
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 765 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 765/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Ευτύχιο Νικόπουλο, Βαρβάρα Πάπαρη - Εισηγήτρια και Φωτεινή Μηλιώνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Απριλίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "..." και τον διακριτικό τίτλο "...", που εδρεύει στην Παλλήνη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Αντωνόπουλο με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "...." και τον διακριτικό τίτλο "... Α.Ε.", η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Της Προσθέτως Παρεμβαίνουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "..." και τον διακριτικό τίτλο "....", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία "...", ειδικής διαδόχου της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σοφία Καραχάλιου και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/6/2009 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 25/2/2020 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της προσθέτως παρεμβαίνουσας ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. ... τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την έφεση της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας, κατά της εκδοθείσας κατά την αυτή διαδικασία με αριθ.... απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμη η από 11-6-2009 αγωγή της αναιρεσείουσας,με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι έχουν εξοφληθεί όλες οι σε βάρος της απαιτήσεις της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης που απορρέουν από το υπ αριθ. ... πωλητήριο συμβόλαιο και να διαταχθεί η εξάλειψη των υποθηκών από τα οικεία βιβλία, που είχαν εγγραφεί υπέρ της δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης επί ακινήτου της αναιρεσείουσας προς εξασφάλιση των απαιτήσεών της που απορρέουν από το ως άνω συμβόλαιο, και αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558,564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
2. Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναίρεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78 ΚΠολΔ. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής, στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαστική ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται, κατά πλάσμα δικαίου, ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες, που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1350/2022,ΑΠ 267/2021,ΑΠ 362/2020, ΑΠ 177/2011, ΑΠ 1485/2006). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου στο επίδικο πράγμα ή δικαίωμα, όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατ` αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 977/2023,ΑΠ 1350/2022,ΑΠ 267/2021, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας, και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία, στην περίπτωση που ασκείται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, πρέπει να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της ασκήσεώς της διαδίκους, τουλάχιστον εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν όλοι οι διάδικοι που καλούνται διαμένουν στην Ελλάδα (ΑΠ 1350/2022,ΑΠ 267/2021, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 86/2018, ΑΠ 1736/2017). Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ' του ν. 4354/2015 "Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων....", όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο (βλ. άρθ. 41 του Ν. 5070/2023) "τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις". Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, "οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του Ν. 4307/2014 (Α 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης". Η παραπάνω διάταξη (2 παρ.4 Ν.4354/2015) εφαρμόζεται όχι μόνον όταν η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω Ν.4354/2015,αλλά και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η αντίστοιχη ανάθεση της διαχείρισης γίνεται με βάση τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 10 του Ν.3156/2003,καθώς είναι επιτρεπτή η παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των νόμων 4354/2015 και 3156/2003, ώστε οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) του Ν.4354/2015 να διαθέτουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 § 4 του νόμου αυτού, έχοντας και τη δυνατότητα άσκησης διαδικαστικών εν γένει πράξεων(ΟλΑΠ 1/2023). Στην προκείμενη περίπτωση, η εδρεύουσα στην Αθήνα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "..." και τον διακριτικό τίτλο " ...", με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 22-1-2024 και επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην αναιρεσίβλητη, και την αναιρεσείουσα (βλ. τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την παρεμβαίνουσα υπ` αριθμ.... και ... εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητριών της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Π. Γ. και Π. Α. αντίστοιχα), άσκησε το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αναιρεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία " ...", επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία "...", ειδικής διαδόχου της παραπάνω τραπεζικής εταιρείας. Ειδικότερα, όπως από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία, η οποία έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί και ελέγχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, είναι διαχειρίστρια απαιτήσεων της παραπάνω τραπεζικής εταιρείας από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες, που οι οφειλές τους έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και έχουν καταγγελθεί από την τράπεζα, η οποία, στο πλαίσιο τιτλοποίησης αξιώσεων, δυνάμει της από 16-03-2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν.2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ...,στον τόμο 12 με αριθμό 52, έχει μεταβιβάσει τις απαιτήσεις αυτές στην προαναφερθείσα αλλοδαπή εταιρεία ανώνυμη εταιρεία ειδικού σκοπού που έχει νομίμως συσταθεί και λειτουργεί με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας, η οποία, ακολούθως, ανέθεσε την διαχείριση των ως άνω απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις αρχικά στην αναιρεσίβλητη τράπεζα και ακολούθως στην παρεμβαίνουσα ανώνυμη εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 11-06-2021 σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων. Στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση Τράπεζας, που απορρέουν από τις συμβάσεις που συνήψε με τρίτους, μεταξύ των οποίων και οι απαιτήσεις της αναιρεσίβλητης τράπεζας που απορρέουν από το υπ αριθ. ... πωλητήριο συμβόλαιο που συνήψε η δικαιοπάροχός της με τον δικαιοπάροχο της αναιρεσείουσας. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, λόγω της επέκτασης του δεδικασμένου της τελεσίδικης και αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στη μη δικαιούχο διάδικο διαχειρίστρια απαιτήσεων και της εκ του νόμου επελθούσας αποκλειστικής νομιμοποίησής του για την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων προς ικανοποίηση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ` άρθρο 80 και 83 ΚΠοΔ, με αποτέλεσμα μεταξύ της κυρίας διαδίκου και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, και πρέπει, ως εκ τούτου, αυτή να συνεκδικαστεί με την αίτηση αναίρεσης (άρθρα 246 και 573 ΚΠολΔ) (ΑΠ 1871/2022, ΑΠ 467/2021). Όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από την αναιρεσείουσα υπ` αριθ.... έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά Α. Σ.,αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, με την κάτω από αυτή πράξη προσδιορισμού δικασίμου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή αυτής της απόφασης και κλήση για να παρασταθεί στη δικάσιμο αυτή, έχει επιδοθεί, με επιμέλεια της αναιρεσείουσας, που επισπεύδει τη συζήτηση, νομίμως και εμπροθέσμως στην αναιρεσίβλητη, υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, τραπεζική εταιρεία (άρθρο 568 παρ. 2, 3 και 4 ΚΠολΔ). Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας ορισθείσα δικάσιμο της υπόθεσης, κατά την οποία συζητήθηκε η υπόθεση με εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, δεν εμφανίστηκε και δεν εκπροσωπήθηκε με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο η αναιρεσίβλητη ούτε κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στην αναιρετική δίκη. Επομένως, κατ` εφαρμογή των όσων εκτέθηκαν παραπάνω, εφόσον η τελευταία, υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, δεν εμφανίσθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα και η συζήτηση θα χωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα.
3.Με τους πρώτο και τρίτο λόγους της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 39 Ν.3259/2004,η οποία ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι ως στηριζόμενοι επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, καθόσον το Εφετείο δεν ερεύνησε την ένδικη αγωγή ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της ,αλλά την απέρριψε ως απαράδεκτη,δεχόμενο ως βάσιμη κατ' ουσία την προταθείσα από την αναιρεσίβλητη ένσταση δεδικασμένου.
4.Ο από το πρώτο σκέλος της διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 16 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο, το οποίο προέβη αυτεπαγγέλτως ή κατά πρόταση κάποιου από τους διαδίκους σε έρευνα για τη συνδρομή ή όχι των προϋποθέσεων του δεδικασμένου, κατά παράβαση του νόμου δέχτηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο (ΑΠ 1504/2021, ΑΠ 12/2016,ΑΠ 541/2014,ΑΠ 294/2014). Πάντως, ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την παράβαση του νόμου, δηλαδή την ψευδή ερμηνεία ή την εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων. Στον έλεγχο δηλαδή του Αρείου Πάγου υπόκειται η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας τόσο για το αν τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και για το αν αυτό έχει την έκταση και τα αποτελέσματα, τα οποία προσέδωσε σ` αυτό η απόφαση, όσο και η κρίση για τη συνδρομή, ή μη των κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ προϋποθέσεων του δεδικασμένου, εφόσον η κρίση αυτή στηρίζεται σε διαδικαστικά έγγραφα, όπως είναι η αγωγή και οι δικαστικές αποφάσεις, η εκτίμηση του περιεχομένου των οποίων, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 405/2023,ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 944/2020). Άρα, είναι ανάγκη η προσβαλλόμενη απόφαση να περιέχει θετική ή αρνητική κρίση για παραδοχή ή όχι του δεδικασμένου (ΑΠ 89/2013). Κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ, δεδικασμένο - το οποίο, κατ` άρθρο 332 ΚΠολΔ, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζοντας το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι - δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες, ενώ αυτό, κατά το άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτείνεται στο ουσιαστικό και δικονομικό ζήτημα, που κρίθηκε με την απόφαση οριστικά, για μια έννομη σχέση που έχει προσβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Έννομη σχέση, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απόσβησαν τις έννομες συνέπειες. Κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, καλύπτει δε όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσεως), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό) που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντας τα στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει, ως ενιαίο όλον, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση (ΑΠ 1327/2021). Ειδικότερα το δεδικασμένο καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, β) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά και γ) την ιστορική αιτία που αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης (ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 1559/2017). Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι απ` αυτό της κριθείσας αγωγής, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενο της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ` αυτό (ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 1559/2017). Εξάλλου, κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ` ύλη αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα ζητήματα, ενώ ως παρεμπίπτον (προδικαστικό) ζήτημα νοείται άλλη έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου από το οποίο εξαρτάται η κρίση επί του κυρίου ζητήματος της δίκης, δηλαδή το δεδικασμένο επεκτείνεται σε εκείνο το προδικαστικό ζήτημα, το οποίο η απόφαση έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση στηρίζει τη διαγνωσθείσα ή απαγγελθείσα απ` αυτήν έννομη συνέπεια (ΑΠ 1327/2021,ΑΠ 1327/2019). Έτσι, δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της μεταγενέστερης δίκης, που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων, είναι διαφορετικό από τη δίκη που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη (ΟλΑΠ 10/2002, ΑΠ 1327/2021), όπως συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα μ` αυτό που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση (ΑΠ Ολ 34/1992,ΑΠ 1227/2021, ΑΠ 759/2006). Αν υπάρχει δεδικασμένο, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει μια έννομη σχέση ή των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτή, αποκλείεται η αμφισβήτηση σε μεταγενέστερη δίκη της έννομης σχέσης που αποτελεί τη βάση της αξίωσης (ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 1559/2017), το δε δεδικασμένο δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, κατά το άρθρο 325 παρ. 2, και εκείνοι που έγιναν διάδοχοι των διαδίκων, όσο διαρκούσε η δίκη), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί (άρθρα 324, 332 ΚΠολΔ). Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο στο οποίο ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση, λαμβάνοντας αυτό, ως αμάχητη αλήθεια, όσον και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η άσκηση νέας αγωγής για το δικαίωμα που καλύπτεται από το δεδικασμένο, η οποία αν παρόλα αυτά ασκηθεί απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 592/2023, ΑΠ 944/2020,ΑΠ 58/2019). Δεδικασμένο αποτελεί και η ενδεχομένως άδικη ή εσφαλμένη τελεσίδικη απόφαση και ανατρέπεται μόνο με την επιτυχή άσκηση των έκτακτων ενδίκων μέσων της αναίρεσης ή της αναψηλάφησης κατά της απόφασης που αποτελεί δεδικασμένο (ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 1559/2017). Αντίθετα δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο τα κριθέντα πλεοναστικώς ζητήματα (ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 944/2020). Τέλος, από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων των άρθρων 321, 322, 324, 325 αριθ. 1, 330, 331, και 933 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι αν άρχισε η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, με βάση εκτελεστό τίτλο, ο οφειλέτης κατά του οποίου επισπεύδεται η εκτέλεση μπορεί να αμυνθεί, ασκώντας, ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, την ανακοπή του άρθρου 933 κατά των πράξεων της εκτελέσεως, επικαλούμενος πλην άλλων και λόγους που αφορούν την απαίτηση. Ο καθού η εκτέλεση οφειλέτης έχει τη δυνατότητα, να προτείνει με την ανακοπή του άρθρου 933 του ίδιου κώδικα όλους τους λόγους της ανακοπής κατά του κύρους του τίτλου ή της απαιτήσεως. Στην περίπτωση που προβάλλεται με την ανακοπή ορισμένη αντίρρηση κατά της απαιτήσεως, τότε ως κύριο μεν ζήτημα θεωρείται η ύπαρξη του δικαιώματος ακυρώσεως των πράξεων της επισπευδόμενης εκτελέσεως, προδικαστικό δε (331 ΚΠολΔ) η διάγνωση της ανυπαρξίας ή εξοφλήσεως της απαιτήσεως. Κατά συνέπεια, εφόσον το δικαστήριο που θα επιληφθεί της εκδικάσεως της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ κρίνει τελεσιδίκως το ουσιαστικό κύρος της απαιτήσεως, απορρίπτοντας τις τυχόν προβληθείσες ενστάσεις, το εντεύθεν δεδικασμένο καταλαμβάνει και τη δίκη επί άλλης ανακοπής ή αγωγής, αφού το κριθέν ζήτημα της ανυπαρξίας ή εξοφλήσεως της απαιτήσεως, αφορούσε ενστάσεις, υπαγόταν στην καθ` ύλη αρμοδιότητα του κρίναντος δικαστηρίου και αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, το οποίο είναι η ακύρωση της εκτελέσεως(πρβλ.ΑΠ 451/2019,ΑΠ 1278/2008,ΑΠ 5/2003). 5. Με τους δεύτερο και τέταρτο λόγους αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ,συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει δεδικασμένο από την υπ'αριθμ.... τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών ως προς το ζήτημα της μη απόσβεσης της οφειλής της αναιρεσείουσας κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 του ν.3259/2004.Από την παραδεκτή κατ'άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε, ως προς τους ερευνώμενους αναιρετικούς λόγους, τα ακόλουθα: "Δυνάμει του υπ' αριθ. ... συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Β. , που μεταγράφηκε νόμιμα , στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σπάτων, ο φαρμακοποιός Γ. Χ. αγόρασε από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία "... ", στη θέση της οποίας υπεισήλθε ως καθολική διάδοχος η εναγόμενη(ήδη αναιρεσίβλητη) λόγω συγχωνεύσεως με απορρόφηση, ένα οικόπεδο μετά του ανεγερθέντος επ'αυτού εργοστασίου παραγωγής φαρμακευτικών προϊόντων και του μηχανολογικού του εξοπλισμού κειμένου στη θέση "..." και εντός της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Παλλήνης Αττικής . Το ακίνητο αυτό αγοράσθηκε από τον άνω φαρμακοποιό αντί τιμήματος 43.500.000 δραχμών. Έναντι του ως άνω τιμήματος ο αγοραστής Γ. Χ. κατέβαλε στην πωλήτρια Τράπεζα δραχμές 12.000.000 και το υπόλοιπο από δραχμές 31.500.000 συμφωνήθηκε ,όπως θεωρηθεί ως δάνειο, το οποίο ο αγοραστής ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει σε δεκαέξι ισόποσες εξαμηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις σε διάστημα οκτώ ετών από την υπογραφή του παραπάνω συμβολαίου καταβλητέες την 1η Ιανουάριου και 1η Ιουλίου εκάστου έτους με επιτόκιο 18,5% ετησίως. Στη συνέχεια και επειδή ο Γ. Χ. δεν ήταν συνεπής στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει με το ως άνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού και της δανείστριας Τράπεζας ... ΑΕ η υπ' αριθ. ... πράξη ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Β. και εν συνεχεία και η υπ' αριθ.... συμπληρωματική πράξη ενώπιον της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, με την οποία έγινε ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του κατά τους όρους και τις ειδικότερες συμφωνίες που αναφέρονται σε αυτές. Με το υπ' αριθμό ... συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Μ. η ατομική επιχείρηση του αγοραστή - οφειλέτη Γ. Χ. μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "..." και τον διακριτικό τίτλο " ..." (ήδη αναιρεσείουσα) και το περιεχόμενο στο ίδιο συμβόλαιο καταστατικό αυτής μαζί με την απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής ..., με την οποία δόθηκε η άδεια συστάσεως της, δημοσιεύθηκε στο τεύχος ανωνύμων εταιρειών και εταιρειών περιορισμένης ευθύνης της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως με αριθμό φύλλου ....Η ανώνυμη εταιρεία στην οποία μετετράπη η ατομική επιχείρηση του αγοραστή του άνω ακινήτου αναδέχθηκε σωρευτικώς τις υποχρεώσεις του άνω επιχειρηματία Γ. Χ., μεταξύ των οποίων και την οφειλή του από την αγορά του άνω ακινήτου προς την δανείστρια τράπεζα ... ΑΕ που του το είχε πωλήσει. Η υποχρέωση αυτή της ανώνυμης εταιρείας (ενάγουσας) καταχωρήθηκε και στο καταστατικό αυτής στο άρθρο 38. Στη συνέχεια λόγω νέων καθυστερήσεων στην άμεση και κανονική πληρωμή των ληξιπρόθεσμων δόσεων ο Γ. Χ. ως νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας συμφώνησε με τη δανείστρια Τράπεζα και υπεγράφη ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Α. - Ζ. η υπ' αριθμό ... πράξη, με την οποία ρυθμίστηκαν σύμφωνα με τους διαλαμβανόμενους σε αυτή όρους οι κατά των 1.1.1993 καθυστερούμενες ληξιπρόθεσμες οφειλές από το άνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο και την ... πράξη ρύθμισης οφειλών της συμβολαιογράφου Κ. Β.. Μετά το θάνατο του Γ. Χ. το έτος 1995 και επειδή η ενάγουσα δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί προς τις αναδεχθείσες υποχρεώσεις της έναντι της Τράπεζας ... ΑΕ , η τελευταία της κοινοποίησε την από 4.2.1999 επιταγή της συντεταγμένη κατά τις διατάξεις του ν.δ.17.7./13.8.1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών", με την οποία την επέτασσε να της καταβάλει επί τη βάσει του υπ' αριθμόν ... πωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Β., όπως αυτό συμπληρώθηκε με την υπ'αριθ. ... πράξη της και την υπ'αριθ. ... πράξη της Συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Α. Ζ. το ποσόν των 171.118.558 δραχμών, νομιμοτόκως από την 29.4.1998 μέχρις εξοφλήσεως. Την 5.4.1999, η ως άνω επιταγή ενεγράφη κατόπιν αιτήσεως της ... στον ... των Βιβλίων Κατασχέσεων του Υποθηκοφυλακείου Σπάτων, της εγγραφής αυτής ισχυούσης ως κατασχέσεως, κατ' άρθρον 57 §§ 3 & 4 του ν.δ.17.7./ /13.8.1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών", επί του περιγραφομένου στην επιταγή αυτή ακινήτου της ενάγουσας. Η τελευταία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της ανώνυμης τραπεζιτικής εταιρείας με την επωνυμία "...Ε. " (... Α.Ε.) στη θέση της οποίας υπεισήλθε ως καθολική διάδοχός της η εναγομένη "... ΑΕ", αρχικά την από 23.6.1999 και με αριθ. εκθ. καταθ. ... ανακοπή , με την οποία ζητούσε να ακυρωθεί α) η από 4.2.1999 επιταγή της τράπεζας ... ΑΕ και β) η επιβληθείσα δια της γενομένης την 5.4.1999 εγγραφής της από 4.2.1999 Επιταγής της Τράπεζας στον ... των Βιβλίων Κατασχέσεων του Υποθηκοφυλακείου Σπάτων και με επίσπευση της ... ΑΕ αναγκαστική κατάσχεση της ακινήτου περιουσίας της ενάγουσας. Ακολούθως, άσκησε ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου την από 18.10.1999 και με αριθ. εκθ. κατ. ... ανακοπή, με την οποία ζητούσε να ακυρωθεί το υπ' αριθμόν ... Πρόγραμμα Πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Αθηνών Π. Σ. - Ε. και ο επί τη βάσει αυτού επισπευδόμενος για την 3-11-1999 αναγκαστικός πλειστηριασμός της ακίνητης και κινητής της περιουσίας . Με τις εν λόγω ανακοπές η ενάγουσα ισχυρίσθηκε ότι η απαίτηση της δανείστριας Τράπεζας έχει πλήρως εξοφληθεί δια των προς αυτήν καταβολών της ανερχόμενες στο ποσό των 135.930.026 δρχ. και ότι η διαφορά των υπολογισμών μεταξύ αυτής και της Τράπεζας οφείλεται στο ότι η Τράπεζα χρέωνε τον λογαριασμό με υπέρμετρους τόκους και τόκους τόκων, χωρίς να υπάρχει σχετική συμφωνία. Επί των ως άνω ανακοπών, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εξεδόθη η υπ' αριθμόν ... απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκαν οι εν λόγω ανακοπές ως απαράδεκτες κατά το μέρος με το οποίο προτεινόταν η εξόφληση της απαίτησης και ως αόριστες κατά το μέρος με το οποίο προτεινόταν ότι ο ανατοκισμός ήταν παράνομος. Κατά της ως άνω αποφάσεως, η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών την από 14.5.2001 έφεση με την οποία ζητούσε την εξαφάνιση της ως άνω αποφάσεως, και την αποδοχή αμφοτέρων των ως άνω ανακοπών. Επί της παραπάνω εφέσεως εξεδόθη αρχικά η υπ' αριθμόν ... απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία, αφού έκανε δεκτή την έφεση και εξαφάνισε την εκκαλουμένη υπ' αριθ. ... απόφαση, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και ακολούθως διέταξε τη διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης από τον πραγματογνώμονα Χ. Κ. για τον ακριβή υπολογισμό του χρέους ενόψει και των τμηματικών καταβολών εκ μέρους της ενάγουσας , ενώ με την υπ' αριθ. 33/2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών αντικαταστάθηκε ο δια της άνω αποφάσεως διορισθείς πραγματογνώμονας και διορίσθηκε ο Ν. Κ., ο οποίος συνέταξε και υπέβαλε την υπ' αριθμόν ... Έκθεση Πραγματογνωμοσύνης. Εν συνεχεία, με την από 26.7.2005 κλήση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", η οποία υπεισήλθε στη θέση της ... ΑΕ ως καθολική διάδοχός της λόγω συγχωνεύσεως με απορρόφηση, επαναφέρθηκε η υπόθεση ενώπιον του Εφετείου Αθηνών προς περαιτέρω συζήτηση και έκδοση οριστικής αποφάσεως. Ακολούθως εξεδόθη η υπ' αριθμόν ... απόφαση του Δικαστηρίου τούτου δια της οποίας έγινε δεκτό ότι η οφειλή της ενάγουσας κατά κεφάλαιο τόκους και έξοδα προς την εναγόμενη την 28-4-1998 - ημερομηνία έως την οποία είχαν υπολογισθεί από την εναγόμενη οι οφειλές της ενάγουσας που αναγράφονταν στην ως άνω επιταγή - είχε διαμορφωθεί, μετά από τις επί μέρους καταβολές χρημάτων από τον αρχικό οφειλέτη και την τότε ανακόπτουσα και νυν ενάγουσα συνολικού ποσού σύμφωνα με τη λογιστική πραγματογνωμοσύνη 112.120.168 δρχ. , στο ποσό των 9.486.749 δρχ. και σε ευρώ 27.840,79, το οποίο υπόκεινταν από 29-4-1998 και εφεξής σε ανατοκισμό σύμφωνα με το εκάστοτε καθοριζόμενο εξωτραπεζικό επιτόκιο υπερημερίας. Ακολούθως, η ως άνω απόφαση του Δικαστηρίου τούτου εδέχθη ότι η ως άνω απαίτηση της τότε καθής η ανακοπή και νυν εφεσίβλητης, η οποία είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Ν . 3259/2004 (4-8-2004) ανερχόταν κατά την ημερομηνία αυτή μαζί με τους νόμιμους τόκους και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων με το ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, στο ποσό των 70.075,50 ευρώ. Επίσης το Δικαστήριο τούτο έκρινε ότι η ως άνω απαίτηση της καθής δεν υπερέβαινε το τριπλάσιο του ποσού των 31.500.000 δρχ. που πιστώθηκε και ορίσθηκε να αποπληρωθεί σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις κατά την υπογραφή του υπ'αριθ. ... αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, ήτοι του ποσού των 94.500.000 δρχ και σε ευρώ 277,329,42, ούτε το τριπλάσιο του ποσού των από 21.724.650 δρχ. ληξιπρόθεσμων οφειλών του αρχικού οφειλέτη, όπως ρυθμίσθηκαν αυτές με την ... πράξη της Συμβολαιογράφου Κ. Β., ήτοι του ποσού των 65.182.950 δραχμών και σε ευρώ 191.292,58, αλλά υπολείπονταν αυτών και έτσι απέρριψε τον προβληθέντα δια των προτάσεών της δεύτερης συζήτησης της έφεσης ισχυρισμό της ανακόπτουσας και ήδη ενάγουσας περί υπαγωγής της οφειλής της στις διατάξεις περί επαναπροσδιορισμού αυτής σύμφωνα με το άρθρο 30 του Ν. 2789/2000, όπως η παρ. 1 αυτού αντικαταστάθηκε και η παράγραφος αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 του νόμου 2912/2001 και το άρθρο 39 του Ν. 3259/2004.Ακολούθως το Δικαστήριο τούτο με την υπ' αριθ. ... απόφασή του εδέχθη εν μέρει τις άνω ανακοπές και ακύρωσε κατά ένα μέρος τις προσβαλλόμενες με αυτές (ανακοπές) πράξεις αναγκαστικής εκτελέσεως για το επιπλέον ποσό πέραν των δραχμών εννέα εκατομμυρίων τετρακοσίων ογδόντα έξι χιλιάδων επτακοσίων σαράντα εννέα (9.486.749) αντίστοιχο σε ευρώ 27.840,79, το οποίο η τότε ανακόπτουσα και ήδη ενάγουσα όφειλε να καταβάλει στην τότε καθής και ήδη εναγόμενη με το νόμιμο τόκο από 28.4.1998 και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων με το εκάστοτε ισχύον εξωτραπεζικό επιτόκιο υπερημερίας για το από 29-4-1998 έως 9.3.2006 διάστημα και μέχρι την εξόφληση. Ακολούθως η ενάγουσα άσκησε την από 8.11.2006 αίτηση ενώπιον του Αρείου Πάγου με την οποία ζήτησε την αναίρεση της υπ' αριθμόν ... αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών αναφορικά με την απόρριψη του προβληθέντος δια των προτάσεών της δεύτερης συζήτησης της έφεσης ισχυρισμού της περί ακυρώσεως των προσβαλλομένων με τις ανακοπές πράξεων της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης σύμφωνα και με τις διατάξεις του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004.Επί της παραπάνω αιτήσεως αναιρέσεως εξεδόθη η υπ' αριθμόν ... απόφαση του Αρείου Πάγου, δια της οποίας απερρίφθη αυτή, διότι κρίθηκε ότι απαραδέκτως προβλήθηκε ο ως άνω ισχυρισμός το πρώτο με τις προτάσεις της αναιρεσείουσας και ήδη ενάγουσας κατά τη δεύτερη συζήτηση στο Εφετείο, ενώ έπρεπε να προβληθεί με το δικόγραφο της ανακοπής ή των προσθέτων λόγων . Η ως άνω υπ'αριθ. ... αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Αθηνών ακόμα κι αν είναι εσφαλμένη, παράγει δεδικασμένο.., για την παρούσα δίκη για το ζήτημα της μη απόσβεσης της οφειλής της ενάγουσας κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004 λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του ως άνω νόμου, δεδομένου ότι κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη από καθ'ύλην αρμόδιο Δικαστήριο ότι υφίσταται ληξιπρόθεσμη οφειλή της ενάγουσας ανερχόμενη κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Ν . 3259/2004 (4-8-2004) στο ποσό των 70.075,50 ευρώ καθώς και ότι το ποσό αυτό δεν υπερβαίνει το τριπλάσιο του ποσού των 31.500.000 δρχ. που πιστώθηκε και ορίσθηκε να αποπληρωθεί σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις κατά την υπογραφή του υπ' αριθ. ... αγοραπωλητηρίου συμβολαίου,ήτοι του ποσού των 94.500.000 δρχ και σε ευρώ 277.329,42, ούτε το τριπλάσιο του ποσού των από 21.724.650 δρχ. ληξιπρόθεσμων οφειλών του αρχικού οφειλέτη Γ. Χ., όπως ρυθμίσθηκαν αυτές με την ... πράξη της Συμβολαιογράφου Κ. Β., ήτοι του ποσού των 65.182.950 δραχμών και σε ευρώ 191.292,58, αλλά υπολείπονταν αυτών. Τα παραπάνω, τα οποία κρίθηκαν αμετάκλητα με την ως άνω απόφαση και αποτελούσαν προδικαστικά ζητήματα του κριθέντος (κύριου) ζητήματος (στην προγενέστερη ως άνω δίκη) που ήταν το διαπλαστικό δικαίωμα ακυρώσεως της επισπευδομένης αναγκαστικής εκτελέσεως, οι διάδικοι δεν έχουν την δυνατότητα να τα αμφισβητήσουν στην μεταγενέστερη παρούσα δίκη, όπου άγεται προς κρίση αναγνωριστική αγωγή ανυπαρξίας οφειλής εκ του υπ'αριθ. ... αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Β. μεταξύ των ίδιων διαδίκων, καθόσον η αγωγή αυτή προσκρούει στην αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου που απορρέει από την υπ'αριθ. ... απόφαση για τα ήδη κριθέντα ζητήματα. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη, κατά παραδοχή της ως και ουσιαστικά βάσιμης αποδεικνυομένης ένστασης δεδικασμένου της εφεσίβλητης, το οποίο άλλωστε λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 332 ΚΠολΔ)...". Από την επισκόπηση των παραδοχών της υπ'αριθμ.... αμετάκλητης απόφασης του Εφετείου Αθηνών προκύπτει ότι αυτή έκρινε ότι υφίσταται ληξιπρόθεσμη οφειλή της αναιρεσείουσας, ανερχόμενη κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του Ν.3259/2004 (4-8-2004) στο ποσό των 70.075,50 ευρώ, ότι το ποσό αυτό δεν υπερβαίνει το τριπλάσιο του ποσού των 31.500.000 δρχ. που πιστώθηκε και ορίσθηκε να αποπληρωθεί σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις, κατά την υπογραφή του υπ'αριθ.... αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, ήτοι του ποσού των 94.500.000 δρχ. και σε ευρώ 277.329,42, ούτε το τριπλάσιο του ποσού των από 21.724,650 δρχ. ληξιπρόθεσμων οφειλών του αρχικού οφειλέτη Γ.Χ., ήτοι του ποσού των 65.182.950 δρχ. και σε ευρώ 191.292,58, αλλά υπολείποντο αυτών. Η διαγνωσθείσα έννομη συνέπεια ήταν η εν μέρει ακυρότητα της από 4-2-1999 επιταγής, της από 5-4-1999 αναγκαστικής κατασχέσεως και του υπ'αριθ.7386/1999 προγράμματος πλειστηριασμού του ακινήτου της αναιρεσείουσας ως προς το επιπλέον ποσό πέραν των 27.840,79 ευρώ που οφείλει η αναιρεσείουσα, νομιμοτόκως από 28-4-1998 και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων. Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε επί αγωγής της αυτής ενάγουσας κατά της αυτής εναγομένης, με την οποία ζητείται να, αναγνωρισθεί ότι έχουν εξοφληθεί όλες οι απαιτήσεις της εναγομένης που απορρέουν από το ως άνω συμβόλαιο και να διαταχθεί η εξάλειψη από τα βιβλία του οικείου Υποθηκοφυλακείου όλων των εγγραφεισών υποθηκών. Επομένως, η έννομη σχέση που κρίθηκε με την ως άνω αμετάκλητη απόφαση περί υπάρξεως της ληξιπρόθεσμης οφειλής της αναιρεσείουσας, ανερχόμενης κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του Ν.3259/2004 στο ποσό των 70.075,50 ευρώ, ανακύπτει ως προδικαστικό ζήτημα στην δεύτερη δίκη, στην οποία φέρεται προς κρίση η αναγνώριση εξοφλήσεως όλων των απαιτήσεων της αναιρεσίβλητης. Εφόσον το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι από την προαναφερθείσα αμετάκλητη απόφαση υπάρχει δεδικασμένο για την παρούσα δίκη ως προς την έννομη σχέση της μη αποσβέσεως της οφειλής της αναιρεσείουσας, λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων των διατάξεων του άρθρου 39 Ν.3259/2004 και απέρριψε την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη, δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 321,322,324 και 331 ΚΠολΔ. Επομένως, οι ως άνω αναιρετικοί λόγοι από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμο.
5. Κατόπιν αυτών, μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 25-2-2020 αίτηση αναίρεσης κατά της ... τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Αθηνών και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, ως ηττηθείσα διάδικος, στη δικαστική δαπάνη της προσθέτως υπέρ της αναιρεσίβλητης παρεμβάσας, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο σχετικό αίτημά της (άρθρα 176, 183,189 αριθ.1, 191 αριθ.2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα στο δημόσιο ταμείο(άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ -
Απορρίπτει την από 25-2-2020 αίτηση για αναίρεση της ... τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
-Διατάσσει να εισαχθεί το κατατεθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο.
-Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της προσθέτως υπέρ της αναιρεσίβλητης παρεμβάσας, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Μαΐου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ