
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 757 / 2025    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 757/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σταύρο Μάλαινο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος της Αντιπρόεδρου Μυρσίνης Παπαχίου και των αρχαιοτέρων της συνθέσεως Αρεοπαγιτών Ασπασίας Μεσσηνιάτη - Γρυπάρη και Σωκράτη Πλαστήρα), Αντιγόνη Τζελέπη, Ερασμία Λιούλη, Ζωή Καραχάλιου και Σπυριδούλα Λιάτη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 31 Μαΐου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Α. Λ., για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Γ. Κ. του Κ. και 2) Α. Κ. του Κ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αθανάσιο Γάτο, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι η από 2-11-2017 αίτηση αναίρεσης κατά της 45/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας δεν εισάγεται για συζήτηση, ως προς τους 1ο και 2η των αναιρεσιβλήτων, Σ. Λ. και Ε. Λ., αντίστοιχα.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Σ. Λ. του Β., 2) Ε. Λ. του Δ., κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο και 3) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ ΑΕΓΑ" και ήδη "ΑLLIANZ Ευρωπαϊκή Πίστη Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία", που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Γεωργουλόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και ο οποίος στην εν λόγω από 30-5-2024 δήλωση, καθώς και με τις κατατεθείσες προτάσεις του δήλωσε την ως άνω μεταβολή της αναιρεσίβλητης εταιρείας.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-3-2011 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2013 μη οριστική και 35/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 45/2017 του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 2-11-2017 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Ερασμία Λιούλη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες και η 3η των αναιρεσιβλήτων όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το άρθρο 576 παρ. 1-2 και 3, 568 παρ.1 και 4 και 498 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολιπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολιπόμενος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε ή επιδόθηκε αλλά όχι νόμιμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήση.
Στην αντίθετη περίπτωση, προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί (Α.Π. 1921/2022, Α.Π. 184/2021, Α.Π. 12/2020, Α.Π. 548/2020, Α.Π. 418/2019, Α.Π. 1049/2017, Α.Π. 1753/2017, Α.Π. 1747/2017).
Σε περίπτωση, όμως, απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νόμιμα, ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νόμιμα και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς (Α.Π. 1921/2022, Α.Π. 89/2021).
Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο ο πρώτος και η δεύτερη από τους αναιρεσίβλητους Σ. Λ. και Ε. Λ., ενώ δεν υποβλήθηκε η από το άρθρο 242 του ΚΠολΔ δήλωση. Οι παριστάμενοι αναιρεσείοντες, που επισπεύδουν τη συζήτηση της υπόθεσης, δεν αποδεικνύουν κλήτευση αυτών από τους ίδιους δια της προσκομιδής της οικείας έκθεσης επίδοσης, ούτε επίσπευση της συζήτησης από τους απολιπόμενους αναιρεσίβλητους δια της προσκομιδής του προς αυτούς (αναιρεσείοντες) νομίμως επιδοθέντος αντιγράφου της ένδικης από 2.11.2017 (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 15/8.11.2017) αιτήσεως αναιρέσεως κατά της υπ' αριθ. 45/2017 τελεσιδίκου αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας, με την υπ' αυτήν πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση και τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή. Επομένως, αφού δεν υφίσταται νόμιμη επίσπευση της συζήτησης ως προς τους απολιπόμενους πρώτο και δεύτερη από τους αναιρεσίβλητους και λαμβανομένου υπ' όψη ότι όλοι οι αναιρεσίβλητοι - εφεσίβλητοι και εναγόμενοι, ως εις ολόκληρον ευθυνόμενοι από αδικοπραξία στην δίκη επί της οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση, συνδέονται με σχέση απλής ομοδικίας, πρέπει να χωριστεί η υπόθεση ως προς τους ως άνω απολιπόμενους κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αναιρεσίβλητους, οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε υποβλήθηκε η εκ του άρθρου 242 του ΚΠολΔ δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά τη συζήτηση, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης ως προς αυτούς (απολιπόμενους πρώτο και δεύτερη αναιρεσίβλητους) και να χωρήσει νόμιμα η συζήτηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης ως προς την τρίτη εκπροσωπουμένη από πληρεξούσιο δικηγόρο αναιρεσίβλητη. Η κρινόμενη από 2.11.2017 αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 45/2017 τελεσίδικης αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας η οποία εκδόθηκε, κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 παρ. 6 του Κ.Πολ.Δ.), ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού η προσβαλλομένη απόφαση επιδόθηκε στον αντίκλητο δικηγόρο των αναιρεσειόντων Αθανάσιο Γάτο στις 9.10.2017, όπως προκύπτει από την σχετική επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Λαμίας Ε. Π. επί του επιδοθέντος επισήμου αντιγράφου της προσβαλλόμενης, η δε αίτηση αναιρέσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία στις 8.11.2017, ήτοι εντός της προθεσμίας των 30 ημερών του άρθρου 564 παρ. 1 του ΚΠολΔ (άρθρα 495 παρ. 1, 552, 553, 556, 566 παρ. 1 και 558 ΚΠολΔ).
Συνεπώς, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1 και 3 του Κ.Πολ.Δ.). Από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτει ότι η προσβαλλομένη με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως υπ' αριθμ. 1851/2021 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας, αποτελεί κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Οι ήδη αναιρεσείοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας την από 30.3.2011 και με αρ. εκθ. κατ. .../2011 αγωγή κατά των αναιρεσιβλήτων, με την οποίαν, εξέθεσαν ότι κατά τον εκεί αναφερόμενο τόπο και χρόνο, ο πρώτος εναγόμενος και ήδη αναιρεσίβλητος Σ. Λ., οδηγώντας το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... αυτοκίνητο, το οποίο ανήκε κατά συγκυριότητα σε αυτόν και στη δεύτερη εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη κατά τα ποσοστά 30% και 70%, αντίστοιχα, και ήταν ασφαλισμένο στη τρίτη εναγόμενη και ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ ΑΕΓΑ", συγκρούστηκε από αποκλειστική υπαιτιότητά του με το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... δίκυκλο μοτοποδήλατο, που οδηγούσε ο πρώτος ενάγων και ήδη πρώτος εκ των αναιρεσειόντων, ιδιοκτησίας του δευτέρου εξ αυτών, προκαλώντας τον τραυματισμό αυτού και της συνεπιβαίνουσας Β. Δ. (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη). Με βάση το πραγματικό αυτό ζήτησαν να επιδικασθεί υπέρ αυτών αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας με την υπ' αριθ. 35/2015 οριστική του απόφασή έκανε κατ' ουσίαν δεκτή εν μέρει την αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, οι αναιρεσείοντες την από 27.3.2015 (αρ. κατ. 46/31.3.2015) έφεση και οι αναιρεσίβλητοι την από 24.2.2015 (αρ. κατ. 25/24.2.2015) έφεση, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν και εκδόθηκε επ'αυτών η προσβαλλομένη με αριθμό 45/2017 τελεσίδικη απόφαση, η οποία α) έκανε τυπικά δεκτή και απέρριψε κατ' ουσίαν, την από 27.3.2015 έφεση των αναιρεσειόντων και β) έκανε τυπικά και κατ' ουσίαν δεκτή την από 24.2.2015 έφεση των αναιρεσιβλήτων, εξαφάνισε την εκκαλουμένη, διακράτησε την υπόθεση και απέρριψε την αγωγή των αναιρεσειόντων, κρίνοντας ότι αποκλειστικά υπαίτιος του ενδίκου ατυχήματος είναι ο πρώτος αναιρεσείων. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 300, 330 εδάφ. β' και 914 του Α.Κ. συνάγεται ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος και καθιστά δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει την ζημία και την επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι, ορισμένο γεγονός αποτελεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, πρόσφορη αιτία της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί πρόκειται για νομική κρίση, που ανάγεται στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας (Α.Π. 453/2022, Α.Π. 736/2021, Α.Π. 184/2021, Α.Π. 69/2019, Α.Π. 49/2019). Τα πιο πάνω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 914 του Α.Κ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την συνδρομή ή όχι πταίσματος του ζημιωθέντος είναι κρίση σχετική με νομική έννοια και υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο κατά τις διατάξεις των άρθρων 559 αριθμ. 1 και 19 του ΚΠολΔ (Α.Π. 453/2022, Α.Π. 736/2021, Α.Π. 184/2021, Α.Π. 69/2019, Α.Π. 1207/2017).
Εξάλλου, η παράβαση διατάξεων του Κ.Ο.Κ. δεν θεμελιώνει αυτή καθ' εαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί, όμως, στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξεως και του επελθόντος αποτελέσματος (Α.Π. 736/2021, Α.Π. 184/2021, Α.Π. 1284/2020), ενώ μόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο Κ.Ο.Κ., στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγησή τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή την μείωση των επιζήμιων συνεπειών (Α.Π. 49/2019, Α.Π. 301/2018, Α.Π. 1685/2017, Α.Π. 1500/2002, Α.Π. 1070/2001).
Περαιτέρω, από τα άρθρα 12 και 19 του Ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.), ορίζονται υποχρεώσεις και κανόνες προς τους οποίους πρέπει να συμμορφώνεται ο οδηγός κάθε οχήματος, προκειμένου να αποφεύγονται, κατά το δυνατόν, ατυχήματα πεζών και οχημάτων. Ειδικότερα, στο άρθρο 12 παρ. 1, ορίζεται ότι "οι χρησιμοποιούντες τις οδούς, πρέπει, να αποφεύγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά, η οποία είναι ενδεχόμενο μεταξύ άλλων να εκθέσει σε κίνδυνο πρόσωπα, ενώ οι οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή τους". Κατά το άρθρο 19 παρ. 1, ορίζεται "ο οδηγός του οδικού οχήματος, επιβάλλεται να έχει τον έλεγχο του οχήματός του, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς", κατά την παρ. 2, ότι "ο οδηγός επιβάλλεται να έχει τον έλεγχο του οχήματός του και πρέπει να έχει την επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις ταχύτητα, η οποία μπορεί να είναι και κατώτερη της προβλεπόμενης από το νόμο, κυρίως σε κατοικημένες περιοχές και έχει υποχρέωση να τη μειώνει μέχρι διακοπής της πορείας του, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν..." και κατά την παρ. 3. Ότι "Iδιαίτερα, o oδηγός επιβάλλεται να μειώνει την ταχύτητα τoυ oχήματός τoυ σε τμήματα της oδoύ με περιoρισμένo πεδίo oρατότητας, στις στρoφές, πλησίoν των σχoλείων, πλησίoν των ισόπεδων oδικών κόμβων...." (Α.Π. 550/2021, Α.Π. 1098/2020, Α.Π. 1043/2019, Α.Π. 624/2019, Α.Π. 91/2019, Α.Π. 199/2018, Α.Π. 1663/2017, Α.Π. 1048/2017, Α.Π. 1207/2004), τέλος δε, κατά το άρθρο 26 παρ. 1: ότι "O oδηγός πoυ πλησιάζει σε ισόπεδo oδικό κόμβo υπoχρεoύται να καταβάλλει ιδιαίτερη πρoσoχή για να μην πρoκαλέσει επί τoυ κόμβoυ κίνδυνo ή παρακώλυση της κυκλoφoρίας, ρυθμίζoντας την ταχύτητα τoυ oχήματός τoυ, ώστε να μπoρεί να διακόψει την πoρεία αυτoύ, για να διέλθoυν τα oχήματα πoυ έχoυν πρoτεραιότητα" η δε ρυθμιστική της κυκλoφoρίας πινακίδας με την ένδειξη ΣΤΟΠ (P-2) σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 του ΚΟΚ, πoυ τoπoθετείται πριν από κόμβo, σημαίνει υπoχρεωτική διακoπή πoρείας τoυ oχήματoς πριν από την είσoδo στoν κόμβo και παραχώρηση πρoτεραιότητας στα oχήματα τα oπoία κινoύνται στην oδό, πρoς την oπoία πλησιάζει...". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ "αναίρεση επιτρέπεται "1. αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών..... Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς,". Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτό δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 849/2007), Περαιτέρω, ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι γενικές και αφηρημένες αρχές, που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, που χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο είτε για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθούς έννοιας κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει αόριστες νομικές έννοιες, είτε για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν κατά το άρθρο 336 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ. (Ολ. Α.Π. 8/2005, ΑΠ 44/2024).
Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως, η οποία στοιχειοθετεί τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως, συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς να δημιουργείται αμφιβολία και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα, που ήταν εφαρμοστέος, αλλά δεν εφαρμόστηκε. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος, που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση την νόμιμη βάση, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι, όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως (Ολ. Α.Π. 6/2020, Ολ. Α.Π. 1/2020, Ολ. Α.Π. 6/2019, Ολ. Α.Π. 2/2019, Ολ. Α.Π. 6/2006, Α.Π. 671/2020). Από την ανωτέρω διάταξη, η οποία αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ. Α.Π. 2/2019, Α.Π. 736/2021).
Εξάλλου, το κατά νόμον αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και, γενικότερα, ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (Ολ. Α.Π. 6/2020, Ολ. Α.Π. 1/2020, Ολ. Α.Π. 6/2019, Ολ. Α.Π. 2/2019, Ολ. Α.Π. 15/2006). Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές, επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούν "αιτιολογία" της αποφάσεως, ώστε, στο πλαίσιο της ερευνώμενης διατάξεως του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ., να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναιρέσεως, του αριθμού 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικώς τα, μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς, επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτος (Α.Π. 736/2021, Α.Π. 551/2021, Α.Π. 162/2020, Α.Π. 169/2019, Α.Π. 1339/2017).
Τέλος, από την διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο και, επομένως, ο αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερόμενες εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι απαράδεκτος, καθόσον πλήττεται πλέον η ουσία της υποθέσεως, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (Α.Π. 1330/2022, Α.Π. 778/2022, Α.Π. 834/2021, Α.Π. 1284/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Λαμίας, με την προσβαλλόμενη τελεσίδικη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ.), ως αποδειχθέντα, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σχετικά με τις συνθήκες που έλαβε χώρα το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα: Στις 02.03.2008 και ώρα 4:30 ο πρώτος ενάγων (17ετής) οδηγούσε το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... δίκυκλο μοτοποδήλατο, αποκλειστικής κυριότητας, νομής και κατοχής του δεύτερου ενάγοντα, κινούμενος στην οδό ... με κατεύθυνση από βορρά προς νότο και με συνεπιβάτιδα την Π. Δ. Η οδός ... είναι διπλής κατεύθυνσης, έχει πλάτος οδοστρώματος 8,50μ. και διασταυρώνεται κάθετα με την οδό ..., η οποία είναι επίσης διπλής κατεύθυνσης με πλάτος οδοστρώματος 7,00 μ. Σε αμφότερες τις οδούς αυτές η κίνηση ήταν αραιή, λόγω και του προχωρημένου της ώρας. Στο σημείο δε που η εν λόγω οδός (...) διασταυρώνεται με την οδό ..., η κυκλοφορία των οχημάτων ρυθμίζονταν με πινακίδα υποχρεωτικής διακοπής πορείας και παραχώρησης προτεραιότητας Ρ-2 του ΚΟΚ (στοπ), ευρισκόμενη επί της οδού στην οποία εκινείτο ο παραπάνω οδηγός του μοτοποδηλάτου, σε κάθετο σημείο, προ της συμβολής της με την οδό ... Όταν όμως αυτός έφθασε στην εν λόγω διασταύρωση, δεν σταμάτησε το μοτοποδήλατο πριν την είσοδό του σ' αυτή, προκειμένου να ελέγξει προσεκτικά την κυκλοφορία των οχημάτων που κινούνταν επί της οδού ... και να παραχωρήσει σ' αυτά προτεραιότητα, ως όφειλε, αλλά συνέχισε ανεξέλεγκτα την ευθεία πορεία του.
Σημειώνεται ότι μόνο ο πρώτος ενάγων καταθέτει προανακριτικά ότι ακινητοποίησε το μοτ/το και ουδόλως η συνεπιβάτιδα Π. Δ., η οποία εξεταζόμενη στις 8.10.2013 στο Τριμελές Πλημ/κείο Λαμίας κατέθεσε "κοντοσταθήκαμε στο στοπ". Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, εισερχόμενος τοιουτοτρόπως στη διασταύρωση, να μην αντιληφθεί το, με αριθμό κυκλοφορίας ... αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος, το οποίο ανήκε κατά συγκυριότητα, σύννομη και συγκατοχή σ' αυτόν σε ποσοστό 30% και στη δεύτερη εναγόμενη σε ποσοστό 70%, οι οποίοι είχαν ασφαλίσει την αστική ευθύνη από την πρόκληση τροχαίου ατυχήματος κατά την οδήγησή του στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, το οποίο κινούνταν επί της οδού ... με κατεύθυνση από ανατολή προς δύση και να συγκρουστεί μαζί του. Ειδικότερα το μοτοποδήλατο επέπεσε με την εμπρόσθια αριστερή πλευρά του στην εμπρόσθια πλάγια δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου, λόγω δε της ταχύτητας αμφοτέρων των οχημάτων, η οποία δεν αποδείχθηκε με ασφάλεια ότι ήταν ιλιγγιώδης ή πολύ μεγάλη για κανένα από τα δύο εμπλακέντα οχήματα, το μοτοποδήλατο συνέχισε την πορεία του, παρεκκλίνοντας ελαφρώς προς τα αριστερά, με αποτέλεσμα να επιπέσει με το εμπρόσθιο τμήμα του στην οπίσθια πλευρά του σταθμευμένου υπ' αριθμ. κυκλ ... αυτοκινήτου στο άκρο αριστερό του οδοστρώματος επί της οδού ..., επί της λωρίδας κυκλοφορίας με κατεύθυνση από νότο προς βορά, πλησίον της διασταυρώσεως αυτής με την οδό ..., όπου και ακινητοποιήθηκε. Σύμφωνα με τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά η σύγκρουση των οχημάτων οφείλεται αποκλειστικά σε υπαιτιότητα του οδηγού του μοτοποδηλάτου. Η υπαιτιότητά του συνίσταται στο ότι δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του και έτσι εισήλθε στη διασταύρωση των παραπάνω οδών, με αυξημένη για τις περιστάσεις ταχύτητα και χωρίς να ελέγξει με προσοχή την κίνηση των οχημάτων, διακόπτοντας την πορεία του πριν την είσοδό του στη διασταύρωση, συμμορφούμενος με τη ρυθμιστική της κυκλοφορίας πινακίδα Ρ-2 (στοπ), που είχε στην πορεία του και χωρίς να παραχωρήσει, ως όφειλε, προτεραιότητα στο αυτοκίνητο που εισέρχονταν στη διασταύρωση (άρθ 4 παρ.3, 12 παρ.1, 28 παρ.1 και 4 του ν, 2696/99), το οποίο εύκολα θα μπορούσε να αντιληφθεί, αν διέκοπτε την πορεία του, εφόσον η οδός ... στο σημείο της διασταυρώσεώς της με την οδό ... είναι ευθεία. Όλα τα ανωτέρω αποδεικνύονται από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα συμπεριλαμβανομένων και των οικείων εκθέσεως αυτοψίας και σχεδιαγράμματος που συνέταξαν οι αστυνομικοί του Τμήματος Τροχαίας Λαμίας, που άμεσα έφθασαν στο σημείο του ατυχήματος και κατέγραψαν και αποτύπωσαν νομίμως το συμβάν. Από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε το αντίθετο. Τον οδηγό του αυτοκινήτου, που είχε όπως προαναφέρθηκε προτεραιότητα δεν τον βαρύνει καμία υπαιτιότητα, αφού η κατά πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα της νόμιμης που αναφέρει η εκκαλουμένη δεν προκύπτει από κάποιο αποδεικτικό μέσο. Και ναι μεν, με την υπ' αριθ. 1398/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Λαμίας επιβλήθηκε στον πρώτο εναγόμενο συνολική ποινή φυλάκισης 16 μηνών για τις σωματικές βλάβες που υπέστησαν από το ατύχημα οι δύο επιβαίνοντες στο ένδικο μοτοποδήλατο και για παράβαση του άρθρου 43 παρ. 2, 1 ,4 Ν. 2696/1999, πλην όμως η απόφαση αυτή, που κατέστη τελεσίδικη, με την απόρριψη της επ' αυτής ασκηθείσης εφέσεως ως ανυποστήρικτης, ουδόλως δεσμεύει την κρίση του παρόντος πολιτικού Δικαστηρίου. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι αποκλειστικά υπαίτιος στην πρόκληση του ατυχήματος είναι ο πρώτος εναγόμενος οδηγός του υπ' αριθ. κυκλοφορίας ... αυτοκινήτου και εν συνεχεία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Κρίνοντας όμως έτσι έσφαλε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως βάσιμα οι εκκαλούντες της πρώτης εφέσεως παραπονούνται με την υπό κρίση έφεσή τους.
Συνεπώς, η έφεση αυτών (εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων) πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη...". Με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη και δίκασε επί της αγωγής, απέρριψε αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη, κρίνοντας αποκλειστικά υπαίτιο της σύγκρουσης τον πρώτο ενάγοντα και ήδη πρώτο αναιρεσείοντα, Γ. Κ. Το Εφετείο, με το να οδηγηθεί στην προαναφερθείσα κρίση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του Α.Κ. και του Κ.Ο.Κ., τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογίες, ως προς τα ζητήματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών, για να δικαιολογηθεί χωρίς αμφιβολία η συνυπαιτιότητα των δύο οδηγών στην επέλευση της συγκρούσεως και, συνεπώς, η προσβαλλομένη απόφαση δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του, με σαφήνεια και επάρκεια, τα συγκροτούντα την έννοια της αμέλειας περιστατικά, που επέδειξε ο οδηγός του μοτοποδηλάτου, σε συνδυασμό με τις παραβάσεις διατάξεων του Κ.Ο.Κ., οι οποίες βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια με το επελθόν αποτέλεσμα, δεχόμενο ότι 1) ο πρώτος αναιρεσείων, κινείτο επί της οδού ... με κατεύθυνση από βορρά προς νότο 2) η κυκλοφορία των οχημάτων επί της οδού, στην οποία κινείτο αυτός, προ της συμβολής της με την οδό ..., ρυθμιζόταν με πινακίδα υποχρεωτικής διακοπής πορείας και παραχώρησης προτεραιότητας (Ρ-2) του Κ.Ο.Κ. (στοπ), 3) φθάνοντας στον κόμβο, στο σημείο δηλαδή που η οδός ... διασταυρώνεται με την οδό ..., δεν σταμάτησε το μοτοποδήλατο, 4) συνέχισε ανεξέλεγκτα την ευθεία πορεία του, χωρίς να παραχωρήσει προτεραιότητα στα οχήματα που κινούνταν επί της οδού ... με αποτέλεσμα, να μην αντιληφθεί το αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος (πρώτος αναιρεσίβλητος) κινούμενος επί της οδού ..., με κατεύθυνση προς δύση και να συγκρουστεί με αυτό, και ειδικότερα να επιπέσει με την εμπρόσθια αριστερή πλευρά του στην εμπρόσθια πλάγια δεξιά πλευρά του άνω αυτοκινήτου. Επομένως, το Εφετείο δεν υπέπεσε στις από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 του ΚΠολΔ προβλεπόμενες πλημμέλειες, που αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση με τον έβδομο από τους λόγους της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Δεν συντρέχει δε η επικαλούμενη από τους αναιρεσείοντες πλημμέλεια της παραθέσεως αντιφατικής και ασαφούς αιτιολογίας στην προσβαλλομένη απόφαση, καθόσον οι επικαλούμενες αντιφάσεις και ελλείψεις πέραν του ότι, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν συνιστούν τέτοιες, αναφέρονται στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, τον συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, καθώς και στην σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία αυτό στήριξε το προαναφερόμενο σαφές αποδεικτικό του πόρισμα, υπό την επίκληση δε της προβαλλομένης πλημμέλειας της παραβάσεως εκ πλαγίου των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, αναφορικώς με το σαφώς εκτιθέμενο πόρισμα και, συνεπώς, απαραδέκτως προβάλλονται. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 106, 335 και 338 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι "πράγματα" που προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν, των οποίων η λήψη ή μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο ιδρύει τον προβλεπόμενο από αυτή λόγο αναιρέσεως, αποτελούν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που θεμελιώνουν ή καταλύουν τη βάση της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως, και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όχι δε και ο ισχυρισμός που συνέχεται με την ιστορική αιτία της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης, ο οποίος και αποκρούεται ή γίνεται δεκτός με την παραδοχή ή την απόρριψη, αντίστοιχα, ως αβάσιμων ή βάσιμων των θεμελιωτικών της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης πραγματικών γεγονότων. Δεν αποτελούν "πράγματα" τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων. Επομένως, δεν ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, αν δεν λήφθηκαν υπόψη επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγος εφέσεως, όπως και οι νομικοί ισχυρισμοί ή η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων, ούτε οι ισχυρισμοί που ανάγονται στην κατ' ορθή ερμηνεία έννοια του εφαρμοστέου νόμου (Ολ.ΑΠ 3/1997). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 11 του ΚΠολΔ, συντρέχει λόγος αναίρεσης "αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν". Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των κρίσιμων γεγονότων ή πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, δηλαδή λυσιτελών, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από το διάδικο. Δεν θεμελιώνεται όμως ο λόγος αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. χωρίς ανάγκη ειδικής μνείας ή αξιολόγησης του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 1469/2024, ΑΠ 1181/2023, ΑΠ 170/2020, ΑΠ 91/2019).
Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τους πρώτο, δεύτερο, τρίτο, πέμπτο και έκτο αλληλοσυμπληρούμενους λόγους αναίρεσης, αποδίδουν στην πληττόμενη απόφαση πλημμέλειες, από τους αριθμούς 8 και 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Με τις αποδιδόμενες αιτιάσεις, όμως, προσβάλλονται τα συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων, σχετικά με την πορεία των συγκρουσθέντων οχημάτων, τα σημεία σύγκρουσης αυτών και την παραβίαση της ρυθμιστικής πινακίδας Ρ-2 από τον πρώτο αναιρείοντα οδηγό του μοτοποδηλάτου και δεν αποτελούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, σύμφωνα με την έννοια που αναλύεται ανωτέρω, αλλά επιχειρήματα προς απόκρουση των αποδείξεων. Πλέον ειδικότερα δε, όσον αφορά στον ισχυρισμό ότι το σχεδιάγραμμα της Τροχαίας, που έλαβε υπόψη του Εφετείο ήταν λανθασμένο, αυτός δεν ασκεί ουσιώδη επιρροή στο αποδεικτικό πόρισμα, διότι συναξιολογήθηκε με όλα τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές, η δε αναφορά στη σελ. 6 της προσβαλλομένης ότι το μοτοποδήλατο συνέχισε την πορεία του με κατεύθυνση από "νότο προς βορά", όπως προκύπτει από το συνολικό περιεχόμενο των παραδοχών, οφείλεται σε προφανέστατη παραδρομή, δεδομένου ότι, στην σελ. 4, σαφώς αναφέρεται ότι το μοτοποδήλατο εκινείτο με κατεύθυνση από "βορά προς νότο" ενώ το ίδιο πραγματικό γεγονός προκύπτει από το σύνολο των παραδοχών. Περαιτέρω, τόσο από τη ρητή διαβεβαίωση του Εφετείου ότι έλαβε υπόψη τα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και όλα τα έγγραφα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα (προς άμεση απόδειξη) είτε ως δικαστικά τεκμήρια, όσο και από όλο το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι, για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, το Εφετείο έλαβε υπόψη όλα ανεξαιρέτως τα προσκομισθέντα με επίκληση έγγραφα.
Συνεπώς, η αποδιδόμενη στην προσβαλλόμενη πλημμέλεια από τον αρ. 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ότι δεν έλαβε υπόψη 1) Την ένορκη πρανακριτική κατάθεση της συνεπιβαίνουσας στο μοτοποδήλατο αυτόπτη μάρτυρος - ανήλικης τότε Π. Δ. 2) τις ένορκες καταθέσεις αυτής και του Γ. Τ. ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου Λαμίας κατά την εκδίκαση της υποθέσεως 3) την επ' αυτής της υποθέσεως εκδοθείσα υπ'αριθμόν ... ποινική απόφαση του άνω Δικαστηρίου, με την οποίαν ο πρώτος αναιρεσίβλητος καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης δεκαέξι (16) μηνών για τις πράξεις της εξ αμελείας πρόκλησης των σωματικών βλαβών του πρώτου αναιρεσείοντος οδηγού και της συνεπιβαίνουσας στο μοτοποδήλατο Π. Δ. και της παραβίασης του άρθρου 43 του ΚΟΚ, 4) την προανακριτική ένορκη κατάθεση του πρώτου αναιρεσείοντος, 5) την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Κ. Κ., που περιλαμβάνεται στα πρακτικά της υπ' αρ. 35/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας. 6) τις φωτογραφίες 7) το πρόχειρο σχεδιάγραμμα του τόπου του ατυχήματος, που συνέταξαν οι αναιρεσείοντες και 8) τις από 2.3.2008 εκθέσεις ένορκης εξέτασης των μαρτύρων Γ. Λ. και Γ. Τ., είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την πλημμέλεια του αρ. 11 εδ. γ, ισχυριζόμενοι ότι η προσβαλλομένη αγνόησε το γεγονός ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος παραβίασε το άρθρο 43 (εγκατάλειψη) του ΚΟΚ. Το γεγονός αυτός όμως δεν συνδέεται με την υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά που οδήγησε στη σύγκρουση των οχημάτων και ενδιαφέρει εν προκειμένω, αλλά αποτελεί βάση άλλης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, μη συνδεόμενης αιτιωδώς με την υπό έρευνα και επομένως, αλυσιτελώς, προτείνεται ο λόγος αυτός και πρέπει να απορριφθεί. Με τον έκτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αρ. 11 εδ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο σχημάτισε δικανική πεποίθηση αντίθετη προς το περιεχόμενο της υπ' αριθμ. 1398/2013 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας, που αποτελεί δικαστικό τεκμήριο, με την οποία κηρύχθηκε τελεσίδικα ένοχος ο οδηγός του αυτοκινήτου πρώτος αναιρεσίβλητος για το ποινικό αδίκημα της πρόκλησης σωματικής βλάβης από αμέλεια στον πρώτο αναιρεσείοντα, το οποίο (περιεχόμενο) ταυτίζεται, κατά τα πραγματικά περιστατικά, με αυτά της επίδικης αδικοπραξίας. Από το προαναφερόμενο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, του τρόπου διατύπωσης των αιτιολογιών αυτής και των πραγματικών περιστατικών που αυτή δέχθηκε αυτή, συνάγεται ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του την άνω καταδικαστική ποινική απόφαση, ως δικαστικό τεκμήριο, όπως ρητά βεβαιώνεται στη σελ. 4 αυτής (προσβαλλομένης), στην αντίθετη δε αυτή κρίση του, σε σχέση με την άνω καταδικαστική ποινική απόφαση, οδηγήθηκε, διαλαμβάνοντας τις προεκτιθέμενες επαρκείς και σαφείς παραδοχές. Επομένως, όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον ερευνώμενο έκτο αναιρετικό λόγο είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατόπιν των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγο αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που οι αναιρεσείοντες έχουν καταθέσει για την άσκηση της αναιρέσεως στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176,183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσιβλήτου, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημα αυτής, όπως ειδικότερα, ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Διατάσσει το χωρισμό της υπόθεσης ως προς τους πρώτο και δεύτερη από τους αναιρεσιβλήτους Σ. Λ. και Ε. Λ.
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 2.11.2017 αίτησης για αναίρεση της υπ' αριθμ. 45/2017 τελεσίδικης αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας ως προς τον πρώτο και την δεύτερη από τους αναιρεσιβλήτους Σ. Λ. και Ε. Λ.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 2.11.2017 αίτηση αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 45/2017 τελεσίδικης αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του, κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες, παραβόλου.
Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της τρίτης αναιρεσίβλητης, το ποσό των οποίων ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια ευρώ (2.700€).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Μαρτίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Μαΐου 2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ