
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 766 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 766/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Ευτύχιο Νικόπουλο, Βαρβάρα Πάπαρη - Εισηγήτρια και Φωτεινή Μηλιώνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Απριλίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Εταιρείας με την επωνυμία "…… FZC" και τον διακριτικό τίτλο "…", που εδρεύει στα ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πάρι Καραμήτσιο με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Εταιρείας με την επωνυμία "……... LTD.", που εδρεύει στην ……. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Άρη Γεωργιάδη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από …/2017 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: …/2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 627/2022 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από …./2022 αίτησή της και τους από …/2023 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων αυτής και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Με την από ….-2022 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθμό 627/2022 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία. Με την απόφασή του αυτή το πιο πάνω Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, την ασκηθείσα έφεση, από την εναγομένη ήδη αναιρεσείουσα αλλοδαπή εταιρεία, κατά της αριθμ. …./2019 απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία είχε εκδοθεί ερήμην της (αναιρεσείουσας) και δεχθεί την εισαχθείσα ενώπιον του αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης αλλοδαπής εταιρείας από πώληση ελαττωματικών καυσίμων. Η ανωτέρω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1, 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ.577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Η αναιρεσείουσα άσκησε παραδεκτά με αυτοτελές δικόγραφο τους από …-2023 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 569 αριθ.2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι αυτοί επιδόθηκαν στην αναιρεσίβλητη στις 30-5-2023, ήτοι τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από την ορισθείσα για τη συζήτηση της αναιρέσεως δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι, οι οποίοι συνεκφωνήθηκαν με την αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να συνεκδικασθούν με αυτή, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθρο 246 ΚΠολΔ), αλλά και διότι οι πρόσθετοι λόγοι δεν έχουν αυθυπαρξία και συζητούνται υποχρεωτικά με την αίτηση αναιρέσεως (ΑΠ 527/2023,ΑΠ 1376/2022,ΑΠ 1027/2022, ΑΠ 1078/2020, ΑΠ 921/2019, ΑΠ 507/2017) και να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο αυτών.
2.Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης (αρθ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης δικαστικής διαδρομής: Η ήδη αναιρεσίβλητη αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία "…. CO LTD", που εδρεύει κατά το καταστατικό της στην Μ….Λ… στην πραγματικότητα όμως στον Πειραιά, άσκησε σε βάρος της ήδη αναιρεσείουσας αλλοδαπής εταιρείας, με την επωνυμία "…..FZC", που εδρεύει στα Η……., ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από ….2017 (υπ'αριθ.εκθ.καταθ…./…/…..2017) αγωγή, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί η τελευταία να της καταβάλει το ποσό των 235.750 δολαρίων ΗΠΑ, άλλως το ισάξιο σε ευρώ κατά τον χρόνο της πληρωμής νομιμοτόκως, ως αποθετική ζημία λόγω πωλήσεως ελαττωματικών καυσίμων(πετρελαίου). Επί της αγωγής αυτής, που συζητήθηκε ερήμην της εναγομένης, εκδόθηκε η με αριθμό …/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, λόγω της ερημοδικίας της εναγομένης, την οποία υποχρέωσε να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 235.750 δολαρίων ΗΠΑ, βάσει της ισοτιμίας δολαρίου ΗΠΑ- ευρώ κατά τον χρόνο της πληρωμής νομιμοτόκως. Την απόφαση αυτή, που επιδόθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας στις 11.11.2019 στον αρμόδιο Εισαγγελέα για λογαριασμό της εναγομένης, ως εδρεύουσας στο εξωτερικό, κατ'άρθρο 134 παρ.1 και 3 ΚΠολΔ, και στην έδρα της στις 18.3.2020 (πραγματική επίδοση),η τελευταία, ως ηττηθείσα διάδικος, προσέβαλε με την από 29.6.2020 (υπ' αριθ. εκθ. καταθ…./…/29.6.2020, Εφ…/../30.6.2020) εκπρόθεσμη έφεση της, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 29-6-2020 (μετά την παρέλευση της 60νθήμερης προθεσμίας του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ) και επιδόθηκε στην τότε εφεσίβλητη την 1 Ιουλίου 2020 και ζήτησε την εξαφάνισή της προκειμένου ν'απορριφθεί η εναντίον της αγωγή. Στην έφεση σωρεύτηκε και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, έτσι ώστε με απόφαση του Δικαστηρίου να προσδοθεί στην εκπροθέσμως ασκηθείσα έφεση της, η έννομη ενέργεια που αυτή θα είχε αν ήταν εμπρόθεσμη, δηλαδή είχε ασκηθεί εντός εξήντα ημερών από την επίδοση στις 11.11.2019 της εκκαλουμένης απόφασης στον αρμόδιο Εισαγγελέα για λογαριασμό της, ως εδρεύουσας στο εξωτερικό, κατ'άρθρο 134 παρ.1 και 3 ΚΠολΔ, καθόσον η απώλεια της προθεσμίας οφείλεται σε ανωτέρα βία, που συνίσταται στην ανυπαίτια άγνοια της για την πλασματική επίδοση της, μέχρι την πραγματική επίδοση της στην έδρα της, που συντελέστηκε στις 18.3.2020 και συνάμα στην επιβολή του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων από 13.3.2020 έως και 31.5.2020, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (Μονομελές Εφετείο Πειραιώς) με την προσβαλλομένη 627/2022 απόφασή του απέρριψε ως εκπροθέσμως ασκηθείσα την έφεση, όπως εξ άλλου απέρριψε ως εκπρόθεσμο το αίτημα επαναφοράς στη προηγούμενη κατάσταση, που υπέβαλε η εκκαλούσα-αναιρεσείουσα με την έφεσή της.
3. Κατά το άρθρο 532 ΚΠολΔ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερευνά, αυτεπαγγέλτως, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, ιδίως δε αν η έφεση ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά της νόμιμες διατυπώσεις. Αντικείμενο της έρευνας κατά το στάδιο αυτό αποτελεί το εκκλητό ή μη της εκκαλούμενης αποφάσεως, η νομιμοποίηση του εκκαλούντος και του εφεσιβλήτου, η κατάθεση του δικογράφου στον αρμόδιο γραμματέα, η νομότυπη σύνταξη της έκθεσης κατάθεσης και η ενέργεια όλων των άνω διατυπώσεων εντός της προθεσμίας του άρθρου 518 ΚΠολΔ. Αν λείπει μια από τις άνω προϋποθέσεις και ιδίως αν η έφεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα, δηλαδή μετά τη συμπλήρωση της οριζόμενης από το άρθρο 518 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της απόφασης αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα, ή των εξήντα ημερών αν ο εκκαλών διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη, της προθεσμίας υπολογιζομένης από τη διάταξη του άρθρου 144 παρ.1 του ΚΠολΔ, η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ο διάδικος που άσκησε εκπρόθεσμη έφεση μπορεί να προβάλει ότι δεν την άσκησε εμπρόθεσμα, για λόγους ανώτερης βίας ή εξ αιτίας δόλου του αντιδίκου του και να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση (άρθρ. 152 επ. ΚΠολΔ, AΠ 1222/2022, ΑΠ 2021/2017). Κατά τη διάταξη του άρθρου 152 παρ.1 ΚΠολΔ, αν κάποιος διάδικος δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία εξαιτίας ανώτερης βίας ή δόλου του αντιδίκου του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και με τη διάταξη του άρθρου 155 παρ.2 ΚΠολΔ, που ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι η αίτηση για την επαναφορά πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατόν να τηρηθεί η προθεσμία και να περιέχει την πράξη που παραλείφθηκε ή να αναφέρει ότι έχει ήδη ενεργηθεί, συνάγεται ότι η επαναφορά αποτελεί έκτακτο ένδικο βοήθημα, με το οποίο παρέχεται προστασία για την απώλεια γνήσιας δικονομικής προθεσμίας, η δε απώλεια αυτής έχει ως συνέπεια την έκπτωση από το δικαίωμα για ενέργεια της διαδικαστικής πράξης που αφορά η προθεσμία (ΑΚ 151) και την απόρριψή της ως εκπρόθεσμης, με την προϋπόθεση ότι πρόκειται για πράξη σύγχρονη ή προγενέστερη της αίτησης επαναφοράς. Έτσι και ο διάδικος που δεν μπόρεσε να ασκήσει εμπρόθεσμη, κατά το άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ, έφεση, δηλαδή μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την επίδοση της οριστικής πρωτόδικης απόφασης, αν διαμένει στην Ελλάδα, και εξήντα ημερών, αν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, μπορεί, αν η εκπρόθεσμη άσκηση της έφεσης οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε δόλο του αντιδίκου του, να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Κατά την έννοια αυτή, η επαναφορά δεν συνεπάγεται τη χορήγηση νέας προθεσμίας για την επιχείρηση της εκπρόθεσμης διαδικαστικής πράξης, αλλά προσδίδεται σε αυτήν με τη δικαστική απόφαση, που δέχεται την αίτηση επαναφοράς, η έννομη συνέπεια που θα είχε, αν ήταν εμπρόθεσμη (ΟλΑΠ 29/1992), δηλαδή θεωρείται πλασματικά ως εμπρόθεσμη. Ανταποκρίνεται έτσι η επαναφορά σε εκτιμήσεις επιείκειας και παράλληλα ικανοποιείται το δικαίωμα ακρόασης των διαδίκων, με τελικό στόχο την εξισορρόπηση της ασφάλειας και βεβαιότητας του δικαίου με την αρχή της απονομής ουσιαστικής δικαιοσύνης (ΑΠ 1012/2023,ΑΠ 367/2022,ΑΠ 932/2020, ΑΠ 350/2017, ΑΠ 443/2015). Η επαναφορά, κατά το άρθρο 153 ΚΠολΔ, πρέπει να ζητηθεί μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την ημέρα άρσης του εμποδίου, που συνιστούσε την ανώτερη βία, ή της γνώσης του δόλου του αντιδίκου, η σχετική δε αίτηση ασκείται, κατά το άρθρο 155 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, με τα δικόγραφα που κοινοποιεί ο ένας διάδικος στον άλλον ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την άσκηση της αγωγής και κοινοποιείται στον αντίδικο. Επομένως, η αίτηση επαναφοράς μπορεί να ασκηθεί και με το δικόγραφο της έφεσης, το οποίο πρέπει, κατ' άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ, να κατατεθεί στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από το δικόγραφο αυτό, να κοινοποιηθεί στον εφεσίβλητο μέσα στην προθεσμία του άρθρου 153 ΚΠολΔ (ΑΠ 264/2013), η δε άσκησή της δεν ολοκληρώνεται πριν από την επίδοση της αίτησης στον καθ' ου αυτή απευθύνεται (αν και τέτοια επίδοση δεν απαιτείται αυτοτελώς για την άσκηση της έφεσης). Συνακόλουθα, αν δεν τηρηθεί η προθεσμία αυτή με την εκτεθείσα έννοια, το αίτημα επαναφοράς είναι απαράδεκτο (ΑΠ 1012/2023, ΑΠ 367/2022, ΑΠ 1467/2019,ΑΠ 1155/2012). Η αίτηση επαναφοράς πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η έφεση δεν ασκήθηκε εµπρόθεσµα, καθώς και τα αποδεικτικά µέσα για την εξακρίβωση της αλήθειάς τους. Η συζήτησή της γίνεται μαζί με την συζήτηση περί του παραδεκτού της έφεσης. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, κρίνεται παραδεκτή η έφεση, διαφορετικά απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 824/2018, ΑΠ 2021/2017). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των άρθρων 134 και 136 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται σε όσες περιπτώσεις το κράτος εγκατάστασης του αποδέκτη της επίδοσης δεν συνδέεται με την Ελλάδα με διεθνή, διμερή ή πολυμερή, όπως η της Χάγης, σύμβαση ούτε είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατά τις διατάξεις των οποίων η προς αλλοδαπό επίδοση θεωρείται (πλασματικά) συντελεσμένη από την παράδοση του επιδοτέου εγγράφου στον αρμόδιο εισαγγελέα (ΑΠ 1658/2009), ο οποίος οφείλει να το αποστείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον Υπουργό των Εξωτερικών, προκειμένου να διαβιβαστεί σε εκείνον προς τον οποίο πρέπει να κοινοποιηθεί, επί δε πρωτοβάθμιας απόφασης, υποκείμενης σε έφεση, στον εισαγγελέα του δικαστηρίου που την εξέδωσε, χωρίς για το κύρος της επίδοσης αυτής να είναι αναγκαία α] η περαιτέρω αποστολή του στον αποδέκτη του ούτε β] η επισύναψη μετάφρασής του στην ελληνική γλώσσα συνταχθέντος επιδιδόμενου εγγράφου, ακόμα και αν ο αποδέκτης του αγνοεί την ελληνική. Κατά το ίδιο (ημεδαπό) δίκαιο, η πλασματική επίδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης αφετηριάζει την κατά το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ εξηκονθήμερη προθεσμία άσκησης έφεσης κατ' αυτής (ΑΠ 266/2004), ακόμα και αν η πραγματική επίδοση δεν λάβει χώρα ή συντελεστεί καθυστερημένα (ΑΠ 275/2014), δηλαδή μετά την παρέλευση της προθεσμίας, καθώς οι συνέπειες από την παράλειψή της μπορούν να αρθούν κατά το άρθρο 152 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι τότε στοιχειοθετείται ανώτερη βία κατά την προεκτεθείσα έννοια, που δικαιολογεί την επαναφορά, προκειμένου ο ανυπαιτίως απωλέσας την προθεσμία της έφεσης να μη στερηθεί του δικαιώματός του σε δικαστική ακρόαση. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ.1του Ν. 4690/2020, ορίστηκε ότι "1. Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 - 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων, δεν συμπληρώνονται αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους". Εν συνεχεία, η διάταξη του άρθρου 74 παρ.1 του Ν. 4690/2020 ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 49 του νόμου 4963/2022, το οποίο προέβλεψε ότι "1. Κατά την αληθή έννοια του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 (Α' 104) και του πρώτου εδάφιου της περ. α της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 (Α'48) ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που ανεστάλησαν κατά το διάστημα από 13.3.2020 ως 31.5.2020 και από 7.11.2020 έως 5.4.2021, νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [π.δ. 503/1985, (Α' 182), ΚΠολΔ]. 2. Κατά την αληθή έννοια του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 και του τρίτου εδαφίου της περ. α της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων των οποίων παρατείνεται η λήξη νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 ΚΠολΔ.".Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ "Αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο". Υπό τον όρο "απαράδεκτο" νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, αυτό, δηλαδή, που δημιουργείται από την αθέτηση - παραβίαση δικονομικής διατάξεως (ΑΠ 400/2022, ΑΠ 210/2021, ΑΠ 937/2020, ΑΠ 1324/2019, ΑΠ 862/2011, ΑΠ 558/2008), με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (ΑΠ 1735 /2008).Επί παραλείψεως κηρύξεως προσωρινού απαραδέκτου, όπως είναι το απαράδεκτο της συζητήσεως, ο λόγος αυτός στοιχειοθετείται, όταν το απαράδεκτο αυτό επιβάλλεται από το νόμο προς κατοχύρωση του αποτελέσματος της ακυρότητας άλλης διαδικαστικής πράξεως, που προηγήθηκε, όπως είναι η ακυρότητα της κλητεύσεως ή (και) προς εξασφάλιση της ασκήσεως δικονομικού δικαιώματος, όπως είναι πρωτίστως το θεμελιώδες δικονομικό δικαίωμα της υπερασπίσεως κατ' άρθρο 110 παρ.2 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 12/2000, ΑΠ 932/2020, ΑΠ 1521/2013). Πέραν τούτου, διά του λόγου αυτού αναιρέσεως ελέγχεται και το παραδεκτό της ασκήσεως των ενδίκων μέσων, ως λ.χ. η εμπρόθεσμη ή μη άσκηση εφέσεως (ΑΠ 932/2020, ΑΠ 153/2015, ΑΠ 545/2011). Με το λόγο αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λ.π., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011).
4.Η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο του κυρίως δικογράφου της αναίρεσής της, και τον πρόσθετο λόγο αναίρεσης, αποδίδει στη προσβαλλομένη την πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, αιτιώμενη ότι το Εφετείο, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 74 παρ.1 του ν.4690/2020 και 153,518 και 144 παρ.1 ΚΠολΔ, κήρυξε απαράδεκτο, με την απόρριψη της έφεσής της ως εκπρόθεσμης, καθώς και με την απόρριψη της σωρευόμενης σ'αυτήν αίτησης επαναφοράς στην προηγούμενη κατάσταση ως εκπρόθεσμης και τούτο διότι, η πραγματική επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης σ'αυτήν, έλαβε χώρα στις 18-3-2020 κατά τη διάρκεια της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων από 13.3.2020 έως και 31.5.2020, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού και επομένως η 30νθήμερη προθεσμία του άρθρου 153 ΚΠολΔ αρχίζει να υπολογίζεται από τις 2-7-2020,δηλαδή ένα μήνα μετά την άρση του ανυπέρβλητου εμποδίου άσκησης της έφεσης μετά της αίτησης επαναφοράς, και έτσι μέχρι την επίδοση της έφεσης και της αίτησης επαναφοράς στην αναιρεσίβλητη στις 1-7-2020, δεν συμπληρώθηκε η εν λόγω 30νθήμερη προθεσμία του άρθρου 153 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλομένη την πλημμέλεια του αριθ. 1 του αρθ. 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση, ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 20,25 του Συντ. και του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, κρίνοντας ότι η δικονομική προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της αίτησης επαναφοράς πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση δεν εμπίπτει στην 30νθήμερη παράταση του άρθρου 74 παρ.1γ του Ν.4690/2020. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, ως προς τους ερευνώμενους αναιρετικούς λόγους, τα ακόλουθα: "Από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι η κρινόμενη έφεση, με τη σωρευόμενη στο δικόγραφο της αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 29.6.2020, ήτοι μετά την πάροδο της προβλεπόμενης προθεσμίας των 60 ημερών από την επίδοση της προσβαλλομένης απόφασης στην εκκαλούσα αλλοδαπή εταιρεία, που εδρεύει στα Η… …, κατ' αρθρο 134 παρ.1 και 3 ΚΠολΔ, που συντελέστηκε στις 11.11.2019, με την παράδοση του ανωτέρω επιδοτέου δικογράφου στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά για λογαριασμό της, συντασσομένης της υπ'αριθμ…./11.11.2019 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Α. Κ., δεδομένου ότι, τα Η……. δεν έχουν συμβληθεί ή προσχωρήσει στη Διεθνή Σύμβαση της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965 (Ν. 1334/1983) σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που προβλέπει πραγματική επίδοση σε πρόσωπα στην αλλοδαπή, ούτε έχει καταρτισθεί μεταξύ αυτών και της Ελλάδας διμερής σύμβαση, ρυθμίζουσα τα θέματα των επιδόσεων με διαφορετικό τρόπο και συνεπώς, εφόσον περαιτέρω ο Εισαγγελέας απέστειλε το επιδιδόμενο έγγραφον αμελλητί στο Υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο το διαβίβασε στην αρμόδια αρχή του κράτους παραλαβής, που διενήργησε την επίδοση στις 18.3.2020,όπως προκύπτει από το αποσταλέν σχετικό αποδεικτικό επίδοσης μέσω του Υπουργείου εξωτερικών των Η… …, στο προξενικό γραφείο της Πρεσβείας της Ελλάδας στο Ά.. …, που το διαβίβασε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, η επίδοση της εκκαλουμένης πραγματώθηκε, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, μόλις παραδόθηκε το έγγραφο στον αρμόδιο Εισαγγελέα, ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και της παραλαβής του από την εναγομένη αλλοδαπή εταιρεία, ήδη εκκαλούσα. Περαιτέρω, η ένδικη έφεση με την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, επιδόθηκε στην εφεσίβλητη εταιρεία την 1η.7.2020, όπως προκύπτει από την υπ'αριθμ…./1.7.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Β. Χ., ήτοι μετά την παρέλευση της αποκλειστικής προθεσμίας των τριάντα ημερών από την άρση του ανυπέρβλητου εμποδίου άσκησης της έφεσης μετά της αίτησης επαναφοράς, αφότου η εκκαλούσα-εναγομένη έλαβε γνώση της προσβαλλομένης απόφασης, που συνιστούσε ανώτερη βία και συγκεκριμένα της επιβολής του προσωρινού μέτρου της αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, καθώς και της αναστολής των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών από 13.3.2020 έως 31.5.2020, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού (άρθρο 74 παρ.1 Ν.4690/2020), δεδομένου ότι με την ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ.33202/2020 (ΦΕΚ Β' 2033/28.5.2020), αποφασίστηκε η άρση της αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, καθώς και της αναστολής των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών από την 1η.6.2020, με συνέπεια, την έκπτωση του δικαιώματος της εκκαλούσας για την άσκηση της αίτησης αυτής. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, ως απαράδεκτη και συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί η έφεση, ομοίως, ως απαράδεκτη, λόγω της εκπρόθεσμης άσκησης της... ".Υπό τις εκτεθείσες παραδοχές του το Εφετείο δεν προέβη σε παρά το νόμο κήρυξη απαραδέκτου, διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και τα ως άνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα, το εμπόδιο της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων από 13-3-2020 έως 31-5-2020, που, συνιστούσε την ανώτερη βία για την μη τήρηση της προθεσμίας της εφέσεως, ήρθη την 1-6-2020, οπότε εντός της αποκλειστικής προθεσμίας των τριάντα ημερών από την ημέρα της άρσεως του εμποδίου, ήτοι έως τις 30-6-2020, έπρεπε να κατατεθεί και επιδοθεί η ένδικη έφεση με την σωρευόμενη σ'αυτήν αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην αναιρεσίβλητη, η επίδοση δε αυτής στην τελευταία την 1-7-2020 είναι εκπρόθεσμη, ως ασκηθείσα πέραν της ως άνω προθεσμίας των τριάντα ημερών από την άρση του εμποδίου, μη εφαρμοζομένης εν προκειμένω της διατάξεως του άρθρου 74 παρ.1 εδ.γ'του Ν.4690/2020, καθόσον, αυτή αφορά στις προθεσμίες ασκήσεως των ενδίκων μέσων και όχι του εκτάκτου ένδικου βοηθήματος της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Επομένως, ο πρώτος αναιρετικός λόγος και ο πρόσθετος λόγος της αναιρέσεως, από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω, με το να απορρίψει το Εφετείο ως εκπρόθεσμη την έφεση και την αίτηση επαναφοράς πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, δεν στέρησε την αναιρεσείουσα από το δικαίωμά της να της παρασχεθεί δικαστική προστασία και δεν παραβίασε ευθέως τις προπαρατεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 20 και 25 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ. Και τούτο διότι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, το έκτακτο ένδικο βοήθημα της επαναφοράς των πραγμάτων, το οποίο δεν υποκαθιστά οποιοδήποτε ένδικο μέσο, πρέπει να υποβληθεί, επί ποινή απαραδέκτου, εντός της αποκλειστικής προθεσμίας των τριάντα ημερών από την ημέρα της άρσεως του εμποδίου που συνιστούσε την ανώτερη βία, προς εξασφάλιση της σταθερότητας στη διαδικασία και προς αποτροπή διατηρήσεως της εκκρεμότητας για μακρό χρονικό διάστημα, τα οποία δεν θα επιτυγχάνοντο αν εφαρμοζόταν και στην ως άνω προθεσμία η διάταξη του άρθρου 74 παρ.1 εδ.γ'Ν.4690/2020.
Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
5. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και ο πρόσθετος λόγος αυτής, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση αυτής παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (αρθ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρα 176, 183,189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ –
Απορρίπτει την από ….2022 αίτηση για αναίρεση της με αριθμό 627/2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς και τους πρόσθετους λόγους αυτής.
-Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
-
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.-
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Δεκεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Μαΐου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ