
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 738 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 738/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2 ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη και Απόστολο Φωτόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 22 Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Α. Α., για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1.Κ. Ζ. του Κ., κατοίκου ..., 2.Δ. Π. του Σ., κατοίκου ..., 3.Β. Π. του Ν., κατοίκου ..., 4.Ε. Π. του Α., κατοίκου ..., 5.Ε. Σ. του Χ., κατοίκου ..., 6.Ι. Τ. του Ι., κατοίκου ..., 7.Α. Κ. του Μ., κατοίκου ..., 8.Κ. Λ. του Ε., κατοίκου ..., 9.Γ. Α. του Α., κατοίκου ..., 10.Κ. Μ. του Ε., κατοίκου ..., 11.Ο. Μ. του Η., κατοίκου ..., 12.Ε. Τ. του Φ., κατοίκου ..., 13.Μ. Κ. του Γ., κατοίκου ..., 14.Σ. Α. του Γ., κατοίκου ..., 15.Ν. Α. του Ε., κατοίκου ..., 16.Ε. Β. του Ε., κατοίκου ..., και 17.Α. Δ. του Σ., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αθανάσιο Μαντά, με δήλωση του άρθρου 242 του Κ.Πολ.Δ., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Δημοτικής Κοινωφελούς Επιχείρησης με την επωνυμία "ΚΟΙΝΩΦΕΛΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΔΗΜΟΥ ΡΕΘΥΜΝΗΣ" ("Κ.Ε.ΔΗ.Ρ."), που εδρεύει στο Ρέθυμνο και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Ψαρουδάκη, με δήλωση του άρθρου 242 του Κ.Πολ.Δ., η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-10-2016 αγωγή των ήδη 5ης έως 17ης των αναιρεσιβλήτων και άλλων προσώπων που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή (με αριθμό κατάθεσης .../2016) και την από 17-11-2016 αγωγή των ήδη 1ου έως 14ης των αναιρεσιβλήτων (με αριθμό κατάθεσης .../2016), που κατατέθηκαν στο Ειρηνοδικείο Ρεθύμνου και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2017 του ίδιου Δικαστηρίου και .../2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 19-4-2021 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Με την από 19-4-2021 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 15/20-4-2021 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ' αριθμό 129/16-6-2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών- εργατικών διαφορών (άρθρα 591 παράγραφος 1, 614 αριθμός 3 α και 621 του ΚΠολΔ) επί της από 2-1-2018 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 2/3-1-2018 έφεσης, την οποία είχε ασκήσει η δημοτική κοινωφελής επιχείρηση με την επωνυμία "ΚΟΙΝΩΦΕΛΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΔΗΜΟΥ ΡΕΘΥΜΝΗΣ", το διακριτικό τίτλο "Κ.Ε.ΔΗ.Ρ." και έδρα το Ρέθυμνο Ρεθύμνης κατά της υπ' αριθμό 260/29-8-2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Ρεθύμνου. Η αρχικά αναιρεσίβλητη μετά την άσκηση της αναίρεσης και, συγκεκριμένα, στις 24-2-2022 έπαυσε να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο και στη θέση της υπεισήλθε νόμιμα ο Δήμος Ρεθύμνου σύμφωνα με την υπ' αριθμό ...-2022 απόφαση της Συντονίστριας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης, η οποία δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. 820 Β/24-2-2022. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα - μέσα στη διετή καταχρηστική προθεσμία που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 564 παράγραφος 3 του ΚΠολΔ, διότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται και εν πάση περιπτώσει από τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία δεν προκύπτει ότι η αναιρεσιβαλλομένη επιδόθηκε- και γενικά παραδεκτά (άρθρα 552, 553 παράγραφος 1, 556 παράγραφος 1, 558, 564 παράγραφος 3 και 566 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί και περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου της (άρθρο 577 παράγραφος 3 του ΚΠολΔ). 2. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής που αφορούν στην παρούσα αναιρετική δίκη: Οι αναιρεσείοντες με αύξοντες αριθμούς στο δικόγραφο της αναίρεσης 1 έως και 14 στην από 17-11-2016 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 310/18-11-2016 αγωγή - την οποία απηύθυναν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ρεθύμνου και είχαν στρέψει κατά της δημοτικής κοινωφελούς επιχείρησης με την επωνυμία "ΚΟΙΝΩΦΕΛΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΔΗΜΟΥ ΡΕΘΥΜΝΗΣ", το διακριτικό τίτλο "Κ.Ε.ΔΗ.Ρ." και έδρα το Ρέθυμνο Ρεθύμνης - είχαν εκθέσει τα εξής: Ότι είχαν καταρτίσει με την εναγομένη σε συγκεκριμένες ημεροχρονολογίες ο καθένας τους έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας είτε ορισμένου, είτε αορίστου κατά περίπτωση χρόνου. Ότι έκτοτε προσέφεραν σε αυτή προσηκόντως την εργασία τους ο καθένας σύμφωνα με την ειδικότητά του και ότι, τέλος, η εναγομένη από 1-1-2013 και εφεξής έπαυσε να καταβάλλει σε αυτούς τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, όπως και το επίδομα άδειας κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου πρώτου, παράγραφος Γ, υποπαράγραφος Γ.1 του ν. 4093/2012, μολονότι η διάταξη αυτή είναι αντίθετη με το άρθρο 4 παράγραφος 1 και το άρθρο 5 του Συντάγματος. Με το ιστορικό αυτό ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον καθένα από αυτούς συγκεκριμένα χρηματικά ποσά ως επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και άδειας για τα έτη 2013, 2014, 2015 νομιμότοκα. Οι αναιρεσείοντες, εξάλλου, με αύξοντα αριθμό στο δικόγραφο της αναίρεσης 14 έως και 17 στην από 17-10-2016 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 288/4-11-2016 αγωγή τους - την οποία είχαν απευθύνει ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ρεθύμνου και είχαν στρέψει κατά της δημοτικής κοινωφελούς επιχείρησης με την επωνυμία "ΚΟΙΝΩΦΕΛΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΔΗΜΟΥ ΡΕΘΥΜΝΗΣ", το διακριτικό τίτλο "Κ.Ε.ΔΗ.Ρ." και έδρα το Ρέθυμνο Ρεθύμνης - είχαν εκθέσει τα εξής: Ότι είχαν καταρτίσει με την εναγομένη σε συγκεκριμένες ημεροχρονολογίες ο καθένας τους έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας είτε ορισμένου, είτε - κατά περίπτωση- αορίστου χρόνου. Ότι έκτοτε προσέφεραν σε αυτή προσηκόντως την εργασία τους ο καθένας σύμφωνα με την ειδικότητά του και ότι, τέλος, η εναγομένη από 1-1-2013 και εφεξής έπαυσε να καταβάλλει σε αυτούς τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, όπως και το επίδομα άδειας κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου πρώτου, παράγραφος Γ, υποπαράγραφος Γ.1 του ν. 4093/2012, μολονότι η διάταξη αυτή είναι αντίθετη με το άρθρο 4 παράγραφος 1 και το άρθρο 5 του Συντάγματος. Με το ιστορικό αυτό ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον καθένα από αυτούς συγκεκριμένα χρηματικά ποσά ως επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και άδειας για τα έτη 2013, 2014, 2015 νομιμότοκα. Το Ειρηνοδικείο Ρεθύμνου συνεκδίκασε τις δύο (2) αγωγές (άρθρα 591 παράγραφος 1 και 246 του ΚΠολΔ) αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 591, 614 και 621 του ΚΠολΔ) και εξέδωσε την υπ' αριθμό ...-2017 οριστική απόφαση, με την οποία έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου πρώτου, παράγραφος Γ, υποπαράγραφος Γ.1 του ν. 4093/2012 είναι αντίθετη με το άρθρο 4 παράγραφος 1 και το άρθρο 5 του Συντάγματος και μετά από αυτό έκρινε την αγωγή νόμιμη, τη δέχθηκε περαιτέρω ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στους ενάγοντες συγκεκριμένα χρηματικά ποσά στον καθένα τους ως επίδομα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και επίδομα άδειας για τα έτη 2014 και 2015 νομιμότοκα. Η εναγομένη άσκησε κατά της απόφασης αυτής την από 2-1-2018 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 2/3-1-2018 έφεση για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζήτησε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση με σκοπό να απορριφθούν οι αγωγές, τις οποίες είχαν ασκήσει οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες εναντίον της. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνης ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο δίκασε την έφεση αντιμωλία των διαδίκων κατά τη διαδικασία κατά την οποία είχε δικάσει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη υπ' αριθμό 129/16-6-2020 τελεσίδικη απόφαση, με την οποία δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, κράτησε και συνεκδίκασε τις αγωγές, τις οποίες απέρριψε ως μη νόμιμες. Η αναιρεσιβαλλομένη δέχθηκε ειδικότερα τα εξής: "Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούμενη δέχθηκε ότι οι προαναφερόμενες αγωγές των ήδη εφεσιβλήτων, με το περιεχόμενο που εκτέθηκε ανωτέρω και αναφορικά με τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας των ετών, ήταν παραδεκτή και νόμιμη, ενόψει του ότι οι κρίσιμες διατάξεις της περ. 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ' του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 "Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016- Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016", ήταν ανίσχυρες ως αντίθετες στο Σύνταγμα και, συγκεκριμένα, στις αρχές της ισότητας, της αναλογικότητας, της προστασίας του δικαιώματος εργασίας και του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, όπως και στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Λόγω δε του ανίσχυρου της ως άνω διάταξης, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι δικαιούνταν, σύμφωνα με το αιτιολογικό της απόφασης, να λάβουν, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 16 ν. 4024/2011, τα αιτούμενα με την αγωγή επιδόματα εορτών και αδείας των ετών 2014 και 2015, καθώς τα εν λόγω επιδόματα για το έτος 2013 έχουν ήδη υποπέσει στην διετή παραγραφή που ισχύει για τις απαιτήσεις σε βάρος του Δημοσίου. Ωστόσο (...) δεν ευσταθεί καμία από τις νομικές αιτιάσεις στις οποίες οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι επιχειρούν να στηρίξουν το ανίσχυρο της διάταξης της περ. 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ' του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012. Ειδικότερα, η θέσπιση της κρίσιμης αυτής διάταξης, επαρκώς αιτιολογείται από το σχετικό ειδικό χωρίο της αιτιολογικής έκθεσης, όχι μόνο του, αλλά σε συνδυασμό με τη γενική αιτιολόγηση της παραγράφου Α' του ίδιου άρθρου και το παράρτημα I του νόμου αυτού, πρακτικά δηλαδή από τις ρυθμίσεις του ΜΠΔΣ, που κατέστησαν αναγκαίες, διότι τα προηγούμενα μέτρα της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν επέφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που εκδηλώθηκε και στην ημεδαπή το έτος 2009, όπως εκτέθηκε αναλυτικά στη ως άνω μείζονα σκέψη, και ως εκ τούτου όσα περί έλλειψης αιτιολογίας της ισχυρίζονται οι ενάγοντες, ανεξάρτητα αν δεν επάγουν καμία δικαστικά ελέγξιμη αντισυνταγματικότητά αυτής, είναι αβάσιμα. Η λήψη των προηγούμενων μέτρων, όπως και του κρίσιμου μέτρου, δεν αποτελούσε απόφαση μόνο της Ελλάδας, αλλά η δημοσιονομική σκοπιμότητα που εξυπηρετούσαν τόσο τα προηγούμενα μέτρα, όσο και αυτό, ουσιαστικά υλοποιούσε δεσμεύσεις δημοσιονομικών στόχων που απέρρεαν για τη χώρα μας και από προηγούμενες αποφάσεις του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δη, κατόπιν της αρχικής 2010/182/ΕΕ (ΕΕ Ε 83) απόφασής του, με την οποία απηύθυνε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 126 παράγραφος 9, σε συνδυασμό με το άρθρο 136, της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.), ειδοποίηση προς την Ελλάδα για τη λήψη μέτρων για τη μείωση του ελλείμματος, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η μείωση του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, των αποφάσεων: α) 2010/320/ΕΕ (ΕΕ Ε 145), της 8ης Ιουνίου 2010, απευθυνόμενη προς την Ελλάδα με σκοπό την ενίσχυση και εμβάθυνση της δημοσιονομικής εποπτείας, διά της οποίας ειδοποιείται η Ελλάδα να λάβει τα μέτρα μείωσης του ελλείμματος που κρίνονται αναγκαία για την αντιμετώπιση της κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος, β) 2011/734/ΕΕ (ΕΕ Ε 296), της 12ης Ιουλίου 2011, η οποία απευθύνεται προς την Ελλάδα με σκοπό την ενίσχυση και εμβάθυνση της δημοσιονομικής εποπτείας, και διά της οποίας ειδοποιείται η Ελλάδα να λάβει τα μέτρα μείωσης του ελλείμματος που κρίνονται αναγκαία για την αντιμετώπιση της κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος, γ) 2012/211/ΕΕ (ΕΕ Ε 113), της 13ης Μαρτίου 2012, για την τροποποίηση της απόφασης 2011/734/ΕΕ η οποία απευθύνεται προς την Ελλάδα με σκοπό την ενίσχυση και την εμβάθυνση της δημοσιονομικής εποπτείας, και με την οποία ειδοποιείται η Ελλάδα να λάβει τα μέτρα μείωσης του ελλείμματος που κρίνονται αναγκαία για την αντιμετώπιση της κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος, που όλες λήφθηκαν με επίκληση αφενός του άρθρου 136 παράγραφος 1 στοιχεία α' της ΣΛΕΕ που προβλέπει τη δυνατότητα θέσπισης ειδικών μέτρων για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, προκειμένου να ενισχυθεί ο συντονισμός και η εποπτεία της δημοσιονομικής τους πειθαρχίας και αφετέρου του άρθρου 126 της ΣΛΕΕ προβλέπει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα και θεσπίζει τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος προς τον σκοπό αυτό. Επισημαίνεται ότι τα μέτρα που η Ελλάδα ανέλαβε να υλοποιήσει προς συμμόρφωση με την υπό στοιχείο β' από τις ανωτέρω αποφάσεις του Συμβουλίου, η οποία τροποποιήθηκε με την υπό στοιχείο γ' από τις άνω αποφάσεις, και τα οποία εκτίθενται αναλυτικά στην απόφαση αυτή (2011/734/ΕΕ) ήταν ποικίλα και προς διάφορες κατευθύνσεις και όχι "μονοδιάστατα" αναφορικά με το μισθολογικό κόστος των υπηρετούντων στο Δημόσιο Τομέα. Αυτό ευχερώς συνάγεται και μόνο από το γεγονός ότι η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση με την απόφαση αυτή (2011/734/ΕΕ) να θεσπίσει συνολικά 111 μέτρα (17 μέχρι το τέλος Ιουνίου 2010, 16 μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου 2010, 26 μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 2010, 9 μέχρι το τέλος Μαρτίου 2011, 17 μέχρι το τέλος Ιουνίου 2011, 16 μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου 2011, 8 μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 2011 και 2 μέχρι το τέλος Μαρτίου 2012). Μια αναλυτική παράθεση των μέτρων αυτών (που άλλωστε είναι δημοσιευμένα στην επίσημη εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης [...]), όπως και του ελέγχου συμμόρφωσης με αυτά, δεν κρίνεται αναγκαία για την περαιτέρω αιτιολόγηση της αβασιμότητας της αιτίασης των εναγόντων περί μονοδιάστατου χαρακτήρα και διαρκούς επιβάρυνσης των μισθοδοτούμενων από το Δημόσιο Τομέα, διότι προς τούτο επαρκούν όσα συνάγονται ακόμα και από τις ρυθμίσεις του ίδιου του ν. 4093/2012, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη ότι από την ενότητα II του ίδιου Κεφαλαίου Β' του ΜΠΔΣ που, όπως προαναφέρθηκε, αποτελούσε το εγκρινόμενο με την παράγραφο Α' του άρθρου πρώτου παράρτημα I του νόμου αυτού, προκύπτει η παράλληλη πρόβλεψη αποκρατικοποιήσεων συνολικού ποσού 2.557 εκατομμυρίων ευρώ για το έτος 2013, ήτοι ποσού σχεδόν εξαπλάσιου του συνολικού ποσού των 431 εκατομμυρίων ευρώ της κατάργησης των επίδικων επιδομάτων για το ίδιο έτος, όπως επίσης και παράλληλη πρόβλεψη για παρέμβαση στα έσοδα υπό τον κωδικό 10.1 με μείωση των επιστροφών φόρου στους αγρότες κατά 152 εκατομμύρια ευρώ, ήτοι μια ρύθμιση σε βάρος ομάδας φορολογουμένων για την οποία υπήρχε αντίληψη υποφορολόγησης, η οποία (ρύθμιση) μπορεί ποσοτικά να υπολειπόταν της κρίσιμης ρύθμισης και δη να εμφανιζόταν ως υποτριπλάσια αυτής σε απόλυτους αριθμούς, αλλά "αναλογικά" δεν υπολείπεται, καθόσον η ίδια κοινή αντίληψη θέλει τους μισθοδοτούμενους από το Δημόσιο Τομέα να είναι τουλάχιστον υπερτριπλάσιοι των αγροτών, οπότε ο επιμερισμός των κονδυλίων αυτών κατά φορολογούμενο, εκτιμάται ότι τουλάχιστον εξισώνει την κατά "κεφαλή" επιβάρυνση από το κρίσιμο μέτρο με το αμέσως προαναφερόμενο σε βάρος των αγροτών. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω και δη ότι η θέσπιση της κρίσιμης διάταξης δεν αποτελούσε ένα αποσπασματικό και μεμονωμένο μέτρο, σε βάρος μιας κατηγορίας των μισθοδοτούμενων από το Δημόσιο Τομέα και δη ενδεχομένως υπαγόμενης σε καθεστώς με ιδιαίτερες - πρόσθετες μισθοδοτικές εγγυήσεις, αλλά ένα μέτρο καθολικής εφαρμογής για όλους τους μισθοδοτούμενους από το Δημόσιο, όπως προκύπτει από την καθολικότητα της διατύπωσής αυτού, που λήφθηκε στα πλαίσια ενός γενικότερου μεσοπρόθεσμου προγράμματος, η κατάρτιση του οποίου προς επίτευξη συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων εντός συγκεκριμένων χρονικών πλαισίων υπαγορευόταν και από υποχρεώσεις της Ελλάδας που απέρρεαν από τις ομοίως αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης [επισημαίνεται ότι μόνο με την υποπαράγραφος Ε.3. περ. 2 του άρθρου τρίτου ν. 4254/2014, ορίστηκε ότι για την αντιμετώπιση των αυξημένων αναγκών των Ανάπηρων Πολέμου Αξιωματικών με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, οι οποίοι εντάχθηκαν σε πολεμική διαθεσιμότητα, χορηγείται από 1.4.2014 ως προσωπική διαφορά, το συνολικό μηνιαίο ποσό που περικόπηκε από τις μηνιαίες αποδοχές τους με βάση τις διατάξεις της περίπτωσης 1 και των περιπτώσεων 31 και 32 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α' 222)], προκρίνεται ότι: Α) Λαμβάνοντας υπόψη και όσα εκτέθηκαν στην ως άνω μείζονα σκέψη, ο επιδιωκόμενος με την κρίσιμη διάταξη σκοπός, ήτοι η εξυπηρέτηση του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, με τις επιδιώξεις αυτού, εντός συγκεκριμένου οικονομικού και δημοσιονομικού υποβάθρου, όπως εκτέθηκαν αναλυτικά ανωτέρω, με κύρια επιδίωξη την περαιτέρω μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος προς επίτευξη συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η συνεχιζόμενη οικονομική και δημοσιονομική κρίση, η πρώτη δέσμη μέτρων αντιμετώπισης της οποίας δεν απέφερε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αποτελεί λόγο δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί τη νεότερη αυτή επέμβαση του νομοθέτη στο μισθολογικό κόστος γενικά των υπηρετούντων στο Δημόσιο Τομέα, και η κρίσιμη ρύθμιση παρίσταται ως πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν είναι προδήλως δυσανάλογη προς αυτόν, ενώ παράλληλα αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος με την υλοποίηση του οποίου ο νομοθέτης υπηρετεί σκοπούς που, όπως προαναφέρθηκε, συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, αλλά και επιπλέον αποτελούν, εν τέλει, και σκοπούς ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, στα πλαίσια της καθιερούμενης από το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρέωσης δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφάλισης της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ (...). Έτσι αβάσιμα επικαλούνται οι ενάγοντες ότι η κρίσιμη ρύθμιση αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφος 1 και 5, 5 παράγραφος 1, και 25 παράγραφος 1 και 4 του Συντάγματος. Εξάλλου, η επίδικη διάταξη δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παράγραφος 5 και 25 παράγραφος 4 του Συντάγματος και για έναν ακόμη λόγο, δεδομένου ότι πρόκειται για μέτρο που αφορά όλους τους υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ενώ διαφορετικό είναι το ζήτημα της χορήγησης των επιδομάτων εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι αποτελούν διαφορετική κατηγορία, σε βάρος της οποίας έχουν επιβληθεί άλλα οικονομικής φύσεως μέτρα (...). Εξάλλου, πέραν των όσων έχουν ήδη εκτεθεί, αναφορικά με την επικαλούμενη αντίθεση με τη γενική αρχή της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που θεμελιώνεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του Συντάγματος, πρέπει να προστεθεί και ότι η εν λόγω συνταγματική διάταξη δεν κατοχυρώνει δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών, εκτός αν συντρέχει περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης (....) και οι ενάγοντες δεν επικαλούνται για οποιονδήποτε από αυτούς κάποιο επιπλέον ειδικό στοιχείο, αναφορικά με την προσωπική τους κατάσταση, τέτοιο που ενδεχομένως θα δικαιολογούσε ως προς τη νομική αξιολόγηση της αγωγής τη γενικόλογα επικαλούμενη περιέλευσή τους σε αναξιοπρεπείς συνθήκες λόγω της μισθοδοτικής μείωσης που υπέστησαν από την κρίσιμη διάταξη, όπως π.χ. αυξημένες ανάγκες λόγω αναπηρίας (...), οπότε μια τέτοια αιτίαση θα έπρεπε να ελεγχθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Επίσης, αναφορικά με την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να επισημανθεί και ότι δεν τίθεται θέμα παράβασης αυτής ενόψει του ότι δεν προσδόθηκε προσωρινός χαρακτήρας στο κρίσιμο μέτρο, διότι, ανεξάρτητα από το εάν από την αρχή αυτή απορρέει τέτοιου είδους επιταγή (όπως επικαλούνται οι ενάγοντες), σε κάθε περίπτωση, με το σύνολο των μέτρων που έχουν ληφθεί, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το επίδικο μισθοδοτικό, επιδιώκεται, όπως έχει ήδη εκτεθεί, όχι μόνο η αντιμετώπιση της, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, οξείας δημοσιονομικής κρίσης, αλλά και η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών κατά τρόπο που θα διατηρηθεί στο μέλλον (...). Γίνεται δε λόγος για μισθοδοτική μείωση, διότι τα κρίσιμα επιδόματα ανέκαθεν συνιστούσαν ουσιαστικά απλές μισθοδοτικές προσαυξήσεις και όχι επιδόματα συναρτώμενα με κάποια ιδιαιτερότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, κάτι άλλωστε που αναγνωρίστηκε και κατά την υπογραφή του "Πρώτου" από 3-5-2010 "Μνημονίου", ακριβέστερα "Μνημονίου Συνεννόησης", που απαρτιζόταν από τρία επιμέρους "Μνημόνια": ι) το "Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής", ίί) το "Μνημόνιο στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής" και ιιι) το "Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης", καθόσον στο Κεφάλαιο III "Οικονομικές Πολιτικές" του πρώτου από τα ανωτέρω επιμέρους "Μνημόνια", που προσαρτήθηκε στο ν. 3845/2010, αναφερόταν ότι "Μειώσεις στους μισθούς: Η πληρωμή του 13ου και 14ου μισθού θα απαλειφθεί για όλους τους εργαζομένους. Για την προστασία των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων, για όσους λαμβάνουν λιγότερο από € 3.000 μηνιαίως θα υιοθετηθεί ένα ενιαίο επίδομα € 1.000 ετησίως ανά εργαζόμενο, το οποίο θα χρηματοδοτηθεί μέσω μείωσης επιδομάτων για τους υψηλόμισθους". Ακόμα, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν συντρέχει περίπτωση προσβολής της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, σε περίπτωση που ένα νομοθετικό μέτρο επιβάλλεται ενόψει έκτακτων και απρόβλεπτων συνθηκών και έχει επείγοντα χαρακτήρα (...), δεν συντρέχει αντίθεση της κρίσιμης διάταξης ούτε με την προαναφερόμενη ερμηνευτικά συναγόμενη από συνδυασμό συνταγματικών διατάξεων γενική αρχή, διότι συνέχιζαν να υφίστανται έκτακτες και απρόβλεπτες συνθήκες και είχε επείγοντα χαρακτήρα η λήψη αυτού, όπως συνάγεται από το γεγονός ότι η πρώτη δέσμη μέτρων δεν είχε αποδώσει τα αναμενόμενα, και η Ευρωπαϊκή Ένωση διαρκώς επικαιροποιούσε τις Αποφάσεις που απηύθυνε στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση της συνεχιζόμενος κρίσης. Εξάλλου, αντίθετη εκδοχή, ότι δηλαδή απαγορεύεται η μεταβολή ενός ευνοϊκού νομοθετικού καθεστώτος, θα κατέληγε σε παράλυση της δράσης του νομοθέτη και, ειδικά στο πεδίο του οικονομικού προγραμματισμού, σε ματαίωση να ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις σύμφωνα με τις επιταγές του δημοσίου συμφέροντος, ακόμη και τις ήδη γεννημένες (...). Β) Ενόψει των όσων έχουν ήδη εκτεθεί περί του ότι η κρίσιμη διάταξη, δεν παρίσταται, κατ' αρχήν (δηλαδή στη γενικότητα των περιπτώσεων των μισθοδοτούμενων από το Δημόσιο Τομέα, στην οποία εντάσσονται και οι ενάγοντες, αφού δεν επικαλούνται κάποια ιδιαιτερότητα αυτών έναντι των λοιπών που υπάγονται στην ίδια κρίσιμη ρύθμιση), απρόσφορη, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με αυτήν σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι τα με αυτή λαμβανόμενα μέτρα δεν ήταν αναγκαία, λαμβάνοντας υπόψη και ότι η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της διαπιστωθείσας από αυτόν κρίσιμης κατάστασης υπόκειται σε οριακό μόνο δικαστικό έλεγχο, παράμετρος που ιδιαίτερα αξιολογείται και από το Ε.Δ.Δ.Α., έπεται ότι αυτή δεν είναι αντίθετη ούτε με τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (...). Εξάλλου (...) η αντιμετώπιση της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης της Χώρας και, επιπροσθέτως, η δημοσιονομική εξυγίανση αυτής δεν - στηρίχθηκε μόνο στη μείωση των δαπανών μισθοδοσίας από το Δημόσιο Τομέα, αλλά στη λήψη και άλλων μέτρων, οικονομικών, δημοσιονομικών και διαρθρωτικών, η συνολική και συντονισμένη εφαρμογή των οποίων εκτιμήθηκε από το νομοθέτη ότι θα συνέβαλε στην αντιμετώπιση της κρίσης και στη βελτίωση των δημοσιονομικών της μεγεθών, κατά τρόπο δυνάμενο να διατηρηθεί και μέλλον (...). Ακόμα, αβάσιμα ισχυρίζονται οι ενάγοντες ότι η κρίσιμη διάταξη αποστερεί από αυτούς ένα περιουσιακό δικαίωμα, διότι (...) τα επίδικα δικαιώματα συνιστούσαν αληθώς απλές μισθολογικές προσαυξήσεις και για το λόγο αυτό δεν συνέτρεχε περίπτωση στέρησης, αλλά περιορισμού ενός υφισταμένου μισθολογικού δικαιώματος, ο οποίος περιορισμός, κατά τα ήδη δεκτά γενόμενα στη γενικότητά του ήταν αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο, εξασφαλίζοντας, κατ' αρχήν, ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων (...), συνεκτιμώντας προς τούτο και ότι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών, στην οποία απέβλεπε το ΜΠΔΣ που εγκρίθηκε με τον κρίσιμο ν. 4093/2012, είναι προς όφελος του συνόλου των πολιτών (...). Στέρηση θα υπήρχε στην περίπτωση που ως μέτρο για την αντιμετώπιση της κρίσης είχε αποφασιστεί η έστω και για ένα μήνα ή για κάποιους μήνες μη καταβολή οποιουδήποτε ποσού ως μισθού στους υπηρετούντες στο Δημόσιο Τομέα, περίπτωση που δεν συντρέχει με την κρίσιμη διάταξη. Συνακόλουθα, αφού οι παραπάνω αναφερόμενες αγωγές, είναι απορριπτέες κατά το κεφάλαιό τους που αφορά την καταβολή των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας (...) ως μη νόμιμες, λόγω αβασιμότητας όλων των αιτιάσεων των εναγόντων περί αντίθεσης των κρίσιμων διατάξεων με διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος, η εκκαλούμενη απόφαση που έκρινε τις αγωγές νόμιμες, ως προς το κεφάλαιό τους αυτό, έσφαλε (...)". 3. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 560 παράγραφος 1 εδάφιο α του ΚΠολΔ "[κ]ατά των (...) αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (...)". Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται α) αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, β) αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές και γ) αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση - μεταξύ άλλων - του νόμω βασίμου της αγωγής. Ελέγχεται, δηλαδή, και αν η αγωγή ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη (ΟλΑΠ 5/2023). Σύμφωνα, περαιτέρω, με το άρθρο 1 παράγραφος 5 του ν. 3833/2010, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 90 παράγραφος 5 του ν. 3842/2010, "[ο]ι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία προβλεπόμενα των εργαζομένων χωρίς εξαίρεση, σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) που ανήκουν στο κράτος, σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α. ή επιχορηγούνται τακτικά από τον κρατικό προϋπολογισμό ή είναι δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005, μειώνονται κατά ποσοστό επτά τοις εκατό (7%). Τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας μειώνονται κατά τριάντα τοις εκατό (30 %), αντίστοιχα. Από τη μείωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση ή την υπηρεσιακή εξέλιξη, καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους και το μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, καθώς και της παραγράφου 4 κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας.". Κατά το άρθρο 2 παράγραφος 1 του ίδιου νόμου: "[ο]ι πάσης φύσεως αποδοχές και πρόσθετες αμοιβές ή απολαβές που καταβάλλονται στους λειτουργούς ή υπαλλήλους ή μισθωτούς με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., των Ενόπλων Δυνάμεων, της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και του Λιμενικού Σώματος απαγορεύεται να υπερβαίνουν τις αποδοχές Γενικού Γραμματέα Υπουργείου, όπως αυτές κάθε φορά καθορίζονται, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η οικογενειακή παροχή, τα επιδόματα εορτών και αδείας, καθώς και τα επιδόματα των παραγράφων 7, 8 και 9 του άρθρου 12 του ν. 3205/2003. Στο ανωτέρω όριο δεν συνυπολογίζεται το επίδομα για υπηρεσία στην αλλοδαπή, όπως προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις". Σύμφωνα, τέλος, με την παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 90 παράγραφος 5 του ν. 3842/2010, "[ο]ι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή (...) και στο πάσης φύσεως προσωπικό των Ν.Π.Ι.Δ. που ανήκουν στο κράτος, σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α. ή επιχορηγούνται τακτικά από τον Κρατικό Προϋπολογισμό ή είναι δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005. (...)". Στη συνέχεια με το άρθρο τρίτο "Μέτρα για τη μείωση των δημόσιων δαπανών παράγραφοι 4 και 6 του ν. 3845/2010 έλαβε χώρα περαιτέρω μείωση των αποδοχών των λειτουργών, υπαλλήλων και μισθωτών που προαναφέρθηκαν και συγκεκριμένα ορίσθηκαν τα εξής: "4. Οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, ή διαιτητική απόφαση, ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία προβλεπόμενα, των εργαζομένων χωρίς εξαίρεση στους φορείς του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, μειώνονται κατά ποσοστό τρία τοις εκατό (3%). Από τη μείωση του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση ή την υπηρεσιακή εξέλιξη, καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους και το μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους". "6. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για (...) υπαλλήλους και μισθωτούς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 1 έως και 4, καθώς και για τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 5, καθορίζονται ως εξής: α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε πεντακόσια (500) ευρώ. β) Το επίδομα εορτών Πάσχα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. γ) Το επίδομα αδείας, σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Τα επιδόματα του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλονται, εφόσον οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων του προηγούμενου εδαφίου, δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τα τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με ανάλογη μείωσή τους". Από τη γραμματική διατύπωση των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι οι μειώσεις αυτές αφορούν ανεξαιρέτως στο σύνολο των εργαζομένων σε Ν.Π.Ι.Δ. , τα οποία ανήκουν και σε Ο.Τ.Α., χωρίς καμία περαιτέρω εξειδίκευση ή παραπομπή σε διατάξεις άλλου νομοθετήματος. Το άρθρο 4 παράγραφος 5 του Συντάγματος, περαιτέρω, ορίζει ότι: "Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους". Το άρθρο 25 παράγραφοι 1 και 4 ότι: "1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους (...). Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. 4. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης" και το άρθρο 106 παράγραφος 1 ότι: "Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας (...). Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης μπορεί να θεσπίσει μέτρα για την περιστολή των δημόσιων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλου αριθμού εργαζομένων και στο δημόσιο τομέα παραγωγής. Η δυνατότητα, όμως, αυτή δεν είναι απεριόριστη και διέπεται από τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Οι αρχές αυτές επιβάλλουν να κατανέμεται το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως, επίσης, και όσων ασκούν ελεύθερο επάγγελμα, επειδή η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών αποβαίνει προς όφελος όλων. Η αξίωση, ειδικότερα, του Κράτους σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 4 του Συντάγματος να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, επιτάσσει τα μέτρα που λαμβάνονται για να αντιμετωπισθεί μια παρατεταμένη δυσμενής οικονομική συγκυρία να μην επιβαρύνουν πάντοτε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, επειδή διαφορετικά θα υπήρχε εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών (ΟλΣτΕ 431/2018). Ο νομοθέτης, συνεπώς, μπορεί καταρχήν να αναμορφώνει το μισθολόγιο των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων σύμφωνα με τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούν κάθε φορά στη Χώρα και τη γενική δημοσιονομική της κατάσταση και να εισάγει νέες ρυθμίσεις που τείνουν στη μείωση του μισθολογικού κόστους όσων απασχολούνται και στο δημόσιο με απώτερο σκοπό να θεραπεύσει το δημόσιο οικονομικό συμφέρον, διότι η κοινωνική πρόοδος και η ευημερία των πολιτών ενός κράτους εξαρτάται και από την κατάσταση της οικονομίας του (ΑΕΔ 25/2012, ΑΠ 594/2021). Η αντίληψη ότι ο εθνικός νομοθέτης έχει τα περιθώρια που προαναφέρθηκαν, όταν λαμβάνει νομοθετικά μέτρα για δημοσιονομικούς λόγους υιοθετείται και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), το οποίο πάγια δέχεται ότι στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. εμπίπτουν βέβαια οι δεδουλευμένες αποδοχές του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου και η προσδοκία για τη μελλοντική καταβολή τους, εφόσον υφίσταται επαρκής νομική βάση στο εθνικό δίκαιο για την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων, πλην όμως με τις διατάξεις αυτές δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε διαρκή απόληψη αποδοχών συγκεκριμένου ύψους. Περαιτέρω με την εμφάνιση της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του έτους 2010, ο νομοθέτης, επειδή εκτίμησε ότι υπήρχε άμεσος κίνδυνος να καταρρεύσει η οικονομία και να χρεωκοπήσει η Χώρα και ότι για το λόγο αυτό ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έλαβε έναντι της υποστήριξης αυτής σειρά μέτρων για την περιστολή των δημόσιων δαπανών, όπως ήταν και οι περικοπές και μειώσεις στις αποδοχές των υπαλλήλων του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές, οι οποίες υλοποιήθηκαν αρχικά με τις διατάξεις των νόμων 3833/2010, 3845/2010 και 4024/2011 εντάσσονται στις δέσμες μέτρων που είχαν ως βάση τις προβλέψεις του πρώτου "Μνημονίου Συνεννόησης" και του πρώτου "Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής", ετών 2012-2015, και απέβλεπαν στην άμεση μείωση των κρατικών δαπανών για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης, στην οποία είχε βρεθεί η Χώρα. Τα μέτρα αυτά δεν ήταν καταρχήν απρόσφορα - και μάλιστα προδήλως - και μη αναγκαία για αν αντιμετωπισθεί η οικονομική κρίση (ΟλΣτΕ 3372/2015, ΟλΣτΕ 3373/2015, ΑΠ 1467/2022, ΑΠ 77/2022). Ο νομοθέτης στη συνέχεια με το ν. 4093/2012, επειδή είχε προηγουμένως διαπιστώσει, ότι η οικονομική ύφεση συνεχιζόταν και ότι η Χώρα εξακολουθούσε να έχει συνεχή προβλήματα με τη φορολογική "συμμόρφωση", την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Κράτος και την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αποφάσισε να λάβει και πάλι, μεταξύ άλλων, ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης την περαιτέρω μείωση των αποδοχών όσων μισθοδοτούντο από Δημόσιο. Για το λόγο αυτό με τη διάταξη της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 καταργήθηκαν πλήρως από 1-1-2013 τα επιδόματα εορτών και άδειας. Ειδικότερα με τη διάταξη αυτή ορίσθηκε ότι: "Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη, ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. , Ν.Π.Ι.Δ. και Ο.Τ.Α. , καθώς και για τα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και αντίστοιχους της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος, καταργούνται από 1.1.2013". Ο νομοθέτης και στην περίπτωση αυτή δεν εμποδιζόταν κατ' αρχήν από οποιαδήποτε συνταγματική διάταξη ή αρχή να αναμορφώσει το μισθολόγιο των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων με την εισαγωγή νέων ρυθμίσεων, οι οποίες υπόκεινται σε οριακό μόνο δικαστικό έλεγχο. Ο νομοθέτης, επομένως, είχε την εξουσία για δημοσιονομικούς λόγους, η συνδρομή των οποίων δεν ελέγχεται δικαστικά, να θεσπίσει μέτρα για να περισταλούν οι δημόσιες δαπάνες - όπως είναι οι δαπάνες για την καταβολή μισθών και συντάξεων σε μεγάλες ομάδες πληθυσμού - και να περιορισθεί με τον τρόπο αυτό το δημόσιο έλλειμμα. Τα μέτρα αυτά επιβάρυναν κυρίως τους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αλλά δεν έθεσαν σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωσή τους, η οποία προσδιορίζεται όχι με βάση τις αποδοχές που λάμβαναν πριν από τις περικοπές και τις μειώσεις, αλλά σύμφωνα με τις γενικές οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στη Χώρα και σε συνάρτηση με το γενικό επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού της. Ο νομοθέτης, περαιτέρω, με το ν. 4093/2012 κατήργησε πλήρως τα επιδόματα εορτών και αδείας και για τους υπαλλήλους των κοινωφελών επιχειρήσεων που ανήκαν σε Ο.Τ.Α. Το μέτρο αυτό αποτέλεσε τμήμα ενός ευρύτερου, ολοκληρωμένου, προγράμματος για τη δημοσιονομική προσαρμογή ("Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 - 2016") και την προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην ελληνική οικονομίας, το οποίο αποσκοπούσε τόσο στην κάλυψη των άμεσων οικονομικών αναγκών της Χώρας και την αντιμετώπιση των ιδιαίτερα αυξημένων ελλειμμάτων, όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής κατάστασής της, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, οι οποίοι συνιστούσαν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και μπορούσαν να δικαιολογήσουν καταρχήν τη λήψη τέτοιων, τα οποία ήταν αποτέλεσμα της συμμετοχής της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Τα επιδόματα, εξάλλου, εορτών και αδείας δεν συνιστούν απόλυτα προνόμια και ο περιορισμός των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων και των λοιπών μισθωτών με την κατάργησή τους δικαιολογείται για λόγους γενικού δημοσιονομικού συμφέροντος. Το νομοθετικό αυτό μέτρο, συνεπώς, ανταποκρινόταν και στους σκοπούς που επιδιώκει η Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή στη διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών - μελών - τα οποία έχουν ως νόμισμα το ευρώ - και στην εξασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ. Για το λόγο αυτό η κατάργηση των επιδομάτων εορτών και άδειας συνέβαλε άμεσα στην περιστολή των δημόσιων δαπανών. Η ρύθμιση επομένως της διάταξης που προαναφέρθηκε δικαιολογείται πλήρως, δεν παρίσταται προδήλως απρόσφορη για να επιτευχθεί η δημοσιονομική εξυγίανση της Χώρας και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαία, διότι υπαγορευόταν από την επιτακτική ανάγκη να μειωθεί το δημόσιο έλλειμμα και να εξυγιανθούν τα οικονομικά της Χώρας. Οι αποδοχές, εξάλλου, των υπαλλήλων που ενέπιπταν στις ρυθμίσεις των ίδιων διατάξεων, μολονότι πράγματι μειώθηκαν με την κατάργηση των επιδομάτων που προαναφέρθηκαν, εξακολουθούσαν να εξασφαλίζουν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης στους εργαζομένους και στις κοινωφελείς δημοτικές επιχειρήσεις τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας, όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο. Η επιλογή, εξάλλου, του νομοθέτη να λάβει συγκεκριμένα νομοθετικά μέτρα για να αντιμετωπίσει την κρίσιμη οικονομική κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει η Χώρα, μπορεί οριακά μόνο να ελεγχθεί από τα δικαστήρια, επειδή η νομοθετική αρμοδιότητα ανήκει κατά το Σύνταγμα στα νομοθετικά και όχι και στα λοιπά όργανα της Πολιτείας. Η λήψη, περαιτέρω, συγκεκριμένων νομοθετικών μέτρων και όχι άλλων, τα οποία θα ήταν ενδεχομένως δυνατόν να ληφθούν για να υπηρετηθεί ο ίδιος κοινωνικός και οικονομικός σκοπός, δεν υπόκειται κατά κανόνα σε δικαστικό έλεγχο. Ο νομοθέτης, εξάλλου, δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά για ποιο λόγο έλαβε τα συγκεκριμένα - πρόσφορα κατά την κρίση του - οικονομικά μέτρα και όχι διαφορετικά με συνέπεια μόνη η έλλειψη ειδικής αιτιολογίας δεν καθιστά μη αιτιολογημένη γενικά την επίδικη ρύθμιση. Η κατάργηση, περαιτέρω, των επιδίκων παροχών είναι προδήλως εύλογη, διότι είχε σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου οικονομικού συμφέροντος της Χώρας και δεν έθεσε σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση των εργαζομένων και στις κοινωφελείς δημοτικές επιχειρήσεις. Το γεγονός, περαιτέρω, ότι άλλες ρυθμίσεις του ν. 4093/2012, οι οποίες αφορούσαν διαφορετικά θέματα, κρίθηκαν αντισυνταγματικές, δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι και η επίδικη ρύθμιση είναι αντίθετη με διατάξεις του Συντάγματος (ΟλΣτΕ 1307/2019, ΑΠ 899/2021). Αντίθετη εκδοχή θα ισοδυναμούσε με αφηρημένο έλεγχο συνταγματικότητας του νόμου, ο οποίος σύμφωνα με το Σύνταγμα δεν έχει ανατεθεί στα δικαστήρια. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν η διάταξη της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με την οποία καταργήθηκαν τα επιδόματα εορτών και το επίδομα αδείας στους εργαζομένους και στις κοινωφελείς επιχειρήσεις που ανήκαν σε Ο.Τ.Α., δεν παραβιάζει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού οικονομικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των υπαλλήλων που προαναφέρθηκαν και συνεπώς δεν αντίκειται τόσο στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παράγραφος 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, όσο και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (ΟλΣτΕ 798/2021, ΑΠ 899/2021, ΑΠ 1280/2020). Η ίδια διάταξη, τέλος, δεν είναι αντίθετη και στα άρθρα 4 παράγραφος 5 και 25 παράγραφος 4 του Συντάγματος, επειδή εισήγαγε μέτρο που αφορούσε σε όλους τους υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως και των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Ι.Δ., που ανήκαν στους Ο.Τ.Α (ΟλΣτΕ 798/2021, ΑΠ 8/2022, ΑΠ 899/2021). Για τους ίδιους λόγους η διάταξη που προαναφέρθηκε δεν αντίκειται και στις διατάξεις των άρθρων 2 παράγραφος 1, 22, 23 και 106 παράγραφος 1 του Συντάγματος (ΑΠ 77/2024, ΑΠ 7/2023, 1467/2022, ΑΠ 476/2022). Περαιτέρω το άρθρο 4 με τον παράτιτλο "[τ]ο δικαίωμα σε δίκαιη αμοιβή" του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 4359/2016 (Φ.Ε.Κ. Α 50/20-1-2016) στην παράγραφο 1 ορίζει τα εξής: "Με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος σε δίκαιη αμοιβή, τα Μέρη αναλαμβάνουν: 1. να αναγνωρίζουν το δικαίωμα των εργαζομένων σε αμοιβή που θα εξασφαλίζει σε αυτούς και στις οικογένειες τους ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης". Η διεθνής αυτή σύμβαση κατά τη βούληση των συμβαλλομένων μερών περιέχει στη συγκεκριμένη διάταξη μια γενική αρχή και μια έντονη υπόδειξη προς τα συμβαλλόμενα κράτη να εισάγουν κατάλληλα και αποτελεσματικά ένδικα βοηθήματα για να βελτιώσουν στην εθνική έννομη τάξη τους την προστασία του κοινωνικού δικαιώματος για δίκαιη αμοιβή από την παροχή εργασίας. Η διάταξη, δηλαδή, αυτή εισάγει μια γενική κατευθυντήρια αρχή που απευθύνεται προς τα συμβαλλόμενα μέρη και δεν περιέχει πλήρη, σαφή και απροϋπόθετο κανόνα δικαίου για να είναι συνεπώς αμέσως εκτελεστή ("self-executing") στις εθνικές έννομες τάξεις των μερών που είχαν συνάψει τη σύμβαση και να έχει μάλιστα στην ελληνική έννομη τάξη σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1 του Συντάγματος το προβάδισμα έναντι αντίθετων εθνικών κανόνων δικαίου. Οι ιδιώτες επομένως δεν μπορούν να επικαλεσθούν ευθέως την εφαρμογή της διάταξης που προαναφέρθηκε ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων (βλ. τα κριτήρια για το χαρακτηρισμό των διατάξεων μίας διεθνούς δικαιοπραξίας ως σύμβασης με αυτοδύναμη εφαρμογή στη Γνωμοδότηση του Διαρκούς Δικαστηρίου της Διεθνούς Δικαιοσύνης ("PCIJ") αριθμός 15 της 3-3-1928 για την αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Ντάντσιχ (πρβλ. ΟλΣτΕ 1536/2023 σκέψη 27, ΟλΣτΕ 177/2023 σκέψη 32). Στο μοναδικό λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες εκθέτουν ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνης, το οποίο δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφοι 1 και 5, 22, 25 παράγραφος 1, 106 του Συντάγματος, το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., το άρθρο 4 παράγραφος 1 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη και την περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου ν. 4093/2012 με συνέπεια να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από το άρθρο 560 αριθμός 1 του ΚΠολΔ και να πρέπει για το λόγο αυτό να αναιρεθεί. Οι αναιρεσείοντες εκθέτουν, ειδικότερα, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, διότι έκρινε ότι η αναιρεσίβλητη ως δημοτική κοινωφελής επιχείρηση δεν είχε νόμιμη υποχρέωση - σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου ν. 4093/2012 - να καταβάλλει σε αυτούς κατά την επίδικη χρονική περίοδο επιδόματα εορτών και άδειας με συνέπεια να απορρίψει την αγωγή τους ως μη νόμιμη, μολονότι η διάταξη που προαναφέρθηκε είναι αντίθετη με τα άρθρα 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφος 5, 5 παράγραφος 1, 22 παράγραφος 1, 25 παράγραφος 1, 106 του Συντάγματος, το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και το άρθρο 4 παράγραφος 1 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Στην προκειμένη περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε, ειδικότερα, ότι η αναιρεσίβλητη ως δημοτική κοινωφελής επιχείρηση ενέπιπτε στη ρύθμιση της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου ν. 4093/2012 - κατά την οποία από 1-1-2013 και εφεξής καταργήθηκαν και δεν καταβάλλονται πλέον επιδόματα εορτών και αδείας και σε υπαλλήλους δημοτικών κοινωφελών επιχειρήσεων - με συνέπεια να μην έχει νόμιμη υποχρέωση να καταβάλλει έκτοτε στους αναιρεσείοντες-υπαλλήλους της τα επιδόματα που προαναφέρθηκαν. Για το λόγο αυτό το Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε ως βάσιμη την από 2-1-2018 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 2/3-1-2018 έφεση, την οποία είχε ασκήσει η αναιρεσίβλητη κατά της υπ' αριθμό 260/29-8-2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Ρεθύμνου, εξαφάνισε μετά από αυτό την εκκαλουμένη και απέρριψε ως μη νόμιμες τις από 17-11-2016 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 310/18-11-2016 και από 17-10-2016 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 288/4-11-2016 αγωγές που είχαν ασκήσει οι αναιρεσείοντες εναντίον της. Με την κρίση του αυτή - σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν - το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφοι 1 και 5, 22, 25 παράγραφος 1, 106 του Συντάγματος, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., 4 παράγραφος 1 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη και την περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου ν. 4093/2012. Η ειδικότερη αιτίαση, την οποία προβάλλουν οι αναιρεσείοντες κατά της αναιρεσιβαλλομένης, ότι η ρύθμιση του άρθρου πρώτου παράγραφος Γ υποπαράγραφος Γ.1 περίπτωση 1 του ν. 4093/2012 είναι αντίθετη με το άρθρο 4 παράγραφος 1 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 4539/2016 (Φ.Ε.Κ. Α 5/20-1-2016), πρέπει να απορριφθεί, διότι - σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν - οι αναιρεσείοντες δεν είχαν τη δυνατότητα να επικαλεσθούν ευθέως ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων το δικαίωμα που παρέχει σε αυτούς η διάταξη που προαναφέρθηκε (άρθρο 28 παράγραφος 1 του Συντάγματος, ΣτΕ 392/2024). Σε κάθε περίπτωση η ως άνω ρύθμιση δεν είναι αντίθετη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Αναθεωρημένου Ευρωπαικού Χάρτη, καθόσον ενόψει των προεκτεθέντων, δεν πλήττεται το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης των αναιρεσειόντων (ΑΠ 466/2024, 7/2023).
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επομένως, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμός 1 του ΚΠολΔ, όπως αβάσιμα επικαλούνται οι αναιρεσείοντες με το μοναδικό λόγο της αναίρεσής τους. Η αίτηση συνεπώς πρέπει να απορριφθεί. Λόγος για δικαστικά έξοδα δεν θα γίνει, επειδή ο Δήμος Ρεθύμνου, ο οποίος παρέστη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ως διάδοχος της αρχικά αναιρεσίβλητης, δεν κατέθεσε προτάσεις και δεν υπέβαλε αίτημα να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά του έξοδα (άρθρα 573 παράγραφος 1, 106 και 176 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-4-2021 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 15/20-4-2021 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμό 129/16-6-2020 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Μαρτίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Μαΐου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ