις για την παρούσα αναιρετική δίκη πρέπει - μετά από νόμιμο και βάσιμο αίτημά της - να επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι ηττήθηκαν στη δίκη. Αντίθετα τα δικαστικά έξοδα της δίκης που διεξήχθη ενώπιον του δικαστηρίου του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων λόγω της εύλογης αμφιβολίας τους για την έκβαση της δίκης, η οποία συνίσταται στο ότι το νομικό ζήτημα, το οποίο είχε αντιμετωπισθεί στη δίκη εκείνη, επιλύθηκε μεταγενέστερα με την υπ' αριθμό 1/2021 απόφαση του Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Οι αναιρεσίβλητοι-εφεσίβλητοι, τέλος, δεν έχουν υποχρέωση προς καταβολή δικαστικών εξόδων στην αναιρεσείουσα για τη δίκη που διεξήχθη ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, διότι η εκκαλούσα, δικαιοπάροχος της αναιρεσείουσας, δεν είχε παραστεί ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και, συνεπώς, δεν είχε υποβληθεί σε δικαστικά έξοδα (άρθρα 573 παράγραφος 1, 106, 176 παρ. 1, 191 παρ. 2 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. 5. Από τη διάταξη, περαιτέρω, του άρθρου 579 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και σε περίπτωση που αποδεικνύεται προαποδεικτικά, δηλαδή με έγγραφο ή δικαστική ομολογία, εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση - μεταξύ άλλων και - με το αναιρετήριο, διατάζει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Αντικείμενο της αίτησης επαναφοράς είναι η απόδοση του κεφαλαίου, των τόκων που αναλογούν σε αυτό και των δικαστικών εξόδων, τα οποία σε εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, όχι όμως και των ποσών των φόρων που αναλογούν στα ποσά του κεφαλαίου και των τόκων, όπως και των λοιπών κρατήσεων, τα οποία παρακράτησε ο αναιρεσείων για να τα αποδώσει σε τρίτους, επειδή ο αναιρεσίβλητος δεν εισέπραξε τα ποσά αυτά (ΟλΑΠ 11/2007). Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στην περίπτωση που η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, η οποία αναιρέθηκε, είχε απορρίψει την έφεση κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία για το λόγο αυτό είχε ενσωματωθεί στην απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (ΟλΑΠ 22/2006, ΑΠ 474/2022). Η αναιρεσείουσα στο αναιρετήριο εκθέτει - εκτός άλλων - α) ότι η υπ' αριθμό ...-2018 προσωρινά εκτελεστή απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών είχε δεχθεί την από 25-7-2017 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ...-2017 αγωγή, την οποία είχαν ασκήσει οι αναιρεσίβλητοι εναντίον της και είχε επιδικάσει με απόφαση προσωρινά εκτελεστή για την αιτία που προαναφέρθηκε στον πρώτο από αυτούς ποσό 1.272,96 Ευρώ, στο δεύτερο ποσό 3.209,25 Ευρώ, στον τρίτο 2.041,65 Ευρώ, στον τέταρτο ποσό 574,41 Ευρώ και στον πέμπτο αναιρεσίβλητο ποσό 540,72 Ευρώ νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, β) ότι είχε ασκήσει κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την από 6-12-2018 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 105159-4367/6-12-2018 έφεση για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, με την οποία είχε ζητήσει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η αγωγή που είχαν ασκήσει οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες εναντίον της, γ) ότι η έφεσή της αυτή απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη υπ' αριθμό 11780/11-11-2022 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο είχε δικάσει ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο και δ) ότι, τέλος, σε εκτέλεση της προσωρινά απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατέβαλε εκουσίως στους αναιρεσιβλήτους τα ποσά που προαναφέρθηκαν. Η αναιρεσείουσα μετά από αυτά αιτείται να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αίτηση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και είναι νόμιμη, επειδή στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 579 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί και περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η αναιρεσείουσα δεν αποδεικνύεται ότι κατέβαλε στους αναιρεσιβλήτους τα ποσά που είχαν επιδικασθεί σε αυτούς με την υπ' αριθμό ...-2018 προσωρινά εκτελεστή απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Ειδικότερα από το από 19-12-2019 ιδιωτικό έγγραφο που εξέδωσε η ανώνυμη εταιρεία "ΤΡΑΙΝΟΣΕ Μεταφορές-Μεταφορικές Υπηρεσίες Επιβατών και Φορτίου Ανώνυμη Εταιρεία" με θέμα "Απόδοση εισφορών από δικαστικές αγωγές σε υπαλλήλους της εταιρείας", όπως και από τη μισθοδοτική κατάσταση του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2019, αποδεικνύεται μόνον ότι η αναιρεσείουσα είχε δώσει εντολή στο λογιστήριό της να επιμεληθεί για την καταβολή προς τους αναιρεσιβλήτους των επιδίκων ποσών και όχι ότι οι συγκεκριμένοι υπάλληλοί της είχαν εισπράξει τα ποσά αυτά. Η καταβολή των ποσών που προαναφέρθηκαν θα μπορούσε ενδεχομένως να αποδειχθεί, αν η αναιρεσείουσα επικαλείτο και προσκόμιζε είτε α) παραστατικό ότι είχε καταθέσει τα χρηματικά αυτά ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς των δικαιούχων (άρθρο 38 παράγραφος 10 του ν. 4387/2016), είτε β) έγγραφη εξοφλητική απόδειξη για την καταβολή των επιδίκων χρηματικών ποσών στους αναιρεσιβλήτους με την προϋπόθεση ότι θα αναγράφονταν σε αυτή τα ποσά που καταβλήθηκαν και η αιτία πληρωμής τους (άρθρο 424 ΑΚ, ΑΠ 56/2024), είτε, γ) εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών, το οποίο, όπως, θα έπρεπε να περιέχει και ενυπόγραφη δήλωση των αναιρεσιβλήτων ότι είχαν εισπράξει τα επίδικα ποσά. Η υπό κρίση επομένως αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, όπως ορίζεται και στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ' αριθμό 11780/11-11-2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο.

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την από 6-12-2018 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 105159-4367/6-12-2018 έφεση της αρχικά εναγομένης, ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ελληνική Εταιρεία Συντήρησης Σιδηροδρομικού Τροχαίου Υλικού Α.Ε.", το διακριτικό τίτλο "Ε.Ε.Σ.Σ.Τ.Υ. Α.Ε." και έδρα την Αθήνα - διάδοχος της οποίας είναι η εταιρεία με την επωνυμία "ΤΡΑΙΝΟΣΕ Μεταφορές-Μεταφορικές Υπηρεσίες Επιβατών και Φορτίου Ανώνυμη Εταιρεία" και έδρα την Αθήνα και ήδη αναιρεσείουσα με τη νέα επωνυμία "Hellenic Train Ανώνυμη Σιδηροδρομική Εταιρεία" - κατά της υπ' αριθμό ...-2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ' αριθμό ...-2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών.

Κρατεί και δικάζει την από 27-7-2017 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ...-2017 αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή.

Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας για την παρούσα αναιρετική δίκη, το ύψος των οποίων ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) Ευρώ και συμψηφίζει στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα της δίκης, η οποία είχε διεξαχθεί ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών

Απορρίπτει την αίτηση για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 31 Οκτωβρίου 2024.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2025.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΥΟΥΣΑ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ

<< Επιστροφή