ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 764/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 764/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 764/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 764 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 764/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Ευτύχιο Νικόπουλο, Βαρβάρα Πάπαρη - Εισηγήτρια και Φωτεινή Μηλιώνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Απριλίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "..." και τον διακριτικό τίτλο "... Α.Ε" (πρώην "...", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπυρίδωνα Τσαντίνη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μονοπρόσωπης Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία "... Ε.Π.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Β. Κ. του Γ., κατοίκου ..., 3) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που εδρεύει στην Καβάλα και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Τσουμάνη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 46/1/2007 ανακοπή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκε η ... οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 7/6/2021 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Η κρινόμενη από 7.6.2021 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ.... τελεσίδικης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 632 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 9 παρ.5 του ν.2145/1993 και πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 14 του Ν.4055/2012 αρχικά και ακολούθως με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 552,553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρ 577 παρ.3 ΚΠολΔ). 2.Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, που παραδεκτά επισκοπούνται κατ'άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, προκύπτουν, επί της διαδικαστικής πορείας της υπόθεσης, τα ακόλουθα: Οι ανακόπτουσες, και ήδη αναιρεσίβλητες, με την από 16-1-2007 ανακοπή τους και τους πρόσθετους αυτής λόγους, ζήτησαν την ακύρωση της υπ' αριθ. 305/2007 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε μετά από αίτηση της ήδη αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας, και με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν σε ολόκληρο στην καθ' ης η ανακοπή - αναιρεσείουσα, οι μεν δύο πρώτες εξ αυτών (... και η νόμιμος εκπρόσωπος αυτής Β. Κ.) το ποσό των 5.676.000 Ευρώ και άπασες το ποσό των 2.400.000 Ευρώ, από απαίτηση που πηγάζει από τιμήματα συμβάσεων πώλησης ποσότητας επεξεργασμένων καπνών μεταξύ της πρώτης ανακόπτουσας - πρώτης αναιρεσίβλητης και της καθ' ης η ανακοπή-αναιρεσείουσας, χάριν καταβολής των οποίων εκδόθηκε επιταγή με το συνολικό ποσό των 8.076.000 Ευρώ, και συμβάσεων εγγύησης μεταξύ των λοιπών ανακοπτουσών - αναιρεσιβλήτων και της καθ' ης-αναιρεσείουσας υπέρ της πρώτης εξ αυτών. Η ανακοπή και οι από 18-9-2007,27-9-2007,2-5-2008 και 7-5-2008 πρόσθετοι λόγοι αυτής, εισήχθησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών μετά από παραπομπή με την υπ'αριθμ.... απόφαση του Εφετείου Αθηνών, μόνον ως προς τις απαιτήσεις της καθής η ανακοπή-αναιρεσείουσας σε βάρος των ανακοπτόντων-αναιρεσιβλήτων από τις συμβάσεις πώλησης και εγγύησης και όχι από τον πιστωτικό τίτλο, εκδόθηκε δε επ'αυτών η προσβαλλόμενη υπ'αριθμ.... απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία δέχτηκε α)αναφορικά με την πρώτη ανακόπτουσα-αναιρεσίβλητη τον τέταρτο λόγο ανακοπής, β)αναφορικά με την δεύτερη ανακόπτουσα-αναιρεσίβλητη τον δεύτερο λόγο ανακοπής και γ) αναφορικά με την τρίτη ανακόπτουσα τους τρίτο και τέταρτο των προσθέτων λόγων ανακοπής(από 2-5-2008 και 7-5-2008) και την ανακοπή και τους από 18-9-2007,27-9-2007, 2-5-2008 και 7-5-2008 πρόσθετους λόγους ως ουσιαστικά βάσιμους, ως προς το παραπεμφθέν μέρος τους και ακύρωσε την ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής.
3. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, που σκοπό έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρ. 106 ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρ. 110 παρ. 2 ΚΠολΔ), ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης η αντένστασης, καθώς και οι λόγοι έφεση. Δεν αποτελούν "πράγματα" οι αρνητικοί ισχυρισμοί που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση καθεμιάς εξ αυτών, αφού οι τελευταίοι αποκρούονται με την παραδοχή ως βάσιμων των θεμελιωτικών τους γεγονότων (ΟλΑΠ 469/1984, ΑΠ 141/2017) ή οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων, και προβάλλονται προς υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων, ούτε οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία του διαδίκου ή τα πορίσματα των αποδείξεων, τα οποία το δικαστήριο εκτιμά ανελέγκτως, έστω και αν αποτελούν περιεχόμενο λόγου έφεσης, ούτε οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι ισχυρισμοί (ΟλΑΠ 3/1997,ΑΠ 1569/2022,ΑΠ 11/2017). "Πράγμα" αποτελεί και ο ισχυρισμός περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος (ΑΠ 387/2022). Εξάλλου, ο εκ του άνω αριθμού λόγος αναίρεσης δεν ιδρύεται, εάν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ρητά για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό. Τέτοια δε, περίπτωση απόρριψης του σχετικού ισχυρισμού συντρέχει και όταν το δικαστήριο της ουσίας αντιμετωπίζει και απορρίπτει κατ' ουσίαν εκ του πράγματος τον προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς εκείνα που συνιστούν την ιστορική του βάση, έστω και εάν η απόρριψή του δεν είναι ρητή (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 1093/2020, ΑΠ 1080/2020, ΑΠ 268/2019, ΑΠ 1262/2018). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ επιτρέπεται αναίρεση και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της εννόμου συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (ΟλΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 861/1984, ΑΠ 935/2020, ΑΠ 540/2016, ΑΠ 511/2016). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/2008, ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 37/2021, ΑΠ 1551/2018). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν ''αιτιολογία'', ώστε στο πλαίσιο της άνω διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξάλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης, εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1551/2022,ΑΠ 1290/2022, ΑΠ 1551/2018, ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009).Επίσης, δεν θεμελιώνεται αναιρετικός λόγος από τον αρ.19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για έλλειψη νόμιμης βάσης, (ή από τον αρ.1),αν δεν υπάρχει στην απόφαση καθόλου μείζων πρόταση, δηλαδή νομικές σκέψεις στις αιτιολογίες της, εφόσον κατά τα λοιπά δεν θεωρούνται ανεπαρκείς οι παραδοχές της, με άλλα λόγια, εφόσον οι παραδοχές συμφωνούν με τον, μη αναφερόμενο αλλά εννοούμενο ως διέποντα την ένδικη σχέση, κανόνα δικαίου (ΑΠ 1551/2022, ΑΠ 1426/2006).
4.Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε, ως προς τους παρακάτω ερευνώμενους αναιρετικούς λόγους, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με αίτηση της καθ' ης(ήδη αναιρεσείουσας) εκδόθηκε η υπ' αριθ. 305/2007 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκαν σε ολόκληρο οι ανακόπτουσες (ήδη αναιρεσίβλητες) να καταβάλουν σε αυτήν η μεν πρώτη και δεύτερη εξ αυτών το ποσό των 8.076.000 Ευρώ και η τρίτη το ποσό των 2.400.000 Ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Η προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τα αναφερόμενα σε αυτήν έγγραφα και συγκεκριμένα α) την υπ' αριθ. ... επιταγή της ..., β) τα υπ' αριθ. ... και ... πινάκια παράδοσης αξιογράφων και τις υπ' αριθ. ... και ... αποδείξεις παραλαβής αξιογράφων, γ) τα από 20.5.2005, 10.10.2005 και 1.3.2006 ιδιωτικά συμφωνητικό με τα επικυρωμένα αντίγραφα των τριμηνιαίων συγκεντρωτικών καταστάσεων αυτών που φέρουν τις υπ' αριθ. ... πράξεις θεώρησης της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., δ) τα υπ' αριθ. ... τιμολόγια πώλησης, τα υπ' αριθ. ... δελτία αποστολής και τα από 23.12.2005 ειδικά διπλότυπα δελτία απαλλαγής από τον ΦΠΑ με αριθμούς βιβλίου μητρώου 9.1 και 9.2 αντίστοιχα, ε) τις υπ' αριθ. ... αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στ) την από 27.2.2006 εξώδικη διαμαρτυρία πρόσκληση και δήλωση, επιδοθείσα στην πρώτη και δεύτερη των ανακοπτουσών (με τις υπ' αριθ. ... εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή Πρωτοδικείου Καβάλας Κ. Γ., ζ) αντίγραφα των υπ' αριθ. ... πληρεξουσίων ενώπιον της συμβολαιογράφου Καβάλας Γ. Ζ.-Κ. και η) αντίγραφα του από 23.9.2005 πρακτικού του διοικητικού συμβουλίου και της από 4.10.2005 απόφασης της γενικής συνέλευσης της τρίτης ανακόπτουσας, καθώς και αντίγραφο του υπ' αριθ. ... πληρεξουσίου ενώπιον της συμβολαιογράφου Καβάλας Γ. Ζ.-Κ.. Από τα προαναφερόμενα έγγραφα προέκυψε, κατά την έκδοση της ανακοπτόμενης, ότι η καθ' ης εταιρεία πώλησε και παρέδωσε στην πρώτη ανακόπτουσα εταιρεία τις αναφερόμενες στα από 20.5.2005 και 10.10.2005 ιδιωτικά συμφωνητικά ποσότητες επεξεργασμένων καπνών Basma ποιότητας Α', εσοδείας ... Ι/
ΙΙΙ. Το συνολικό τίμημα της πώλησης που συνήφθη με το από 20.5.2005 ιδιωτικό συμφωνητικό ορίστηκε στο ποσό των 6.776.000 Ευρώ πλέον ΦΠΑ, το οποίο η αγοράστρια όφειλε να καταβάλει σε τρεις δόσεις, ήτοι ποσό 2.710.400 Ευρώ πλέον ΦΠΑ μέχρι τις 31.12.2005, ποσό 2.032.800 Ευρώ πλέον ΦΠΑ μέχρι τις 28.2.2006 και ποσό 2.032.800 Ευρώ πλέον ΦΠΑ μέχρι τις 31.3.2006. Την εμπρόθεσμη και ολοσχερή καταβολή του τιμήματος εγγυήθηκε η δεύτερη ανακόπτουσα υπέρ της πρώτης, ευθυνόμενη ως αυτοφειλέτρια, παραιτούμενη ανεπιφύλακτα έναντι της πωλήτριας από το δικαίωμα δίζησης, από το δικαίωμα να προτείνει κατά το άρθρο 853 ΑΚ ενστάσεις της αγοράστριας κατά της πωλήτριας, καθώς και από αυτά που απορρέουν από τα άρθρα 853, 862, 863, 864, 866, 867 και 868 ΑΚ. Για την υπογραφή του προαναφερόμενου από 20.5.2005 ιδιωτικού συμφωνητικού, η δεύτερη ανακόπτουσα, που συμβλήθηκε ατομικά ως εγγυήτρια υπέρ της αγοράστριας, εκπροσωπήθηκε από την (τότε και ήδη θανούσα) δικηγόρο Καβάλας Ε. Κ. Π. δυνάμει των υπ' αριθ. ... πληρεξουσίων της συμβολαιογράφου Καβάλας Γ. Ζ.-Κ.. Για τη δυνάμει του προαναφερόμενου από 20.5.2005 ιδιωτικού συμφωνητικού πώληση, η πωλήτρια εταιρεία εξέδωσε το υπ' αριθ. ... τιμολόγιο πώλησης συνολικής αξίας 6.776.000 Ευρώ, χωρίς ΦΠΑ, λόγω απαλλαγής βάσει της ΑΥΟ αριθ. ... και γίνεται μνεία σε αυτό στο από 20.5.2005 ιδιωτικό συμφωνητικό και στο υπ' αριθ. 424 σειρά Α1 από 23.12.2005 δελτίο αποστολής, έκδοσης της εταιρείας με την επωνυμία "..., από το οποίο προκύπτει ότι η τελευταία διενήργησε τη διακίνηση των πωληθέντων καπνών προς την αγοράστρια-πρώτη ανακόπτουσα για λογαριασμό και κατ' εντολή της πωλήτριας. Εξάλλου, ως συνολικό τίμημα της δεύτερης πώλησης, που καταρτίστηκε με το από 10.10.2005 ιδιωτικό έγγραφο, ορίστηκε το ποσό των 2.400.000 Ευρώ πλέον ΦΠΑ, το οποίο η αγοράστρια όφειλε να καταβάλει στην πωλήτρια μέχρι τις 31.3.2006. Την εμπρόθεσμη και ολοσχερή καταβολή του προαναφερόμενου τιμήματος εγγυήθηκε υπέρ της αγοράστριας η δεύτερη ανακόπτουσα, παραιτούμενη της ένστασης τη δίζησης, διαίρεσης και των συναφών ενστάσεων του ΑΚ. Για την υπογραφή του ως άνω από 10.10.2005 ιδιωτικού συμφωνητικού, η δεύτερη ανακόπτουσα, που συμβλήθηκε ατομικά ως εγγυήτρια υπέρ της αγοράστριας εκπροσωπήθηκε από τη δικηγόρο Καβάλας Ε. Κ. Π., δυνάμει των υπ' αριθ. ... πληρεξουσίων της Συμβολαιογράφου Καβάλας Γ. Ζ. - Κ.. Η τρίτη ανακόπτουσα, με το προαναφερόμενο από 10.10.2005 ιδιωτικό συμφωνητικό, ανέλαβε την υποχρέωση, για την περαιτέρω διασφάλιση της πωλήτριας και για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της αγοράστριας από αυτό το ιδιωτικό συμφωνητικό, να παράσχει για λογαριασμό της αγοράστριας το αργότερο μέχρι και τις 10.10.2005 προσημείωση υποθήκης στην αναφερόμενη σε αυτό ιδιοκτησία της. Την ίδια ημέρα, στις 10.10.2005, συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αίτηση της καθ' ης πωλήτριας προκειμένου να της επιτραπεί η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί του προαναφερόμενου ακινήτου της τρίτης ανακόπτουσας, κατά την οποία παραστάθηκε η μεν καθ' ης πωλήτρια δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Λ. Μ., η δε τρίτη ανακόπτουσα εκπροσωπήθηκε από τη δικηγόρο Καβάλας Ε. Π., δυνάμει του υπ' αριθ. ... πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Καβάλας Γ. Ζ.-Κ., νομιμοποιηθείσα από τον δικηγόρο Αθηνών Χ. Π., όπου αυτή συνομολόγησε τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την εν λόγω αίτηση και συναίνεσε στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης ποσού 2.450.000 Ευρώ επί της προαναφερόμενης ιδιοκτησίας της τρίτης ανακόπτουσας, κατόπιν δε εκδόθηκε η υπ' αριθ. ... απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων). Για τη δυνάμει του προαναφερόμενου από 10.10.2005 ιδιωτικού συμφωνητικού πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία εξέδωσε το υπ' αριθ. ... τιμολόγιο πώλησης συνολικής αξίας 2.400.000 Ευρώ χωρίς ΦΠΑ, λόγω απαλλαγής βάσει της ΑΥΟ υπ' αριθ. ... και γίνεται μνεία σε αυτό στο από 10.10.2005 ιδιωτικό συμφωνητικό και στο υπ' αριθ. ... δελτίο αποστολής που εξέδωσε η εταιρεία με την επωνυμία "..." ("..."), από το οποίο προέκυψε ότι η τελευταία διενήργησε τη διακίνηση των πωληθέντων καπνών προς την αγοράστρια-πρώτη ανακόπτουσα για λογαριασμό και κατ' εντολή της πωλήτριας. Περαιτέρω, προέκυψε ότι με το από 1.3.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων και της εταιρείας με την επωνυμία "..." ("..."), οι συμβαλλόμενοι αναγνώρισαν ότι η οφειλή της πρώτης ανακόπτουσας από τα με ημερομηνία 20.5.2005 και 10.10.2005 ιδιωτικά συμφωνητικά, μετά τις γενόμενες καταβολές, ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 8.076.000 Ευρώ, το οποίο συμφώνησαν να εξοφληθεί σε δύο δόσεις, ήτοι ποσό 3.388.000 Ευρώ στις 31.5.2006 και ποσό 4.688.000 Ευρώ στις 12.6.2006, για την αποπληρωμή δε των ποσών αυτών η πρώτη ανακόπτουσα, αγοράστρια εξέδωσε σε διαταγή της καθ' ης πωλήτριας δύο μεταχρονολογημένες επιταγές της ... με αριθμό ... και αναγραφόμενες ημερομηνίες έκδοσης 31.5.2006 και 12.6.2006 αντίστοιχα, ποσού 3.388.000 και 4.688.000 Ευρώ, αντίστοιχα. Περαιτέρω, από το υπ' αριθ. ... πινάκιο παράδοσης αξιογράφων σε συνδυασμό με την υπ' αριθ. 799 απόδειξη παραλαβής αξιογράφων προέκυψε ότι οι δύο αυτές επιταγές αντικαταστάθηκαν από την υπ' αριθ. ... επιταγή της ... με εκδότρια την πρώτη ανακόπτουσα ποσού 8.076.000 Ευρώ, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης 30.6.2006 σε διαταγή της καθ' ης. Και η τελευταία αυτή επιταγή αντικαταστάθηκε με την υπ' αριθ. ... επιταγή της ..., που εξέδωσε η πρώτη ανακόπτουσα και υπέγραψε η Ο. Π.-Κ. δυνάμει του υπ' αριθ. ... πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Καβάλας Γ. Ζ.-Κ. με αναγραφόμενη σε αυτήν ημερομηνία έκδοσης 10.7.2006 ποσού 8.076.000 Ευρώ. Η επιταγή αυτή εμφανίστηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα στις 17.7.2006, πλην όμως δεν πληρώθηκε λόγω ανεπαρκούς υπολοίπου, όπως βεβαιώθηκε με την από 17.7.2006 βεβαίωση της πληρώτριας τράπεζας στο σώμα της επιταγής. Ακολούθως, με αίτηση της καθ' ης εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής με βάση όλα τα προαναφερόμενα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση της καθ' ης σε βάρος των ανακοπτουσών καθώς και το οφειλόμενο ποσό, δεχόμενη την περί επιταγής βάση (ιδίως δε επιδικάζοντας τόκους από την επομένη της εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή), που αφορά μόνο την πρώτη ανακόπτουσα, καθώς και την περί εγγύησης βάση επί των ανωτέρω πωλήσεων, που αφορά τις δεύτερη και τρίτη ανακόπτουσες.... Ως προς τη δεύτερη ανακόπτουσα, σημειώνονται τα εξής: ....Η δεύτερη ανακόπτουσα με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής ισχυρίζεται ότι κατά τον χρόνο έκδοσης της ανακοπτόμενης διέμενε στο εξωτερικό και όχι στην ημεδαπή, συνεπώς ως προς αυτήν είναι άκυρη. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στην ανωτέρω αναφερθείσα διάταξη και πρέπει να ερευνηθεί για την ουσιαστική του βασιμότητα. Από τα παραπάνω αναφερθέντα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι η παραπάνω ανακόπτουσα διέμενε στο ... στις 11.1.2007 που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, καθώς σπούδαζε πληροφορική στο Πανεπιστήμιο ... του Εδιμβούργου. Η διαμονή της στο ... είχε αρχίσει, μαζί με την έναρξη των σπουδών της, ήδη 6 χρόνια νωρίτερα και συνεχίστηκε, καθώς η συγκεκριμένη διάδικος προχώρησε σε μεταπτυχιακές σπουδές στο ... του Ηνωμένου Βασιλείου. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από τη σαφή κατάθεση του μάρτυρα τον ανακοπτουσών, από τα έγγραφα που προσκομίζουν αυτές και δη τις σχετικές βεβαιώσεις σπουδών των παραπάνω πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αλλά και κυρίως από το γεγονός ότι ως προς αυτό η καθ' ης δεν προβάλλει αντιρρήσεις στις προτάσεις που κατέθεσε, συνεπώς συνάγεται ομολογία... Ωστόσο η καθ' ης αντιτείνει (στις προτάσεις της) ότι ναι μεν διέμενε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα η δεύτερη ανακόπτουσα στην αλλοδαπή, πλην όμως η δραστηριότητα και η έδρα της επιχείρησής της (της μονοπρόσωπης ΕΠΕ- πρώτης των ανακοπτουσών) βρισκόταν στην ημεδαπή (Καβάλα), όπου και εκπροσωπείτο από διάφορα πρόσωπα, εξουσιοδοτημένα από αυτήν, συνεπώς έγκυρα και νόμιμα εκδόθηκε η προσβαλλόμενη. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, επειδή η ως άνω ρύθμιση του άρθρου 624§2 ΚΠολΔ ίσχυε για όλους τους διαμένοντες οφειλέτες στην αλλοδαπή, ανεξάρτητα από το γεγονός αν είχαν ή όχι αντίκλητο στην ημεδαπή ή αν υπήρχαν σε αυτήν άτομα εξουσιοδοτημένα να τα εκπροσωπούν. Η σημερινή μορφή της εν λόγω διάταξης που πλέον ορίζει ότι "Δεν είναι δυνατόν να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, και αν εκδοθεί είναι άκυρη, αν η επίδοσή της πρέπει να γίνει σε πρόσωπο που η διαμονή του είναι άγνωστη, εκτός αν έχει αντίκλητο νόμιμα διορισμένο, σύμφωνα με το άρθρο 142 ΚΠολΔ" και συνεπώς κατήργησε την απαγόρευση έκδοσης διαταγής πληρωμής σε άτομα που διαμένουν στο εξωτερικό, δεν καταλαμβάνει την υπό κρίση περίπτωση, επειδή σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παράγραφος 4 του ν. 4335/2015, η ισχύς της αρχίζει από 1.1.2016, ενώ η ανακοπτόμενη διαταγή εκδόθηκε αλλά και η κρινόμενη ανακοπή ασκήθηκε σε χρόνο προγενέστερο (το έτος 2007). Είναι αδιάφορο το γεγονός πού και πώς έλαβε χώρα η επίδοση της διαταγής πληρωμής, εν προκειμένω στην Καβάλα, επειδή το κρινόμενο γεγονός είναι το κύρος της έκδοσής της, και άρα κρίσιμος χρόνος είναι αυτός της έκδοσης, που προηγείται της επίδοσης.
Συνεπώς, ο κρινόμενος λόγος της ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός κατ' ουσίαν και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ως προς τη δεύτερη ανακόπτουσα.... Η τρίτη ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρεία, με τους τρίτο και τέταρτο πρόσθετους λόγους ανακοπής (δικόγραφα με αριθμό κατάθεσης 4.190 και 4.319/2008), που είναι συναφείς μεταξύ τους, ισχυρίζεται ότι η από 4.10.2005 απόφαση της γενικής συνέλευσης της ιδίας, με την οποία αποφασίστηκε να παρασχεθεί εμπράγματη ασφάλεια και δη προσημείωση υποθήκης ενός ακινήτου της υπέρ της καθ' ης ως εγγύηση για κάλυψη οφειλής της πρώτης ανακόπτουσας, καθώς και τα από 10.10.2005 και 1.3.2006 ιδιωτικά συμφωνητικά, με βάση τα οποία αυτή ανέλαβε την υποχρέωση να παράσχει πρώτη προσημείωση υποθήκης σε ακίνητό της για τον ίδιο λόγο, είναι απολύτως άκυρες και συνακόλουθα είναι άκυρη η δοθείσα εγγύηση και παροχή ασφάλειας υπέρ της καθ' ης, καθώς η άνω παροχή εγγύησης δόθηκε από την ίδια υπέρ προσώπου που είναι συγγενής πρώτου βαθμού (θυγατέρα) της προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της και κυρίας μετόχου της ίδιας (τρίτης ανακόπτουσας). Πράγματι, αποδεικνύεται ότι η τρίτη ανακόπτουσα, έχοντας πρόεδρο διοικητικού συμβουλίου και κύρια μέτοχο την Ο. Κ., παρείχε εγγύηση υπέρ της πρώτης ανακόπτουσας, η οποία είναι μονοπρόσωπη ΕΠΕ με μοναδική εταίρο τη δεύτερη ανακόπτουσα και θυγατέρα της Ο. Κ.. Η άνω σύμβαση, που είναι σύμβαση εγγύησης, εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 23α του ν. 2.190/1920. Η καθ' ης, που δεν αντιλέγει ως προς τα παραπάνω, ισχυρίζεται ότι η παροχή εγγύησης δεν δόθηκε προς την δεύτερη ανακόπτουσα, θυγατέρα της Ο. Κ., αλλά προς το νομικό πρόσωπο της πρώτης ανακόπτουσας και επομένως δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του άνω άρθρου. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, επειδή η πρώτη ανακόπτουσα εταιρεία είναι μονοπρόσωπη ΕΠΕ με μόνη εταίρο τη δεύτερη ανακόπτουσα που την ελέγχει απόλυτα και η απαγόρευση του άρθρου 23α του ν. 2.190/ 1920 καλύπτει όχι μόνο τα φυσικά πρόσωπα, που είναι συγγενείς των μελών του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας, αλλά και τα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται απόλυτα από τα ανωτέρω πρόσωπα (συγγενείς), όπως στην προκειμένη περίπτωση το νομικό πρόσωπο μονοπρόσωπης εταιρείας. Ο περαιτέρω προβαλλόμενος ισχυρισμός από την καθ' ης περί παραβίασης του άρθρου 281 ΑΚ σχετικά με τα ανωτέρω, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον τα επικαλούμενα από αυτήν περιστατικά δεν συνιστούν καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος, διότι η ως άνω ακυρότητα επέρχεται αυτοδικαίως και μάλιστα ανεξαρτήτως του εάν οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν ή όχι την απαγόρευση ή τον περιορισμό και ανεξάρτητα αν είχαν πρόθεση να τον παραβιάσουν... Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως ουσιαστικά βάσιμοι και οι υπό κρίση τρίτος και τέταρτος πρόσθετοι λόγοι της ανακοπής και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και ως προς την τρίτη ανακόπτουσα".
5.Με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη του τον αυτοτελή ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, που προβλήθηκε με τις προτάσεις της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, ότι ο δεύτερος λόγος ανακοπής με τον οποίο η δεύτερη αναιρεσίβλητη ζήτησε την ακύρωση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής διότι κατά τον χρόνο έκδοσής της διέμενε στο εξωτερικό(...), είναι νόμω και ουσία αβάσιμος και καταφανώς αναληθής και καταχρηστικός, ως προσχηματικός και παρελκυστικός, και διότι δεν αναφέρει στα σχετικά δικόγραφά της πλήρη διεύθυνση διαμονής στο ..., με συνέπεια την παρέλκυση ικανοποιήσεως της απαίτησής της. Ο λόγος αυτός, αναφορικά με τον ισχυρισμό περί καταχρηστικότητας του δευτέρου λόγου ανακοπής ο οποίος(ισχυρισμός) είναι "πράγμα", είναι αβάσιμος διότι, όπως προκύπτει από το προεκτιθέμενο περιεχόμενο αυτής (προσβαλλομένης), το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον προβληθέντα με τις ενώπιον αυτού προτάσεις ως άνω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας και τον απέρριψε, δεχόμενο τα αντίθετα, χωρίς να ελέγχεται (με τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο) η ορθότητα ή μη της απορριπτικής κρίσης, ενώ αναφορικά με τον ισχυρισμό περί νόμω και ουσία αβασίμου αυτού(λόγου ανακοπής) είναι απαράδεκτος διότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν είναι "πράγμα". Περαιτέρω, με τον ίδιο λόγο της αίτησης αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Δικαστήριο της ουσίας παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 51 και 53 ΑΚ, καθόσον στερείται μείζονος προτάσεως και επιπλέον, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, δέχθηκε ότι η δεύτερη αναιρεσίβλητη κατά τον χρόνο έκδοσης της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής διέμενε στο εξωτερικό και ότι ως προς αυτό υπήρχε ομολογία της ίδιας (αναιρεσείουσας),απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της (αναιρεσείουσας), ότι η δεύτερη αναιρεσίβλητη ως μοναδική μέτοχος και διαχειρίστρια της πρώτης αναιρεσίβλητης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης έχει υποχρεωτική ειδική κατοικία στην Ελλάδα. Ο λόγος αυτός, κατά το μέρος με το οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή δεν περιέχει μείζονα πρόταση, στην οποία να διαλαμβάνονται οι κανόνες ουσιαστικού δικαίου για την κατοικία των φυσικών και νομικών προσώπων, δηλαδή οι διατάξεις των άρθρων 51 και 53 του ΑΚ , είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι δεν θεμελιώνει αναιρετικό λόγο από τον αριθ. 19 ή από τον αρ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Περαιτέρω ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος με το οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή έχει ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της κατοικίας της δεύτερης αναιρεσείουσας, είναι αβάσιμος διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το Δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 51 και 53 του ΑΚ, ενώ αυτό εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 624 παρ. 2 ΚΠολΔ.
6. Κατά το άρθρο 23α ν.2190/1920 "περί ανωνύμων εταιρειών", που προστέθηκε με το άρθρο 4 ν.5076/1931, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 ν.δ.4237/1962 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 24 π.δ.409/1986 και άρθρο 2 π.δ.498/1987, ίσχυε δε κατά τον κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση χρόνο, πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 33 ν.3604/2007, και εν προκειμένω εφαρμόζεται κατά τα άρθρα 63, 64 παρ.1 και 108 παρ. 2 του ν.2725/1999, "Δάνεια της εταιρίας προς τους ιδρυτάς, μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, γενικούς διευθυντάς ή διευθυντάς αυτής, συγγενείς αυτών μέχρι και του τρίτου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας συμπεριλαμβανομένου ή συζύγους των ανωτέρω, ως και η παροχή πιστώσεων προς αυτούς καθ'οιονδήποτε τρόπον ή παροχή εγγυήσεων υπέρ αυτών προς τρίτους, απαγορεύονται απολύτως και είναι άκυρα"(παρ.1 εδ. α) . Η διάταξη αυτή θεσπίσθηκε για την πρόληψη ενδεχομένων καταχρήσεων εκ μέρους των ιθυνόντων προσώπων μιάς ανώνυμης εταιρίας, τα οποία ασκούν έλεγχο αυτής και διαχειρίζονται την περιουσία της. Από τον επιδιωκόμενο με τη διάταξη αυτή ως άνω σκοπό, που συνίσταται στη διατήρηση του μετοχικού κεφαλαίου προς επίτευξη του εταιρικού σκοπού, προκύπτει ότι οι άνω συμβάσεις είναι απολύτως άκυρες και όταν αυτές συνάπτονται μεταξύ εταιρίας και τρίτων, φυσικών ή νομικών προσώπων, οι οποίοι (τρίτοι) ενεργούν ως παρένθετα πρόσωπα των ανωτέρω (διευθυντών, μελών διοίκησης κλπ), αφού και στην περίπτωση αυτή αληθινά αντισυμβαλλόμενος και αποκτών ωφελήματα από την εταιρία είναι όχι το παρένθετο πρόσωπο, αλλά το κρυπτόμενο από αυτό (ΑΠ 1857/2009). Τέτοιο παρένθετο πρόσωπο μπορεί να είναι εταιρεία της οποίας μέλος ή μέτοχος είναι κάποιο από τα προαναφερθέντα πρόσωπα (διευθυντές, μέλη διοικήσεως κλπ. (ΑΠ 1512/2011, 1511/2011). Στην έννοια της εγγύησης, κατά την παραπάνω διάταξη του άρθρου 23α ν.2190/1920, περιλαμβάνεται, όχι μόνο η κατά το άρθρο 847 ΑΚ εγγύηση, αλλά και κάθε άλλη εγγυητική σύμβαση με την οποία η εταιρία αναλαμβάνει έναντι του αντισυμβαλλομένου της την ευθύνη ότι στην περίπτωση επέλευσης κάποιου πραγματικού ή νομικού αποτελέσματος ή τη συνέχιση μιάς κατάστασης, θα ευθύνεται σε αποζημίωση (ΟλΑΠ 19/2006), καθώς και εγγραφή προσημείωσης υποθήκης που χορηγήθηκε προς εξασφάλιση της απαίτησης του αντισυμβαλλομένου (ΑΠ 1857/2009). Εξάλλου, κατά την παρ.2 του ανωτέρω άρθρου "Οιαιδήποτε άλλαι συμβάσεις της εταιρείας μετά των άνω προσώπων είναι άκυροι άνευ προηγουμένης ειδικής εγκρίσεως αυτών υπό της γενικής συνελεύσεως των μετόχων. Η έγκρισις δεν παρέχεται αν εις την απόφασιν αντετάχθησαν μέτοχοι εκπροσωπούντες τουλάχιστον το 1/3 του εν τη συνελεύσει εκπροσωπουμένου. Η απαγόρευσις αύτη δεν ισχύει προκειμένου περί συμβάσεως μη εξερχομένης των ορίων της τρεχούσης συναλλαγής της εταιρείας μετά των πελατών της". Οι, κατά παράβαση της ανωτέρω διατάξεως, συναπτόμενες, συμβάσεις είναι αυτοδικαίως άκυρες κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 174 και 180 του ΑΚ, αν δεν προηγήθηκε ειδική έγκριση τους (άδεια) από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων, παρεχόμενη με την προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή πλειοψηφία, την έλλειψη δε της ειδικής αυτής άδειας δεν θεραπεύει η εκ των υστέρων έγκριση της Γενικής Συνέλευσης, έστω και αν έγινε ομόφωνα (ΟλΑΠ 32/1975, ΑΠ 1961/2013). Η ακυρότητα δ' αυτή εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, όταν έχουν προταθεί τα πραγματικά περιστατικά, που την παράγουν, ενώ μπορεί να προταθεί και κατ' ένσταση (ΑΠ 2122/2017, ΑΠ 1142/1998). Από τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 23α παρ. 1 και 2 Ν. 2190/1920, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 180 και 183 ΑΚ, συνάγεται ότι, εξαιρουμένων των συμβάσεων περί δανείων, παροχής πιστώσεων ή εγγυήσεων υπέρ των μνημονευόμενων σ' αυτές προσώπων, οι οποίες αφ' εαυτών είναι άκυρες, όλες οι λοιπές συμβάσεις είναι επίσης άκυρες, εκτός από εκείνες που δεν εξέρχονται των ορίων της τρέχουσας συναλλαγής ή προηγήθηκε ειδική έγκριση αυτών από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων. Απαιτείται δηλαδή άδεια της Γενικής Συνέλευσης, την έλλειψη της οποίας δεν θεραπεύει η εκ των υστέρων έγκριση της συνέλευσης αυτής, την οποία αποκλείει ο νόμος, αξιώνοντας "...προηγούμενη έγκριση...", έτσι ώστε να αποφεύγεται το ενδεχόμενο, η Γενική Συνέλευση, ευρισκόμενη πριν από τετελεσμένο γεγονός, να ενδώσει εκεί που θα είχε αρνηθεί την άδειά της (ΟλΑΠ 32/1975,ΑΠ 791/2015, ΑΠ 452/2005). Περαιτέρω, οι απαγορεύσεις των παραγράφων 1 και 2 ισχύουν για τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τα πρόσωπα που ασκούν έλεγχο επί της εταιρείας, τους συζύγους και τους συγγενείς των προσώπων αυτών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του τρίτου βαθμού, καθώς και τα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από τους ανωτέρω. Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο θεωρείται ότι ασκεί έλεγχο επί της εταιρείας, εάν συντρέχει μια από τις περιπτώσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 42Ε.Εξάλλου,σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 42Ε παρ.5 του ν.2190/1920,για την εφαρμογή αυτού του Νόμου συνδεμένες επιχειρήσεις είναι:α. Οι επιχειρήσεις εκείνες μεταξύ των οποίων υπάρχει σχέση μητρικής επιχείρησης προς θυγατρική. Σχέση μητρικής επιχείρησης προς θυγατρική υπάρχει όταν μία επιχείρηση (μητρική): α.α. ή έχει την πλειοψηφία του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας άλλης (θυγατρικής) επιχείρησης, έστω και αν η πλειοψηφία αυτή σχηματίζεται ύστερα από συνυπολογισμό των τίτλων και δικαιωμάτων που κατέχονται από τρίτους για λογαριασμό της μητρικής επιχείρησης. β.β. ή ελέγχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου μιας άλλης (θυγατρικής) επιχείρησης ύστερα από συμφωνία με άλλους μετόχους ή εταίρους της επιχείρησης αυτής, γ.γ. ή συμμετέχει στο κεφάλαιο μιας άλλης επιχείρησης και έχει το δικαίωμα είτε άμεσα είτε μέσω τρίτων να διορίζει ή να παύει την πλειοψηφία των μελών των οργάνων διοίκησης της επιχείρησης αυτής (θυγατρικής). δ.δ. ή ασκεί δεσπόζουσα επιρροή σε μια άλλη επιχείρηση (θυγατρική). Δεσπόζουσα επιρροή υπάρχει όταν η μητρική επιχείρηση διαθέτει άμεσα ή έμμεσα, δηλαδή μέσω τρίτων που ενεργούν για λογαριασμό της επιχείρησης αυτης, τουλάχιστον το 20% του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου της θυγατρικής και, ταυτόχρονα, ασκεί κυριαρχική επιρροή στη διοίκηση ή τη λειτουργία της τελευταίας....β. Οι συνδεμένες επιχειρήσεις της προηγούμενης περίπτωσης α, και κάθε μία από τις θυγατρικές ή τις θυγατρικές των θυγατρικών των συνδεμένων αυτών επιχειρήσεων. γ. Οι θυγατρικές επιχειρήσεις των προηγούμενων περιπτώσεων α και β, άσχετα αν μεταξύ των θυγατρικών αυτών δεν υπάρχει απευθείας δεσμός συμμετοχής. δ. Οι συνδεμένες επιχειρήσεις των προηγουμένων περιπτώσεων α, β και γ και κάθε άλλη επιχείρηση που συνδέεται με αυτές με τις σχέσεις των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 96". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Έτσι, με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος, πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο, τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσία (ΑΠ 58/2015). Στην περίπτωση δε που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση , η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικά και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παραβίαση (ΑΠ 467/2021, ΑΠ 935/2020, ΑΠ 50/2020, AΠ 598/2019, ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρ. 559 αρ. 10 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο απ' αυτήν προβλεπόμενος αναιρετικός λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχθηκε ως αληθινά πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης χωρίς απόδειξη, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση η αντένσταση χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη γι' αυτά ή όταν δεν προσδιορίζονται τα αποδεικτικά μέσα με βάση τα οποία διαμορφώθηκε το αποδεικτικό πόρισμα (ΑΠ 559/2020,ΑΠ 242/2014, ΑΠ 273/2011, ΑΠ 701/2008) χωρίς όμως να είναι απαραίτητο να αξιολογείται το καθένα χωριστά (ΑΠ 559/2020,ΑΠ 217/2016, 2031/2007, ΑΠ 499/2007).
7.Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες από τους αριθ.1 και 19 του άρθ.559 ΚΠολΔ, συνιστάμενες στο ότι το Δικαστήριο της ουσίας παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 23α και 42ε παρ.5 του Ν.2190/1920,δεχόμενο εσφαλμένα, και χωρίς αιτιολογίες, αναφορικά με τους τρίτο και τέταρτο πρόσθετους λόγους ανακοπής με τους οποίους η τρίτη αναιρεσίβλητη ζήτησε την ακύρωση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής διότι η παρασχεθείσα απ' αυτήν, ως εγγύηση, εμπράγματη ασφάλεια υπέρ της αναιρεσείουσας είναι άκυρη καθόσον δόθηκε υπέρ προσώπου που είναι συγγενής πρώτου βαθμού(θυγατέρα) της προέδρου του ΔΣ και κυρίας μετόχου της, ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 23α και 42ε παρ.5 του Ν.2190/1920,ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, καθόσον δεν υφίστανται δάνεια, σε κάθε περίπτωση οι επίδικες εγγυήσεις δόθηκαν από την τρίτη αναιρεσίβλητη προς εξασφάλιση οφειλής του νομικού προσώπου της πρώτης αναιρεσίβλητης εταιρείας και όχι της μετόχου και νόμιμης εκπροσώπου αυτής ατομικώς δεύτερης αναιρεσίβλητης, επιπλέον δόθηκαν κατόπιν της από 4-10-2005 ομόφωνης απόφασης της ΓΣ της ίδιας της τρίτης αναιρεσίβλητης εταιρείας. Το Δικαστήριο της ουσίας, με τις προπαρατεθείσες παραδοχές του, δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 23α και 43ε παρ.5 Ν.2190/1920,τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και τα ως άνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα, η δοθείσα από την τρίτη ανακόπτουσα-τρίτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία, που είχε ως πρόεδρο του ΔΣ και κύρια μέτοχο αυτής την Ο. Κ., εγγύηση (εμπράγματη ασφάλεια και δη προσημείωση υποθήκης επί ακινήτου της) υπέρ της πρώτης ανακόπτουσας-πρώτης αναιρεσίβλητης μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, με μοναδική εταίρο την δεύτερη ανακόπτουσα-δεύτερη αναιρεσίβλητη και θυγατέρα της Ο. Κ., είναι άκυρη ως εμπίπτουσα στην απαγόρευση της διατάξεως του άρθρου 23α Ν.2190/1920,η οποία εφαρμόζεται όχι μόνον στα φυσικά πρόσωπα που είναι συγγενείς των μελών του ΔΣ της ανώνυμης εταιρείας, αλλά και για τα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται απόλυτα από τους ως άνω συγγενείς, όπως εν προκειμένω το νομικό πρόσωπο της πρώτης ανακόπτουσας μονοπρόσωπης ΕΠΕ. Επομένως, ο δεύτερος αναιρετικός λόγος, κατά το πρώτο σκέλος του, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Επίσης, με τον ίδιο λόγο αναίρεσης, κατά το δεύτερο και τρίτο σκέλος του, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες από τους αριθ.8β και 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη και ειδικότερα ότι α)δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς της που προβλήθηκαν με τις προτάσεις της, με τους οποίους αρνήθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της απαγόρευσης του άρθρου 23α του Ν. 2190/1920 και β) δέχτηκε ότι η εγγύηση που παρασχέθηκε κατόπιν της από 4-10-2005 απόφασης της ΓΣ της τρίτης αναιρεσίβλητης εταιρείας είναι άκυρη διότι η τρίτη αναιρεσίβλητη έχοντας πρόεδρο του ΔΣ και κύρια μέτοχο την Ο. Κ., παρείχε εγγύηση υπέρ της πρώτης αναιρεσίβλητης, η οποία είναι μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μοναδική μέτοχο και διαχειρίστρια αυτής τη δεύτερη αναιρεσίβλητη Β. Κ., θυγατέρα της Ο. Κ.. Ωστόσο, όλοι οι ως άνω ισχυρισμοί συνιστούν αρνητικούς ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας επί των τρίτου και τέταρτου των προσθέτων λόγων ανακοπής και όχι "πράγμα" υπό την προεκτεθείσα έννοια του αριθ. 8 (και 10) του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Επομένως, ο δεύτερος λόγος, κατά τα οικεία σκέλη του από τους αριθ. 8 και 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος είναι και αβάσιμος, διότι από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι ως άνω ισχυρισμοί λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο και απορρίφθηκαν κατ'ουσία.
8. Κατά το άρθρο 138 παρ.1 ΑΚ δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονικά) είναι άκυρη, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της. Εικονική είναι η δήλωση δικαιοπρακτικής βουλήσεως, η οποία εν γνώσει του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αποσκοπεί δε στη δημιουργία εντυπώσεως στους τρίτους περί της μεταβολής στην υφιστάμενη νομική κατάσταση, χωρίς να υπάρχει στον δηλούντα πρόθεση τέτοιας πραγματικής μεταβολής. Εικονικότητα μπορεί να υπάρχει τόσο επί μονομερούς δικαιοπραξίας, όσον και επί συμβάσεως, στην τελευταία, όμως, περίπτωση για την επέλευση της ακυρότητας της συμβάσεως απαιτείται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος (ΑΠ 1427/2017, ΑΠ 681/2016, ΑΠ 25/2016). Επομένως, για την ακυρότητα μιας συμβάσεως ως εικονικής, ουσιώδες στοιχείο είναι η γνώση και η συμφωνία όλων των κατά το χρόνο της καταρτίσεως της συμβαλλομένων, για το ότι η συναφθείσα σύμβαση είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Για την εικονικότητα, δηλαδή, της δικαιοπραξίας αρκεί το γεγονός, ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων της καταρτιζόμενης δικαιοπραξίας (ΑΠ 563/2016). Στο σχετικό περί εικονικότητας ισχυρισμό εμπεριέχεται και το στοιχείο ότι κατά το χρόνο καταρτίσεώς της όλοι οι συμβαλλόμενοι ήταν εν γνώσει της εικονικότητας (ΑΠ 1659/2006, ΑΠ 1169/2003, ΑΠ 874/1996).
Συνεπώς δεν είναι ανάγκη να προκύπτει και ο σκοπός για τον οποίο έγινε η ελαττωματική αυτή δήλωση, εκτός αν υποκρύπτει άλλη δικαιοπραξία και μόνο για την έρευνα του κύρους ή μη αυτής συμφώνως προς το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 138 ΑΚ (ΑΠ 752/2020, ΑΠ 502/2018). Ο εικονικώς δικαιοπρακτήσας μπορεί να αντιτάξει την εικονικότητα και την ακυρότητα της δικαιοπραξίας απ` αυτή τόσο κατά του αντισυμβληθέντος όσο και κατά του τρίτου, που συναλλάχθηκε εν γνώσει της εικονικότητας, όχι δε και κατά εκείνου που αγνοούσε οπωσδήποτε αυτή (ΑΠ 794/2008). Με τις παραπάνω διατάξεις γίνεται διάκριση της εικονικότητας σε απόλυτη, η οποία επιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της εικονικής δικαιοπραξίας, και σε σχετική, η οποία επιφέρει την ακυρότητα της φανερής δικαιοπραξίας που δεν έγινε στα σοβαρά, όχι όμως και εκείνης που κρύβεται κάτω απ` αυτή, η οποία είναι έγκυρη, αν συντρέχουν οι όροι που ορίζει η διάταξη, δηλαδή αν την ήθελαν τα μέρη και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της (ΑΠ 648/2019, ΑΠ 1105/2017, ΑΠ 429/2015, ΑΠ 1426/2007). Όταν μεταξύ των όρων που απαιτούνται για την κατάρτιση της υπό την εικονική καλυπτόμενης άλλης δικαιοπραξίας είναι και ο συστατικός τύπος, αρκεί ότι ο τύπος αυτός να τηρήθηκε για την εικονική δικαιοπραξία και δεν απαιτείται να προκύπτει από τον τύπο αυτό και το είδος και γενικότερα το περιεχόμενο της καλυπτομένης δικαιοπραξίας (ΟλΑΠ 36/1998, ΑΠ 1438/1995) αλλ` αυτά αποδεικνύονται με τα εκάστοτε επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 831/2022). Περαιτέρω, στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ προβλεπόμενο λόγο, περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με τους οποίους ορίζεται, αφενός, ότι, κατά την ερμηνεία της δηλώσεως βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, και αφετέρου, ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη και οι οποίοι εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει κενό στη δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για τη δήλωση βουλήσεως. Ειδικότερα, παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, που περιέχονται στα άρθρ. 173 και 200 ΑΚ, υφίσταται, όταν το δικαστήριο της ουσίας είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι δέχθηκε, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας (ΑΠ 426/2010, ΑΠ 355/2007), κατά την ανέλεγκτη, ως προς αυτό, κρίση του (ΑΠ 1749/2005), είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς καvόvες, καίτοι ανέλεγκτα, επίσης, διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπλήρωσης ή ερμηνείας με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρ. 173 και 200 του ΑΚ (ΑΠ 849/2017). Οι ίδιοι κανόνες παραβιάζονται, όμως, και εκ πλαγίου, στην περίπτωση που δεν εκτίθενται στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν για τους σκοπούς της ερμηνείας ή της συμπλήρωσης της δικαιοπραξίας (ΟλΑΠ 26/2004, ΑΠ 386/2004) και ιδίως η διατύπωση της δήλωσης βουλήσεως (ΑΠ 838/2005,ΑΠ 597/2005, ΑΠ 416/1993) ή όταν στην απόφαση δεν διευκρινίζεται και ούτε προκύπτει αν υπήρχε ή όχι κενό ή ασάφεια στη δικαιοπραξία και επομένως ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας της, την οποία ωστόσο το δικαστήριο πραγματοποίησε ή αναλόγως παρέλειψε να πραγματοποιήσει (ΑΠ 426/2010,ΑΠ 1365/2005), οπότε η απόφαση του στερείται νόμιμης βάσης και υπόκειται στο λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 19 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1093/2011, ΑΠ 683/2010). Η εικονικότητα, όμως, δικαιοπραξίας δεν ανάγεται στην έννοια της δήλωσης βούλησης αλλά συνιστά έλλειψη αληθούς βούλησης (εκούσια διάσταση μεταξύ της δήλωσης και της βούλησης). Επομένως η απόφαση που διερευνά, αν η δήλωση ήταν εικονική, δεν δέχεται (εμμέσως) κενά ή αμφίβολα σημεία στη δικαιοπραξία, ούτε προβαίνει σε ερμηνεία της, αλλά στην αναζήτηση της ειλικρίνειας ή ανειλικρίνειας της δήλωσης (ΑΠ 1454/2022, ΑΠ 752/2020, ΑΠ 1340/2017, ΑΠ 1459/2011, ΑΠ 632/2009, ΑΠ 1426/2007).
9. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Δικαστήριο της ουσίας, αναφορικά με τον τέταρτο λόγο ανακοπής με τον οποίο η πρώτη αναιρεσίβλητη ζήτησε την ακύρωση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής λόγω εικονικότητας των συμβάσεων πώλησης καπνών οι οποίες υπέκρυπταν τοκογλυφικές δανειακές συμβάσεις απαγορευμένες από το νόμο, παραβίασε, ευθέως και εκ πλαγίου, τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, και αυτόν του άρθρου 138 ΑΚ, διότι, για τη διαπίστωση της εικονικότητας των επίμαχων συμβάσεων πώλησης καπνών προέβη σε ερμηνεία της αληθινής βούλησης των συμβαλλομένων (πρώτης αναιρεσίβλητης και αναιρεσείουσας) στις παραπάνω συμβάσεις, προσφεύγοντας στους ερμηνευτικούς κανόνες των πιο πάνω διατάξεων, παρότι δεν υπήρχε κενό ή αμφιβολία όσον αφορά τις ανωτέρω δηλώσεις βούλησης, δεδομένου ότι οι επίδικες συμβάσεις ήταν αποκλειστικά και μόνο συμβάσεις αγοραπωλησίας. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή, κατ' άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό λόγο μέρος, τα ακόλουθα: " Όσον αφορά, τέλος, την πρώτη των ανακοπτουσών, με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, προβάλλεται ότι είναι άκυρες οι συμβάσεις πωλήσεως καπνών που αναφέρονται στα από 20.5.2005,10.10.2005 και 1.3.2006 ιδιωτικά συμφωνητικά, καθώς και η εκδοθείσα με βάση αυτά υπ' αριθμ. ... επιταγή της ..., λόγω συνδρομής των όρων τοκογλυφίας και αισχροκέρδειας για τον λόγο δε αυτό τυγχάνει ακυρωτέα η προσβαλλόμενη διαταγή. Από τα ήδη αναφερθέντα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Η τρίτη ανακόπτουσα, εταιρεία αρχικά με την επωνυμία "....", από τη σύστασή της το έτος 1983 και για τα επόμενα 20 περίπου έτη είχε αναπτύξει σημαντική επιχειρηματική δραστηριότητα με αποκλειστικό αντικείμενο την αγορά ανεπεξέργαστων καπνών από παραγωγούς της Μακεδονίας και της Θράκης, την επεξεργασία τους στις οργανωμένες εγκαταστάσεις της στον Αμυγδαλεώνα του νομού Καβάλας και την μεταπώληση και εξαγωγή των επεξεργασμένων καπνών σε εταιρίες που εδρεύουν στο εξωτερικό. Ήταν πιστοποιημένη επιχείρηση εμπορίας και πρώτης μεταποίησης καπνού, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των διατάξεων της κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας και είχε διαμορφώσει ένα οργανωμένο εμπορικό δίκτυο προμηθευτών και πελατών. Κατά τα έτη 2002 έως 2005, όμως, δεν διέθετε οικονομικά κεφάλαια για να συνεχίσει την εμπορική της δραστηριότητα και για τον λόγο αυτό αναζήτησε επανειλημμένα εξωτραπεζικό δανεισμό. Μετά από αλλεπάλληλες διαπραγματεύσεις, η τρίτη ανακόπτουσα και η καθ' ης συνήψαν στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2002 έως το έτος 2005 επτά συμβάσεις, την πρώτη στις 15.7.2002, τη δεύτερη στις 26.5.2003, την τρίτη στις 22.12.2003, την τέταρτη στις 27.4.2004, την πέμπτη στις 8.6.2004, την έκτη στις 19.5.2005 και την έβδομη στις 8.10.2005, που είχαν ως αντικείμενο τη χορήγηση έντοκων δανείων από την καθ' ης προς την τρίτη ανακόπτουσα και προέβλεπαν την εξόφληση του κάθε δανείου εντός ολίγων μηνών από τη χορήγησή του με την πληρωμή τόσο του κεφαλαίου όσο και των συμφωνηθέντων τόκων που υπερέβαλαν το ανώτατο επιτρεπόμενο από τον νόμο όριο. Για τη σύναψη και την εκτέλεση των ανωτέρω επτά έντοκων δανειακών συμβάσεων με την τρίτη ανακόπτουσα η καθ' ης απαίτησε, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, να συναφθούν ταυτόχρονα κατά το φαινόμενο συμβάσεις πώλησης καπνού και να εκδοθούν τα προβλεπόμενα φορολογικά στοιχεία, με σκοπό να αποκρύψει την τοκογλυφική δραστηριότητά της, να λάβει εγγυήσεις και αξιόχρεες εμπράγματες εξασφαλίσεις και να διασφαλίσει την εξόφληση των κεφαλαίων και των τοκογλυφικών τόκων των δανείων με νομιμοφανείς διαδικασίες. Για τον λόγο αυτό συντάχθηκαν και υπογράφηκαν, μεταξύ άλλων, και οι από 19.5.2005 και 8.10.2005 συμβάσεις πώλησης καπνών κατά το φαινόμενο από την τρίτη ανακόπτουσα προς την καθ' ης και εκδόθηκαν σχετικά εικονικά φορολογικά στοιχεία (τιμολόγια και δελτία αποστολής) για την υποτιθέμενη εκτέλεση των εικονικών πωλήσεων που περιγράφονται σε αυτές. Στην πραγματικότητα, όμως, η τρίτη ανακόπτουσα τα ανεπεξέργαστα καπνά ποικιλίας μπασμά εσοδειών 2001, 2002, 2003 και 2004 που αγόρασε από παραγωγούς της Μακεδονίας και της Θράκης τα διατήρησε στην κυριότητά της, τα επεξεργάστηκε για λογαριασμό της στις εγκαταστάσεις της στον Αμυγδαλεώνα του νομού Καβάλας και στη συνέχεια τα εξήγαγε η ίδια σε πελάτες της, αλλοδαπές εταιρίες του εξωτερικού, η δε καθ' ης, εκτός από τη σύναψη των ως άνω συμβάσεων, δεν είχε καμία ενεργό ανάμειξη στη διαδικασία της επεξεργασίας και γενικά στην εμπορία των καπνών αυτών, τα οποία διατηρούνταν αποθηκευμένα σε αποθήκες της τρίτης ανακόπτουσας. Ταυτόχρονα, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη του πρώτου δανείου, μετά από σχετική προτροπή της καθ' ης, συστάθηκε η πρώτη ανακόπτουσα εταιρεία με την επωνυμία "....", με μοναδική εταίρο και διαχειρίστρια τη δεύτερη ανακόπτουσα, Β. Κ., θυγατέρα των μοναδικών μετόχων και νομίμων εκπροσώπων της τρίτης ανακόπτουσας, που διέθετε αξιόλογη ακίνητη περιουσία, ελεύθερη από βάρη. Με το δημοσιευμένο καταστατικό της πρώτης ανακόπτουσας ορίστηκε το μετοχικό κεφάλαιό της στο ποσό των 17.608,21 Ευρώ και ως σκοπός της, μεταξύ άλλων, "η αγορά, πώληση, εμπορία, επεξεργασία για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων, εισαγωγή και εξαγωγή καπνών σε φύλλα ή παραγώγων αυτών...". Στις 13.10.2003 υπέβαλε σχετική αίτηση προς το αρμόδιο Τμήμα Καπνού του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., αλλά τελικά πιστοποιήθηκε για πρώτη φορά το έτος 2005 ως επιχείρηση εμπορίας καπνού στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 2848/1998, και σχετική δημοσίευση πραγματοποιήθηκε στο τεύχος 2005/C 117/9 της Επίσημης Εφημερίδας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Το ίδιο έτος (2005) με το ... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Καβάλας Γ. Ζ., που δημοσιεύτηκε στο με αριθμό ... τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε. του Φύλλου Εφημερίδας της Κυβέρνησης, αυξήθηκε το μετοχικό της κεφάλαιο και το ποσό των 300.000 Ευρώ και με το ... συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που δημοσιεύθηκε στο με αριθμό ... τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε. του Φύλλου Εφημερίδας της Κυβέρνησης, αυξήθηκε το μετοχικό της κεφάλαιο κατά το ποσό των 664.291,79 Ευρώ και ανήλθε πλέον στο ποσό των 981.900 Ευρώ, ενώ την επόμενη χρονιά μεταφέρθηκε η έδρα της από την Καβάλα στην Αθήνα, επί της οδού ..., με το ... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Καβάλας Γ. Ζ., δημοσιευμένο στο ... τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε του Φύλλου Εφημερίδας της Κυβέρνησης. Παράλληλα, το έτος 2005, εξέδωσε και πληρώθηκε τα με αριθμούς ... τιμολόγια πώλησης καπνών, αξίας 696.102 Ευρώ και 40.728 Ευρώ αντίστοιχα, προς την αλλοδαπή εταιρεία "..." και με τα με αριθμούς ... τιμολόγια πώλησης καπνών, αξίας 303.798,60 Ευρώ, 524.474,90 Ευρώ, 180.028,80 Ευρώ, 124.894,98 Ευρώ και 409.579,92 Ευρώ, αντίστοιχα, προς την αλλοδαπή εταιρεία "...". Εντούτοις, όμως, αποδεικνύεται ότι κατά τα έτη 2002 έως και 2006 η πρώτη ανακόπτουσα δεν είχε καμία άλλη εμπορική δραστηριότητα, εκτός από τη σύναψη των ένδικων συμβάσεων αγοράς επεξεργασμένων καπνών από την καθ' ης, δεν διέθετε κτιριακές εγκαταστάσεις, ούτε απασχολούσε κάποιο προσωπικό και η μοναδική μέτοχος και διαχειρίστριά της, δεύτερη ανακόπτουσα, ήταν παντελώς αμέτοχη ως προς τη λειτουργία και διαχείρισή της, αφού απουσίαζε για σπουδές στο εξωτερικό, όπως ανωτέρω ήδη ελέχθη. Όλες οι παραπάνω ενέργειες της πρώτης ανακόπτουσας, μονοπρόσωπης Ε.Π.Ε., έγιναν με πρωτοβουλία και επιμέλεια της βασικής μετόχου και νόμιμης εκπροσώπου της τρίτης ανακόπτουσας, Ο. Π., που τυγχάνει μητέρα της παραπάνω μοναδικής μετόχου και διαχειρίστριας, Β. Κ. (δεύτερης ανακόπτουσας), και η οποία κατέβαλε τα χρήματα που απαιτήθηκαν για τη διαδοχική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης ανακόπτουσας. Εξάλλου, αποδεικνύεται ότι τα προαναφερόμενα τιμολόγια πώλησης καπνών προς τις εταιρίες "..." και "..." αφορούσαν συμβόλαια παραγγελίας που είχαν συνάψει για το έτος 2005 οι συγκεκριμένες εταιρείες με την τρίτη ανακόπτουσα, στο πλαίσιο της πολυετούς συνεργασίας τους, τις παραγγελίες δε αυτές και την εξαγωγή των καπνών στο εξωτερικό εκτέλεσε στην πραγματικότητα η τελευταία, αλλά τα τιμολόγια πώλησης εκδόθηκαν από την πρώτη ανακόπτουσα και πληρώθηκαν σε αυτήν, κατόπιν αποδοχής, από τις αντισυμβαλλόμενες εταιρίες εξωτερικού, σχετικού αιτήματος της τρίτης ανακόπτουσας και συγκεκριμένα της νομίμου εκπροσώπου της, Ο. Π.. Οι καταβολές που πραγματοποίησε η πρώτη ανακόπτουσα προς την καθ' ης κατά τα έτη 2002 έως 2005 έγιναν είτε με τραπεζικά εμβάσματα είτε με την έκδοση και πληρωμή τραπεζικών επιταγών που υπέγραφε, δυνάμει συμβολαιογραφικών πληρεξουσίων, η Ο. Π., ως πληρεξούσια της διαχειρίστριας της πρώτης ανακόπτουσας, Β. Κ. (δεύτερης ανακόπτουσας), και με χρηματικά κεφάλαια που αποκόμιζε από τις εξαγωγές των επεξεργασμένων καπνών η τρίτη ανακόπτουσα και στη συνέχεια διοχέτευε προς την πρώτη εξ αυτών, η οποία υφίστατο, για να εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τις ανάγκες της τρίτης ανακόπτουσας.
Συνεπώς, οι παραπάνω συμβάσεις πώλησης καπνών από την τρίτη ανακόπτουσα προς την καθ' ης έγιναν κατά το φαινόμενο και υπέκρυπταν μεταξύ τους συμβάσεις έντοκων δανείων με το περιεχόμενο που προαναφέρθηκε, ως προς τις οποίες, όμως, η τρίτη ανακόπτουσα αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στην εξόφληση του κεφαλαίου τους, καθώς και των τοκογλυφικών τόκων. Αντίστοιχα, οι ένδικες συμβάσεις πώλησης καπνών από την καθ' ης προς την πρώτη ανακόπτουσα (από 20.5.2005 και 10.10.2005) έγιναν κατά το φαινόμενο μόνο, αφού, όπως προεκτέθηκε, η τελευταία δεν εξυπηρετούσε δικά της συμφέροντα, αλλά υφίστατο για να εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τα συμφέροντα της τρίτης ανακόπτουσας, γεγονός που αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από την ταυτόχρονη υπογραφή των συμβάσεων πώλησης καπνών από την τρίτη ανακόπτουσα προς την καθ' ης (στις 19.5.2005 και 8.10.2005) και από την καθ' ης προς την πρώτη ανακόπτουσα, στις οποίες συμβάλλονται ως εγγυήτρια η δεύτερη ανακόπτουσα και ως εκ τρίτου συμβαλλόμενη στη μεν πρώτη η μετέπειτα αγοράστρια πρώτη ανακόπτουσα, στη δε δεύτερη η αρχική πωλήτρια τρίτη ανακόπτουσα και μάλιστα σε δύο περιπτώσεις αμφότερες οι συμβάσεις αναφέρονται σε πώληση επεξεργασμένων καπνών που αποτυπώνει μια ασυνήθιστη εμπορική συναλλαγή ουσιαστικά μεταξύ δύο εταιρειών (τρίτης και πρώτης των ανακοπτουσών), που ανήκουν στα μέλη της ίδιας οικογένειας, η οποία δεν δικαιολογείται με επάρκεια από άλλο λόγο, παρά μόνο από την έλλειψη και αναζήτηση οικονομικών κεφαλαίων για την χρηματοδότηση της τρίτης ανακόπτουσας, καθώς τα καπνά της τελευταίας εμφανίζονται να μεταβιβάζονται μετά από μία ή δύο ημέρες από τη μία εταιρεία της οικογένειας Π.-Κ. στην άλλη, με αυξημένο κόστος, με την καθ' ης να αποκομίζει σε ελάχιστο χρόνο σημαντικό κέρδος μόνο με την υπογραφή των συμβάσεων, χωρίς κανένα κίνδυνο και χωρίς καμία ανάμειξη στην εμπορία και μεταποίηση των καπνών. Κατόπιν αυτών, καθίσταται προφανής η εικονικότητα των ένδικων συμβάσεων και η λόγοι αυτής ακυρότητά τους (αρθ. 138 ΑΚ), δεδομένου ότι οι υποκρυπτόμενες τοκογλυφικές δανειακές συμβάσεις είναι απαγορευμένες από τον νόμο (αρθ. 174 ΑΚ σε συνδ. 404 ΠΚ).
Συνεπώς, πρέπει ο εξεταζόμενος τέταρτος λόγος της ανακοπής να γίνει δεκτός ως κατ' ουσίαν βάσιμος, η δε ανακοπτόμενη διαταγή τυγχάνει ακυρωτέα και ως προς την πρώτη ανακόπτουσα...".Από τις ανωτέρω παραδοχές, προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν διαπίστωσε, αμέσως ή εμμέσως, κενό ή αμφιβολία στις δηλώσεις βουλήσεως των συμβληθέντων μερών με το να δεχθεί ότι α)οι επίμαχες συμβάσεις πωλήσεως καπνών από την τρίτη ανακόπτουσα προς την αναιρεσείουσα έγιναν κατά το φαινόμενο και υπέκρυπταν μεταξύ τους συμβάσεις έντοκων δανείων, με συμφωνηθέντες τόκους που υπερέβαιναν το ανώτατο επιτρεπόμενο από το νόμο όριο και β)οι επίμαχες από 20-5-2005,10.10.2005 και 1.3.2006 συμβάσεις πωλήσεως καπνών από την αναιρεσείουσα προς την πρώτη ανακόπτουσα έγιναν μόνον κατά το φαινόμενο, αφού η τελευταία εξυπηρετούσε αποκλειστικά και μόνον τα συμφέροντα της τρίτης ανακόπτουσας, η οποία αναζητούσε οικονομικά κεφάλαια για την χρηματοδότησή της και συνεπώς δεν παρίστατο ανάγκη προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173,200 ΑΚ κατά την διερεύνηση της εικονικότητας των δηλώσεων βουλήσεως των συμβληθέντων μερών στους οποίους και δεν προσέφυγε, παρά μόνο στην αναζήτηση της ειλικρίνειας ή μη των δηλώσεων. Επομένως, ο τρίτος λόγος (κατά το πρώτο σκέλος), από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται τα αντίθετα είναι αβάσιμος.
10. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11γ` του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή ισχυρισμών, δηλαδή λυσιτελών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 2/2008, ΟλΑΠ 14/2005,ΟλΑΠ 42/2002), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη. Κατά την έννοια αυτή ο ισχυρισμός, για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου έγινε η προσκόμιση και η επίκληση του κρισίμου αποδεικτικού μέσου, πρέπει να είναι νόμιμος και να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας. Για την ίδρυση πάντως του παραπάνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη. Ωστόσο, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνον από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 855/2022,ΑΠ 47/2020, ΑΠ 466/2019, ΑΠ 1557/2018, ΑΠ 1349/2017).
11.Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης(κατά το δεύτερο σκέλος του), η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Δικαστήριο της ουσίας την αιτίαση, από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι δεν έλαβε υπόψη και, σε κάθε περίπτωση, δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι έχουν ληφθεί υπόψη, αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλέστηκε και προσκόμισε ως καθ'ης η ανακοπή κατά τη συζήτηση της ανακοπής των αναιρεσιβλήτων, προς αντίκρουση του ουσιώδους ισχυρισμού της πρώτης αναιρεσίβλητης και τέταρτου λόγου ανακοπής με τον οποίο ζήτησε την ακύρωση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής λόγω εικονικότητας των συμβάσεων πώλησης καπνών οι οποίες υπέκρυπταν τοκογλυφικές δανειακές συμβάσεις απαγορευμένες από το νόμο και ειδικότερα των τριμηνιαίων συγκεντρωτικών καταστάσεων συμφωνητικών που υποβλήθηκαν στην αρμόδια ΔΟΥ(ΦΑΕΕ Αθηνών),και θεωρήθηκαν νόμιμα, στις οποίες περιλαμβάνονται και τα επίμαχα συμφωνητικά πώλησης. Όμως, από τη βεβαίωση του Δικαστηρίου της ουσίας, που περιέχεται στην απόφασή του, ότι ελήφθησαν υπόψη, μεταξύ άλλων, όλα τα έγγραφα που νομότυπα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι , με τις έγγραφες προτάσεις τους, σε συνδυασμό με το πλήρες και χωρίς αντιφάσεις και κενά περιεχόμενο της απόφασης, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, αλλά καθίσται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, χωρίς να είναι αναγκαία η ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση καθενός από αυτά. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναίρεσης, εκ του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ` του KΠολΔ, είναι αβάσιμος.
12.Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου προς έρευνα, πρέπει ν' απορριφθεί η από 7-6-2021 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθ. ... τελεσίδικης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά τους (άρθρα 176, 183,189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ -
Απορρίπτει την από 7-6-2021 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθ. ... τελεσίδικης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
-Διατάσσει την εισαγωγή του παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο.
-Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες και επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Μαΐου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή