
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 740 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 740/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη και Απόστολο Φωτόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 22 Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Α. Α., για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Χ. Μ. του Π., κατοίκου ... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπυρίδωνα Παυλάτο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Εταιρεία Ύδρευσης και Αποχέτευσης Πρωτεύουσας" (Ε.ΥΔ.Α.Π.) Α.Ε., που εδρεύει στο Γαλάτσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τις πληρεξούσιες δικηγόρους της Κλειώ Ιεροδιακόνου και Παναγιώτα - Στυλιανή Βερβεσού, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., οι oποίες κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-11-2014 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2133/2019 του ίδιου Δικαστηρίου και 4070/2022 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 16-3-2023 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Με την από 16-3-2023 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 2412-229/17-3-2023 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ' αριθμό 4070/28-7-2022 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 591 παράγραφος 1, 614 αριθμός 3, 621 και 622 του ΚΠολΔ) επί της από 17-12-2021 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 103031-7159/21-12-2021 εφέσεως, την οποία είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα κατά της υπ' αριθμό 2133/24-10-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα - και, συγκεκριμένα, μέσα στη διετή καταχρηστική προθεσμία που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 564 παράγραφος 3 του ΚΠολΔ, επειδή οι διάδικοι δεν επικαλούνται και εν πάση περιπτώσει από τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία δεν προκύπτει ότι η αναιρεσιβαλλομένη επιδόθηκε - και γενικά παραδεκτά (άρθρα 552, 553 αριθμός 1 β εδάφιο α, 556 παράγραφος 1, 558 και 566 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί και περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παράγραφος 3 του ΚΠολΔ). Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής: Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα, Χ. Μ. του Π., κάτοικος ..., στην από 4-11-2014 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ...-2014 αγωγή της - την οποία είχε απευθύνει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και είχε στρέψει κατά της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Εταιρεία Ύδρευσης και Αποχέτευσης Πρωτεύουσας (Ε.ΥΔ.Α.Π.) Α.Ε." και έδρα το Γαλάτσι Αττικής, εξέθεσε τα εξής: Ότι είχε καταρτίσει με το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού" (Ο.Α.Ε.Δ.) με έδρα την Αθήνα και την εναγομένη το από 29-6-2007 συμφωνητικό συνεργασίας στο πλαίσιο του προγράμματος για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργων (stage) στις υπηρεσίες της εναγομένης. Ότι ο Ο.Α.Ε.Δ. είχε συμβληθεί με την ιδιότητα του υπευθύνου του προγράμματος, ενώ η εναγομένη με την ιδιότητα του φορέα υλοποίησης του προγράμματος. Ότι η σύμβασή της αυτή είχε χρονική διάρκεια δέκα οκτώ (18) μηνών. Ότι μετά τη λήξη της κατάρτισε με την εναγομένη διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου σε εκτέλεση των οποίων απασχολήθηκε σε αυτή έως και 31-8-2010. Ότι η εναγομένη στην πραγματικότητα την απασχολούσε για την εξυπηρέτηση παγίων και διαρκών αναγκών της. Ότι για το λόγο αυτό οι συμβάσεις της είχαν προσλάβει εξαρχής χαρακτήρα μίας ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ότι συνεπώς η εναγομένη είχε υποχρέωση να καταβάλλει σε αυτή κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2007 έως και 31-8-2010, όταν η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας τους, τις αποδοχές που κατέβαλλε σε άλλους εργαζομένους σε αυτή, τους οποίους απασχολούσε με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, όπως ειδικότερα ανέφερε στην αγωγή της. Με το ιστορικό αυτό μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής της σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό αιτήθηκε - κατά περίπτωση - είτε να υποχρεωθεί, είτε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει σε αυτή για το χρονικό διάστημα που προαναφέρθηκε κυρίως με βάση τη σύμβαση εργασίας της, επικουρικά σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες και, επικουρικότερα, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό συγκεκριμένα ποσά ως διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, επίδομα και αποζημίωση άδειας, όπως και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης με τους νόμιμους τόκους που αναλογούσαν σε κάθε επιμέρους ποσό. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών δίκασε την υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 591 παράγραφος 1 και 663 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν, πριν αντικατασταθούν από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015) και εξέδωσε την υπ' αριθμό 2133/24-10-2019 οριστική απόφαση με την οποία απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της ως μη νόμιμη.
Η ενάγουσα άσκησε κατά της απόφασης αυτής την από 17-12-2021 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 103031-7159/21-12-2021 έφεση - την οποία απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και έστρεψε κατά της αναιρεσίβλητης - για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και ζήτησε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση με σκοπό να γίνει δεκτή ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη η αγωγή της κατά της εφεσίβλητης-εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης. Το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δίκασε την έφεση αντιμωλία των διαδίκων και εξέδωσε την υπ' αριθμό 4070/28-7-2022 τελεσίδικη απόφαση με την οποία απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη με την αιτιολογία ότι είχε ασκηθεί εκπρόθεσμα.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ειδικότερα (άρθρο 561 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ) τα εξής:
" (...) Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη από 17.12.2021 (αυξ. αριθ. καταθ. 103031/7159/21.12.2021) έφεση, εκκαλείται η υπ' αριθ. 2133/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, όπως αυτή ίσχυε πριν το Ν. 4335/2015, με την οποία απορρίφθηκε η από 4.11.2014 (αυξ. αριθ. καταθ. 124389/4225/7.11.2014) αγωγή της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας. Η ως άνω απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δημοσιεύθηκε στις 24.10.2019 και ουδέποτε έλαβε χώρα κοινοποίηση αυτής.
Συνεπώς πρόκειται για έφεση που ασκήθηκε για απόφαση που εκδόθηκε μετά τις 1.1.2016 και εφαρμόζεται η διετής καταχρηστική προθεσμία ασκήσεως εφέσεως, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα. Η ένδικη έφεση ασκήθηκε με κατάθεση στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου κατά το άρθρο 495 ΚΠολΔ στις 21.12.2021.
Συνεπώς, έχει παρέλθει η καταχρηστική διετής προθεσμία από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης και πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης αυτής, διότι κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα πρόταση η καταχρηστική αυτή προθεσμία δεν είναι δεκτική αναστολής και τα άρθρο 74 παράγραφος 1 ν. 4690/2020 και 83 παράγραφος 1α του Ν. 4790/2021 κατά το προαναφερθέν περιεχόμενό τους δεν ισχύει επί αυτής, τούτο δε ανεξάρτητα και από το ότι μετά τη λήξη της ως άνω διάρκειας της πρώτης (στις 31-5-2020) αναστολής μεσολάβησε χρονικό διάστημα από 1.6.2020 έως 6.11.2020 αλλά και μετά τη λήξη της δεύτερης αναστολής (από 7.11.2020 έως 5.4.2021) μεσολάβησε χρονικό διάστημα από 6.4.2021 έως 24.10.2021 μέχρι τη συμπλήρωση (στις 24.10.2021) της προαναφερθείσας διετούς προθεσμίας κατά το οποίο η εκκαλούσα μπορούσε να ασκήσει έφεση.
Συνεπώς, η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (...)". Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 14 του ΚΠολΔ δημιουργείται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (ΟλΑΠ 12/2000, ΑΠ 35/2024). Ο ίδιος λόγος αναίρεσης ιδρύεται και στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε εσφαλμένα έφεση ως εκπρόθεσμη, μολονότι το ένδικο αυτό μέσο είχε ασκηθεί εμπρόθεσμα (ΑΠ 226/2024). Το άρθρο 518 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ περαιτέρω ορίζει ότι: "Αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι δύο έτη, που αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη.". Το άρθρο 74 παράγραφος 1 του ν. 4690/2020 (Φ.Ε.Κ. Α 104/30-5-2020) "Διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων και τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης" ορίζει ότι: "Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 - 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια δικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων (...). Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα (...) οι προθεσμίες άσκησης (...) ενδίκων μέσων (...) δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους.". Το άρθρο 83 παράγραφος 1 α του ν. 4790/2021 (Φ.Ε.Κ. Α 48/31-3-2021) ορίζει ότι: " Το χρονικό διάστημα από τις 7-11-2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α' 55), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Α' 76), δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξωδίκων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων (...). Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους.". Το άρθρο, τέλος, 25 του ν. 4792/2021 (Φ.Ε.Κ. Α 54/9-4-2021) "ερμηνευτική διάταξη για την επανέναρξη των νομίμων και δικαστικών προθεσμιών" ορίζει ότι: "Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 (Α' 48) ως ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής λειτουργία των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία Δ1α/Γ.Π.οικ.18877/26.3.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών (...) η 6η.4.2021.". Οι διατάξεις, περαιτέρω, των άρθρων 74 παράγραφος 1 του ν. 4690/2020 και 83 παράγραφος 1 α του ν. 4790/2021 εφαρμόζονται και στην καταχρηστική προθεσμία που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 518 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ για την άσκηση έφεσης, επειδή εισάγουν ρύθμιση, η οποία αναφέρεται γενικά σε όλες τις περιπτώσεις νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων. Ο σκοπός εξάλλου του νομοθέτη με τη θέσπιση των συγκεκριμένων διατάξεων ήταν να μη διαταραχθεί η έννομη τάξη και να μη τεθούν σε κίνδυνο δικαιώματα διαδίκων από τη διακοπή της λειτουργίας των δικαστηρίων κατά τα χρονικά διαστήματα από 13-3-2020 έως και 31-5-2020 και από 7-11-2020 έως και 5-4-2021, επειδή τότε ίσχυαν γενικοί περιορισμοί στην κυκλοφορία των πολιτών εξαιτίας της πανδημίας COVID 19. Οι ίδιες εξάλλου διατάξεις είναι ειδικές τόσο ως προς το αντικείμενο που ρυθμίζουν, όσο και το σκοπό τους με συνέπεια να κατισχύουν έναντι και της γενικής διάταξης του άρθρου 518 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 118/2024).
Για τους λόγους αυτούς εξάλλου ο νομοθέτης με τη διάταξη του άρθρου 49 παράγραφος 2 του ερμηνευτικού ν. 4963/2022 (Φ.Ε.Κ. Α 149/30-7-2022) όρισε ρητά ότι: "Κατά την αληθή έννοια του τρίτου εδαφίου της παράγραφος 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 και του τρίτου εδαφίου της περ. α της παράγραφος 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων των οποίων παρατείνεται η λήξη νοούνται και οι προθεσμίες της παράγραφος 2 του άρθρου 518 (...) ΚΠολΔ.". Η καταχρηστική προθεσμία, εξάλλου, για την άσκηση (και) έφεσης, η οποία κανονικά θα έληγε είτε μέσα στο χρονικό διάστημα από 13-3-2020 έως και 31-5-2020, είτε και μετά την πάροδό του, αλλά πριν αρχίσει η νέα, δεύτερη, αναστολή των νομίμων και δικαστικών προθεσμιών στις 7-11-2020 παρατεινόταν για τριάντα (30) επιπλέον ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη της (άρθρο 74 παράγραφος 1 εδάφιο β του ν. 4690/2020). Η ίδια, αντίθετα, καταχρηστική προθεσμία για την άσκηση (και) έφεσης, η οποία κανονικά θα έληγε είτε μέσα στο χρονικό διάστημα της δεύτερης αναστολής των νομίμων και δικαστικών προθεσμιών που προαναφέρθηκαν - η οποία είχε αρχίσει από 7-11-2020 και είχε διαρκέσει έως και 6-4-2021- παρατεινόταν για χρονικό διάστημα μόνο δέκα (10) ημερών από την προβλεπόμενη λήξη της μετά την αφαίρεση του χρόνου της αναστολής (άρθρο 83 παράγραφος 1 α εδάφιο τελευταίο του ν. 4790/2021 σε συνδυασμό με άρθρο 25 του ν. 4792/2021).
Στην περίπτωση μάλιστα αυτή δεν συνυπολογίζεται το χρονικό διάστημα των τριάντα (30) ημερών που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 74 παράγραφος 1 εδάφιο α του ν. 4690/2020, διότι η ρύθμιση αυτή αναφέρεται σε διαφορετικό χρονικό διάστημα αναστολής των δικαστικών και νομίμων προθεσμιών από αυτό στο οποίο αναφέρεται η διάταξη του άρθρου 83 παράγραφος 1 εδάφιο τελευταίο του ν. 4790/2021 (ΑΠ 291/2024). Στον πρώτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα εκθέτει ότι το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 518 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ, 74 παράγραφος 1 α του ν. 4690/2020, 83 παράγραφος 1 α του ν. 4790/2021 και 25 του νόμου 4792/2021 με συνέπεια να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 14 του ΚΠολΔ, επειδή παρά το νόμο κήρυξε έκπτωση από δικαίωμα. Η αναιρεσείουσα εκθέτει ειδικότερα ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την απόφαση που προσβάλλεται παραβίασε τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, διότι δέχθηκε ότι η καταχρηστική προθεσμία που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 518 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ για την εμπρόθεσμη άσκηση έφεσης δεν μπορούσε να ανασταλεί κατά τις διατάξεις των άρθρων 74 παράγραφος 1 α του ν. 4690/2020 και 83 παράγραφος 1 α του ν. 4790/2021 με συνέπεια η από 17-11-2021 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 103031-7159/21-12-2021 έφεση, την οποία είχε ασκήσει κατά της υπ' αριθμό 2133/24-10-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών - που δεν είχε επιδοθεί - είχε ασκηθεί εκπρόθεσμα, διότι από την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης αυτής (25-10-2019) έως και την κατάθεση της έφεσης στις 21-12-2021 στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο είχε εκδώσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από δύο (2) έτη. Η αναιρεσείουσα επικαλείται επιπλέον ότι, αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεχόταν ότι η καταχρηστική προθεσμία για την άσκηση έφεσης, η οποία προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 518 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ, αναστελλόταν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 74 παράγραφος 1 α του ν. 4690/2020 και 83 παράγραφος 1 α του ν. 4790/2021, θα έκρινε παραδεκτή και βάσιμη την έφεση που είχε ασκήσει κατά της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως ειδικότερα αναφέρει σε αυτόν. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, όπως προκύπτει από τις ανέλεγκτες παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης (άρθρο 561 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ), εξέδωσε αντιμωλία των διαδίκων την υπ' αριθμό 2133/24-10-2019 οριστική απόφαση με την οποία απέρριψε την αγωγή που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα κατά της αναιρεσίβλητης - ως προς τα κεφάλαια και τα κονδύλια κατά τα οποία είχε κριθεί νόμιμη - ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η αναιρεσείουσα ως διάδικος που είχε ηττηθεί άσκησε κατά της απόφασης αυτής - η οποία δεν επιδόθηκε - την από 17-11-2021 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 103031-7159/21-12-2021 έφεση, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 21-12-2021, ημέρα Τρίτη, απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και έστρεψε κατά της αναιρεσίβλητης. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι η έφεση είχε ασκηθεί εκπρόθεσμα, διότι από την επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία είχε δημοσιευθεί η εκκαλουμένη απόφαση και, συγκεκριμένα, από 25-10-2019 έως και την κατάθεση στις 21-12-2021 του ενδίκου αυτού μέσου στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο είχε εκδώσει την εκκαλουμένη απόφαση, είχε παρέλθει η διετής καταχρηστική προθεσμία που προβλέπεται από τη διάταξη 518 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ για την εμπρόθεσμη άσκηση έφεσης. Το Μονομελές Εφετείο, ειδικότερα, δέχθηκε ότι η διετής καταχρηστική προθεσμία που προβλέπεται από τη διάταξη αυτή δεν μπορούσε να ανασταλεί κατά τις διατάξεις των άρθρων 74 παράγραφος 1 του ν. 4690/2020 και 83 παράγραφος 1 α του ν. 4790/2021, διότι η προθεσμία αυτή έχει μεγάλη χρονική διάρκεια με συνέπεια να προστατεύονται πλήρως τα έννομα συμφέροντα των διαδίκων, αλλά έχει τεθεί και για την εξυπηρέτηση γενικότερων συμφερόντων με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ανασταλεί σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν. Σύμφωνα όμως με όσα προαναφέρθηκαν η διετής προθεσμία, μέσα στην οποία η αναιρεσείουσα είχε δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, είχε ανασταλεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 74 παράγραφος 1 α του ν. 4690/2020 και 83 παράγραφος 1 α του ν. 4790/2021 για τα χρονικά διαστήματα από 13-3-2020 έως και 31-5-2020 και από 7-11-2020 έως και 5-4-2021, αντίστοιχα, δηλαδή για χρονικό διάστημα συνολικά επτά (7) μηνών και δέκα οκτώ (18) ημερών. Η προθεσμία επομένως που προαναφέρθηκε είχε παραταθεί, συγκεκριμένα, από τις 25-10-2021 - όταν δηλαδή είχε παρέλθει διετία από την επομένη της δημοσίευσης στις 24-10-2019 της εκκαλουμένης - α) για επτά (7) μήνες και δέκα οκτώ (18) ημέρες, όσο δηλαδή χρονικό διάστημα είχε νόμιμα ανασταλεί, αλλά και β) για επιπλέον δέκα (10) ημέρες μετά τη λήξη της, η οποία - μετά την αφαίρεση του συνολικού χρονικού διαστήματος κατά το οποίο είχε ανασταλεί - προβλεπόταν να επέλθει στις 12-6-2022. Η αναιρεσείουσα συνεπώς είχε δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (2 έτη από την επομένη της δημοσίευσης της εκκαλουμένης + 7 μήνες και 18 ημέρες + 10 ημέρες =) έως και 22-6-2022. Η από 17-11-2021 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 103031-7159/21-12-2021 συνεπώς έφεση, την οποία είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα κατά της υπ' αριθμό 2133/24-10-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ήταν εμπρόθεσμη. Για το λόγο αυτό το Μονομελές Εφετείο, το οποίο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση την απέρριψε ως απαράδεκτη με την αιτιολογία ότι είχε ασκηθεί εκπρόθεσμα, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 518 παράγραφος 2, 144 παράγραφος 1, 145 παράγραφος 5, 159 αριθμός 1, 74 παράγραφος 1 α του ν. 4690/2020, 83 παράγραφος 1 α του ν. 4790/2021 και 25 του ν. 4792/2021 (Φ.Ε.Κ. Α 54/9-4-2021) με συνέπεια να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 14 του ΚΠολΔ, όπως βάσιμα επικαλείται η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο της αναίρεσής της, ο οποίος, επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος.
Στο δεύτερο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα εκθέτει ότι το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε ευθέως τις διατάξεις α) των άρθρων 74 παράγραφος 1 του ν. 4690/2020, 83 παράγραφος 1α του ν. 4790/2021, του άρθρου 25 Ν. 4792/2021 και β) των Κ.Υ.Α. Δ1α/ΓΠ.οικ. 18176/15.03.2020 (Φ.Ε.Κ. Β' 864/15.03.2020), Δ1α/ΓΠ.οικ.21159/27.03.2020 (Φ.Ε.Κ. Β' 1074/27.03.2020), Δ1α/ΓΠ.οικ.24403/11.04.2020 (Φ.Ε.Κ. Β' 1301/11.04.2020), Δ1α/ΓΠ.οικ.26804/25.04.2020 (Φ.Ε.Κ. Β' 1588/25.04.2020), Δ1α/ΓΠ.οικ. 30340/15.05.2020 (Φ.Ε.Κ. Β' 1857/15.05.2020), Δ1α/ΓΠ.οικ.71342/6-11-2020 (Φ.Ε.Κ. Β 4899/6-11-2020), Δ1α/ΓΠ.οικ.76629/27-11 -2020 (Φ.Ε.Κ. Β 5255/28-11-2020), Δ1α/ΓΠ.οικ.78363/5-12-2020 (Φ.Ε.Κ. Β 5350/5-12-2020), Δ1α/ΓΠ.οικ.80189/12-12-2020 (Φ.Ε.Κ. Β 5486/12-12-2020), Δ1α/ΓΠ.οικ.2/2-1-2021 (Φ.Ε.Κ. Β 1/2-1-2021), Δ1α/ΓΠ.οικ.1293/8-1-2021 (Φ.Ε.Κ. Β 30/8-1-2021), Δ1α/ΓΠ.οικ. 3060/16-1-2021 (Φ.Ε.Κ. Β 89/16-1-2021), Δ1α/Γ.Π.οικ.: 4992/22-1-2021 (Φ.Ε.Κ. Β 186/23-1-2021), Δ1α/Γ.Π.οικ.: 6877/29-1-2021 (Φ.Ε.Κ. Β 341/29-1-2021), Δ1α/Γ.Π.οικ.: 8378/5-2-2021 (Φ.Ε.Κ. Β 454/5-2-2021), Δ1α/Γ.Π.οικ.:9147/10-2-2021 (Φ.Ε.Κ. Β 534/10-2-2021), Δ1α/Γ.Π.οικ.:10969/20-2-2021 (Φ.Ε.Κ. Β 648/20-2-2021), Δ1α/Γ.Π.οικ.: 12639/27-2-2021 (Φ.Ε.Κ. Β 793/27-2-2021), Δ1α/Γ.Π.οικ.: 13805/3-3-2021 (Φ.Ε.Κ. Β 843/3-3-2021), Δ1α/Γ.Π.οικ.: 14453/6-3-2021 (Φ.Ε.Κ. Β 895/6-3-2021), Δ1α/Γ.Π.οικ.: 16320/13-3-2021 (Φ.Ε.Κ. Β 996/13-3-2021), Δ1α/Γ.Π.οικ.: 17698/20-3-2021 (Φ.Ε.Κ. Β 1076/20-3-2021), Δ1α/Γ.Π.οικ.: 18877/27-3-2021 (Φ.Ε.Κ. Β 1194/27-3-2021) και Δ1α/Γ.Π.οικ.: 20651/27-3-2021 (Φ.Ε.Κ. Β 1308/3-4-2021) με συνέπεια να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 του ΚΠολΔ και να πρέπει για το λόγο αυτό να αναιρεθεί. Η αναιρεσείουσα εκθέτει ειδικότερα ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ότι η διετής καταχρηστική προθεσμία που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 518 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ δεν μπορούσε να ανασταλεί σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν κατά τα χρονικά διαστήματα από την 13-3-2020 έως και την 31-5-2020 και από 7-11-2020 έως 5-4-2021 με επιπλέον παρατάσεις τριάντα (30) και δέκα (10) ημερών αντίστοιχα από την προβλεπόμενη λήξη τους με συνέπεια να απορρίψει ως απαράδεκτη την από 17-11-2021 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 103031-7159/21-12-2021 έφεση, την οποία είχε ασκήσει κατά της υπ' αριθμό 2133/24-10-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ, αν τις ερμήνευε ορθά, θα δεχόταν ότι η έφεσή της είχε ασκηθεί εμπρόθεσμα και, συνεπώς, παραδεκτά, όπως ειδικότερα αναφέρει σε αυτόν.
Ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, επειδή οι διατάξεις που προαναφέρθηκαν έχουν δικονομικό και όχι ουσιαστικό χαρακτήρα με συνέπεια ενδεχόμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τους να μην ιδρύει λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ.
Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν η αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η από 17-11-2021 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 103031-7159/21-12-2021 έφεση, την οποία είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα κατά της υπ' αριθμό 2133/24-10-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η υπόθεση, τέλος, χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση και πρέπει συνεπώς να παραπεμφθεί για εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο μπορεί να συγκροτηθεί από άλλον Δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε (άρθρο 580 παράγραφος 3 του ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας που κατάθεσε προτάσεις - μετά από νόμιμο και βάσιμο αίτημά της - πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσίβλητης, η οποία ηττήθηκε στη δίκη (άρθρα 573 παράγραφος 1, 106, 176 εδάφιο 1, 183 και 191 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμό 4070/28-7-2022 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον Δικαστή, εκτός εκείνου που δίκασε προηγουμένως.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, το ύψος των οποίων ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Μαρτίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Μαΐου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ