ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 736/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 736/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 736/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 736 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 736/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Στυλιανή Μπλέτα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γ. Φ., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Α. Τ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Δέσποινα Αθανασιάδου με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Του αναιρεσιβλήτου: Πιστωτικού Ιδρύματος με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Τ.Ε.", τελούσας υπό εκκαθάριση, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από την Ειδική Εκκαθαρίστρια αυτής, Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "PQH ΕΝΙΑΙΑ ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ" και τον διακριτικό τίτλο "PQH ΕΝΙΑΙΑ ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ Α.Ε." , που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Νίκη Κωστάκου και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/12/2019 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: απόφασις ***7/2021 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 174/2022 του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 29/8/2022 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθ. 174/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θράκης, η οποία, αφού δέχθηκε κατ' ουσίαν την έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δέχθηκε την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα να καταβάλει στο ενάγον και ήδη αναιρεσίβλητο το ποσό των 63.877,39 ευρώ. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 αριθ.3 ΚΠολΔ).

Ο Ν. 3259/2004 ρύθμισε τόσον τις προϋποθέσεις, όσον και το ύψος της ex lege επιτασσόμενης προσαρμογής των οφειλών από τόκους. Επομένως η ρύθμιση των οφειλών χωρεί αυτοδικαίως και δεν απαιτείται για την ενεργοποίησή της κάποια άλλη προϋπόθεση και ειδικότερα η εμπρόθεσμη υποβολή αιτήσεως από τον οφειλέτη προς την Τράπεζα (ΑΠ 819/2021). Η προβλεπόμενη από την παράγραφο 2 του άρθρου 39 του ως άνω νόμου υποχρέωση των οφειλετών να υποβάλουν μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία, αίτηση "για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση" συνιστά προϋπόθεση για την υπαγωγή αυτών στη ρύθμιση (χρόνος αποπληρωμής 5-7 ετών σε ισόποσες δόσεις κλπ, αναστολή εκτελέσεως) και όχι προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της υποχρέωσης της Τράπεζας να επανακαθορίσει την οφειλή στα όρια που ο νόμος διαγράφει. Η προνομιακή ρύθμιση της παραγράφου 5 του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004 δεν καταλαμβάνει όλες ανεξαίρετα τις οφειλές των αγροτών προς τα πιστωτικά ιδρύματα, αλλά μόνο εκείνες που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, όπως ισχύει. Εξαιρέθηκαν δε ρητά από την υπαγωγή τους στις διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, όπως ισχύει, οι ακόλουθες οφειλές αγροτών: Α) Εκείνες για τις οποίες έχουν εκδοθεί ατομικές ή γενικές υπουργικές αποφάσεις για τη ρύθμισή τους με ειδικούς όρους και εφόσον έχουν υπογραφεί οι σχετικές συμβάσεις, όπου αυτές απαιτούνται (παρ. 9 του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 παρ. 5 του Ν. 2912/2001. Β) Εκείνες, που δεν πληρούν την ακόλουθη χρονική προϋπόθεση, δηλαδή "οι σχετικές συμβάσεις έχουν καταγγελθεί ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, έχουν κλείσει οριστικά ή, αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η απαίτηση έχει καταστεί εν όλω ή εν μέρει ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά τη σύμβαση ή το νόμο, μέχρι 31.11.2000...". Τέλος, όσες οφειλές αγροτών (φυσικών ή νομικών προσώπων) εξαιρούνται από την εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004 και ειδικότερα εκείνες που για τις οποίες έχουν εκδοθεί ατομικές ή γενικές υπουργικές αποφάσεις για τη ρύθμισή τους με ειδικούς όρους και έχουν υπογραφεί οι σχετικές συμβάσεις, μπορούν να υπαχθούν, αν συντρέχουν βέβαια και οι λοιπές προϋποθέσεις, στη γενική ρύθμιση της παραγράφου 1 διότι ρητά ορίζεται στην παράγραφο 10 του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004 ότι "στις διατάξεις του παρόντος άρθρου υπάγονται και τα δάνεια που έχουν ρυθμισθεί με βάση το Ν. 128/1975" (ΑΠ 488/2017). Οι ρυθμίσεις του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004 είναι ευνοϊκότερες για τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες έναντι των λοιπών οφειλετών, κατά τα στην παράγραφο 5 του άρθρου αυτού οριζόμενα. Ωστόσο, η ανωτέρω προνομιακή ρύθμιση δεν καταλαμβάνει όλες ανεξαιρέτως τις οφειλές των αγροτών προς τα πιστωτικά ιδρύματα, αλλά μόνον εκείνες, που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, όπως ισχύει. Μάλιστα, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 8 περ. 3 του άρθρου αυτού (30 του Ν. 2789/2000), παρέχεται η ευχέρεια στους οφειλέτες αυτούς (αγρότες), με γραπτή δήλωσή τους προς την Τράπεζα, να επιλέξουν είτε την εξακολούθηση εφαρμογής της υφιστάμενης ρύθμισης των χρεών τους είτε την υπαγωγή τους στην παρ. 1 του ως άνω νόμου, το δε δικαίωμα επιλογής πρέπει να ασκηθεί εντός τριών μηνών από τη δημοσίευση τούτου, ενώ, με την περ. 4, η οποία προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 42 του Ν. 2912/2001, ορίστηκε ότι η ως άνω προβλεπόμενη προθεσμία για την άσκηση του δικαιώματος επιλογής εκ μέρους των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών παρατάθηκε μέχρι τις 30-9-2001 (ΑΠ 229/2023, ΑΠ 780/2023, ΑΠ 819/2021).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται αναιρετικός λόγος, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε ή αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα (ΟλΑΠ 11/2017, ΑΠ 675/2014). Εσφαλμένη εφαρμογή σημαίνει εσφαλμένη υπαγωγή, η οποία υπάρχει όταν αποδόθηκε μεν στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού ορθώς η έννοια του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, στη συνέχεια όμως δεν εφαρμόσθηκε ο ίδιος στη δικαζόμενη περίπτωση, αν και τα περιστατικά που δέχθηκε ανελέγκτως ο δικαστής της ουσίας υπάγονταν στον κανόνα αυτόν ή αντιστρόφως εφαρμόσθηκε ο κανόνας αυτός, καίτοι τα περιστατικά δεν υπάγονταν σ' αυτόν. Προς εξεύρεση της παραβίασης ελέγχεται ο δικανικός συλλογισμός που διατυπώνεται, έστω και ατελώς, στην απόφαση και που συγκροτείται από τη μείζονα πρόταση (νομική διάταξη), την ελάσσονα πρόταση (πραγματικές παραδοχές) και το συμπέρασμα (διατακτικό) (ΑΠ 1555/2018).
Με τους πρώτο και δεύτερο (επικουρικό) λόγους της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 39 παρ. 10 του ν. 3259/2004, με την εσφαλμένη εφαρμογή τους, ενώ δεν ήταν εφαρμοστέες, καθώς και τις διατάξεις των παρ. 1,2,8, 12 του άρθρου 39 Ν 3259/2004 και 416 ΑΚ, με τη μη εφαρμογή τους, ενώ ήταν εφαρμοστέες, με αποτέλεσμα να απορρίψει την προταθείσα από τον αναιρεσείοντα ένσταση εξοφλήσεως των οφειλών του προς το αναιρεσίβλητο, αντί να την δεχθεί και να απορρίψει την ένδικη αγωγή, καθόσον η απορρέουσα από όλες τις συμβάσεις απαίτηση του αναιρεσιβλήτου, επαναπροσδιοριζομένη αυτοδικαίως, κατ' άρθρο 39 παρ. 1 Ν. 3259/2004, έχει αποσβεσθεί. Από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 αριθ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Μονομελές Εφετείο Θράκης δέχθηκε τα ακόλουθα, κρίσιμα για τον αναιρετικό έλεγχο, πραγματικά περιστατικά: << Με την ....2002 σύμβαση - πρόσθετη πράξη - ρύθμιση οφειλών, που υπεγράφη στο κατάστημα Χρυσούπολης, μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Τ.Ε", που ήδη τελεί υπό ειδική εκκαθάριση, και κατ' εφαρμογή της 4216/Β/269/7.2.2001 ΚΎ.Α Υπ. Εθν. Οικονομίας και Οικονομικών και της ... Υ.Α ρυθμίστηκαν οι οφειλές του εναγόμενου ήδη εφεσίβλητου - εκκαλούντος προερχόμενες από τις υπ' αριθμ. ...-1988 και ...-1990 συμβάσεις δανείων, καθώς και από τα από 19-11-1992, από 24-10-1994, από 15-11-1996, από 18-11- 1998, από 17-10-2000, από 02-05-1991, από 04-02-1992, από 02-03-1992, από 31-07-1992, από 15-04-1992, από 16-04-1992, από 02-10-1992, από 19-03-1993, 02-06-1993, από 25-03-1994, από 05-11-1994, από 09-04-1995, από 02-04-1996, από 21-04-1997, από 08-08-1997, από 03-10-1997 και από 31-12-1997 βραχυπρόθεσμα δάνεια. Με την ανωτέρω σύμβαση συμφωνήθηκε ότι, μετά από διαγραφή χρέους ποσού 80.956,94 ευρώ κατ' εφαρμογή της ως άνω ΥΑ 4216/2001, η εναπομείνασα οφειλή ύψους 55.011,67 συνιστά νέο δάνειο διεπόμενο από τους όρους της ρύθμισης. Ακολούθως με την από 23.3.2006 πρόσθετη πράξη (επί της ως άνω ρύθμισης) μεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων στον ίδιο τόπο συμφωνήθηκε, κατ' εφαρμογή της ....2001 Υ.Α του ΥΠ. Εθν. Οικονομίας και Οικονομικών, το συνολικό ποσό 2 ληξιπρόθεσμων και ανεξόφλητων τότε δόσεων της άνω ρύθμισης .../2002 (9.147,37 ευρώ) να κεφαλαιοποιηθεί με λογιστικό 1.4.2006 προστιθέμενο στο άληκτο τότε κεφάλαιο της προηγούμενης ρύθμισης (42.952,23 ευρώ), ώστε να αναπροσαρμοστεί σε ποσό 52.099,60 ευρώ το νέο άληκτο κεφάλαιο που οφειλόταν κατά τους όρους αποπληρωμής της ρύθμισης .../2002. Για την εξυπηρέτηση της εν λόγω σύμβασης τηρήθηκε ο λογαριασμός ΑΤΕ ..., ο οποίος ακολούθως στις 30.7.2012 μετέπεσε στον λογαριασμό ..., όταν στις 27.7.2012 ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της ΑΤΕ, και τέθηκε αυτή υπό ειδική εκκαθάριση κατ' άρθρο 68 ν. 3601/2007, δυνάμει της ΕΠΑΘ ΤτΕ 46/1/27.7.2012, ΦΕΚ Β 2208/27.7.2012, δεδομένου ότι σύμφωνα με την 4/27.7.2012 απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της ΤτΕ η έννομη σχέση που απορρέει από την ρύθμιση .../2002 από την πρόσθετη επ' αυτή πράξη δεν μεταβιβάστηκε στην Τράπεζα Πειραιώς, αλλά παρέμεινε στη δικαιοκτησία της ΑΤΕ υπό ειδική εκκαθάριση, ΦΕΚ Β'2208 & 2209/2012. Εν συνεχεία, το ενάγον ήδη εκκαλούν με την από 24.12.2018 καταγγελία του, που επιδόθηκε στον εναγόμενο ήδη εφεσίβλητο - εκκαλούντα στις 16.1.2019, κατήγγειλε τη σύμβαση, της οποίας ούτως ή άλλως η συμβατική διάρκεια αποπληρωμής είχε λήξει, και κάλεσε τον εναγόμενο να καταβάλει το τότε υπόλοιπο του λογαριασμού ποσού 58.346,05 ευρώ, πλην όμως αυτός ουδέν κατέβαλε. Ο τελευταίος λογαριασμός, σύμφωνα με το απόσπασμα κίνησης, εμφάνιζε στις 10.12.2019 υπόλοιπο 63.877,39 ευρώ και συγκεκριμένα 30.871,26 ευρώ από κεφάλαιο, 26.184,20 ευρώ από τόκους ποινής, 6.719,01 ευρώ από τόκους ποινής και 102,92 ευρώ από έξοδα. Οι ως άνω οφειλές του εναγόμενου ήδη εφεσιβλήτου - εκκαλούντα, προέκυψαν μετά την εφαρμογή των ρυθμίσεων της ΥΑ ...-2001 που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του ν. 128/1975, όπως ήδη προεκτέθηκε. Έτσι, παρότι ίσχυε ο ν.2789/2000 κατά το χρόνο που ρυθμίσθηκαν οι ως άνω οφειλές με τις προεκτιθέμενες συμβάσεις, ο εναγόμενος δεν υπέβαλε αίτηση για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση του νόμου αυτού, αλλά επέλεξε να υπαχθούν στην ειδική ρύθμιση που προέβλεπε η ως άνω Υπουργική Απόφαση. Ο εναγόμενος ήδη εφεσίβλητος - εκκαλών με τις ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις του πρότεινε, μεταξύ άλλων, την ένσταση εξόφλησης (416 ΑΚ), κατ' άρθρο 39 παρ. 5 και επικουρικά κατ' άρθρο 39 παρ. 1 ν. 3259/2004, δεδομένου ότι από το 1982 ως το 2008 ήταν κατά κύριο επάγγελμα αγρότης και κτηνοτρόφος, ενόψει του ότι α) συνήθιζε να καταβάλει 1.800.000 δραχμές έως 2.000.000 δραχμές κάθε Δεκέμβριο για τα έτη από 1991 έως 2000 και έτσι θεωρεί προσεγγιστικά ότι έχει καταβάλει για κάθε ένδικο δάνειο τα αναφερόμενα στις προτάσεις του ποσά, β) ως καταβολή τρίτου, συνυπολογιστέα κατ' άρθρο 39 παρ. 8 ν. 3259/2004, πρέπει να εκπέσει από την οφειλή του το ποσό των 80.956,94 ευρώ που διαγράφηκε με την υπογραφή της ....2002 σύμβασης ρύθμισης και γ) κατέβαλε ο ίδιος ή μέσω της ΔΟΥ Χρυσούπολης στο ενάγον από 17.1.2002 έως 31.12.2012 ποσό 66.166,70 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός παρίσταται απορριπτέος και αβάσιμος διότι υπό τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά τα δάνεια που έλαβε ο ενάγων, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι αγρότης, δεν μπορούσαν να υπαχθούν στην προνομιακή για τους αγρότες ρύθμιση της παραγράφου 5 του άρθρου 39 ν. 3259/2004 (και επομένως να επανακαθορισθεί αυτοδικαίως η τελική οφειλή του με βάση τους όρους αυτής ώστε να κριθεί αν - με βάση τις καταβολές που είχε κάνει- απέμεινε ή όχι υπόλοιπο οφειλής), δεδομένου ότι δεν υπάγονταν στις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 2789/2000, όπως ίσχυε, προϋπόθεση, που όπως προαναφέρθηκε, αναγκαία για την περαιτέρω υπαγωγή των αγροτών στην ανωτέρω προνομιακή ρύθμιση. Και τούτο διότι ο ενάγων, αντί να επιλέξει την υπαγωγή των αρχικών δανείων του στις ρυθμίσεις του άρθρου 30 ν.2789/2000, προέβη όπως είχε διαζευκτική ευχέρεια (σύμφωνα και με την παρ. 8 του άρθρου 30 του ν. 2789/2000) στη ρύθμιση αυτών επί τη βάσει των προϋποθέσεων που έθετε η υπ' αριθ. 4216/Β/269/7.2.2001 (ΦΕΚ 162/2001) απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών περί ρύθμισης οφειλών κτηνοτροφικών-πτηνοτροφικών επιχειρήσεων για την εξυγίανσή τους που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του ν. 128/1975, η δε κατάρτιση (μεταξύ αυτού και της Αγροτικής Τράπεζας) των ως άνω ρυθμιστών συμβάσεων και ιδίως της υπ' αριθ.....2002 σύμβασης και της από 23.3.2006 πρόσθετης αυτής πράξης σε εκτέλεση της ανωτέρω υπαγωγής συνιστά πλέον νέο δάνειο με κεφάλαιο το συμφωνηθέν με αυτές (συμβάσεις) ως οφειλόμενο ποσό. Επομένως πληρούνται και οι δύο προαναφερόμενοι λόγοι που τον εξαιρούν από την υπαγωγή του στην προνομιακή για τους αγρότες ρύθμιση της παραγράφου 5 του ως άνω νόμου αλλά ούτε και σε αυτή της παραγράφου 1 του ίδιου νόμου, αφού η αρχική οφειλή του ρυθμίστηκε στα πλαίσια γενικής υπουργικής απόφασης εκδοθείσας κατ' εξουσιοδότηση του ν. 128/1975 με νεότερη ειδική σύμβαση το 2001 και κατά αναγκαία λογική ακολουθία η νέα πίστωση δεν θα μπορούσε να είναι ληξιπρόθεσμη και απαιτητή μέχρι 31.12.2000, αλλά ούτε ήταν ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά την 4.8.2004, ήτοι μετά την ισχύ του ν. 3259/2004, ώστε να τύχει εφαρμογής η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 39 του ν. 3259/2004....>>. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις προπαρατεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 39 παρ. 1,2,8,10,12 Ν 3259/2004 και 416 ΑΚ, τις οποίες ορθώς δεν εφάρμοσε, καθόσον δεν ήταν εφαρμοστέες. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και τα ως άνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα, ο αναιρεσείων, αντί να επιλέξει την υπαγωγή των αρχικών δανείων του στις ρυθμίσεις του άρθρου 30 Ν 2789/2000, προέβη στην ρύθμιση αυτών με βάση τις προϋποθέσεις που έθετε η υπ' αριθ. ...-2001 ΥΑ, εκδοθείσα κατ' εξουσιοδότηση του Ν.128/1975, η κατάρτιση δε μεταξύ αυτού και της Αγροτικής Τραπέζης της υπ' αριθ. ...-2002 συμβάσεως - πρόσθετης πράξεως - ρυθμίσεως οφειλών και της από 23-3-2006 πρόσθετης πράξεως συνιστά νέο δάνειο, διεπόμενο από τους όρους αυτής της συμβάσεως, μη υπαγόμενο στην προνομιακή για τους αγρότες ρύθμιση της παραγράφου 5 του άρθρου 30 Ν 2789/2000, ούτε της παρ. 1 αυτού, ώστε να επανακαθορισθεί αυτοδικαίως η τελική οφειλή του αναιρεσείοντος και να κριθεί αν, με βάση τις καταβολές που έχει κάνει, απέμεινε ή όχι υπόλοιπο της οφειλής, αφού η αρχική οφειλή του, που ρυθμίστηκε με βάση την ως άνω ΥΑ του 2001, δεν θα μπορούσε να είναι ληξιπρόθεσμη και απαιτητή έως τις 31-12-2000 ούτε μετά την ισχύ του Ν 3259/2004. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος (επικουρικός) αναιρετικοί λόγοι από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.

Τέλος με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι δεν έχει καθόλου αιτιολογίες σχετικά με την κατάφαση ελλείψεως ή όχι εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπό του, ως νικήσαντα διαδίκου προς άσκηση εφέσεως που να δικαιολογεί την κρίση, την οποία διατυπώνει στο διατακτικό απορρίπτοντας την έφεσή του ως ουσία αβάσιμη, δημιουργώντας έτσι σύγχυση για το ποιοι είναι οι λόγοι απορρίψεως της εφέσεως. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι αβάσιμος, διότι από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο πρώτα έκανε τυπικά δεκτή την έφεση του αναιρεσείοντος, εκτιμώντας, υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο αυτής, ότι έχει έννομο συμφέρον να την ασκήσει και στη συνέχεια προχώρησε στην έρευνα του παραδεκτού και βάσιμου των λόγων αυτής, τους οποίους απέρριψε ως αβάσιμους κατ' ουσίαν, καθώς και την έφεση στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 αριθμ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 29-8-2022 αίτηση για αναίρεση της υπ' αρθμ. 174/2022 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θράκης.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Δεκεμβρίου 2024.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2025.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή