ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 763/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 763/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 763/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 763 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 763/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Ευτύχιο Νικόπουλο, Βαρβάρα Πάπαρη - Εισηγήτρια και Φωτεινή Μηλιώνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Απριλίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "..." και τον διακριτικό τίτλο "... Α.Ε.", που εδρεύει στην Σίνδο Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Σεβιντικίδη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη - Εμμανουήλ Σταμαδιάνο με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/6/2019 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 10/11/2022 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. ... τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία. Με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή η από 3-3-2021 έφεση της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης κατά της με αριθ. ... οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία είχε απορρίψει τις από 24-6-2019 αγωγές, από ασφαλιστική υποκατάσταση, της ενάγουσας- αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας κατά της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας και τις από 23-7-2019 προσεπικλήσεις της τελευταίας σε αναγκαστική παρέμβαση με τις ενωμένες σ'αυτές παρεμπίπτουσες αγωγές. Το Εφετείο αφού εξαφάνισε την ως άνω απόφαση, κράτησε και δίκασε κατ' ουσίαν την υπόθεση και έκανε δεκτές εν μέρει τις αγωγές και ως ουσιαστικά βάσιμες και υποχρέωσε την εναγομένη-αναιρεσείουσα να καταβάλει στην ενάγουσα-αναιρεσίβλητη το συνολικό ποσό των 536.284,87 ευρώ. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558,564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
2. Από τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του ν. 2496 της 14/16.5.1997 (Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις) συνάγεται ότι ο ασφαλιστής, που αποζημίωσε τον ασφαλισμένο, υποκαθίσταται στα έναντι του τρίτου, υπόχρεου προς αποζημίωση, δικαιώματα του ασφαλισμένου, στην έκταση που ικανοποίησε αυτόν, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη δήλωση περί μεταβιβάσεως των δικαιωμάτων του ασφαλισμένου στον ασφαλιστή, αποδοχή τέτοιας δήλωσης ή ανακοίνωση περί αυτής προς τον τρίτο, η δε μεταβίβαση επέρχεται με την πραγματική πληρωμή του ασφαλίσματος από τον ασφαλιστή στον ασφαλισμένο του (ΑΠ 1667/2017). Η υποκατάσταση αυτή έχει χαρακτήρα εκχωρήσεως εκ του νόμου. Ο υπόχρεος προς αποζημίωση έχει έναντι του ασφαλιστή τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις που είχε και κατά του ζημιωθέντος και, επομένως, η κατά του τρίτου αγωγή του ασφαλιστή θα έχει, κατά κανόνα, την ίδια βάση, όπως αν την αγωγή ασκούσε ο ίδιος ο ζημιωθείς. Για την πληρότητα της εν λόγω αγωγής ο ασφαλιστής αρκεί να επικαλεσθεί και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να αποδείξει, τη συνδρομή των προϋποθέσεων της ασφαλιστικής υποκαταστάσεως και συγκεκριμένα: α) τη σύναψη και τους όρους της ασφαλιστικής συμβάσεως, β) την καταβολή του ασφαλίσματος στον ζημιωθέντα ασφαλισμένο λόγω επελεύσεως της ασφαλιστικής περιπτώσεως και γ) τη ζημία του ασφαλισμένου που αποζημίωσε, καθώς και την προέλευση αυτής, ήτοι, εάν μεν αυτή προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά μεταξύ του ασφαλισμένου του και του τρίτου αντισυμβαλλομένου αυτού, την καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση και τους όρους αυτής που παραβιάσθηκαν από πταίσμα του ίδιου ή των αντιπροσώπων του ή των προσώπων που χρησιμοποιεί για να εκπληρώσει την παροχή, και προκάλεσαν την ζημία του ασφαλισμένου του, κατά την έννοια των άρθρων 330 και 334 ΑΚ (ΑΠ 763/2014), εάν δε αυτή προήλθε από αδικοπραξία τελεσθείσα από τον τρίτο οφειλέτη ή τους αντιπροσώπους ή τους προστηθέντες του, την συνδρομή των προϋποθέσεων της αδικοπραξίας κατ' άρθρα 914 επ. ΑΚ. Κατά αυτή δε την τελευταία διάταξη, που ορίζει, ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζομένη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση είναι α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα και δ) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος, δηλαδή ζημίας (ΑΠ 38/2023), ενώ εάν με την αγωγή γίνεται επίκληση της αόριστης νομικής έννοιας της αμελείας, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής με βάση τα ειδικότερα περιστατικά, τα οποία προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και τη θεμελιώνουν, έστω και εάν δεν συμπίπτουν πλήρως με τα επικαλούμενα στην αγωγή, χωρίς να επέρχεται για το λόγο αυτό ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσεως της αγωγής (ΑΠ 367/2020, ΑΠ 46/2020, ΑΠ 93/2016).Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στον μεν εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βασίμου, κατά το νόμο, της αγωγής (ΑΠ 381/2006). Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψη της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 480/2010). Η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αν το Δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος προς θεμελίωση του ασκούμενου δικαιώματος ή αρκέσθηκε σε λιγότερα (ΟλΑΠ 18/1998). Η δε ποιοτική αοριστία, δηλαδή, η επίκληση των στοιχείων του νόμου χωρίς αναφορά περιστατικών και η ποσοτική αοριστία, δηλαδή η έλλειψη εξειδίκευσης των στοιχείων που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχονται από τους αριθμούς 8 και 14, αντιστοίχως, του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 15/2000), αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη γεγονότα που δεν αναφέρονται σ` αυτή ή αντιθέτως έκρινε αόριστη την αγωγή μη λαμβάνοντας υπόψη τέτοια γεγονότα (ΑΠ 39/2023,ΑΠ 9/2020, 1033/2019, 119/2014). 3. Με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι, ενώ οι ένδικες αγωγές ήταν αόριστες, επειδή δεν αναφερόταν σ'αυτές τα πραγματικά περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν παράνομη, υπαίτια και αιτιωδώς συνδεδεμένη με τη ζημία πράξη και ότι ο ισχυρισμός για την αοριστία αυτή είχε προταθεί με τις προτάσεις της ενώπιον του Εφετείου, εντούτοις αυτό δέχτηκε τις αγωγές ως ορισμένες. Από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής, στην οποία προβαίνει ο Άρειος Πάγος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, για την έρευνα της βασιμότητας των αναιρετικών λόγων, προκύπτει ότι η ενάγουσα-αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία ζήτησε να της καταβληθεί το ποσό που κατέβαλε στους δικαιούχους του ασφαλίσματος, λόγω επέλευσης του καλυπτόμενου ασφαλιστικού κινδύνου υλικών ζημιών λόγω πυρκαγιάς, υποκαθιστάμενη στην αξίωση προς αποζημίωση που διατηρούσαν οι ζημιωθέντες έναντι της εναγόμενης-αναιρεσείουσας, ως υπαίτια της ζημίας, επικαλούμενη ότι: " περί ώρα 01:00 της 29ης.12.2017 εκδηλώθηκε πυρκαγιά εντός του χώρου της αποθήκης της εναγόμενης, η οποία επεκτάθηκε και συντηρήθηκε, με αποτέλεσμα εκτός από το κτίριο της εναγόμενης, το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς, να προκληθούν σοβαρές ζημίες και στο κτίριο της επιχείρησης του Α. Α., δεδομένου ότι η φωτιά επεκτάθηκε από το όμορο της εναγόμενης κτίριο, αφενός μέσω της μεταλλικής στέγης, αφετέρου διά της υποχώρησης τμήματος του νοτιοδυτικού μέρους της μεσοτοιχίας που χώριζε τα δύο ακίνητα... Ότι, σύμφωνα με το πόρισμα της από 31.12.2017 τεχνικής έκθεσης πραγματογνωμοσύνης της πραγματογνώμονα, διορισθείσας από το Ανακριτικό Γραφείο του Τμήματος Πυρασφάλειας της Διεύθυνσης της Π.Υ. Θεσσαλονίκης, η πυρκαγιά εκδηλώθηκε στην κεντρική αποθήκη της εναγόμενης, όπου υπήρχε σόμπα για τη θέρμανση του χώρου. Ότι ειδικότερα, η φωτιά ξεκίνησε από τον κάδο απορριμμάτων, όπου πετάχτηκε η στάχτη από την καύση των πέλλετ της σόμπας, η οποία έπρεπε, σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή, να καθαρίζεται καθημερινά (φαινόμενο υποβόσκουσας καύσης ή χόβολη), παρά το γεγονός ότι στον χώρο εκδήλωσης της πυρκαγιάς δεν βρέθηκαν υπολείμματα του συγκεκριμένου κάδου απορριμμάτων, από τον οποίο ξέσπασε η φωτιά, δεδομένου ότι βρέθηκαν σε άλλα σημεία της βιοτεχνίας τέτοιοι κάδοι, ενώ δεν βρέθηκαν υπολείμματα στάχτης εντός της σόμπας. Ότι, σύμφωνα με το ίδιο πόρισμα, η πιθανότητα ο κάδος να ήταν χάρτινο κιβώτιο δεν πρέπει να αποκλειστεί, ενώ η πιθανότητα να οφείλεται η πυρκαγιά σε άλλα αίτια (κατεστραμμένη μόνωση ή βραχυκύκλωμα συσκευής ευρισκόμενης στο σημείο έναρξης της φωτιάς) κρίθηκε πολύ μικρή, καθώς δεν βρέθηκε κανένα ενδεικτικό αυτού στοιχείο.... Ότι, κατόπιν του πορίσματος αυτού, προκύπτει ότι υπαίτιοι για την εκδήλωση της ανωτέρω πυρκαγιάς και των ζημιών που αυτή προκάλεσε, είναι οι προστηθέντες της εναγόμενης εταιρίας...". Οι αγωγές , με το ανωτέρω περιεχόμενο, είναι επαρκώς ορισμένες, διότι αναφέρονται, εκτός των άλλων, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν παράνομη, υπαίτια και αιτιωδώς συνδεδεμένη με τη ζημία πράξη των προστηθέντων της αναιρεσείουσας εταιρείας, και ειδικότερα ότι η πυρκαγιά εκδηλώθηκε στην κεντρική αποθήκη της εναγόμενης-αναιρεσείουσας, όπου υπήρχε σόμπα για τη θέρμανση του χώρου, και ότι η φωτιά ξεκίνησε από τον κάδο απορριμμάτων, όπου πετάχτηκε από τους προστηθέντες της εναγομένης η στάχτη από την καύση των πέλλετ της σόμπας, η οποία έπρεπε, σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή, να καθαρίζεται καθημερινά (φαινόμενο υποβόσκουσας καύσης ή χόβολη), το γεγονός δε ότι δεν αναφέρεται στις αγωγές ότι η ρίψη της στάχτης στον κάδο απορριμάτων έγινε πριν αυτή κρυώσει, δεν τις καθιστά ποσοτικώς αόριστες, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, αφού αυτό αποτελούσε θέμα απόδειξης. Επομένως ο πρώτος αναιρετικός λόγος, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 8 και κατ'εκτίμηση και από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι οι αγωγές έπρεπε να απορριφθούν από το Εφετείο ως απαράδεκτες λόγω ποσοτικής τους αοριστίας, και επομένως παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτες τις αγωγές, είναι αβάσιμος. 4. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β', 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, όπως, ιδίως, επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, όταν ο υπαίτιος δημιούργησε ορισμένη επικίνδυνη κατάσταση, οπότε έχει υποχρέωση να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε τρίτους από την κατάσταση αυτή. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει, όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια, που αν κατέβαλλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Βαριά αμέλεια μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται, όταν η παρέκκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς ανθρώπου είναι σημαντική, ασυνήθης, ιδιαιτέρως μεγάλη και φανερώνει πλήρη αδιαφορία του δράστη για τα παράνομα σε βάρος τρίτων αποτελέσματά της (ΑΠ 1668/2013). Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά, συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρ. 298 ΑΚ), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 263/2021, ΑΠ 715/2019, ΑΠ 511/2016, ΑΠ 1398/2015, ΑΠ 81/2013).Από τη διάταξη δε του άρθρου 922 του ΑΚ, που ορίζει ότι: "Ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του", συνάγεται ότι η ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από αδικοπραξία του προστηθέντος προϋποθέτει 1) σχέση προστήσεως, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίνει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια που να καλύπτει τους όρους του άρθρου 914 του ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί, ακόμη δε και κατά κατάχρηση αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε μεν εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ' ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών που δόθηκαν σ' αυτόν ή καθ' υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας του προστηθέντος και της ανατεθείσας σ' αυτόν υπηρεσίας υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας. Με τις προϋποθέσεις αυτές θεμελιώνεται αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες που παρανόμως και υπαιτίως προκάλεσε ο προστηθείς, με τον οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 481, 486 και 926 του ΑΚ (ΑΠ 786/2023, ΑΠ 1925/2022, ΑΠ 561/2020, ΑΠ 1359/2019). Εξάλλου, κατά το άρθρο 300 ΑΚ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συνετέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Την πιο πάνω διάταξη, η οποία αποτελεί εκδήλωση της διέπουσας το δίκαιο αρχής της καλής πίστης, προκύπτει σαφώς ότι όταν στη γένεση ή την έκταση της ζημίας συνετέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος αφήνεται στην ελεύθερη κρίση του δικαστή, σταθμίζοντας τις περιστάσεις και το βαθμό του πταίσματος του ζημιώσαντος και του ζημιωθέντος, είτε να μειώσει το ποσό της αποζημίωσης είτε, αναλόγως της επιρροής που άσκησε η υπαιτιότητα του ζημιωθέντος, να μην επιδικάσει αποζημίωση (ΑΠ 1/2022). Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης είναι: α] ύπαρξη υποχρέωσης για αποζημίωση και β] ο ζημιωθείς να συνετέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, δηλαδή η συμπεριφορά του να συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση ή την έκταση της ζημίας του (ΑΠ 1463/2023, ΑΠ 354/2022), έχει δε εφαρμογή και στην περίπτωση ευθύνης του προστήσαντος για αποζημίωση τρίτου, που ανέκυψε λόγω πρόκλησης σ' αυτόν ζημίας, περιουσιακής ή μη, από αδικοπρακτική συμπεριφορά προστηθέντος από εκείνον προσώπου (ΑΠ 1/2022, ΑΠ 530/2014). Η έννοια της συνυπαιτιότητας είναι έννοια νομική και γι' αυτό η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ύπαρξη ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος για την επέλευση της ζημίας ή την έκτασή της, δηλαδή ως προς το αν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανέλεγκτα ως αποδειχθέντα συγκροτούν ή όχι την έννοια της συνυπαιτιότητας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας (ΑΠ 1463/2023, ΑΠ 354/2022, ΑΠ 1406/2021).Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη δε νόμιμης βάσης της απόφασης συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 6/2006). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξ άλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ 695/2020).Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/2008, ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 668/2020, ΑΠ 917/2020, ΑΠ 3/2020). Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές, επί τη βάσει των οποίων, διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν αιτιολογίες της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19, να δημιουργείται λόγος αναίρεσης και να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Τέλος, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ' άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος (ΟλΑΠ 1/1999, Ολ ΑΠ 30/1997, ΑΠ 40/2020, ΑΠ 118/2019, ΑΠ 224/2018).
5.Με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914 και 922 ΑΚ, διότι με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, δέχθηκε ότι η πυρκαγιά, εξαιτίας της οποίας επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση,προκλήθηκε λόγω της απόρριψης από τον εργαζόμενο-προστηθέντα της αναιρεσείουσας Χ. Χ., της στάχτης της σόμπας πέλλετ, που βρίσκονταν εντός της κεντρικής αποθήκης της, πριν αυτή κρυώσει, σε κάδο απορριμάτων. Επίσης, με τον πέμπτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατ'ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, διότι απέρριψε χωρίς αιτιολογία την ένσταση της αναιρεσείουσας περί συνυπαιτιότητας του ιδιοκτήτη της ασφαλισμένης όμορης οικοδομής Α. Α.,στην έκταση της ζημίας του. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε, ως προς τους ερευνώμενους ως άνω αναιρετικούς λόγους, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "... τα ξημερώματα της 29ης.12ου.2017 και περί ώρα 01:00, εκδηλώθηκε πυρκαγιά εντός του ως άνω χώρου της αποθήκης της εναγόμενης η οποία παρότι έγινε αμέσως αντιληπτή και ειδοποιήθηκε η πυροσβεστική υπηρεσία που κατέφθασε με 11 οχήματα και 30 πυροσβέστες, εξαπλώθηκε, λόγω του εύφλεκτου των υλικών, σε παρακείμενα οικήματα μεταξύ των οποίων και της ασφαλισμένης στην ενάγουσα, οικοδομής Νο 27, ιδιοκτησίας του Α. Α.. Προς διαπίστωση των ειδικότερων αιτιών πρόκλησης και επέκτασης της ανωτέρω πυρκαγιάς, συντάχθηκε η από 31.12.2017 Τεχνική Έκθεση Πραγματογνωμοσύνης της Διπλ. Μηχανολόγου Ηλεκτρολόγου - Μηχανικού Α.Π.Θ. Ε. Φ. του Ι., που διενήργησε πραγματογνωμοσύνη, δυνάμει της υπ' αριθμ. πρωτ. ... έκθεσης διορισμού πραγματογνώμονα του Πυρονόμου του Ανακριτικού Γραφείου του Τμήματος Πυρασφάλειας της Διεύθυνσης Πυροσβεστικής Υπηρεσίας του Ν. Θεσσαλονίκης, Α. Ξ.. Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην έκθεση αυτή "η φωτιά εκδηλώθηκε στον κάδο των απορριμμάτων, που πετάχτηκε η στάχτη από την καύση των πέλλετ της σόμπας, η οποία, σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή, θα έπρεπε να καθαρίζεται κάθε μέρα. Στον χώρο εκδήλωσης της φωτιάς δεν βρέθηκαν υπολείμματα του κάδου σκουπιδιών, ενώ κατά την αυτοψία δεν υπήρχε στάχτη στο δοχείο της σόμπας. Η πιθανότητα ο κάδος να ήταν χάρτινο κιβώτιο δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Η φωτιά έγινε αντιληπτή τρεις ώρες μετά την απόρριψη της στάχτης, γιατί μέρος της πρώτης ύλης έχει περιορισμένη ευφλεκτότητα, η οποία οφείλεται στη μεγάλη περιεκτικότητά του σε χλώριο (56,8% για το καθαρό PVC), που σε αντίθεση με τον άνθρακα και το υδρογόνο δεν υπόκειται σε καύση. Επιπλέον, το HCI μειώνει την ταχύτητα διάδοσης της φλόγας. Όταν η θερμοκρασία του χώρου ανέβηκε, έσπασαν τα τζάμια, εισήλθε στον χώρο ατμοσφαιρικός αέρας με αποτέλεσμα η φωτιά να εξαπλωθεί γρήγορα σε όλο τον χώρο της βιομηχανίας, αλλά και στα όμορα κτίρια, με συνέπεια η κατάσβεση να είναι πολύ δύσκολη. Η πιθανότητα η φωτιά να οφείλεται σε κατεστραμμένη μόνωση ή βραχυκύκλωμα συσκευής (ηλεκτρικό σύστημα σόμπας, μηχανή κατασκευής ταινιών και κλιματιστικό), που βρίσκονταν στο σημείο έναρξης της φωτιάς είναι πολύ μικρή, διότι δεν βρέθηκε κάποιο στοιχείο που να ενισχύει αυτή την εκδοχή". Κατά την ίδια αυτή έκθεση πραγματογνωμοσύνης, η σόμπα πέλλετ, που βρισκόταν στον χώρο της κεντρικής αποθήκης της εναγομένης, στον οποίο προκλήθηκε η πυρκαγιά, είχε, κατά το επίδικο χρονικό σημείο έναρξής της, καθαριστεί εντελώς από τα υπολείμματα στάχτης, σύμφωνα με τις υποδείξεις του κατασκευαστή της, και αυτά είχαν απορριφθεί σε μικρό κάδο σκουπιδιών πιθανώς με άλλα απόβλητα (χαρτιά, ταινίες) καθότι παρόμοιοι τέτοιοι κάδοι βρέθηκαν σε άλλους χώρους της εναγόμενης. Η πυρκαγιά προκλήθηκε λόγω της απόρριψης της στάχτης πριν αυτή κρυώσει, ώστε εκ του λόγου αυτού προκλήθηκε το προπεριγραφόμενο φαινόμενο της ατελούς καύσης ή "χόβολη". Το φαινόμενο της υποβόσκουσας καύσης ή χόβολης, συνίσταται σε μια αργή καύση σε χαμηλή θερμοκρασία και χωρίς παρουσία φλόγας, που διατηρείται από τη θερμότητα που παράγεται από την επαφή του οξυγόνου με την επιφάνεια του ξύλου, καλωδίου ή άλλου υλικού. Είναι μια τυπική περίπτωση ατελούς καύσης. Η αργή καύση μπορεί να δημιουργηθεί σε πορώδη στερεά καύσιμα, σε συνδυασμούς καύσιμων υλών, σε αδιαπέραστα υλικά και σε περιοχές απόρριψης στερεών καυσίμων. Χρειάζεται αέρα, αλλά όχι πολύ, διότι η διαδικασία είναι αργή. Ο αέρας μπορεί να ρεύσει προς το εμπρόσθιο μέρος της υποβόσκουσας φωτιάς και από τις δύο κατευθύνσεις και μπορεί να προκληθεί-να ρεύσει φυσικά λόγω της άντωσης. Σύμφωνα με την τεχνική έκθεση με αριθμό ... που συνέταξε η εταιρία με την επωνυμία "... Ο.Ε." και τον διακριτικό τίτλο "...", κατ' εντολή της εναγόμενης, "δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα η πυρκαγιά να οφείλεται σε ηλεκτρικά αίτια, διαρροή του ψυκτικού υγρού, που στα σύγχρονα ψυγεία είναι προπάνιο ή ακόμα και σε σπινθήρα του κινητήρα του ψυγείου, ενώ περαιτέρω έλεγχος σχετικά με τα ηλεκτρικά αίτια δεν ήταν εφικτό να διενεργηθεί, εκτός του μακροσκοπικού ελέγχου, επειδή είχε προηγηθεί η έρευνα της πραγματογνώμονος της Π.Υ., η οποία ωστόσο δεν εξέτασε την παραπάνω περίπτωση". Από την επισκόπηση του περιεχομένου των εκθέσεων αυτών το Δικαστήριο κρίνει ότι η έκθεση της πυροσβεστικής υπηρεσίας με επιστημονική τεκμηρίωση και εμπεριστατωμένη ανάλυση με βεβαιότητα αποφαίνεται ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε λόγω της απόρριψης της στάχτης πριν αυτή κρυώσει, ώστε εκ του λόγου αυτού προκλήθηκε το προπεριγραφόμενο φαινόμενο της ατελούς καύσης ή "χόβολη" που οδήγησε στη συνέχεια στην εκδήλωση της πυρκαγιάς. Ενώ η ως άνω τεχνική έκθεση που συντάχθηκε κατ' εντολή της εναγόμενης και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα η πυρκαγιά να οφείλεται σε ηλεκτρικά αίτια, διαρροή του ψυκτικού υγρού, ή ακόμα και σε σπινθήρα του κινητήρα του ψυγείου, είναι πλήρως αναιτιολόγητη αφού το συμπέρασμά της δεν προκύπτει και σε κάθε περίπτωση δεν ενισχύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Η κρίση του Δικαστηρίου αυτού ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από την απόρριψη της στάχτης της σόμπας πέλλετ πριν αυτή κρυώσει από τον εργαζόμενο-προστηθέντα της εναγόμενης, Χ. Χ., ενισχύεται από την απολογία του ίδιου, ενώπιον του Β. Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, κατά τη δικάσιμο της 25ης 9. 2020, για την πράξη του εμπρησμού από αμέλεια, ο οποίος εμμέσως πλην σαφώς ομολόγησε ότι δεν βεβαιώθηκε ότι είχε κρυώσει η στάχτη που απέρριψε στον κάδο αλλά απλά υπέθεσε τούτο. Με το σκεπτικό αυτό εξάλλου κρίθηκε ένοχος για την αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 ετών. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι o Χ. Χ., υπάλληλος της εναγόμενης, ο οποίος χειριζόταν την κοπτική μηχανή που βρίσκονταν στην κεντρική αποθήκη του κτιρίου Νο 28,και στον οποίο είχε ανατεθεί, στο πλαίσιο των καθηκόντων, να τακτοποιεί το χώρο και να καθαρίζει τη θερμάστρα πέλλετ με την οποία θερμαίνονταν ο χώρος, σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή της, ήτοι να σβήνει τη θερμάστρα και αφού περιμένει μια ώρα έτσι ώστε η στάχτη να κρυώσει εντελώς στη συνέχεια να απορρίψει τη στάχτη σε μεταλλικό κάδο πλησίον αυτής. Την Παρασκευή 28.12. 2017 ο Χ. Χ. αποχώρησε περί ώρα 21.50 περίπου από την κεντρική αποθήκη της εναγόμενης αφού απόρριψε τις στάχτες από τη θερμάστρα πέλλετ με την οποία θερμαίνονταν ο χώρος, χωρίς να βεβαιωθεί, από βαριά του αμέλεια, καθότι αν και υπόχρεος εκ των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί, επέδειξε αποκλίνουσα σημαντικά και ασυνήθιστα από τη συμπεριφορά, παρέλειψε να επιδείξει την επιβαλλόμενη από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τις κρατούσες (για την συγκεκριμένη εργασία) συνθήκες, υποχρέωση πρόνοιας και επιμέλειας, την οποία οφείλουν και υποχρεούνται να επιδεικνύουν οι μέσοι συνετοί και επιμελείς εργαζόμενοι με τα ίδια αυτά καθήκοντα, ότι τα υπολείμματα από το πέλλετ είχαν σβήσει εντελώς, με αποτέλεσμα να τα απορρίψει ενώ δεν είχαν σβήσει με συνέπεια να υποβόσκει καύση (χόβολη ήτοι αργή καύση σε χαμηλή θερμοκρασία και χωρίς παρουσία φλόγας) η οποία διατηρήθηκε επί ώρες, να αναπτυχθεί θερμότητα στο χώρο, να σπάσουν τα τζάμια, να εισέλθει στο χώρο ατμοσφαιρικός αέρας και να ξεσπάσει πυρκαγιά σχεδόν τρείς ώρες μετά την απόρριψη της στάχτης. Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε συνυπαιτιότητα του Α. Α. στην πρόκληση της πυρκαγιάς και ο σχετικός προβαλλόμενος κατά δικονομική επικουρικότητα ισχυρισμός περί συντρέχουσας υπαιτιότητας αυτού, κατ' άρθρο 300 ΑΚ, που επανυποβάλλει η εναγόμενη, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ' ουσίαν. Αποδείχθηκε, λοιπόν, ότι ο Χ. Χ. υπό την προαναφερόμενη ιδιότητα του και η εναγομένη - εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία, ως προστήσασα αυτόν στην εκτέλεση των παραπάνω εργασιών, ευθύνονται εις ολόκληρον κατά τις διατάξεις των αδικοπραξιών (άρθρα 481, 482, 922 και 926 ΑΚ), έναντι των ως άνω αναφερομένων δικαιούχων των ασφαλισμάτων που ζημιώθηκαν από την καταστροφή, λόγω της πυρκαγιάς που ξέσπασε στην κεντρική αποθήκη της εναγομένης και επεκτάθηκε στο οικοδόμημα 27 και στα εντός αυτού μηχανήματα και εν γένει εξοπλισμό του τυπογραφείου και που ήταν ασφαλισμένα κατ' εκείνον τον χρόνο στην ενάγουσα - εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία κατά παντός κινδύνου απώλειας, ζημίας, βλάβης κλπ, οφειλόμενων σε φωτιά...".Έτσι που έκρινε και μ'αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ' αυτήν την απαιτούμενη αιτιολογία που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των προδιαληφθεισών διατάξεων των άρθρων 914 και 922 ΑΚ και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής εφαρμογής αυτών, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε εκ πλαγίου. Τούτο δε διότι αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό πόρισμα, ότι η πυρκαγιά που ξέσπασε στην κεντρική αποθήκη της αναιρεσείουσας και επεκτάθηκε στο οικοδόμημα 27 και στα εντός αυτού μηχανήματα και εν γένει εξοπλισμό του τυπογραφείου και που ήταν ασφαλισμένα κατ' εκείνον τον χρόνο στην αναιρεσίβλητη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία κατά παντός κινδύνου απώλειας, ζημίας, βλάβης κλπ, οφειλόμενων σε φωτιά, προκλήθηκε λόγω της απόρριψης από τον εργαζόμενο-προστηθέντα της αναιρεσείουσας Χ. Χ., της στάχτης της σόμπας πέλλετ πριν αυτή κρυώσει σε μεταλλικό κάδο πλησίον αυτής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες παραδοχές, ο Χ. Χ., υπάλληλος της αναιρεσείουσας, ο οποίος χειριζόταν την κοπτική μηχανή που βρισκόταν εντός της κεντρικής αποθήκης και στον οποίο είχε αναθέσει η αναιρεσείουσα, στο πλαίσιο των καθηκόντων του, να τακτοποιεί το χώρο και να καθαρίζει την θερμάστρα πέλλετ, με την οποία θερμαινόταν ο χώρος, σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή της, δηλ. να σβήνει την θερμάστρα και αφού περιμένει μια ώρα ώστε η στάχτη να κρυώσει εντελώς, στη συνέχεια να απορρίψει τη στάχτη σε μεταλλικό κάδο πλησίον αυτής, στις 28-12-2017,αποχώρησε περί ώρα 21.50 από την κεντρική αποθήκη της αναιρεσείουσας, αφού απέρριψε σε παρακείμενο κάδο τη στάχτη από τη θερμάστρα πέλλετ, χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί, από βαρεία αυτού αμέλεια, καθόσον, αν και ήταν υπόχρεος από τα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί, παρέλειψε να επιδείξει την επιβαλλόμενη από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τις κρατούσες για τη συγκεκριμένη εργασία συνθήκες υποχρέωση πρόνοιας και επιμέλειας, την οποία οφείλουν να επιδεικνύουν οι μέσοι συνετοί και επιμελείς εργαζόμενοι με τα ίδια καθήκοντα, ότι τα υπολείμματα από το πέλλετ είχαν σβήσει εντελώς, ενώ αυτά δεν είχαν σβήσει, με συνέπεια να υποβόσκει καύση(χόβολη),η οποία διατηρήθηκε επί ώρες, να αναπτυχθεί θερμότητα στο χώρο, να σπάσουν τα τζάμια, να εισέλθει ατμοσφαιρικός αέρας στο χώρο και να εκδηλωθεί πυρκαγιά σχεδόν τρείς ώρες μετά την απόρριψη της στάχτης ,εξαιτίας της οποίας υπέστη ζημίες το όμορο κτίριο, ιδιοκτησίας του Α.Α. και καταστράφηκε η εντός αυτού επιχείρηση τυπογραφείου του Α.Α. που ήταν ασφαλισμένα κατ'εκείνο το χρόνο στην αναιρεσίβλητη κατά παντός κινδύνου οφειλόμενου σε φωτιά. Εξάλλου, ο ως άνω ζημιωθείς Α. Α. δεν συνετέλεσε από δικό του πταίσμα στην έκταση της ζημίας του, καθόσον η πυρκαγιά, ενώ έγινε αμέσως αντιληπτή και κατέφθασε η Πυροσβεστική Υπηρεσία με 11 οχήματα και 30 πυροσβέστες, λόγω των εύφλεκτων υλικών που υπήρχαν εντός της αποθήκης της αναιρεσείουσας η κατάσβεσή της ήταν πολύ δύσκολη, με συνέπεια να εξαπλωθεί πολύ γρήγορα και στο όμορο κτίριο αυτού (Α.Α.) από την μεταλλική στέγη προκαλώντας καταστροφικές ζημίες στο δεύτερο επίπεδο των γραφείων και το πατάρι, όπου βρίσκονταν τα μηχανήματα παραγωγής, έτοιμα βιβλία και πρώτες ύλες, από δε τη φλεγόμενη ψευδοροφή η φωτιά μεταδόθηκε στο ισόγειο που δεν καλυπτόταν από το πατάρι, όπου υπήρχαν τα μηχανήματα, τα οποία ζημιώθηκαν και από τα ύδατα που χρησιμοποιήθηκαν στην κατάσβεση, και επιπλέον από την πυρκαγιά καταστράφηκαν η μεσοτοιχία από οπτοπλινθοδομή, τα παράθυρα αλουμινίου και τα μεταλλικά υποστυλώματα. Επομένως, οι δεύτερος και πέμπτος λόγοι της αναιρέσεως από τον αριθ.19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις που περιέχονται στον ως άνω δεύτερο αναιρετικό λόγο αναφέρονται στην εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων και στην αξιολόγηση των αποδείξεων και δεν ελέγχονται από τον Άρειο Πάγο(άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ) και συνεπώς ο λόγος αυτός κατά το αντίστοιχο μέρος του είναι απαράδεκτος.
6. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11γ` του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή ισχυρισμών, δηλαδή λυσιτελών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 2/2008, ΟλΑΠ 14/2005,ΟλΑΠ 42/2002), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη. Κατά την έννοια αυτή ο ισχυρισμός, για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου έγινε η προσκόμιση και η επίκληση του κρισίμου αποδεικτικού μέσου, πρέπει να είναι νόμιμος και να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας. Για την ίδρυση πάντως του παραπάνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη. Ωστόσο, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνον από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 855/2022,ΑΠ 47/2020, ΑΠ 466/2019, ΑΠ 1557/2018, ΑΠ 1349/2017).
7.Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης , η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Εφετείο την αιτίαση, από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι δεν έλαβε υπόψη και, σε κάθε περίπτωση, δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι έχει ληφθεί υπόψη, αποδεικτικό μέσο που νόμιμα επικαλέστηκε και προσκόμισε ως εναγομένη-εφεσίβλητη κατά τη συζήτηση της έφεσης της αναιρεσίβλητης, προς αντίκρουση του ουσιώδους ισχυρισμού της αναιρεσίβλητης ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από υπαιτιότητα των προστηθέντων της (αναιρεσείουσας) και ειδικότερα η από 9-1-2018 ένορκη κατάθεση του υπαλλήλου της Χ. Χ. ενώπιον του πυρονόμου Β. Μ., στην οποία αναφέρει ότι οι στάχτες δεν παρέμειναν πυρακτωμένες μέσα στον κάδο, διότι έκλεισε τη σόμπα μία ώρα σχεδόν πριν την αποχώρησή του και έτσι οι στάχτες θα είχαν παγώσει εντός του κάδου. Όμως, από τη βεβαίωση του Εφετείου, που περιέχεται στην απόφασή του, ότι ελήφθησαν υπόψη, μεταξύ άλλων, "όλα τα έγγραφα που νομότυπα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι , με τις έγγραφες προτάσεις τους και τα έγγραφα που συντάχθηκαν στο πλαίσιο της ποινικής δικογραφίας που σχηματίστηκε και εκτιμώνται ελεύθερα ως δικαστικά τεκμήρια" ,σε συνδυασμό με το πλήρες και χωρίς αντιφάσεις και κενά περιεχόμενο της απόφασης, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, αλλά καθίσται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη το ως άνω αποδεικτικό μέσο, το οποίο συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, χωρίς να είναι αναγκαία η ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση καθενός από αυτά. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ` του KΠολΔ, είναι αβάσιμος.
8. Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 13 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου, σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος απόδειξης των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανένας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα για να ισχύει η έννομη συνέπεια, της οποίας διώκεται η δικαστική διάγνωση. Το βάρος απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει τον διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο πρέπει να επιβάλλει με απόφασή του την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό της πλήρους δικανικής πεποίθησης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Αντίθετα, αντικειμενικό βάρος απόδειξης είναι ο κίνδυνος που διατρέχει ο διάδικος σε περίπτωση αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γένεσης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γένεσης της επίδικης έννομης συνέπειας διαδίκου, στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ. 13 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης (ΑΠ 559/2020, ΑΠ 903/2019, ΑΠ 233/2011). Ακολούθως, μετά την κατάργηση με τους ν. 2207/1994 και 2479/1997 της προδικαστικής απόφασης και της εισαγωγής της διαδικασίας του άρθρου 270 ΚΠολΔ, σε όλες τις υποθέσεις της τακτικής διαδικασίας δεν τίθεται θέμα υποκειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια του προσδιορισμού του διαδίκου, στον οποίο πρέπει να επιβάλει με απόφασή του, την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού. Αντίθετα, το αντικειμενικό βάρος απόδειξης, με την έννοια προσδιορισμού του διαδίκου, ο οποίος φέρει τον κίνδυνο της δημιουργούμενης στο δικαστήριο αμφιβολίας για την απόδειξη των θεμελιωτικών της αγωγής ή της ένστασης πραγματικών περιστατικών, εξακολουθεί να λειτουργεί, σ` αυτό δε εντοπίζεται και περιορίζεται ο αναιρετικός έλεγχος από το άρθρο 559 αρ. 13 ΚΠολΔ, κατά τους ορισμούς του οποίου ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος απόδειξης (ΑΠ 140/2023, ΑΠ 233/2022,ΑΠ 1382/2019, ΑΠ 974/2018, ΑΠ 1693/2017, ΑΠ 10/2013).
9.Με τον τέταρτο λόγο του αναιρετηρίου, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, της παραβίασης των ορισμών του νόμου, ως προς το βάρος απόδειξης, επικαλούμενη ότι, αν και η αναιρεσίβλητη ενάγουσα όφειλε ν'αποδείξει την συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 914 ΑΚ, και ειδικότερα την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων της, ήτοι την πρόκληση της πυρκαγιάς από υπαιτιότητά τους και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς και του επελθόντος αποτελέσματος της ζημίας, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, εσφαλμένα δέχθηκε ότι, εφόσον η ίδια(αναιρεσείουσα-εναγομένη) δεν απέδειξε ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από άλλα αίτια, αυτή προκλήθηκε από υπαιτιότητά της, επιβάλλοντας έτσι, στην ίδια το σχετικό βάρος απόδειξης. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι αγωγικοί ισχυρισμοί της αναιρεσίβλητης, έγιναν δεκτοί όχι επειδή η αναιρεσείουσα (εναγομένη) δεν απέδειξε ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από άλλα αίτια, αλλά επειδή κρίθηκαν επαρκείς οι προσκομισθείσες από την αναιρεσίβλητη (ενάγουσα) αποδείξεις, ότι ο προστηθείς από την αναιρεσείουσα Χ.Χ. απέρριψε σε κάδο απορριμάτων την στάχτη από την θερμάστρα πέλλετ, χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι τα υπολείμματα από το πέλλετ είχαν σβήσει εντελώς.
10. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 10-11-2022 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθ. ... απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά της (άρθρα 176, 183,189 αριθ.1, 191 αριθ.2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ -
Απορρίπτει την από 10-11-2022 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθ. ... απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
-Διατάσσει την εισαγωγή του παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο.
-Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες και επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Μαΐου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή