
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 742 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 742/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη και Απόστολο Φωτόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 12 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Α. Α., για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1.Ε. Ε. του Δ., κατοίκου ..., 2.Σ. Μ. του Β., κατοίκου ..., 3.Α. Τ. του Ν., κατοίκου ..., 4.Γ. Χ. του Γ., κατοίκου ..., 5.Ε. Π. του Δ., κατοίκου ..., 6.Φ. - Ι. Τ. του Α., κατοίκου ..., 7.Α. Κ. του Δ., κατοίκου ..., 8)Μ. Ρ. του Ι., κατοίκου ..., 9.Σ. Φ. του Π., κατοίκου ..., 10.Α. Γ. του Θ., κατοίκου ..., 11.Π. Κ. του Δ., κατοίκου ..., 12.Ε. Χ. του Β., κατοίκου ..., 13.Γ. Μ. του Ε., κατοίκου ..., 14.Δ. Κ. του Β., κατοίκου ..., και 15.Ε. Σ. του Σ., κατοίκου .... Οι 3η, 5η και 11η δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο και οι λοιποί εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Νιζάμη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο oποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου του Δήμου Βόλου με την επωνυμία "ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΠΑΙΔΙΟΥ, ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. (Δ.Ο.Ε.Π.Α.Π - ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.)", που εδρεύει στην Νέα Ιωνία Βόλου και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κωνσταντινιά Βακουφτσή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η oποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-3-2021 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και λοιπών προσώπων που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2022 του ίδιου Δικαστηρίου και 47/2023 του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 20-12-2023 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παράγραφοι 1 και 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επέσπευσε τη συζήτηση. Αν την επέσπευσε έγκυρα ο διάδικος που είναι απών, η υπόθεση συζητείται σα να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Αν όμως την επέσπευσε ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απών διάδικος ή ο διάδικος που παρέστη, αλλά όχι με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος - κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Σε καταφατική περίπτωση ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του διαδίκου που έχει κλητευθεί. Στην αντίθετη όμως περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς το συγκεκριμένο διάδικο (ΑΠ 1308/2022, ΑΠ 1357/2021). Αν περαιτέρω εκείνος που επισπεύδει τη συζήτηση είναι ο αναιρεσείων και απουσιάζει ο ίδιος ή παρίσταται, αλλά δεν αποδεικνύει την ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας προς το Δικηγόρο που τον εκπροσωπεί στη δίκη, θεωρείται δικονομικά απών και κηρύσσεται άκυρη η κλήση του με την οποία εμφανίζεται ότι επιμελείται για τη συζήτηση με αποτέλεσμα να μην εφαρμόζεται η διάταξη που προαναφέρθηκε για συζήτηση της υπόθεσης σα να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (ΟλΑΠ 39/2005, ΟλΑΠ 9/2003, ΑΠ 566/2022). Στην περίπτωση αυτή αν δεν προκύπτει κλήτευση του αναιρεσείοντος που απουσιάζει ή αν ο αναιρεσείων δεν παρίσταται, όπως ορίζει ο νόμος, η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης ως προς αυτόν κηρύσσεται απαράδεκτη (ΑΠ 1691/2022, ΑΠ 516/2021). Περαιτέρω κατά το άρθρο 94 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο και κατά το άρθρο 96 παράγραφος 1 του ίδιου Κώδικα, η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Με το άρθρο 63 του ν. 4509/2017 (ΦΕΚ Α/201/22-12-2017) προστέθηκε εδάφιο στην τελευταία αυτή διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 96 ΚΠολΔ και ορίσθηκε ότι ειδικά για τις εργατικές διαφορές η πληρεξουσιότητα ενώπιον του Αρείου Πάγου μπορεί να χορηγείται με ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 104 του ίδιου Κώδικα για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και, αν δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Κατά το δεύτερο, περαιτέρω, εδάφιο της τελευταίας αυτής διάταξης το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. Τέλος με τη διάταξη του άρθρου 576 παράγραφος 3 εδάφιο α του ΚΠολΔ ορίζεται ότι, αν μετέχουν περισσότεροι στη δίκη για την αναίρεση και δεν κλητεύθηκε κάποιος από αυτούς, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους, ενώ με τη διάταξη του εδαφίου β του ίδιου άρθρου, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 62 του ν. 4139/2013, ορίζεται ότι σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης διεξάγεται νόμιμα ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νόμιμα, ενώ κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Αν επομένως απουσιάζει ή δεν μετέχει προσηκόντως στη συζήτηση ένας από τους περισσότερους αναιρεσείοντες ή αναιρεσιβλήτους, οι οποίοι τελούν μεταξύ τους σε σχέση απλής ομοδικίας, η υπόθεση χωρίζεται ως προς αυτούς και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νόμιμα μόνο ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νόμιμα. Η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς απλούς ομοδίκους που δεν έχουν κλητευθεί (ΑΠ 536/2020). Τις κλητεύσεις επικαλείται και αποδεικνύει ο διάδικος που παρίσταται (ΑΠ 99/2024).
Στην προκειμένη περίπτωση, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά εγγραφής της στο πινάκιο, δεν παρέστησαν η τρίτη αναιρεσείουσα, Α. Τ. του Ν., η πέμπτη από αυτές, Ε. Π. του Δ. και η ενδέκατη αναιρεσείουσα , Π. Κ. του Δ., κάτοικοι ... Οι διάδικοι που προαναφέρθηκαν - μαζί τις λοιπές απλές ομοδίκους τους που παρέστησαν - επέσπευσαν τη συζήτηση της υπό κρίση αίτησης για αναίρεση της υπ' αριθμό 47/25-1-2023 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας και, συγκεκριμένα, κλήτευσαν το αντίδικό τους, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΠΑΙΔΙΟΥ, ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ- ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. (Δ.Ο.Ε.Π.Α.Π.-ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.)" και έδρα τη Ν. Ιωνία Βόλου να παραστεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης (βλ. την από 6-6-2024 έγγραφη παραγγελία προς επίδοση του δικογράφου της αναίρεσης προς το αναιρεσίβλητο που έδωσε ο Δικηγόρος Βόλου Β. Νιζάμης και την από 7-6-2024 σημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ης Περιφέρειας του Εφετείου Λάρισας με έδρα το Πρωτοδικείο Βόλου Χ. Γ. Α.). Από τα έγγραφα όμως που υπάρχουν στη δικογραφία δεν προκύπτει ότι οι αναιρεσείουσες που δεν παρέστησαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου είχαν χορηγήσει πληρεξουσιότητα προς το Δικηγόρο Βόλου που προαναφέρθηκε να επισπεύσει τη συζήτηση της αναίρεσης και για λογαριασμό τους. Οι ίδιες εξάλλου αναιρεσείουσες δεν προκύπτει ότι κλητεύθηκαν να παραστούν κατά τη σημερινή δικάσιμο είτε από τις ομοδίκους τους, οι οποίες παρέστησαν, είτε από το αντίδικο τους. Η συζήτηση επομένως της αίτησης ως προς την τρίτη, την πέμπτη και την ενδέκατη από τις αναιρεσείουσες πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη (άρθρα 573 παράγραφος 1, 94, 96 παράγραφος 3, 104, 108 και 110 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ, ΑΠ 5/2024, ΑΠ 648/2023, ΑΠ 566/2022), ενώ για τις λοιπές πρέπει να διεξαχθεί κανονικά όπως ορίζεται και στο διατακτικό. 2. Με την από 20-12-2023 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 4/17-1-2024 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ' αριθμό 47/25-1-2023 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας - η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων επί της από 20-7-2022 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 743/30-8-2022 έφεσης που είχαν ασκήσει και οι ήδη αναιρεσείουσες κατά της υπ' αριθμό 16/1-4-2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, η οποία είχε εκδοθεί αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών- εργατικών διαφορών (άρθρα 591 παράγραφοι 1 έως 5, 614 αριθμός 3α, 621 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ) επί της από 22-3-2021 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 13/20-3-2021 αγωγή τους κατά του εναγομένου, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΠΑΙΔΙΟΥ, ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ - ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. (Δ.Ο.Ε.Π.Α.Π.- ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.)" και έδρα τη Ν. Ιωνία Βόλου, το οποίο στις 9-1-2024 καταργήθηκε και στη θέση του από 1-1-2024 υπεισήλθε το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Δήμος Βόλου" και έδρα το Βόλο Μαγνησίας, το οποίο συνεχίζει νόμιμα τη δίκη, χωρίς άλλη διατύπωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 27 παράγραφοι 1 και 3α του ν. 5056/2023 (Φ.Ε.Κ. Α 163/6-10-2023) και την υπ' αριθμό ...-2024 διαπιστωτική πράξη του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας-Στερεάς Ελλάδας (Φ.Ε.Κ. Β' 113/9-1-2024). Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα - επειδή η αναιρεσιβαλλομένη, όπως ομολογείται (άρθρα 573 παράγραφος 1, 591 παράγραφος 1 και 261 ΚΠολΔ), δεν επιδόθηκε - και γενικά παραδεκτά (άρθρα 553, 556 παράγραφος 1, 558, 564 παράγραφος 3 και 566 παράγραφος 1 ΚΠολΔ). Πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί και περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παράγραφος 3 ΚΠολΔ).
Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής: Οι ενάγουσες και ήδη αναιρεσείουσες, Ε. Ε. του Δ., Σ. Μ. του Β., Γ. Χ. του Γ., Φ.-Ι. Τ. του Α., Α. Κ. του Δ., Μ. Ρ. του Ι., Σ. Φ. του Π., Α. Γ. του Θ., Ε. Χ. του Β., Γ. Μ. του Ε., Δ. Κ. του Β. και Ε. Σ. του Σ., κάτοικοι ..., όπως και τριάντα πέντε (35) άλλοι ομόδικοί τους, στην από 22-3-2021 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 13/23-3-2021 αγωγή τους - την οποία είχαν απευθύνει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου και είχαν στρέψει κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΠΑΙΔΙΟΥ, ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ - ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. (Δ.Ο.Ε.Π.Α.Π.-ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.)" εξέθεσαν τα εξής : Ότι είχαν καταρτίσει με το εναγόμενο η πρώτη από αυτούς στις 27-11-2014, η δεύτερη στις 12-12-2018, η τρίτη στις 2-1-2008, η τέταρτη στις 11-11-2016, η πέμπτη στις 20-11-2014, η έκτη στις 24-3-2017, η έβδομη στις 12-12-2018, η όγδοη στις 11-11-2016, η ένατη και η δέκατη στις 12-12-2018, η ενδέκατη στις 11-11-2016 και η δωδέκατη από αυτές στις 1-12-2014 συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Ότι οι συμβάσεις τους αυτές μετά τη λήξη τους ανανεώνονταν διαδοχικά έως και την άσκηση της αγωγής. Ότι σε εκτέλεσή τους προσέφεραν προσηκόντως στο εναγόμενο τις υπηρεσίες τους με τις ειδικότητες που ανέφεραν στην αγωγή και κάλυπταν πάγιες και διαρκείς λειτουργικές ανάγκες του με συνέπεια η ορισμένη χρονική διάρκεια των συμβάσεών τους να μην δικαιολογείται από τη φύση, το είδος και το σκοπό της εργασίας τους και να μην υπαγορεύεται από κάποιο αντικειμενικό λόγο που ανάγεται στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας των υπηρεσιών του εναγομένου. Με το ιστορικό αυτό ζήτησαν - σύμφωνα με τη ρήτρα 5 της Οδηγίας 1999/70ΕΚ και τις διατάξεις του άρθρου 8 παράγραφοι 1 και 3 του ν. 2112/1920 και 5 και 6 του π.δ. 164/2004 - να αναγνωρισθεί ότι συνδέονταν με το εναγόμενο από την πρόσληψή τους και εφεξής με μια, ενιαία, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και, επιπλέον, β) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τις απασχολεί και να αποδέχεται στο μέλλον την εργασία τους με καθεστώς συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, όπως ειδικότερα είχαν επικαλεσθεί σε αυτή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δίκασε την υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 591 παράγραφοι 1 έως 5, 614 αριθμός 3 α, 621 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ) και εξέδωσε την υπ' αριθμό 16/1-4-2022 οριστική απόφαση με την οποία απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη. Οι ενάγουσες άσκησαν κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την από 20-7-2022 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 137/22-7-2022 έφεση για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και ζήτησαν να γίνει δεκτή η έφεσή τους και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση με σκοπό να γίνει δεκτή ως νόμιμη και περαιτέρω και ως ουσιαστικά βάσιμη η αγωγή τους κατά του εφεσιβλήτου-εναγομένου. Το Μονομελές Εφετείο Λάρισας δίκασε την έφεση αντιμωλία των διαδίκων κατά τη διαδικασία κατά την οποία είχε δικάσει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη υπ' αριθμό 47/25-1-2023 τελεσίδικη απόφαση, με την οποία δέχθηκε τυπικά, αλλά απέρριψε στην ουσία την έφεση. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ειδικότερα τα εξής: "Στην προκειμένη περίπτωση, η αγωγή παρίσταται ως μη νόμιμη κατά τα κύρια αιτήματά της, να αναγνωρισθεί ότι η σύμβαση που συνδέει εκάστη ενάγουσα-εκκαλούσα με το εναγόμενο-εφεσίβλητο ΝΠΔΔ είναι μια ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του τελευταίου, καθώς και να υποχρεωθεί το τελευταίο να τις απασχολεί με την ειδικότητα και τις αποδοχές με τέτοια σύμβαση, διότι, και αν ακόμη θεωρηθεί αληθές ότι οι επικαλούμενες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, δεν είναι κατά τον νόμο δυνατή η μετατροπή τους σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, αφού (...) τέτοιες συμβάσεις, οι οποίες, υπό την ισχύ των διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος 1975/86/2001/08/19 παράγραφος 7 και 8 (που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του 2001) και 21 του Ν. 2190/1994, συνάπτονται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τους λοιπούς φορείς που ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο φορέα, όπως είναι και οι επίδικες συμβάσεις, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Περαιτέρω (...) δεν είναι δυνατή η εκτίμηση των συμβάσεων αυτών, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, διότι βάσει των προαναφερόμενων διατάξεων το εναγόμενο-εφεσίβλητο ΝΠΔΔ, ως εργοδότης, δεν είχε την ευχέρεια να συνάπτει συμβάσεις αορίστου χρόνου, ούτε ήταν δυνατή η εφαρμογή στις συμβάσεις αυτές του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920. Επιπλέον, κατά το μέρος που οι ενάγουσες-εκκαλούσες αιτιώνται την προσβαλλόμενη απόφαση για το ως άνω συμπέρασμα αυτής, επικαλούμενες ειδικότερα τους επί μέρους όρους των συμβάσεων που εκάστη αυτών συνήψε με το εναγόμενο, με τις ως άνω αναφερόμενες ειδικότητες και την εκ τούτου δικαστική διάγνωση και αναγνώριση ότι εξαρχής επρόκειτο για μια και ενιαία σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθότι τούτο ισοδυναμεί με μη επιτρεπτό ορθό νομικό χαρακτηρισμό (...). Εξάλλου, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004, δεδομένου ότι - κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή - οι ενάγουσες-εκκαλούσες είχαν συνάψει με το εναγόμενο-εφεσίβλητο ΝΠΔΔ συμβάσεις μετά την έναρξη ισχύος της νέας διατάξεως του άρθρου 103 του Συντάγματος 1975/86/2001/08/19 παράγραφος 7 και 8 (17/04/2001). Περαιτέρω, για τον χρόνο μετά την έναρξη ισχύος του Π.Δ. (...) ως κύρωση για την κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων κατά παράβαση των άρθρων 5 και 6 του υπόψη Π.Δ., προβλέφθηκε η αυτοδίκαιη ακυρότητα των συμβάσεων και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την παροχή της εργασίας του, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό "το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του", ενώ παράλληλα θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Δεν προβλέπεται, δηλαδή, ως κύρωση και η αυτοδίκαιη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε μια ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου (...). Οι ανωτέρω (...) κυρώσεις διασφαλίζουν αποτελεσματικά το σκοπό που εκφράζεται με την προαναφερόμενη ρήτρα 5 της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, την αποτροπή δηλαδή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και έτσι δεν είναι αναγκαία η προσφυγή στο άρθρο 5 του Ν. 2112/1920, το οποίο δεν έχει εφαρμογή ούτε κατ' επιταγή της Οδηγίας αυτής μετά την έναρξη ισχύος του Π.Δ. 164/2004 (...). Ενόψει όλων τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε ομοίως (...) και απέρριψε την αγωγή των (...) εναγουσών ως μη νόμιμη, ορθώς (...) ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και ιδίως εκείνες των άρθρων 103 του Συντάγματος 1975/86/2001/08/19, 8 του Ν. 2112/1920,21 του Ν. 2190/1994, 669 ΑΚ και τις (...) διατάξεις του Π.Δ. 164/2004 (...).". 3. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 εδάφιο α ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται (...) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (...). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται α) αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, β) αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές και γ) αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή, αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (ΟλΑΠ 5/2023). Από το συνδυασμό, περαιτέρω, των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669 και 672 του Α.Κ. προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη, είτε επειδή συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε επειδή προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν ακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή σύμφωνα με το άρθρο 669 παράγραφος 1 του ΑΚ λύεται αυτοδικαίως, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συμφωνήθηκε. Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται καταγγελία της σύμβασης και δεν υπάρχει υποχρέωση να καταβληθεί αποζημίωση χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης (OλΑΠ 19/2007) Εξάλλου, το άρθρο 8 παράγραφος 1 εδάφιο β` του ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 11 του α.ν. 547/1937, ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου εφαρμόζονται και επί συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, όταν ο σκοπός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται, αλλά τέθηκε σκόπιμα για να καταστρατηγηθούν οι διατάξεις για την υποχρεωτική καταγγελία. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση που ο εργοδότης δεν τηρήσει τις τυπικές προϋποθέσεις για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, οι οποίες προβλέπονται από το ν. 2112/1920. Η ίδια διάταξη εφαρμόζεται και για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας στις περιπτώσεις, ιδίως, των διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες στην πραγματικότητα καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη, οπότε η ορισμένη χρονική τους διάρκεια δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας και δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, ο οποίος μπορεί να ανάγεται και στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης,. Η διάταξη επιπλέον, που προαναφέρθηκε παρέχει πληρέστερη προστασία έναντι της μεταγενέστερης 1999/70 Κοινοτικής Οδηγίας (ΟλΑΠ 7/2011).
Στην περίπτωση αυτή η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είναι άκυρη ως προς την ορισμένη χρονική της διάρκεια με συνέπεια να θεωρείται από την κατάρτισή της ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία δεν δικαιολογεί την απόλυση του εργαζομένου, χωρίς την τήρηση εγγράφου τύπου και την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΟλΑΠ 6/2022). Η πρόθεση, εξάλλου, καταστρατήγησης τεκμαίρεται από το γεγονός ότι επιλέγεται η σύμβαση ορισμένου χρόνου, χωρίς να δικαιολογείται αντικειμενικά η ορισμένη διάρκειά της από τη φύση της εργασίας ή τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης. Πρέπει, ωστόσο, να αποδεικνύεται επιπλέον ότι ο εργοδότης σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με την κατάρτιση σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είχε πρόθεση να καταστρατηγήσει τις διατάξεις που ισχύουν για την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου. Η διάταξη, περαιτέρω, του άρθρου 8 παράγραφος 1 εδάφιο β` του ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 11 του α.ν. 547/1937, διασφαλίζει το δικαίωμα του εργαζομένου να λάβει την αποζημίωση απόλυσης. Η διάταξη, εξάλλου, του άρθρου 21 παράγραφοι 1 και 2 του ν. 2190/1994, όπως ίσχυε, πριν καταργηθεί με το άρθρο 61 παράγραφος 1α του ν. 4765/2021 (Φ.Ε.Κ. Α 6/15-1-2021) ότι μεταξύ άλλων ότι τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και γενικότερα τα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα - που αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφος 1 του ίδιου νόμου - επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για να αντιμετωπίζουν εποχιακές ή άλλες περιοδικές ή πρόσκαιρες ανάγκες με διάρκεια απασχόλησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών, ενώ στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για την αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες για το ίδιο άτομο, χωρίς να επιτρέπεται εγκύρως παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή αυτής σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Περαιτέρω στις διατάξεις του άρθρου 103 παράγραφοι 2 και 3 του Συντάγματος, με τις οποίες επιβάλλεται η νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ορίζονται τα εξής: "2. Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες, με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου" και "3. Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού, καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού, μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις, τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται". Με την αναθεώρηση του Συντάγματος, που έλαβε χώρα με το από 06-04-2001 ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής (Φ.Ε.Κ. Α 84/17-4-2021) προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος η παράγραφος 7, που προβλέπει ότι: "Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά (...) γίνεται είτε με διαγωνισμό, είτε με επιλογή, σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει".
Επίσης στο ίδιο άρθρο προστέθηκε η παράγραφος 8 που προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπόμενων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3, είτε πρόσκαιρων, είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού, που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου". Σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος που προαναφέρθηκαν στη Δημόσια Διοίκηση, η οποία σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 103 του Συντάγματος στελεχώνεται κατά κανόνα από μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους, είναι δυνατόν να παρέχουν σε αυτή τις υπηρεσίες τους και εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, μόνον όμως όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται από τις παραγράφους 2, 3 και 8 της ίδιας διάταξης. Νόμος, εξάλλου, ρυθμίζει τους όρους, τη χρονική διάρκεια και τη φύση της εργασίας φυσικών προσώπων που καταρτίζουν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας με τη Διοίκηση σύμφωνα με τις ανάγκες που κάθε φορά ανακύπτουν. Η μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου απαγορεύεται, διότι σε διαφορετική περίπτωση θα καταστρατηγούντο οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος (ΟλΣτΕ 943/2020). Ο συνταγματικός νομοθέτη με τις διατάξεις αυτές θέλησε να διασφαλίσει την αξιοκρατία κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (ΟλΑΠ 6/2022). Οι διαδοχικές, επομένως, συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίζονται με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα μετά την έναρξη της ισχύος των διατάξεων των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, δηλαδή μετά την 17-4-2001, δεν μπορούν πλέον να μετατραπούν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου ακόμη και με νόμο, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του φορέα που προέβη στην πρόσληψη. Από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει, επιπλέον, ότι ο δικαστής δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να προβεί σε ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων που προαναφέρθηκαν ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου, ακόμη και αν πράγματι με αυτές καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη, ο οποίος δεν έχει την ευχέρεια να προβεί στη σύναψη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας και των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος για την πρόσληψη τακτικού προσωπικού τυχόν αντίθετη ερμηνεία, ότι οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, με τις οποίες καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες, μπορούν να αναγνωρίζονται, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και μετά την πιο πάνω συνταγματική αναθεώρηση, θα είχε ως συνέπεια τη διαιώνιση του αποδοκιμασθέντος από τον αναθεωρητικό νομοθέτη φαινομένου (ΟλΑΠ 19/2007, ΟλΑΠ 20/2007). Οι διατάξεις, επομένως, των άρθρων 8 παράγραφοι 1 και 3 του ν. 2112/1920 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 281, 671 του ΑΚ και 25 παράγραφοι 1 και 3 του Συντάγματος δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις που προαναφέρθηκαν (ΟλΑΠ 19/2007, ΟλΑΠ20/2007). Περαιτέρω η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 παρέχει στα κράτη - μέλη της ήδη Ευρωπαϊκής Ένωσης την ευχέρεια να επιλέξουν την προσφορότερη λύση για να αποτρέψουν στις εθνικές έννομες τάξεις τους την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Ο χαρακτηρισμός των συμβάσεων εργασίας ορισμένου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου προβλέπεται ως δυνητικό μέτρο για το σκοπό αυτό. Η Οδηγία, περαιτέρω, ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη ως προς τους εργαζομένους στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα με το π.δ. 164/2004, τα οποίο άρχισε να ισχύει στις 19-7-2004. Η επιλογή των μέτρων που προβλέπονται από το διάταγμα αυτό έγινε με γνώμονα την ιδιαιτερότητα του δημόσιου τομέα και σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές, οι οποίες διέπουν τη διαδικασία επιλογής του μόνιμου προσωπικού στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Το άρθρο 5 του ίδιου π.δ. ορίζει τα εξής: "1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους η παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ` εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών, που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης (...). 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου". Ως κύρωση για την περίπτωση που καταρτίζονται διαδοχικές συμβάσεις εργασίας κατά παράβαση των κανόνων που προαναφέρθηκαν προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του ίδιου προεδρικού διατάγματος, η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέστηκαν εν όλω ή εν μέρει, όσο και αποζημίωσης που είναι ίση με το ποσό "το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αόριστου χρόνου, σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του". Παράλληλα θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη των υπαιτίων οργάνων για την παράβαση των κανόνων αυτών. Οι διατάξεις του προεδρικού διατάγματος που προαναφέρθηκε δεν είναι αντίθετες με το ενωσιακό δίκαιο, διότι εισήγαγαν ρυθμίσεις που μπορούν να αποτρέψουν αποτελεσματικά την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα. Το άρθρο 7, ειδικότερα, του π.δ. που προαναφέρθηκε προβλέπει συγκεκριμένα α) ότι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκαν, μολονότι δεν υπήρχε αντικειμενικός λόγος που να δικαιολογεί την ορισμένη χρονική διάρκειά τους, είναι άκυρες, β) ότι ο εργαζόμενος, ο οποίος απασχολήθηκε σε εκτέλεση άκυρης σύμβασης εργασίας, μπορεί να αξιώσει από τον εργοδότη του ευθέως από το νόμο τις δεδουλευμένες αποδοχές του και γ) έχει, επιπλέον, τη δυνατότητα να λάβει ως αποζημίωση απόλυσης ποσό ίσο με εκείνο, το οποίο θα λάμβανε άλλος εργαζόμενος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της (εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης). Το ίδιο π.δ. προβλέπει και ποινικές κυρώσεις για όσους παραβιάζουν από δόλο ή από αμέλεια τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περαιτέρω, έκρινε στην υπόθεση C 760/18, ECLI:EU:C:2021:113, Μ.Β. κ.λπ. κατά Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (...), με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης Ελληνικού δικαστηρίου ότι: "Η ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας - πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι, όταν έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η υποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει, κατά το μέτρο του δυνατού, όλες τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης, περιλαμβάνει την εκτίμηση του ζητήματος αν οι διατάξεις προγενέστερης και εισέτι ισχύουσας νομοθεσίας, που επιτρέπει την μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου, μπορούν, ενδεχομένως, να εφαρμοσθούν στο πλαίσιο της σύμφωνης αυτής ερμηνείας, μολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή, όσον αφορά τον δημόσιο τομέα". Ο έλληνας δικαστής όμως θα είχε την υποχρέωση αυτή, μόνον αν η διάταξη του άρθρου 8 παράγραφος 3 του ν. 2112/1920 θα μπορούσε να εφαρμοσθεί στους εργαζομένους που απασχολούνται στο δημόσιο τομέα με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Τέτοια όμως δυνατότητα μετά την έναρξη της ισχύος των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος (17-4-2001) δεν υπάρχει. Η μετατροπή, εξάλλου, των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας από ορισμένου σε αορίστου χρόνου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παράγραφος 3 του ν. 2112/1920 δεν μπορεί να αποτελεί σε κάθε περίπτωση "ισοδύναμο" νομοθετικό μέτρο κατά την έννοια της ρήτρας 5 σημείο 1 του Παραρτήματος της Οδηγίας 1999/70, επειδή απαραίτητη προϋπόθεση για να εφαρμοσθεί η διάταξη που προαναφέρθηκε είναι να διαπιστωθεί ότι το Δημόσιο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με την κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου είχε πρόθεση να καταστρατηγήσει την αυξημένη εργασιακή ασφάλεια, την οποία παρέχουν στους εργαζομένους οι διατάξεις που διέπουν τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου. Η διάταξη, επομένως, του άρθρου 8 παράγραφος 3 του ν. 2112/1920 δεν μπορεί να εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση που το Δημόσιο καταρτίζει συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Οι μεμονωμένες νομοθετικές διατάξεις, οι οποίες καταστρατηγούν τον κανόνα του άρθρου 103 παράγραφοι 7 και 8 του Συντάγματος, δεν είναι ικανές για να χαρακτηρίσουν γενικά τις ρυθμίσεις του π.δ. 164/2004 ως αναποτελεσματικά ισοδύναμα μέτρα σύμφωνα με τη ρήτρα 5 παράγραφος 1 της Οδηγίας 1999/70 (ΑΠ 146/2023, ΑΠ 104/2022). Στην προκειμένη συνεπώς περίπτωση η ένδικη αγωγή - σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν - ήταν πράγματι νομικά αβάσιμη, διότι οι αναιρεσείουσες επικαλέσθηκαν σε αυτή ότι είχαν καταρτίσει τις επίδικες συμβάσεις εργασίας από 2-1-2008 και εφεξής, δηλαδή, μετά την 17-4-2001, όταν ήδη είχαν τεθεί σε ισχύ οι παράγραφοι 7 και 8 του άρθρου 103 του αναθεωρημένου Συντάγματος - οι οποίες απαγορεύουν τη μετατροπή των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου που συνάπτονται με το Δημόσιο και φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου - με συνέπεια, ακόμη και αν οι αναιρεσείουσες πράγματι παρείχαν στο αντισυμβαλλόμενο τους, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΠΑΙΔΙΟΥ, ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ - ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. (Δ.Ο.Ε.Π.Α.Π.- ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.)" και έδρα τη Ν. Ιωνία Βόλου, εργασία που κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του, οι συμβάσεις τους δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, ακόμη και αν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 8 παράγραφος 3 του ν. 2112/1920. Για τον ίδιο λόγο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είχε την εξουσία να προβεί σε ορθό νομικό χαρακτηρισμό των ίδιων συμβάσεων ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, διότι ο εργοδότης τους, ακόμη και αν οι αναιρεσείουσες με την παροχή εργασίας του σε αυτόν κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες των υπηρεσιών του, δεν είχε νόμιμη εξουσία να καταρτίσει συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου με αυτές. Οι επίδικες περαιτέρω συμβάσεις δεν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ακόμη και κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 παράγραφος 1 και 11 παράγραφος 1 του π.δ. 164/2004 (Φ.Ε.Κ. Α 134/19-7-2004), επειδή είχαν καταρτισθεί μετά την έναρξη της ισχύος του. Η ρήτρα 5 σημείο 1 της κοινοτικής Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, εξάλλου, δεν επιβάλλει στα κράτη-μέλη της ήδη Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά αφήνει στη διακριτική τους ευχέρεια, τη δυνατότητα μετατροπής των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου ως κύρωση για την περίπτωση που διαπιστώνεται ότι η ορισμένη χρονική διάρκεια των συμβάσεων εργασίας δεν δικαιολογείται από κάποιο αντικειμενικό λόγο, ο οποίος επιβάλλει την ορισμένη χρονική τους διάρκεια. Τα κράτη-μέλη σύμφωνα με την ίδια Οδηγία οφείλουν μόνον να λαμβάνουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα για να αποτρέπεται η καταχρηστική κατάρτιση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως έπραξε ο έλληνας νομοθέτης με το π.δ. 164/2004. 4.
Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την έφεση που είχαν ασκήσει οι αναιρεσείουσες κατά της υπ' αριθμό 16/1-4-2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου με τις αιτιολογίες που προαναφέρθηκαν, δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία τις διατάξεις της ρήτρας 5 σημείο 1 της κοινοτικής Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, 25 παράγραφοι 1 και 3 του Συντάγματος, του άρθρου 8 παράγραφοι 1 και 3 του ν. 2112/1920 και των άρθρων 281 και 671 του ΑΚ και των διατάξεων των άρθρων 5 παράγραφος 1 και 11 παράγραφος 1 του π.δ. 164/2004 (Φ.Ε.Κ. Α 134/19-7-2004) και για το λόγο αυτό δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 του ΚΠολΔ, όπως αβάσιμα επικαλούνται οι αναιρεσείουσες με το μοναδικό λόγο της αναίρεσής τους, ο οποίος επομένως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου - το οποίο διεξήγαγε τη δίκη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου δια πληρεξουσίου Δικηγόρου και κατέθεσε προτάσεις - μετά από νόμιμο και βάσιμο αίτημά του - πρέπει να επιβληθούν μειωμένα σε βάρος των αναιρεσειουσών, οι οποίες ηττήθηκαν στη δίκη (άρθρα 573 παράγραφος 1, 106, 176 εδάφιο α, 191 παράγραφος 2, 183 του ΚΠολΔ και 281 παράγραφος 2 του ν. 3463/2006 "Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων"), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της αναίρεσης ως την τρίτη, την πέμπτη και την ενδέκατη από τις αναιρεσείουσες, Α. Τ. του Ν., Ε. Π. του Δ. και Π. Κ. του Δ., κατοίκους ...
Απορρίπτει ως προς τις λοιπές αναιρεσείουσες την από 20-12-2023 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 4/17-1-2024 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμό 47/25-1-2023 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας.
Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες - ως προς τις οποίες η συζήτηση της υπόθεσης διεξήχθη νόμιμα - στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ήδη αναιρεσιβλήτου, Δήμου Βόλου, το ύψος των οποίων ορίζει σε εννιακόσια (900) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Μαρτίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Μαΐου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ