ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 790/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 790/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 790/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 790 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 790/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη και Απόστολο Φωτόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, την 24η Σεπτεμβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1.Δ. Π. του Ν., κατοίκου ... και 2.Ε. Δ. του Ν., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ελένη Ευαγγελοδήμου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η oποία δεν κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: εταιρείας με την επωνυμία "………", που εδρεύει στα Σπάτα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευθύμιο Ναυρίδη, ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από …-2021 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: …/2021 του ίδιου Δικαστηρίου και 1309/2023 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από …-2023 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Με την από …-2023 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/…-2023 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ' αριθμό 1309/14-3-2023 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών - η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 591 παράγραφος 1, 614 αριθμός 3, 621 και 622 ΚΠολΔ) - επί της από 2-3-2022 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/…2022 εφέσεως που είχαν ασκήσει οι αναιρεσίβλητοι κατά της υπ' αριθμό …/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα - μέσα στη διετή προθεσμία που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 564 παράγραφος 3 του ΚΠολΔ από την επομένη της δημοσίευσης της αναιρεσιβαλλομένης, η οποία δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε - και γενικά παραδεκτά (άρθρα 552, 553 παράγραφος 1 β, 556 παράγραφος 1, 558, 564 παράγραφος 3, 566 παράγραφος 1 και 577 παράγραφος 1 και 3 ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως να ερευνηθεί και περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 577 παράγραφος 3 ΚΠολΔ). 2. Από την επισκόπηση του περιεχομένου των διαδικαστικών εγγράφων που υπάρχουν στη δικογραφία (άρθρο 561 παράγραφος 2 ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής που αφορούν στην παρούσα αναιρετική δίκη: Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες, Δ. Π. του Ν., κάτοικος ... και Ε. Δ. του Ν., κάτοικος ..., στην από ..-2021 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/..-2021 αγωγή - την οποία είχαν απευθύνει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και είχαν στρέψει κατά της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "….", το διακριτικό τίτλο "…. Ε.Π.Ε." και έδρα τα Σ… …. - εξέθεσαν τα εξής: Ότι είχαν καταρτίσει ο πρώτος από αυτούς στις 8-10-2018, ενώ ο δεύτερος στις 8-10-2019 με την εναγομένη έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και έκτοτε προσέφεραν σε αυτή προσηκόντως την εργασία τους ως οδηγοί τουριστικών λεωφορείων της έναντι συγκεκριμένου μηνιαίου μισθού ο καθένας τους. Ότι το συμφωνημένο ωράριο εργασίας τους ανερχόταν σε οκτώ (8) ώρες την ημέρα και σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα και είχε κατανεμηθεί ισομερώς σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες την εβδομάδα από Δευτέρα έως και Παρασκευή. Ότι κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Οκτώβριο του έτους 2018 ο πρώτος από αυτούς, ενώ από το μήνα Οκτώβριο του έτους 2019 ο δεύτερος έως και οι δύο το μήνα Αύγουστο του έτους 2020 παρείχαν στην εναγομένη εργασία καθ' υπέρβαση του συμφωνημένου - και νομίμου - ημερησίου και εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας τους και, επιπλέον, ότι εργάζονταν κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις νυκτερινές ώρες του ίδιου χρονικού διαστήματος και ότι, τέλος, η εναγομένη δεν τους κατέβαλε την αμοιβή που δικαιούντο για τις αιτίες που προαναφέρθηκαν, όπως ειδικότερα ανέφεραν στην αγωγή.
Με το ιστορικό αυτό ζήτησαν μεταξύ άλλων ο πρώτος από αυτούς - μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής του από καταψηφιστικό σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό - είτε να υποχρεωθεί, είτε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει σε αυτόν νομιμότοκα συγκεκριμένα χρηματικά ποσά ως αμοιβή για την παροχή υπερεργασίας σε αυτή και την εργασία του κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις νυκτερινές ώρες του επιδίκου χρονικού διαστήματος και β) ο δεύτερος ενάγων να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε αυτόν για την ίδιες αιτίες νομιμότοκα συγκεκριμένα επίσης χρηματικά ποσά. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δίκασε την αγωγή αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 591 παράγραφος 1, 614 αριθμός 3 α και 621 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ) και εξέδωσε την υπ' αριθμό ../..-2021 οριστική απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς το κεφάλαιό της να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στους ενάγοντες αμοιβή για παροχή υπερεργασίας σε αυτή και ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά τα λοιπά.
Οι ενάγοντες άσκησαν κατά της απόφασης αυτής την από …-2022 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/…-2022 έφεση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζήτησαν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση με σκοπό να γίνει δεκτή ως παραδεκτή και βάσιμη η αγωγή τους κατά της εφεσίβλητης-εναγομένης. Το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δίκασε την υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων κατά τη διαδικασία κατά την οποία είχε δικάσει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη υπ' αριθμό 1309/2023 τελεσίδικη απόφαση, με την οποία απέρριψε την έφεση με την αιτιολογία ότι: " (...) [Α]πό την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου, προκύπτει ότι οι ενάγοντες παραθέτουν σε αυτήν αποσπασματικά ημέρες κάθε εβδομάδας εργασίας τους και δεν προσδιορίζουν την διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησής τους καθ' όλες τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας (από Δευτέρα έως και Παρασκευή), ήτοι τις ώρες που αυτοί εργάζονταν καθημερινά με το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, προκειμένου να μπορεί να διαπιστωθεί αν η ημερήσια απασχόλησή τους, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, υπερέβαινε ή όχι και σε καταφατική περίπτωση κατά πόσο το νόμιμο ωράριό τους, ώστε να κριθεί αν αυτοί πραγματοποιούσαν υπερεργασία.
Συνεπώς η αγωγή κατά το μέρος αυτό είναι αόριστη, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει αν η απασχόληση των εναγόντων υπερέβαινε το εβδομαδιαίο νόμιμο ωράριο και σε καταφατική περίπτωση κατά πόσες ώρες, ώστε να μπορεί να εξετασθεί εάν τελικά πραγματοποίησαν υπερεργασία (...)". Το άρθρο 559 αριθμός 14 του ΚΠολΔ ορίζει ότι: "Αναίρεση επιτρέπεται μόνο (...) αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε (...) απαράδεκτο". Η ποσοτική αοριστία της αγωγής ελέγχεται από τη διάταξη που προαναφέρθηκε, αν - μεταξύ άλλων - η απόφαση που προσβάλλεται με αναίρεση παρά το νόμο θεώρησε ότι τα πραγματικά περιστατικά που περιέχονταν στην αγωγή ήταν ανεπαρκή για την εξειδίκευση του κανόνα δικαίου, ο οποίος έπρεπε να εφαρμοσθεί στην προκειμένη περίπτωση και για το λόγο αυτό απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας (ΟλΑΠ 4/2024, ΑΠ 818/2024). Από το συνδυασμό περαιτέρω των διατάξεων των άρθρων 591 παράγραφος 1, 111, 117, 118 και 216 παράγραφος 1 α του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 παράγραφοι 1 και 4 της Υ.Α. 51266/2955/1975 (Φ.Ε.Κ. 1458/Β/1975) "περί καθορισμού των ωρών εργασίας του προσωπικού τουριστικών λεωφορείων αυτοκινήτων (πούλμαν) - το οποίο εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση των άρθρων 2 του ν.δ. 4020/1959 και 2 του α.ν. 199/1936 - όπως τροποποιήθηκε με την Υ.Α. 1907/1987 (Φ.Ε.Κ. 594/Β/1987), 4 του ν. 2874/2020, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν. 3385/2005, 74 παράγραφος 10 του ν. 3863/2010, 6 των από 14-2-1984 και 26-2-1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., της Υ.Α. Απασχόλησης 51266/2955/1975, 4 παράγραφος 1 της από 7-6-2008 Σ.Σ.Ε. "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων (πούλμαν) όλης της χώρας", η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α. Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας 25216/2058/2009 (Φ.Ε.Κ. 1847/Β/2009), 4 της υπ' αριθμό 17/2009 Δ.Α. "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων (πούλμαν) όλης της χώρας", η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α. Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας 25216/2058/2009 (Φ.Ε.Κ. 1847/Β/2009), των από 25-4-2010 και 12-5-2011 Σ.Σ.Ε. "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων (πούλμαν) όλης της χώρας" (πράξεις κατάθεσης στο Υπουργείο Εργασίας 1/28-4-2010 και 26/13-5-2011 αντίστοιχα, της ΔΔΔΔ Αθηνών 35/1985 "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων (πούλμαν) όλης της χώρας" (πράξη κατάθεσης Υπουργού Εργασίας /26-5-1985 και 10 του π.δ. 167/2006 προκύπτει ότι η αγωγή, με την οποία ο ενάγων-εργαζόμενος αιτείται από τον εναγόμενο-εργοδότη του την καταβολή αμοιβής και αποζημίωσης για παροχή υπερεργασίας ή για υπερωριακή, νόμιμη ή παράνομη, απασχόληση είναι ορισμένη, όταν ο ενάγων εκθέτει σε αυτή - μεταξύ άλλων - τη διάρκεια της εβδομαδιαίας και ημερήσιας απασχόλησής του, επειδή κριτήριο για την ύπαρξη υπερεργασίας αποτελεί η εβδομαδιαία και μάλιστα κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας - και όχι η ημερήσια - απασχόληση του εργαζομένου, ενώ για τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας λαμβάνεται υπόψη η ημερήσια - και όχι η εβδομαδιαία - απασχόληση του εργαζομένου στον εργοδότη του. Η αναφορά αυτή είναι απαραίτητη για να καταστεί δυνατό να αποδειχθεί αν ο ενάγων εργάσθηκε ή όχι καθ' υπέρβαση του νομίμου ωραρίου του και, συνεπώς, αν πραγματοποίησε κατά περίπτωση υπερεργασία ή εργάσθηκε υπερωριακά (ΑΠ 832/2024, ΑΠ 274/2023 και ειδικά για τους οδηγούς τουριστικών λεωφορείων ΑΠ 1209/2022, ΑΠ 505/2018, ΑΠ 601/2017, ΑΠ 1069/2014, ΑΠ 199/2004). Στον πρώτο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες εκθέτουν ότι το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 591 παράγραφος 1, 111, 216 παράγραφος 1 α του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις α) του άρθρου 1 παράγραφοι 1 και 4 της Υ.Α. 51266/2955/1975 (Φ.Ε.Κ. 1458/Β/1975) "περί καθορισμού των ωρών εργασίας του προσωπικού τουριστικών λεωφορείων αυτοκινήτων (πούλμαν) - το οποίο εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση των άρθρων 2 του ν.δ. 4020/1959 και 2 του α.ν. 199/1936 - όπως τροποποιήθηκε με την Υ.Α. 1907/1987 (Φ.Ε.Κ. 594/Β/1987), β) του άρθρου 4 του ν. 2874/2020, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν. 3385/2005, γ) του άρθρου 74 παράγραφος 10 του ν. 3863/2010, δ) του άρθρου 6 της από 14-2-1984 ΕΓΣΣΕ, ε) του άρθρου 6 της από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, στ) των διατάξεων της Υ.Α. Απασχόλησης 51266/2955/1975, στ) του άρθρου 4 παράγραφος 1 της από 7-6-2008 Σ.Σ.Ε. "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων (πούλμαν) όλης της χώρας", η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α. Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας 25216/2058/2009 (Φ.Ε.Κ. 1847/Β/2009), ζ) του άρθρου 4 της υπ' αριθμό 17/2009 Δ.Α. "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων (πούλμαν) όλης της χώρας", η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α. Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας 25216/2058/2009 (Φ.Ε.Κ. 1847/Β/2009), η) των από 25-4-2010 και 12-5-2011 Σ.Σ.Ε. "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων (πούλμαν) όλης της χώρας" (πράξεις κατάθεσης στο Υπουργείο Εργασίας 1/28-4-2010 και 26/13-5-2011 αντίστοιχα, θ) της ΔΔΔΔ Αθηνών 35/1985 "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων (πούλμαν) όλης της χώρας" (πράξη κατάθεσης Υπουργού Εργασίας /26-5-1985 και ι) των διατάξεων του π.δ. 167/2006 με συνέπεια να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από το άρθρο 559 αριθμός 14 του ΚΠολΔ και να πρέπει για το λόγο αυτό να αναιρεθεί, επειδή παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο. Οι αναιρεσείοντες εκθέτουν, ειδικότερα, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο το λόγο της έφεσής τους, με τον οποίο είχαν προσβάλει την εκκαλουμένη απόφαση για την μετά από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απόρριψη της αγωγής τους ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, μολονότι η αγωγή τους ήταν πλήρως ορισμένη, διότι είχαν εκθέσει σε αυτή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται από τις διατάξεις προαναφέρθηκαν με συνέπεια να προσδιορίζονται με επάρκεια τα αποδεικτέα θέματα και να είναι δυνατή η άμυνα της εναγομένης. Οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται, επιπλέον, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θα έπρεπε για το λόγο που προαναφέρθηκε να κάνει δεκτή την έφεσή τους, να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση και να δεχθεί την αγωγή τους ως προς το κεφάλαιο κατά το οποίο είχε μεταβιβασθεί με την έφεση ενώπιόν του - ως παραδεκτή και βάσιμη, όπως ειδικότερα αναφέρουν στο λόγο αναίρεσης που προαναφέρθηκε. Από την επισκόπηση του περιεχομένου της ένδικης αγωγής (άρθρο 561 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής : Οι αναιρεσείοντες-ενάγοντες στην από …/2021 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../….-2021 αγωγή - την οποία είχαν απευθύνει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και είχαν στρέψει κατά της αναιρεσίβλητης - είχαν εκθέσει τα εξής: Ότι είχαν καταρτίσει με την εναγομένη, ο πρώτος από αυτούς στις 8-10-2018, ενώ ο δεύτερος στις 8-10-2019 συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου έναντι συγκεκριμένου μηνιαίου μισθού και ότι έκτοτε προσέφεραν σε αυτή προσηκόντως την εργασίας τους ως οδηγοί τουριστικών λεωφορείων της εναγομένης ο πρώτος έως και την 9-9-2020, ενώ ο δεύτερος έως και την 30-10-2020, όταν, αντίστοιχα, παραιτήθηκαν από την εργασία τους. Ότι κατά την ατομική σύμβαση εργασίας τους παρείχαν στην εναγομένη την εργασία τους επί οκτώ (8) ώρες την ημέρα και επί πέντε (5) ημέρες την εβδομάδα. Ο πρώτος ενάγων, ειδικότερα, προσδιόριζε σε πίνακες στο δικόγραφο της αγωγής (σελ. 5 έως και 29 της αγωγής) συγκεκριμένα πόσες ώρες την ημέρα παρείχε την εργασία του στην εναγομένη κατά τις εργάσιμες ημέρες κάθε εβδομάδας σε ολόκληρη τη διάρκεια του επιδίκου χρονικού διαστήματος και, συγκεκριμένα, από το μήνα Οκτώβριο του έτους 2018 έως και το μήνα Αύγουστο του έτους 2020. Ο πρώτος ενάγων μάλιστα ανέφερε ειδικά στην αγωγή του και πόσες ώρες εργαζόταν καθημερινά πέραν του συμφωνημένου - και νομίμου - ωραρίου του, όπως και πόσες ώρες είχε εργασθεί πέραν των 40 ωρών εβδομαδιαία. Ο δεύτερος ενάγων είχε εκθέσει στην αγωγή του (σελ. 54 έως και 56) ότι εργαζόταν στην εναγομένη από ώρα 05.00 έως και ώρα 18.00 κάθε εργάσιμη ημέρα κάθε εβδομάδας κατά τη διάρκεια του επιδίκου χρονικού διαστήματος και, συγκεκριμένα, από 8-10-2019 έως και 30-10-2020. Οι ενάγοντες, επιπλέον, είχαν εκθέσει στην αγωγή τους ότι το συμφωνημένο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας τους, το οποίο ανερχόταν σε σαράντα (40) ώρες (βλ. σελ. 4 της αγωγής) είχε κατανεμηθεί ισομερώς σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες την εβδομάδα και ανερχόταν σε οκτώ (8) ώρες την ημέρα για όλες τις εργάσιμες ημέρες κάθε εβδομάδας σε καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας από την πρόσληψή τους στην εναγομένη έως και την παραίτησή τους από την εργασία τους. Από το δικόγραφο, επομένως, της αγωγής προέκυπτε πλήρως τόσο η ημερήσια, όσο και εβδομαδιαία απασχόληση των εναγόντων στην εναγομένη. Οι ενάγοντες, επομένως, είχαν εκθέσει στο δικόγραφο της αγωγής τους όλα όσα απαιτούνται από τις διατάξεις των άρθρων 591 παράγραφος 1, 111, 117, 118 και 216 παράγραφος 1 α του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 παράγραφοι 1 και 4 της Υ.Α. 51266/2955/1975 (Φ.Ε.Κ. 1458/Β/1975) "περί καθορισμού των ωρών εργασίας του προσωπικού τουριστικών λεωφορείων αυτοκινήτων (πούλμαν) - το οποίο εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση των άρθρων 2 του ν.δ. 4020/1959 και 2 του α.ν. 199/1936 - όπως τροποποιήθηκε με την Υ.Α. 1907/1987 (Φ.Ε.Κ. 594/Β/1987), 4 του ν. 2874/2020, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν. 3385/2005, 74 παράγραφος 10 του ν. 3863/2010, 6 των από 14-2-1984 και 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, της Υ.Α. Απασχόλησης 51266/2955/1975, 4 παράγραφος 1 της από 7-6-2008 Σ.Σ.Ε. "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων (πούλμαν) όλης της χώρας", η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α. Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας 25216/2058/2009 (Φ.Ε.Κ. 1847/Β/2009), 4 της υπ' αριθμό 17/2009 Δ.Α. "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων (πούλμαν) όλης της χώρας", η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α. Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας 25216/2058/2009 (Φ.Ε.Κ. 1847/Β/2009), των από 25-4-2010 και 12-5-2011 Σ.Σ.Ε. "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων (πούλμαν) όλης της χώρας" (πράξεις κατάθεσης στο Υπουργείο Εργασίας 1/28-4-2010 και 26/13-5-2011 αντίστοιχα, της ΔΔΔΔ Αθηνών 35/1985 "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων (πούλμαν) όλης της χώρας" (πράξη κατάθεσης Υπουργού Εργασίας /26-5-1985 και 10 του π.δ. 167/2006 και, ειδικότερα, ότι είχαν εργασθεί καθ' υπέρβαση και του εβδομαδιαίου ωραρίου τους και ότι είχαν πραγματοποιήσει αριθμητικά προσδιορίσιμες ώρες υπερεργασίας. Ο πρώτος, μάλιστα, ενάγων τις είχε υπολογίσει με ακρίβεια. Η αγωγή, επομένως, την οποία είχαν ασκήσει οι ενάγοντες κατά της εναγομένης ως προς το κεφάλαιο της υπερεργασίας ήταν πλήρως ορισμένη. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, συνεπώς, το οποίο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση απέρριψε ως αβάσιμο το λόγο της έφεσής τους, με τον οποίο είχαν προσβάλει την εκκαλουμένη απόφαση για την μετά από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απόρριψη της αγωγής τους ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας ως προς το ως άνω κεφάλαιο, παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο. Για το λόγο αυτό υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια, η οποία προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 14 του ΚΠολΔ, όπως βάσιμα επικαλούνται οι αναιρεσείοντες με το λόγο αναίρεσης που προαναφέρθηκε, ο οποίος, συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος.
Σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθμός 11 γ του ΚΠολΔ "[α]ναίρεση επιτρέπεται μόνο (...) αν το δικαστήριο (...) δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν.". Το άρθρο 529 του ΚΠολΔ, περαιτερω, ορίζει ότι: "[σ]την κατ' έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων (...). 2. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται πρώτη φορά σ[ε] αυτό ως απαράδεκτα, αν κατά την κρίση του ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια.". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής "νέα" θεωρούνται - μεταξύ άλλων - και τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίσθηκαν απαραδέκτως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Ως νέα αποδεικτικά μέσα θεωρούνται είτε αυτά που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτοδίκως, είτε αυτά που υποβλήθηκαν μεν πρωτοδίκως, αλλά ήταν απαράδεκτα, είναι δε αδιάφορο αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ρητά για το απαράδεκτο των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ή αντιπαρήλθε σιωπηρά το τελευταίο. (ΑΠ 746/2022, ΑΠ 84/2019, ΑΠ 284/2018). Τα αποδεικτικά αυτά μέσα είναι παραδεκτά στην κατ` έφεση δίκη, αν η νόμιμη επίκληση και προσκομιδή τους γίνει με τις ενώπιον του Εφετείου υποβληθείσες προτάσεις των διαδίκων (ΑΠ 746/2022, ΑΠ 284/2018). Στο δεύτερο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες εκθέτουν ότι το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 του ΚΠολΔ με συνέπεια να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από το άρθρο 559 αριθμός 11 γ του ΚΠολΔ και να πρέπει για το λόγο αυτό να αναιρεθεί, διότι δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που είχαν επικαλεσθεί και είχαν προσκομίσει νόμιμα και τα οποία ασκούσαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Οι αναιρεσείοντες εκθέτουν, ειδικότερα, ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο απέκρουσε ως απαράδεκτα τα φωτοαντίγραφα των ψηφιακών ηλεκτρονικών ταχογράφων, τα οποία είχαν προσκομίσει και είχαν επικαλεσθεί νόμιμα ως νέα αποδεικτικά μέσα ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου για να αποδείξουν τη βασιμότητα της από 2-3-2022 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/..-2022 έφεσής τους κατά της υπ' αριθμό …/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχαν προσβάλει την εκκαλουμένη για την μετά από κακή εκτίμηση των αποδείξεων εν μέρει απόρριψη της αγωγής τους ως ουσιαστικά αβάσιμης. Οι αναιρεσείοντες εκθέτουν επιπλέον ότι, αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχε λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά αυτά μέσα, θα έκανε δεκτή την έφεσή τους, θα εξαφάνιζε την εκκαλουμένη απόφαση και θα δεχόταν περαιτέρω εν όλω την αγωγή τους κατά της αναιρεσίβλητης ή εν πάση περιπτώσει θα οδηγείτο σε ευνοϊκότερο για αυτούς διατακτικό, όπως ειδικότερα αναφέρουν στο λόγο αναίρεσης που προαναφέρθηκε. Το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της (άρθρο 561 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ), δέχθηκε ότι οι αναιρεσείοντες δεν είχαν εργασθεί στην αναιρεσίβλητη καθ' υπέρβαση του ωραρίου τους, κατά τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής, όπως και κατά τις νυκτερινές ώρες του ενδίκου χρονικού διαστήματος και, επιπλέον, δεν είχαν παράσχει σε αυτή πρόσθετη εργασία διαφορετική από εκείνη που είχε συμφωνηθεί. Μετά από αυτό το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμη την από ..-2022 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/…2022 έφεση που είχαν ασκήσει οι αναιρεσείοντες κατά της υπ' αριθμό …/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο με όμοιες παραδοχές είχε απορρίψει την ένδικη αγωγή τους ως προς τις αξιώσεις που προαναφέρθηκαν ως ουσιαστικά αβάσιμη. Οι αναιρεσείοντες περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις από 27-9-2022 προτάσεις τους, τις οποίες είχαν καταθέσει νομότυπα ως εκκαλούντες ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου, είχαν επικαλεσθεί σε αυτές (βλ. σελ. 3 και 4 των προτάσεών τους) και είχαν προσκομίσει στο ίδιο δικαστήριο ως νέα αποδεικτικά μέσα για να αποδείξουν τη βασιμότητά της έφεσής τους φωτοαντίγραφα ψηφιακών ηλεκτρονικών ταχογράφων. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέκρουσε τα αποδεικτικά αυτά μέσα ως απαράδεκτα με την παραδοχή ότι οι αναιρεσείοντες από βαριά τους αμέλεια τα είχαν επικαλεσθεί και τα είχαν με την προσθήκη στις προτάσεις τους, την οποία είχαν καταθέσει ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μετά τη συζήτηση της αγωγής τους σε αυτό. Η κρίση όμως αυτή του δικαστηρίου της ουσίας δεν ελέγχεται αναιρετικά, επειδή αφορά σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ, ΑΠ 248/2023, ΑΠ 120/2022). Το ίδιο ισχύει, ακόμη και όταν, όπως ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες, το δικαστήριο δεν διέλαβε στην απόφασή του ουσιαστικές παραδοχές, οι οποίες θα μπορούσαν να υπαχθούν στη νομική έννοια της βαριάς αμέλειας, διότι το άρθρο 529 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ εισάγει κανόνα δικονομικού δικαίου και για το λόγο αυτό η παραβίασή του δεν μπορεί να ιδρύσει λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμοί 1 και 19 του ΚΠολΔ (ΑΠ 148/2023, ΑΠ 1640/2010). Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο περαιτέρω δεν ερεύνησε την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής ως προς τις αξιώσεις των αναιρεσειόντων κατά της αναιρεσίβλητης για καταβολή αμοιβής για υπερεργασία, επειδή ως προς το αίτημά της αυτό την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Η αναιρεσιβαλλομένη επομένως δεν περιέχει ελάσσονα πρόταση στο δικανικό της συλλογισμό ως προς την απορριπτική αυτή κρίση της με συνέπεια να μην μπορεί να ιδρυθεί στην προκειμένη περίπτωση λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ο οποίος προϋποθέτει κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της διαφοράς (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 615/2019). Ο λόγος αναίρεσης που προαναφέρθηκε πρέπει επομένως να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν η αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κατά το μέρος που απορρίφθηκε από το Δικαστήριο της ουσίας το αγωγικό αίτημα των εναγόντων για επιδίκαση αμοιβής υπερεργασίας ως αόριστο. Η υπόθεση, τέλος, χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση και πρέπει συνεπώς να παραπεμφθεί για εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο μπορεί να συγκροτηθεί από άλλον Δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε (άρθρο 580 παράγραφος 3 του ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας που δεν κατάθεσε προτάσεις - μετά από νόμιμο και βάσιμο αίτημά της - πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσίβλητης, η οποία ηττήθηκε στη δίκη (άρθρα 573 παράγραφος 1, 106, 176 εδάφιο 1, 183 και 191 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος την υπ' αριθμό 1309/2023 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον Δικαστή, εκτός εκείνου που δίκασε προηγουμένως.

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων, το ύψος των οποίων ορίζει σε χίλια πεντακόσια (1.500) Ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Μαρτίου 2025.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου 2025.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή