
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 762 / 2025    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 762/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σταύρο Μάλαινο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος της Αντιπρόεδρου Μυρσίνης Παπαχίου και των αρχαιοτέρων της συνθέσεως Αρεοπαγιτών Ασπασίας Μεσσηνιάτη - Γρυπάρη και Σωκράτη Πλαστήρα), Αντιγόνη Τζελέπη, Ερασμία Λιούλη, Ζωή Καραχάλιου και Σπυριδούλα Λιάτη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 31 Μαΐου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Χ. Μ. του Α., συζ. Σ. Κ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Βρεττό, που δήλωσε ότι ανακαλεί την από 29-5-2024 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Του αναιρεσιβλήτου: ΝΠΙΔ με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αναστασία Νταραντάνη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-2-2019 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12-1-2023 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Ερασμία Λιούλη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη, από 12,1.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ..., αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. ... τελεσιδίκου αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, η οποία εκδόθηκε, κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 παρ. 6 του ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 και 566 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Συνεπώς, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1 και 3 του ΚΠολΔ). Από την, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτει ότι η, ως άνω, προσβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας αποτελεί κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας την από 12..2.2019 αγωγή της κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου Ν.Π.Ι.Δ., με την επωνυμία "...", με την οποία ισχυρίστηκε ότι, κατά τον εκεί αναφερόμενο χρόνο και τόπο, ο D. J. του R. (μη διάδικος στην παρούσα δίκη), οδηγώντας το υπ' αριθμ. κυκλ. ... ρυμουλκό οχήματος, ιδιοκτησίας της ουγγρικής εταιρίας με την επωνυμία "...", μετά ρυμουλκούμενου, ιδιοκτησίας της ουγγρικής εταιρίας με την επωνυμία "...", (μη διαδίκων στην παρούσα δίκη), αμφότερα με πινακίδες Ουγγαρίας, τα οποία έφεραν πράσινη κάρτα ασφάλισης σε ισχύ, προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητά του τροχαίο ατύχημα συνεπεία του οποίου υπέστη αυτή σωματικές βλάβες και ότι το εναγόμενο ευθύνεται ευθέως έναντι αυτής, διότι το ζημιογόνο όχημα έχει συνήθη τόπο στάθμευσης την Ουγγαρία. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, μετά από τον παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, να της καταβάλει για θετική ζημία της, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και αποζημίωση εκ του άρθρου 931 του Α.Κ., το συνολικό ποσό των 364.579,96 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ ... απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής η αναιρεσείουσα άσκησε την από 25.9.2019 (αρ. κατ. 284/2019) έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. ... τελεσίδικη και ήδη προσβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, , η οποία δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδάφιο β' και 914 του Α.Κ. συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υποχρέου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Υπαιτιότητα είναι ο ψυχικός δεσμός του δράστη προς την αδικοπραξία. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 του Α.Κ., να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον, στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη, ήταν υποχρεωμένος σε πράξη, από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε, αντικειμενικώς, να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται, κατ' αρχήν, από το γεγονός ότι στο επιζήμιο αυτό αποτέλεσμα συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ' ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημιώσεως ή τη μείωση του ποσού αυτής, κατά το ανωτέρω άρθρο 300 του Α.Κ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, γενικώς λαμβανόμενα, μπορούν να θεωρηθούν, αντικειμενικώς, ως πρόσφορη αιτία της ζημίας που επήλθε, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, ενώ η κρίση για το αν πράγματι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η πράξη ή η παράλειψη εκείνη αποτέλεσε την αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρ. 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., καθόσον ανάγεται σε εκτίμηση πραγματικού υλικού (Α.Π. 521/2021, Α.Π. 867/2020, Α.Π. 605/2020, Α.Π. 551/2020). Επίσης, οι έννοιες της υπαιτιότητας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και, επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς τη συνδρομή ή όχι υπαιτιότητας του ζημιώσαντος ή οικείου πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δ., για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας (Α.Π. 1204/2021, Α.Π. 1348/2021, Α.Π. 186/2021, Α.Π. 607/2020, Α.Π. 252/2020). Επιπροσθέτως, με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β' του ΚΠολΔ ορίζεται ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Όμως η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του εδ. β` του αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ιδρύει τον προβλεπόμενο απ` αυτήν αναιρετικό λόγο, μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την ερμηνεία κανόνος δικαίου για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας αυτού, ιδίως όταν ο κανόνας δικαίου περιέχει νομικές έννοιες ή για την υπαγωγή ή όχι στον κανόνα αυτό των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς (ΑΠ 164/2021, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 12/2020, ΑΠ 609/2020, ΑΠ 49/2019, ΑΠ 147/2018). Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει να προσδιορίζονται στο αναιρετήριο: α) τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας που δεν χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα από το δικαστήριο της ουσίας, β) ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου για την ερμηνεία ή εφαρμογή του οποίου έγινε ή δεν έγινε εσφαλμένη χρήση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, γ) η φερόμενη ως εσφαλμένη έννοια που αποδόθηκε από το δικαστήριο της ουσίας στο συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, όπως προκύπτει από τα διδάγματα της κοινής πείρας που το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε ή δεν εφάρμοσε και δ) η προβαλλόμενη ως ορθή έννοια του ίδιου κανόνα δικαίου, η οποία προκύπτει από τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας που η απόφαση δεν χρησιμοποίησε ή χρησιμοποίησε εσφαλμένα. Διαφορετικά, ο λόγος αναίρεσης είναι αόριστος και απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 1554/2021, ΑΠ 164/2021, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 70/2020, ΑΠ 515/2018, ΑΠ 704/2017). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.): α) "1. Οι οδηγοί των οδικών οχημάτων υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις πιο κάτω ενδείξεις των φωτεινών σηματοδοτών ρύθμισης της κυκλοφορίας, εκτός αν η ρύθμιση αυτής γίνεται από τροχονόμο κατά διάφορο τρόπο..., σε απλό ή διπλό κίτρινο φως κυκλικής μορφής, το οποίο αναβοσβήνει (αναλάμπον) ο οδηγός υποχρεούται να ανακόπτει ταχύτητα, να προχωρεί με ιδιαίτερη προσοχή και να παραχωρεί προτεραιότητα στους πεζούς και στα οχήματα (άρθρο 6 παρ. 1 δ'), β) "Αυτοί που χρησιμοποιούν τις οδούς πρέπει να αποφεύγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά, που είναι ενδεχόμενο να εκθέσει σε κίνδυνο ή να παρεμβάλει εμπόδια στην κυκλοφορία, να εκθέσει σε κίνδυνο πρόσωπα ή ζώα ή να προκαλέσει ζημίες σε δημόσιες ή ιδιωτικές περιουσίες. Οι οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή... και να μην προκαλούν γενικά με τη συμπεριφορά τους τρόμο, ανησυχία ή παρενόχληση στους λοιπούς χρήστες των οδών..." (άρθρο 12 παρ. 1), γ) "Τo ανώτατo επιτρεπόμενo όριo ταχύτητας των αυτoκινήτων oχημάτων, μέσα στις κατoικημένες περιoχές, oρίζεται σε 50 χιλιόμετρα την ώρα, εκτός αν άλλως ορίζεται με ειδική σήμανση,... (άρθρο 20), δ) "1. O oδηγός oδικoύ oχήματoς επιβάλλεται να έχει τoν πλήρη έλεγχo τoυ oχήματός τoυ ώστε να μπoρεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τoυς απαιτoύμενoυς χειρισμoύς. 2. O oδηγός επιβάλλεται να ρυθμίζει την ταχύτητα τoυ oχήματός τoυ λαμβάνων συνεχώς υπόψη τoυ τις επικρατoύσες συνθήκες, ......κατά τρόπoν ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πoρεία τoυ oχήματός τoυ μπρoστά από oπoιoδήπoτε εμπόδιo πoυ μπoρεί να πρoβλεφθεί και τo oπoίo βρίσκεται στo oρατό από αυτόν μπρoστινό τμήμα της oδoύ. Yπoχρεoύται επίσης να μειώνει την ταχύτητα τoυ oχήματός τoυ και, σε περίπτωση ανάγκης, να διακόπτει την πoρεία τoυ, όταν oι περιστάσεις τo επιβάλλoυν. 3. Iδιαίτερα, o oδηγός επιβάλλεται να μειώνει την ταχύτητα τoυ oχήματός τoυ σε τμήματα της oδoύ με περιoρισμένo πεδίo oρατότητας, στις στρoφές, ....., κατά τη διέλευσή τoυ από κατoικημένες περιoχές, αν πεζoί, πoυ βρίσκoνται στην τρoχιά τoυ, καθυστερoύν να απoμακρυνθoύν, ως και σε κάθε άλλη ειδική περίπτωση, πoυ επιβάλλεται μετριασμός ταχύτητας (άρθρο 12 παρ. 1, 2 και 3) και ε) "Οι οδηγοί πρέπει να αποφεύγουν να συμπεριφέρονται με τρόπο που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τους πεζούς" (άρθρο 39 παρ. 1 του ΚΟΚ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο παρών λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σ' αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας, έτσι, την κρίση της αποφάσεως για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περιπτώσεως στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περιπτώσεως. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της εφαρμοσθείσας διάταξης ουσιαστικού δικαίου, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ.Α.Π. 15/2006, Α.Π. 844/2022, Α.Π. 703/2022, Α.Π. 1373/2019, Α.Π. 1003/2019). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (Α.Π. 1214/2023, Α.Π. 1493/2021, Α.Π. 390/2021, Α.Π. 148/2021, Α.Π. 466/2019). Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η παραπάνω διάταξη, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ιδίως, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν αποτελούν "αιτιολογία" της αποφάσεως, ώστε, στο πλαίσιο της εν λόγω διατάξεως του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναιρέσεως ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων, που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη και, επομένως, ο αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερόμενες εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι απαράδεκτος, καθόσον πλήττεται πλέον η ουσία της υποθέσεως, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1214/2023, ΑΠ 1335/23, ΑΠ 317/2021, ΑΠ 586/2020, ΑΠ 228/2020, ΑΠ 22/2020). Στην προκειμένη περίπτωση από την προσβαλλόμενη απόφαση, που επισκοπείται επιτρεπτά για τις ανάγκες του ερευνώμενου ως άνω αναιρετικού λόγου (άρθρο 561 αρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, δέχθηκε ανελέγκτως αναιρετικά περί των πραγμάτων τα ακόλουθα σχετικά με τις συνθήκες που έλαβε χώρα το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα: "Στις 13-12-2017 και περί ώρα 13:45 μ.μ. ο D. J. του R. οδηγούσε το ρυμουλκό με αριθμό κυκλοφορίας εκδοθέν στην Ουγγαρία ... χρώματος ερυθρού, ιδιοκτησίας της ουγγρικής εταιρίας με την επωνυμία "...", που εδρεύει στη Βουδαπέστη Ουγγαρίας με πράσινη κάρτα ασφάλισης με ισχύ από 1-1-2017 έως 31-1-2018, μετά του ρυμουλκούμενου με πινακίδες κυκλοφορίας ... εργοστασίου κατασκευής ..., ιδιοκτησίας της εταιρίας με την επωνυμία "..." που εδρεύει στη Βουδαπέστη Ουγγαρίας και με πράσινη κάρτα ασφάλισης με ισχύ από 23-8-2017 έως 12-7-2018, κινούμενος επί της οδού Ηρώων Πολυτεχνείου με κατεύθυνση δεξιά προς την οδό Φαρσάλων. Τη στιγμή που ο οδηγός ενήργησε στροφή προς τα δεξιά, προκειμένου να εισέλθει στην οδό Φαρσάλων, η ενάγουσα, συνοδεύοντας το παιδικό καρότσι, στο οποίο είχε εναποθέσει το τεσσάρων μηνών βρέφος της, κινούταν παράλληλα με το ανωτέρω όχημα επί του οδοστρώματος, με αποτέλεσμα το ρυμουλκούμενο να πατήσει το αριστερό κάτω άκρο της....., αποκλειστικά υπαίτια για την πρόκληση του ένδικου ατυχήματος είναι η ενάγουσα, η οποία από αμέλειά της, ήτοι από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να επιδείξει, δεν χρησιμοποίησε το πεζοδρόμιο στο οποίο μπορούσε να ανέβει, αλλά κινούταν στο οδόστρωμα, χωρίς να λάβει τις αναγκαίες προφυλάξεις και μάλιστα, βάδιζε ομόρροπα με την κατεύθυνση των κινούμενων οχημάτων, αν και όφειλε να χρησιμοποιήσει το πεζοδρόμιο που υπήρχε στο σημείο της στροφής και το οποίο είχε αρκετό πλάτος για να κινηθεί η ίδια και το καρότσι με το βρέφος της, σε αντίθεση με το αμέσως προηγούμενο σημείο όπου η κίνηση επί του πεζοδρομίου ήταν αδύνατη λόγω της ύπαρξης πινακίδων που εμπόδιζαν την κίνηση της πεζής και του καροτσιού. ..... Εξάλλου, και η ίδια η ενάγουσα ομολογεί ότι κατόρθωσε να ανεβάσει στο πεζοδρόμιο το καρότσι μόλις αντιλήφθηκε την κίνηση του ρυμουλκού πλησίον της. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η οδός Ηρώων Πολυτεχνείου είναι διπλής κατεύθυνσης με πλάτος οδοστρώματος 10,5 μ. το ρεύμα κυκλοφορίας προς την οδό Φαρσάλων και 5,7 μ. η λωρίδα επιβράδυνσης, με τρεις λωρίδες κυκλοφορίας στο ρεύμα όπου κινούταν το ρυμουλκό και είναι ευθεία και καμπύλη προς τα δεξιά για την κατεύθυνση προς την οδό Φαρσάλων. Η τελευταία έχει πλάτος οδοστρώματος 4,8 μ. στο ρεύμα κυκλοφορίας προς την υπόγεια γέφυρα και πλάτος πεζοδρομίου 1,7 μ.. Τη στιγμή εκείνη η κυκλοφορία των οχημάτων και των πεζών ήταν αυξημένη και στις δύο οδούς. Η ενάγουσα κινήθηκε αρχικά επί του οδοστρώματος της οδού Ηρώων Πολυτεχνείου με κατεύθυνση προς την οδό Φαρσάλων, στο σημείο που έχουν τοποθετηθεί και πορτοκαλί κολωνάκια, ώστε να εμποδίζεται η κίνηση των οχημάτων πλησίον του πεζοδρομίου, επί του οποίου άλλωστε, υπάρχουν πινακίδες, που καθιστούν δυσχερή την κίνηση του πεζού πολλώ δε μάλλον με τη χρήση αμαξιδίου βρεφών, λαμβάνοντας ιδίως υπόψιν ότι το πλάτος του πεζοδρομίου είναι 0,8 μ. Στη συνέχεια, η ενάγουσα έστριψε δεξιά προς την οδό Φαρσάλων εξακολουθώντας να κινείται επί του οδοστρώματος, αν και στο σημείο εκείνο υπάρχει πεζοδρόμιο με πλάτος 1,7 μ., στο οποίο η ενάγουσα όφειλε και μπορούσε να ανέβει καθιστώντας ασφαλή τόσο τη δική της κίνηση όσο και του βρέφους της, πράγμα το οποίο έκανε εξάλλου, αμέσως μόλις αντιλήφθηκε την κίνηση του ρυμουλκού πλησίον της. Ο οδηγός αυτού και του ρυμουλκούμενου είχε ξεκινήσει την οδήγηση την ημέρα εκείνη στις 12:44 μ.μ., δηλαδή 38 λεπτά πριν το επίδικο τροχαίο συμβάν και η μέγιστη ταχύτητά του ήταν καθ' όλη τη διάρκεια 54 χλμ ανά ώρα, ενώ πριν το συμβάν 9 χλμ ανά ώρα, όπως τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από τον μηχανισμό του ταχογράφου που λειτουργούσε κανονικά, ενώ διαπιστώθηκε ότι στο όχημα υπήρχε και αυτοκόλλητο της βαθμονόμησης του ταχογράφου που κατέγραφε την ημερομηνία βαθμονόμησης και ημερομηνία επανελέγχου. Επίσης, η κάρτα του οδηγού είχε τοποθετηθεί κανονικά στον ψηφιακό ταχογράφο και τα στοιχεία της εκτυπώμενης ταινίας ανταποκρίνονταν πλήρως στο όχημα, όπως φαίνεται από τον αριθμό κυκλοφορίας, τον αριθμό πλαισίου και την ημερομηνία βαθμονόμησης. Τα ανωτέρω στοιχεία, πέραν από την έκθεση αυτοψίας καθώς και το πρόχειρο σχεδιάγραμμα του ατυχήματος, με σαφήνεια προκύπτουν από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης που διεξήγαγαν οι διορισθέντες από το Τμήμα Τροχαίας Λάρισας πραγματογνώμονες Β. Α. μηχανολόγος μηχανικός και Μ. Σ. ηλεκτρολόγος μηχανικός και την οποία εγχείρισαν στις 21.2.2018 στους αρμόδιους προανακριτικούς υπαλλήλους στα πορίσματα της οποίας, λόγω ότι διεξήχθη από διορισθέντες από το Τμήμα Τροχαίας Λάρισας και όχι από τους διαδίκους, ώστε να υπάρχουν υπόνοιες μεροληψίας, δίδει ιδιαίτερα βαρύτητα το παρόν δικαστήριο. Επίσης, στα πλαίσια της αστυνομικής προανάκρισης οι ανωτέρω διενήργησαν και έτερη πραγματογνωμοσύνη και εγχείρισαν την από 2-2-2018 έκθεσή τους στις 12-2-2018, κατά την οποία διερεύνησαν τη λειτουργικότητα των βασικών συστημάτων του ρυμουλκού και του ρυμουλκούμενου και διαπίστωσαν τα ακόλουθα: Το όχημα δεν είχε έως τότε υποστεί βλάβες λόγω ατυχήματος, δεν παρατηρήθηκε οποιαδήποτε δυσλειτουργία του συστήματος εκκίνησης και του συστήματος τροφοδοσίας καυσίμου του κινητήρα, διαπιστώθηκε κανονική λειτουργία του συστήματος διεύθυνσης και κανονική απόκριση των φρένων και ομαλή λειτουργία του συστήματος πέδησης και τέλος, ότι τα εμπρόσθια φωτιστικά σώματα λειτουργούσαν κανονικά σε όλες τις κλίμακες φωτισμού, όπως και τα οπίσθια φωτιστικά σώματα και όλοι οι δείκτες αλλαγής κατεύθυνσης. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι οι τροχοί του οχήματος είχαν κανονική υποστήριξη και δεν έφεραν καμία σχετική βλάβη ή αποσύνδεσή τους από το αμάξωμα, ενώ τα ελαστικά επίσωτρα αυτών δεν έφεραν θραύση και το υλικό τους ήταν σε σχετικά καλή κατάσταση με ημερομηνία παραγωγής την 27η εβδομάδα του 2015, την 39η εβδομάδα του 2015 και την 32η εβδομάδα του 2016. Στον πρώτο από τους τρεις δεξιούς τροχούς του ρυμουλκού υπήρχαν κηλίδες αίματος προερχόμενες από τη σύνθλιψη του κάτω αριστερού άκρου της ενάγουσας. Με βάση όσα προεκτέθηκαν, το όχημα δεν είχε αναπτύξει ταχύτητα, αλλά κινούταν με μόλις 9 χλμ/ώρα και συνέχισε την πορεία του στρίβοντας από την οδό Πολυτεχνείου προς την οδό Φαρσάλων για να εισέλθει σε αυτή. Ο δε σηματοδότης βρίσκεται σε σημείο πριν ολοκληρωθεί η στροφή, όπως προκύπτει από την έκθεση αυτοψίας και το πρόχειρο σχεδιάγραμμα που την συνοδεύει και λειτουργεί σε δύο φάσεις, μία σε ερυθρό σταθερό φως κυκλικής μορφής και μία διπλού κίτρινου φωτός κυκλικής μορφής το οποίο αναβοσβήνει. Επομένως, για να ακινητοποιηθεί κάποιο όχημα ακριβώς προ του σηματοδότη, όπως εν προκειμένω αποτυπώνεται στην έκθεση αυτοψίας, αυτό πρέπει να έχει εισέλθει στη στροφή. Σ' αυτό δε το σημείο υπάρχει και διάβαση πεζών, η οποία κατά τον χρόνο του ατυχήματος ήταν αποχρωματισμένη. Η πεζή κινούταν επί του οδοστρώματος, όταν το ρυμουλκό μετά του ρυμουλκούμενου εισήλθε στη στροφή για να κινηθεί επί της οδού Φαρσάλων και στο σημείο που της συνέθλιψε το κάτω άκρο το ρυμουλκούμενο είχε απόσταση 2,90 μ. από το αριστερό άκρο του οδοστρώματος έως τον οπίσθιο αριστερό τροχό του και 2,20 μ. από το δεξιό άκρο του οδοστρώματος έως τον δεξιό εμπρόσθιο τροχό του, οι κηλίδες αίματος δε βρέθηκαν σε απόσταση 0,30 μ. και 0,80 μ. από το πεζοδρόμιο. Επίσης, σύμφωνα με την από 13-12-2017 ένορκη εξέταση της συνοδηγού και συζύγου του οδηγού του ρυμουλκού που λήφθηκε στο πλαίσιο της αστυνομικής προανάκρισης, αυτοί (οδηγός και συνοδηγός) φτάνοντας στη διασταύρωση των οδών Ηρώων Πολυτεχνείου και Φαρσάλων, αφού διαπίστωσαν ότι δεν είχε ανάψει ο ερυθρός σηματοδότης στην πορεία τους, συνέχισαν και ξαφνικά ο σύζυγός της και οδηγός του οχήματος φρέναρε και η ίδια είδε από τον καθρέπτη μια κυρία πεσμένη κάτω. Η ενάγουσα, αν και είχε αντιληφθεί την κίνηση του ως άνω οχήματος, δεν επιχείρησε να ανέβει στο πεζοδρόμιο, αλλά συνέχισε την πορεία της επί του οδοστρώματος χρονοτριβώντας, καθώς το φορτηγό δεν κινούταν με μεγάλη ταχύτητα, ωσότου να πλησιάσει στο σημείο που υπάρχει κλίση του πεζοδρομίου για την άνοδο και κάθοδο αμαξιδίων, ώστε να ανεβάσει ευκολότερα το καρότσι. Τα αμέσως ανωτέρω αναφερόμενα, δηλαδή ότι η ενάγουσα αν και είχε αντιληφθεί την κίνηση του ως άνω οχήματος, εν τούτοις, δεν επιχείρησε να ανέβει στο πεζοδρόμιο, αλλά συνέχισε την πορεία της επί του οδοστρώματος χρονοτριβώντας, ωσότου να πλησιάσει στο σημείο που υπάρχει κλίση του πεζοδρομίου για την άνοδο και κάθοδο αμαξιδίων, ώστε να ανεβάσει ευκολότερα το καρότσι, σαφώς προκύπτουν κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου, ιδίως από την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που εξετάσθηκε ως μάρτυρας απόδειξης, ενώπιον του Δικαστηρίου εκείνου και κατέθεσε ειδικότερα αυτολεξεί τα εξής: "Απ' ότι μου είπε η Χ. (ενάγουσα), ενώ πήγαινε προς τη διάβαση για να ανέβει στο πεζοδρόμιο που χαμηλώνει για να μπορεί να το ανεβάσει με ασφάλεια αντιλαμβάνεται ένα φορτηγό να την προσπερνάει και να την πλησιάζει. Γιατί τα φορτηγά αυτά είναι μεγάλα, το μπρος μέρος ανοίγεται ο φορτηγατζής για να μπορέσει να στρίψει, αλλά το πίσω μέρος κλείνει στο πεζοδρόμιο. Άρχισε να την στριμώχνει, να την στριμώχνει. Μόλις αντιλήφθηκε ότι θα υπάρξει πρόβλημα πέταξε το καροτσάκι πάνω για να μην πατήσει το παιδί, αλλά δεν πρόλαβε να ανέβει και της πάτησε το αριστερό πόδι". Από την κατάθεση αυτή συνάγεται ότι το όχημα δεν είχε αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα και ότι η πεζή είχε αντιληφθεί την κίνησή του και είχε το χρόνο να σκεφθεί και να αντιδράσει, όπως έπραξε την ύστατη στιγμή. Επομένως, ο ισχυρισμός της ότι το φορτηγό έστριψε δεξιά στη διασταύρωση με μεγάλη ταχύτητα, τη στιγμή που πλησίαζε στο σημείο ανάβασης στο πεζοδρόμιο δεν αποδεικνύεται ουσιαστικά βάσιμος. Αντιθέτως, αποδεικνύεται ότι η ίδια από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε και μπορούσε να επιδείξει κινήθηκε επί του οδοστρώματος ομόρροπα με το φορτηγό, προκαλώντας από αμέλειά της τον σοβαρό τραυματισμό της και δη τη σύνθλιψη του αριστερού κάτω άκρου....". Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο με την πληττόμενη απόφασή του, απέρριψε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν την έφεση της αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο ομοίως απέρριψε την αγωγή Το Εφετείο, με το να οδηγηθεί στην προαναφερθείσα κρίση δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου τις ανωτέρω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 914, 300, 330 του ΑΚ και των άρθρων 12 παρ. 1, 19 παρ. 1, 2, 3 και 39 παρ. 1 του Ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.), τις οποίες ερμήνευσε ορθώς, ενώ διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογίες, ως προς τα ζητήματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών για να δικαιολογηθεί χωρίς αμφιβολία το αποδεικτικό του πόρισμα και, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση αναπτύσσονται με πληρότητα οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το ατύχημα και συγκεκριμένα ότι: 1) η ενάγουσα, που συνόδευε το παιδικό καρότσι, κινείτο επί του οδοστρώματος της οδού Ηρώων Πολυτεχνείου, στη δεξιά πλευρά, με κατεύθυνση προς την οδό Φαρσάλων, ομόρροπα με το ανωτέρω όχημα, 2) κατά τη στιγμή που ο οδηγός του ρυμουλκού ενήργησε στροφή προς τα δεξιά για να εισέλθει στην οδό Φαρσάλων και παρόλο που η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν αυξημένη, η ενάγουσα, ενώ πλησίαζε σε στροφή, συνέχισε να κινείται επ' αυτού (οδοστρώματος), αντί να ανέβει στο πεζοδρόμιο, το οποίο είχε πλάτος 1,70 μ., όπου μπορούσε να βαδίζει μαζί με το παιδικό αμαξίδιο με ασφάλεια, σε αντίθεση με το αμέσως προηγούμενο σημείο, όπου η κίνηση επί του πεζοδρομίου ήταν αδύνατη, λόγω της ύπαρξης πινακίδων που εμπόδιζαν την κίνηση αυτής, 3) στο πεζοδρόμιο ανέβηκε όταν πλέον αντελήφθη το ρυμουλκό να πλησιάζει, πραγματοποιώντας κανονική δεξιά στροφή, με αποτέλεσμα, μολονότι αυτό (ρυμουλκό) εκινείτο με ταχύτητα πολύ μικρότερη της επιτρεπόμενης (9 χλμ ανά ώρα), το ρυμουλκούμενο, που είχε απόσταση 2,90 μ. από το αριστερό άκρο του οδοστρώματος έως τον οπίσθιο αριστερό τροχό του και 2,20 μ. από το δεξιό άκρο του οδοστρώματος έως τον δεξιό εμπρόσθιο τροχό του, να πατήσει το αριστερό κάτω άκρο της ενάγουσας, την οποία αντελήφθη η συνοδηγός του ρυμουλκού από τον (δεξιό) καθρέφτη. Οι πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, καλύπτουν πλήρως, χωρίς λογικά κενά και με επαρκείς αιτιολογίες το πραγματικό των εφαρμοστέων κανόνων ουσιαστικού δικαίου και καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος των περί υπαιτιότητας διατάξεων του ΑΚ. Οι επικαλούμενες από την αναιρεσείουσα ελλείψεις και αντιφάσεις της προσβαλλομένης πλήττουν ανεπιτρέπτως (561 εδ. 1 ΚΠολΔ) την εκτίμηση των αποδείξεων και δεν αποτελούν "αιτιολογία", στο πλαίσιο της εν λόγω διατάξεως του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την ανωτέρω σκέψη. Επομένως, ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ο ίδιος ως άνω λόγος, κατά το οικείο μέρος του, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Εφετείο με τις ως άνω παραδοχές παραβίασε τα διδάγματα κοινής πείρας είναι απαράδεκτος εξαιτίας της αοριστίας του, καθόσον, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ποια συγκεκριμένα είναι τα διδάγματα της κοινής πείρας που παραβίασε το Εφετείο, αφού τα αναφερόμενα ως άνω δεν συνιστούν δίδαγμα κοινής πείρας κατά την προεκτεθείσα έννοια (ΑΠ 1662/2012), σε κάθε δε περίπτωση, η σχετική αιτίαση είναι απαράδεκτη και για το λόγο ότι, υπό την επίφαση μη κατονομαζόμενων διδαγμάτων κοινής πείρας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 814/2022, ΑΠ 336/2019, ΑΠ121/2018, ΑΠ683/2016). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως ''πράγματα'' θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 3/1997, ΟλΑΠ 11/1996), αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από την εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα για την υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων, ούτε επίσης τα προς απόδειξη των ισχυρισμών αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 422/2022, ΑΠ 782/2019, ΑΠ 226/2016, ΑΠ 845/2011, ΑΠ 279/2010). Κατ' ακολουθίαν αυτών ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 559 παρ. 8 ΚΠολΔ, ειδικότερα δε ότι δεν έλαβε υπόψη ισχυρισμούς ως αποδειγμένους και συγκεκριμένα το ότι ήταν αναγκασμένη να βαδίζει στο οδόστρωμα λόγω εμποδίων (περίφραξη του καταστήματος έξω από το οποίο διερχόταν αυτή, κώνοι, αλυσίδα, σταθμευμένα μοτοποδήλατα, κλπ) και επειδή το πεζοδρόμιο ήταν υπερυψωμένο και δεν υπήρχε ασφαλής τρόπος ανόδου σε αυτό, χωρίς να κινδυνεύει η σωματική της ακεραιότητα, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον οι ισχυρισμοί αυτοί δεν συνιστούν πράγματα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από δε τις διατάξεις των άρθρων, 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι, το δικαστήριο της ουσίας, κατά το σχηματισμό της κρίσης του για τους ουσιώδεις πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, οφείλει να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που παραδεκτά προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι, διαφορετικά, υποπίπτει στην πλημμέλεια που ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 11γ' του άρθρ. 559 ΚΠολΔ,, χωρίς όμως να ελέγχεται η κρίση του ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξιολόγηση των αποδείξεων γενικά (Ολ.Α.Π. 23/2008). Ειδικότερα, ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους (ΑΠ 1208/2019, 779/2019, 222/2008, 774/1996) προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών κατά την ανωτέρω έννοια, δηλαδή, νόμιμων ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ. ΑΠ 42/2002, ΑΠ 105/2005, 1874/2008), εφόσον βέβαια προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο). Για την ίδρυση του ως άνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του (ΑΠ 1677/2024, ΑΠ 1134/1993). Καμιά, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλ` αρκεί η γενική μνεία των κατ` είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (ΑΠ 779/2019). Δεν απαιτείται, εξάλλου, να γίνεται παράθεση ως προς το ποία αποδεικτικά μέσα χρησιμοποιήθηκαν για άμεση ή έμμεση απόδειξη ή καθορισμός της βαρύτητας, που αποδόθηκε στο καθένα από αυτά ή της σχέσης και της επιρροής ενός εκάστου αποδεικτικού μέσου στα προς απόδειξη θέματα, ενώ από την αναφορά ορισμένων εξ αυτών, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας τους, δεν συνάγεται αναγκαίως ότι τα υπόλοιπα δεν εκτιμήθηκαν. Απαιτείται, όμως, να καθίσταται απολύτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της αποφάσεως ότι όλα τα νομίμως προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και συνεκτιμήθηκαν για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού πορίσματος (Ολ.Α.Π. 2/2008, Α.Π. 500/2019). Για την πληρότητα δε του ίδιου λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζεται το αποδεικτικό μέσο που δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, μολονότι ήταν παραδεκτό και νόμιμο και να εκτίθεται ότι έγινε επίκληση και παραδεκτή προσαγωγή του στο δικαστήριο εκείνο προς απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμου, κατά τα προεκτεθέντα, ισχυρισμού, ο οποίος πρέπει επίσης να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο με παράλληλη αναφορά ότι υπήρξε παραδεκτή επίκλησή του στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1677/2024, ΑΠ 793/2015). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 335 και 352 ΚΠολΔ προκύπτει ότι δικαστική ομολογία, η οποία παρέχει πλήρη απόδειξη, είναι μόνο εκείνη του διαδίκου που γίνεται προφορικώς ή γραπτώς ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση (ή του εντεταλμένου δικαστή), κάθε δε άλλη ομολογία θεωρείται εξώδικη και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, έστω και αν έγινε ενώπιον δικαστηρίου, αλλά όχι στη συγκεκριμένη δίκη στην οποία έγινε επίκλησή της ως αποδεικτικού μέσου. Η παραπάνω δικαστική ομολογία, δηλαδή η παραδοχή με μονομερή δήλωση απευθυνόμενη προς το δικαστήριο που δικάζει τη συγκεκριμένη δίκη, ενός κρίσιμου γεγονότος από τον αντίδικο εκείνου που φέρει το βάρος της επίκλησης και της απόδειξής του, πρέπει να γίνει με πρόθεσή του προς αναγνώριση του επιβλαβούς αυτού γεγονότος. Απόδειξη δηλαδή δεν αποτελεί κάθε ομολογία, αλλά μόνο η γενόμενη με σκοπό αποδοχής του αμφισβητούμενου και επιβλαβούς για τον ομολογούντα γεγονότος.
Συνεπώς δικαστική ομολογία υπάρχει όταν το ενώπιον του δικαστηρίου αναγνωριζόμενο από το διάδικο επιζήμιο γι' αυτόν γεγονός αναφέρεται αμέσως στο αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 555/2021, ΑΠ 865/2020, ΑΠ 1215/2019, ΑΠ 691/2017, ΑΠ 188/2017). O ανωτέρω λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρέλειψε να εκτιμήσει και να λάβει υπόψη του δικαστική ομολογία, παρόλο που πράγματι περιείχε συγκεκριμένη παραδοχή ενός κρισίμου γεγονότος, που αποτελούσε τη βάση ισχυρισμού του επικαλουμένου την ομολογία διαδίκου (ΑΠ 865/2020, ΑΠ 469/2009, ΑΠ 1336/2008), υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι το δικαστήριο δέχθηκε διαφορετικό πόρισμα από το αναφερόμενο στη δικαστική ομολογία (ΑΠ 967/2020, ΑΠ 545/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 11γ' του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., υποστηρίζοντας η αναιρεσείουσα ότι το Εφετείο, για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, δεν έλαβε υπόψη κρίσιμα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα προσκόμισαν μετ' επικλήσεως στο εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, μεταξύ των οποίων α) η από 13.12.2017 έκθεση εξέτασης με διερμηνέα του οδηγού D. J. και β) την με αρ. ... τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, που κήρυξε ένοχο τον οδηγό για το αδίκημα της σωματικής βλάβης και τα προκύπτοντα από αυτά πραγματικά περιστατικά, από τα οποία αποδεικνύονται οι συνθήκες του ατυχήματος. Όμως τόσο από τη ρητή διαβεβαίωση του Εφετείου ότι έλαβε υπόψη όλα τα έγγραφα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, όσο και από όλο το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, στο οποίο μάλιστα το πρώτο και τρίτο από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα μνημονεύονται και σχολιάζονται εκτενώς (βλ. 4η σελίδα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης), καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι, για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, το Εφετείο έλαβε υπόψη, συναξιολόγησε και συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τα ανωτέρω αναφερόμενα ως αγνοηθέντα από τους αναιρεσείοντες, ενώ, τυγχάνει αναιρετικώς ανέλεγκτη η κρίση του Εφετείου ως προς τη βαρύτητα, που προσέδωσε σε ένα έκαστο εξ αυτών, καθώς ανάγεται στην περί των πραγμάτων κρίση του. Ειδικότερα δε όσον αφορά την ομολογία του οδηγού ενώπιον του ως άνω ποινικού Δικαστηρίου, που περιέχεται στα πρακτικά την ανωτέρω απόφασης, σχετικά με το πραγματικό γεγονός ότι ουδόλως αντελήφθη την αναιρεσείουσα, που κινείτο παράλληλα και ο εξαγόμενος από την ομολογία αυτήν ισχυρισμός της αναιρεσείουσας περί αμελούς οδηγικής συμπεριφοράς που συνδέεται αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα, όπως είχε προβάλει με λόγο εφέσεως ως κρίσιμο για την απόδειξη του αγωγικού ισχυρισμού της αναφορικά με την υπαιτιότητα του οδηγού, εκτός του ότι αμφότερα τα ανωτέρω έγγραφα συμπεριλαμβάνονται μεταξύ αυτών που κατά τη ρητή διαβεβαίωση έλαβε ανεξαιρέτως υπόψη η προσβαλλομένη, από τις ως άνω παραδοχές, αφενός καθίσταται σαφές ότι το Εφετείο συναξιολόγησε τα ανωτέρω με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, σε κάθε περίπτωση δε, η επικαλούμενη ως άνω ομολογία δεν έγινε με πρόθεση του οδηγού προς αναγνώριση επιβλαβούς γι' αυτόν γεγονότος. Επομένως ο ερευνώμενος τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν τούτων, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί, στο σύνολό της, ως ουσιαστικά αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκησή της, στο Δημόσιο Ταμείο. Τέλος πρέπει να καταδικαστούν η αναιρεσείουσα λόγω της ήττας της (άρθρο 176, 183 ΚΠολΔ) στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημα αυτού, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12,1.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ..., αίτηση για την αναίρεση της υπ' αριθμ. ... τελεσιδίκου αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, (ειδική διαδικασία του άρθρου 681 Α' ΚΠολΔ).
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που κατέθεσε η αναιρεσείουσα για την άσκηση της αναίρεσης. Και,
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Μαρτίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Μαΐου 2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ