
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 791 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 791/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη και Απόστολο Φωτόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, την 24η Σεπτεμβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Σ. του Ά., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Γούναρη, ο oποίος κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Α. Τ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Μεταξά, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από …-2015 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: …./2019 μη οριστική, …/2022 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 180/2023 του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από …-2023 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από ..-2023 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ../..-2023 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ' αριθμό 180/6-4-2023 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών - η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 591 παράγραφος 1, 614 αριθμός 3, 621 και 622 ΚΠολΔ) - επί της από …-2022 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ../…-2022 έφεσης που είχε ασκήσει ο αναιρεσίβλητος, Α. Τ. του Χ., κάτοικος ..., κατά της υπ' αριθμό …/19-4-2022 οριστικής και της υπ' αριθμό …/9-4-2019 εν μέρει οριστικής αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και γενικά παραδεκτά μέσα στη διετή προθεσμία που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 564 παράγραφος 3 του ΚΠολΔ από την επομένη της δημοσίευσης της αναιρεσιβαλλομένης, η οποία δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε (άρθρα 552, 553 παράγραφος 1 β, 556 παράγραφος 1, 558, 564 παράγραφος 3, 566 παράγραφος1 και 577 παράγραφος 1 και 3 ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως να ερευνηθεί και περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 577 παράγραφος 3 ΚΠολΔ). 2. Από την επισκόπηση του περιεχομένου των διαδικαστικών εγγράφων που υπάρχουν στη δικογραφία (άρθρο 561 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων στην από …-2015 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 3…/…-2015 αγωγή - την οποία είχε απευθύνει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών και είχε στρέψει κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου - εξέθεσε τα εξής : Ότι τον Αύγουστο του έτους 1992 είχε καταρτίσει με τον εναγόμενο σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι έκτοτε προσέφερε σε αυτόν προσηκόντως την εργασία του ως οδηγός υπεραστικού λεωφορείου ιδιοκτησίας του ενταγμένου στο Κ.Τ.Ε.Λ. Αχαΐας. Ότι ο μηνιαίος μισθός του το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2015 είχε ανέλθει σε ποσό 1.937,04 Ευρώ. Ότι ο εναγόμενος στις 2-6-2015 κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας τους με εξώδικη δήλωσή του προς αυτόν, με την οποία ταυτόχρονα του γνωστοποίησε ότι η λύση της σύμβασής τους θα επερχόταν με την πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από την επίδοσή της και ότι, τέλος, η απόλυσή του αυτή έπασχε από ακυρότητα, διότι ο εναγόμενος δεν του είχε καταβάλει πλήρη την αποζημίωση απόλυσης, όπως ειδικότερα ανέφερε στην αγωγή.
Με το ιστορικό αυτό ζήτησε α) να αναγνωρισθεί ότι η από 2-6-2015 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ήταν άκυρη, β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδέχεται τις υπηρεσίες του με το καθεστώς που ίσχυε πριν από την απόλυσή του και γ) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σε αυτόν νομιμότοκα μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από το μήνα Οκτώβριο του έτους 2015 έως και το μήνα Απρίλιο του έτους 2016 συνολικού ποσού 15.496,32 Ευρώ.
Ο εναγόμενος κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία έλαβε χώρα στις 26-4-2018, αρνήθηκε την ιστορική της βάση και, επικουρικά, πρόβαλε - με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων του, η οποία καταχωρίσθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του - την ένσταση ότι δεν είχε καταγγείλει ακύρως τη σύμβαση εργασίας του με τον ενάγοντα, διότι από δικαιολογημένο κατά την καλή πίστη λόγο είχε καταβάλει ελλιπή την αποζημίωση απόλυσης σε αυτόν με συνέπεια ο ενάγων να μην έχει οποιαδήποτε αξίωση εναντίον του από άκυρη απόλυση και η αγωγή, επομένως, την οποία είχε ασκήσει εναντίον του, να πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, όπως ειδικότερα είχε επικαλεσθεί σε αυτή.
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δίκασε την υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 591 παράγραφος 1 και 663 αριθμός 1 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε, πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015) και εξέδωσε αρχικά την υπ' αριθμό …/…-2019 εν μέρει οριστική απόφαση, με την οποία α) απέρριψε την ένσταση που είχε προβάλει ο εναγόμενος ως απάντηση στην αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και β) μετά από αυτό δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς τα υπό στοιχεία "α" και "β" αιτήματά της και, ειδικότερα, πρώτον, αναγνώρισε την ακυρότητα της από 2-6-2015 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος και, δεύτερον, υποχρέωσε τον εναγόμενο να αποδέχεται τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους όρους της ατομικής σύμβασης εργασίας τους, όπως ίσχυαν πριν από την καταγγελία της. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέταξε κατά τα λοιπά να επαναληφθεί η συζήτηση στο ακροατήριο με σκοπό να προσκομίσει ο ενάγων με επιμέλειά του συγκεκριμένα αποδεικτικά έγγραφα, τα οποία ήταν απαραίτητα για να ερευνηθεί η βασιμότητα του υπό στοιχείο "γ" αιτήματος της αγωγής του. Ο ενάγων με την από 3-6-2019 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2019 κλήση του επέσπευσε νέα συζήτηση της αγωγής του ενώπιον του ίδιου Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο δίκασε την αγωγή αντιμωλία των διαδίκων κατά την ίδια ειδική διαδικασία και εξέδωσε την υπ' αριθμό …/…-2022 οριστική απόφαση, με την οποία δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και ως προς το υπό στοιχείο "γ" αίτημά της και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα νομιμότοκα μισθούς υπερημερίας συνολικού ποσού 15.496,32 Ευρώ. Ο εναγόμενος άσκησε κατά των αποφάσεων αυτών την από …-2022 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/…-2022 έφεση για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζήτησε να εξαφανισθούν οι αποφάσεις που είχαν εκκληθεί με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή του εφεσιβλήτου-ενάγοντος εναντίον του. Το Μονομελές Εφετείο Πατρών δίκασε την υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων κατά τη διαδικασία κατά την οποία είχαν δικάσει και τα πρωτοβάθμια δικαστήρια και εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη υπ' αριθμό 180/6-4-2023 τελεσίδικη απόφαση, με την οποία δέχθηκε ότι ο εκκαλών-εναγόμενος δεν είχε καταγγείλει ακύρως στις 2-6-2015 τη σύμβαση εργασίας του με τον εφεσίβλητο-ενάγοντα με την παραδοχή ότι ο εκκαλών είχε καταβάλει στον εφεσίβλητο ελλιπή την αποζημίωση απόλυσης από συγγνωστή του πλάνη ως προς το ακριβές ύψος της αποζημίωσης απόλυσης, την οποία έπρεπε να είχε καταβάλει σε αυτόν. Μετά από αυτό το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτή την έφεση, εξαφάνισε, όπως προκύπτει από το όλο περιεχόμενό της, και τις δύο αποφάσεις που είχαν συμπροσβληθεί με την έφεση και, αφού δίκασε την αγωγή, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Το Μονομελές Εφετείο Πατρών δέχθηκε ειδικότερα τα εξής: "Αποδεικνύονται (...) τα ακόλουθα (...) : Ο ενάγων και νυν εφεσίβλητος, προσελήφθη τον Αύγουστο του έτους 1991, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί ως οδηγός σε λεωφορείο, εκμετάλλευσης του εναγόμενου και νυν εκκαλούντος (...) με τους συμφωνημένους όρους εργασίας και τις εκάστοτε νόμιμες αποδοχές. Ως οδηγός απασχολήθηκε στην ανωτέρω θέση εργασίας έως την 02.06.2015, οπότε ο εναγόμενος του κοινοποίησε την από 27.05.2015 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του με προειδοποίηση, δυνάμει της οποίας ενημερώθηκε ότι η σύμβαση εργασίας του θα λυνόταν με την πάροδο τεσσάρων μηνών από την κοινοποίηση, δηλαδή την 03.10.2015, καθώς και ότι θα λάμβανε αποζημίωση ύψους 16.121.73 ευρώ (...). Ακολούθως (...) με την υπ' αρ. …/2019 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που δίκασε την από …-2015 αγωγή του ενάγοντος αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της (...) καταγγελίας λόγω μη καταβολής πλήρους αποζημίωσης από τον εναγόμενο στον ενάγοντα, καθώς ο εναγόμενος του κατέβαλε το ποσόν των 16.121.73 ευρώ, αντί του πραγματικώς οφειλομένου ποσού των δεκαεπτά χιλιάδων τριακοσίων δεκαπέντε ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (17.315,87) και συνακόλουθα δυνάμει της με αριθμό …/2022 οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου έγινε δεκτή η αγωγή του ενάγοντος και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος- εκκαλών να του καταβάλει το χρηματικό ποσόν των 15.496,32 ευρώ για οφειλόμενες αποδοχές υπερημερίας, με το νόμιμο [τόκο] (...). Ο εκκαλών (...) παραπονείται ότι η εκκαλουμένη με την με αριθμό …/2019 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών και η με αριθμό …./2022 οριστική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου που επακολούθησε της μη οριστικής απόφασης, εσφαλμένα εκτίμησαν τις αποδείξεις και δέχθηκαν την ακυρότητα της καταγγελίας της ατομικής σύμβασης εργασίας του εφεσίβλητου, αφού η πλημμελής καταβολή της αποζημίωσης απολύσεως, δεν οφείλετο σε κακοβουλία του, αλλά σε προφανή παραδρομή και συγγνωστή πλάνη του, η οποία εμφιλοχώρησε κατά τον υπολογισμό της καταβλητέας αποζημίωσης. Επίσης ότι ο ίδιος ο εκκαλών- εναγόμενος τη διαφορά των 1.194,14 ευρώ - που μαζί με τους τόκους υπερημερίας ανήλθε στο ποσόν των 1.540 ευρώ - μεταξύ της καταβλητέας αποζημίωσης των δεκαεπτά χιλιάδων τριακοσίων δεκαπέντε ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (17.315,87) και της καταβληθείσας αποζημίωσης ύψους δεκαέξι χιλιάδων εκατόν είκοσι ενός ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (16.121.73) την προσέφερε σε μετρητά στον ενάγοντα-εφεσίβλητο, κατά την ημερομηνία της 24ης Μαΐου 2019, ήτοι αμέσως μετά την έκδοση της με αριθμό …./2019 μη οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών που καθόρισε το ποσόν της οφειλόμενης αποζημίωσης που δικαιούτο ο τελευταίος, ύψους δεκαεπτά χιλιάδων τριακοσίων δεκαπέντε ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (17.315,87) ευρώ, το οποίο να σημειωθεί ότι δεν ήταν το ποσόν που ζητούσε με την αγωγή του ο ενάγων, αφού σε αυτή είχε υπολογίσει τη νόμιμη αποζημίωσή του στο ύψος των 21.469 ευρώ, ήτοι κατά 4.152 ευρώ παραπάνω από αυτό που του αναλογούσε. Περαιτέρω ο εναγόμενος-εκκαλών συγκοινοποίησε την από 23 Μαΐου 2019 επικουρική καταγγελία της ατομικής σύμβασης εργασίας, όπως προκύπτει από την με αριθμό …./…-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητού στο Πρωτοδικείο Αιγίου (...) καταθέτοντας τη διαφορά των 1.194,14 ευρώ - που μαζί με τους τόκους υπερημερίας ανήλθε στο ποσόν των 1540 ευρώ - μεταξύ της καταβλητέας αποζημίωσης των δεκαεπτά χιλιάδων τριακοσίων δεκαπέντε ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (17.315,87) και της καταβληθείσας αποζημίωσης ύψους δεκαέξι χιλιάδων εκατόν είκοσι ενός ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (16.121.73) στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, υπέρ του ενάγοντος, εκδοθέντος του υπ' αριθμό …./…/2019 γραμματίου σύστασης παρακαταθήκης ισάξιου ποσού (1.540 ευρώ) το οποίο παρελήφθη εν τέλει από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος (...). Ο εκκαλών, ειδικότερα (...) αναφέρει ότι η καταβολή μη πλήρους αποζημίωσης στον εφεσίβλητο οφείλετο σε λογιστικό λάθος καθότι για τον υπολογισμό της δεν λήφθηκαν υπόψη οι τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα πλήρους απασχόλησης με αποτέλεσμα να υπολογιστεί μισθός μικρότερος σε σχέση με αυτόν που ελάμβανε ο ενάγων. Μάλιστα το στοιχείο αυτό επισημάνθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και είναι καταχωρημένη στα πρακτικά η θέση του εναγόμενου αναφορικά με το ζήτημα του υπολογισμού της αποζημίωσης απόλυσης, σύμφωνα με την οποία "εάν ήθελε υποτεθεί ότι πράγματι υφίσταται εσφαλμένος υπολογισμός αυτής, τούτος δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη αλλά σε διαφωνία μεταξύ των διαδίκων μερών, περί του συνυπολογισμού ή μη ποσού 311 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε παρεπόμενη νυχτερινή εργασία, που κατά τη θέση του εναγόμενου δεν πρέπει να υπολογισθεί στο μισθό που συνιστά βάση υπολογισμού της αποζημίωσης απόλυσης". Η θέση της εκκαλουμένης, ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψιν από το Δικαστήριο, δοθέντος ότι προβλήθηκε απαραδέκτως - προφανώς επειδή περιέχεται στην προσθήκη των προτάσεων του εναγόμενου - και δεν μπορεί δικονομικά να εκτιμηθεί ως ένσταση συγγνωστής πλάνης ως προς το ακριβές ποσό της οφειλόμενης στον ενάγοντα αποζημίωσης που συνέτρεξε στο πρόσωπο του εναγόμενου, δεν βρίσκει σύμφωνο το παρόν Δικαστήριο, καθώς (...) στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς, πραγματικούς ισχυρισμούς τους, προφορικά, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, οι οποίοι πρέπει να καταχωρισθούν στα πρακτικά, με συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός αν τα γεγονότα αυτά περιέχονται στις κατατιθέμενες προτάσεις. Ως εκ τούτου ο αυτοτελής ισχυρισμός του εκκαλούντος περί συγγνωστής νομικής πλάνης που αναπτύχθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, με συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν και ο οποίος επαναφέρεται με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις του εκκαλούντος-εναγομένου κατά τη δικάσιμο της 3-2-2022 που επακολούθησε μετά την έκδοση της με αριθμό …./2019 μη οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, παραδεκτώς προεβλήθη και δεν συνιστά νέο πραγματικό ισχυρισμό που δεν είχε προταθεί στην πρωτόδικη δίκη, ώστε να τυγχάνει απαράδεκτη, κατ' άρθρο 527 του ΚΠολΔ, η προβολή του το πρώτον στο παρόν Δικαστήριο (...) αφού ενόψει της αρχής της προφορικότητος οι εκατέρωθεν αυτοτελείς ισχυρισμοί, όπως ο προκείμενος, τυγχάνουν παραδεκτοί εφόσον προτείνονται προφορικά στο ακροατήριο, καταχωρούνται στα πρακτικά, έστω και αν δεν περιέχονται στις κατατεθείσες προτάσεις (...). [Η] διαφορά των 1.540 ευρώ που υφίσταται μεταξύ της νόμιμης καταβλητέας αποζημίωσης απόλυσης και της αποζημίωσης απόλυσης που κατέβαλε ο εναγόμενος-εκκαλών στον ενάγοντα, ανέκυψε (...) από εύλογη, συγγνωστή πλάνη του εναγόμενου και όχι από τυχόν πρόθεσή του να ιδιοποιηθεί το ως άνω ποσόν καταβάλλοντας ελλιπή αποζημίωση απόλυσης στην ενάγοντα-εφεσίβλητο. Άλλωστε, θα ήταν πολύ επικίνδυνη και παράλογη ενέργεια, ασύμβατη προς την οικονομική επιφάνεια του εναγόμενου και προς την επιχειρηματική εμπειρία και σύνεσή του, η εξοικονόμηση ποσού ύψους 1.540 ευρώ εξαιτίας καταβολής ελλιπούς αποζημίωσης απόλυσης και η ανάληψη κινδύνου εκ μέρους του να περιέλθει σε κατάσταση υπερημερίας εξαιτίας καταβολής ελλιπούς αποζημίωσης απόλυσης και να υποχρεωθεί να καταβάλει μισθούς υπερημερίας, υπέρογκου ποσού ύψους τετρακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (15.496,32), όπως, εσφαλμένως, αποφάνθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δια της με αριθμό …/2022 απόφασής του. Επομένως, εφόσον υπήρξε συγγνωστή πλάνη του εναγόμενου ως προς το αληθές ποσόν της αποζημίωσης, η από 27.05.2015 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος δεν είναι άκυρη (...) Κατά συνέπεια, ο ενάγων [δεν] δικαιούται (...) μισθούς υπερημερίας ένεκα ακύρου καταγγελίας (...). Με τα δεδομένα αυτά, έπρεπε να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ' ουσίαν η ένσταση του εναγόμενου περί συγγνωστής πλάνης του ως προς το ύψος της αποζημίωσης απολύσεως (...). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε την αγωγή ως κατ' ουσίαν βάσιμη και επιδίκασε μισθούς υπερημερίας, δεχθέν την ακυρότητα της καταγγελίας της ατομικής σύμβασης εργασίας του εφεσίβλητου λόγω πλημμελούς καταβολής αποζημίωσης απολύσεως, έσφαλε (...) Κατ' ακολουθία (...) πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ' ουσίαν και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, στη συνέχεια δε, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και δικαστεί κατ' ουσίαν (άρθρ. 535 § 1 ΚΠολΔ), να απορριφθεί η αγωγή (...).". 3.α. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ - που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος - προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης που προβλέπεται από αυτή ιδρύεται - μεταξύ άλλων και - όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού εκτίθενται πραγματικά περιστατικά, τα οποία, ωστόσο, δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία, τα οποία απαιτούνται - με βάση το πραγματικό του κανόνα δικαίου που πρέπει να εφαρμοσθεί - για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή να αποκλεισθεί η επέλευσή της (ανεπαρκής αιτιολογία) με αποτέλεσμα να αποδυναμώνουν με τον τρόπο αυτό την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης (ΟλΑΠ 2/2019, ΑΠ 844/2022). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5 παράγραφος 3 εδάφιο α' του ν. 3198/1955, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παράγραφος 4 του ν. 2556/1997 και ισχύει από 1-4-1998, 3 παράγραφος 1 του ν. 2112/1920 και 669 παράγραφος 2 εδάφιο α του ΑΚ η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου θεωρείται έγκυρη - μεταξύ άλλων - αν καταβληθεί (και) η οφειλόμενη αποζημίωση. Η καταγγελία συνεπώς είναι άκυρη, όχι μόνον αν δεν καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση, αλλά και σε περίπτωση που καταβληθεί ελλιπής αποζημίωση. Από το συνδυασμό εξάλλου των διατάξεων των άρθρων 5 παράγραφος 3 του ν. 3198/1955 και 288 του ΑΚ προκύπτει ότι η ελλιπής καταβολή αποζημίωσης απόλυσης δεν επιφέρει ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, όταν είναι δικαιολογημένη κατά την καλή πίστη, όπως, όταν οφείλεται σε εύλογη αμφιβολία ή σε συγγνωστή πλάνη ή σε παραδρομή ως προς το ακριβές ποσό της αποζημίωσης που οφείλεται και όχι σε κακοβουλία του εργοδότη. Ο εργαζόμενος διατηρεί στην περίπτωση αυτή κατά του εργοδότη αξίωση για συμπλήρωση της αποζημίωσης. Ο ισχυρισμός που προαναφέρθηκε θεμελιώνει ένσταση του εργοδότη κατά της αγωγής, την οποία άσκησε ο εργαζόμενος εναντίον του με αίτημα να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας για το λόγο ότι η αποζημίωση που καταβλήθηκε ήταν ελλιπής. Ο εργοδότης περαιτέρω τελεί σε συγγνωστή πλάνη ως προς το ποσό της αποζημίωσης, την οποία οφείλει να καταβάλει στον εργαζόμενο, όταν, μολονότι κατέβαλε την κατ' αντικειμενική κρίση επιμέλεια, την οποία κάθε συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος σύμφωνα με τις πνευματικές και επαγγελματικές του ικανότητες όφειλε να επιδείξει στις συναλλαγές του, δεν εκπλήρωσε τη νόμιμη αυτή υποχρέωσή του έναντι του εργαζομένου, επειδή πίστευε καλόπιστα είτε ότι δεν έχει τέτοια υποχρέωση, είτε ότι την εκπλήρωσε με την καταβολή στον εργαζόμενο συγκεκριμένου χρηματικού ποσού ως αποζημίωση απόλυσης (ΑΠ 641/2021, ΑΠ 229/2021). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 578 του ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της αναιρεσιβαλλομένης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση, εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής αν ο Άρειος Πάγος διαπιστώσει ότι το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ορθό, υπάρχει όμως σφάλμα στις αιτιολογίες, απορρίπτει την αναίρεση, χωρίς να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες, δηλαδή τις ουσιαστικές παραδοχές του δικανικού συλλογισμού, εκτός εάν υφίσταται έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, αν δηλαδή η αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και στηρίζει το διατακτικό της, οπότε η απόφαση αναιρείται μόνο ως προς τις αιτιολογίες της και ο Άρειος Πάγος αντικαθιστά το εσφαλμένο αιτιολογικό με το ορθό. Εσφαλμένο αιτιολογικό για την εφαρμογή του άρθρου 578 του ΚΠολΔ υπάρχει, όταν τα γεγονότα, τα οποία ανελέγκτως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ότι αποδείχθηκαν, υπάγονται σε διαφορετικό κανόνα δικαίου, ο οποίος όμως επιφέρει την ίδια έννομη συνέπεια με αυτή που απήγγειλε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση (ΟλΑΠ 6/2019, ΟλΑΠ 10/2007, ΟλΑΠ 32/2002, ΟλΑΠ 30/1998, ΑΠ 284/2024). Στον πρώτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων εκθέτει ότι το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 288 του ΑΚ και 5 παράγραφος 3 του ν. 3198/1955 με συνέπεια να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 του ΚΠολΔ και να πρέπει για το λόγο αυτό να αναιρεθεί, διότι περιέχει σε αυτή ανεπαρκείς αιτιολογίες για ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο αναιρεσείων εκθέτει ειδικότερα ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι, μολονότι ο αναιρεσίβλητος είχε καταβάλει σε αυτόν ελλιπή την αποζημίωση απόλυσης, δεν είχε καταγγείλει ακύρως τη σύμβαση εργασίας τους, διότι πίστευε καλόπιστα ότι η εργασία που παρείχε σε αυτόν κατά τις νυκτερινές ώρες δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης που μπορούσε να αξιώσει από τον αναιρεσίβλητο με συνέπεια να δεχθεί την ένσταση αυτή ως ουσιαστικά βάσιμη και - μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης - να απορρίψει για το λόγο την αγωγή του εναντίον του ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ο αναιρεσείων προσθέτει ότι η αναιρεσιβαλλομένη διέλαβε, ωστόσο, ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση ζήτημα ότι ο αναιρεσίβλητος τελούσε σε συγγνωστή πλάνη ως προς το ακριβές ποσό που είχε υποχρέωση να καταβάλει σε αυτόν ως αποζημίωση απόλυσης, όπως ειδικότερα επικαλείται σε αυτόν. Το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, όπως προκύπτει από το σύνολο των παραδοχών της, δέχθηκε α) ότι ο αναιρεσίβλητος είχε καταβάλει στον αναιρεσείοντα αποζημίωση απόλυσης, η οποία υπολειπόταν κατά ποσό 1.540 Ευρώ από την αποζημίωση που μπορούσε να αξιώσει από αυτόν, β) ότι ο αναιρεσίβλητος, ωστόσο, είχε καταβάλει ελλιπή την αποζημίωση αυτή στον αναιρεσείοντα, όχι επειδή είχε πρόθεση να ιδιοποιηθεί παράνομα το ποσό των 1.540 Ευρώ, αλλά επειδή τελούσε σε αβεβαιότητα ως προς το αν οι αποδοχές, τις οποίες ο αναιρεσίβλητος, όσο διαρκούσε η σύμβαση εργασίας του με τον αναιρεσείοντα, κατέβαλλε σε αυτόν για τη νυκτερινή εργασία, την οποία ο εργαζόμενος πράγματι παρείχε στον εργοδότη του, έπρεπε κατά το νόμο να συνυπολογισθούν στις τακτικές αποδοχές του αναιρεσείοντος σύμφωνα με τις οποίες θα υπολογιζόταν η αποζημίωση απόλυσής του ή όχι, διότι ο αναιρεσείων δεν εργαζόταν τακτικά κατά τις νυκτερινές ώρες και γ) ότι ο αναιρεσίβλητος τελικά κατέβαλε το ποσόν των 1.540 Ευρώ στον αναιρεσείοντα, μόλις επέδωσε σε αυτόν στις 24-5-2019 την από 23-5-2019 επικουρική καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους. Με τις ουσιαστικές αυτές παραδοχές το Μονομελές Εφετείο έκρινε στη συνέχεια ότι στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσίβλητος τελούσε σε συγγνωστή πλάνη ως προς το ύψος της αποζημίωσης απόλυσης, την οποία έπρεπε να καταβάλει στον αναιρεσείοντα, με συνέπεια η από 2-6-2015 εκ μέρους του καταγγελία της σύμβασης εργασίας του με τον αναιρεσείοντα να μην πάσχει από ακυρότητα και επομένως η αγωγή που είχε ασκήσει εναντίον του έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Στην προκειμένη, ωστόσο, περίπτωση ο αναιρεσίβλητος κατά τις ουσιαστικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης τελούσε όχι σε συγγνωστή πλάνη, αλλά σε εύλογη αμφιβολία ως προς τη βάση υπολογισμού της αποζημίωσης. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όμως, κατέληξε σε ορθό διατακτικό, διότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας δεν είναι άκυρη τόσο στην περίπτωση που ο εργοδότης τελεί σε εύλογη αμφιβολία ως προς τη βάση υπολογισμού της αποζημίωσης απόλυσης, όσο και όταν συντρέχει στο πρόσωπό του συγγνωστή πλάνη ως προς την έκταση της υποχρέωσής του αυτής. Η έννομη συνέπεια, δηλαδή, είναι η ίδια και στις δύο περιπτώσεις. Ο λόγος αναίρεσης συνεπώς που προαναφέρθηκε πρέπει - σύμφωνα με το άρθρο 578 του ΚΠολΔ - να απορριφθεί ως αβάσιμος (πρβλ. την ΑΠ 847/2003). 3.β. Από τις διατάξεις των άρθρων 591 παράγραφος 1 εδάφιο β, 664 επ., 666 παράγραφος 1, 115 παράγραφος 3 και 256 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015 και εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση σύμφωνα με το άρθρο ένατο παράγραφος 2 Ν. 4335/2015, επειδή η ένδικη αγωγή είχε κατατεθεί στις 16-12-2015, δηλαδή πριν την 1-1-2016, συναγόταν ότι στις υποθέσεις που δικάζονταν κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών - κατά την οποία ενώπιον και του μονομελούς πρωτοδικείου δεν ήταν υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων - οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων έπρεπε να προτείνονται προφορικά κατά τη συζήτηση και να καταχωρίζονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου με συνοπτική έκθεση των γεγονότων, τα οποία τους θεμελίωναν, εκτός αν τα γεγονότα αυτά περιέχονταν στις προτάσεις που κατατίθεντο στο ακροατήριο, οπότε δεν απαιτείτο η καταχώρισή τους στα πρακτικά, αλλά αρκούσε να προταθούν και να αναπτυχθούν προφορικά. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 527 του ΚΠολΔ "[ε]ίναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ' έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν (...)". Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως.". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι: α) όλοι οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που προβάλλονταν σε υποθέσεις, οι οποίες δικάζονταν κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, έπρεπε να προτείνονται με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, β) στην κατ' έφεση δίκη επιτρεπόταν για πρώτη φορά η προβολή των ισχυρισμών αυτών, μόνον αν συνέτρεχαν οι εξαιρετικές περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν και τις οποίες έπρεπε να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο διάδικος που τις είχε προτείνει. Τέλος, αν προσβάλλεται με αναίρεση απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, θα πρέπει ο ισχυρισμός, στον οποίο στηρίζεται ο λόγος αναίρεσης, να είχε προταθεί παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά και να είχε επαναφερθεί παραδεκτά και ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου - κατά περίπτωση - είτε με λόγο έφεσης, είτε με τις προτάσεις σύμφωνα με το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, εκτός αν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ ή αν πρόκειται για ισχυρισμό που παραδεκτά κατά το άρθρο 527 του ΚΠολΔ προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να αναγράφονται στο αναιρετήριο, διαφορετικά ο λόγος αναίρεσης είναι αόριστος (ΑΠ 641/2021, ΑΠ 447/2020). Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμός 8 του ΚΠολΔ ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και τα οποία είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται - μεταξύ άλλων - και οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι θεμελιώνουν - μεταξύ άλλων - την ιστορική βάση και στηρίζουν το αίτημα ένστασης ή αποτελούν λόγο έφεσης (ΟλΑΠ 22/2005, ΑΠ 20/2023). Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμός 14 του ΚΠολΔ ιδρύεται και στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο της ουσίας με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παρά το νόμο δεν κήρυξε ακυρότητα. Με τον αναιρετικό αυτό λόγο ειδικότερα ελέγχονται και οι πλημμέλειες της απόφασης ως προς το αν συγκεκριμένη ένσταση ήταν ορισμένη, δηλαδή αν περιείχε πλήρη και σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελίωναν σύμφωνα με το νόμο την ιστορική της βάση και στήριζαν το αίτημά της (ΑΠ 285/2024, ΑΠ 468/2021). Στο δεύτερο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων εκθέτει ότι το Μονομελές Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 216 παράγραφος 1 α, 262 παράγραφος 1 και 527 του ΚΠολΔ με συνέπεια να υποπέσει στις αναιρετικές πλημμέλειες που προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμοί ορθώς 8 και 14 - και όχι μόνον 14 - του ΚΠολΔ, επειδή α) έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και ασκούσαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και β) παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο. Ο αναιρεσείων εκθέτει, ειδικότερα, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δέχθηκε α) ότι η ένσταση που είχε προβάλει ο εκκαλών-εναγόμενος και ήδη αναιρεσίβλητος ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ότι η από 2-6-2015 εκ μέρους του καταγγελία της σύμβασης εργασίας, την οποία είχε καταρτίσει με αυτόν, δεν έπασχε από ακυρότητα, διότι το γεγονός ότι του είχε πράγματι καταβάλει ελλιπή την αποζημίωση απόλυσης μπορούσε να δικαιολογηθεί κατά την καλή πίστη, είχε προβληθεί παραδεκτά, μολονότι ο εκκαλών-εναγόμενος είχε προβάλει την ένσταση αυτή για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου με την έφεσή του και ότι για το λόγο αυτό έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη και, περαιτέρω, β) ότι η ίδια ένσταση ήταν ορισμένη, μολονότι ο εκκαλών-εναγόμενος και ήδη αναιρεσίβλητος δεν είχε αναφέρει σε αυτή τα στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 288 του ΑΚ και 5 παράγραφος 3 του ν. 3198/1955 για την πληρότητα της ιστορικής της βάσης. Ο αναιρεσείων εκθέτει στη συνέχεια ότι είχε προβάλει με τις προτάσεις του ως εφεσίβλητος ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου τον ισχυρισμό ότι η ένσταση που προαναφέρθηκε έπασχε από αοριστία και ότι έπρεπε συνεπώς να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αλλά παρόλα αυτά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την ένσταση ως παραδεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και - μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης - απέρριψε για το λόγο αυτό την ένδικη αγωγή του κατά του αναιρεσιβλήτου ως ουσιαστικά αβάσιμη, μολονότι έπρεπε να την είχε δεχθεί ως βάσιμη και στην ουσία της και να είχε επιδικάσει σε αυτόν τους μισθούς υπερημερίας που είχε αιτηθεί από τον ίδιο με αυτή. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ) προκύπτουν ειδικότερα ως προς το συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης τα εξής: Ο αναιρεσίβλητος-εναγόμενος είχε προβάλει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών κατά τη δικάσιμο της 26-4-2018 - όταν είχε συζητηθεί η από 2-12-2015 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./…-2015 αγωγή, την οποία είχε ασκήσει ο αναιρεσείων εναντίον του - ως απάντηση στην αγωγή τον ισχυρισμό ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, την οποία είχε καταρτίσει με τον αναιρεσείοντα, δεν ήταν άκυρη, μολονότι πράγματι είχε καταβάλει σε αυτόν ελλιπή την αποζημίωση απόλυσης και, συγκεκριμένα, ποσό 16.121,83 Ευρώ και όχι ποσό 17.315,87 Ευρώ, όπως είχε νόμιμη υποχρέωση, διότι πίστευε καλόπιστα ότι, επειδή ο αναιρεσείων δεν εργαζόταν τακτικά κατά τις νυκτερινές ώρες, η εργασία του κατά το χρονικό αυτό διάστημα δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης και ότι συνεπώς με την καταβολή του χρηματικού ποσού των 16.121,73 Ευρώ είχε αποσβεσθεί η υποχρέωσή του αυτή έναντι του αναιρεσείοντος. Η ένσταση αυτή καταχωρίσθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου που προαναφέρθηκε (βλ. τα υπ' αριθμό …/…-2019 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών). Στη συνέχεια το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ' αριθμό …./…-2019 εν μέρει οριστική απόφαση, την οποία εξέδωσε επί της αγωγής, απέρριψε την ένσταση που προαναφέρθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και μετά από αυτό δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή και αναγνώρισε ότι ο αναιρεσίβλητος είχε καταγγείλει ακύρως στις 2-6-2015 τη σύμβαση εργασίας που είχε καταρτίσει με τον αναιρεσείοντα. Ο αναιρεσίβλητος άσκησε κατά της απόφασης αυτής - όπως και κατά της υπ' αριθμό …./…-2022 μεταγενέστερης οριστικής απόφασης του ίδιου δικαστηρίου - την από ….-2022 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./…-2022 έφεση για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρα 591 παράγραφος 1 εδάφιο α και 520 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ) και ζήτησε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή που είχε ασκήσει ο αναιρεσείων εναντίον του. Ο αναιρεσίβλητος μάλιστα είχε προσβάλει με ειδικό λόγο έφεσης την εκκαλουμένη για εσφαλμένη απόρριψη της ένστασής του ως απαράδεκτης (βλ. σελ. 3 επ. υπό στοιχείο Α.1. του δικογράφου της έφεσής του). Το Μονομελές Εφετείο Πατρών δέχθηκε ως βάσιμο το συγκεκριμένο λόγο έφεσης και εξαφάνισε μετά από αυτό την εκκαλουμένη απόφαση με την αιτιολογία ότι ο αναιρεσίβλητος είχε προβάλει νομότυπα την ένσταση αυτή ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως απάντηση στην αγωγή και, επιπλέον, ότι η ίδια ένσταση ήταν και ορισμένη, επειδή περιείχε όλα τα στοιχεία που απαιτούνται από τη διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 5 παράγραφος 3 του ν. 3198/1955. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ορθά δέχθηκε ότι η ένσταση αυτή είχε προβληθεί παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, διότι α) είχε καταχωρισθεί στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και β) ο αναιρεσίβλητος είχε εκθέσει σε αυτή συνοπτικά όλα τα γεγονότα που θεμελίωναν την ιστορική της βάση και δικαιολογούσαν το αίτημά της να απορριφθεί η αγωγή που είχε ασκήσει ο αναιρεσείων εναντίον του (άρθρα 591 παράγραφος 1 εδάφιο β σε συνδυασμό με 262 παράγραφος 1, 664 επ., 666 παράγραφος 1, 115 παράγραφος 3 και 256 παράγραφος 1 δ του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν, πριν τεθεί σε ισχύ ο ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α 37/23-7-2015 και τα οποία εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση σύμφωνα με το άρθρο ένατο παράγραφος 2 του ίδιου νόμου, επειδή η αγωγή είχε κατατεθεί στις 16-12-2015, δηλαδή πριν την 1-1-2016). Η ίδια ένσταση περαιτέρω ήταν πράγματι ορισμένη, διότι ο αναιρεσίβλητος είχε επικαλεσθεί σε αυτή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται από το άρθρο 288 του ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 5 παράγραφος 3 του ν. 3198/1955 για να θεμελιωθεί η ιστορική της βάση και να δικαιολογηθεί το αίτημά της και, ειδικότερα, ότι είχε καταβάλει στον αναιρεσείοντα ελλιπή την αποζημίωση απόλυσης, διότι πίστευε καλόπιστα ότι, επειδή ο αναιρεσείων δεν εργαζόταν τακτικά κατά τις νυκτερινές ώρες, η εργασία του αυτή δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης, την οποία όφειλε να καταβάλει σε αυτόν με συνέπεια η απόλυση του αναιρεσείοντος να μην πάσχει από ακυρότητα και η αγωγή που είχε ασκήσει κατά του αναιρεσιβλήτου έπρεπε για το λόγο αυτό να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ο αναιρεσίβλητος, τέλος, είχε προσβάλει την εκκαλουμένη με ειδικό λόγο έφεσης για εσφαλμένη απόρριψη της ένστασής του ως απαράδεκτης. Ο αναιρεσίβλητος επομένως είχε επαναφέρει παραδεκτά με την έφεσή του την ένσταση που προαναφέρθηκε και ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν το Μονομελές Εφετείο Πατρών δεν έλαβε υπόψη ένσταση, η οποία είχε προβληθεί απαραδέκτως ενώπιόν του και περαιτέρω όχι παρά το νόμο έκρινε ότι η ένσταση αυτή δεν ήταν απαράδεκτη. Το δευτεροβάθμιο συνεπώς δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 591 παράγραφος 1, 216 παράγραφος 1 α, 262 παράγραφος 1 και 527 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 288 του ΑΚ και 5 παράγραφος 3 του ν. 3198/1955 με συνέπεια να μην υποπέσει στις αναιρετικές πλημμέλειες που προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμοί 8 και 14 του ΚΠολΔ, όπως αβάσιμα επικαλείται ο αναιρεσείων με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, ο οποίος για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ως προς τα δύο σκέλη του. 4. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν - και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα - η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί. Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις πρέπει - μετά από νόμιμο και βάσιμο αίτημά του - να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος, ο οποίος ηττήθηκε στη δίκη (άρθρα 573 παράγραφος 1, 106, 176 εδάφιο α, 191 παράγραφος 2, 183 και 189 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από …-2023 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ../….-2023 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμό 180/2023 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πατρών
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, το ύψος των οποίων ορίζει σε χίλια διακόσια (1.200) Ευρώ ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25 Φεβρουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ