ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 743/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 743/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 743/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 743 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 743/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη και Απόστολο Φωτόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 12 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Α. Α., για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.)", που εδρεύει στο Μαρούσι και εκπροσωπείται νόμιμα από τον διοικητή του. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Αλεξάνδρα Λαμπροπούλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η oποία δεν κατέθεσε προτάσεις.

Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Λ. του Γ., κατοίκου ... Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κατερίνα Μοσχοβίτη - Ηγουμενίδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η oποία κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-6-2014 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 269/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 2/2023 του Μονομελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον νομικό προσώπο με την από 20-3-2023 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1.Με την από 20-3-2023 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 13/21-3-2023 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ' αριθμό 2/4-3-2023 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 591 παράγραφος 1, 663, 664 έως 676 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν, πριν αντικατασταθούν από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015) επί της από 22-4-2019 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 45/2-5-2019 εφέσεως, την οποία είχε ασκήσει το αναιρεσείον κατά της υπ' αριθμό 269/2-5-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα - και, συγκεκριμένα, μέσα στην τριακονθήμερη προθεσμία από την επομένη της επίδοσής της, η οποία έλαβε χώρα στις 23-2-2023 - και γενικά παραδεκτά (άρθρα 552, 553 παράγραφος 1, 556 παράγραφος 1, 558, 564 παράγραφος 1 και 566 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί και περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της (άρθρο 577 παράγραφος 3 του ΚΠολΔ). 2. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος στην από 3-6-2014 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης **139/19-6-2014 αγωγή του - την οποία είχε απευθύνει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου και είχε στρέψει κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.)" και έδρα το Αμαρούσιο Αττικής- εξέθεσε τα εξής: Ότι στις 15-5-1986 είχε καταρτίσει νόμιμα με το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ("Ι.Κ.Α.") - καθολικός διάδοχος του οποίου είναι το εναγόμενο - ειδική σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 του ν.δ. 1204/1972. Ότι σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής προσέφερε έκτοτε προσηκόντως στο εναγόμενο τις υπηρεσίες του ως οδοντίατρος έως και την 10-3-2014, όταν έλαβε γνώση ότι είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 και 17 του ν. 4238/2014. Ότι το εναγόμενο με την υπ' αριθμό ...-2014 διαπιστωτική πράξη του Διοικητή του, την οποία δεν κοινοποίησε σε αυτόν, κατήγγειλε μονομερώς κατά τις διατάξεις του νόμου που προαναφέρθηκε τη συμβατική τους σχέση αναδρομικά από 20-3-2014. Ότι η καταγγελία της σύμβασής του ήταν άκυρη, α) επειδή το εναγόμενο δεν είχε τηρήσει τον έγγραφο τύπο, ο οποίος απαιτείτο κατά το νόμο για την εγκυρότητά της και δεν είχε καταβάλει σε αυτόν τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης και, επιπλέον, β) διότι η απόλυσή του είχε συντελεσθεί κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, από τα χρηστά ήθη και από τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, όπως ειδικότερα είχε επικαλεσθεί σε αυτή. Με το ιστορικό αυτό ζήτησε κυρίως α) να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο είχε καταγγείλει ακύρως τη σύμβαση εργασίας του, β) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε αυτόν νομιμότοκα μισθούς υπερημερίας συγκεκριμένου χρηματικού ποσού έως και το χρόνο που θα συνταξιοδοτείτο, γ) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τον απασχολεί πραγματικά στην ίδια θέση και με τους ίδιους όρους, όπως και πριν την απόλυσή του, και να καταβάλλει σε αυτόν τις νόμιμες αποδοχές του και δ) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε αυτόν νομιμότοκα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία είχε υποστεί από την άκυρη απόλυσή του και, επικουρικά, για την περίπτωση που κρινόταν ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του δεν ήταν άκυρη, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε αυτόν τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης με το νόμιμο τόκο από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δίκασε την υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 591 παράγραφος 1, 663, 664 έως 676 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν, πριν αντικατασταθούν από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015) και εξέδωσε την υπ' αριθμό 269/2-5-2017 οριστική απόφαση, με την οποία α) απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή ως προς την κύρια βάση της και β) έκρινε νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη την επικουρική βάση της αγωγής και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα την αποζημίωση απόλυσης που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 2 παράγραφος 2 του ν. 173/1967 νομιμότοκα από τη επομένη της απόλυσής του. Το εναγόμενο άσκησε κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την από 22-4-2019 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 45/2-5-2019 έφεση - μόνο ως προς το κεφάλαιο της αγωγής που είχε γίνει δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση - για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και ζήτησε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή που είχε ασκήσει ο εφεσίβλητος-ενάγων εναντίον του. Το Μονομελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης δίκασε την υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων κατά τη διαδικασία κατά την οποία είχε δικάσει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη υπ' αριθμό 2/4-1-2023 τελεσίδικη απόφαση, με την οποία δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε στο σύνολό της την εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιο που είχε προσβληθεί με την έφεση και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό 15.000 Ευρώ νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ειδικότερα (άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ) τα εξής: "αποδείχθηκαν τα ακόλουθα (...): Ο ενάγων ιατρός προσλήφθηκε από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 ν.δ. 1204/1972 και δη δυνάμει ειδικής σύμβασης προκειμένου να παράσχει τις υπηρεσίες του ως οδοντίατρος στους ασφαλισμένους του ιδρύματος στο ιδιωτικό της ιατρείο στη Νεάπολη την 15η-05-1986. Την 1η -1- 2012 μεταφέρθηκε, ως ιατρικό προσωπικό στον ΕΟΠΥΥ με το ίδιο εργασιακό καθεστώς και συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στους ασφαλισμένους του εναγόμενου ως οδοντίατρος. Διαρκούσης της απασχόλησής του διατηρούσε παράλληλα και ιδιωτικό ιατρείο, στο οποίο παρείχε υπηρεσίες υγείας, καθώς είχε το δικαίωμα πέραν της εργασίας του στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης να ασκεί και ιδιωτικό ιατρικό έργο (άρθρ. 5 παράγραφος 1 νδ 1204/1972). Αναφορικά με το είδος της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος (...) προκύπτει ότι η σχέση του ενάγοντος που προσλήφθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. δ/τος 1204/1972 ήταν εκείνη της ειδικής σύμβασης εργασίας, η οποία διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του ως άνω ν.δ/τος, όπου δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και η δε γενομένη με το άρθρο 18 του ν. 2150/1993 μισθολογική εξομοίωση με τους ιατρούς θεραπευτές του ΙΚΑ, που συνδέονται με αυτό με σχέση δημοσίου δικαίου, δεν μετέβαλε και τη φύση της σχέσης που συνδέει τους ιατρούς της κατηγορίας αυτής με το ΙΚΑ (...). Ωστόσο, μετά τη δημοσίευση του ν. 3232/2004, ο οποίος με τη διάταξη του άρθρου 24 παράγραφος 1 εδάφιο γ' όρισε ότι "Η αληθής έννοια του άρθρου 10 του ν.δ. 1204/1972 (ΦΕΚ 123Α), που προβλέπει ειδικές συμβάσεις ιατρών και οδοντιάτρων του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., είναι ότι οι συμβάσεις αυτές είναι εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου", με την έναρξη ισχύος της τελευταίας αυτής διάταξης, μεταβλήθηκε η φύση της συνδέουσας τον ενάγοντα με το εναγόμενο έννομη σχέση σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (...). Ακολούθως με το ν. 4238/2014 το εναγόμενο υποκαταστάθηκε στην παροχή υπηρεσιών υγείας από το Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας που λειτουργεί στις Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (ΔΥΠε), ενώ σε εκτέλεση του άρθρ. 16 παράγραφος 1 του οικείου νομοθετήματος, ο ενάγων τέθηκε αυτοδικαίως σε καθεστώς διαθεσιμότητας με ταυτόχρονη κατάργηση των θέσεων που κατείχε. Ο ενάγων δεν υπέβαλε εντός της ταχθείσης προθεσμίας των επτά (7) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της διαπιστωτικής πράξης της ως άνω παραγράφου 3 του άρθρου 16 του ν. 4238/2014, αίτηση αποδοχής θέσης υπό καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, καθώς αρνούνταν να διακόψει την ιδιωτική δραστηριότητά του και την άσκηση του ελευθερίου επαγγέλματος του, το οποίο μετέρχονταν επί σειρά ετών. Όπως αποδεικνύεται από την υπ' αρ. ....2014 διαπιστωτική πράξη διαθεσιμότητας και απόλυσης, η οποία δημοσιεύθηκε το ΦΕΚ στις 23-05-2014, επήλθε ως συνέπεια της μη υποβολής των δηλώσεων η αυτοδίκαιη απόλυσή του, λόγω της ταυτόχρονης κατάργησης της θέσεώς τους. Η κατά τα ανωτέρω απόλυσή του συντελέστηκε την 20-03-2014, δηλαδή αμέσως μετά τη λήξη της 30νθήμερης διαθεσιμότητας, αρχομένης από την έκδοση της με αριθμό ....2014 διαπιστωτικής πράξης απολύσεων του Προέδρου του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Ωστόσο κατά την ανωτέρω απόλυσή τους, δεν καταβλήθηκε η οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης. Συνακόλουθα λαμβάνοντας υπόψη ότι η έννομη σχέση που συνδέει τον ενάγοντα με το εναγόμενο είναι εξαρτημένη εργασία ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και περαιτέρω ότι κατά το εφαρμοστέο νομοθετικό καθεστώς δικαιούνται αποζημίωσης απόλυσης κατ' άρθρ. 49 ν. 993/1979, με τον περιορισμό όμως του άρθρου 2 παράγραφος 2 ν. 173/1967 που προβλέπει ανώτατο όριο το ποσό των 15.000 ευρώ. Ως εκ τούτου το εναγόμενο πρέπει να καταβάλει στον ενάγοντα, ιατρό οδοντίατρο, που προσλήφθηκε από το ΙΚΑ - ΕΤΑΜ σύμφωνα με την από 15-05-1986 σύμβαση και ανέλαβε υπηρεσία την 15η-05-1986 και έκτοτε απασχολήθηκε ανελλιπώς μέχρι την 20η-3-2014, ήτοι για συμπληρωμένη υπηρεσία 18 ετών αποζημίωση απόλυσης 15.000 € κατ ανώτατο όριο, εφόσον για συμπληρωμένη υπηρεσία 18 ετών θα δικαιούνταν (αν δεν υπήρχε ο ανωτέρω ποσοτικός περιορισμός αποζημίωση ανερχόμενη σε 12 μηνιαίους μισθούς προς 1.906 €, ήτοι 22.872 €, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και όχι από την ημέρα της καταγγελίας της σύμβασης (...).

Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη επεδίκασε στον ενάγοντα το ποσό των 15.000 € με το νόμιμο τόκο από της 21Π-3-2014 εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει (...) η έφεση να γίνει εν μέρει δεκτή και ως κατ' ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και ερευνηθεί κατ' ουσίαν (άρθρο 535 παράγραφος1 ΚΠολΔ), πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή (...).". 3. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 εδάφιο α ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται (...) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (...). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται α) αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, β) αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές και γ) αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή, αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν.

Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 5/2023).Σύμφωνα περαιτέρω με το άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος "Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη". Με τη διάταξη αυτή ανάγεται σε ατομικό δικαίωμα η συμμετοχή στην εν γένει οικονομική δραστηριότητα και κατοχυρώνεται η οικονομική ελευθερία. Ιδιαίτερη εκδήλωση της οικονομικής ελευθερίας είναι η ελευθερία στην εργασία, δηλαδή το δικαίωμα του καθενός να εργάζεται, χωρίς να παρεμποδίζεται και να επιλέγει ο ίδιος χωρίς περιορισμούς το είδος, τον τόπο και τη διάρκεια της απασχόλησής του (άρθρο 22 παράγραφος 1 του Συντάγματος). Η ελευθερία αυτή περιλαμβάνει την ελευθερία των συμβάσεων (ελευθερία σύναψης και καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου, ελευθερία διαμόρφωσης του περιεχομένου της συμβάσης κ.λπ.), όπως ορίζεται και στη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Με την ελευθερία των συμβάσεων ως εκδήλωση του δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας, δεν συνάδει κατ' αρχήν οποιαδήποτε μεταγενέστερη επέμβαση του νομοθέτη, η οποία περιορίζει την ελευθερία αυτή. Ο νομοθέτης κατ' εξαίρεση μπορεί να περιορίσει την ελευθερία αυτή στην περίπτωση που η άσκησή της προσβάλλει δικαιώματα τρίτων ή προσκρούει σε άλλες διατάξεις του Συντάγματος ή ενέχει προσβολή των χρηστών ηθών ή, τέλος, αποβαίνει σε βάρος της εθνικής οικονομίας (άρθρα 25 παράγραφος 3 και 106 παράγραφος 2 του Συντάγματος, ΟλΑΠ 33/2002, ΟλΑΠ 4/1998). Η συνδρομή περιστατικών, τα οποία κατ' εξαίρεση καθιστούν δικαιολογημένη μια τέτοια επέμβαση του νομοθέτη ερευνάται από όλα τα δικαστήρια, τα οποία έχουν την εξουσία να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων (άρθρα 87 παράγραφος 2 και 93 παράγραφος 4 του Συντάγματος). Τα περιστατικά που μπορούν να δικαιολογήσουν μια τέτοια εξαίρεση κρίνονται αυτοτελώς σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση μετά από στάθμιση των συνθηκών, υπό τις οποίες, πρώτον, καταρτίσθηκε και λειτούργησε η συμβατική σχέση και, δεύτερον, εκδηλώθηκε η νομοθετική παρέμβαση , η οποία μπορεί ενδεχομένως να ελεγχθεί ως αντισυνταγματική (ΟλΑΠ 7/2015, ΑΠ 410/2017).

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 του Συντάγματος "Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την προστασία του κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αποδέκτης της επιταγής για σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας είναι ο κοινός νομοθέτης που θεσπίζει περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων σύμφωνα με συνταγματική επιφύλαξη υπέρ του νόμου, την οποία και υλοποιεί, και όχι ο δικαστής, ο οποίος οφείλει μόνον να ελέγχει αν η αρχή αυτή έχει τηρηθεί και στην αντίθετη περίπτωση να αρνείται την εφαρμογή του νόμου ως αντισυνταγματικού. Η ίδια αρχή, η οποία τείνει στην εκλογίκευση των επαχθών παρεμβάσεων της κρατικής εξουσίας στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, παραβιάζεται, όταν η συγκεκριμένη κρατική παρέμβαση δεν είναι α) πρόσφορη για να επιτευχθεί ο σκοπός που επιδιώκεται με αυτήν, β) αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού, δηλαδή ότι το ίδιο αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με ένα ανώδυνο ή ηπιότερο μέσο, και γ) αναλογική εν στενή εννοία, δηλαδή να τελεί σε εσωτερική αλληλουχία με το σκοπό που επιδιώκεται, ώστε η ωφέλεια που αναμένεται να μην είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας αξιολογείται η εξουσία, την οποία παρέχει στο νομοθέτη το άρθρο 26 παράγραφος 1 του Συντάγματος, να θέτει κατά τη ρύθμιση των βιοτικών σχέσεων και τον καθορισμό των κυρώσεων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμπεριφορά των πολιτών αφηρημένα ελάχιστα ή ανώτατα όρια εντός των οποίων ο δικαστής εξειδικεύει τον κανόνα δικαίου του κανόνα δικαίου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση (ΟλΑΠ 5/2013, ΟλΑΠ 6/2011). Ακόμη, η αρχή της ασφάλειας του δικαίου - η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παράγραφος 1 και 25 παράγραφος 1 εδ. α' του Συντάγματος - επιβάλλει σαφήνεια και προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε θεσπιζομένων κανονιστικών ρυθμίσεων (ΟλΑΠ 6/2018). Περαιτέρω η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου δεν έχει την έννοια ότι προστατεύεται και η απλή προσδοκία να διατηρείται σε ισχύ μια συγκεκριμένη ευνοϊκή ρύθμιση και ότι ο νομοθέτης εμποδίζεται να τη μεταβάλει στο μέλλον. (ΑΠ 1240/2022). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., το οποίο κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση με το ν.δ. 53/1974 και έχει σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1 του Συντάγματος αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, "Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού, ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων". Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται τα εμπράγματα δικαιώματα, τα δικαιώματα με περιουσιακή φύση και τα κεκτημένα "οικονομικά συμφέροντα" και, ειδικότερα, απαιτήσεις, είτε έχουν αναγνωρισθεί με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε είναι απλώς γεννημένα κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο να ικανοποιηθούν δικαστικά (ΟλΑΠ 40/1998). Όπως όμως συνάγεται από το άρθρο 1 παράγραφος 2 του ίδιου Πρωτοκόλλου, ο κοινός νομοθέτης δεν εμποδίζεται να προβεί στη λύση ή στην κατάργηση ενοχικής σύμβασης με την τροποποίηση της νομοθετικής ρύθμισης σύμφωνα με την οποία είχε καταρτισθεί η ενοχική αυτή σύμβαση και να καθορίσει τις συνέπειες της λύσης της. Ο δικαιολογητικός λόγος είναι ότι η λύση ενοχικής σύμβασης με νόμο και η απώλεια των ενοχικών δικαιωμάτων των συμβαλλομένων, η οποία επέρχεται με τη λύση της σύμβασης, δεν προσκρούει στις διατάξεις του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, επειδή η υπερεθνική αυτή ρύθμιση δεν στερεί από το κράτος το δικαίωμά του να θέσει σε ισχύ νόμους, τους οποίους θεωρεί αναγκαίους για τη ρύθμιση της χρήσης αγαθών σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον (ΑΠ 410/2017).

Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, αν συντρέχει σοβαρός λόγος δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, επιτρέπεται ο περιορισμός κάθε δικαιώματος (ΑΠ 1504/2018). Η αντιμετώπιση ιδιαίτερα σοβαρού δημοσιονομικού προβλήματος ως λόγος δημοσίου δικαιολογεί την επέμβαση του εθνικού νομοθέτη σε υφιστάμενη σύμβαση. Η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλει τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο, ενώ η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν (ΟλΣτΕ 3177/2014). Περαιτέρω, με το ν. 4238/2014 (ΦΕΚ Α` 38/17-2-2014) "Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και λοιπές διατάξεις" συστήθηκε Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), το οποίο εντάσσεται στο Ε.Σ.Υ. και στο Ελληνικό Δημόσιο. Με το άρθρο 7 του νόμου αυτού μεταφέρθηκαν όλες οι μονάδες υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. σε αυτό, ενώ με τις διατάξεις του άρθρου 8 άλλαξε ο σκοπός του ΕΟΠΥΥ και από πάροχος υπηρεσιών υγείας, που ήταν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 3918/2011 μετατράπηκε σε αγοραστή υπηρεσιών υγείας. Επίσης, στο άρθρο 16 ("Διαθεσιμότητα υπαλλήλων Ε.Ο.Π.Υ.Υ.") του ίδιου νόμου ορίζονται τα ακόλουθα: "1. Το σύνολο του μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου Ι.Δ.Α.Χ. (...) οδοντιάτρων των Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. τίθεται, αυτοδικαίως, από την ισχύ του παρόντος, σε καθεστώς διαθεσιμότητας με ταυτόχρονη κατάργηση των θέσεων που κατέχει. Οι ανωτέρω υπάλληλοι παραμένουν σε καθεστώς διαθεσιμότητας επί έναν (1) μήνα και εν συνεχεία, μετατάσσονται/μεταφέρονται, μετά από αίτησή τους, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου, σε οργανικές θέσεις που συνιστώνται για το σκοπό αυτό στις Διοικήσεις των αντίστοιχων, χωροταξικά, Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.), όπως προβλέπεται με την παράγραφος 4 του άρθρου 17 του ν. 4224/2013 (ΦΕΚ Α` 288). Με απόφαση του Υπουργού Υγείας καθορίζεται η χωροταξική κατανομή, ανά Υγειονομική Περιφέρεια, των υφιστάμενων Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Στους υπαλλήλους που τίθενται σε καθεστώς διαθεσιμότητας καταβάλλονται τα τρία τέταρτα (3/4) των αποδοχών τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας, εξακολουθούν να καταβάλλονται από το φορέα οι προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη και ασφαλισμένου που αναλογούν για κύρια σύνταξη, επικουρική ασφάλιση, πρόνοια και υγειονομική περίθαλψη. Οι εισφορές αυτές από τη θέση του υπαλλήλου σε διαθεσιμότητα και για το χρονικό διάστημα που αυτή διαρκεί προσδιορίζονται στο 75% των αποδοχών αυτού. 3. Οι διαπιστωτικές πράξεις για τη θέση σε καθεστώς διαθεσιμότητας των ανωτέρω υπαλλήλων εκδίδονται από το όργανο διοίκησης του Φορέα προέλευσης, ενώ με το άρθρο 17 (Κινητικότητα υπαλλήλων Ε.Ο.Π.Υ.Υ. προς Δ.Υ.Πε.) του ίδιου νόμου προβλέφθηκαν τα ακόλουθα: "1. Εκ των υπαλλήλων των παραγράφων 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου, που έχουν τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας, οι ιατροί/οδοντίατροι, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ., μετατάσσονται/μεταφέρονται αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου, κατόπιν αιτήσεώς τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης, λαμβανομένων υπόψη και των ρυθμίσεών της παράγραφος 18 του άρθρου 32 του ν. 2190/1994, όπως ισχύει. Το λοιπό προσωπικό των ως άνω παραγράφων 1 και 2 μετατάσσεται/μεταφέρεται αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, κατόπιν αιτήσεώς τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης. Η ισχύς των προηγούμενων εδαφίων αρχίζει την 4η Μαρτίου 2014", όπως τα εδάφια αυτά ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από το άρθρο πρώτο υποπαράγραφος 1.5. του ν. 4254/2014 (Φ.Ε.Κ. Α` 85/7-4-2014). "Οι ανωτέρω αιτήσεις υποβάλλονται από τους ενδιαφερομένους, εντός επτά (7) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία έκδοσης των διαπιστωτικών πράξεων της ως άνω παραγράφου 3 του προηγούμενου άρθρου. Οι εν λόγω αιτήσεις, οι οποίες υπέχουν θέση υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986 (ΦΕΚ Α` 75), υποβάλλονται από τους ενδιαφερομένους στις αρμόδιες υπηρεσίες των κατά τόπους περιφερειακών διοικητικών μονάδων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., οι οποίες με ευθύνη τους τις διαβιβάζουν στις αντίστοιχες υπηρεσίες των Δ.Υ.Πε. υποδοχής, εντός τριών ημερών. Το (...) οδοντιατρικό προσωπικό που ασκεί, παράλληλα, ελευθέριο επάγγελμα και το οποίο έχει υποβάλει αίτηση αποδοχής θέσης πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης σε Δ.Υ.Πε., οφείλει, κατά το χρόνο ανάληψης υπηρεσίας και προκειμένου να αναλάβει, να προσκομίσει στην αρμόδια υπηρεσία της Δ.Υ.Πε. υποδοχής βεβαίωση διακοπής δραστηριότητας ή εναλλακτικά, στην περίπτωση που χωρίς δική του υπαιτιότητα είναι αδύνατη η άμεση λήψη αντίστοιχης βεβαίωσης, επικυρωμένο αντίγραφο της αίτησης διακοπής δραστηριότητας προς την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.).


Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η βεβαίωση διακοπής δραστηριότητας κατατίθεται στην αρμόδια υπηρεσία υποδοχής, από τον υπόχρεο, αμέσως μετά τη λήψη της, το αργότερο εντός μηνός από την ανάληψη υπηρεσίας, άλλως απολύεται αυτοδικαίως. 2.

Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής της σχετικής αίτησης αποδοχής ο υπάλληλος που έχει τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας απολύεται, αυτοδικαίως, μετά την πάροδο του προκαθορισμένου χρόνου των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 16 του παρόντος.

3. Στην περίπτωση που ο μετατασσόμενος/μεταφερόμενος υπάλληλος δεν παρουσιαστεί στην αρμόδια υπηρεσία του φορέα υποδοχής, προκειμένου να αναλάβει υπηρεσία, απολύεται αυτοδικαίως.

4. Οι πράξεις μετάταξης/μεταφοράς των εν λόγω υπαλλήλων εκδίδονται από το αρμόδιο όργανο διοίκησης του Φορέα υποδοχής". Στο άρθρο 18 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι εντός οκταμήνου από την ολοκλήρωση της μετάταξης/μεταφοράς, το ιατρικό προσωπικό αξιολογείται και κατατάσσεται σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ. που θα ενταχθούν στο Π.Ε.Δ.Υ., σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 26. Εξάλλου, με το άρθρο 21 παράγραφος 9 του ν. 4238/2014 ορίστηκε ότι: "Η νόμιμη εκπροσώπηση των μονάδων που μεταφέρονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, δικαστική και εξώδικη ανήκει στους διοικητές των οικείων Υγειονομικών Περιφερειών. Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσόμενων μονάδων, του ιατρικού, νοσηλευτικού και λοιπού προσωπικού που μετατάσσεται ή μεταφέρεται, συνεχίζονται από τις Διοικήσεις των Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.), χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης. Δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι των Δ.Υ.Πε. Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις του πάσης φύσεως προσωπικού των ανωτέρω μονάδων που δεν μεταφέρεται ή μετατάσσεται στις Δ.Υ.Πε. συνεχίζονται από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. χωρίς να επέρχεται διακοπή και οι δικαστικές αποφάσεις ισχύουν έναντι του Ε.Ο.Π.Υ.Υ." (ΑΠ 1464/2021). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 8 παράγραφος 1 και 9 του ΝΔ 1204/1972 - το οποίο ίσχυε έως την 1-6-2011, οπότε κατά το άρθρο 38 παράγραφος 1 του 3818/2011 "1. Οι Υπηρεσίες Νοσοκομειακής Υποστήριξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ εντάσσονται από την 1.6.2011 στο Εθνικό Σύστημα Υγείας" - προκύπτει, ότι οι ιατρικές φροντίδες (προληπτικές, διαγνωστικές, θεραπευτικές), που δικαιούνται κατά τη νομοθεσία του ΙΚΑ οι ασφαλισμένοι σε αυτό πραγματοποιούνται από θεράποντες ιατρούς της ελεύθερης εκλογής του ασφαλισμένου από κατάλογο που καταρτίζει το ίδρυμα, ο οποίος περιλαμβάνει ιατρούς που ασκούν νόμιμα το επάγγελμά τους, ειδικότητας παθολόγου ή γενικής ιατρικής ή χωρίς ειδικότητα, όπως και από ιατρούς ειδικοτήτων. Ως τέτοιοι νοούνται και οδοντίατροι, οι εργαστηριακοί, καθώς επίσης οι θεραπευτές ιατροί του ιδρύματος, παθολόγοι γενικής ιατρικής ή χωρίς ειδικότητα και παιδίατροι, που δεν παρέχουν ιατρικές φροντίδες θεράποντος ιατρού, υπό την έννοια των άρθρων 2 έως 6 του ίδιου νομοθετικού διατάγματος. Εξάλλου το άρθρο 5 του ίδιου διατάγματος υπό τον τίτλο "Νομική Κατάστασις" ορίζει ότι: "1. Η μετά του ΙΚΑ σχέσις θεραπόντων ιατρών μη συνιστώσα σχέσιν ή σύμβασιν εργασίας διέπεται αποκλειστικώς υπό των διατάξεων του παρόντος και των εις εκτέλεσιν τούτου εκδοθησομένων Κανονισμών. Οι θεράποντες ιατροί δεν κωλύονται υπό του παρόντος να παρέχουν ιατρικός φροντίδας ελευθέρως και εις πρόσωπα μη δικαιούμενα παροχών ασθένειας εκ του ΙΚΑ. 2. Οι θεράποντες ιατροί δεν αποτελούν προσωπικόν του ΙΚΑ ο δε χρόνος παροχής υπ' αυτών ιατρικών φροντίδων δεν λογίζεται ως χρόνος υπηρεσίας ιατρού εν τω Ιδρύματι.". Η σχέση επομένως των θεραπόντων ιατρών με το ΙΚΑ, επειδή δεν αποτελεί σχέση ή σύμβαση εργασίας, διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του νόμου που προαναφέρθηκε. Οι ιατροί αυτοί δεν εμποδίζονται να παρέχουν ιατρικές φροντίδες ελεύθερα και σε πρόσωπα που δεν δικαιούνται παροχές ασθένειας από το Ι.Κ.Α. Οι ίδιοι ιατροί δεν αποτελούν προσωπικό του Ι.Κ.Α. και ο χρόνος που παρείχαν υπηρεσίες σε ασφαλισμένους του δεν λογίζεται ως χρόνος υπηρεσίας ιατρού στο ίδρυμα. Εξάλλου, στο άρθρο 10 του ίδιου ν.δ. υπό τον τίτλο "Ειδικοί συμβάσεις" ορίζεται ότι "Εφ' όσον αι τοπικοί συνθήκαι ή έτεροι σοβαροί λόγοι δεν καθιστούν δυνατήν την εφαρμογήν των άρθρων 2, 8 και 9 του παρόντος επιτρέπεται η σύναψις ειδικών συμβάσεων μετά θεραπόντων ιατρών ή ιατρών ειδικοτήτων δι' αόριστον χρόνον επ' αμοιβή του ιατρού οριζόμενη είτε αναλόγως του αριθμού των δικαιούχων, είτε άλλως πως άνευ περιορισμού τινός εκ των περί αμοιβής των ιατρών διατάξεων. Αι εν τω προηγουμένω εδαφίω συμβάσεις δύναται να καταγγέλλωνται εκατέρωθεν οποτεδήποτε τηρούμενης μηνιαίας προθεσμίας προειδοποιήσεως. Αι διατάξεις των άρθρων 3 και 5 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και επί των περί ων το παρόν άρθρον ιατρών.". Περαιτέρω, το άρθρο 18 του Ν. 2150/1993, το οποίο φέρει τον τίτλο "Ρύθμιση μισθολογικών θεμάτων γιατρών ΙΚΑ με σύμβαση κ.λ.π. ορίζει τα εξής: "1. [Ο]ι υπηρετούντες στο ΙΚΑ ιατροί με σύμβαση ορισμένου ή αόριστου χρόνου ή με ειδική σύμβαση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εξομοιώνονται μισθολογικά με τους μόνιμους θεραπευτές ιατρούς του ιδρύματος. Ο χρόνος υπηρεσίας τους στο ΙΚΑ υπολογίζεται για τη μισθολογική εξέλιξη τους. 2. Οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ως προς τα καθήκοντα, τις πάσης φύσεως άδειες, το ωράριο εργασίας, τις τοποθετήσεις - μετακινήσεις - αποσπάσεις - μεταθέσεις και τα πειθαρχικά αδικήματα που ισχύουν για τους μόνιμους ιατρούς του ΙΚΑ. στο εξής θα ισχύουν και για τους ιατρούς, όπως αυτοί αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου 3.

Στις παραπάνω ρυθμίσεις δεν υπάγονται: α) οι με ειδική σύμβαση ιατροί οι οποίοι κατέχουν και δεύτερη θέση ή είναι συνταξιούχοι του Δημοσίου, β) οι με ειδική σύμβαση ιατροί των οποίων η μηνιαία αποζημίωση είναι μεγαλύτερη από τις μηνιαίες αποδοχές που προκύπτουν από τη ρύθμιση της παραγράφου 1 του παρόντος, εκτός αν με αίτηση τους επιλέξουν τη ρύθμιση αυτή. Για τους ιατρούς των περιπτώσεων α` και β` εξακολουθεί να ισχύει το εργασιακό και μισθολογικό καθεστώς των άρθρων 5 και 10 του ΝΔ 1204/1972. 4. Για τους προσλαμβανόμενους στο εξής στο ΙΚΑ ιατρούς, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ΝΔ 1204/2972 θα ισχύουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού. Κατ' εξαίρεση, σε ειδικές περιπτώσεις, όπως προσλήψεις ιατρών για κάλυψη αναγκών σε προβληματικές, άγονες και παραμεθόριες περιοχές ή για κάλυψη αναγκών σε ειδικότητες όπου δεν υπάρχει προσφορά ενδιαφερομένων για πρόσληψη ιατρών, θα ισχύουν, ως προς το εργασιακό καθεστώς και τον καθορισμό της αποζημίωσης, οι διατάξεις των άρθρων 5 και 10 του ΝΔ 1204/1972. Από το συνδυασμό των διατάξεων που προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι οι ιατροί που συνδέονται με το Ι.Κ.Α. με σύμβαση, την οποία κατήρτισαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.Δ. 1204/1972, συνδέονται με αυτό με ειδική σύμβαση εργασίας, η οποία διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του ν.δ. που προαναφέρθηκε. Η μισθολογική μάλιστα εξομοίωσή τους σύμφωνα με το άρθρο 18 του Ν. 2150/1993 με τους ιατρούς θεραπευτές του ΙΚΑ - που συνδέονται με αυτό με σχέση δημοσίου δικαίου - δεν μετέβαλε και τη φύση της έννομης σχέσης, η οποία συνέδεε τους ιατρούς της κατηγορίας αυτής με το ΙΚΑ (ΑΕΔ 5/2000), οπότε στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, του ν. 2112/1920 και του π.δ. 410/1988, οι οποίες διέπουν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας και επιφέρουν σε βάρος του εργοδότη τις έννομες συνέπειες που προβλέπονται σε αυτές. Αντίθετα στις συμβάσεις που προαναφέρθηκαν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 10 του ν.δ. 1204/1972 - η οποία εξακολουθεί να ισχύει και μετά την ισχύ του ν. 2150/1993, διότι δεν καταργήθηκε - σύμφωνα με την οποία οι συμβάσεις που προαναφέρθηκαν καταγγέλλονται οποτεδήποτε μετά από προειδοποίηση ενός μηνός. Μετά την έκδοση της υπ' αριθμό .../2000 απόφασης του Α.Ε.Δ. ψηφίστηκε και δημοσιεύτηκε ο ν. 3232/12-2-2004, ο οποίος με τη διάταξη του άρθρου 24 παράγραφος 1 εδάφιο γ όρισε ότι: "Η αληθής έννοια του άρθρου 10 του ν.δ. 1204/1972 (ΦΕΚ 123Α), που προβλέπει ειδικές συμβάσεις ιατρών και οδοντιάτρων του ΙΚΑ -Ε.Τ.Α.Μ., είναι ότι οι συμβάσεις αυτές είναι εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου". Η διάταξη όμως αυτή, επειδή το άρθρο 10 του ν.δ. 1204/1972 που φέρεται ότι ερμηνεύεται, είναι σαφές ως προς τη φύση της έννομης σχέσης που συνδέει τους θεράποντες ιατρούς ειδικοτήτων με το Ι.Κ.Α., διότι προβλέπει ρητά ότι οι ειδικές αυτές συμβάσεις δεν συνιστούν σχέσεις ή συμβάσεις εργασίας, δεν είναι πράγματι ερμηνευτική, αλλά ψευδοερμηνευτική, η οποία για το λόγο αυτό δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 77 του ισχύοντος Συντάγματος, όπως ισχύει σήμερα, το οποίο ορίζει στην παράγραφο 1 ότι η αυθεντική ερμηνεία των νόμων ανήκει στη νομοθετική λειτουργία και στην παράγραφο 2 ότι νόμος που δεν είναι πράγματι ερμηνευτικός ισχύει μόνο από τη δημοσίευσή του. Οι συμβάσεις, επομένως, που προαναφέρθηκαν ως ειδικές διέπονται αποκλειστικά από τις διατάξεις του ν.δ. 1204/1972. Η νομική φύση μάλιστα των ίδιων συμβάσεων δεν μεταβλήθηκε, επειδή οι ιατροί που δεν εμπίπτουν στη διάταξη του άρθρου 18 παράγραφος 3 του ν. 2150/1993 εξομοιώθηκαν με ρυθμίσεις του ίδιου νόμου με τους μόνιμους ιατρούς θεραπευτές του Ιδρύματος (ΑΠ 2091/2022, ΑΠ 1642/2022, ΑΠ 290/2019).

Στο μοναδικό λόγο αναίρεσης το αναιρεσείον εκθέτει ότι το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., 2 παράγραφος 1, 5 παράγραφος 1, 25 παράγραφος 1 και 103 παράγραφος 2, 3, 7 και 8 του Συντάγματος, 10 του ν.δ. 1204/1972 και 16 και 17 του ν. 4238/2014 με συνέπεια να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 του ΚΠολΔ και να πρέπει για το λόγο αυτό να αναιρεθεί. Το αναιρεσείον εκθέτει ειδικότερα ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος από την 12-2-2004, όταν άρχισε να ισχύει η διάταξη του άρθρου 24 παράγραφος 1 εδάφιο γ του ν. 3232/2004 (Φ.Ε.Κ. Α 48/12-2-2004), είχε συνδεθεί με αυτό με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και συνεπώς μπορούσε να αξιώσει από αυτό την αποζημίωση απόλυσης που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 49 του ν. 993/1979 με τον περιορισμό του άρθρου 2 παράγραφος 2 του ν. 173/1967, μολονότι η διάταξη του άρθρου 24 παράγραφος 1 εδάφιο γ του ν. 3232/2004 δεν παράγει έννομες συνέπειες ακόμη και για το χρονικό διάστημα από 12-2-2004 και εφεξής, επειδή είναι αντίθετη με τις υπερεθνικές και εθνικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν. Το αναιρεσείον προσθέτει ότι για το λόγο που προαναφέρθηκε ο αναιρεσίβλητος εξακολουθούσε και από 12-2-2004 και εφεξής να συνδέεται με αυτό με την ειδική σύμβαση αορίστου χρόνου του άρθρου 10 του ν. δ. 1204/1972 και επομένως δεν είχε υποχρέωση να καταβάλει σε αυτόν αποζημίωση απόλυσης, διότι η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας που καταρτίσθηκαν σύμφωνα με τη διάταξη που προαναφέρθηκε διέπεται αποκλειστικά από αυτή και όχι από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, οι οποίες προβλέπουν ότι σε περίπτωση που εργοδότης καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του με τον εργαζόμενο έχει - μεταξύ άλλων -υποχρέωση να καταβάλει σε αυτόν αποζημίωση απόλυσης.

Το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου της (άρθρο 561 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ), δέχθηκε τα εξής: α) ότι ο αναιρεσίβλητος, οδοντίατρος, σε εκτέλεση ειδικής σύμβασης αορίστου χρόνου, την οποία είχε καταρτίσει στις 15-5-1986 με το "Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ." σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν.δ. 1204/1972 προσέφερε προσηκόντως τις οδοντιατρικές υπηρεσίες του στους ασφαλισμένους του Ιδρύματος, β) ότι ο αναιρεσίβλητος μετά την έναρξη της ισχύος του άρθρου 24 παράγραφος 1 εδάφιο γ του ν. 3232/2004 (Φ.Ε.Κ. Α 48/12-2-2004) είχε συνδεθεί με το αναιρεσείον με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, γ) ότι η σύμβαση που προαναφέρθηκε λύθηκε νόμιμα σύμφωνα με το άρθρο 17 του ν. 4238/2014 και δ) ότι το αναιρεσείον, το οποίο είναι διάδοχο του "Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.", δεν είχε καταβάλει στον αναιρεσείοντα την αποζημίωση απόλυσης, την οποία δικαιούτο κατά τη διάταξη του άρθρου 49 του ν. 993/1979 με τον περιορισμό του άρθρου 2 παράγραφος 2 του ν. 173/1967, την οποία δικαιούτο να λάβει, μολονότι δεν είχε υποβάλει αίτηση για να μεταφερθεί/μεταταγεί σε "Δ.Υ.Πε".

Η αναιρεσιβαλλομένη μετά από αυτό υποχρέωσε το αναιρεσείον να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο για την αιτία που προαναφέρθηκε ποσόν 15.000 Ευρώ νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

Σύμφωνα, ωστόσο, με όσα προαναφέρθηκαν η σύμβαση, την οποία είχε καταρτίσει στις 15-5-1986 ο αναιρεσίβλητος με το αναιρεσείον - σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 του ν.δ. 1204/1972 - συνιστούσε πάντοτε ειδική σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και δεν είχε λάβει χαρακτήρα σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ακόμη και μετά την έναρξη της ισχύος στις 12-2-2004 του άρθρου 24 παράγραφος 1 εδάφιο γ του ν. 3232/2004 (Φ.Ε.Κ. Α 48/12-2-2004), επειδή η διάταξη αυτή - η οποία ορίζει ότι "[η] αληθής έννοια του άρθρου 10 του Ν.Δ. 1204/1972 (ΦΕΚ 123 Α), που προβλέπει ειδικές συμβάσεις ιατρών και οδοντιάτρων του Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. είναι ότι οι συμβάσεις αυτές είναι εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου" - α) είναι ψευδοερμηνευτική και συνεπώς δεν έχει αναδρομική δύναμη (άρθρο 77 παράγραφοι 1 και 2 του Συντάγματος) και, επιπλέον, β) δεν επιφέρει έννομες συνέπειες ως προς τη νομική φύση της σύμβασης εργασίας που είχε καταρτίσει ο αναιρεσίβλητος με το αναιρεσείον σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν.δ. 1204/1972 ακόμη και για το χρονικό διάστημα, αφότου άρχισε να ισχύει, διότι είναι αντίθετη ως προς την πρόβλεψή της αυτή με το άρθρο 103 παράγραφοι 2, 3, 7 και 8 του Συντάγματος. Ο αναιρεσίβλητος συνεπώς δεν μπορούσε να αξιώσει από το αναιρεσείον την αποζημίωση απόλυσης που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 49 του ν. 993/1979 με τον περιορισμό του άρθρου 2 παράγραφος 2 του ν. 173/1967, όπως είχε ζητήσει επικουρικά με την αγωγή του, διότι η σύμβασή του με το αναιρεσείον διεπόταν αποκλειστικά από τη διάταξη του άρθρου 10 του ν.δ. 1204/1972 και όχι από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, του ν. 2112/1920 και του π.δ. 410/1988 (ΑΠ 2091/2022, ΑΠ 1642/2022, ΑΠ 290/2019). Η λύση εξάλλου της ειδικής σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου που συνέδεε τον αναιρεσίβλητο με το αναιρεσείον, η οποία επήλθε σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 του ν. 4238/2014, επειδή - κατά τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης - ο αναιρεσίβλητος δεν υπέβαλε αίτηση να μεταταγεί/μεταφερθεί σε "Δ.Υ.Πε", δεν μπορεί να θεμελιώσει αξίωσή του κατά του αναιρεσείοντος προς καταβολή αποζημίωσης απόλυσης, διότι ο ν. 4238/2014 χορήγησε στους ιατρούς - οι οποίοι αρχικά απασχολούντο στο "Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ." και στη συνέχεια είχαν μεταφερθεί στο αναιρεσείον - τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε να απασχολούνται πλήρως και αποκλειστικά σε δημόσιες μονάδες παροχής υγείας με καθεστώς όμοιο με αυτό των λοιπών ιατρών που υπηρετούσαν στο δημόσιο, είτε να συνεχίσουν να ασκούν ιατρική ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Ο νεότερος επομένως νομοθέτης δεν έθεσε σε κίνδυνο την εργασιακή ασφάλεια των ιατρών που υπάγονταν στην κατηγορία που προαναφέρθηκε με συνέπεια το αναιρεσίβλητο να μην έχει νόμιμη υποχρέωση να καταβάλει σε αυτούς αποζημίωση απόλυσης ως αντιστάθμισμα για την απώλεια της θέσης εργασίας τους σε αυτό. 4. Το Μονομελές Εφετείο, συνεπώς, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία τις διατάξεις των άρθρων 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., 2 παράγραφος 1, 5 παράγραφος 1, 25 παράγραφος 1, 103 παράγραφοι 2, 3, 7 και 8 του Συντάγματος, 10 του ν.δ. 1204/1972 και 16 και 17 του ν. 4238/2014 με συνέπεια να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 του ΚΠολΔ, όπως βάσιμα επικαλείται το αναιρεσείον με το μοναδικό λόγο της αναίρεσής του, ο οποίος επομένως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Μετά από αυτό πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η απόφαση που προσβάλλεται. 5. Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 580 παράγραφος 3 εδάφιο α ΚΠολΔ "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση". Στην προκειμένη περίπτωση μετά την αναίρεση της υπ' αριθμό 2/4-1-2023 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης αναβίωσε η εκκρεμοδικία της από 22-4-2019 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 45/2-5-2019 έφεσης που είχε ασκήσει το αναιρεσείον-εκκαλούν κατά της υπ' αριθμό 269/2-5-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου, το οποίο είχε δεχθεί εν μέρει την από 3-6-2014 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 139/19-6-2014 αγωγή που είχε ασκήσει ο αναιρεσίβλητος-ενάγων κατά του αναιρεσείοντος-εναγομένου. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν κατά την έρευνα του λόγου αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμός 1 ΚΠολΔ η αγωγή την οποία είχε ασκήσει ο αναιρεσίβλητος κατά του αναιρεσείοντος ήταν μη νόμιμη. Μετά από αυτό η υπόθεση - επειδή δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση - θα κρατηθεί και θα δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 580 παράγραφος 3 ΚΠολΔ). Η από 22-4-2019 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 45/2-5-2019 έφεση επομένως που είχε ασκήσει το αναιρεσείον-εκκαλούν κατά της υπ' αριθμό 269/2-5-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου πρέπει να γίνει δεκτή. Μετά από αυτό πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί και να δικασθεί η αγωγή, η οποία περαιτέρω πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη. Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος - το οποίο δεν κατέθεσε προτάσεις - τόσο της παρούσας αναιρετικής δίκης, όσο και των δικών που διεξήχθησαν ενώπιον του δευτέρου και του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας - μετά από νόμιμο και βάσιμο αίτημά του - πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, οι οποίος ηττήθηκε στη δίκη και θα υπολογισθούν για την παρούσα αναιρετική δίκη κατά την οποία το αναιρεσείον παρέστη δια Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 παράγραφος 1 και 3 του ν. 3693/1957, 52 αριθμός 18 του ΕισΝΚΠολΔ, 5 παράγραφος 12 του ν. 1738/1987 της Κ.Υ.Α. 134423/1992 (Φ.Ε.Κ. Β 11/20-1-1993), ενώ για τις δίκες ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας, στις οποίες το αναιρεσείον παρέστη δια πληρεξουσίου Δικηγόρου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 591 παράγραφος 1, 106, 176 εδάφιο α, 191 παράγραφος 2 και 183 του ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ' αριθμό 2/4-1-2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης.

Κρατεί και δικάζει την από 22-4-2019 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 45/2-5-2019 έφεση που άσκησε το αναιρεσίβλητο-εκκαλούν κατά της υπ' αριθμό 269/2-5-2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου.

Δέχεται την έφεση Εξαφανίζει την υπ' αριθμό 269/2-5-2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου.

Κρατεί και δικάζει την από 3-6-2014 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 139/19-6-2014 αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή.

Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, το ύψος των οποίων ορίζει για την παρούσα αναιρετική δίκη στο ποσό των τριακοσίων (300) Ευρώ και, επιπλέον, για τις δίκες ενώπιον δευτεροβαθμίου και του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στο ποσό των εννιακοσίων (900) Ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Απριλίου 2025.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Μαΐου 2025.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή