
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 758 / 2025    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 758/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σταύρο Μάλαινο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος της Αντιπρόεδρου Μυρσίνης Παπαχίου και των αρχαιοτέρων της συνθέσεως Αρεοπαγιτών Ασπασίας Μεσσηνιάτη - Γρυπάρη και Σωκράτη Πλαστήρα), Αντιγόνη Τζελέπη, Ερασμία Λιούλη, Ζωή Καραχάλιου και Σπυριδούλα Λιάτη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 31 Μαΐου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Α. Λ., για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Β. - Σ. Π. του Κ., πρώην κατοίκου ... και ήδη διαμένοντος στην ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Γκανιά.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Γ. Μ. του Ε., κατοίκου ... και 2) μονοπρόσωπης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία "Π.Μ. ΛΥΣΕΙΣ Μ.Ι.Κ.Ε.", που εδρεύει στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα από τον διαχειριστή αυτής Θ. Μ. του Ι., κάτοικο ..., εκ των οποίων ο 1ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μήτσιου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώ η 2η δεν παραστάθηκε.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-3-2017 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας και επί της οποίας εκδόθηκε η .../2018 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, που κήρυξε εαυτό καθ' ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την ως άνω αγωγή να εκδικαστεί στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο Θάσου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2019 οριστική του Ειρηνοδικείου Θάσου και .../2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 13-7-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Αντιγόνη Τζελέπη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο ο αναιρεσείων και ο 1ος των αναιρεσιβλήτων όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Aπό τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ. 2, 498 παρ. 1, 568 παρ. 1 και 2 και 576 παρ.1-3 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης, δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο διάδικος που απουσιάζει, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν, όμως, την επισπεύδει ο αντίδικός του, ερευνάται αν ο διάδικος, ο οποίος δεν εμφανίστηκε ή, αν και εμφανίστηκε, δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από εκείνον που επισπεύδει τη συζήτηση. Στην περίπτωση που δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα , η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήση (ΑΠ 1315/2024,ΑΠ 44/2023, ΑΠ 423/2023,ΑΠ 1191/2023) εκτός αν πρόκειται για απλή ομοδικία, οπότε κατά το άρθρ. 62 του ν. 4139/2013, που προσέθεσε δεύτερο εδάφιο στην παρ. 3 του άρθρ. 576 ΚΠολΔ και εφαρμόζεται κατά το άρθρ. 98 παρ. 1 του ίδιου νόμου και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον βέβαια αυτές δεν είχαν ήδη συζητηθεί κατά την έναρξη ισχύος του νέου νόμου (20-3-2013), η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί παραδεκτά ως προς όσους από τους διαδίκους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν νόμιμα κλητευθεί, ενώ κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς.. Στην αντίθετη περίπτωση, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί (ΑΠ 1315/2024, ΑΠ 606/2023, ΑΠ 1683/2022, ΑΠ 1541/2021). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. β` και γ` του ΚΠολΔ, η οποία, κατ` άρθρο 575 εδ. β` του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη, αν η συζήτηση αναβληθεί ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας διάταξης η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για την μετ` αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και, επομένως, δεν χρειάζεται νέα κλήτευση για τη μετ` αναβολή δικάσιμο του απολιπόμενου διαδίκου, όταν ο τελευταίος είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση ή είχε παραστεί νομίμως κατά τη δικάσιμο αυτή (ΑΠ 1315/2024, ΑΠ 1187/2024, ΑΠ 801/2023, ΑΠ 184/2022, ΑΠ 1130/2020) Στην προκείμενη περίπτωση, φέρεται προς συζήτηση η από 13-7-2020 (με αριθμ. εκθ. καταθ. ...-2020 αίτηση, για αναίρεση της υπ` αριθμ. .../2020 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών (αρθρ. 614 επ. ΚΠολΔ), δικάσιμος της οποίας, με πράξη της Προέδρου αυτού του Τμήματος, κατ' άρθρ. 568 παρ. 2, 3 και 4 του ΚΠολΔ, ορίστηκε η 4-11-2022. Η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, κατά την προαναφερόμενη δικάσιμο, κατά την οποία η δεύτερη αναιρεσίβλητη μονοπρόσωπη ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία με την επωνυμία "Π.Μ ΛΥΣΕΙΣ Μ.Ι.Κ.Ε" δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση (άρθρο 573 παρ. 1 ΚΠολΔ), δήλωση ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (31-5-2024). Όπως, δε, προκύπτει από τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, κατά την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο της 31-5-2024 η δεύτερη αναιρεσίβλητη, δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, ούτε κατέθεσε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση (άρθρο 573 παρ. 1 ΚΠολΔ), δήλωση ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, ο δε επισπεύδων τη συζήτηση αναιρεσείων που παραστάθηκε νόμιμα, δεν επικαλείται και δεν προσκομίζει έκθεση επίδοσης, από την οποία να προκύπτει η κλήτευση της ως άνω αναιρεσίβλητης για την ως άνω δικάσιμο.
Συνεπώς, ενόψει του ότι όπως συνάγεται από το περιεχόμενο των διαδικαστικών εγγράφων, που επισκοπούνται παραδεκτά - οι αναιρεσίβλητοι, συνδέονται με σχέση απλής ομοδικίας, πρέπει, κατ`εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 576 παρ. 3 εδάφ. β`του ΚΠολΔ, να χωριστεί η υπόθεση ως προς την δεύτερη αναιρεσίβλητη, η οποία συνδέεται με τον πρώτο με σχέση απλής ομοδικίας και ως προς την οποία πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης. Η κρινόμενη από 13-7-2020 (με αριθμ. εκθ. καταθ. ...-2020) αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθμ. ...-2020 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 648 έως 657 του ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, στις 13-7-2020, εντός της νόμιμης προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επομένη της επίδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, στον αναιρεσείοντα και την δεύτερη των αναιρεσίβλητων, με επιμέλεια του πρώτου των αναιρεσίβλητων, όπως αυτή προκύπτει από α) την υπ' αριθμ. 2191/10-6-2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Θεσσαλονίκης Ε. Χ. και β) την υπ' αριθμ. 53021/12-6-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Θράκης Α.-Σ. Τ., αντίστοιχα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 1, 566 παρ. 3 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ) Από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. .../2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, που επισκοπούνται επιτρεπτά (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτουν τα ακόλουθα αναφορικά με τη διαδικαστική πορεία της υπόθεσης: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων με την από 29-3-2017 (με αριθμ. καταθ. ...-2017) αγωγή του την, την οποία απηύθυνε προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας, εξέθετε ότι, δυνάμει του με αριθμ. ...-2015 συμβολαίου μίσθωσης της συμβολαιογράφου Ξάνθης Ε. Π. εκμίσθωσε στην πρώτη εναγόμενη και ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη μονοπρόσωπη ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία με την επωνυμία "Π.Μ. ΛΥΣΕΙΣ Μ.Ι.Κ.Ε", της οποίας μοναδικός εταίρος ήταν κατά τη σύναψη της μίσθωσης ο ίδιος ο ενάγων, μεταξύ άλλων και τμήμα ακινήτου κειμένου στη ..., προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως πρατήριο υγρών καυσίμων, με μίσθωμα καταβαλλόμενο σε είδος και ενιαίο για το σύνολο των ακινήτων και με διάρκεια είκοσι ετών αρχόμενη από 1-4-2015 και λήγουσα την 31-3-2035 και με τους ειδικότερους όρους που περιλαμβάνονται στην σχετική συμβολαιογραφική πράξη. Ότι επιτράπηκε ρητά η υπομίσθωση του ακινήτου με υποχρέωση της μισθώτριας να γνωστοποιήσει τη μεταβολή στον εκμισθωτή, ενώ παρασχέθηκε στην τελευταία το δικαίωμα να προβαίνει, μετά από συναίνεση του εκμισθωτή, σε μεταρρύθμιση του μισθίου. Ότι, ακολούθως, η πρώτη εναγόμενη και ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη με το από 13-5-2015 ιδιωτικό συμφωνητικό υπεκμίσθωσε το ως άνω μίσθιο ακίνητο με τον εξοπλισμό του στον δεύτερο εναγόμενο και ήδη πρώτο αναιρεσίβλητο Γ. Μ. για 14 έτη, ήτοι από 1-4-2015 έως 1-3-2029, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως πρατήριο υγρών καυσίμων αντί μηνιαίου μισθώματος 15.000 ευρώ. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος, μετά την έκδοση οικοδομικής άδειας, κατασκεύασε εντός του μισθίου ακινήτου, χωρίς να ενημερώσει τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα και χωρίς την συγκατάθεση της πρώτης εναγόμενης, δυο μεταλλικά κτίρια συνολικής επιφάνειας 121,16 τ.μ., προκειμένου να λειτουργήσει εντός αυτών πλυντήριο και λιπαντήριο αυτοκινήτων, ενώ για το λόγο αυτό έλαβε την αναφερόμενη άδεια λειτουργίας. Επίσης, ότι ο δεύτερος εναγόμενος προέβη χωρίς να ενημερώσει τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα και χωρίς την συγκατάθεση της πρώτης εναγόμενης, σε αλλαγή καυσίμου μιας δεξαμενής και των αντίστοιχων αντλιών υγρών καυσίμων και επιπλέον, παρά την υποχρέωση του από τη σύμβαση υπομίσθωσης, δεν ασφάλισε το ακίνητο για τον κίνδυνο πυρκαγιάς για το ποσό των 600.000 ευρώ. Ότι ο ενάγων, που την 6-12-2016 μεταβίβασε λόγω πώλησης στον Θ. Μ. το σύνολο των εταιρικών του μεριδίων στην πρώτη εναγόμενη, ζήτησε επανειλημμένα από την τελευταία να καθαιρέσει τα μεταλλικά κτίρια, διότι ανεγέρθηκαν χωρίς την συναίνεσή του, αλλά και διότι η διατήρησή τους ήταν επιζήμια για τον ίδιο. Ότι η ανέγερση των ως άνω κτιρίων χωρίς τη συναίνεσή του συνιστά αφενός μεν ανεπίτρεπτη μεταβολή της χρήσης του μισθίου, διότι έγινε κατά παράβαση των όρων των συμβάσεων μίσθωσης και υπομίσθωσης, αλλά και αδικοπραξία από την οποία έχει υποστεί ηθική βλάβη. Με βάση αυτό το ιστορικό, δηλώνοντας ρητά ότι ασκεί το δικαίωμα του να καταγγείλει τη μίσθωση λόγω παράβασης των όρων της σύμβασης και μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματός του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ζήτησε 1) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του αποδώσουν την χρήση του μισθίου και να καθαιρέσουν τα ως άνω μεταλλικά κτίρια επαναφέροντας το μίσθιο στην προηγούμενη κατάσταση και 2) να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή τους να του καταβάλουν, σε ολόκληρο ο καθένας, το ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης λόγω της αδικοπραξίας. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αρχικά η υπ' αριθμ. .../2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, το οποίο κήρυξε εαυτό καθ' ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θάσου, το οποίο, με την υπ' αριθμ. .../2019 απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, διέταξε τον χωρισμό της ενωθείσας στο δικόγραφο της αγωγής αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, λόγω της επικαλούμενης αδικοπραξίας, κατά το μέρος που στρεφόταν κατά του δεύτερου εναγόμενου, την οποία παρέπεμψε προς εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο κατά την τακτική διαδικασία, ενώ απορρίφθηκε κατά τα λοιπά η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε έφεση ο νικήσας διάδικος δεύτερος εναγόμενος και ήδη πρώτος αναιρεσίβλητος Γ. Μ., επικαλούμενος βλαπτικές των συμφερόντων του αιτιολογίες. Επί της έφεσης αυτής το Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας εξέδωσε, αντιμωλία των διαδίκων, την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. .../2020 τελεσίδικη απόφασή του, με την οποία απέρριψε κατ' ουσίαν την αγωγή με διαφορετική αιτιολογία. Κατά την διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται στην εξεταζόμενη υπόθεση, ως εκ του χρόνου δημοσίευσης (μετά τη 1.1.2016) της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, "Κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την εφαρμογή των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν μπορεί να προβληθεί σε μικροδιαφορές, 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόμος ή δίκασε ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ' ύλην αρμοδιότητα, 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας, 5) αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, 6) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Οι αμέσως πιο πάνω αναιρετικοί λόγοι απαριθμούνται περιοριστικά, αντιστοιχούν, δε, στους λόγους αναίρεσης που προβλέπονται από τους αριθμούς 1, 2, 4, 5, 7, 8 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προς τους οποίους, όμως, δεν ταυτίζονται απολύτως ( ΑΠ 557/2024, ΑΠ 399/2020, ΑΠ 935/2020, ΑΠ 69/2019, ΑΠ 60/2019, ΑΠ 894/2018) και επομένως, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, αποκλείεται η προβολή αναιρετικών λόγων από τους αριθμούς 3, 6, 9, 10, 11,12, 13, 14, 15, 16, 17, 18 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού οι λόγοι αυτοί δεν περιλαμβάνονται στην, κατά τα άνω, ειδική για τις εν λόγω αποφάσεις και περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 560 ΚΠολΔ (ΑΠ 1680/2022, ΑΠ 1505/2022).
Συνεπώς, είναι απαράδεκτοι λόγοι αναίρεσης, οι οποίοι ερείδονται στις λοιπές περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 559 του ΚΠολΔ για τις αιτήσεις αναίρεσης κατ' αποφάσεων των λοιπών δικαστηρίων (ΟλΑΠ 45/1987, ΑΠ 301/2023, ΑΠ 106/2023, ΑΠ 1409/2021,ΑΠ 805/2020, ΑΠ 875/2018, ΑΠ 1130/2019,ΑΠ 744/2009, ΑΠ 797/2007). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 1 εδ. α' του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε, τόσο πριν, όσο και μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 31/2009, ΑΠ 107/2024, ΑΠ 1783/2023, ΑΠ 448/2022, ΑΠ 59/2021, ΑΠ 757/2015). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (απ 107/2024, ΑΠ 75/2022, ΑΠ 75/2022, ΑΠ 42/2020). Με το λόγο αυτό δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ ( ΑΠ 107/2024, ΑΠ 1783/2023, ΑΠ 59/2021, ΑΠ 550/2020, ΑΠ 52/2019, ΑΠ 551/2018, ΑΠ 1753/2017). Εξάλλου, κατά το άρθρο 516 παρ.2 ΚΠολΔ έφεση δικαιούται να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε εφόσον έχει έννομο συμφέρον, η ύπαρξη του οποίου κρίνεται κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η ένδικη προστασία παρέχεται υπέρ ή κατά εκείνων μόνο των προσώπων, τα οποία αποτελούν τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης. Η νομιμοποίηση των διαδίκων, δηλαδή η εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, καθοριζόμενη κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο, ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο 73 ΚΠολΔ) και αποτελεί, όπως και το έννομο συμφέρον, ουσιαστική προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας. ( ΑΠ 1358/2024, ΑΠ 1811/2013, ΑΠ 1935/2009). Τέτοιο έννομο συμφέρον μπορεί να υπάρξει και όταν ο διάδικος που νίκησε βλάπτεται από δυσμενείς γι' αυτόν αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης , όταν από αυτές δημιουργείται δυσμενές γι' αυτόν δεδικασμένο (ΑΠ 504/2024, ΑΠ 1116/2021). Τούτο δεν σημαίνει ότι ο διάδικος που νίκησε, προκειμένου να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον του για την άσκηση έφεσης, οφείλει να επικαλεσθεί αποκλειστικά και μόνο τη δημιουργία δυσμενούς δεδικασμένου σε βάρος του από τις αιτιολογίες της εκκαλουμένης. ΑΠ 1811/2013) Συνεπώς, η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων αυτών ιδρύει τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (και του άρθρου 560 ΚΠολΔ) και όχι εκείνον από τον αριθμό 14 του ίδιου άρθρου, ο οποίος ανακύπτει μόνο όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν εκτίθενται στοιχεία που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον για την άσκησή της (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 24/2024, ΑΠ 181/2023, ΑΠ 62/2022,ΑΠ 1261/2019, ΑΠ 1923/2022, ΑΠ 2108/2022, ΑΠ 1243/2019, ΑΠ 269/2019, ΑΠ 3/2018). Τέλος κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης της Ρώμης "για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών" (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ.53/1974 "παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεση του δικασθεί δικαίως, δηλαδή δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου νομίμως λειτουργούντος το οποίο θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως...". Με τη διάταξη αυτή, κατά το μέρος αυτής που θεσπίζεται ότι οι υποθέσεις δικάζονται από αμερόληπτα, ανεξάρτητα και νόμιμα λειτουργούντα δικαστήρια α) δίκαια, β) δημόσια και γ) εντός λογικής προθεσμίας, θεσπίζονται αντίστοιχα ουσιαστικά δικαιώματα των προσώπων στα οποία αφορά η σύμβαση, τα οποία δικαιούνται να αξιώσουν να τύχουν της κατά τα ανωτέρω δικαστικής προστασίας. Με τη διάταξη αυτή καθορίζεται ποια δικαιώματα δίδονται για την απονομή της δικαιοσύνης. Πρόκειται, συνεπώς, για διάταξη ουσιαστικού δικαίου και η παραβίαση της εμπίπτει στο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ. Δεν στοιχειοθετείται, όμως, παραβίαση της ως άνω διάταξης όταν πολιτικό δικαστήριο που πληροί τις προϋποθέσεις της παραπάνω αυξημένης τυπικής ισχύος διάταξης, ήτοι είναι ανεξάρτητο, αμερόληπτο και λειτουργεί νόμιμα με βάση κανόνες δικαίου και με οργανωμένη διαδικασία, για τα ζητήματα της αρμοδιότητάς του εφαρμόσει εσφαλμένα σε συγκεκριμένη υπόθεση διάταξη ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου αλλά η πλημμέλεια αυτή της απόφασης ελέγχεται με τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ένδικα μέσα (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 181/2023, ΑΠ 62/2022, ΑΠ 1142/2020, ΑΠ 825/2020, ΑΠ 1261/2019, ΑΠ 142/2013, ΑΠ 1169/2013). Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της υπο κρίση αίτησης αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 560 αριθμός 1 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ και του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Ειδικότερα, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα δέχθηκε ότι ο νικήσας σε πρώτο βαθμό εκκαλών-δεύτερος εναγόμενος και ήδη πρώτος αναιρεσίβλητος είχε έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση διότι δημιουργεί δυσμενές δεδικασμένο σε βάρος του η αιτιολογία της εκκαλουμένης με την οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η προβληθείσα από αυτόν ένσταση εικονικότητας, ενώ 1) ο εκκαλών και ήδη πρώτος αναιρεσίβλητος με την έφεσή του ναι μεν επικαλέσθηκε ότι έχει έννομο συμφέρον να εκκαλέσει την προσβαλλόμενη απόφαση, πλην όμως δεν τη θεμελίωσε στη δημιουργία δυσμενούς γι'αυτόν δεδικασμένου, και 2) ο ίδιος (αναιρεσείων) ως εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε με τις προτάσεις του ότι τα επικαλούμενα από τον εκκαλούντα ως νικήσαντα διάδικο δεν συνιστούν και δεν δικαιολογούν έννομο συμφέρον για άσκηση έφεσης. Ο λόγος αυτός αναφερόμενος στη μη έκθεση στοιχείων στο δικόγραφο της έφεσης στοιχείων που θεμελιώνουν το έννομο συμφέρον για την άσκησή είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι υπό την επίκληση της από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ πλημμέλειας, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια. Αναφορικά, δε, με την ως άνω δεύτερη αιτίαση του πρώτου λόγου αναίρεσης, με την οποία ο αναιρεσείων προσδιορίζει τους λόγους παραβίασης του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ σε εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 68,73,516,517 ΚΠολΔ, με τις οποίες προβλέπονται οι διαδικαστικές προϋποθέσεις και το έννομο συμφέρον κάποιου να ασκήσει έφεση ,δηλαδή σε πλημμέλειες που ελέγχονται με τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ένδικα μέσα, είναι, σύμφωνα με τα προπαρατεθέντα, απαράδεκτος Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 138, 139 και 180 ΑΚ, προκύπτουν τα εξής: Δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά, χαρακτηρίζεται ως εικονική και είναι άκυρη, θεωρούμενη σαν να μην έγινε. Εικονική είναι η δήλωση βούλησης, η οποία, σε γνώση του δηλούντος, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σκοπός της εν λόγω δήλωσης είναι να δημιουργηθεί στους άλλους η εντύπωση μεταβολής νομικής κατάστασης, χωρίς να υπάρχει πράγματι στον δηλούντα πρόθεση τέτοιας μεταβολής. Εικονική μπορεί να είναι η δικαιοπραξία, όχι μόνο όταν είναι μονομερής, αλλά και όταν είναι σύμβαση, στην τελευταία, δε, αυτή περίπτωση για την ακυρότητα της σύμβασης προϋποτίθεται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος. Για την ακυρότητα, ως εικονικής, μιας σύμβασης, ουσιώδες στοιχείο είναι η γνώση και η συμφωνία όλων των, κατά τον χρόνο της κατάρτισής της, συμβαλλομένων για το ότι η συναφθείσα σύμβαση είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Για την εικονικότητα δηλαδή, της δικαιοπραξίας αρκεί το γεγονός, ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται. Ως εκ τούτου, δεν είναι ανάγκη να προκύπτει ο σκοπός ή τα αίτια που οδήγησαν στην ελαττωματική αυτή δήλωση, ούτε, αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξή της η πρόθεση εξαπάτησης κάποιου τρίτου, αλλά ούτε και η ύπαρξη απαίτησης προγενέστερης της εικονικής δικαιοπραξίας. Οι επιδιώξεις των δικαιοπρακτούντων και τα ειδικότερα κίνητρα που τους ώθησαν να καταρτίσουν εικονική δικαιοπραξία δεν αποτελούν μεν στοιχεία που πρέπει να αποδεικνύονται, προκειμένου το δικαστήριο να αποφανθεί ότι η δικαιοπραξία είναι εικονική, είναι όμως ενδεχόμενο να αποτελέσουν επιχειρήματα, τα οποία υποβοηθούν το δικαστήριο να συναγάγει το αποδεικτικό του πόρισμα σχετικά με το αν η δήλωση των δικαιοπρακτούντων ήταν φαινομενική ή σοβαρή. Η κατά τα άνω ακυρότητα της δικαιοπραξίας είναι απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από καθένα που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 ΑΚ και 68 και 70 ΚΠολΔ (ΑΠ 431/2024, ΑΠ 1092/2023, ΑΠ 789/2023 ,ΑΠ 265/2023, ΑΠ 480/2019, ΑΠ 1427/2017, ΑΠ 342/2014). Επίσης, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει περαιτέρω, ότι απόλυτη είναι η εικονικότητα της μίσθωσης, όταν αυτή δεν καλύπτει άλλη δικαιοπραξία, δηλαδή όταν οι δικαιοπρακτούντες δεν ήθελαν να επέλθει με τη δικαιοπραξία καμιά έννομη μεταβολή. Αντιθέτως, σχετική είναι η εικονικότητα, όταν η εικονική δικαιοπραξία καλύπτει άλλη δικαιοπραξία. Στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν στην εικονικότητα της μίσθωσης είναι η μεγάλη, σε σχέση με τη συνηθιζόμενη στις συναλλαγές, διάρκειά της, η προκαταβολή μισθωμάτων πολλών μηνών, το μικρό μίσθωμα σε σχέση με το ελεύθερο της αγοράς, η μη καταβολή εγγύησης, η πρόβλεψη μικρής αναπροσαρμογής του μισθώματος. Η ανωτέρω ακυρότητα χωρεί ipso jure και δεν απαιτείται να κηρυχθεί με δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται, όμως, εκείνος που έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει σχετική αναγνωριστική αγωγή για να κηρυχθεί η ακυρότητα αυτή από το δικαστήριο (ΑΠ 1092/2023, ΑΠ 789/2023, ΑΠ 1995/2017, ΑΠ 382/2009). Επίσης, εικονική μπορεί να είναι όχι μόνο σύμβαση μίσθωσης κατά την έννοια του άρθρου 573 επ. ΑΚ, αλλά και εμπορική μίσθωση διεπόμενη από τον Ν. 813/1978 και ήδη ΠΔ 34/1995 (ΑΠ 1092/2023, ΑΠ789/2023 ΑΠ 1995/2017, ΑΠ 382/2009). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 6 ΚΠολΔ, που είναι ταυτόσημη με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για την στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της. Δεν υπάρχει όμως, έλλειψη αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές μεν, αλλά πλήρεις αιτιολογίες, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα, δε, του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ ή ,αναλόγως του άρθρου 560 αρ. 6 του ΚΠολΔ, να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ή αναλόγως του άρθρου 560 αρ. 6 ΚΠολΔ, ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. (ΑΠ 376/2024 ,ΑΠ 610/2023, ΑΠ 21/2023, ΑΠ 449/2022, ΑΠ 1351/2021, ΑΠ 805/2021, ΑΠ 3/2021 ΑΠ 552/2020,ΑΠ 508/2020, ΑΠ 151/2014, ΑΠ 1942/2013, ΑΠ 2075/2007). Η παραπάνω διάταξη δεν έχει εφαρμογή όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ιδίως, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ' αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη και, επομένως, ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερόμενες εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι απαράδεκτος, καθόσον πλήττεται πλέον η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 777/2022, ΑΠ 508/2020, ΑΠ 198/2015, ΑΠ 271/2013). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 560 αριθμός 6 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 138, 180 και 574 ΑΚ, διότι διέλαβε ανεπαρκείς, ενδοιαστικές και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της εικονικότητας ή μη των ένδικων από 28-4-2015 και 13-5-2015 συμβάσεων μίσθωσης και υπεκμίσθωσης αντίστοιχα,, και κρίνοντας αυτές (άκυρες ως εικονικές στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, διότι δεν καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, περί της ορθής ή μη υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στο πραγματικό των ανωτέρω κανόνων δικαίου, που εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε. Ειδικότερα, με τους ως άνω λόγους ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση 1) διαλαμβάνονται αντιφατικές αιτιολογίες καθιστώντας ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο εάν ορθά εφαρμόσθηκε η διάταξη του άρθρου 138 ΑΚ καθώς α) ενώ αρχικά γίνεται δεκτό ότι στην σύμβαση μίσθωσης που καταρτίσθηκε την 10-2-2014 ο ίδιος συνδέεται με τον πρώτο των αναιρεσίβλητων με την ιδιότητα του εκμισθωτή στη συνέχεια γίνεται αντιφατικά δεκτό ότι ο ίδιος έχει την ιδιότητα του μισθωτή, με αποτέλεσμα να καθίσταται ασαφές εάν συνδέεται με το μίσθιο ακίνητο με την ιδιότητα του εκμισθωτή ή του μισθωτή ή και με τις δυο ιδιότητες ταυτόχρονα, όπως και αν ο πρώτος των αναιρεσίβλητων είναι μισθωτής ή υπομισθωτής του ακινήτου αλά και αν ο ίδιος συνδέεται ή όχι με τον τελευταίο με έγκυρη σύμβαση μίσθωσης. Επίσης , ότι και στην από 28-4-2015 σύμβαση μίσθωσης που καταρτίσθηκε μεταξύ του ιδίου και της δεύτερης των αναιρεσίβλητων, αλλά και στην σύμβαση υπομίσθωσης που καταρτίσθηκε στις 13-5-2015 μεταξύ της δεύτερης και του πρώτου των αναιρεσίβλητων αναφέρεται ο ίδιος ως μισθωτής και ταυτόχρονα γίνεται δεκτό ότι αληθής υπομισθωτής είναι ο πρώτος των αναιρεσίβλητων με αποτέλεσμα να καθίσταται ασαφής αφενός μεν η ιδιότητα με την οποία συνδέεται ο ίδιος και ο πρώτος αναιρεσίβλητων με τις ένδικες συμβάσεις μίσθωσης και υπομίσθωσης και αφετέρου η εγκυρότητα ή μη των ένδικων συμβάσεων μίσθωσης και υπομίσθωσης , β) ενώ αρχικά γίνεται δεκτό ότι η σύσταση της δεύτερης των αναιρεσίβλητων ήταν πραγματική και ότι αυτή ανέπτυξε επιχειρηματική δραστηριότητα, όπως και ότι αναμείχθηκε με συγκεκριμένο τρόπο στη μισθωτική σχέση, στη συνέχεια γίνεται δεκτό ότι η σύσταση της τελευταίας δεν ήταν πραγματική και ότι ο σκοπός της ήταν να εμφανίζεται φαινομενικά ως μισθώτρια και επομένως καθίσταται ασαφές αν ιδρύθηκε και συμβλήθηκε στις ένδικες συμβάσεις μίσθωσης φαινομενικά, 2) διαλαμβάνονται ασαφείς και ενδοιαστικές αιτιολογίες α) σχετικά με το αν η εικονικότητα αφορά το σύνολο της μισθωτικής σύμβασης ή μόνο το ύψος του μισθώματος, β) σχετικά με τα κριτήρια της εικονικότητας καθώς ι ) δεν διευκρινίζεται ποια είναι η συνήθης στις συναλλαγές διάρκεια των μισθώσεων πρατηρίων υγρών καυσίμων όταν μάλιστα σύμφωνα με τις λοιπές παραδοχές η από 10-2-2014 σύμβαση μίσθωσης συμφωνήθηκε για το μακρό χρονικό διάστημα των 12 ετών, ιι) δεν διευκρινίζεται για ποιον λόγο η συμφωνία για δυνατότητα υπομίσθωσης υποδηλώνει εικονικότητα, όταν μάλιστα οι διάταξη του άρθρου 11 του π.δ 34/1995 είναι ενδοτικού δικαίου, ιιι) δεν διευκρινίζεται για ποιο λόγο η μη πρόβλεψη αναπροσαρμογής υποδηλώνει εικονικότητα, γ) σχετικά με το λόγο για τον οποίο έσπευσε ο ίδιος να εξασφαλίσει για το εαυτό του την διατήρηση της ουσιαστικής διαχείρισης και εκμετάλλευσης του μισθίου, την οποία διαχείριση σύμφωνα με τις λοιπές παραδοχές διέθετε ήδη με την από 10-2-2014 σύμβασης, δ) σχετικά με το εάν η από 28-4-2015 σύμβαση μίσθωσης είναι άκυρη ως εικονική ή εάν μετά τη λήξη της λειτουργεί ως έγκυρη σύμβαση μίσθωσης, ε) σχετικά με τον κρίσιμο ισχυρισμό του ότι η μεταβίβαση των εταιρικών του μεριδίων προς τον Θ. Μ. έγινε στα πλαίσια μιας ευρύτερης συμφωνίας με τον τελευταίο για συνολική μεταβίβαση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και των εγκαταστάσεων της δεύτερη αναιρεσίβλητης, χωρίς μάλιστα να διευκρινίζει γιατί για την απόδειξη αυτού του ισχυρισμού του δεν αρκεί το γεγονός ότι ο ίδιος (αναιρεσείων) πώλησε και μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα νομή και κατοχή στην δεύτερη αναιρεσίβλητη το οικόπεδο μετά των κτισμάτων αυτού. Οι ως άνω λόγοι κατά τα σκέλη αυτών, όπως παρατίθενται ανωτέρω υπο στοιχ.2 α, γ, είναι απαράδεκτοι, γιατί οι αιτιάσεις αυτές δεν αφορούν σε "αιτιολογίες" της απόφασης, αλλά πλήττουν την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω, ως προς τις ως άνω, περιγραφόμενες υπό στοιχ.1,2,δ,ε αιτιάσεις του δεύτερου λόγου το Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ως προς το ερευνώμενο ζήτημα της εικονικότητας των ένδικων συμβάσεων μίσθωσης και υπομίσθωσης τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
".... Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος Β. - Σ. Π. έχει στην αποκλειστική του κυριότητα, νομή και κατοχή ένα οικόπεδο που βρίσκεται στη ..., εμβαδού 650 τ.μ., με το εντός αυτού ισόγειο κατάστημα εμπορίας υγρών καυσίμων εμβαδού 30 τ.μ., το οποίο απέκτησε δυνάμει του με αριθ. .../1992 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου ...που μεταγράφηκε νόμιμα ...όπως αυτό τροποποιήθηκε με το ...συμβόλαιο του ίδιου ως άνω Συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα, σε συνδυασμό με το υπ' αριθ. .../1995 συμβόλαιο του ίδιου ως άνω Συμβολαιογράφου.... Έχει επίσης την επικαρπία εφ' όρου ζωής ενός οικοπέδου ευρισκόμενου στη ..., εμβαδού 930,79 τ.μ., εντός του οποίου είναι κτισμένο ένα ισόγειο κτίσμα εμβαδού 58 τ.μ. και μια τριώροφη οικοδομή με ενοικιαζόμενα δωμάτια, αποτελούμενη από ισόγειο εμβαδού 141,18 τ.μ., πρώτο όροφο εμβαδού 132,36 τ.μ. και δεύτερο όροφο εμβαδού 132,36 τ.μ., το οποίο απέκτησε δυνάμει των με αριθ. .../2011 και .../2011 συμβολαίων της συμβολαιογράφου ...που μεταγράφηκαν νόμιμα... Την 10.2.2014 ο Β.-Σ. Π. συνήψε με τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα Γ. Μ. του Ε. ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης, με το οποίο του εκμίσθωσε το προδιαληφθέν πρατήριο διάθεσης υγρών καυσίμων με το ισόγειο κτίσμα εμβαδού 30 τ.μ. που βρίσκονται σε ένα οικόπεδο εμβαδού 620 τ.μ. (από τα συνολικά αναφερόμενα στη σύμβαση 702 τ.μ.), εξαιρώντας από τη μίσθωση έναν χώρο εμβαδού 80 τ.μ. ευρισκόμενο αριστερά για τον προσβλέποντα το πρατήριο από τον κεντρικό δρόμο και δίπλα στο ξενοδοχείο του εκμισθωτή, καθώς και τον χώρο της σοφίτας του πρατηρίου. Σύμφωνα με τη σύμβαση το μίσθιο είχε τις ακόλουθες εγκαταστάσεις: μια κεντρική νησίδα αντλιών και μια παράπλευρη στην έξοδο του πρατηρίου, επί των οποίων ήταν εγκατεστημένες 4 αντλίες παροχής καυσίμου, τρεις διπλές και μια μονή, ήτοι στην πρώτη νησίδα αμόλυβδη Un 95, αμόλυβδη Un 95, αμόλυβδη Un 95 και αμόλυβδη σούπερ Un 100 και στη δεύτερη νησίδα πετρέλαιο θέρμανσης, πετρέλαιο κίνησης και πετρέλαιο θέρμανσης με επτά επιστόμια, τέσσερις υπόγειες δεξαμενές αποθήκευσης καυσίμων, υπέργεια μονάδα ανάκτησης ατμών βενζίνης και βαλβίδα ασφαλείας για όλες τις αντλίες και όλα όσα περιγράφονται στη με αρ. πρωτ. .../8108 άδεια λειτουργίας με ημερομηνία έκδοσης 25.8.2009. Επιπλέον είχε τον ακόλουθο εξοπλισμό: μια λαδιέρα αέρος, έναν γρασαδόρο αέρος, 10 πυροσβεστήρες, έναν αεροσυμπιεστή 500 λίτρων, 7 λάστιχα αντλιών, 7 μάνικες, ένα γραφείο, έναν σταθεροποιητή τάσης, ένα κλιματιστικό, ράφια κα δυο στέγαστρα. Το πρατήριο και ο περιβάλλων χώρος αυτού μαζί με τον εξοπλισμό του και την άδεια λειτουργίας του εκμισθώθηκε στον εναγόμενο για 12 έτη, από 1.3.2014 μέχρι 1.3.2026, με ετήσιο μίσθωμα 15.000 ευρώ πλέον τέλους χαρτοσήμου, σταθερό για τα πρώτα 5 έτη και κατόπιν προσαυξανόμενο κατά 3% κατ' έτος, το οποίο συμφωνήθηκε να προκαταβάλλεται την 1η Μαρτίου κάθε μισθωτικού έτους. Σύμφωνα με τη σύμβαση, ο μισθωτής βαρυνόταν με όλα τα πιθανά έξοδα ανανέωσης της άδειας λειτουργίας του πρατηρίου και κάθε άλλης άδειας που ο ίδιος θα χρειαστεί, κατόπιν έγγραφης συναίνεσης του εκμισθωτή, καθώς και με την υποχρέωση να ασφαλίσει το μίσθιο για τυχόν κίνδυνο πυρκαγιάς τουλάχιστον για το ποσό των 600.000 ευρώ. Το μίσθιο συμφωνήθηκε να χρησιμοποιηθεί ως πρατήριο διάθεσης υγρών καυσίμων και απαγορεύτηκε οποιαδήποτε τροποποίηση εντός του μισθίου από τον μισθωτή χωρίς γραπτή άδεια του εκμισθωτή, ενώ οποιαδήποτε αλλαγή πραγματοποιηθεί συμφωνήθηκε να παραμείνει μετά τη λήξη της μίσθωσης υπέρ του μισθίου. Απαγορεύθηκε η υπομίσθωση και η παραχώρηση της χρήσης του μισθίου σε τρίτο. Ακόμη ο εκμισθωτής επιφύλαξε υπέρ του εαυτού του το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση σε περίπτωση παράβασης οποιουδήποτε όρου αυτής από τον μισθωτή. Η εν λόγω σύμβαση καταχωρήθηκε την 11.02.2014 στο ηλεκτρονικό σύστημα taxis της Γ.Γ.Δ.Ε. με αριθμό δήλωσης ... Την 11.3.2014 με σχετική απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών της Π.Ε. Καβάλας έγινε νόμιμη αλλαγή των στοιχείων του δικαιούχου της άδειας λειτουργίας του πρατηρίου και συγκεκριμένα ανακλήθηκε η υπ' αριθ. ....2009 απόφαση άδειας λειτουργίας πρατηρίου υγρών καυσίμων του Χ. Α. του Ν. και χορηγήθηκε στον Γ. Μ. του Ε. νέα άδεια λειτουργίας πρατηρίου διάθεσης υγρών καυσίμων αόριστης χρονικής διάρκειας με αριθμό ...-2014. Σύμφωνα με την 8η παράγραφο της απόφασης ο εκκαλών είχε υποχρέωση κατά τις διατάξεις που αναφέρονται στο σκεπτικό αυτής με αρ. 10 και 11, να εγκαταστήσει ολοκληρωμένο σύστημα εισροών - εκροών στις προθεσμίες που αναφέρονται και να εκδώσει νέα άδεια λειτουργίας στην οποία θα περιλαμβάνεται το σύστημα εισροών - εκροών μέχρι την 27.11.2014, διότι άλλως θα επιβάλλονταν οι νόμιμες κυρώσεις. Κατόπιν ο Β. - Σ. Π. με το από 1.3.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό σύστασης μονοπρόσωπης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας (Ι.Κ.Ε.), συνέστησε μονοπρόσωπη ΙΚΕ με την επωνυμία "ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ- ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ - ΓΕΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ - ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΙΚΕ" και τον διακριτικό τίτλο "Π. Μ.ΙΚΕ", με μοναδικό εταίρο και διαχειριστή τον ίδιο. Η εταιρία είχε την έδρα της στη Δημοτική Κοινότητα Ποταμιάς Δήμου Θάσου της Περιφερειακής Ενότητας Θάσου της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, η διάρκειά της ορίσθηκε εικοσαετής και τα εταιρικά μερίδια της εταιρίας ορίσθηκαν σε 60.000 με ονομαστική αξία ενός ευρώ έκαστο και αντιστοιχούν σε κεφαλαιακές εισφορές ύψους 60.000 ευρώ με καταβολή μετρητών. Ο μοναδικός, δε, εταίρος έλαβε 60.000 εταιρικά μερίδια που αντιστοιχούν σε ποσοστό συμμετοχής 100% στο κεφάλαιο της εταιρίας. Τέλος, σκοπός της εταιρίας ήταν η παροχή υπηρεσιών ενοικίασης δωματίων, σπιτιών, μακράς και μικρής διάρκειας, καθώς και η ενοικίαση ακινήτων που δεν προορίζονται για κατοίκηση, η παροχή υπηρεσιών μπαρ ξενοδοχείου, καφέ μπαρ, παιδότοπου, η παροχή υπηρεσιών ασφαλιστικού πράκτορα και ασφαλιστικού συμβούλου, η παροχή υπηρεσιών μεσιτικού γραφείου ακινήτων και άλλες δραστηριότητες συναφείς με χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, η παροχή υπηρεσιών συντήρησης και επισκευής αυτοκινήτων και ελαφρών μηχανοκίνητων οχημάτων για εμπορεύματα, η εμπορική αντιπροσωπεία για πώληση μερών και εξαρτημάτων μηχανοκίνητων οχημάτων, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο ανταλλακτικών και εξαρτημάτων μηχανοκίνητων οχημάτων, ελαστικών αυτοκινήτων, επισώτρων (ελαστικών οχημάτων) και εσωτερικών αεροθαλάμων επισώτρων, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο μοτοσικλετών και μοτοποδηλάτων και συναφών ανταλλακτικών και εξαρτημάτων, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο καινούριων και μεταχειρισμένων επιβατηγών μηχανοκίνητων οχημάτων, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο φορτηγών, ρυμουλκούμενων και ημιρυμουλκούμενων οχημάτων και λεωφορείων, οχημάτων κατασκήνωσης (camping), όπως τροχόσπιτων και μηχανοκίνητων κατοικιών, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο ξύλινων ή πλαστικών λέμβων, φουσκωτών σκαφών για αναψυχή ή αθλητισμό, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο αγροτικών και δασοκομικών μηχανημάτων, εξοπλισμού και προμηθειών, συμπεριλαμβανομένων των ελκυστήρων, το χονδρικό εμπόριο ζωοτροφών, η εμπορική αντιπροσωπεία για μεσολάβηση στην πώληση ξυλείας και οικοδομικών υλικών και στην πώληση διαφόρων ειδών, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο τροφίμων, ποτών και καπνού, προϊόντων καφέ, χυμών, μεταλλικών νερών, αναψυκτικών και άλλων μη αλκοολούχων ποτών, υλικών καθαρισμού, τσαγιού, κακάου και μπαχαρικών, υπηρεσίες εκμετάλλευσης ταξί και υπηρεσίες διεκπεραίωσης θεμάτων Υπουργείου Μεταφορών (μεταβιβάσεις αυτοκινήτων κλπ). Έκτοτε, ο Β.-Σ. Π. συνέχισε να συναλλάσσεται και να παρέχει τις ως άνω υπηρεσίες μέσω της μονοπρόσωπης ΙΚΕ που συνέστησε, η οποία φαίνεται να έχει αναπτύξει κανονικά επιχειρηματική δραστηριότητα, όπως προκύπτει ιδίως από τις δηλώσεις ΦΠΑ που προσκομίζει με τις προτάσεις του ο Β.- Σ. Π. Μάλιστα, χωρίς να έχει λυθεί με οποιονδήποτε τρόπο η προαναφερόμενη μίσθωση με μισθωτή τον Γ. Μ., απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εφεσιβλήτου Β.-Σ. Π. ως ουσία αβάσιμων και αναπόδεικτων, και ενώ ήδη αυτός τον Μάρτιο είχε προκαταβάλει, ως όφειλε σύμφωνα με το μισθωτήριο συμβόλαιο, το ετήσιο μίσθωμα για το έτος 2015 ποσού 15.000 ευρώ, τον Απρίλιο του 2015 ο Β.-Σ. Π. εκμίσθωσε το ίδιο μίσθιο πρατήριο υγρών καυσίμων στην προαναφερόμενη μονοπρόσωπη ΙΚΕ, στην οποία μοναδικός εταίρος ετύγχανε ο ίδιος. Συγκεκριμένα, με την υπ' αριθ. ....2015 συμβολαιογραφική πράξη μίσθωσης της συμβολαιογράφου ...που καταχωρήθηκε στο ηλεκτρονικό σύστημα taxis της Γ.Γ.Δ.Ε. με αριθμό δήλωσης ...- 2015 ο Β.-Σ. Π. εκμίσθωσε στη μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε. με την επωνυμία "ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ-ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ - ΓΕΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ - ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ - ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΙΚΕ" και τον διακριτικό τίτλο "Π. Μ. ΙΚΕ", νομίμως εκπροσωπούμενη από τον ίδιο, η οποία κατά τη σύνταξη του συμβολαίου εκπροσωπήθηκε από τη δικηγόρο ..., αμφότερα τα παραπάνω ακίνητα, ήτοι τόσο το οικόπεδο έκτασης 650 τ.μ. στο οποίο είναι κτισμένο ισόγειο κατάστημα εμπορίας υγρών καυσίμων εμβαδού 30 τ.μ., όσο και το οικόπεδο έκτασης 930,79 τ.μ. επί του οποίου υφίσταται η ισόγεια κατοικία και η τριώροφη οικοδομή με τα ενοικιαζόμενα δωμάτια. Η μίσθωση ορίστηκε για διάστημα 20 ετών αρχής γενομένης 1.4.2015 και λήγουσα την 31.03.2035, οπότε η μισθώτρια έχει υποχρέωση να αποδώσει το μίσθιο στον εκμισθωτή ελεύθερο, κενό και κατάλληλο για την εκμίσθωσή του προς τρίτους. Επιπλέον συμφωνήθηκε ότι η τυχόν παραμονή της μισθώτριας στο μίσθιο μετά τη λήξη της διάρκειας αυτής ή η με οποιονδήποτε τρόπο μη απόδοση της ακώλυτης και ελεύθερης χρήσης στον εκμισθωτή καθιστά τη μισθώτρια εξωστέα και συνεπάγεται την καταβολή 20 ευρώ ημερησίως ως ποινική ρήτρα υπέρ του εκμισθωτή. Το μίσθωμα συμφωνήθηκε παρεχόμενο σε είδος, και ειδικότερα η μισθώτρια ανέλαβε την υποχρέωση στο πρώτο έτος της μίσθωσης να προβεί σε όλες τις εργασίες ανακαίνισης και αγοράς των υλικών ανακαίνισης της τριώροφης οικοδομής με τα ενοικιαζόμενα δωμάτια και του περιβάλλοντος χώρου αυτής, οι οποίες έχουν προϋπολογισθεί να ανέλθουν στο συνολικό χρηματικό ποσό των 40.000 ευρώ, και η ολοκλήρωση των εργασιών θα ισοδυναμούσε με ολοσχερή εξόφληση των μισθωμάτων μέχρι τη λήξη της σύμβασης. Ότι για την περίπτωση που η μισθώτρια παραμείνει στο μίσθιο και μετά τη λήξη της διάρκειας της μίσθωσης αυτής και συναφθεί νέα σύμβαση, το μίσθωμα θα καθορισθεί ελεύθερα με τη νέα αυτή σύμβαση. Το μίσθιο συμφωνήθηκε να χρησιμοποιείται για εκμίσθωσή ενοικιαζόμενων δωματίων και εμπορία υγρών καυσίμων. Με σχετικό όρο επιτράπηκε η παραχώρηση με οποιονδήποτε τρόπο ολικά ή μερικά σε άλλον της χρήσης του μισθίου με ή χωρίς αντάλλαγμα, όπως επίσης και η υπεκμίσθωση (μερική ή ολική) ή η μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης εν όλω ή εν μέρει που αφορά το μίσθιο. Περαιτέρω συμφωνήθηκε ότι πτώχευση της αρχικής μισθώτριας δεν συνεπάγεται λύση της μίσθωσης, η οποία παραμένει ισχυρή υπέρ του υπομισθωτή, φυσικού ή νομικού προσώπου, ο οποίος θα υπεισέρχεται πλήρως και αυτοτελώς στη μίσθωση αυτή, παρεχόμενης στη μισθώτρια της ανέκκλητης εντολής και πληρεξουσιότητας με το παρόν να συνάπτει περαιτέρω υπομισθώσεις αυτοτελώς και στο όνομα του εκμισθωτή, αναγνωριζόμενου από τώρα ρητά του δικαιώματος αυτού (στη μισθώτρια) και θεωρούμενης της υπομίσθωσης ως να έγινε από τον εκμισθωτή και η εκάστοτε νέα υπομίσθωση θα θεωρείται αυτοτελής ως να έγινε από τον μισθωτή. Ότι η λύση της παρούσας μίσθωσης για οποιοδήποτε λόγο δεν συνεπάγεται λύση και της τυχόν υφιστάμενης υπομίσθωσης, διότι αυτή θεωρείται αυτοτελής μίσθωση, δυνάμει της εντολής και πληρεξουσιότητας που παρέχεται προς τη μισθώτρια με το συμβόλαιο αυτό, υπό τον όρο ότι η τυχόν νέα αυτή μισθωτική σύμβαση δεν θα υπερβαίνει το μισθωτικό χρόνο διάρκειας που ορίζεται με το συμβόλαιο αυτό. Με τον υπ' αριθ. 4 όρο της σύμβασης συμφωνήθηκε ρητά ότι η μισθώτρια δύναται να επιφέρει στο μίσθιο μεταρρυθμίσεις που θα μπορούν να μεταβάλλουν την αρχική σύστασή του καθ' οιονδήποτε τρόπο, λαμβάνοντας προηγουμένως τη σχετική συναίνεση του εκμισθωτή. Ακόμη με τον υπ' αριθ. 10 όρο προβλέφθηκε ρητά ότι η παράβαση όρων της σύμβασης αυτής από τη μισθώτρια, που όλοι τους συνομολογούνται ως ουσιώδεις, συνεπάγονται την καταγγελία αυτής της μίσθωσης εκ μέρους του εκμισθωτή και επιφέρει τη λύση της με υπαιτιότητα της μισθώτριας, παρέχοντας στον εκμισθωτή όλα τα δικαιώματα που ο Νόμος επιτάσσει. Την 13.5.2015 η μονοπρόσωπη ΙΚΕ με την επωνυμία "ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΙΚΕ", εκπροσωπούμενη από τον Β.-Σ. Π. του Κ. με σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης υπεκμίσθωσε το πρατήριο υγρών καυσίμων στον Γ. Μ. του Ε. (πρώτο αναιρεσίβλητο), και συγκεκριμένα υπεκμίσθωσε το κτίσμα των 30 τ.μ. και το λοιπό οικόπεδο μέχρι 632,60 τ.μ., εξαιρώντας και πάλι τον ίδιο χώρο 80 τ.μ. υπέρ του παρακείμενου ξενοδοχείου καθώς και τη χρήση της σοφίτας. Μαζί υπεκμισθώθηκε ο ίδιος ακριβώς εξοπλισμός που είχε εκμισθωθεί έναν χρόνο νωρίτερα από τον ενάγοντα στον δεύτερο εναγόμενο. Συγκεκριμένα, η μονοπρόσωπη ΙΚΕ δήλωσε ότι έχει στην κατοχή της και εκμισθώνει στον Γ. Μ. ένα πρατήριο υγρών καυσίμων μαζί με μία αίθουσα 30 τ.μ. που βρίσκεται σε ένα οικόπεδο συνολικής έκτασης 712,60 τ.μ. πλην όμως εκμισθώνεται μόνο έκταση οικοπέδου 632,60 τ.μ. εξαιρούμενου του χώρου που βρίσκεται δεξιά για τον προσβλέποντα το πρατήριο και τον κεντρικό δρόμο, δίπλα στην αίθουσα και δίπλα στο ξενοδοχείο, περίπου 80 τ.μ. καθώς και του χώρου πάνω από τον κύριο χώρο του πρατηρίου. Ότι το μίσθιο έχει τις ακόλουθες εγκαταστάσεις: μία κεντρική νησίδα αντλιών και μία παράπλευρη στην έξοδο του πρατηρίου, επί των οποίων ήταν εγκατεστημένες τέσσερις αντλίες παροχής καυσίμου, τρεις διπλές και μια μονή, ήτοι στην πρώτη νησίδα: βενζίνη αμόλυβδη Un 95, βενζίνη αμόλυβδη Un 95, βενζίνη αμόλυβδη Un 95 " και βενζίνη σούπερ αμόλυβδη S.Un 100 και στη δεύτερη παράπλευρη νησίδα πετρέλαιο θέρμανσης (D.Θ.), πετρέλαιο κίνησης (D.K.) και πετρέλαιο θέρμανσης (D.Θ.), συνολικά με επτά επιστόμια, τέσσερις υπόγειες δεξαμενές αποθήκευσης καυσίμων συνολικής χωρητικότητας 49,8 λίτρα, ήτοι 13,6 diesel θέρμανσης, 13,6 αμόλυβδη, 9 diesel κίνησης, 10,4 αμόλυβδη, 3,2 σούπερ αμόλυβδη, υπέργεια μονάδα ανάκτησης ατμών βενζίνης και βαλβίδα ασφαλείας για όλες τις αντλίες και όλα όσα περιγράφονται στη με αριθ. πρωτ. ... άδεια λειτουργίας με ημερομηνία έκδοσης 25.8.2009. Επιπλέον είχε τον ακόλουθο εξοπλισμό: μια λαδιέρα αέρος, έναν γρασαδόρο αέρος, 10 πυροσβεστήρες, εκ των οποίων ένας τροχήλατος, έναν αεροσυμπιεστή 500 λίτρων, 7 λάστιχα αντλιών, 7 μάνικες, ένα γραφείο, έναν σταθεροποιητή τάσης, ένα κλιματιστικό, ράφια δεκαπέντε μέτρα περίπου και δυο στέγαστρα. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε πλέον στα 14 έτη, από 1.4.2015 μέχρι 1.3.2029 και το μίσθωμα ορίστηκε και πάλι σε 15.000 ευρώ κατ' έτος πλέον τέλους χαρτοσήμου, καταβλητέο την 1η Μαρτίου κάθε έτους με τραπεζική κατάθεση στο λογαριασμό όψεως της εταιρίας και προσαυξανόμενο μετά το τρίτο έτος κατά 3%, πλην των δυο τελευταίων μισθωτικών ετών. Επισημαίνεται, δε, ότι το μίσθωμα για το πρώτο έτος της μίσθωσης έχει ήδη εξοφληθεί με το μισθωτήριο της προηγούμενης μίσθωσης. Κατά τα λοιπά διατηρήθηκαν μεταξύ των νέων συμβαλλομένων ακριβώς οι ίδιοι όροι με την προηγούμενη μίσθωση. Η νέα σύμβαση (υπομίσθωση) καταχωρήθηκε και ηλεκτρονικά στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων την 14.5.2015 με αριθμό δήλωσης ... Ωστόσο αμφότερες οι επίδικες συμβάσεις είναι εικονικές και οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων μερών, που περιελήφθησαν σε εκάστη από αυτές, ήτοι εκμισθωτή και μισθώτριας και αντίστοιχα υπεκμισθώτριας και υπομισθωτή, δεν έγιναν στα σοβαρά, αλλά μόνον φαινομενικά και άπαντες οι διάδικοι γνώριζαν και απέβλεπαν η μισθωτική σύμβαση να καταρτισθεί πράγματι όχι για τους κατ' επίφαση φερόμενους ως μισθωτή και υπομισθωτή, αλλά για τον κατά τη βούληση όλων των συμβληθέντων αληθή μισθωτή Β.-Σ. Π. και αληθή υπομισθωτή Γ. Μ., στο πρόσωπο των οποίων γεννώνται όλα 4 τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη μίσθωση. Την κρίση του αυτή το Δικαστήριο στηρίζει στα αμέσως κατωτέρω αναφερόμενα για εκάστη εξ αυτών. Ο Β.-Σ. Π. προέβη κατά το φαινόμενο, στην επίδικη μίσθωση για χρονικό διάστημα είκοσι (20) ετών χωρίς να συμφωνηθεί συγκεκριμένο μίσθωμα, παρά την έκταση του ακινήτου το οποίο μισθώθηκε μετά των εγκαταστάσεων αυτού, αλλά και της λειτουργούσας επιχειρήσεως ενοικιαζόμενων δωματίων και πρατηρίου υγρών καυσίμων. Προς τούτο, δε, επέλεξε να συμβληθεί με επιχείρηση της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο ίδιος. Απέβλεψε, δε, σε έργα στο ξενοδοχείο αξίας 40.000 ευρώ, ώστε να καλύπτεται κατ' επίφαση η νομιμότητα της συμβάσεως, χωρίς πάντως να έχει συμφωνηθεί και εξασφαλιστεί η καταβολή ενός επωφελούς ανταλλάγματος για τη μίσθωση του πρατηρίου υγρών καυσίμων. Δεν μπορεί, όμως, να κριθεί εύλογο και ανταποκρινόμενο στη βούληση των συμβαλλομένων μερών το συμφωνηθέν μίσθωμα, που αναγράφηκε στο μισθωτήριο συμβόλαιο, ήτοι αυτό των 40.000 ευρώ για την εικοσαετή διάρκεια της μίσθωσης, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος και το είδος της επιχείρησης. Και έτσι, ενώ το ακίνητο φέρεται να το εκμισθώνει στη μονοπρόσωπη ΙΚΕ τούτο γίνεται χωρίς αντίστοιχο περιουσιακό αντάλλαγμα. Είναι σαφές ότι ο Β.-Σ. Π. είχε προβεί στη σύσταση της ΙΚΕ ακριβώς για το λόγο να υποδεχθεί στη συνέχεια η τελευταία το ακίνητο και έναντι των τρίτων να εμφανίζεται τότε αυτό φαινομενικώς στο όνομά της. Στοιχείο ενίσχυσης της κρίσης του Δικαστηρίου περί του ότι φαινομενικά μόνον, χωρίς σοβαρή και σπουδαία πρόθεση προέβησαν τα μέρη (πρώτος και δεύτερη των εφεσίβλητων) στην κατάρτιση της μισθωτικής αυτής σύμβασης, αποτελεί και η ευκολία και η χαλαρότητα των όρων που τέθηκαν προς όφελος του μισθωτή, χωρίς τούτο να είναι σύνηθες στις συναλλαγές, όπως η μακρά διάρκεια της μίσθωσης, η δυνατότητα υπομίσθωσης ή καθ' οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση της χρήσης του μισθίου, η μη πρόβλεψη αναπροσαρμογής του μισθώματος, παρά τη μεγάλη διάρκεια της μίσθωσης, όροι οι οποίοι ουσιαστικά διευκόλυναν την περαιτέρω υπεκμίσθωση εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης δια του νομίμου εκπροσώπου της, ο οποίος ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον συμβεβλημένο εκμισθωτή, όπως και έκανε. Όλα τα ανωτέρω καταδεικνύουν ότι μοναδικός σκοπός των εν προκειμένω συμβαλλομένων ήταν να εξακολουθήσει ο Β. - Σ. Π. να έχει την πραγματική διαχείριση και εκμετάλλευση του μισθίου, χωρίς ποτέ να αποξενωθεί δια της μισθώσεως του ακινήτου του από αυτό. Περαιτέρω και ως προς την καταρτισθείσα από 13.05.2015 σύμβαση υπεκμίσθωσης μεταξύ της μονοπρόσωπης ΙΚΕ και του Γ. Μ. αποδεικνύεται αβίαστα ότι και αυτή είναι εικονική και επομένως άκυρη, καθόσον αμφότερα τα μέρη δεν επιθυμούσαν να επιφέρει έννομες συνέπειες και κατ' επίφαση προέβησαν στην κατάρτιση αυτής. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο υλοποίησης του ως άνω επιχειρηματικού του σχεδίου, ο Β.-Σ. Π. ζήτησε από τον Γ. Μ. να συμβληθεί με την ΙΚΕ και να υπογράψει το μισθωτήριο συμβόλαιο του παραπάνω πρατηρίου ως υπομισθωτής, διαβεβαιώνοντάς τον ότι αυτός θα ήταν ο πραγματικός μισθωτής και θα είχε την διεύθυνση του ακινήτου και ότι η εταιρία θα εμφανιζόταν τυπικά μόνο στο συμβόλαιο ως υπεκμισθώτρια. Ο εκκαλών, ο οποίος απέβλεπε στο πρόσωπο του ιδίου ως αληθινού μισθωτή, επιθυμώντας ουσιαστικά η μίσθωση να ισχύσει με αντισυμβαλλόμενο τον τελευταίο, επέδειξε εμπιστοσύνη στα λεγόμενά του και την 13.05.2015 υπογράφηκε μεταξύ του ίδιου και της εταιρίας, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ετύγχανε ο Β.-Σ. Π., το από την ίδια ημέρα ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, σύμφωνα με το οποίο, η εταιρία, η οποία ήταν φαινόμενη μόνο μισθώτρια, ενώ πραγματικός μισθωτής, ο οποίος θα ενεχόταν από τη μίσθωση θα ήταν ο Β.-Σ. Π., εκμίσθωσε στον εκκαλούντα το ως άνω πρατήριο υγρών καυσίμων με τους όρους που ως άνω αναφέρθηκαν. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, κρίνεται και η σύμβαση αυτή υπεκμίσθωσης εικονική, μη παράγουσα έννομες συνέπειες και μη ανταποκρινόμενη στην πραγματική βούληση των συμβαλλομένων. Περί της καταρτίσεως των επίμαχων συμβάσεων μισθώσεως και υπομισθώσεως χωρίς σοβαρή και σπουδαία πρόθεση των συμβληθέντων, αλλά κατ' επίφαση μόνον, μετά κατηγορηματικότητας κατέθεσε ο μάρτυρας ανταπόδειξης που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με επιμέλεια του εναγόμενου και ήδη εκκάλούντος, η κατάθεσή του, δε, δεν αναιρείται ούτε ανατρέπεται από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με επιμέλεια του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου. Επιπροσθέτως, η κρίση του Δικαστηρίου περί της γνώσης και συμφωνίας όλων των, κατά τον χρόνο κατάρτισης της μίσθωσης και μετέπειτα υπομίσθωσης, συμβληθέντων μερών ότι οι συναφθείσες από αυτούς συμβάσεις είναι εικονικές, μη παράγουσες έννομες συνέπειες και ότι πραγματική βούληση αυτών ήταν να μην επέλθει καμιά νομική μεταβολή αλλά να συνεχίσει ο εκκαλών να συνδέεται με σχέση μίσθωσης με τον εφεσίβλητο, στηρίζεται και στα εξής γεγονότα: α) στο γεγονός ότι το πρατήριο υγρών καυσίμων εξακολούθησε και για το, μετά την κατάρτιση της μίσθωσης με την μονοπρόσωπη ΙΚΕ και της υπομίσθωσης με υπομισθώτρια την ίδια, χρονικό διάστημα να λειτουργεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που λειτουργούσε και το προγενέστερο χρονικό διάστημα, χωρίς την οιαδήποτε ανάμειξη αυτής στη λειτουργία της εν λόγω επιχείρησης, β) στο γεγονός ότι δεν υπήρχε κάποιος σημαντικός λόγος που να δικαιολογεί την, κατά το χρονικό εκείνο σημείο (Μάρτιο του έτους 2015), σύσταση της καθ' ης η ανακοπή εταιρίας και την εκμίσθωση σε αυτήν του πρατηρίου υγρών καυσίμων, ενόψει και του ότι πριν από μόλις ένα χρόνο είχε εκμισθωθεί στον ανακόπτοντα για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια, γ) στο γεγονός ότι ο Β.-Σ. Π., όπως αποδείχθηκε, έσπευσε να προβεί στην κατάρτιση της μίσθωσης με τη μονοπρόσωπη ΙΚΕ (και μάλιστα ο ίδιος ήταν ταυτόχρονα από το ένα μέρος συμβαλλόμενος ως εκμισθωτής-ιδιοκτήτης του μισθίου, και από το άλλο μέρος αντισυμβαλλόμενος ως εκπρόσωπος της μισθώτριας εταιρίας), προκειμένου να εξασφαλίσει για τον ίδιο τη διατήρηση της ουσιαστικής διαχείρισης και εκμετάλλευσης του εν λόγω πρατηρίου. Έτι περαιτέρω, γεγονός ενισχυτικό της ως άνω κρίσης, είναι και ο όρος που συμπεριλήφθηκε στην υπ' αριθ. ....2015 συμβολαιογραφική πράξη μίσθωσης της συμβολαιογράφου ... σύμφωνα με τον οποίο, συμφωνήθηκε ρητά ότι η λύση της μίσθωσης για οποιονδήποτε λόγο δεν συνεπάγεται λύση και της τυχόν υφιστάμενης υπομίσθωσης, διότι αυτή θεωρείται αυτοτελής μίσθωση, υπό τον όρο ότι η τυχόν νέα αυτή μισθωτική σύμβαση δεν θα υπερβαίνει το μισθωτικό χρόνο διάρκειας που ορίζεται με το συμβόλαιο αυτό. Είναι προφανές, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν τον παραπάνω όρο, επ' ωφελεία του ανακόπτοντος, έχοντας κατά νου ότι πραγματικός μισθωτής τυγχάνει ο ανωτέρω. Ειδικά, μάλιστα, εάν ληφθεί υπόψη ότι ο υπομισθωτής δεν συνδέεται ενοχικώς με τον εκμισθωτή, ως προς τον οποίο η έννομη σχέση της υπομίσθωσης τυγχάνει ξένη (res inter alios acta) ..., και άρα δεν απολαύει αυτοτελούς προστασίας έναντι του εκμισθωτή .. αλλά η υπομίσθωση λήγει με τον καθ' οιονδήποτε τρόπο τερματισμό της μίσθωσης... Επομένως αποδείχθηκε ότι αμφότερες οι καταρτισθείσες συμβάσεις μίσθωσης ήταν εικονικές ως προς το πρόσωπο του μισθωτή στην πρώτη και υπεκμισθωτή στη δεύτερη, αφού πραγματικός εκμισθωτής ήταν ο Β.-Σ. Π., διατηρώντας την πραγματική διαχείριση του πρατηρίου υγρών καυσίμων, και όχι η μονοπρόσωπη ΙΚΕ που χρησιμοποιήθηκε από τον τελευταίο, και πραγματικός μισθωτής που εκμεταλλευόταν το πρατήριο υγρών καυσίμων ήταν ο Γ. Μ., και θεωρούσαν ισχυρή την αρχική από 10.02.2014 μίσθωση που είχαν συνάψει μεταξύ τους. Ως εκ τούτου, οι συμβάσεις αυτές είναι άκυρες και γι' αυτό θεωρούνται σαν να μην έγιναν, ισχύοντας αντίστοιχα για τα υποκρυπτόμενα πρόσωπα, εκκαλούντα και πρώτο εφεσίβλητο.... Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν υφίσταται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, μεταξύ των ήδη αντιδίκων σχέση μίσθωσης και υπομίσθωσης, που είναι το κρίσιμο προς απόδειξη περιστατικό στην προκειμένη υπόθεση, οι συμβάσεις δε αυτές είναι άκυρες ως εικονικές, γιατί άπαντες οι διάδικοι γνώριζαν και απέβλεπαν η μισθωτική σύμβαση να ισχύει πράγματι όχι για τους κατ'επίφαση φερόμενους ως μισθωτή και υπομισθωτή, αλλά για τον κατά τη βούληση όλων των συμβληθέντων αληθή εκμισθωτή Β.-Σ. Π. και αληθή μισθωτή Γ. Μ., στο πρόσωπο των οποίων γεννήθηκαν όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την αρχική από 10.02.2014 μίσθωση που είχαν συνάψει μεταξύ τους. Συνακόλουθα οι ένδικες αξιώσεις, που έχουν ως βάση τη σχέση αυτή, προς απόδοση της χρήσης του μισθίου ακινήτου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες από ουσιαστική άποψη...... Πάντως, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην οικεία νομική σκέψη, πληρούται το πραγματικό της ένστασης εικονικότητας, που προέβαλε ο εναγόμενος ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επανέφερε με σχετικό λόγο της έφεσης τόσο της σύμβασης μίσθωσης όσο κι αυτής της υπομίσθωσης. Έσφαλε επομένως η εκκαλουμένη, που δεν απέρριψε την αγωγή και για τον ανωτέρω λόγο...". Με τις παραδοχές αυτές το Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σε αυτήν σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με την ένδικη αίτηση αναίρεσης . Τούτο, δε, διότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της, με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφατικές ή ενδοιαστικές διατυπώσεις, όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση για την κρίση του Δικαστηρίου περί της εικονικότητας τόσο της από 28-4-2015 σύμβασης μίσθωσης όσο και της από 13-5-2015 σύμβασης υπεκμίσθωσης. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο διατύπωσε το αποδεικτικό του πόρισμα ότι 1) οι βουλήσεις των συμβαλλομένων στην από 28-4-2015 συμβολαιογραφική πράξη μίσθωσης μεταξύ του αναιρεσείοντα ως εκμισθωτή και της μονοπρόσωπης ΙΚΕ με την επωνυμία "ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΞΕΝΟΔΕΧΕΙΑΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΜΟΝΟΠΡΌΣΩΠΗ ΙΚΕ" ως μισθώτριας της οποίας μοναδικός εταίρος και διαχειριστής ήταν ο πρώτος, δεν αποσκοπούσαν στην παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων της μίσθωσης του επίδικου ακινήτου στην ως άνω εταιρεία, και επομένως η εν λόγω σύμβαση ήταν άκυρη ως εικονική, 2) οι βουλήσεις των συμβαλλομένων στην από 28-4-2015 σύμβαση υπεκμίσθωσης μεταξύ της ως άνω μονοπρόσωπης ΙΚΕ ως υπεκμισθώτριας και του πρώτου αναιρεσίβλητου ως υπομισθωτή δεν αποσκοπούσαν στην παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων της υπεκμίσθωσης του επίδικου ακινήτου, και επομένως και η εν λόγω σύμβαση ήταν άκυρη ως εικονική. Η ως άνω κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίχθηκε στα κάτωθι στοιχεία: 1) στο γεγονός ότι δυνάμει του από 10-2-2014 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης ο αναιρεσείων εκμίσθωσε στον πρώτο αναιρεσίβλητο το αναφερόμενο μίσθιο ακίνητο μετά του εξοπλισμού του, το οποίο αποτελούσε τμήμα ευρύτερου ακινήτου του (αναιρεσείοντα) προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως πρατήριο υγρών καυσίμων ,για χρονικό διάστημα 12 ετών με ετήσιο μίσθωμα ύψους 15.000 ευρώ προσαυξανόμενο κατά 3% μετά την παρέλευση των πρώτων 5 ετών, 2) ότι μετά την από 1-3-2015 σύσταση της προαναφερθείσας μονοπρόσωπης ΙΚΕ, της οποίας μοναδικός εταίρος και διαχειριστής ήταν ο αναιρεσείων, αυτός εκμίσθωσε δυνάμει της από 28-4-2015 σύμβασης μίσθωσης, στην ως άνω μονοπρόσωπη ΙΚΕ ολόκληρο το ακίνητο του με όλες τις εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό του, τμήμα του οποίου, όπως προαναφέρθηκε, αποτελούσε και το ως άνω ήδη από 10-2-2014 εκμισθωθέν στον πρώτο αναιρεσίβλητο πρατήριο υγρών καυσίμων, για διάστημα είκοσι ετών με μίσθωμα συμφωνηθέν σε είδος, 3) ότι ο αναιρεσείων προέβη στην από 28-4-2015 σύμβαση μίσθωσης με φερόμενη ως αντισυμβαλλόμενη την ως άνω μονοπρόσωπη εταιρεία, της οποίας ο ίδιος ήταν μοναδικός εταίρος και διαχειριστής: α) χωρίς να έχει λυθεί η πρώτη ως άνω από 10-2-2014 μίσθωση, η οποία είχε καταχωρηθεί νόμιμα στο ηλεκτρονικό σύστημα taxis ΓΓΔΕ, β) παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε σημαντικός λόγος που να δικαιολογεί αφενός μεν την κατά το χρονικό εκείνο σημείο (Μάρτιος 2015) σύσταση της μονοπρόσωπης ΙΚΕ και αφετέρου την εκμίσθωση στην τελευταία του πρατηρίου υγρών καυσίμων, ενόψει και του ότι μόλις πριν ένα χρόνο το ίδιο ακίνητο είχε εκμισθωθεί στον πρώτο αναιρεσίβλητο, ενώ είχε ήδη εκδοθεί και η άδεια λειτουργίας πρατηρίου υγρών καυσίμων στο όνομα του μισθωτή- πρώτου αναιρεσίβλητου και είχε καταβληθεί και το μίσθωμα για το έτος 2015 , γ) με όρους που τέθηκαν προς όφελος του μισθωτή χωρίς αυτό να είναι σύνηθες στις συναλλαγές, δηλαδή εκτός από τη μακρά διάρκεια της μίσθωσης ήτοι για χρονικό διάστημα 20 ετών, συμφωνήθηκε η δυνατότητα υπομίσθωσης ή καθ'οιονδήποτε τρόπο παραχώρησης της χρήσης του μισθίου και χωρίς να συμφωνηθεί μίσθωμα συγκεκριμένο και ανταποκρινόμενο στο μέγεθος και το είδος των ασκούμενων στο μίσθιο επιχειρήσεων. Ειδικότερα, ότι για την επιχείρηση του πρατηρίου υγρών καυσίμων δεν συμφωνήθηκε, ούτε εξασφαλίσθηκε η καταβολή επωφελούς ανταλλάγματος, ενώ και το αναγραφέν ως συμφωνηθέν μίσθωμα των 40.000 ευρώ, χωρίς πρόβλεψη αναπροσαρμογής παρά τη μεγάλη διάρκεια της μίσθωσης, δεν αποτελεί μίσθωμα εύλογο και ανταποκρινόμενο στην εικοσαετή διάρκεια της μίσθωσης , και στο μέγεθος και το είδος της επιχείρησης,4) ότι ισχυούσης και μη λυθείσας της πρώτης από 10-2-2014 μίσθωσης, όπου μισθωτής ήταν ο πρώτος αναιρεσίβλητος, η φερομένη ως μισθώτρια μονοπρόσωπη ΙΚΕ προέβη στην από 13-5-2015 σύμβαση υπεκμίσθωσης του ιδίου ως άνω πρατηρίου υγρών καυσίμων στον πρώτο αναιρεσίβλητο για χρονικό διάστημα 14 ετών. 5) Ότι παρά την εκμίσθωση του πρατηρίου υγρού καυσίμων στην ως άνω μονοπρόσωπη ΙΚΕ, το τελευταίο εξακολούθησε να λειτουργεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που λειτουργούσε από το έτος 2014 από τον πρώτο αναιρεσίβλητο στο όνομα του οποίου και ή άδεια λειτουργίας, χωρίς την οποιαδήποτε ανάμειξη της τελευταίας στη λειτουργία της επιχείρησης, 6) Ότι οι ως άνω από 10-2-2014 και 13-5-2015 συμβάσεις α) αφορούσαν το ίδιο ακίνητο μετά του εξοπλισμού του, β) συμφωνήθηκαν με το μίσθωμα ήτοι 15.000 ευρώ ετησίως προσαυξανόμενο κατά το ίδιο ποσοστό 3%, το οποίο μάλιστα είχε εξοφληθεί για το πρώτο έτος. Από το σύνολο, δε, των επανειλημμένων πλήρων και λεπτομερών παραδοχών, καθίσταται σαφής η αληθής βούληση των συμβαλλομένων στις ένδικες από 28-4-2015 και 13-5-2015 συμβάσεις, η οποία συνίστατο στο να μην επέλθει καμία νομική μεταβολή με αυτές, ήτοι να μην παράγουν έννομες συνέπειες, αλλά να συνεχίσει ο πρώτος αναιρεσίβλητος να συνδέεται με σχέση μίσθωσης δυνάμει της από 10-2-2014 σύμβασης, που καταρτίσθηκε με τον εκμισθωτή κύριο του μισθίου ακινήτου και ήδη αναιρεσείοντα, ο οποίος θα εξακολουθούσε να έχει την πραγματική διαχείριση και εκμετάλλευση του μισθίου, χωρίς ποτέ να αποξενωθεί δια της από 28-4-2015 σύμβασης μίσθωσης από αυτό, χωρίς να δημιουργείται αντίφαση, που να καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη δικαιολόγηση των ως άνω εφαρμοσθέντων διατάξεων, από τον χαρακτηρισμό του μεν αναιρεσείοντα ως πραγματικού μισθωτή στην από 28-4-2015 σύμβαση, του δε πρώτου αναιρεσίβλητου ως πραγματικού υπομισθωτή στην από 13-5-2015 σύμβαση. Πέραν τούτου, οι ως άνω ιδιότητες των συμβαλλομένων αναφέρονται στον σκοπό και την επιδίωξη των συμβληθέντων στις ένδικες εικονικές συμβάσεις και όχι στη βούληση αυτών, που συνίστατο στη μη παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων της μίσθωσης και υπομίσθωσης στα πρόσωπα τους. Τέλος, τα διαλαμβανόμενα στην αιτιολογία της απόφασης σχετικά με την σύσταση της δεύτερης των αναιρεσίβλητων και την δραστηριότητα αυτής, όπως και τα διαλαμβανόμενα σχετικά με τη μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων του αναιρεσείοντα προς τον "Θ. Μ.", αποτελούν επιχειρήματα του δικαστηρίου, που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα περί εικονικότητας των επίδικων συμβάσεων. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες οι ως άνω υπο στοιχ. 1,2,α ,δ και ε αιτιάσεις του δεύτερου λόγου αναίρεσης.
Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων , λόγω της ήττας του, (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) στα δικαστικά έξοδα του πρώτου αναιρεσίβλητου που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος του.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Διατάσσει τον χωρισμό της υπόθεσης ως προς την δεύτερη αναιρεσίβλητη μονοπρόσωπη εταιρεία με την επωνυμία "Π.Μ. ΛΥΣΕΙΣ Μ.Ι.Κ.Ε"
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 13-7-2020 (με αριθμ. εκθ. καταθ....-2020) αίτησης αναίρεσης, ως προς αυτήν.
Απορρίπτει κατά λοιπά την ως άνω αίτηση αναίρεσης κατά της υπ` αριθμ. .../2020 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών (αρθρ. 614 επ. ΚΠολΔ).
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του πρώτου αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Μαρτίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Μαΐου 2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ