
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 741 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 741/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη και Απόστολο Φωτόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 12 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Α. Α., για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ" (ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ), σύμφωνα με το άρθρο 1 ν.3329/2005, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 27 ν.4771/2021 και ισχύει, που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τις πληρεξούσιες δικηγόρους του Σταυρούλα Αλικάκου και Παρασκευή Γεωργίου με δηλώσεις του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., οι οποίες κατέθεσαν προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1.Τ. Μ. του Β., 2.Σ. Δ. του Δ., 3.Κ. Γ. του Ν., 4.Π. Ν. του Α., 5.Τ. Τ. του Μ., 6.Τ. - Ε. Μ. του Ι., 7.Κ. Ι. του Μ., 8.Χ. Ν. του Α., 9.Φ. Ε. του Ν., 10.Μ. Μ. του Δ., 11.Τ. Θ. του Κ., 12.Κ. Γ. του Σ., 13.Α. Μ. του Ε., 14.Θ. Β. του Π., 15.Σ. Σ. του Β., 16.Α. Μ. του Δ., 17.Κ. Ι. του Χ., 18.Τ. Α. του Α., 19.Τ. Μ. του Κ./νου, 20.Γ. Ν. του Ε., 21.Γ. Α. του Θ., 22.Δ. Ρ. του Γ., 23.Ε. Ν. του Β., 24.Γ. Π. του Φ., 25.Ο. Ν. του Π., 26.Μ. Μ. του Μ., 27.Κ. Α. Μ. του Γ., 28.Κ. - Π. Α. του Γ., 29.Κ. Β. του Γ., 30.Μ. Β. του Ν., 31.Μ. Χ. του Α., 32.Μ. - Γ. Ν. - Μ. του Γ., 33.Π. Χ. του Γ., 34.Π. Σ. του Κ., 35. Σ. Ε. του Χ., και 36.Χ. Π. του Ν., κατοίκων ... Εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Ιωάννη Τουτζιαράκη και Δημήτριο Ζερδελή, οι oποίοι κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-5-2020 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και άλλων προσώπων που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, επί της οποίας εκδόθηκε η .../2021 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, οριστική για ορισμένους ενάγοντες, που όμως ανέστειλε την έκδοση τελεσίδικης απόφασης μέχρι την έκδοση απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του παραπεμθέντος σε αυτή, με τις αποφάσεις 308/2020 και 535/2020 αποφάσεις του Β2' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, νομικού ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος. Στη συνέχεια εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3580/2022 του ίδιου Δικαστηρίου και 104/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον νομικό πρόσωπο με την από 10-4-2024 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Η διάταξη του άρθρου 96 παράγραφος 3 του ΚΠολΔ ορίζει ότι: "Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου (...) [ε]ιδικά για τις εργατικές διαφορές η πληρεξουσιότητα μπορεί να δίνεται με ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή.".
Σύμφωνα με το άρθρο 104 του ίδιου Κώδικα για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο, θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα, η οποία, αν δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης τόσο την έλλειψη, όσο και την υπέρβαση της πληρεξουσιότητας (ΟλΑΠ 39/2005, ΑΠ 536/2020). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 576 παράγραφος 1 και 3 εδάφιο β` του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αίτησης για αναίρεση μετέχουν περισσότεροι διάδικοι, οι οποίοι είναι απλοί ομόδικοι και κάποιος από αυτούς είτε δεν κλητεύθηκε, είτε δεν εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση ως προς το διάδικο αυτόν χωρίζεται και η συζήτηση της αναίρεσης κηρύσσεται απαράδεκτη. Η συζήτηση της αναίρεσης όμως ως προς τους λοιπούς διαδίκους, οι οποίοι παρίστανται νόμιμα δια πληρεξουσίου δικηγόρου ή έχουν κλητευθεί νόμιμα διεξάγεται κανονικά (ΑΠ 350/2023). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, ο αναιρεσίβλητος με αριθμό 20 του αναιρετηρίου, Ν. Γ. του Ε., κάτοικος ..., παρέστη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη σημερινή δικάσιμο δια του Δικηγόρου Αθηνών Ιωάννη Τουτζιαράκη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 8.838). Ο αναιρεσίβλητος περαιτέρω προσκομίζει και επικαλείται το από Σεπτεμβρίου του έτους 2015 ιδιωτικό έγγραφο, με το οποίο φέρεται ότι είχε χορηγήσει νόμιμα πληρεξουσιότητα στον ίδιο Δικηγόρο να παραστεί στη δικάσιμο που προαναφέρθηκε ως πληρεξούσιος Δικηγόρος του. Η εξουσιοδότηση, όμως, αυτή δεν φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του αναιρεσιβλήτου είτε από Κ.Ε.Π, είτε από άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή. Ο διάδικος επομένως αυτός δεν είχε χορηγήσει νόμιμα πληρεξουσιότητα στο Δικηγόρο - ο οποίος τον εκπροσώπησε κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου - τόσο για την επίσπευση, όσο και για τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης. Ο αναιρεσίβλητος συνεπώς που προαναφέρθηκε δεν μετέχει στη δίκη με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος και για το λόγο αυτό θεωρείται δικονομικά απών. Ο ίδιος, εξάλλου, διάδικος δεν προκύπτει ότι κλητεύθηκε είτε από το αναιρεσείον, είτε από οποιονδήποτε άλλο ομόδικό του να παραστεί στη σημερινή δικάσιμο. Πρέπει επομένως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παράγραφος 3 εδάφιο β' του ΚΠολΔ ως προς το συγκεκριμένο αναιρεσίβλητο να χωρισθεί η υπόθεση και να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης. Αντίθετα ως προς τους λοιπούς διαδίκους η συζήτηση θα διεξαχθεί κανονικά (άρθρο 573 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ).
2. Με την από 10-4-2024 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 370-43/11-4-2024 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ' αριθμό 104/5-3-2024 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 591 παράγραφος 1 και 614 αριθμός 3 α του ΚΠολΔ) επί της από 27-12-2022 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 12207-806/28-12-2022 έφεσης που άσκησε το αναιρεσείον κατά της υπ' αριθμό 3580/23-11-2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα μέσα στην προθεσμία των τριάντα (30) ημέρων από την επομένη της επίδοσης της αναιρεσιβαλλομένης (άρθρο 564 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ), η οποία, όπως ομολογούν οι διάδικοι, έλαβε χώρα στις 12-3-2024 και γενικά παραδεκτά (άρθρα 552, 553 παράγραφος 3, 556 παράγραφος 1, 558, 564 παράγραφος 1 και 566 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει συνεπώς ως προς τους αναιρεσιβλήτους, οι οποίοι παρίστανται προσηκόντως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, να ερευνηθεί και περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παράγραφος 3 ΚΠολΔ). 3. Από την επισκόπηση του περιεχομένου των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ), προκύπτουν τα εξής που αφορούν στην παρούσα αναιρετική δίκη: Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, ιατροί και οδοντίατροι - μαζί με τρίτα φυσικά πρόσωπα, τα οποία δεν είναι διάδικα στην παρούσα αναιρετική δίκη - στην από 15-5-2020 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 2678-1258/15-5-2020 αγωγή τους, την οποία είχαν απευθύνει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και είχαν στρέψει κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία ήδη "ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ" και έδρα το Δήμο ..., εξέθεσαν τα εξής :
Ότι είναι ιατροί και οδοντίατροι, οι οποίοι προσέφεραν αρχικά τις υπηρεσίες τους στο "Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.", με το οποίο είχαν καταρτίσει νόμιμα ειδικές συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Ότι στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας", το διακριτικό τίτλο "Ε.Ο.Π.Υ.Υ." και έδρα το Αμαρούσιο Αττικής. Ότι στη συνέχεια σε εκτέλεση των διατάξεων των άρθρων 16 και 17 του ν. 4238/2014 μετατάχθηκαν/μεταφέρθηκαν στο εναγόμενο, το οποίο ολοκλήρωσε τη διοικητική διαδικασία ένταξής τους σε θέσεις ιατρών του "Ε.Σ.Υ." του προσωπικού του στις 31-12-2014 με την έκδοση της υπ' αριθμό ΔΑΑΔ ...-2014 διαπιστωτικής πράξης του Διοικητή του (Φ.Ε.Κ. Β 3577/31-12-2014). Ότι έκτοτε παρέχουν προσηκόντως σε αυτό τις υπηρεσίες τους. Ότι το εναγόμενο καταβάλλει στην πρώτη έως και τη δέκατη ένατη και στην εικοστή πρώτη έως και την εικοστή έβδομη από αυτούς από 1-1-2017 και εφεξής, ενώ στους λοιπούς αναιρεσιβλήτους από 1-1-2018 όχι τις αποδοχές που δικαιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3205/2003 - που ρυθμίζουν το μισθολογικό καθεστώς των ιατρών και των οδοντιάτρων του "Ε.Σ.Υ." - και εν πάση περιπτώσει ως προσωπική διαφορά σύμφωνα με το άρθρο 155 του ν. 4472/2017, αλλά μειωμένες και, συγκεκριμένα, αυτές που δικαιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4093/2012, ο οποίος, ωστόσο, είναι αντίθετος με τα άρθρα 4 παράγραφος 5, 21 παράγραφος 3 και 25 παράγραφος 4 του Συντάγματος, όπως ειδικότερα ανέφεραν στην αγωγή τους. Με το ιστορικό αυτό ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι για τον υπολογισμό των αποδοχών τους μετά την 1-1-2017 ως προς την πρώτη έως και τη δέκατη ένατη και ως προς την εικοστή πρώτη έως και την εικοστή έβδομη από αυτούς και από 1-1-2018 και εφεξής ως προς τους λοιπούς αναιρεσιβλήτους πρέπει να εφαρμοστούν οι διατάξεις του ν.3205/2003, οι οποίες ρυθμίζουν το μισθολογικό καθεστώς των ιατρών και των οδοντιάτρων του "Ε.Σ.Υ.", χωρίς τις μειώσεις που επιβλήθηκαν με τους ν. 4093/2012 και 4472/2017 και, επιπλέον, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει σε αυτούς νομιμότοκα από 1-1-2017 και από 1-1-2018 κατά περίπτωση έως και 30-6-2021, όταν πιθανώς θα συζητείτο η αγωγή τους ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, τις διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών συγκεκριμένου ποσού για τον καθένας τους, όπως ειδικότερα είχαν αναφέρει στην αγωγή τους. Το εναγόμενο - μεταξύ άλλων - πρότεινε ως απάντηση στην αγωγή την ανατρεπτική δικονομική ένσταση ότι, επειδή οι ενάγοντες από 31-12-2014 και εφεξής είχαν συνδεθεί με αυτό με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως πολιτικό δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να δικάσει την επίδικη διαφορά για τους λόγους που ειδικότερα είχε επικαλεσθεί σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά δίκασε την υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 591 παράγραφος 1, 614 αριθμός 3 α και 621 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ) και εξέδωσε αρχικά την υπ' αριθμό ...-2021 μη οριστική απόφαση, με την οποία ανέστειλε την πρόοδο της δίκης (άρθρα 591 και 249 του ΚΠολΔ), ωσότου εκδοθεί από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου οριστική απόφαση επί του ζητήματος, το οποίο είχε παραπεμφθεί σε αυτή με τις υπ' αριθμό 308/2020 και 535/2020 αποφάσεις του παρόντος Τμήματος του Αρείου Πάγου. Μετά την έκδοση των υπ' αριθμό 3/2022 και 4/2022 αποφάσεων της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου οι ενάγοντες με την από 4-3-2022 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 2066-1022/4-3-2022 κλήση τους επέσπευσαν νόμιμα νέα συζήτηση της αγωγής τους ενώπιον του ίδιου πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Μετά από αυτό το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά δίκασε την αγωγή αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 591, 614 αριθμός 3 και 621 του ΚΠολΔ) και εξέδωσε την υπ' αριθμό 3580/23-11-2022 οριστική απόφαση, με την οποία α) απέρριψε τη δικονομική ένσταση που είχε προβάλει το εναγόμενο με την αιτιολογία ότι οι ενάγοντες είχαν μεταταγεί/μεταφερθεί από υπηρεσίες του "Ε.Ο.Π.Υ.Υ." - στις οποίες παρείχαν τις υπηρεσίες τους σε εκτέλεση συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου - σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης κλάδου ιατρών και οδοντιάτρων του "Ε.Σ.Υ." του εναγομένου, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, με την ίδια εργασιακή σχέση και συνεπώς με την ένδικη αγωγή είχε εισαχθεί προς κρίση ενώπιόν του διαφορά ιδιωτικού και όχι δημοσίου δικαίου, η οποία για το λόγο αυτό υπαγόταν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, β) έκρινε την αγωγή νόμιμη και στη συνέχεια τη δέχθηκε ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη και, αφού αναγνώρισε ότι για τον υπολογισμό των αποδοχών των εναγόντων κατά το επίδικο χρονικό διάστημα έπρεπε να εφαρμοσθούν οι διατάξεις του ν. 3205/2003 με την αιτιολογία ότι οι διατάξεις του ν. 4093/2012 είναι αντίθετες με τις διατάξεις των άρθρων 4 παράγραφος 5, 21 παράγραφος 3 και 25 παράγραφος 4 του Συντάγματος, αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στους ενάγοντες νομιμότοκα συγκεκριμένα χρηματικά ποσά για την αιτία που προαναφέρθηκε. Το εναγόμενο άσκησε κατά της απόφασης αυτής την από 27-12-2022 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 12207-806/28-12-2022 έφεση για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεσή του με σκοπό να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή των εφεσιβλήτων-εναγόντων εναντίον του. Το Μονομελές Εφετείο Πειραιά δίκασε την υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων κατά τη διαδικασία που είχε δικάσει και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και εξέδωσε την υπ' αριθμό 104/5-3-2024 τελεσίδικη απόφαση, με την οποία δέχθηκε τυπικά, αλλά απέρριψε ως αβάσιμη στην ουσία της την έφεση με αιτιολογίες και παραδοχές όμοιες με εκείνες της εκκαλουμένης. 4. Η υπέρβαση από τα πολιτικά δικαστήρια της δικαιοδοσίας τους ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 4 του ΚΠολΔ. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής υφίσταται υπέρβαση δικαιοδοσίας και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν τα πολιτικά δικαστήρια δέχονται ότι έχουν δικαιοδοσία να δικάσουν υπόθεση, η οποία όμως δεν ανήκει κατά το νόμο στη δικαιοδοσία τους, αλλά στη δικαιοδοσία άλλου δικαστηρίου, ποινικού ή διοικητικού ή στη δικαιοδοσία διοικητικής αρχής σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 1 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 2/2025, ΟλΑΠ 1/2018, ΑΠ 16/2024). Περαιτέρω με τις διατάξεις του άρθρου 94 παράγραφος 1 και 2 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν από 18-4-2001 μετά την αναθεώρηση του άρθρου αυτού με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι (παράγραφος 1): "Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ότι (παράγραφος 2): "Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει.". Με τη διάταξη του άρθρου 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν α) οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια (...)". Από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 95 παράγραφος 1 του Συντάγματος - η οποία αφορά στις αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας - προκύπτει ότι διοικητικές διαφορές ουσίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων είναι οι διαφορές, οι οποίες -μεταξύ άλλων - πηγάζουν από ενέργειες διοικητικών οργάνων, οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον στη δεύτερη αυτή περίπτωση ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικαστική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημά του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο (ΑΕΔ 2/1993). Περαιτέρω κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 94 παράγραφος1 και 3, όπως ίσχυαν, πριν αναθεωρηθούν, εκδόθηκε ο ν. 1406/1983 με τα άρθρα 1 και 9 του οποίου όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπήχθησαν από 11-6-1985 στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος 2 εδάφιο θ' του ν. 1406/1983, όπως στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 παράγραφος 3 του ν. 2721/1999, ορίσθηκε ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας περιλαμβάνονται - μεταξύ άλλων - και οι διαφορές που αφορούν σε κάθε είδους αποδοχές του προσωπικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου. Ως "αποδοχές" κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται οι αποδοχές του προσωπικού που συνδέεται (και) με τα Ν.Π.Δ.Δ. με σχέση δημοσίου δικαίου. (Ολ.ΑΠ 2/2025). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 16 παράγραφος 1 εδάφια α - δ του ν. 4238/2014 "Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και λοιπές διατάξεις" (ΦΕΚ Α 38) ορίσθηκε ότι: "Το σύνολο του (...) με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (Ι.Δ.Α.Χ.) ιατρικού, οδοντιατρικού (...) προσωπικού των Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. τίθεται, αυτοδικαίως, από την ισχύ του παρόντος, σε καθεστώς διαθεσιμότητας με ταυτόχρονη κατάργηση των θέσεων που κατέχει. Οι ανωτέρω υπάλληλοι παραμένουν σε καθεστώς διαθεσιμότητας επί έναν (1) μήνα και εν συνεχεία μετατάσσονται/μεταφέρονται, μετά από αίτησή τους, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου, σε οργανικές θέσεις που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν στις Διοικήσεις των αντίστοιχων, χωροταξικά, Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.), όπως προβλέπεται με την παράγραφος 4 του άρθρου 17 του ν. 4224/2013 (Α' 288). Με απόφαση του Υπουργού Υγείας καθορίζεται η χωροταξική κατανομή, ανά Υγειονομική Περιφέρεια, των υφιστάμενων Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. (...)". Με την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου ορίσθηκε ότι "οι διαπιστωτικές πράξεις για τη θέση σε καθεστώς διαθεσιμότητας των ανωτέρω υπαλλήλων εκδίδονται από το όργανο διοίκησης του φορέα προέλευσης". Κατ` εξουσιοδότηση της διάταξης αυτής εκδόθηκε στη συνέχεια η με αριθμό Γ.Π./οικ 18936/26.2.2014 κοινή υπουργική απόφαση (Φ.Ε.Κ. Β 485) των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Υγείας, με την οποία συστήθηκαν και κατανεμήθηκαν ανά ειδικότητα (οι ιατροί) ή κλάδο (το λοιπό προσωπικό) 9.930 οργανικές θέσεις, μόνιμου και με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ιατρικού κ.λπ. προσωπικού στις επτά Διοικήσεις των Υγειονομικών Περιφερειών της χώρας. Εξάλλου με τη διάταξη του άρθρου 17 του ίδιου νόμου και με τον παράτιτλο "Κινητικότητα υπαλλήλων Ε.Ο.Π.Υ.Υ. προς Δ.Υ.Πε", όπως τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 1 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο πρώτο υποπαράγραφος Ι5 του ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α 85) ορίσθηκαν τα εξής: "(1). Εκ των υπαλλήλων των παραγράφων 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου, που έχουν τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας, οι ιατροί/οδοντίατροι (...) Ι.Δ.Α.Χ., μετατάσσονται/μεταφέρονται αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου, κατόπιν αιτήσεως τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης, λαμβανομένων υπόψη και των ρυθμίσεων της παράγραφος 18 του άρθρου 32 του ν. 2190/1994, όπως ισχύει. Το λοιπό προσωπικό των ως άνω παραγράφων 1 και 2 μετατάσσεται/μεταφέρεται, αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, κατόπιν αιτήσεώς τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης. Η ισχύς των προηγούμενων εδαφίων αρχίζει την 4η Μαρτίου 2014. Οι ανωτέρω αιτήσεις υποβάλλονται από τους ενδιαφερομένους, εντός επτά (7) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία έκδοσης των διαπιστωτικών πράξεων της ως άνω παραγράφου 3 του προηγούμενου άρθρου. Οι εν λόγω αιτήσεις, οι οποίες υπέχουν θέση υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986 (Α' 75), υποβάλλονται από τους ενδιαφερομένους στις αρμόδιες υπηρεσίες των κατά τόπους περιφερειακών διοικητικών μονάδων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., οι οποίες με ευθύνη τους τις διαβιβάζουν στις αντίστοιχες υπηρεσίες των Δ.Υ.Πε. υποδοχής, εντός τριών ημερών. Το ιατρικό/οδοντιατρικό προσωπικό που ασκεί, παράλληλα, ελευθέριο επάγγελμα και το οποίο έχει υποβάλει αίτηση αποδοχής θέσης πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης σε Δ.Υ.Πε., οφείλει, κατά το χρόνο ανάληψης υπηρεσίας και προκειμένου να αναλάβει, να προσκομίσει στην αρμόδια υπηρεσία της Δ.Υ.Πε. υποδοχής βεβαίωση διακοπής δραστηριότητας ή εναλλακτικά, στην περίπτωση που χωρίς δική του υπαιτιότητα είναι αδύνατη η άμεση λήψη αντίστοιχης βεβαίωσης, επικυρωμένο αντίγραφο της αίτησης διακοπής δραστηριότητας προς την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.). Στην τελευταία αυτή περίπτωση η βεβαίωση διακοπής δραστηριότητας κατατίθεται στην αρμόδια υπηρεσία υποδοχής, από τον υπόχρεο, αμέσως μετά τη λήψη της, το αργότερο εντός μηνός από την ανάληψη υπηρεσίας, άλλως απολύονται αυτοδικαίως. (2). Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής της σχετικής αίτησης αποδοχής ο υπάλληλος που έχει τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας απολύεται, αυτοδικαίως, μετά την πάροδο του προκαθορισμένου χρόνου των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 16 του παρόντος (3). Στην περίπτωση που ο μετατασσόμενος/μεταφερόμενος υπάλληλος δεν παρουσιαστεί στην αρμόδια υπηρεσία του φορέα υποδοχής, προκειμένου να αναλάβει υπηρεσία, απολύεται αυτοδικαίως. (4). Οι πράξεις μετάταξης/μεταφοράς των εν λόγω υπαλλήλων εκδίδονται από το αρμόδιο όργανο διοίκησης του Φορέα υποδοχής". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι ιατροί/οδοντίατροι που υπηρετούσαν στο ΙΚΑ - ΕΤΑΜ με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, οι οποίοι αρχικά είχαν μεταφερθεί αυτοδικαίως στον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) από την ημερομηνία ένταξης σε αυτόν του κλάδου υγείας του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ - σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 2 και 26 παράγραφος 9 του ν. 3918/2011, όπως η τελευταία αυτή παράγραφος προστέθηκε με την παράγραφο 21 του άρθρου 72 του ν. 3984/2011 (ΦΕΚ Α 150) - μετατάχθηκαν/μεταφέρθηκαν στη συνέχεια με την ίδια εργασιακή σχέση και μετά από αίτησή τους στις κατά τόπους Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών ("Δ.Υ.Πε") και σε αντίστοιχες οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που συστήθηκαν για τον σκοπό αυτό σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις των άρθρων 16 παράγραφος1 και 17 παράγραφος1 του ν. 4238/2014. Επίσης, με το άρθρο 18 του ίδιου νόμου αυτού ορίσθηκε ότι εντός οκταμήνου από την ολοκλήρωση της μετάταξης/μεταφοράς το ιατρικό προσωπικό που προαναφέρθηκε αξιολογείται και κατατάσσεται σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ. που θα ενταχθούν στο Π.Ε.Δ.Υ. (...). Με το άρθρο 25 του ιδίου νόμου προβλέφθηκε διαδικασία αξιολόγησης από πενταμελές Συμβούλιο Αξιολόγησης και κατάταξης ανάλογα με την προϋπηρεσία του ιατρικού προσωπικού, το οποίο είχε μεταταγεί/μεταφερθεί κατά τη διαδικασία που προαναφέρθηκε στους βαθμούς Διευθυντή, Επιμελητή Α' ή Επιμελητή Β' με σκοπό να ενταχθεί στη συνέχεια στον κλάδο ειδικευμένων ιατρών του "Ε.Σ.Υ.". Επακολούθησε ο ν. 4305/2014 (ΦΕΚ Α 237), ο οποίος ορίζει στο άρθρο 50 αριθμός 4 περίπτωση Β.1. με τίτλο "Ένταξη Ιατρών σε θέσεις κλάδου ΕΣΥ" ότι: "Οι οργανικές θέσεις μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού του κλάδου ΠΕ Ιατρών - Οδοντιάτρων που συστάθηκαν στις Διοικήσεις των Υγειονομικών Περιφερειών με τις διατάξεις της αρ. Γ.Π./οικ.18936 ΚΥΑ (Β` 485), στις οποίες μεταφέρθηκαν/μετατάχθηκαν ιατρικό, οδοντιατρικό προσωπικό του ΕΟΠΥΥ, κατ` εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4238/2014, όπως ισχύει, μετατρέπονται αυτοδίκαια σε οργανικές θέσεις κλάδου ειδικευμένων ιατρών ΕΣΥ, αντίστοιχων ειδικοτήτων με τις κατεχόμενες θέσεις. Η αυτοδίκαιη μετατροπή των θέσεων αυτών γίνεται κάθε φορά με την έκδοση διαπιστωτικής πράξης του Διοικητή της οικείας ΥΠΕ για την ένταξη και κατάταξη των ιατρών στις μετατρεπόμενες θέσεις, μετά τη θετική αξιολόγηση τους από τα αρμόδια Συμβούλια. Η ανωτέρω διαπιστωτική πράξη δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως". Από και με τη δημοσίευση της διαπιστωτικής αυτής πράξης οι οργανικές θέσεις μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού κλάδου ΠΕ Ιατρών-Οδοντιάτρων, οι οποίες είχαν συσταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της Κ.Υ.Α. Γ.Π./οικ.18936/26-2-2014 και στις οποίες είχε μεταφερθεί το ιατρικό και οδοντιατρικό προσωπικό του "Ε.Ο.Π.Υ.Υ." σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4238/2014 μετατράπηκαν αυτοδικαίως (αυτόματα) σε οργανικές θέσεις κλάδου ειδικευμένων ιατρών και οδοντιάτρων του "Ε.Σ.Υ." για τους ειδικευμένους ιατρούς που αφορούσε η αντίστοιχη διαπιστωτική πράξη. Οι συμβάσεις εργασίας επομένως του ιατρικού προσωπικού που προαναφέρθηκε μετατράπηκαν από ιδιωτικού δικαίου σε δημοσίου δικαίου σύμφωνα με όσα ισχύουν για τους ειδικευμένους ιατρούς του ΕΣΥ, οι οποίοι κατά το άρθρο 24 του ν. 1397/1983 " Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΦΕΚ Α'143)- που μετά την κατάργησή του με το άρθρο 132 του ν. 2071/1992 (ΦΕΚ Α 123) επανήλθε σε ισχύ με την περ. β' του άρθρου 1 του ν. 2194/1994, όπως ίσχυε πριν τη δημοσίευση του ν. 2071/1992 - είναι μόνιμοι δημόσιοι λειτουργοί, οι οποίοι μάλιστα τελούν υπό ιδιαίτερο καθεστώς εισόδου στη δημόσια υπηρεσία, δηλαδή μετά από προκήρυξη της οικείας θέσης και αξιολόγηση (ΟλΑΠ 2/2025). Στον πρώτο λόγο αναίρεσης το αναιρεσείον εκθέτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων με συνέπεια να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 4 του ΚΠολΔ και να πρέπει για το λόγο αυτό να αναιρεθεί. Το αναιρεσείον επικαλείται, ειδικότερα, ότι το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 94 παράγραφος 1 του Συντάγματος, 1, 2, 3 του ΚΠολΔ και 1 παράγραφος 2 περ. θ του ν. 1406/1983 απέρριψε ως αβάσιμο το λόγο της από 27-12-2022 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 12207-806/28-12-2022 έφεσής του - που είχε ασκήσει κατά της υπ' αριθμό 3580/23-11-2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και - με τον οποίο είχε προσβάλει ειδικά την εκκαλουμένη ότι μετά από εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των διατάξεων που προαναφέρθηκαν είχε δεχθεί ότι είχε δικαιοδοσία ως πολιτικό δικαστήριο να δικάσει την αγωγή των αναιρεσιβλήτων εναντίον του με συνέπεια να αναγνωρίσει την υποχρέωσή του να καταβάλει σε αυτούς νομιμότοκα τις επίδικες μισθολογικές παροχές, μολονότι οι αναιρεσίβλητοι ήδη από 31-12-2014 είχαν συνδεθεί με αυτό με σύμβαση εργασίας δημοσίου δικαίου - διότι είχε εκδοθεί και είχε δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης η υπ' αριθμό ΔΑΑΔ ...-2014 πράξη του Διοικητή του (Φ.Ε.Κ. 3577/Β/31-2-2014), με την οποία είχε διαπιστωθεί ότι κατά τις διατάξεις του άρθρου 50 παράγραφος 4 περίπτωση Β.1. του ν. 4305/2014 οι οργανικές θέσεις ιατρικού προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που κατείχαν έως τότε είχαν μετατραπεί αυτοδίκαια σε οργανικές θέσεις ειδικευμένων ιατρών του "Ε.Σ.Υ." με τις αντίστοιχες για τον καθένα τους ειδικότητες - με συνέπεια τα πολιτικά δικαστήρια να μην έχουν πλέον δικαιοδοσία να δικάσουν την επίδικη διαφορά, η οποία αφορούσε σε μισθολογικές αξιώσεις εναντίον του που είχαν δημιουργηθεί μετά την ημεροχρονολογία που προαναφέρθηκε. Το αναιρεσείον εκθέτει επιπλέον ότι είχε προβάλει μάλιστα τη δικονομική αυτή ένσταση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ως εναγόμενο και ότι την είχε επαναφέρει νόμιμα ως εκκαλούν με τον πρώτο λόγο της έφεσής του και ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου, το οποίο εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και ότι, τέλος, το δευτεροβάθμιο αυτό δικαστήριο θα έπρεπε να είχε δεχθεί ως βάσιμο το συγκεκριμένο λόγο της έφεσής του, να εξαφανίσει στη συνέχεια για το λόγο αυτό την εκκαλουμένη απόφαση και να απορρίψει την αγωγή εναντίον του ως απαράδεκτη. Το Μονομελές Εφετείο, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση (άρθρο 561 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ), απέρριψε την ένσταση που προαναφέρθηκε με την εξής αιτιολογία: "(...) [τ]ο εκκαλούν παραπονείται ότι η ένδικη αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ελλείψει, δικαιοδοσίας διότι οι ενάγοντες μετά την αξιολόγηση και ένταξη τους σε θέσεις κλάδων ιατρών Ε.Σ.Υ. αυτοί συνδέονται με το εναγόμενο με σχέση δημοσίου δικαίου και όχι με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Με τις διατάξεις του άρθρου 94 παράγραφος 1 και 2 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν από 18.4.2001 μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικράτειας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παράγραφος 1) και ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παράγραφος 2). Με τη διάταξη του άρθρου 1 του ΚΠΟΛΔ ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν α) οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια (...)". Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 95 παράγραφος 1 του Συντάγματος που αφορά τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικράτειας, προκύπτει ότι διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι οι διαφορές που πηγάζουν από διοικητικές συμβάσεις ή από ενέργειες διοικητικών οργάνων, οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικαστική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημα του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο (ΑΕΔ 2/1993). Εξ’ άλλου, σε εφαρμογή των αντιστοίχων Συνταγματικών ρυθμίσεων του άρθρου 94 παράγραφος1 και 3, όπως ίσχυαν πριν την πιο πάνω αναθεώρηση, εκδόθηκε ο Ν. 1406/1983, με τα άρθρα 1 και 9 του οποίου όλες οι διοικητικές διαφορές ουσία υπήχθησαν από 11.6.1985 στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος 2 εδάφιο θ' του Ν. 1406/1983, όπως στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 παράγραφος3 του Ν.2721/1999, ορίσθηκε ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων περιλαμβάνονται ιδίως και διαφορές που αφορούν τις κάθε είδους αποδοχές (δεδουλευμένες ή μη) του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου. Ως "αποδοχές" κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται οι αποδοχές του προσωπικού που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή τα Ν.Π.Δ.Δ. με σχέση δημόσιου δικαίου. Από αυτό γίνεται φανερό ότι οι διαφορές που αφορούν τις αποδοχές των μισθωτών που συνδέονται με το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α ή τα Ν.Π.Δ.Δ. με σύμβαση ή σχέση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 11/1992, ΑΠ 533/2018, ΑΠ 22/2016, ΑΠ 1340/2014, ΑΠ 1635/2012). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 16 παράγραφος 1 εδάφιο α - δ του Ν. 4238/2014 "Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και λοιπές διατάξεις" (ΦΕΚ Α 38) ορίσθηκε ότι: "Το σύνολο του μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (Ι.Δ.Α.Χ.) ιατρικού, οδοντιατρικού, νοσηλευτικού, επιστημονικού, παραϊατρικού, τεχνικού, διοικητικού προσωπικού των Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. τίθεται, αυτοδικαίως, οπό την ισχύ του παρόντος, σε καθεστώς διαθεσιμότητας με ταυτόχρονη κατάργηση των θέσεων που κατέχει. Οι ανωτέρω υπάλληλοι παραμένουν σε καθεστώς διαθεσιμότητας επί έναν (1) μήνα και εν συνεχεία, μετατάσσονται/μεταφέρονται, μετά από αίτησή τους, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου, σε οργανικές θέσεις που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν στις Διοικήσεις των αντίστοιχων, χωροταξικά, Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.), όπως προβλέπεται με την παράγραφος 4 του άρθρου 17 του ν. 4224/2013 (Α' 288). Με απόφαση του Υπουργού Υγείας καθορίζεται η χωροταξική κατανομή, ανά Υγειονομική Περιφέρεια, των υφιστάμενων Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Στους υπαλλήλους που τίθενται σε καθεστώς διαθεσιμότητας καταβάλλονται τα τρία τέταρτα (3/4) των αποδοχών τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις (...)", ενώ με την παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου ορίσθηκε ότι "οι διαπιστωτικές πράξεις για τη θέση σε καθεστώς διαθεσιμότητας των ανωτέρω υπαλλήλων εκδίδονται από το όργανο διοίκησης του φορέα προέλευσης". Κατ' εξουσιοδότηση της διάταξης αυτής, εκδόθηκε η με αριθ. 18936/26,2.2014 Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ Β 485) των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Υγείας, με την οποία συστήθηκαν και κατανεμήθηκαν ανά ειδικότητα (ιατροί) ή κλάδο (λοιπό προσωπικό) 9.930 οργανικές θέσεις, μόνιμου και με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού, ιατρικού, νοσηλευτικού, παραϊατρικού και λοιπού προσωπικού στις επτά Διοικήσεις των Υγειονομικών Περιφερειών της χώρας. Εξ άλλου με τη διάταξη του άρθρου 17 του ίδιου νόμου και υπό τον παράτιτλο "Κινητικότητα υπαλλήλων Ε.Ο.Π.Υ.Υ. προς Δ.Υ.Πε", όπως τα δύο πρώτα εδάφια της παράγραφος 1 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο πρώτο υποπαράγραφος 15 του Ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α 85) ορίσθηκαν τα ακόλουθα: "(1). Εκ των υπαλλήλων των παραγράφων 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου, που έχουν τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας, οι ιατροί/οδοντίατροι, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ., μετατάσσονται/μεταφέρονται αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου, κατόπιν αιτήσεως τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης, λαμβανομένων υπόψη και των ρυθμίσεων της παράγραφος 18 του άρθρου 32 του ν. 2190/1994, όπως ισχύει. Το λοιπό προσωπικό των ως άνω παραγράφων 1 και 2 μετατάσσεται/μεταφέρεται, αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, κατόπιν αιτήσεως τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης. Η ισχύς των προηγούμενων εδαφίων αρχίζει την 4η Μαρτίου 2014. Οι ανωτέρω αιτήσεις υποβάλλονται από τους ενδιαφερομένους, εντός επτά (7) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία έκδοσης των διαπιστωτικών πράξεων της ως άνω παραγράφου 3 του προηγούμενου άρθρου. Οι εν λόγω αιτήσεις, οι οποίες υπέχουν θέση υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986 (Α' 75), υποβάλλονται από τους ενδιαφερομένους στις αρμόδιες υπηρεσίες των κατά τόπους περιφερειακών διοικητικών μονάδων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., οι οποίες με ευθύνη τους τις διαβιβάζουν στις αντίστοιχες υπηρεσίες των Δ.Υ.Πε. υποδοχής, εντός τριών ημερών. Το ιατρικό/οδοντιατρικό προσωπικό που ασκεί, παράλληλα, ελευθέριο επάγγελμα και το οποίο έχει υποβάλει αίτηση αποδοχής θέσης πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης σε Δ.Υ.Πε,, οφείλει, κατά το χρόνο ανάληψης υπηρεσίας και προκειμένου να αναλάβει, να προσκομίσει στην αρμόδια υπηρεσία της Δ.Υ.Πε. υποδοχής βεβαίωση διακοπής δραστηριότητας ή εναλλακτικά, στην περίπτωση που χωρίς δική του υπαιτιότητα είναι αδύνατη η άμεση λήψη αντίστοιχης βεβαίωσης, επικυρωμένο αντίγραφο της αίτησης διακοπής δραστηριότητας προς την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η βεβαίωση διακοπής δραστηριότητας κατατίθεται στην αρμόδια υπηρεσία υποδοχής, από τον υπόχρεο, αμέσως μετά τη λήψη της, το αργότερο εντός μηνός από την ανάληψη υπηρεσίας, άλλως απολύονται αυτοδικαίως. (2). Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής της σχετικής αίτησης αποδοχής ο υπάλληλος που έχει τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας απολύεται, αυτοδικαίως, μετά την πάροδο του προκαθορισμένου χρόνου των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 16 του παρόντος. (3). Στην περίπτωση που ο μετατασσόμενος/μεταφερόμενος υπάλληλος δεν παρουσιαστεί στην αρμόδια υπηρεσία του φορέα υποδοχής, προκειμένου να αναλάβει υπηρεσία, απολύεται αυτοδικαίως. (4). Οι πράξεις μετάταξης/μεταφοράς των εν λόγω υπαλλήλων εκδίδονται από το αρμόδιο όργανο διοίκησης του Φορέα υποδοχής". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι ιατροί/οδοντίατροι που υπηρετούσαν στο ΙΚΑ - ΕΤΑΜ με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (όπως και οι μόνιμοι ιατροί), οι οποίοι αρχικά είχαν μεταφερθεί αυτοδικαίως στον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) από την ημερομηνία ένταξης σε αυτόν του κλάδου υγείας του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ [άρθ. 17 παράγραφος1 και 2 και 26 παράγραφος 9 του Ν.3918/2011, όπως η τελευταία αυτή παράγραφος προστέθηκε με την παράγραφος 21 του άρθρου 72 του Ν. 3984/2011 (ΦΕΚ Α 150)], στη συνέχεια μετατάχθηκαν/μεταφέρθηκαν με την ίδια εργασιακή σχέση και κατόπιν αίτησής τους στις κατά τόπους Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε) (...) και σε αντίστοιχες οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που συστήθηκαν για τον σκοπό αυτό, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στα ως άνω άρθρα 16 παράγραφος1 και 17 παράγραφος1 του Ν.4238/2014.
Επίσης, με το άρθρο 18 του νόμου αυτού (4238/2014), ορίσθηκε ότι εντός οκταμήνου από την ολοκλήρωση της μετάταξης/ μεταφοράς το ως άνω ιατρικό προσωπικό αξιολογείται και κατατάσσεται σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ. που θα ενταχθούν στο Π.Ε.Δ.Υ., ενώ με το άρθρο 21 παράγραφος 2 του ίδιου νόμου ορίσθηκε ότι το ιατρικό/οδοντιατρικό προσωπικό, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ. (ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου) διατηρεί το σύνολο των τακτικών αποδοχών που λαμβάνουν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και ότι, μετά την ένταξή τους σε θέσεις του κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ., λαμβάνουν τις αποδοχές που προβλέπονται από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις.
Τέλος με το άρθρο 25 του ίδιου νόμου προβλέφθηκε διαδικασία αξιολόγησης από πενταμελές Συμβούλιο Αξιολόγησης ιατρών και κατάταξης αναλόγως της προϋπηρεσίας του έχοντος μεταταχθεί κατά την προαναφερθείσα διαδικασία ιατρικού προσωπικού στους βαθμούς Διευθυντή, Επιμελητή Α' ή Επιμελητή Β', προκειμένου αυτό να ενταχθεί στον κλάδο ειδικευμένων ιατρών του Ε.Σ.Υ. Επομένως ναι μεν, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ένταξης (κατόπιν αξιολόγησης) σε θέσεις κλάδου ιατρών /οδοντιάτρων του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.) των ασχολούμενων με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ιατρών και οδοντίατρων, που είχαν ήδη μεταταχθεί/μεταφερθεί σε οργανικές θέσεις των κατά τόπους Διοικήσεων Υγειονομικής Περιφέρειας, οι αποδοχές αυτών καθορίζονται από το ειδικό μισθολόγιο των ιατρών του Ε.Σ.Υ. που προβλέπει η ισχύουσα εκάστοτε νομοθεσία, πλην όμως καμία από τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν προβλέπει ρητώς τη μετατροπή των οργανικών θέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των ως άνω ιατρών/ οδοντιάτρων [οι οποίοι μέχρι τότε υπηρετούσαν με σχέση ιδιωτικού δικαίου αρχικά στο Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και στη συνέχεια στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και ακολούθως εντάχθηκαν κατά τα ανωτέρω σε μονάδες παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας των ΔΥΠε], σε μόνιμες οργανικές θέσεις ιατρών / οδοντιάτρων δημοσίου δικαίου, μετά την αξιολόγηση και κατάταξή τους σε θέσεις κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ. για τη σύσταση των οποίων (μόνιμων θέσεων) άλλωστε απαιτείται ειδική νομοθετική πρόβλεψη, κατά το άρθρο 103 παράγραφος 2 εδάφιο α του Συντάγματος.
Αντιθέτως η διάταξη του άρθρου 17 παράγραφος 1 του Ν. 4238/2014 ρητώς ορίζει ότι η ως άνω μετάταξη/μεταφορά των ιατρών/οδοντιάτρων (μόνιμων και ΙΔΑΧ) λαμβάνει χώρα "με την ίδια εργασιακή σχέση" σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, ήτοι για μεν τους μόνιμους σε οργανικές θέσεις δημοσίου δικαίου, για δε τους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ) σε οργανικές θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Για το λόγο αυτό άλλωστε η με αριθ. Γ.Π. οικ/18936/26.2.2014 Κοινή Υπουργική Απόφαση δεν διαχώρισε αριθμητικά τις συσταθείσες 9.930 θέσεις σε θέσεις μόνιμου προσωπικού και σε θέσεις με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού, αφού κατά την έκδοσή της ήταν άδηλος ο αριθμός των ιατρών/οδοντιάτρων - μόνιμων και Ι.Δ.Α.Χ. - που θα εντάσσονταν σε αντίστοιχες θέσεις κλάδου ιατρών του Ε.Σ.Υ.(...).
Συνεπώς με βάση τα ανωτέρω (...) οι ενάγοντες και μετά την ένταξή τους εξακολουθούν να συνδέονται με το εναγόμενο με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και ως εκ τούτου τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς η οποία αφορά την καταβολή των μισθολογικών τους διαφορών από την εργασία τους ως ιατρών σε μονάδες υγείας του εναγόμενου. Μετά τούτα ο πρώτος λόγος έφεσης της εκκαλούσης περί έλλειψης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος (...)". Οι αναιρεσίβλητοι, ωστόσο, μετά την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας ένταξής τους σε οργανικές θέσεις ιατρών του "Ε.Σ.Υ." του προσωπικού του αναιρεσείοντος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η οποία επήλθε στις 31-12-2014 από και με τη νόμιμη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης της υπ' αριθμό ΔΑΑΔ ...-2014 διαπιστωτικής πράξης του Διοικητή του (Φ.Ε.Κ. Β 3577/31-12-2014), είχαν συνδεθεί - σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν κατά το άρθρο 50 παράγραφος 4 περ. Β1 του ν. 4305/2014 - με το αναιρεσίβλητο με σύμβαση εργασίας δημοσίου δικαίου. Τα πολιτικά επομένως δικαστήρια δεν είχαν δικαιοδοσία να δικάσουν την επίδικη διαφορά. Το Μονομελές Εφετείο, συνεπώς, το οποίο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έκρινε, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι τα πολιτικά δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία να δικάσουν την επίδικη διαφορά και με την αιτιολογία αυτή απέρριψε ως αβάσιμο το λόγο της από 27-12-2022 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 12207-806/28-12-2022 έφεσης, την οποία είχε ασκήσει το αναιρεσείον κατά της υπ' αριθμό 3580/23-11-2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και με τον οποίο είχε προσβάλει - και μάλιστα ειδικά - την εκκαλουμένη ότι μετά από εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των διατάξεων που προαναφέρθηκαν είχε δεχθεί ότι είχε δικαιοδοσία ως πολιτικό δικαστήριο να δικάσει την αγωγή των αναιρεσιβλήτων εναντίον του, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 94 παράγραφος 1 του Συντάγματος, 1, 2, 3 του ΚΠολΔ και 1 παράγραφος 2 περ. θ του ν. 1406/1983 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 16 παράγραφος 1 και 17 παράγραφος 1 του ν. 4238/2014 και 50 παράγραφος 4 περ. Β1 του ν. 4305/2014 με συνέπεια να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 4 του ΚΠολΔ, όπως βάσιμα επικαλείται το αναιρεσείον με τον πρώτο λόγο της αναίρεσής του, ο οποίος για το λόγο αυτό πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ως προς τους αναιρεσιβλήτους, οι οποίοι παρέστησαν νόμιμα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Μετά από αυτό παρέλκει να ερευνηθούν οι λοιποί από τους αριθμούς 1 και 14 του ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης, επειδή μετά την παραδοχή του πρώτου από αυτούς καταλαμβάνονται από την εμβέλεια της αναιρετικής απόφασης. Πρέπει, επιπλέον, να αναιρεθεί και η υπ' αριθμό 3580/23-11-2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, επειδή και αυτή ενέχει υπέρβαση δικαιοδοσίας (άρθρα 580 παράγραφος 1 και 3, 591 και 4 του ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα τόσο της δίκης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, όσο και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 573 παράγραφος 1, 179 εδάφιο α, 183, 191 παράγραφος1 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται και στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της αναίρεσης ως προς τον εικοστό αναιρεσίβλητο Ν. Γ. του Ε., κάτοικο ...
Αναιρεί α) την υπ` αριθμό 104/5-3-2024 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς και β) την υπ' αριθμό 3580/23-11-2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ως προς τους λοιπούς αναιρεσιβλήτους, οι οποίοι παρέστησαν νόμιμα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου
Απορρίπτει την από 15-5-2020 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 2678-1258/15-5-2020 αγωγή ως προς τους αναιρεσιβλήτους που προαναφέρθηκαν.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής δίκης, όπως και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων που παρέστησαν νόμιμα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Απριλίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Μαΐου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ