ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 777/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 777/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 777/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 777 / 2025    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 777/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αγάπη Τζουλιαδάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιφιγένεια Ματσούκα-Εισηγήτρια, Φωτεινή Μηλιώνη, Ευαγγελία Στεργίου, Ευγενία Μπιτσακάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και του γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Χριστίνα Γιωτοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Α. Α. του Α.., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αδαμάντιο Αρετάκη, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από …-2012 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης και την από …-2015 ανταγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: …/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 87/2020 του Μονομελούς Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί το αναιρεσείον με την από …-2022 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη από ..-2022 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθμό 87/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κρήτης, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη με την από ….-2012 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, Ελληνικού Δημοσίου, ισχυρίστηκε ότι κατέστη με παράγωγο τρόπο κυρία των περιγραφομένων ακινήτων με ΚΑΕΚ …. και ….. ευρισκομένων εντός του οικισμού ……………της κτηματικής περιφέρειας Δήμου ……….., την κυριότητα δε αυτής αμφισβητεί το εναγόμενο ισχυριζόμενο ότι τα ακίνητα αυτά αποτελούν δασική έκταση. Ζήτησε δε, μετά από διόρθωση των αγωγικών ισχυρισμών της, με τις προτάσεις της, να αναγνωρισθεί η κυριότητά της στα ακίνητα αυτά και να διορθωθούν οι αρχικές εγγραφές ως προς τα με τα ανωτέρω ΚΑΕΚ γεωτεμάχια κατά τα γεωμετρικά τους στοιχεία, όπως αυτά περιγράφονται στις προτάσεις της, κατά τις πλευρικές τους διαστάσεις. Το εναγόμενο άσκησε την από ….-2015 ανταγωγή, με την οποία ισχυρίσθηκε ότι τα επίδικα αποτελούν δημόσιες δασικές εκτάσεις, την κυριότητα των οποίων απέκτησε ως διάδοχος του οθωμανικού Δημοσίου, άλλως με έκτακτη χρησικτησία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνεκδίκασε την αγωγή και την ανταγωγή και εξέδωσε την …/2018 απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, την δε ανταγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν αντίθετες εφέσεις και από τα δύο διάδικα μέρη ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Κρήτης, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση. Με αυτήν το Δικαστήριο απέρριψε την έφεση της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης και δέχθηκε την έφεση του εναγομένου - αντενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ως προς το κεφάλαιο της ανταγωγής και απέρριψε την ανταγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατά το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο. Εξάλλου, η ποιοτική ή ποσοτική αοριστία της αγωγής υπάρχει αν ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Στην περίπτωση αυτή η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη και η σχετική παράβαση ελέγχεται αναιρετικά με τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν (αγωγή) των στοιχείων, που είναι αναγκαία για τη στήριξή του αιτήματός της, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια και, κατά παράβαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ, παραλείπει να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου, αλλά και στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο, παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών, απέρριψε την αγωγή ως αόριστη (ΑΠ 261/2020, ΑΠ 1487/2017). Τα αναγκαία δε στοιχεία για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, είναι συνάρτηση του εφαρμοζόμενου κανόνα δικαίου (ΑΠ 1048/2020,ΑΠ 59/2017, ΑΠ 387/2015). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1094 Α.Κ. και 216 ΚΠολΔ., προκύπτει ότι ο κύριος ακινήτου δικαιούται, με αναγνωριστική αγωγή κυριότητας ακινήτου, να ζητήσει να αναγνωριστεί η κυριότητά του στο ακίνητο. Για την πληρότητα και το ορισμένο της αγωγής πρέπει να αναφέρεται, εκτός των άλλων, κάποιος προβλεπόμενος από το νόμο τρόπος με τον οποίο απέκτησε ο ενάγων την κυριότητα ακινήτου, την αμφισβήτηση της κυριότητάς του από τον εναγόμενο ως και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου δεκτικού δικαστικής εκτίμησης, διαφορετικά το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση. Ειδικότερα, για την επάρκεια της περιγραφής του επίδικου αντικειμένου της αναγνωριστικής αγωγής απαιτείται να προσδιορίζονται η θέση, τα όρια και η έκταση του επίδικου ακινήτου, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία για την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται, όμως, για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται οι πλευρικές διαστάσεις του επίδικου ακινήτου, ενώ όταν το επίδικο ακίνητο φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου ο ενάγων έχει την υποχρέωση να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο (ΑΠ 78/2015). Εξάλλου, ο Κωδικός
Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ.) είναι ο 12ψήφιος μοναδικός αριθμός για κάθε ακίνητο και προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή, τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού (άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2664/1998). Πρόκειται για μία ειδική ενάριθμη ταυτότητα ακινήτου, κωδικοποιημένη σε επίπεδο επικράτειας, η κτήση της οποίας γίνεται με κτηματολογική πράξη και έτσι επιτυγχάνεται η εύκολη, ασφαλής και γρήγορη αναζήτηση στη βάση δεδομένων του Εθνικού Κτηματολογίου. Η σύνδεση του ακινήτου με τον ΚΑΕΚ διαρκεί μέχρις ότου ο τελευταίος καταργηθεί ή τροποποιηθεί σύμφωνα με το κτηματολογικό δίκαιο (άρθρου 11 παρ. 3 του Ν. 2664/1998). Ο ΚΑΕΚ συνιστά συγχρόνως θεμελιώδη εφαρμογή της αρχής της ειδικότητας και της ουσιαστικής δημοσιότητας στο σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου. Κάθε ένα από τα ψηφία που τον αποτελούν προσδιορίζει συγκεκριμένη πληροφορία και συγκεκριμένα τα δύο πρώτα ψηφία το Νομό στον οποίο βρίσκεται το γεωτεμάχιο, τα επόμενα τρία ψηφία το Δήμο ή Δημοτικό Διαμέρισμα κλπ, τα αμέσως επόμενα δύο ψηφία τον "κτηματολογικό τομέα" (πχ. συνοικία), το δύο προτελευταία δύο ψηφία την "κτηματολογική ενότητα"(πχ. οικοδομικό τετράγωνο) και τέλος τα τελευταία τρία ψηφία τον αύξοντα αριθμό του γεωτεμαχίου εντός της ενότητας (πχ. οικόπεδο ή αγροτεμάχιο). Ο αριθμός μετά την πρώτη κάθετο δηλώνει τον αριθμό της καθέτου ιδιοκτησίας, αν έχει συσταθεί επί των κτισμάτων του γεωτεμαχίου και ο αριθμός μετά τη δεύτερη κάθετο προσδιορίζει τον αριθμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας, εφόσον έχει συσταθεί τοιαύτη. Για το ορισμένο της αγωγής, εφόσον αντικείμενο της δίκης είναι όλο το ακίνητο - γεωτεμάχιο, όπως αποτυπώθηκε στο κτηματολογικό διάγραμμα και όχι τμήμα του, αρκεί η αναφορά του ΚΑΕΚ, χωρίς να απαιτείται θέση, σύνορα, εμβαδόν, πλευρικές διαστάσεις ή τυχόν επισύναψη τοπογραφικού διαγράμματος για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του επιδίκου. Εάν βέβαια, το επίδικο αποτελεί τμήμα ενός μείζονος γεωτεμαχίου, οπότε σε περίπτωση αποδοχής της αγωγής θα επέλθουν χωρικές μεταβολές, τότε η περιγραφή του επιδίκου τμήματος πρέπει να γίνει με λεπτομερή περιγραφή κατά θέση, όρια, πλευρικές διαστάσεις και συντεταγμένες κορυφών σύμφωνα με το σύστημα ΕΓΣΑ 87. Στην προκειμένη περίπτωση με τον μοναδικό λόγο της αίτησης αναίρεσης το αναιρεσείον προβάλλει την από το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, παρά το νόμο έκρινε αόριστη την ανταγωγή του ως προς την περιγραφή των επιδίκων ακινήτων, τα οποία (κατά το αναιρεσείον) περιγράφονται επαρκώς κατά θέση, έκταση και όρια χωρίς να είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός της θέσης αυτών σε σχέση με τη μείζονα δασική έκταση κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, στην οποία εμπίπτουν, δεδομένου ότι αναφέρονται οι αριθμοί των ΚΑΕΚ των επιδίκων ώστε δεν μπορεί να δημιουργηθεί καμία αμφιβολία ως προς τη θέση και την ταυτότητά τους. Από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) και κατά το ενδιαφέρον για τον αναιρετικό έλεγχο αντίστοιχο τμήμα της ανταγωγής, προκύπτει ότι η περιγραφή των επιδίκων έχει ως εξής:.. "Το Ελληνικό Δημόσιο είναι κύριος των επιδίκων ακινήτων με ΚΑΕΚ …. και …. τα οποία βρίσκονται στο δάσος του ……, εκτός σχεδίου πόλεως, επί των οδών Α…. και ……, εμβαδού 748 τ.μ. και 495 τ.μ. αντίστοιχα". Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η ανταγωγή είναι ορισμένη ως προς την περιγραφή των επιδίκων, διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα παραπάνω, η αναφορά του ΚΑΕΚ των επιδίκων ακινήτων είναι αρκετή για τον προσδιορισμό τους, ζητείται δε με την ανταγωγή η αναγνώριση του δικαιώματος κυριότητας του αντενάγοντος σε ολόκληρα τα επίδικα γεωτεμάχια και όχι σε τμήματα αυτών, ώστε να απαιτείται ο προσδιορισμός της θέσης τους στο όλο γεωτεμάχιο.
Συνεπώς, το Εφετείο που έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι η ανταγωγή του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος είναι αόριστη, επειδή δεν αναφέρει τα όρια των επιδίκων ακινήτων, υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική αυτή πλημμέλεια είναι βάσιμος, πρέπει δε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της που απέρριψε την ανταγωγή του αναιρεσείοντος, ακολούθως δε πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία όμως πρέπει να καταλογιστούν μειωμένα κατά τα άρθρα 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 Εισ.Ν.Κ.ΠολΔ, άρθρο 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 και 2 της ΥΑ 134423/1992 (Οικονομικών και Δικαιοσύνης).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί, εν μέρει, την υπ' αριθμ. 87/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κρήτης, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.

Παραπέμπει την υπόθεση, μόνο κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συγκροτούμενο από άλλο δικαστή.

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Απριλίου 2025.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2025.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



<< Επιστροφή