ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 797/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 797/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 797/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 797 / 2025    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός797/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αγάπη Τζουλιαδάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιφιγένεια Ματσούκα, Φωτεινή Μηλιώνη, Ευγενία Μπιτσακάκη-Εισηγήτρια, Αναστασία Καραμανίδου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2025, με την παρουσία και του γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Θ. Τ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ελευθερίου Σεραφείμ, και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Θ. Ν. του Ι., 2) Ι. Ν. του Θ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φίλιππο Πανταζή, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από …-2017 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πρέβεζας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: …/2020 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 232/2021 του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων.. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από …-2023 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι) Η κρινόμενη από ….-2023 αίτηση αναίρεσης με την οποία προσβάλλεται η κατά την τακτική διαδικασία και κατ' αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα υπ' αριθμ. 232/2021 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495, 552, 553, 556, 558,560,564 παρ.1, 566παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577παρ.1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ' ιδίαν λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).

ΙΙ) Η διαδικαστική πορεία της υπόθεσης, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία μέρος, κατ' επιτρεπτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, έχει ως εξής: Με την από 28-12-2017 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πρέβεζας κατά των εναγομένων και ήδη αναιρεσίβλητων, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων ιστορούσε ότι με το υπ' αριθμ. …/..-2005 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πρέβεζας Χ. Λ. νομίμως μεταγραφέντος, του μεταβιβάστηκε το περιγραφόμενο κατά θέση όρια και έκταση αγροτικό ακίνητο, διαιρετό τμήμα του υπ' αριθμ. … κληροτεμαχίου της διανομής του έτους 1929 του αγροκτήματος Κ……., η νομή του οποίου του είχε παραδοθεί από τον δικαιοπάροχό του Σ. Ν., την 10-2-2000, προ της καταρτίσεως του ως άνω συμβολαίου, δυνάμει ιδιωτικού συμφωνητικού πωλήσεως, ότι στον τελευταίο η νομή του επιδίκου διαιρετού τμήματος είχε παραδοθεί λόγω ατύπου δωρεάς το έτος 1968 από τον πατέρα του Ε. Ν., στον οποίο επίσης είχε παραδοθεί η νομή το έτος 1940, λόγω άτυπης δωρεάς από τον πατέρα του Δ. Ν., αρχικό κληρούχο είχε δε περιέλθει σε αυτόν, ως τμήμα μείζονος έκτασης κατά τη διανομή του 1929 του αγροκτήματος Κ….., με τον νομίμως μεταγραφέντα υπ' αριθμ. …./1929 τίτλο κυριότητας του Υπουργείου Γεωργίας και έτσι απέκτησε (ο ενάγων) την κυριότητα του επιδίκου με τον άνω παράγωγο τρόπο, άλλως με πρωτότυπο τρόπο, ήτοι με τακτική, άλλως έκτακτη χρησικτησία ως νεμόμενοι τούτο ο ίδιος από το έτος 2000 δυνάμει του ιδιωτικού συμφωνητικού και από το έτος 2005 δυνάμει του προαναφερομένου τίτλου και οι δικαιοπάροχοί του πριν απ' αυτόν, ασκούντες τις αναφερόμενες και προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας με προσμέτρηση στο χρόνο νομής του και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων του. Ότι τον Σεπτέμβριο του 2006 οι εναγόμενοι κατέλαβαν παράνομα και αυθαίρετα τμήμα του εν λόγω ακινήτου εκτάσεως 2.057,40 τ.μ. όπως αυτό περιγράφεται, αποβάλλοντάς τον απ' αυτό και κατέχοντες έκτοτε το τμήμα αυτό, αρνούμενοι να του το αποδώσουν για το λόγο δε αυτό και άσκησε αρχικά την από …./2017 διεκδικητική αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πρέβεζας, που απορρίφθηκε λόγω έλλειψης καθ' ύλην αρμοδιότητας, ακολούθως την από …-2010 όμοια αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πρέβεζας, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. …/2011 που απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη που έχει καταστεί ήδη τελεσίδικη, καθώς απορρίφθηκε η ασκηθείσα εκ μέρους του έφεση με την υπ' αριθμ. 219/2011 απόφαση του Εφετείου Ιωαννίνων, με την αιτιολογία ότι το αναφερόμενο μεταβιβαστικό αιτία πωλήσεως συμβόλαιο διαιρετού τμήματος κληροτεμαχίου δεν είναι έγκυρο ως αντίθετο στις διατάξεις της αγροτικής νομοθεσίας που απαγορεύουν την μεταβίβαση διαιρετού τμήματος αρχικού ακεραίου τεμαχίου της διανομής. Ότι ήδη έχει επέλθει νομική μεταβολή όσον αφορά την νομική κρίση βάσει της οποίας απερρίφθη η άνω αγωγή του, με το άρθρο 31 ν. 4061/2012, ώστε από της δημοσιεύσεώς του να έχει καταστεί νόμιμος ο παραπάνω τίτλος κυριότητάς του με περαιτέρω συνέπεια να δικαιούται της εκ του νόμου παρεχόμενης στους κυρίους και νομής των αγροτικών κλήρων προστασίας ως μοναδικός "πλασματικός κατά νόμο νομέας" του επιδίκου τμήματος και επομένως ο ίδιος να έχει καταστεί κύριος του επιδίκου εκ του νόμου, με παράγωγο τρόπο, καθώς το παραπάνω συμβόλαιο αγοραπωλησίας θεωρείται νόμιμο εκ του χρόνου κατάρτισής του και σε κάθε περίπτωση με πρωτότυπο τρόπο δια τακτικής άλλως έκτακτης χρησικτησίας, δοθέντος ότι κατέχοντας τον παραπάνω τίτλο κυριότητας, που σε κάθε περίπτωση αποτελεί νομιζόμενο τίτλο από το έτος 2000, αλλά και από του χρόνου καταρτίσεώς του (2005) ασκούσε νομή επ' αυτού και κατόπιν τούτου ζήτησε με την από 25-5-2013 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πρέβεζας την αναγνώριση της κυριότητας και νομής του επί του επιδίκου, κτηθείσης με παράγωγο και πρωτότυπο κατά τα άνω τρόπο και την αποβολή των εναγομένων απ' αυτό. Το παραπάνω δικαστήριο με την …./2014 απόφασή του απέρριψε ως μη νόμιμες τις θεμελιούμενες στον πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία) κτήσης κυριότητας του επιδίκου επικουρικές βάσεις και ως ουσία αβάσιμη την κύρια βάση της αγωγής, που στήριζε την αγωγική αξίωση στον παράγωγο τρόπο, ενώ με την …./2015 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Ιωαννίνων που εκδόθηκε μετά την ασκηθείσα κατά της άνω πρωτόδικης απόφασης έφεσής του, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη και η κύρια βάση της αγωγής του, δεχόμενο ειδικότερα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι ο ως άνω τίτλος του έχει καταστεί έγκυρος από της καταρτίσεώς του και ως τέτοιος μπορεί να αποτελέσει νομιζόμενο τίτλο και συντρεχόντων και των λοιπών κατά νόμο προϋποθέσεων, θα μπορούσε να του προσπορίσει κυριότητα με πρωτότυπο τρόπο (τακτική χρησικτησία), ωστόσο απέρριψε το αίτημά του αυτό της αναγνώρισης κυριότητας του επιδίκου με τακτική χρησικτησία λόγω έλλειψης νομής εκ μέρους του δικαιοπαρόχου πωλητή του ενάγοντος και μη συμπλήρωσης στο πρόσωπο του ιδίου (ενάγοντος) κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής του δεκαετούς νομής. Ισχυριζόμενος ήδη με την ένδικη αγωγή του ότι έχει πλέον συμπληρωθεί στο πρόσωπό του χρόνος υπερδεκαετούς ασκήσεως εμφανών πράξεων νομής επί του όλου μεταβιβασθέντος ακινήτου, τμήμα του οποίου αποτελεί και το επίδικο και ότι ο κατ' αρχήν μη έγκυρος τίτλος του κατέστη έγκυρος και ισχυρός από τότε που καταρτίστηκε κατά τις διατάξεις του άρθρου 31 ν.δ. 4061/2012 και ως εκ τούτου μπορεί να αποτελέσει νομιζόμενο τίτλο, ικανό να στηρίξει κτήση κυριότητας με τακτική χρησικτησία και ότι συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις, ζήτησε να αναγνωριστεί κύριος του προαναφερομένου εδαφικού τμήματος, εκτάσεως 2.057 τ.μ. και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του αποδώσουν τη νομή του, διατασσομένης της αποβολής τους και της επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία η υπ'αριθμ…./2020 απόφασή του με την οποία κρίθηκε νόμιμη η αγωγή και ακολούθως απερρίφθη ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ασκηθείσης εν μέρους του ηττηθέντος ενάγοντος της από …-2020 εφέσεώς του εκδόθηκε από το Μονομελές Εφετείο Ιωαννίνων η προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 232/2021 απόφασή του με την οποία έγινε δεκτή τυπικά και κατ' ουσίαν η έφεση, εξαφανίστηκε η υπ' αριθμ. …/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πρέβεζας και αφού δικάστηκε η ένδικη αγωγή απορρίφθηκε αυτή ως μη νόμιμη με την ειδικότερη αιτιολογία που σε αυτήν αναφέρεται.


ΙΙΙ) Από τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 2 του Αγροτικού Κώδικα, συνδυαζόμενη προς τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του ίδιου άρθρου και των άρθρων 26, 74, 130 και 230 του ίδιου ως άνω Κώδικα, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 του Α.Ν. 431/1968, κατά την οποία από την έναρξη της ισχύος αυτού, ήτοι από 23-5-1968 επιτρέπεται στους κατά την εποικιστική νομοθεσία γενικά κληρούχους, η, με δικαιοπραξία εν ζωή, εκποίηση ή οπωσδήποτε διάθεση των κάθε φύσεως κλήρων τους, υπό τον περιορισμό μόνον της μη κατατμήσεως των τεμαχίων της οριστικής διανομής, προκύπτει, ότι ο κληρούχος που αποκαθίσταται κατά τον αγροτικό νόμο, από την παραχώρηση σε αυτόν συγκεκριμένου κλήρου και μέχρι την έναρξη της ισχύος του Α.Ν. 431/1968 και αν ακόμη δεν είχε επιληφθεί της κατοχής αυτού, θεωρείται μοναδικός καλής πίστεως νομέας αυτού και, άρα, ο κλήρος, που του παραχωρήθηκε είναι ανεπίδεκτος χρησικτησίας από άλλον. Μόνο μετά την έναρξη της ισχύος του προαναφερθέντος νόμου, ο κληρούχος και οι κληρονόμοι του, οι οποίοι είχαν κατ' επέκταση την ίδια πιο πάνω πλασματική νομή στον κλήρο, διότι ο νομοθέτης θέλησε να υπάρχει προστασία και των κληρονόμων για το κληρονομικό μερίδιο, που λαμβάνει ο καθένας από αυτούς στον κλήρο δεν θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου νομέας του κλήρου, αν δεν κατέχει πραγματικά αυτόν και είναι συνεπώς κατά νόμο δυνατή η χωρίς τη θέλησή του κτήση από τρίτον της νομής ολοκλήρου του κλήρου, η οποία μπορεί, αν συντρέχουν και οι λοιπές κατά νόμο προϋποθέσεις, να οδηγήσει στην κτήση της κυριότητας αυτού με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, εφόσον συμπληρωθεί ο απαιτούμενος για κάθε μία από αυτές χρόνος από την έναρξη της ισχύος του εν λόγω αναγκαστικού νόμου. Η απαγόρευση της κατάτμησης δεν αναφέρεται μόνο στον κατά κυριότητα τεμαχισμό του κληροτεμαχίου, αλλά και στον κατά νομή τεμαχισμό αφού διαφορετικά η κατάτμηση θα επιτυγχανόταν ισοδυνάμως με την απόκτηση μιας φοράς της νομής του τμήματος του κληροτεμαχίου και την έκτοτε διαρκή προστασία της έναντι τρίτων. Ο τρίτος που επιλήφθηκε της νομής τμήματος του κληροτεμαχίου δεν προστατεύεται ούτε κατά του νομέα του όλου, ούτε κατά οποιουδήποτε άλλου όταν αποβληθεί από το τμήμα του κληροτεμαχίου που νεμόταν, αφού διαφορετικά θα είχε διαρκή προστασία που θα επέφερε κατάτμηση.
Συνεπώς είναι ανεπίτρεπτη όχι μόνον η κτήση της κυριότητας από τρίτο σε βάρος του κληρονόμου ή των καθολικών ή ειδικών διαδόχων του με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία αλλά και η λόγω συμπληρώσεως του χρόνου παραγραφής άρνηση αποδόσεως του τμήματος του κλήρου (άρθρο 272 Α.Κ.) αφού με αυτήν ουσιαστικώς παγιώνεται η μη ανεκτή από το νόμο φυσική κατάτμηση του κλήρου. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 1, 2 και 5 του άρθρου 15 του Ν.Δ/τος 3958/1959 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεων των περί οριστικών παραχωρητηρίων κλήρων διατάξεων της εποικιστικής νομοθεσίας" που διατηρήθηκαν διαδοχικά έκτοτε σε ισχύ με τα άρθρα 3 του Α.Ν. 431/1968, 2 του Ν.666/1977, 11 του Ν.944/1979 και 18 παρ. 1 του Ν. 1664/1986, την 131875/21-11-1988 Απόφαση του Υπουργού Γεωργίας (ΦΕΚ 882/Β78-12-1988), τον Ν.3174/2003, τον Ν.3399/2005 προκύπτει ότι οι μεταβιβάσεις γεωργικών κλήρων, που πραγματοποιήθηκαν με πράξεις εν ζωή κατά παράβαση διατάξεων της αγροτικής νομοθεσίας για τους περιορισμούς μεταβιβάσεως των κλήρων αυτών, επικυρώνονται αφενός από τη δημοσίευση του προαναφερόμενου νομοθετικού διατάγματος, (3458/1959), εφόσον έγιναν με δημόσιο έγγραφο και αφετέρου από τη δημοσίευση της επικυρωτικής απόφασης του κατά τόπον αρμοδίου Ειρηνοδίκη, η οποία μετά την τελεσιδικία της, αποτελεί τίτλο κυριότητας υποκείμενο σε μεταγραφή, εφόσον έγιναν με ιδιωτικό έγγραφο, που φέρει βέβαιη χρονολογία. Η επικύρωση ανατρέχει στο χρόνο καταρτίσεως των αναφερομένων (ανώμαλων) δικαιοπραξιών, η νομή του κλήρου ανήκει έκτοτε στον αποκτώντα, ο δε κληρούχος δεν μπορεί να επικαλεσθεί υπέρ αυτού την από το άρθρο 79 παράγραφο 2 του Αγροτικού Κώδικα αναγνωριζόμενη καλόπιστη νομή επί του κλήρου και θεραπεύει μόνο τις απαγορεύσεις των μεταβιβάσεων αυτών, και όχι τις από τον Αστικό Κώδικα ακυρότητες ή άλλες.
Συνεπώς, προκειμένου περί μεταβιβάσεως της κυριότητας αγροτικού κλήρου, η οποία έγινε κατά παράβαση το μεν των ανωτέρω διατάξεων του Αγροτικού Κώδικα, το δε των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 369 και 1192 επ. Α.Κ., δηλαδή με ιδιωτικό έγγραφο και όχι με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή αυτού, η απόφαση του Ειρηνοδίκη, με την οποία επικυρώνεται η εν λόγω μεταβίβαση, θεραπεύει μόνο τις θεσπιζόμενες από τον Αγροτικό Κώδικα όχι, όμως και τις πέραν τούτων λοιπές ακυρότητες, όπως την ακυρότητα από την έλλειψη της κυριότητας του πωλητή επί του μεταβιβασθέντος ακινήτου ή από την έλλειψη αφενός μεν του νομίμου τίτλου (συμβολαιογραφικού εγγράφου), αφετέρου δε της μεταγραφής του και ως εκ τούτου η επικύρωση δεν συνεπάγεται τη μεταβίβαση έκτοτε κατά τρόπο παράγωγο της κυριότητας του γεωργικού κλήρου και δεν καθιστά το ιδιωτικό αυτό έγγραφο νόμιμο τίτλο για την αφετηρίαση της χρησικτησίας, αλλά προσδίδει όμως στην άσκηση νομής με βάση αυτό στον κλήρο από τον αγοραστή το χαρακτήρα της καλόπιστα ασκούμενης νομής. Μεταξύ των ακυροτήτων που επικυρώνονται περιλαμβάνονται και εκείνες που προέρχονται από τον περιορισμό της μη κατάτμησης ακεραίων τεμαχίων της οριστικής διανομής. Επομένως μια τέτοια συμβολαιογραφική πράξη που έγινε κατά παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 1 του ΑΝ 431/1968 και οδηγεί σε κατάτμηση του κληροτεμαχίου είναι έγκυρη κατ' εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, για την κτήση της κυριότητας με παράγωγο τρόπο, μπορεί δε να αποτελέσει και νομιζόμενο τίτλο για την απόκτηση της κυριότητας με τακτική χρησικτησία, εφ' όσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ακόμα και αν οδηγεί σε κατάτμηση του κληροτεμαχίου. Περαιτέρω στο άρθρο 31 του Ν.4061/2012 ορίζεται ότι "οι διατάξεις του άρθρου 15 του Ν.Δ/τος 3958/1959 εφαρμόζονται σε μεταβιβάσεις γεωργικών κλήρων ή οικοπέδων που έγιναν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου". Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1192, 1198 ΑΚ προκύπτει ότι η κυριότητα αποκτάται με παράγωγο τρόπο δηλαδή με σύμβαση, που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο πρέπει να μεταγράφει. Για τη μεταβίβαση με παράγωγο τρόπο της κυριότητας του ακινήτου αποτελεί προϋπόθεση να ήταν κύριος εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της. (Α.Π. 1616/2023, Α.Π. 181/2017). Επιπρόσθετα κατά το άρθρο 1041 ΑΚ εκείνος που έχει στη νομή του με καλή πίστη και με νόμιμο τίτλο πράγμα κινητό για μια τριετία και ακίνητο για μια δεκαετία γίνεται κύριος του πράγματος (τακτική χρησικτησία), κατά δε το άρθρο 1049 ΑΚ η χρησικτησία διακόπτεται με την έγερση, κατά του χρησιδεσπόζοντος ή κατέχοντος το πράγμα, διεκδικητικής αγωγής. Η διακοπή αυτή επέρχεται μόνο υπέρ του ενάγοντος, οι δε διατάξεις για τη διακοπή της παραγραφής με την έγερση αγωγής εφαρμόζονται αναλόγως. Επομένως διακοπή της χρησικτησίας επάγεται κάθε πράξη που απευθύνεται κατά του χρησιδεσπόζοντος και φέρει το δικαίωμα σε δικαστική διάγνωση, ανεξάρτητα με το δικονομικό τύπο, με τον οποίο εμφανίζεται η πράξη αυτή.
Συνεπώς η χρησικτησία θα διακοπεί μόνον υπέρ του ενάγοντος και των διαδόχων του, είτε με την επίδοση αγωγής αναγνωριστικής κυριότητας του τελευταίου ή πουβλικιανής αγωγής η αγωγής διανομής κοινού πράγματος, είτε με την άσκηση ανταγωγής, κυρίας παρεμβάσεως ή ανακοπής τρίτου στην αναγκαστική εκτέλεση. Τέλος κατά το άρθρο 2 του Α.Κ. ο νόμος ορίζει για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική δύναμη. Κατά δε το άρθρο 77 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος 1975 η αυθεντική ερμηνεία των νόμων ανήκει στη νομοθετική λειτουργία. Το δικαίωμα που παρέχεται με την ως άνω συνταγματική διάταξη στη νομοθετική εξουσία για έκδοση ερμηνευτικών νόμων υφίσταται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο ερμηνευόμενος νόμος είναι ασαφής και, λόγω της ασάφειάς του προέκυψαν ή μπορούσαν να προκύψουν διαφωνίες στη νομική επιστήμη ή στα δικαστήρια για την αληθινή έννοιά του. Την ύπαρξη της προϋπόθεσης αυτής, δηλαδή της ανάγκης ερμηνείας, οπότε η ισχύς του ερμηνευτικού νόμου ανατρέχει στο χρονικό σημείο έναρξης της ισχύος του ερμηνευόμενου νόμου, δικαιούνται να ελέγξουν τα δικαστήρια Αν όμως ο νόμος δεν είναι πράγματι ερμηνευτικός ισχύει μόνο από τη δημοσίευσή του, κατά τη ρητή επιταγή της δεύτερης παραγράφου του προαναφερθέντος άρθρου 77 του ισχύοντος Συντάγματος. Την ύπαρξη της προϋπόθεσης αυτής, δηλαδή της ανάγκης ερμηνείας, οπότε η ισχύς του ερμηνευτικού νόμου ανατρέχει στο χρονικό σημείο έναρξης ισχύος του ερμηνευόμενου νόμου, δικαιούνται να ελέγξουν τα δικαστήρια (βλ. Ολ.Α.Π. 22/1997, Ολ.Α.Π. 10/1990, ΑΠ 1006/2018). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν εφαρμόσθηκε εσφαλμένα καθώς και αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ήτοι, αν το δικαστήριο της ουσίας απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα, που ο ουσιαστικός νόμος απαιτεί. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία, όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε στο νόμο έννοια διαφορετική από την αληθινή είτε ως κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Δια του λόγου αυτού αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων - αντενστάσεων) των διαδίκων καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή αν η αγωγή, κύρια παρέμβαση, ένσταση κ.λ.π. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν. IV) Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, το Εφετείο, απέρριψε την ένδικη αγωγή ως μη νόμιμη αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία είχε απορριφθεί αυτή ως ουσία αβάσιμη δεχόμενο τα ακόλουθα: "Η αγωγή με το περιεχόμενο που διαλαμβάνεται παραπάνω ήταν απορριπτέα ως μη νόμιμη, αφού δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του ενάγοντος οι προϋποθέσεις κτήσης κυριότητας επί του επίδικου τμήματος, εκτάσεως 2.057,40 τ.μ., με τα προσόντα της τακτικής ή της έκτακτης χρησικτησίας, καθώς ήδη από τα ιστορούμενα στην αγωγή προκύπτει ότι δεν συντρέχει η δεκαετής ούτε φυσικά εικοσαετής νομή στο πρόσωπο του ενάγοντος επί του επιδίκου εδαφικού τμήματος. Ειδικότερα το μείζον ακίνητο, έκτασης 4.024,14 τ.μ., που με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, μεταβιβάστηκε στον ενάγοντα, από τον Σ. Ν. του Ε., δυνάμει του υπ' αριθ. …./….-2005 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πρέβεζας, Χ. Ν. Λ., νομίμως μεταγραφέντος, τμήμα του οποίου αποτελεί και το επίδικο, έκτασης 2.057,40 τ.μ., συνιστά, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, διαιρετό τμήμα του υπ' αριθ. … κληροτεμαχίου, συνολικής έκτασης 6.750 τ.μ.. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στην αγωγή ότι "το ως άνω ακίνητο εκ 4.024,14 τ.μ. αποτελεί διαιρετό τμήμα του υπ' αριθμόν … κληροτεμαχίου συνολικού εμβαδού 6.750 τ.μ. της διανομής 1929 του Δ.Δ. Κ….. Νομού …. δυνάμει του υπ' αριθ. …./1929 τίτλου κυριότητος του Υπουργείου Γεωργίας που έχει μεταγράφει νόμιμα στα βιβλία Υποθηκοφυλακείου Πρέβεζας στον τόμο … και αύξοντα αριθμό …, το οποίο είχε δοθεί στον εκ πατρός πάππον, του δικαιοπαρόχου μου Δ. Ν. ως αρχικού κληρούχου". Από τα ιστορούμενα στην αγωγή προκύπτει ότι οι εναγόμενοι απέβαλαν τον ενάγοντα από το επίδικο εδαφικό τμήμα, εκτάσεως 2057,40 τ.μ., στις 11-9-2006 και ότι από τότε μέχρι και σήμερα οι εναγόμενοι κατέχουν το εν λόγω εδαφικό τμήμα και αρνούνται να το αποδώσουν, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του ενάγοντος, καθώς κατά ακριβή μεταφορά εκτίθεται στην αγωγή τα εξής: "...Νομή που εγώ συνέχισα να ασκώ εφ' ολοκλήρου του ως άνω ακινήτου μέχρι και σήμερα πλην του κατωτέρω επιδίκου τμήματος των 2.057,40 τ.μ., που αποβλήθηκα της νομής αυτού στις 11-9- 2006 από τους εναγομένους....", καθώς επίσης και ότι "Την παράνομη αυτή προσβολή της νομής και κυριότητας επί του πιο πάνω τμήματος του ακινήτου μου από τους εναγομένους διαπίστωσα στις 11-9-2006 και αμέσως διαμαρτυρήθηκα για την επιλήψιμη ενέργεια αυτών και τους κάλεσα να αφαιρέσουν την περίφραξη του τμήματος του αγροτεμαχίου μου, που έβαλαν στα δήθεν σύνορά τους και να μου παραδώσουν το ως άνω τμήμα του αγροτεμαχίου μου. Οι εναγόμενοι όμως δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόκλησή μου αυτή και συνεχίζουν την κατάληψη και κατοχή του ως άνω τμήματος του αγροτεμαχίου μου, ισχυριζόμενοι αναληθώς ότι είναι κύριοι, νομείς και κάτοχοι αυτού. Οι εναγόμενοι που κατέλαβαν αυθαίρετα και παράνομα το ως άνω τμήμα του ακινήτου μου, το κατέχουν αυτό μέχρι σήμερα, οι οποίοι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις μου αρνούνται να μου το αποδώσουν...". Επομένως, με τα παραπάνω ιστορούμενα, ακόμη και υπό την αγωγική παραδοχή ότι η ακυρότητα του προαναφερθέντος υπ' αριθ. …../2005 συμβολαίου, δυνάμει του οποίου έλαβε χώρα η μεταβίβαση στον ενάγοντα διαιρετού τμήματος, έκτασης 4.024,14 τ.μ. του υπ' αριθ. … κληροτεμαχίου (στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο εδαφικό τμήμα, εκτάσεως 2.057,40 τ.μ.), λόγω ανεπίτρεπτης κατάτμησης κληροτεμαχίου, θεραπεύτηκε κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 31 του ν. 4061/2012, και ότι η εν λόγω συμβολαιογραφική πράξη αποτελεί νομιζόμενο τίτλο για την κτήση της κυριότητας με τακτική χρησικτησία, δεν συμπληρώνεται στο πρόσωπο του ενάγοντος, η απαιτούμενη κατά νόμο για την κτήση της κυριότητας του επιδίκου τμήματος, έκτασης 2.057,14 τ.μ., με τακτική χρησικτησία, δεκαετής αυτού νομή, ενόψει του χρόνου καταρτίσεως του ως άνω συμβολαίου (3-11-2005) και του χρόνου αποβολής του ενάγοντος από το επίδικο τμήμα, εκτάσεως 2.057,14 τ.μ., που ο τελευταίος προσδιορίζει ότι έλαβε χώρα στις 11-9-2006. Ούτε δε, πολύ περισσότερο συμπληρώνεται εικοσαετής νομή στο πρόσωπο του ενάγοντος επί του επιδίκου για την κτήση αυτού με έκτακτη χρησικτησία, με βάση τα αναφερόμενα στην αγωγή, αφού ο ενάγων δεν μπορεί να προσμετρήσει στο χρόνο νομής του το χρόνο που οι δικαιοπάροχοί του κατείχαν το επίδικο ακίνητο. Και τούτο διότι, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η νομή του ακινήτου, εκτάσεως 4.024,14 τ.μ., διαιρετό τμήμα του υπ' αριθ. … κληροτεμαχίου της οριστικής διανομής του 1929, είχε παραδοθεί στον ενάγοντα στις 10-2-2000, δηλαδή πριν την κατάρτιση του υπ' αριθ. …./2005 συμβολαίου, δυνάμει ιδιωτικού συμφωνητικού πώλησης με τον δικαιοπάροχό του, Σ. Ν.. Στον δικαιοπάροχό του, Σ. Ν. η νομή του εν λόγω ακινήτου, εκτάσεως 4.024,14 τ.μ., διαιρετού τμήματος του ως άνω κληροτεμαχίου είχε παραδοθεί, όπως εκτίθεται στην αγωγή, λόγω άτυπης δωρεάς το έτος 1968 από τον πατέρα του Ε. Ν., ενώ στον τελευταίο είχε παραδοθεί η νομή λόγω άτυπης δωρεάς από τον πατέρα του, Δ. Ν., αρχικό κληρούχο το έτος 1940, στον τελευταίο δε, είχε περιέλθει το όλο κληροτεμάχιο, εκτάσεως 6.750,00 τ.μ. και επομένως και το ως άνω ακίνητο, ως τμήμα του κληροτεμαχίου. Ωστόσο πλην του αρχικού κληρούχου, Δ. Ν., στο όνομα του οποίου είχε εκδοθεί, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ο υπ' αριθ. …./1929 παραχωρητήριος τίτλος του Υπουργείου Γεωργίας, ουδείς μπορούσε να νέμεται το ακίνητο, εκτάσεως 4.024,14 τ.μ., νόμιμα, ήτοι με τα προσόντα και τις προϋποθέσεις της νομής που οδηγεί στην με χρησικτησία κτήση κυριότητας επ' αυτού. Ο φερόμενος ως δικαιοπάροχος του ενάγοντος Σ. Ν., στον οποίο, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, είχε παραχωρηθεί το έτος 1968, λόγω άτυπης δωρεάς, το ακίνητο, έκτασης 4.024,14 τ.μ., τμήμα του προαναφερόμενου κληροτεμαχίου, δεν μπορούσε να νέμεται νόμιμα (ήτοι δεν είχε αποκτήσει νομή τέτοια που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας με χρησικτησία) το τμήμα αυτό (4.024,14 τ.μ.), αφού.........., από την έναρξη ισχύος του ν. 431/1968 (23.5.1968) επιτρεπόταν μεν στους κατά την εποικιστική νομοθεσία γενικά κληρούχους, η, με δικαιοπραξία εν ζωή, εκποίηση ή οπωσδήποτε διάθεση των κάθε φύσεων κλήρων τους, τούτο όμως υπό τον περιορισμό της μη κατάτμησης των τεμαχίων της οριστικής διανομής, η απαγόρευση δε, της κατατμήσεως δεν αναφέρεται μόνο στον κατά κυριότητα τεμαχισμό του κληροτεμαχίου, αλλά και στον κατά νομή τεμαχισμό, αφού διαφορετικά η κατάτμηση θα επιτυγχανόταν ισοδυνάμως με την απόκτηση μία φορά της νομής του τμήματος του κληροτεμαχίου και την έκτοτε διαρκή προστασία της έναντι τρίτων. Αντίστοιχα δεν μπορούσε να ασκεί νομή υπό την παραπάνω έννοια, επί του τμήματος του κληροτεμαχίου, έκτασης 4.024,14 τ.μ. ούτε ο ενάγων από το έτος 2000, οπότε κατά τους ισχυρισμούς του μεταβιβάστηκε σε αυτόν δυνάμει ιδιωτικού συμφωνητικού το εν λόγω τμήμα του κληροτεμαχίου, αφού αυτό δεν είχε προκύψει ακόμη ως αυτοτελές ακίνητο, ώστε να μπορεί ελεύθερα να μεταβιβαστεί περαιτέρω και να είναι δεκτικό χρησικτησίας, καθώς δεν είχε ακόμη, εκδοθεί ο νόμος 4061/2012, με τον οποίο αυτοδίκαια θεραπεύτηκε η ακυρότητα του υπ' αριθ. …./2005 συμβολαίου, ήτοι η ακυρότητα που σχετίζεται με την παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 1 ΑΝ 431/1968, λόγω της κατάτμησης του υπ' αριθ. … κληροτεμαχίου. Ούτε όμως, μπορούσε να μεταβιβάσει το ακίνητο έκτασης 4.024,14 τ.μ. ο Δ. Ν., το έτος 1940, δηλαδή πριν την θέση σε ισχύ του α.ν. 431/1968, αφού αυτό δεν ήταν δεκτικό νομής και χρησικτησίας από άλλον. Πρέπει να σημειωθεί δε, ότι καίτοι ο εναγών ρητά εκθέτει στην αγωγή ότι αποβλήθηκε από τη νομή του επιδίκου εδαφικού τμήματος, εκτάσεως 2.057,14 τ.μ., στις 11-9-2006 και ότι έκτοτε το εν λόγω τμήμα κατέχουν οι εναγόμενοι, οι οποίοι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του, αρνούνται να του το αποδώσουν, εντούτοις στη συνέχεια εκθέτει ότι μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου 4061/2012, ο ίδιος τυγχάνει "πλασματικός νομέας" του επιδίκου τμήματος, από την κατάρτιση του ως άνω συμβολαίου, έστω και αν έχει αποβληθεί από τη νομή και ως τέτοιον τον αναγνωρίζει ο νόμος και ως εκ τούτου ότι τυγχάνει της προστασίας που ο νόμος παρέχει στους κυρίους και νομείς αγροτικών κλήρων. Οι εν λόγω αγωγικοί ισχυρισμοί δεν βρίσκουν έρεισμα στο νόμο, ο νόμος 4061/2012 δε, δεν παρέχει την προστασία που όριζε η αγροτική νομοθεσία για τους κυρίους και νομείς των αγροτικών ακινήτων, αφού κάτι τέτοιο δεν ορίζεται στο νόμο. Συγκεκριμένα, όπως ήδη εκτέθηκε ........., ο κατά τον αγροτικό νόμο αποκαθιστάμενος κληρούχος από της παραχωρήσεως σ' αυτόν συγκεκριμένου κλήρου και μέχρι την έναρξη της ισχύος του α.ν. 431/1968, και αν ακόμη δεν τον κατείχε πραγματικά, θεωρείτο κατά πλάσμα του νόμου ως μόνος καλής πίστεως νομέας αυτού και συνεπώς ο κλήρος που του παραχωρήθηκε ήταν ανεπίδεκτος χρησικτησίας από άλλον, το ίδιο δε πλάσμα ίσχυε και υπέρ των καθολικών διαδόχων του αρχικού κληρούχου. Επίσης από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του α.ν. 431/1988 προκύπτει ότι, μετά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού (23-5-1968), ο κατά την εποικιστική εν γένει νομοθεσία αποκατασταθείς κληρούχος και οι κληρονόμοι του δεν λογίζονταν κατά πλάσμα του νόμου νομείς του κλήρου αν δεν κατείχαν πράγματι αυτόν και συνεπώς ήταν δυνατή η χωρίς τη θέλησή τους κτήση από τρίτο της νομής ολόκληρου του κληροτεμαχίου, η οποία μπορούσε έτσι να οδηγήσει στην κτήση της κυριότητας αυτού με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, εφόσον συμπληρωνόταν ο απαιτούμενος για καθεμιά από αυτές χρόνος, υπό τον περιορισμό όμως σε κάθε περίπτωση να μη κατατέμνονται τα τεμάχια της οριστικής διανομής. Στην προκειμένη περίπτωση, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, στον ενάγοντα δεν παραχωρήθηκε ποτέ ολόκληρο το υπ' αριθ. … κληροτεμάχιο και επομένως ακόμη και υπό την ισχύ του Αγροτικού Κώδικα (β.δ. 29.10/6.12/1949 (Α 342) ο τελευταίος δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί κατά πλάσμα του νόμου ως ο μόνος καλής πίστεως νομέας του εν λόγω κληροτεμαχίου, ούτε όμως και θα μπορούσε να θεωρηθεί πλασματικός νομέας του τμήματος, έκτασης 4.024,14 τ.μ., του εν λόγω κληροτεμαχίου, αφού μόνος καλής πίστεως νομέας κατά πλάσμα νόμου ήταν ο αρχικός κληρούχος, Δ. Ν. επί ακέραιου του υπ' αριθ. κληροτεμαχίου. Εξάλλου, ήδη με το άρθρο 37 παρ. 1 περ. β του ν. 4061/2012 καταργήθηκε ο α.ν. 431/1968, χωρίς ωστόσο τούτο να επάγεται ότι από την κατάργηση αυτή, ο κληρούχος λογίζεται, κατά πλάσμα, νομέας ολόκληρου του κλήρου έστω και αν δεν τον κατέχει πραγματικά, δοθέντος μάλιστα ότι πριν την κατάργηση του α.ν. 431/1968, είχε καταργηθεί και η παρ. 2 του άρθρου 79 του Αγροτικού Κώδικα (σύμφωνα με το οποίο το ακίνητο που παραχωρείται ως κλήρος σε πρόσωπο δικαιούμενο αγροτικής αποκαταστάσεως θεωρείται από την παραχώρησή του ότι διατελεί κατά νόμο στην αποκλειστική καλόπιστη νομή του κληρούχου και αν ακόμη αυτός δεν έχει επιληφθεί της κατοχής του κλήρου) με το άρθρο 35 του ν. 3147/2003 (ΦΕΚ Α135/5.6.2003). Τέλος, και ανεξάρτητα από τα παραπάνω μετά την αυτοδίκαιη επικύρωση, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 31 του ν 4061/2012, της επικαλούμενης από τον ενάγοντα δικαιοπραξίας μεταβίβασης σ' αυτόν τμήματος του ως άνω κληροτεμαχίου, αυτό απώλεσε την ιδιότητά του αυτή δηλαδή του κληροτεμαχίου, με αποτέλεσμα, σε κάθε περίπτωση να μην ισχύουν για αυτό οι ρυθμίσεις του Αγροτικού Κώδικα και δη, οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί που προβλέπονται απ' αυτόν (Αγροτικό Κώδικα). Ως εκ περισσού πάντως αναφέρεται, ότι σε κάθε περίπτωση, με το άρθρο 37 παρ. 1 περ. ζ του νόμου 4061/2012 καταργήθηκε και το β.δ. 29.10/6.12/1949 (Α 342), όπως ίσχυε, ήτοι ο Αγροτικός Κώδικας, οπότε υπό καμιά εκδοχή δεν μπορεί ο ενάγων να θεωρηθεί "πλασματικός νομέας" ούτε του επιδίκου τμήματος, ούτε βέβαια του όλου κληροτεμαχίου, και τα αντίθετα υποστηριζόμενα είναι απορριπτέα. Περαιτέρω η ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 31 του ν. 4061/2012 που επιχειρεί ο εκκαλών με τον πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης, με τον οποίο, όπως εκτιμάται, ισχυρίζεται ότι εφόσον το υπ' αριθ. …./2005 πωλητήριο συμβόλαιο, κατ' εφαρμογή του παραπάνω άρθρου, είναι έγκυρο και ισχυρό, έγκυρες και ισχυρές καθίστανται οι αναφερόμενες σε αυτό όσο και στο περιεχόμενο της αγωγής πράξεις μεταβίβασης με άτυπες δωρεές από τον αρχικό κληρούχο Δ. Ν. προς τον υιό του Ε. Ν. και ακολούθως από αυτόν στον υιό του και άμεσο δικαιοπάροχό του, Σ. Ν., γιατί ο νομοθέτης ήθελε να προστατεύσει τους αγοραστές των γεωργικών κλήρων και να επιτευχθεί η ασφάλεια στις συναλλαγές, ώστε να μην υπάρχει καμία εκκρεμότητα ή αμφισβήτηση ως προς τις μεταβιβάσεις, δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στο γράμμα ούτε στο πνεύμα αυτού. Τούτο δε, γιατί ο νομοθέτης όρισε ρητά ποιες μεταβιβάσεις γεωργικών κλήρων, που πραγματοποιήθηκαν με πράξεις εν ζωή κατά παράβαση διατάξεων της αγροτικής νομοθεσίας για τους περιορισμούς μεταβιβάσεως των κλήρων αυτών, επικυρώνονται. Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 1, 2 και 5 του άρθρου 15 του Ν.Δ/τος 3958/1959, που διατηρήθηκαν διαδοχικά έκτοτε σε ισχύ με τα άρθρα 3 του Α.Ν. 431/1968, 2 του Ν.666/1977, 11 του Ν. 944/1979 και 18 παρ. 1 του Ν. 1664/1986, την 131875/21-11-1988 Απόφαση του Υπουργού Γεωργίας (ΦΕΚ 882/Β78-12-1988), τον Ν.3174/2003, τον Ν. 3399/2005 και στο οποίο άρθρο παραπέμπει το άρθρο 31 του νόμου 4061/2012, προκύπτει ότι οι μεταβιβάσεις γεωργικών κλήρων, που πραγματοποιήθηκαν με πράξεις εν ζωή κατά παράβαση διατάξεων της αγροτικής νομοθεσίας για τους περιορισμούς μεταβιβάσεως των κλήρων αυτών και επικυρώνονται, είναι αυτές που έγιναν με συμβολαιογραφικό έγγραφο καθώς και αυτές που έγιναν με ιδιωτικό έγγραφο που φέρει βέβαιη χρονολογία. Στις ίδιες διατάξεις ορίζεται και ο τρόπος επικύρωσης κάθε περίπτωσης και συγκεκριμένα, επικυρώνονται μεταβιβάσεις γεωργικών κλήρων, από τη δημοσίευση του προαναφερόμενου νομοθετικού διατάγματος (3458/1959), εφόσον έγιναν με δημόσιο έγγραφο και αφετέρου από τη δημοσίευση της επικυρωτικής απόφασης του κατά τόπον αρμοδίου Ειρηνοδίκη, η οποία μετά την τελεσιδικία της, αποτελεί τίτλο κυριότητας υποκείμενο σε μεταγραφή, εφόσον έγιναν με ιδιωτικό έγγραφο, που φέρει βέβαιη χρονολογία. Επισημαίνεται ότι από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι προκειμένου περί μεταβιβάσεως της κυριότητας αγροτικού κλήρου, η οποία έγινε κατά παράβαση το μεν των ανωτέρω διατάξεων του Αγροτικού Κώδικα, το δε των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 369 και 1192 επ. Α.Κ., δηλαδή με ιδιωτικό έγγραφο και όχι με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή αυτού, η απόφαση του Ειρηνοδίκη, με την οποία επικυρώνεται η εν λόγω μεταβίβαση, θεραπεύει μόνο τις θεσπιζόμενες από τον Αγροτικό Κώδικα όχι, όμως και τις πέραν τούτων λοιπές ακυρότητες, όπως την ακυρότητα από την έλλειψη της κυριότητας του πωλητή επί του μεταβιβασθέντος ακινήτου ή από την έλλειψη αφενός μεν του νομίμου τίτλου (συμβολαιογραφικού εγγράφου), αφετέρου δε της μεταγραφής του και ως εκ τούτου η επικύρωση δεν συνεπάγεται τη μεταβίβαση έκτοτε κατά τρόπο παράγωγο της κυριότητας του γεωργικού κλήρου και δεν καθιστά το ιδιωτικό αυτό έγγραφο νόμιμο τίτλο για την αφετηρίαση της χρησικτησίας, αλλά προσδίδει όμως στην άσκηση νομής με βάση αυτό στον κλήρο από τον αγοραστή το χαρακτήρα της καλόπιστα ασκούμενης νομής. Υπό τα παραπάνω εκτιθέμενα σαφές καθίσταται ότι σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να χωρήσει η ερμηνεία που ο εκκαλών επιχειρεί να προσδώσει στις ως άνω διατάξεις και επομένως οι άτυπες δωρεές που διηγηματικά αναφέρονται στο υπ' αριθ. …/2005 συμβόλαιο ουδόλως έχουν επικυρωθεί από μόνο το γεγονός αυτό. Εξάλλου με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης ο εκκαλών μέμφεται την εκκαλουμένη για εσφαλμένη εφαρμογή του παραπάνω άρθρου (31 του ν. 4061/2012), επικαλούμενος, ειδικότερα ότι η συλλήβδην κατάργηση του Α.Ν. 431/1968 με το άρθρο 37 του ν. 4061/2012, συνεπάγεται και την αναδρομική άρση της απαγόρευσης νομής, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας επί τμήματος κληροτεμαχίου, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον, με το άρθ. 2 του Α.Κ. που ορίζει ότι ο νόμος ορίζει για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ, προβλέπεται η γενική αρχή ότι ο νόμος ρυθμίζει τις από της ισχύος αυτού και εφεξής γεννώμενες έννομες σχέσεις, ενώ η ρύθμιση των προ αυτού τοιούτων εξακολουθεί να ανήκει στο νόμο υπό την ισχύ του οποίου παρήχθησαν .......είναι δε διάφορο το ζήτημα της δυνατότητας να δοθεί αναδρομική δύναμη στο νόμο, ρητώς ή σιωπηρώς, με μόνο περιορισμό τη μη προσβολή συνταγματικώς προστατευομένων δικαιωμάτων ....... περίπτωση πάντως που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Ούτε εξάλλου τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 1049 ΑΚ, όπως ο εκκαλών εσφαλμένα υπολαμβάνει με το δεύτερο λόγο της έφεσής του, αφού στην προκειμένη περίπτωση το νόμιμο της υπό κρίση αγωγής συνέχεται με το αν ο ενάγων, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή του έχει καταστεί κύριος του επιδίκου ακινήτου με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, και όχι αν τυχόν έχει επέλθει διακοπή της χρησικτησίας των εναγομένων, συνεπεία εγέρσεως αγωγής κατά αυτών εκ μέρους του ενάγοντος και επομένως ο σχετικός λόγος έφεσης είναι απορριπτέος. Κατ' ακολουθία των παραπάνω η αγωγή στο σύνολό της ήταν μη νόμιμη". Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε καθ' όσον, υπό τα εκτιθέμενα και συγκροτούντα την ιστορική βάση αυτής πραγματικά περιστατικά, δεν συνέτρεχαν σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους.
Συνεπώς οι εκ του αριθμ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγοι αναίρεσης (1ος, 2ος και 3ος) με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες της ευθείας παράβασης των παραπάνω ουσιαστικών διατάξεων είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Ο από το άρθρο 559 αρ.19 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως προϋποθέτει ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και ελλείψεις ή ασάφειες στη διατύπωση της ελάσσονας πρότασης της προσβαλλόμενης αποφάσεως σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Επομένως ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε την αγωγή ή την αίτηση ως μη νόμιμη ή απαράδεκτη (Ολ. ΑΠ 44/1990, Α.Π. 101/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η εκ του αριθ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια συνισταμένη στο ότι με ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες κατέληξε στο αρνητικό γι' αυτόν πόρισμα. Ο παραπάνω λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, για το λόγο ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση η αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, χωρίς το δικαστήριο να προχωρήσει στην ουσιαστική έρευνα της υποθέσεως, αναγκαία προϋπόθεση για τον από το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ. λόγο αναιρέσεως. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 106, 335 και 338 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι "πράγματα" κατά την έννοια της διάταξης αυτής (559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ.) που προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν των οποίων η λήψη ή μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο ιδρύει τον προβλεπόμενο από αυτή λόγο αναιρέσεως, θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα, ως ουσιώδεις ισχυρισμοί, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης. Αντιθέτως δεν θεωρούνται "πράγματα" κατά την προαναφερθείσα έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις των πιο πάνω ισχυρισμών, ούτε οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγος εφέσεως, όπως και οι νομικοί ισχυρισμοί ή η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων, αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί, αφού οι τελευταίοι δεν είναι ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης (ΑΠ 76/2016). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψιν, πράγματα που προτάθηκαν, και συγκεκριμένα την δήλωση- ομολογία του δευτέρου των αναιρεσιβλήτων ότι ουδέν διεκδικεί επί του επιδίκου ακινήτου. Ο υπό κρίση λόγος έτσι διατυπωμένος είναι απαράδεκτος, και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι ο φερόμενος ως μη ληφθείς υπόψη πραγματικός ισχυρισμός δεν αποτελεί "πράγμα", κατά την έννοια της προαναφερόμενης διάταξης.
Περαιτέρω κατά το άρθρο 559 αρ.9 περ.γ' Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση" κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας, υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή της που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης. Τέτοια αίτηση είναι ιδίως η της αγωγής, της ανταγωγής, της κύριας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, της ανακοπής, της τριτανακοπής και κάθε ένδικου μέσου. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι άφησε αδίκαστο αίτημα της αγωγής, καθώς κρίνοντας αόριστα, ουδέν διέλαβε, άλλως απέρριψε την ένσταση των αναιρεσιβλήτων περί ιδίας κυριότητας, χωρίς όμως να αποφαίνεται σε ποιον ανήκει τελικώς κατά κυριότητα το επίδικο τμήμα. Και ο λόγος αυτός όπως είναι διατυπωμένος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, καθώς δεν καθορίζεται στο αναιρετήριο ποια αίτηση που υποβλήθηκε παραδεκτώς και νομίμως έμεινε αδίκαστη, παρεκτός του ότι είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, για το λόγο ότι η αγωγή του αναιρεσείοντος με μοναδικό αίτημα την αναγνώριση της κυριότητάς του επί του επίδικου εδαφικού τμήματος και την υποχρέωση των εναγομένων να του αποδώσουν την νομή του, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη με την ανωτέρω αιτιολογία, χωρίς το Δικαστήριο να υπεισέλθει σε περαιτέρω έρευνα των επί της ουσίας της υποθέσεως ισχυρισμών των διαδίκων. VΙ) Συνακόλουθα και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ.232/2021 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων, ως ηττηθείς διάδικος, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το σχετικό αίτημά τους (άρθρα 176,183,191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) σύμφωνα με τα οριζόμενα στον διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 5-7-2023 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 232/2021 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθεί το κατατεθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2025.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου 2025.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή