ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 746/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 746/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 746/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 746 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 746/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη - Εισηγήτρια και Μαρία Γιαννακοπούλου, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 11 Φεβρουαρίου 2025, με την παρουσία και της Γραμματέως Α. Α., για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Γ. Π. του Α., κατοίκου ..., η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά τη δικάσιμο της 8ης - 11 - 2022 είχε εκπροσωπηθεί από την πληρεξούσια δικηγόρο της Θεοδώρα Πετσετίδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η oποία δεν είχε καταθέσει προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1)ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΚΑΘΗΜΕΡΙΚΗ Α.Ε. ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΥΠΩΝ - ΜΕΣΑ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ" και τον διακριτικό τίτλο "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ Α.Ε." που εδρεύει στο Νέο Φάληρο του Δήμου Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" που εδρεύει στο Νέο Φάληρο του Δήμου Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, και 3)ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΞΕΡΕΥΝΗΤΗΣ - ΕΞΠΛΟΡΕΡ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και τον διακριτικό τίτλο "EXPLORER S.A.", που εδρεύει στο Νέο Φάληρο του Δήμου Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα. Η 1η δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όπως και κατά τη δικάσιμο της 8ης - 11 - 2022 και η εταιρεία με την επωνυμία "ΝΕΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" που εδρεύει στο Νέο Φάληρο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα ως καθολική διάδοχος των 2ης και 3ης εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Βουκελάτο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο oποίος είχε καταθέσει προτάσεις στις 10-11-2022 και συμπληρωματικό υπόμνημα στις 10-2-2025.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21-12-2015 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ***3890/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 192/2020 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 21-7-2021 αίτησή της, η οποία συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 8ης - 11 - 2022, χωρίς να εκδοθεί απόφαση. Με την με αριθμό 179/2024 πράξη αφαίρεσης δικογραφιών της Προέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννας Κλάπα - Χριστοδουλέα, από την ορισθείσα εισηγήτρια Αρεοπαγίτη Όλγα Σχετάκη - Μπονάτου και την με αριθμό 231/2024 πράξη του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Αριστείδη Βαγγελάτου ορίσθηκε η ως άνω νέα δικάσιμος για επανάληψη της συζήτησης, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 307 Κ.Πολ.Δ.

Κατά την οίκοθεν συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 307 του Κ.Πολ.Δ., η οποία έχει εφαρμογή και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση (άρθρο 573 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ.), προκύπτει ότι, αν για οποιοδήποτε λόγο που παρουσιάζεται μετά το τέλος της συζήτησης της υπόθεσης καταστεί αδύνατη η έκδοση της απόφασης (παραίτηση, παύση δικαστή κτλ), η συζήτηση επαναλαμβάνεται με τον ορισμό νέας δικασίμου και κοινοποίηση κλήσης προς τους διαδίκους, ενέργειες που λαμβάνουν χώρα με την επιμέλεια είτε κάποιου εκ των διαδίκων, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου (ΑΠ 1443/2023, ΑΠ 2113/2022, ΑΠ 1763/2022, ΑΠ 582/2016). Η επαναλαμβανόμενη κατ' άρθρο 307 του ΚΠολΔ συζήτηση αποτελεί, όπως και η από το άρθρο 254 του ΚΠολΔ συζήτηση, συνέχεια της προηγούμενης και όχι νέα συζήτηση (ΑΠ 1443/2023, ΑΠ 2113/2022, ΑΠ 936/2018). Συνακόλουθα, η αρχική και η επαναλαμβανόμενη συζήτηση συνθέτουν μία συζήτηση, ο διάδικος που είχε καταθέσει προτάσεις κατά την αρχική συζήτηση δεν απαιτείται να καταθέσει εκ νέου κατά την επαναλαμβανόμενη, ενώ εάν που δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση είχε όμως παραστεί στην αρχική, δικάζεται αντιμωλία (ΑΠ 76/2024, ΑΠ 674/2023, ΑΠ 17/2023, ΑΠ 936/2018).

Στην προκειμένη περίπτωση, μετά την έκδοση της υπ' αριθμ. 179/2024 Πράξης αφαίρεσης δικογραφιών, της Προέδρου του Αρείου Πάγου, με την υπ' αριθμ. 231/2024 Πράξη του Προέδρου του Β2' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, νόμιμα επαναλαμβάνεται η συζήτηση της, από 21-7-2021 (αριθμ. εκθ. καταθ. 650/75/21-7-2021), αίτησης αναίρεσης, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 307 του Κ.Πολ.Δ., μετά τη διαπίστωση, όπως αναφέρεται, αδυναμίας για την έκδοση απόφασης επί της αίτησης αυτής, η οποία είχε συζητηθεί ενώπιον του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου κατά τη δικάσιμο στις 8-11-2022, εκ μέρους της ήδη συνταξιοδοτηθείσας, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, Αρεοπαγίτη- Εισηγήτριας Όλγας Σχετάκη-Μπονάτου, και ορίστηκε ως νέα δικάσιμος για τη συζήτησή της η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά την αρχική συζήτηση στις 8-11-2022, η πρώτη αναιρεσίβλητη δεν είχε εμφανιστεί, ούτε είχε εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ οι λοιποί διάδικοι είχαν εκπροσωπηθεί, με δήλωση εκ του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

Κατά την προκείμενη δικάσιμο, της επαναλαμβανόμενης συζήτησης της αίτησης αναίρεσης, η πρώτη αναιρεσίβλητη και πάλι δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όπως και η αναιρεσείουσα, ενώ η εταιρία με την επωνυμία "Νέες Καθημερινές Εκδόσεις Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Εταιρεία", η οποία υπεισήλθε στη θέση της δεύτερης και τρίτης των αρχικών αναιρεσιβλήτων ανωνύμων εταιριών, ως καθολική τους διάδοχος από τις 30-12-2022, λόγω συγχώνευσης με απορρόφησής τους- δυνάμει του άρθρου 18 του ν.4601/2019 και της εγκριθείσας, με την υπ' αριθμ. ...-2022 Απόφαση της Υπηρεσίας Γ.Ε.Μ.Η του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά, με αριθμό ...-2022 πράξης συγχώνευσης του συμβολαιογράφου Κρωπίας Κ. Β.-εκπροσωπήθηκε, με δήλωση εκ του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της.

Συνεπώς, η αναιρεσείουσα η οποία κλητεύθηκε νόμιμα να παραστεί κατά τη δικάσιμο της 11-2-2025, όπως προκύπτει από το από 27-11-2024 αποδεικτικό επίδοσης του επιμελητή του Δικαστηρίου τούτου Ε. Π. (από το οποίο προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπ' αριθ. 231/2024 πράξης του Προέδρου του Β2 Τμήματος του Αρείου Πάγου με κλήση προς συζήτηση για την ως άνω δικάσιμο επιδόθηκε στη δικηγόρο Θεοδώρα Πετσετίδη ως αντίκλητο της αναιρεσείουσας που την είχε εκπροσωπίσει κατά την αρχική δικάσιμο) και η ανωτέρω υπεισελθούσα, στη θέση της δεύτερης και τρίτης των αρχικών αναιρεσιβλήτων ανωνύμων εταιριών, ανώνυμη εταιρία, δικάζονται αντιμωλία. Αναφορικά δε με την πρώτη αναιρεσίβλητη, η οποία δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, τόσο κατά την αρχική, όσο και κατά την προκείμενη επαναλαμβανόμενη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, είναι απούσα, και για το λόγο αυτό πρέπει να ερευνηθεί η νόμιμη κλήτευσή της, προκειμένου να κριθεί αν μπορεί να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία της (αρθ.576 παρ.2 εδ.α' και γ' του ΚΠολΔ). Από την με αριθμό 8191/26-10-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, Σ. Δ., η οποία προσκομίστηκε από την αναιρεσείουσα κατά την αρχική δικάσιμο, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση, από 21-7-2021 και με αριθμ. καταθ. 650/75/2021 αίτησης αναίρεσης με κλήση για να παραστεί κατά την ορισθείσα επ'αυτής, με την από 7-9-2021 Πράξη του Προέδρου του Β2 Τμήματος του Αρείου Πάγου, δικάσιμο στις 22-2-2022, επιδόθηκε με την επιμέλεια της αναιρεσείουσας νόμιμα και εμπρόθεσμα στον πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητο, κατ' άρθρο 143 παρ.1 ΚΠολΔ, (και) της πρώτης αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας, Γεώργιο Βουκελάτο, δικηγόρο Αθηνών, ο οποίος την είχε εκπροσωπήσει ως εφεσίβλητη ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, που εξέδωσε την, με αριθμό 192/2020, αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

Κατά την δικάσιμο εκείνη η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε, μετά από αίτημα της δεύτερης και τρίτης των αρχικών αναιρεσιβλήτων ανωνύμων εταιριών, για την ανωτέρω δικάσιμο, της αρχικής συζήτησης της αίτησης αναίρεσης, στις 8-11-2022, η αναβολή δε αυτή ίσχυε ως κλήτευση για τη δικάσιμο εκείνη και της πρώτης αναιρεσίβλητης (αρθ.575 εδ.β', 226 παρ.4 εδ.δ' ΚΠολΔ), κατά την οποία, όπως προαναφέρθηκε, αυτή δεν είχε εμφανιστεί, ούτε είχε εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, και η υπόθεση συζητήθηκε χωρίς να εκδοθεί απόφαση, λόγω αδυναμίας εκ μέρους της ήδη συνταξιοδοτηθείσας, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, Αρεοπαγίτη- Εισηγήτριας Όλγας Σχετάκη-Μπονάτου.

Μετά ταύτα, με την προαναφερόμενη, υπ' αριθμ. 231/2024 Πράξη του Προέδρου του Β2 Τμήματος του Αρείου Πάγου, επαναλαμβανόμενης, κατ'άρθρο 307 ΚΠολΔ της συζήτησης της αίτησης αναίρεσης, ορίστηκε ως νέα δικάσιμος για τη συζήτησή της η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (11-2-2025).

Περαιτέρω, από το από 4-12-2024 αποδεικτικό επίδοσης του επιμελητή του Αρείου Πάγου Δ. Β., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της άνω, με αριθμό 231/2024, από 5-11-2024, πράξης του Προέδρου του Β2 Τμήματος του Αρείου Πάγου, που περιέχει πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για τη συζήτηση για της αίτησης αναίρεσης, στην προκείμενη νέα δικάσιμο, με επιμέλεια της γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, προς την πρώτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρία, στη δηλωθείσα και από την ίδια στο δικόγραφο των προτάσεών της ως εφεσίβλητης, έδρα της, με θυροκόλληση (με τις, στη συνέχεια, απόδειξη παραλαβής δικογράφου του αρμοδίου αστυνομικού υπαλλήλου και βεβαίωση αποστολής από το ταχυδρομείο έγγραφης ειδοποίησης με συστημένη επιστολή, κατ' άρθρο 128 παρ.4 του ΚΠολΔ). Κατόπιν τούτων, η πρώτη αναιρεσίβλητη, η οποία κατά την προκείμενη δικάσιμο εκδίκασης της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από τη σειρά της στο πινάκιο, πρέπει το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου να χωρήσει στη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, παρά την απουσία της, καθόσον κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς τούτο. Με την από 21-7-2021 (αριθ. εκθ. καταθ. 650/75/21-7-2021) αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. 192/26-2-2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, επί της από 6-12-2017 (αριθμ. καταθ. 13128/829/2017) έφεσης της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας, κατά της με αριθμό 3890/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την οριστική αυτή απόφαση το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη την από 21-12-2015 (αριθμ. καταθ. 13709/ 7733/2015) αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, με αντικείμενο την επιδίκαση του συνολικού ποσού 86.921,73 ευρώ, αξιωμένου εις ολόκληρον από τις τρεις εναγόμενες και ήδη αρχικές αναιρεσίβλητες ανώνυμες εταιρίες, ως συνεργοδότριές της, δυνάμει της ένδικης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για το επίδικο διάστημα, από τις 1-10-2010 μέχρι τη λύση της με καταγγελία εκ μέρους τους στις 21-9-2015, ως επιδόματα εορτών και αδείας, αμοιβές και αποζημίωση υπερεργασίας και υπερωριακής απασχόλησης, και διαφορά νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, νομιμοτόκως. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού απέρριψε ως απαράδεκτη την ασκηθείσα υπέρ της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας, από 20-9-2018 πρόσθετη παρέμβαση της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού και Ηλεκτρονικού Τύπου, δέχθηκε τυπικά και κατ'ουσία την έφεση, και μετά από εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δικάζοντας επί της αγωγής την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και από την δημοσίευση της τελευταίας (26-2-2020) μέχρι την άσκηση της αίτησης αναίρεσης, με κατάθεσή της στη γραμματεία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (21-7-2021), δεν παρήλθε διετία (άρθ. 552, 553, 556, 564 παρ. 3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).

Η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ αν το Δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία ή διαφορετικά από όσα απαιτεί ο νόμος προς θεμελίωση του ασκούμενου δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα (Ολ ΑΠ 18/1998, ΑΠ 274/2023, ΑΠ 142/2021). Αντιθέτως η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής, και ελέγχεται αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθμ. 8 και 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1573/1981, ΑΠ 274/2023, ΑΠ 707/2022, ΑΠ 142/2021).

Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται και αν το δικαστήριο απέρριψε ως αόριστη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο παρά την εξειδίκευση στην αγωγή των στοιχείων που θεμελιώνουν το αίτημά της, απέρριψε αυτή ως αόριστη (ΑΠ 2095/2022, ΑΠ 261/2020, ΑΠ 18/2018, ΑΠ 1487/2017). Η νομιμοποίηση του διαδίκου, αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 68 ΚΠολΔ, ουσιαστική προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας. Η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου ότι συντρέχει ή όχι η προϋπόθεση αυτή ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 και όχι εκείνον του αριθμού 14, ο οποίος ανακύπτει μόνον όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν εκτίθενται επαρκώς τα στοιχεία που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση και δικαιολογούν το έννομο συμφέρον για την άσκησή της (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 66/2022, ΑΠ 742/2018, ΑΠ 879/2004).

Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 651, 652 και 653 Α.Κ. προκύπτει ότι στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ως εργοδότης θεωρείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αφενός δικαιούται να αξιώσει από τον εργαζόμενο την παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και αφετέρου υποχρεούται να καταβάλει σε αυτόν το συμφωνημένο μισθό. Συνήθως ο εργοδότης είναι το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον εργαζόμενο κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας, προσλαμβάνοντας αυτόν. Τούτο όμως δεν είναι πάντοτε απαραίτητο, αφού την άνω ιδιότητα του εργοδότη έχει το νομικό ή φυσικό πρόσωπο στην υπηρεσία του οποίου παρέχει την εργασία του ο μισθωτός. Αν τυχόν υφίσταται αμφισβήτηση ως προς το πρόσωπο του εργοδότη, για τον προσδιορισμό της πιο πάνω ιδιότητας λαμβάνεται υπόψη πρώτα το πρόσωπο προς το συμφέρον του οποίου παρέχεται η εργασία και αυτός είναι ο φορέας της επιχείρησης όπου απασχολείται ο μισθωτός, και περαιτέρω το πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που φέρει τις δαπάνες και τους κινδύνους της επιχείρησης (ΑΠ 1308/2022, ΑΠ 186/2019, ΑΠ 10/2018, ΑΠ 1770/2017). Όταν οι ρόλοι αυτοί είναι κατανεμημένοι σε περισσότερα του ενός πρόσωπα ή ασκούνται από περισσότερα του ενός πρόσωπα, αποτελεί ζήτημα πραγματικό αν την ιδιότητα του εργοδότη έχουν περισσότεροι του ενός ή αν εργοδότης είναι μόνο ένας, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι κυριότεροι από τους ως άνω ρόλους, ενώ τα υπόλοιπα πρόσωπα έχουν δευτερεύουσα και νομικώς μη αξιόλογη συμμετοχή στη σχέση που έχει αναπτυχθεί (ΑΠ 1308/2022, ΑΠ 186/2019, ΑΠ 1770/2017, ΑΠ 1006/2017, ΑΠ 352/2016).

Άλλωστε, βάσει της, εκ του άρθρου 361 ΑΚ, αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων είναι δυνατή η ύπαρξη σχέσης εργασίας με περισσότερες επί μέρους εταιρίες, που απασχολούν το μισθωτό, ως συνεργοδότριες και ευθύνονται απέναντί του εις ολόκληρον, για την πληρωμή του μισθού του , εφόσον τούτο συνάγεται σαφώς από τη μεταξύ των συμβαλλομένων μερών συμφωνία, τούτο δε συνήθως συμβαίνει , στις περιπτώσεις ιδίως εταιριών, που ενώ είναι αυτοτελή νομικά πρόσωπα, συνδέονται μεταξύ τους με κοινά οικονομικά συμφέροντα, κοινή διεύθυνση και έδρα, κοινή οικονομική πολιτική και χρηματοδότηση, κ.λπ. (ΑΠ 1401/2024, AΠ 1123/2022, ΑΠ 413/2017, ΑΠ 454/2006). Περαιτέρω, ο Ν. 2874/2000, με τη διάταξη του άρθρου 4 αυτού κατάργησε το θεσμό της υπερεργασίας μέχρι τις 30.9.2005, οπότε η εν λόγω διάταξη αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 3386/2005, που επανέφερε τον θεσμό της υπερεργασίας. Ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005 (ΦΕΚ Α 210/19.8.2005) με έναρξη ισχύος 1.10.2005 (άρθρο 15 Ν. 3385/2005) και όπως οι παράγραφοι 1,3 και 5 αντικαταστάθηκαν και πάλι με την παρ. 10 του άρθρου 74 του Ν. 3863/2010 (ΦΕΚ Α 115/15.7.2010) με έναρξη ισχύος 15-7-2010 (άρθρο 76 ν. 3863/2010) και ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο [πριν την τροποποίηση των παραγράφων 3 και 5 του ως άνω άρθρου (4) και της προσθήκης παραγράφου 6 σ' αυτό με το άρθρο 58 του Ν. 4808/2021 (ΦΕΚ Α 101/19.6.2021)] ορίζονται τα εξής : "1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%) και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα). 2. Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας. 3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%).4.Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ` εξαίρεση υπερωρία. 5. Για κάθε ώρα κατ` εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά ογδόντα τοις εκατό (80%)". Από, δε, το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι υπό το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, το ανώτατο νόμιμο ημερήσιο ωράριο είναι εννέα (9) ώρες και υπερεργασία θεωρείται η απασχόληση στις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδος, πέραν των σαράντα (40) ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα (9 ώρες ημερησίως) και απόκειται στην κρίση του εργοδότη, ενώ, δεν συμψηφίζεται στα επιτρεπόμενα όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για τις ώρες υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η), ο εργαζόμενος δικαιούται το "καταβαλλόμενο" ωρομίσθιο με προσαύξηση 20%. Υπερωρία, ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, θεωρείται η απασχόληση πέραν των 45 ωρών την εβδομάδα ή πέραν των 9 ωρών την ημέρα. Για κάθε ώρα υπερωρίας, για την οποία δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις, ήτοι για κάθε ώρα "κατ' εξαίρεση" υπερωρίας (παράνομης υπερωρίας), ως άνω, ο εργαζόμενος δικαιούται "αποζημίωση", ευθέως από το νόμο (χωρίς πλέον να συνδέεται η ως άνω απαίτηση με αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού, ως όριζε προηγουμένως η διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 του Ν. 435/1976, (ΑΠ 232/2018, ΑΠ 314/2017, ΑΠ 671/2016), ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 80% (ΑΠ 1752/2022, ΑΠ 1115/2020, ΑΠ 822/2020). Κατά δε τις διατάξεις των άρθρων 106, 111 παρ. 2 και 216 παρ. 1 στοιχ. α και β του ΚΠολΔ το ορισμένο της αγωγής ελέγχεται από το περιεχόμενο του δικογράφου της. Για να είναι ορισμένη, κατ' άρθρο 216 παρ.1 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 648, 651,653 και 655 του ΑΚ, αλλά και τις προαναφερόμενες διατάξεις, η αγωγή, με την οποία ζητείται η επιδίκαση, μεταξύ άλλων, επιδομάτων εορτών και αδείας, ως και των αποδοχών και αποζημίωσης για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση, αρκεί να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής η κατάρτιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των διαδίκων και οι όροι της, η ειδικότητα του ενάγοντος, η εκ μέρους του παροχή της εργασίας του, το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούν οι επίδικες αποδοχές, οι νόμιμες ή καταβαλλόμενες αποδοχές του, βάσει των οποίων θα υπολογισθεί το ωρομίσθιο για την υπερεργασία και την υπερωριακή απασχόληση (ΑΠ 274/2023, ΑΠ 33/2022, ΑΠ 1003/2018), η διάρκεια της εβδομαδιαίας και ημερήσιας απασχόλησης, προκειμένου να είναι δυνατόν να διακριβωθεί ποια περίπτωση υπέρβασης του νομίμου ωραρίου συντρέχει, δηλαδή υπερεργασία, νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, ή κατ' εξαίρεση υπερωρία, ενόψει και του διαφορετικού τρόπου αμοιβής των μορφών αυτών υπέρβασης του νομίμου ωραρίου (ΑΠ 274/2023, ΑΠ 33/2022, ΑΠ 684/2017), καθώς και τα αξιούμενα για κάθε αιτία ποσά (ΑΠ 1790/2023, ΑΠ 1242/2020, ΑΠ 525/2018).

Στην προκειμένη περίπτωση με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο, λόγους της αίτησης αναίρεσης, όπως το περιεχόμενό τους εκτιμάται, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες, αληθώς από τους αριθμούς 8 και 14 (και όχι 1 και 14) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι το Εφετείο, απορρίπτοντας, μετά από εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσής της, την αγωγή της κατά την, με επίκληση σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, κύρια βάση της, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, δεν έλαβε υπόψη τα εκτιθέμενα με σαφήνεια στην αγωγή περιστατικά για τη θεμελίωση της νομιμοποίησης και της εις ολόκληρον ευθύνης των αντιδίκων της (πρώτος και δεύτερος λόγοι) ως και για τον προσδιορισμό της επιμέρους ένδικης αξίωσης αμοιβής και αποζημίωσης για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόλησής της (τρίτος λόγος), και παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο, καθόσον η αγωγή της είναι ορισμένη και σαφώς εκτίθενται σε αυτή τα αναγκαία προς τούτο στοιχεία.

Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, τα οποία παραδεκτά επισκοπεί ο Άρειος Πάγος (άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ) προκύπτουν τα ακόλουθα:

Η ενάγουσα [ήδη αναιρεσείουσα] στην από 21-12-2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 13709/7733/22-12-2015 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς- κατά την κύρια βάση της, με επίκληση σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο-όπως το περιεχόμενο του δικογράφου της εκτιμάται, εξέθετε ότι με την από 1-4-2009 σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσλήφθηκε από τις εναγόμενες τρεις ανώνυμες εταιρίες [ήδη αρχικές αναιρεσίβλητες], νομίμως εκπροσωπούμενες, που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, έχουν κοινή έδρα και κοινή διοίκηση, ασκούμενη από την πρώτη τούτων, προκειμένου να εργαστεί ως δημοσιογράφος, αρχικά ως υπεύθυνη ύλης και από τον Σεπτέμβριο του 2011 ως αρχισυντάκτρια των αναφερόμενων περιοδικών εκδόσεως τους, με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης και με ωράριο οκτώ (8) ωρών ημερησίως, από ώρα 12.00 έως ώρα 20.00, παρέχοντας την εργασία της στην κοινή τους έδρα, αντί συμφωνημένων και καταβαλλόμενων μηνιαίων μικτών αποδοχών, ποσού 900 ευρώ από Απρίλιο 2009 έως και Δεκέμβριο 2009, ποσού 1.250 ευρώ από Ιανουάριο 2010 έως και Σεπτέμβριο 2010, ποσού 3.000 ευρώ από 1-10-2010 έως 30-9-2011, ποσού 3.500 ευρώ από 1-10-2011 έως 17-9-2013, ποσού 2.600 ευρώ από 18-9-2013 έως 31-1-2015 και ποσού 1.800 ευρώ από 1-2-2015 έως 21-9-2015, ευθυνομένων των εναγομένων συνεργοδοτριών της για την καταβολή των αποδοχών της, εις ολόκληρον η κάθε μία.

Ότι από την έναρξη της ένδικης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και μέχρι τη λύση της με καταγγελία των εναγομένων στις 21-9-2015, παρείχε τη συμφωνημένη εργασία της στις εναγόμενες εργοδότριές της υπό τις εντολές και τις οδηγίες τους, και μόνο κατά το φαινόμενο και για φορολογικούς λόγους του ομίλου τους, το μεν η ίδια εξέδιδε, όπως της ζητήθηκε, δελτία παροχής υπηρεσιών για τις καταβαλλόμενες αποδοχές της, το δε η τρίτη εναγόμενη μόνο, ανήγγειλε ως εργοδότριά της εγγράφως την ένδικη σύμβαση και μάλιστα καθυστερημένα, μόλις στις 17-9-2013. Ότι το επίδικο χρονικό διάστημα, από 1-10-2010 έως 30-12-2014, απασχολούμενη από Δευτέρα έως Παρασκευή, εργάστηκε πέραν των οκτώ (8) ωρών ημερησίως και των σαράντα (40 ) ωρών εβδομαδιαίως, τις ειδικά αναφερόμενες ώρες που προσδιορίζονται ημερησίως και εβδομαδιαίως, πραγματοποιώντας την εκτιθέμενη στο δικόγραφο υπερεργασία και κατ' εξαίρεση υπερωρία, χωρίς να της καταβληθεί η νόμιμη αμοιβή και προσαύξηση, και για τις αιτίες αυτές, με βάση το προκύπτον, από τις αντίστοιχες καταβαλλόμενες αποδοχές της, ωρομίσθιό της, της οφείλεται, εις ολόκληρον από κάθε μία των εναγομένων, το συνολικό ποσό των 23.472 ευρώ για την υπερεργασία και το ποσό των 33.941,16 ευρώ για την υπερωριακή της απασχόληση. Ότι οι εναγόμενες της οφείλουν επίσης εις ολόκληρον η κάθε μία α) τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας των ετών 2010, 2011, 2012, και 2013, με βάση τις αντίστοιχες μηνιαίες αποδοχές της και κατά τις αναφερόμενες διακρίσεις ανά είδος επιδόματος, συνολικού ποσού 25.175,24 ευρώ και β) το ποσό των 4.333,33 ευρώ ως υπόλοιπο οφειλόμενης νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, με βάση τις καταβαλλόμενες αποδοχές της του τελευταίου μήνα και τη συνολική διάρκεια της ένδικης σύμβασης εργασίας, από την 1-4-2009 έως τις 21-9-2015, που λύθηκε κατά τα άνω. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα, επικαλούμενη την ένδικη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και τις σχετικές με τις ένδικες απαιτήσεις της διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, άλλως, για την περίπτωση που κριθεί άκυρη η ένδικη σύμβαση εργασίας, τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, ζήτησε, μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής της, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν, εις ολόκληρον η κάθε μία, το ποσό των 25.175,24 ευρώ, ως επιδόματα εορτών και αδείας των ανωτέρω επιδίκων ετών και να αναγνωριστεί ότι της οφείλουν, εις ολόκληρον η κάθε μία, το ποσό των (4.333,33 + 23.472 + 33.941,16 =) 61.746,49 ευρώ, ως υπόλοιπο νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, αμοιβή και προσαύξηση για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση του ανωτέρω επιδίκου διαστήματος, νομιμοτόκως. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 3890/2017 οριστική απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της πρωτόδικης απόφασης η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα, άσκησε την από 6-12-2017 με αριθ. καταθ. 1083/717/2017 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη, με αριθμό 192/2020 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Με την απόφασή του αυτή το Εφετείο, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, έκρινε αόριστη την αγωγή στο σύνολό της, με την αιτιολογία της έλλειψης σαφούς αναφοράς περιστατικών για τη θεμελίωση της νομιμοποίησης και της εις ολόκληρον ευθύνης των εναγομένων εταιριών (και δη της σύνθεσης από αυτές του ομίλου στον οποίο ανήκουν, με δεσπόζουσα την πρώτη και ελεγχόμενες τις λοιπές, ώστε να δύναται να κριθεί ότι αυτές πληρούν την νομική έννοια του ομίλου εταιριών, ως και της ιδιότητάς τους ως εργοδοτριών της ενάγουσας, είτε ως αντισυμβαλλόμενές της, είτε με την πραγματική αξιοποίηση της εργασίας της) και επιπρόσθετα λόγω του ανεπαρκούς προσδιορισμού της επιμέρους ένδικης αξίωσης αμοιβής και προσαύξησης για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση με την παράλειψη αναφοράς των ωρών ημερήσιας και εβδομαδιαίας εργασίας το επίδικο διάστημα. Μετά ταύτα το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατά παραδοχή της έφεσης της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας, απέρριψε την αγωγή της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Με το ανωτέρω όμως περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή κατά την, με επίκληση σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, κύρια βάση της, στην οποία αφορούν οι κρινόμενοι λόγοι αναίρεσης, είναι επαρκώς ορισμένη. Ειδικότερα, σαφώς εξειδικεύονται στο αγωγικό δικόγραφο, όπως απαιτείται κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την νομιμοποίηση των εναγομένων ανωνύμων εταιριών και την επικαλούμενη εις ολόκληρον ευθύνη τους για την καταβολή των αξιούμενων χρηματικών ποσών για τις αναφερόμενες αιτίες. Συγκεκριμένα, εκτίθεται ότι οι τρεις εναγόμενες ανώνυμες εταιρίες συνδέονται με την ενάγουσα με την ένδικη, από 1-4-2009, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που διήρκησε από την κατάρτισή της και καθόλο το επίδικο χρονικό διάστημα, με τους ιστορούμενους συγκεκριμένους όρους, ως και ότι δυνάμει της σύμβασης αυτής η ενάγουσα παρείχε την συμφωνημένη εργασία της στις εναγόμενες, απασχολούμενη ως υπεύθυνη ύλης, αρχικά, και ως αρχισυντάκτρια, ακολούθως, στα αναφερόμενα περιοδικά εκδόσεως τους, διακρίνοντάς τα για κάθε μία τούτων. Τα στοιχεία αυτά αρκούν για τη θεμελίωση της κύριας βάσης των ενδίκων αξιώσεων της ενάγουσας κατά των εναγομένων ανωνύμων εταιριών και της εις ολόκληρον ευθύνης κάθε μίας τούτων για την καταβολή των αιτούμενων ποσών, ως συνεργοδότριών της, κατά τις διατάξεις των άρθρων 361, 648 και 481 ΑΚ , ως και τις λοιπές προαναφερόμενες, και πλέον των στοιχείων αυτών δεν απαιτούνται να αναφέρονται και άλλα για το ορισμένο της αγωγής, όπως η περαιτέρω εξειδίκευση της σύνθεσης του ομίλου που ανήκουν οι εναγόμενες ανώνυμες εταιρίες και η μεταξύ τους σχέση στα πλαίσια λειτουργίας του ομίλου τους. Περαιτέρω, αναφορικά με την ένδικη αξίωση αμοιβής και αποζημίωσης για την υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση της ενάγουσας το επίδικο διάστημα, από 1-10-2010 έως 30-12-2014, σαφώς εκτίθεται στην αγωγή, όπως απαιτείται, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σχέση, οι όροι της, οι καταβαλλόμενες αποδοχές της ενάγουσας, η ειδικότητά της, με τις γενόμενες διακρίσεις για τα επιμέρους χρονικά διαστήματα για τον υπολογισμό του ωρομισθίου της και η διάρκεια της ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησής της και μάλιστα με αναφορά ημερολογιακά των ημερών και εβδομάδων των επιμέρους διαστημάτων και των συγκεκριμένων ωρών εργασίας κατά ημέρα και κατά εβδομάδα, αξιώνεται δε αμοιβή και αποζημίωση διακριτώς για την υπερεργασία και την υπερωριακή απασχόληση. Η προαναφερόμενη στο αγωγικό δικόγραφο περιγραφή με συγκεκριμένο τρόπο του περιεχομένου της ένδικης σύμβασης που θεμελιώνει τη νομιμοποίηση και την επικαλούμενη εις ολόκληρον ευθύνη των εναγομένων και ήδη αρχικών αναιρεσιβλήτων ανωνύμων εταιριών για την καταβολή των επιδίκων αποδοχών και εκ του νόμου αξιούμενων ποσών, και η σαφής αναφορά των αναγκαίων προσδιοριστικών στοιχείων και της ανωτέρω επιμέρους ένδικης αξίωσης, ανταποκρίνεται στην απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ "σαφή έκθεση των γεγονότων που ...δικαιολογούν την άσκηση της αγωγής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου" και "ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς" και με τον τρόπο αυτό εξυπηρετείται ο επιδιωκόμενος από τις προαναφερόμενες διατάξεις σκοπός, της παροχής δυνατότητας στο δικαστήριο της νομικής θεμελίωσης της αγωγής και στις εναγόμενες και ήδη αναιρεσίβλητες της ικανοποιητικής άμυνας. Κατόπιν τούτων το Εφετείο, με το να κρίνει με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αόριστη την αγωγή κατά την κύρια βάση της, χωρίς να λάβει υπόψη τα προαναφερόμενα περιστατικά που με επάρκεια εξέθετε η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα στο δικόγραφό της για τη θεμελίωση της νομιμοποίησης των εναγομένων και ήδη αρχικών αναιρεσιβλήτων ανωνύμων εταιριών και την περιγραφή του αντικειμένου της ως προς την αξίωση αμοιβής και αποζημίωσης για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση, και με την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας της, παρά την επαρκή έκθεση στο δικόγραφό της των άνω αναγκαίων στοιχείων, παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο, υποπίπτοντας έτσι στις αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Επομένως, οι κρινόμενοι πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της αίτησης αναίρεσης, είναι βάσιμοι, σημειουμένου ότι μετά την κριθείσα βασιμότητα των λόγων αυτών, οι οποίοι αφορούν μόνο στην κύρια αγωγική βάση, η, κατά παραδοχή τους, αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης που απέρριψε στο σύνολό της την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, εκτείνεται και στη διάταξή της για την επικουρική, εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού, βάση της αγωγής (ΑΠ 282/2020). Κατόπιν των ανωτέρω, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της. Ακολούθως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, καθόσον είναι εφικτή η συγκρότησή του από άλλον δικαστή (αρθ.580 παρ.3 εδ.β' ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν λόγω της ήττας τους, η πρώτη αναιρεσίβλητη και η υπεισελθούσα στη θέση της δεύτερης και τρίτης των αρχικών αναιρεσιβλήτων, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Νέες Καθημερινές Εκδόσεις Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Εταιρεία", στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, κατά ουσιαστική παραδοχή του σχετικού αιτήματός της, που παρέστη κατά την αρχική δικάσιμο της αίτησης αναίρεσης χωρίς να καταθέσει προτάσεις (αρθ.176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δέχεται την από 21 Ιουλίου 2021 με αριθμ. καταθ. 650/75/21-7-2021 αίτηση για αναίρεση της με αριθμό 192/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (διαδικασίας εργατικών διαφορών).

Αναιρεί την με αριθμό 192/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς.

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλο δικαστή.

Καταδικάζει την πρώτη αναιρεσίβλητη και την υπεισελθούσα στη θέση της δεύτερης και τρίτης των αρχικών αναιρεσιβλήτων, ανώνυμη εταιρία, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Απριλίου 2025.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Μαΐου 2025.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή