
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 800 / 2025    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 800/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αγάπη Τζουλιαδάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιφιγένεια Ματσούκα, Φωτεινή Μηλιώνη, Ευαγγελία Στεργίου, Αναστασία Καραμανίδου-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2025, με την παρουσία και του γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Χριστίνα Γιωτοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Ε. Χ. του Ε. και Μ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-5-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 115/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 83/2009 του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζήτησε το ήδη αναιρεσείον με την από 21-3-2012 αίτησή του.
Εκδόθηκε η 1411/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την ως άνω εφετειακή απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκασή της στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Εκδόθηκε η 82/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 10-10-2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσείον, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.- Από τις διατάξεις του άρθρου 576 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος εξετάζει ποιός επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο διάδικος που απουσιάζει, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, ερευνάται αν ο διάδικος, ο οποίος δεν εμφανίστηκε ή, αν και εμφανίστηκε, δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση. Στην περίπτωση που δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί (ΑΠ 1351/2023, ΑΠ 1762/2022, ΑΠ 1182/2021). Στην κρινόμενη υπόθεση, από την προσκομιζόμενη από το αναιρεσείον με αριθ. ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Π. Π., αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 10-10-2018 ένδικης αίτησης αναίρεσης, με πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου περί ορισμού του Γ' τμήματος ως αρμοδίου για την εκδίκαση αυτής, πράξη του Προέδρου του Γ' Τμήματος περί ορισμού α) της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας δικασίμου προς συζήτηση της αίτησης και β) προθεσμίας κοινοποίησης αυτής εξήντα (60) ημέρες πριν την δικάσιμο και κλήση για συζήτηση, επιδόθηκε νόμιμα (128 ΚΠολΔ) με επιμέλεια του αναιρεσείοντος στον αναιρεσίβλητο, ο οποίος όμως δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο αυτή, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο πινάκιο και γι' αυτό θα πρέπει το δικαστήριο να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, παρά την απουσία του, δικάζοντας σαν να ήταν και αυτός παρών. Με την από 10-10-2018 και με αρ. κατάθ. ... αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αρ. 82/2018 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και η οποία δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ ουσίαν την από 3-10-2007 έφεση που άσκησε το εκκαλούν -εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον κατά της με αρ. 115/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, που είχε δεχθεί την αγωγή του αναιρεσιβλήτου ως κατ ουσίαν βάσιμη. Επί της προαναφερόμενης έφεσης εκδόθηκε αρχικά η με αρ. 83/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου, με την οποία απορρίφθηκε αυτή (έφεση), μετά δε την άσκηση αναίρεσης κατά της ως άνω απόφασης, με την με αρ. 1411/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε η ως άνω τελεσίδικη απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο το οποίο εξέδωσε την αναιρεσιβαλομένη απόφαση.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 564 παρ. 1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν ο αναιρεσείων διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της άσκησης αίτησης αναίρεσης είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επόμενη ημέρα μετά την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης τελειώνει δε κατά τη λήξη του ωραρίου των δικαστικών υπηρεσιών την τριακοστή ημέρα ή, αν αυτή είναι κατά νόμο εξαιρετέα, την ίδια ώρα της επόμενης μη εξαιρετέας ημέρας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 11 του διατάγματος της 26- 6/10.7.1944 "Περί δικών του Δημοσίου", σε όλες τις δίκες του Δημοσίου δεν τρέχει ουδεμία, απολύτως, προθεσμία σε βάρος αυτού κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών. Αυτό ισχύει, ρητώς, και για την άσκηση οιουδήποτε ενδίκου μέσου, ήτοι και για την άσκηση αίτησης αναίρεσης, με τη ρητή, επίσης, διευκρίνιση ότι και η προθεσμία, που τυχόν άρχισε πριν από τις δικαστικές διακοπές, αναστέλλεται κατά τη διάρκειά τους. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 2 του ΚΟΔΚαΔΛ (ν. 1756/1988), οι δικαστικές διακοπές αρχίζουν την 1η Ιουλίου και διαρκούν μέχρι την 15η Σεπτεμβρίου κάθε έτους (ΑΠ 1135/2023, ΑΠ 347/2021, ΑΠ 1337/2014). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση επιδόθηκε στο αναιρεσείον στις 17-7-2018, όπως προκύπτει από την σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Γ. Π. επί του προσκομισθέντος από το αναιρεσείον ακριβούς αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης και η ασκηθείσα από μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, από 10-10-2018 και με αριθμ. κατάθεσης ... αίτηση αναίρεσης, κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στις 12 Οκτωβρίου του 2018 . Επομένως η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (μη υπολογιζομένου του χρονικού διαστήματος των δικαστικών διακοπών) εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 564 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 1, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ. Είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
2.- Κατά το άρθρο 1 του νόμου της 7ης Ραμαζάν 1274(1856), οι γαίες στο Οθωμανικό Κράτος διαιρούνταν σε πέντε κατηγορίες: α) τις γαίες καθαρής κυριότητας (εραζίτ μεμλουκέ), δηλαδή γαίες εξουσιαζόμενες λόγω κυριότητας, β) τις δημόσιες γαίες (εραζίτ μιριγέ), γ) τις αφιερωμένες γαίες (εραζίτ μεβκουφέ), δ) τις εγκαταλελειμμένες γαίες (εραζίτ μετρουκέ) και ε)τις νεκρές γαίες (εραζίτ μεβάτ). Στο οθωμανικό κράτος ολόκληρη η γη ήταν δημόσια εκτός από τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας που καθορίζονται στο άρθρο 2 του ως άνω νόμου της 7ης Ραμαζάν και που παραχωρούνταν κατά κυριότητα σε ιδιώτες με αυτοκρατορικά (σουλτανικά) φιρμάνια (διατάγματα), ενώ δεν χωρούσε κατάλυση του χαρακτήρα της δημόσιας γης με κτητική παραγραφή (άρθρο 1248 ΟθΝπΓαιών). Μετά την απελευθέρωση με τις διατάξεις των πρωτοκόλλων της 3.2.1830 "περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος", τα ερμηνευτικά του εν λόγω πρωτοκόλλου κείμενα των τριών προστάτιδων δυνάμεων από 4.6.1830, 19.6.1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου, καθώς και την από 3.7.1832 συνθήκη της Κωνσταντινούπολης το Ελληνικό Δημόσιο υπεισήλθε ως διάδοχος στα δικαιώματα του Οθωμανικού Δημοσίου επί της γης. Έτσι οι δημόσιες γαίες και όσες άλλες ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο κατά τον ως άνω οθωμανικό νόμο περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς όμως από την διαδοχή αυτή να θιγούν τα αποκτηθέντα έως τότε εμπράγματα δικαιώματα των ιδιωτών επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) και τα αποκτηθέντα κατά τον ίδιο οθωμανικό νόμο δικαιώματα εξουσίασης (τεσσαρούφ) επί των δημοσίων γαιών. Το ελληνικό Δημόσιο με τις παραπάνω ρυθμίσεις απέκτησε δυνάμει δικαιώματος πολέμου με αμάχητο τεκμήριο μόνον την κυριότητα εκείνων των ιδιοκτήτων γαιών, οι οποίες κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του έτους 1821 έως την 3.2.1830 είτε εγκαταλείφθηκαν από τους απελθόντες στο εξωτερικό οθωμανούς κυρίους τους και καταλήφθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο, είτε δημεύθηκαν από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η διαδοχή του Ελληνικού Δημοσίου στο Τουρκικό Δημόσιο "δικαιώματι πολέμου" αφορά και τις νήσους του Αιγαίου, με τη ρητή αναφορά στο σχετικό κείμενο του πρακτικού (αρ. 3) και στο προηγούμενο πρωτόκολλο της 10/22.3.1829 με τον παράτιτλο "Οριοθεσία της Στερεάς και των νήσων", διαλαμβάνοντας "Αι παρακείμενοι εις την Πελοπόννησον νήσοι, η Εύβοια και αι κοινώς καλούμεναι Κυκλάδες θέλουν αποτελεί ωσαύτως μέρος του Κράτους". Όμως οι διατάξεις των ως άνω πρωτοκόλλων της 3-22/1.2.1830 "περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος", τα ερμηνευτικά του εν λόγω πρωτοκόλλου κείμενα των τριών προστάτιδων δυνάμεων από 4/16.6.1830 και 1/7 (19-8) 1830, και η από 3.7.1832 συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, δια των οποίων περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, δικαιώματι πολέμου, οι αναφερόμενες σε αυτά γαίες, δεν έθιξαν τα εμπράγματα δικαιώματα των ιδιωτών, τα οποία είχαν αποκτηθεί επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας ("μούλκια") και τα δικαιώματα εξουσίασης ("τεσσαρούφ") τα οποία είχαν αποκτηθεί επί των δημοσίων γαιών σύμφωνα με το Οθωμανικό δίκαιο. Λόγοι ιστορικής ιδιαιτερότητας διαμόρφωσαν ιδιαίτερο νομικό και ιδιοκτησιακό καθεστώς στις Κυκλάδες. Και τούτο διότι τα νησιά αυτά, υπαχθέντα υπό την Οθωμανική κυριαρχία ειρηνικά κατόπιν συνθηκών συναφθεισών μεταξύ των μέχρι τότε Γενουατών ή Ενετών κατακτητών τους αφενός και του Σουλτάνου αφετέρου, δεν θεωρήθηκαν περιελθόντα στον Σουλτάνο, αλλά οι γαίες των νησιών αυτών, χαρακτηρίσθηκαν κατά τον ιερό μουσουλμανικό νόμο ως ιδιωτικές ανήκουσες στην κατά τα άρθρα 1 και 2 του από 7ης Ραμαζάν έτους 1274 Οθωμανικού νόμου "περί γαιών" κατηγορία των καθαρής ιδιοκτησίας ακινήτων, τα οποία εξακολούθησαν εξουσιαζόμενα υπό των μέχρι τότε κυρίων αυτών και δη κατά πλήρη κυριότητα, υπό τον όρο όμως καταβολής εγγείου φόρου. Κατά συνέπεια, τα ακίνητα των νήσων αυτών μη εξουσιαζόμενα πριν από την επανάσταση από τον σουλτάνο ουδέ κατεχόμενα από οθωμανούς ιδιώτες, δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου και δυνάμει των περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της από 7.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης (ΑΠ 23/2021, ΑΠ 27/2019). Τούτο, όμως, συμβαίνει εφόσον πρόκειται περί γαιών καθαρής ιδιοκτησίας, ενώ και για τα νησιά των Κυκλάδων, σύμφωνα με τα ως άνω Πρωτόκολλα του Λονδίνου και τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, για εκτάσεις που αφορούσαν στα δάση, τους αιγιαλούς, τα κοινόχρηστα, τις βοσκές και τις εκτάσεις που λόγω της μορφής τους δεν εξουσιάζονταν από κανένα, μετά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, κατέστη κύριος αυτών το Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους δικαιώματι πολέμου. Και τούτο διότι οι εκτάσεις αυτές παρέμειναν προσδιορισμένες κατά την ταυτότητά τους ως τμήμα της χώρας του Οθωμανικού Κράτους και οι οποίες ουδέποτε εξουσιάστηκαν από ορισμένο πρόσωπο, αλλά υπάγονταν στην απόλυτη εξουσία του κράτους αυτού. Μετά δε την Επανάσταση του 1821 και τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους δια των προαναφερομένων Πρωτοκόλλων και Συνθήκης, οπότε προσδιορίσθηκε η χώρα του Ελληνικού Κράτους, των ακινήτων αυτών κατέστη κύριο το Ελληνικό Κράτος, χωρίς καμιά αποζημίωση. Η νομική αυτή παραδοχή επιβεβαιώνεται από το Πρωτόκολλο της 4/16Ιουνίου 1830, στο κείμενο του οποίου ορίζεται ότι τα κτήματα υπό το όνομα "Βακούφια" και όσα δεν είναι ιδιωτικά, αλλά εκκλησιαστικά ή δημόσια υπό το Οθωμανικό σύστημα θα ανήκουν αυτοδικαίως στην Κυβέρνηση της Ελλάδος (Ολ ΑΠ 1/2013, ΑΠ 241/2021, ΑΠ 1228/2020, ΑΠ 749/2019, ΑΠ 27/2019). Για τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε το πρώτον το έτος 1837, ότι ανήκουν στο Δημόσιο, με το άρθρο 16 του ν. της 21.6/10.7.1837 "περί διακρίσεως κτημάτων", με το οποίο ορίσθηκε ότι "όλα τα παρ' ιδιωτών ή κοινοτήτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα, καθώς και τα των ακλήρων αποθανόντων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένοι απαιτήσεις, ανήκουν στο Δημόσιο". Στη συνέχεια η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1539/1938 και μετά την ισχύ του ΑΚ με το άρθρο 972 αυτού. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντορωμαϊκού δικαίου των ν. 1,23 Πανδ. (47,1), Εισ. 47 (2.1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, ήτοι των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του ν. 21.6/10.7.1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψης του πράγματος, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραίτησης από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ (ΑΠ 974/2008). Περαιτέρω, επί δημοσίων κτημάτων όπως είναι και τα δάση, τα οποία είναι εθνικά, εκτός των διαλαμβανομένων στα άρθρα 1 και 2 του από 17-11/1-12-1836 Β. Δ/τος, τα οποία θεωρούνται ως ιδιωτικά, υπό τις στο άρθρο 3 του εν λόγω Β. Δ/τος προϋποθέσεις ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη, με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις έχουσες εφαρμογή, κατ' άρθρο 51 Εισ.ΝΑΚ, για τον προ της ενάρξεως ισχύος του Α.Κ. χρόνο, διατάξεις του ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), ν 9 παρ. 1 Πανδ. (50, 14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν.6 Πανδ. (44.3), ν.76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν.7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), δηλαδή κατόπιν ασκήσεως νομής, πάνω στο δημόσιο κτήμα με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 20 παρ. 12 Πανδ. (5.8), ν.27 Πανδ. (18.1), ν. 10, 17 της 48 Πανδ. (41.3), ν.3 Πανδ.(41.10) της ν. 109 Πανδ. (50.16), καθώς και με διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε να συνυπολογίσει στο χρόνο της ιδικής του νομής και εκείνο του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει, με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία (βλ. και τις διατάξεις του ν. 18, 24 παρ. 1 Πανδ. (41.3), παρ. 9 Εισηγ. (2.6), ν.2 Κωδ. (7.30), Βασ. (50.10). Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με το μεταγενέστερο νόμο της 21-6/3-7-1837 "περί διακρίσεως κτημάτων", στο άρθρο 21 του οποίου ορίζεται ότι "ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων πραγμάτων, εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω περιεχόμενοι διατάξεις" επομένως και οι προαναφερόμενες διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του άνω νόμου της 21-6/3-7-1837 "περί διακρίσεως κτημάτων" συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα εφόσον η τριακονταετής νομή αυτών, κατά τις διατάξεις των ν.8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), Βασ.9 παρ. 1 (50.14) είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11 Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του νόμου ΔΞΗ71912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου" που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 12-9-1915 μέχρι και τη 16-5-1926 και αφ' ετέρου του άρθρου 21 του ν.δ. της 22-4/16-5-1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ" που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν. ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων" διατηρηθέντων σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. με το άρθρο 53 ΕισΝ αυτού, με τις οποίες διατάξεις ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του άρα και η χρησικτησία πάνω σ' αυτά. Επίσης κατά το άρθρο 1 του Β.Δ. της15-12-1833 "περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834", που έχει ισχύ νόμου, όλα τα λιβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί) εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν επί των ως άνω γαιών σε όλη την ελληνική επικράτεια και επομένως και σε αυτές που δεν ανήκαν σε ιδιώτες και είχαν καταληφθεί από το Ελληνικό Δημόσιο στις Κυκλάδες, δεν καθιστά όμως ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά .Η έννοια αυτή προκύπτει και από: α) το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. ΚΘ' της 31-1/18-2-1864, κατά το οποίο το Δημόσιο και οι Κοινότητες διατηρούν τα δικαιώματα που είχαν επί των αμφισβητουμένων λιβαδιών άνευ βλάβης των αποκτηθέντων δικαιωμάτων από τρίτους, καθώς και β) από το άρθρο 3 του ν. ΨΗΖ71880, κατά το οποίο, οι Κοινότητες, ως προς τα κοινοτικά λιβάδια, διατηρούν απέναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκοτόπων, επί των οποίων εγένοντο μέχρι το 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις περί κτήσεως κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21-6/3-7-1837, 21 του ν.δ. της 22-4/18-5-1926, 60 του ν. ΣΟΖ'/1855 και 12 παρ. 1 του ν. ΔΝΖ'/1912 προκύπτει, ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας επί βοσκοτόπων, εθνικών ή μη, και από ιδιώτες, εφόσον αυτοί τους νέμονταν με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και την 11 Σεπτεμβρίου 1915. Εξάλλου επί συμπληρωθείσης ως άνω μέχρι και την 11-9-1915 έκτακτης χρησικτησίας δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν νόμιμη επιρροή επί της δι' αυτής κτηθείσας κυριότητας οι μεταγενέστερες διατάξεις του άρθρου 117 του ν. 3077/1924 "περί δασικού Κώδικος", και του άρθρου 215 του ν. 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν από το άρθρο 37 του αν. ν. 1539/1938 και το άρθρο 16 του αν.ν. 192/1946 και επαναλήφθηκαν στο άρθρο 58 του ν.δ. 86/1969 "περί Δασικού Κώδικος" με τις οποίες ορίζεται ότι επί των δημοσίων εν γένει δασών θεωρείται νομεύς το Δημόσιον, έστω και αν δεν ενήργησε επ' αυτών καμία πράξη νομής και ότι μόνη η βοσκή επί δημοσίων δασών κλπ ουδέποτε θεωρείται ως πράξη νομής ή οιονεί νομής. (ΑΠ 591/2024, ΑΠ 702/2023, ΑΠ 246/2023, ΑΠ 1840/2017). Περαιτέρω κατά το άρθρο 62 §1 εδ. β' του ν. 998/1979 "περί των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας", όπως ίσχυε τον κρίσιμο χρόνο, το κατά την §1 εδ. α' του ίδιου άρθρου τεκμήριο κυριότητας υπέρ του δημοσίου επί των δασών και εν γένει δασικών εκτάσεων " δεν ισχύει στις περιφέρειες των Πρωτοδικείων των Ιονίων Νήσων, της Κρήτης και των Νομών Λέσβου, Σάμου, Χίου και Κυκλάδων, των νήσων Κυθήρων, Αντικυθήρων ". Με τη διάταξη αυτή καθιερώθηκε νομοθετικώς η μόνη και ορθή (ΑΠ 340/1985) ερμηνευτική άποψη για τη νομική θέση δασών στις άνω περιοχές, κατά την οποία το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει δικαίωμα στα δάση αυτών των περιοχών και δεν ισχύει στην περίπτωση αυτή το τεκμήριο κυριότητας του δημοσίου επί των δασών που προβλέπεται στο από 11/1-11-1836 β.δ. "περί ιδιωτικών δασών" ούτε δε επί χορτολιβαδικών εκτάσεων (ΑΠ 702/2023, ΑΠ 1182/2018), με αποτέλεσμα, προκειμένου περί δασών που βρίσκονται στις εν λόγω περιοχές ή δασικών ή χορτολιβαδικών εκτάσεων , μόνη η επίκληση από το δημόσιο και απόδειξη της δασικής μορφής της διεκδικούμενης έκτασης να μην αρκεί για τη θεμελίωση του δικαιώματος κυριότητάς του σ' αυτήν, αλλά (να) πρέπει το δημόσιο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να επικαλείται και να αποδεικνύει ότι έγινε κύριο με οποιονδήποτε από τους τρόπους που προβλέπονται από τον Αστικό Κώδικα, μετά την 23-2-1946, ή τυχόν ειδικούς νόμους. Τούτο διότι οι ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν αμέσως παραπάνω, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος-ιδιώτη και όχι αιτιολογημένη άρνηση μιας τέτοιας αγωγής. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση των ισχυρισμών (ενστάσεων) αυτών, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο (ΑΠ 591/2024, ΑΠ 1866/2023, ΑΠ 702/203, ΑΠ 246/2023, ΑΠ 284/2021,ΑΠ 419/2020, ΑΠ 1228/2020, ΑΠ 984/2017). Περαιτέρω κατά το άρθρο 1045 του Α.Κ. για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί μία συνεχή εικοσαετία. Νομέας κατά το άρθρο 974 του ίδιου κώδικα είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο ακίνητο, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερόμενων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο, κατά την κοινή αντίληψη, με βάση τα συγκεκριμένα, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά. Ο διάδικος που προβάλλει χρησικτησία, πρέπει να επικαλεστεί τη νομή και να καθορίσει, συγχρόνως, τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχτούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η οριοθέτηση, η περιμάνδρωση, η περιτοίχιση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του κτλ χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επιμέρους πράξεων μέσα στον χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 591/2024, ΑΠ 246/2023, ΑΠ 23/2020, ΑΠ 1079/2019). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, επιτρέπεται, αν το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε εσφαλμένα τον κανόνα αυτό, του προσέδωσε δηλαδή έννοια διαφορετική από την αληθινή ή δεν τον εφάρμοσε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή τον εφάρμοσε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, απαιτώντας περισσότερα ή αρκούμενο σε λιγότερα, αντίστοιχα, στοιχεία από όσα αξιώνει ο νόμος για την εφαρμογή του ή αν τον εφάρμοσε εσφαλμένα (Ολ,ΑΠ 7/2006). Αν το δικαστήριο απεφάνθη για την ουσία της υπόθεσης, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται βάσει των πραγματικών περιστατικών που ανέλεγκτα δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο παραπάνω λόγος, αν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν, δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή αν δεν τον εφάρμοσε, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.Α.Π. 4/2018, ΑΠ 702/2023, ΑΠ 148/2020 ΑΠ 50/2020). Κατά το άρθρο 559 αρ. 13 του ΚΠολΔ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου, αναφορικά με το ρυθμιζόμενο στη διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ βάρος της απόδειξης, με την οποία (διάταξη) κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Το βάρος της απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει τον διάδικο στον οποίο το δικαστήριο με παρεμπίπτουσα, περί απόδειξης απόφαση, θα επιβάλλει την ευθύνη προσκομιδής των αποδεικτικών μέσων, προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής απόφασης. Το αντικειμενικό βάρος προσδιορίζει τον διάδικο που φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή, ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων επέλευσης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού, του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας, διαδίκου, στοιχειοθετεί τον παρόντα λόγο αναίρεσης. Ειδικότερα, εσφαλμένη επιβολή του αντικειμενικού βάρους υπάρχει όταν το δικαστήριο από τις προσαχθείσες αποδείξεις δεν σχηματίζει την δικανική πεποίθηση που απαιτεί ο νόμος για την παραδοχή ορισμένου αιτήματος, δηλαδή, αμφιβάλλει για την ουσιαστική βασιμότητα κάποιου ισχυρισμού, που κατά νόμο θεμελιώνει το αίτημα της αγωγής, ένστασης κλπ και που οφείλει να αποδείξει ο υποβαλών το αίτημα διάδικος, οπότε το δικαστήριο θα έπρεπε να απορρίψει το σχετικό αίτημα. Εάν δεν το απορρίψει υποπίπτει στη νομική πλημμέλεια της ανωτέρω διάταξης (ΑΠ 1866/2023, ΑΠ 419/2020, ΑΠ 148/2016). Κατά την έννοια δε του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ., λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (Ολ.Α.Π. 12-13/1995). Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν ιδρύεται όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση, ή στάθμιση, ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την εφαρμογή της εφαρμοσθείσας στη συγκεκριμένη περίπτωση ουσιαστικής διατάξεως, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας της (ΑΠ 419/2020, ΑΠ 695/2018). Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ., κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες έγγραφα κλπ.), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 338 έως 340 ΚΠολΔ., υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη με το αποδεικτικό μέσο, ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης, επιδρά δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (Ολ.Α.Π.2/2008). Καμιά, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (Α.Π.24/2015). Όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν ιδρύεται όταν το Δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι αυτό έχει, διότι με την αίτηση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ.) (ΑΠ 759/2024, ΑΠ 1276/2023, ΑΠ 695/2018). Κατά το άρθρο 559 αριθ.18 Κ.Πολ.Δ. δημιουργείται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο της παραπομπής δεν συμμορφώθηκε προς την αναιρετική απόφαση. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε κάθε παράλειψη του δικαστηρίου της παραπομπής να συμμορφωθεί με το κριθέν από την αναιρετική απόφαση νομικό ζήτημα, που μπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό είτε στο δικονομικό δίκαιο (Α.Π. 319/2012). Αν η αναιρετική απόφαση αναιρεί την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη νομίμου βάσεως (άρθρο 559 αριθ.19 Κ.Πολ.Δ.) και ειδικότερα για το λόγο ότι τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από αυτήν, λόγω της ανεπάρκειας ή αντιφατικότητας των αιτιολογιών της, δεν καθιστούν δυνατή την υπαγωγή τους στον εφαρμοζόμενο κανόνα δικαίου, δεν επιλύεται νομικό ζήτημα προς το οποίο θα υποχρεούτο να συμμορφωθεί το δικαστήριο της παραπομπής ιδρυομένου άλλως του λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ.18 Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 319/2023, ΑΠ 1882/2023, ΑΠ 739/2022, ΑΠ 501/2018, ΑΠ 1092/2015, ΑΠ 422/2014, ΑΠ 1843/2008). 3.-Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος με την από 19-5-2006 αγωγή του που είχε εγείρει κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, εκθέτοντας ότι κατέστη κύριος των λεπτομερώς περιγραφομένων ακινήτων που βρίσκονται στον Δήμο Πάρου στη θέση "..." του Δημοτικού Διαμερίσματος ..., με παράγωγο αλλά και με πρωτότυπο τρόπο ασκώντας διακατοχικές πράξεις νομής διανοία κυρίου τόσο ο ίδιος όσο και οι απώτεροι και απώτατοι δικαιοπάροχοί του επί 150 έτη χωρίς να ενοχληθούν από κανέναν και ότι το εναγόμενο αμφισβητεί την επ' αυτών κυριότητά του, ζήτησε να αναγνωρισθεί αποκλειστικός κύριος ενός αγροκτήματος εκτάσεως 15.110 τ.μ. και ενός αγροκτήματος εκτάσεως 7.020 τ.μ. . Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αρ. 115/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, που δέχθηκε την αγωγή ως κατ ουσίαν βάσιμη και κατόπιν άσκησης έφεσης από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, εκδόθηκε αρχικά η με αρ. 83/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου, με την οποία απορρίφθηκε αυτή (έφεση) κατ ουσίαν. Κατά της απόφασης του Εφετείου, το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την από 21-3-2012 αναίρεση και με την με αρ. 1411/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε η ως άνω τελεσίδικη απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο το οποίο εξέδωσε την αναιρεσιβαλομένη απόφαση με την οποία, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του (άρθρο 561 αρ. 1 ΚΠολΔ), έγιναν δεκτά τα ακόλουθα : "Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, τις αεροφωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται και από όλα ανεξαιρέτως τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα (άρθρο 339 σε συνδυασμό με το άρθρο 395 του Κ.Πολ.Δ.) προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για ορισμένα από τα οποία (νομίμως προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα) γίνεται ακολούθως ειδική μνεία, χωρίς όμως, η ρητή αναφορά των εν λόγω εγγράφων, να προσδίδει σ' αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά: Τα επίδικα ακίνητα είναι δύο αγροτεμάχια, που βρίσκονται στη θέση "..." της περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος ... του Δήμου Πάρου, εμφαίνονται στο από 8-8-2001 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Σ. Ρ., το οποίο προσαρτάται στην υπ' αρ. πρωτ: ... πράξη χαρακτηρισμού της Διεύθυνσης Δασών Ν. Κυκλάδων, Α) το πρώτο εξ αυτών με περιμετρικά στοιχεία Γ'-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ- Θ'-Ι-Π-Ρ-Γ', έχει εμβαδόν 15.110 τ.μ και συνορεύει βόρεια επί πλευράς Γ'-Δ μήκους 128,60 μ., με ιδιοκτησία Α. Λ., βορειοανατολικά επί πλευράς Δ-Ε μήκους 55,20 μ. με ιδιοκτησία Γ. Λ., ανατολικά επί πλευράς Ε-Ζ μήκους 66,50 μ., με ιδιοκτησία Γ. Ρ., νοτιοανατολικά επί τεθλασμένης πλευράς Ζ-Η-Θ-Θ'-Ι συνολικού μήκους 82 μ, με ιδιοκτησία Γ. Ρ. και εν μέρει με αγροτικό μονοπάτι κυμαινόμενου πλάτους 2,00-2,50μ, νότια επί πλευράς Ι-Π μήκους 54,00μ. με το υπόλοιπο τμήμα του μεγαλύτερου ακινήτου (αγροτεμαχίου) και επί πλευράς Π-Ρ μήκους 20,50μ με ιδιοκτησία Α. Ρ. και δυτικά επί πλευράς Ρ-Γ' μήκους 108,50 μ. με αγροτικό δρόμο πλάτους 4,00 μ.και Β) Το δεύτερο εξ αυτών με περιμετρικά στοιχεία Α-Β-Γ-Τ-Σ-Α, έχει εμβαδόν 7.020 τ.μ. και συνορεύει, βόρεια επί πλευράς Α-Β-Γ, συνολικού μήκους 85,30 μ., με ιδιοκτησία Α. Λ., νότια επί πλευράς Τ-Σ μήκους 56,00 μ. και ανατολικά επί πλευράς Τ-Γ μήκους 99,50 μ. με τον αγροτικό δρόμο πλάτους 4,00 μ. και δυτικά επί πλευράς Α-Σ μήκους 93,20 μ., με ιδιοκτησία Π. Ρ.. Τα επίδικα αυτά ακίνητα αποτελούν τμήματα μίας άλλοτε ενιαίας μείζονος έκτασης, επιφάνειας 27.240 τ.μ., η οποία διαχωρίστηκε σε δύο τμήματα από την διερχόμενη αγροτική οδό, πλάτους 4 μ. και εμφαίνονται με τα διακριτικά στοιχεία (1) και (2) στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα. Το υπό στοιχείο (1) τμήμα έχει επιφάνεια 20.220 τμ και εμφαίνεται στο ίδιο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα με τα στοιχεία Γ'-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Θ'-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ- Ο-Π-Ρ-Γ' και συνορεύει : βόρεια επί πλευράς Γ'-Δ, με ιδιοκτησία Α. Λ., και επί πλευράς Κ-Λ με μονοπάτι κυμαινόμενου πλάτους 2,00- 2,50 μ, βορειοανατολικά επί πλευράς Δ-Ε-, με ιδιοκτησία Γ. Λ. και επί πλευράς Ι-Κ με το άνω μονοπάτι, ανατολικά, επί πλευράς Ε-Ζ, με ιδιοκτησία Γ. Ρ. και επί πλευράς Λ-Μ με το ίδιο μονοπάτι, νοτιοανατολικά επί πλευράς Ζ-Η-Θ-Θ'-Ι με ιδιοκτησία Γ. Ρ. και εν μέρει με το άνω μονοπάτι και επί πλευράς Μ-Ν, με το άνω μονοπάτι, νοτιοδυτικά επί πλευράς Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ με ιδιοκτησία Α. Ρ. και δυτικά επί πλευράς Ρ-Γ', με αγροτικό δρόμο πλάτους 4,00μ. Το υπό στοιχείο (2) έχει επιφάνεια 7.020 τμ και εμφαίνεται στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Τ-Σ-Α και συνορεύει: βόρεια επί πλευράς Α-Β-Γ, με ιδιοκτησία Α. Λ., νότια επί πλευράς Τ-Σ και ανατολικά επί πλευράς Τ-Γ με τον αγροτικό δρόμο πλάτους 4,00 μ. και δυτικά επί πλευράς Α-Σ με ιδιοκτησία Π. Ρ.. Τμήμα του υπό στοιχεία ( 1)του παραπάνω τοπογραφικού διαγράμματος, ως άνω ακινήτου, επιφάνειας 20.220 τμ, είναι το πρώτο επίδικο αγροτεμάχιο και το δεύτερο επίδικο αγροτεμάχιο είναι το υπό στοιχεία (2) του παραπάνω τοπογραφικού διαγράμματος ακίνητο. Την ως άνω μείζονα έκταση, τμήμα της οποίας αποτελούν τα δύο επίδικα, η οποία ήταν ανέκαθεν περίφρακτη με σταθερή ξερολιθιά, αγόρασε, ως ενιαίο ακίνητο, ο απώτερος δικαιοπάροχος του εφεσιβλήτου - ενάγοντος, Ν. Ε. Χ., με τα υπ' αρ.... αγοραπωλητήρια συμβόλαια των τότε συμβολαιογράφων Πάρου, Φ. Σ. και Δ. Π. αντίστοιχα, που μεταγράφηκαν νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών (τόμο ... αντίστοιχα), κατά τα 7/8 εξ αδιαιρέτου από τον Ι. Α. Σ. και τα τέκνα του : Α., Γ. και Ν. I. Σ., Σ. συζ. Ν. Χ., Μ. συζ. Ό. Ρ. και Ε. συζ. Γ. Φ. (18875/1917) και κατά το 1/8 εξ αδιαιρέτου από τον Η. Ι. Σ. (3196/1925). Στους ως άνω πωλητές (Ι. Λ. Σ. και τα τέκνα του Α., Γ., Ν., Η., Σ., Μ. και Ε.), όπως ρητά αναφέρεται στα εν λόγω συμβόλαια, είχε περιέλθει το ακίνητο αυτό, εκ κληρονομιάς από την αποβιώσασα, χωρίς διαθήκη, θυγατέρα του πρώτου και αδελφή των λοιπών, Α. Θ. Ρ., ως ανήκον στην κληρονομιαία περιουσία της εν λόγω κληρονομουμένης. Στα προαναφερόμενα με αριθμούς ... αγοραπωλητήρια συμβόλαια η ως άνω μείζονα έκταση περιγράφεται ως "μιας αμπέλου κειμένης κατά την θέσιν ... της Κοινότητας Λευκών του Δήμου Υρίας της Πάρου, εκτάσεως μίας ζευγαριάς, περιεχούσης συκάς και ελαίας και ενός βοσκότοπου ενωμένου μετά της αμπέλου, εκτάσεως όσης είναι, περιέχοντος μέρη καλλιεργήσιμα και βουστάσια εκ δύο χωρισμάτων και τρεις κενάς κυψέλας μελισσών, συνορεύοντας με κτήματα Σ. Ρ., Ι. Ρ., Ι. Λ., Γ. Γ. και οδόν". Στη συνέχεια δυνάμει του υπ' αρ. ... δωρητηρίου εν ζωή συμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου Πάρου, Θ. Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα (τόμο ...), ο Ν. Ε. Χ. δώρισε εν ζωή, το ως άνω ακίνητο στον υιό του, Ε. Ν. Χ. (πατέρα του εφεσιβλήτου - ενάγοντος). Στις 15-6-1945 απεβίωσε, χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο πατέρας του εφεσιβλήτου - ενάγοντα, Ε. Χ., αφήνοντας μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, αυτόν (ενάγοντα) σε ποσοστό 3/4 εξ αδιαίρετου και την σύζυγό του Μ. Π., το γένος Γ. Ρ., σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου. Ο εφεσίβλητος - ενάγων, που κατά τον χρόνο του θανάτου του πατέρα του ήταν κυοφορούμενο (γεννήθηκε το 1946), αποδέχθηκε την κληρονομιά του πατέρα του, με την υπ' αρ.... δήλωσή του ενώπιον του συμβολαιογράφου Πάρου ,Δ. Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα (τόμο ...), ενώ η μητέρα του και σύζυγος του κληρονομουμένου, μολονότι δεν προέβη στη σύνταξη αποδοχής κληρονομιάς και στη μεταγραφή αυτής, κατέστη κυρία του υπολοίπου 1/4 εξ αδιαιρέτου της περιουσίας του τελευταίου, κατόπιν της αναμίξεώς της σ' αυτή (κληρονομιά), δοθέντος του πριν την έναρξης ισχύος του Αστικού Κώδικα (23¬2-1946), ισχύοντος νομικού καθεστώτος. Ακολούθως η Μ. Π. κατέλιπε στον εφεσίβλητο -ενάγοντα- υιό της με την από 3- 5-1969 ιδιόγραφη διαθήκη της, το υπόλοιπο 1/4 εξ αδιαιρέτου της μεγαλύτερης ως άνω ενιαίας εδαφικής έκτασης, από την οποία κατόπιν του διαχωρισμού τους με μονοπάτι, όπως ήδη διακρίνεται στην αεροφωτογραφία του 1960, που αργότερα έγινε αγροτικός δρόμος πλάτους 4,00 μ, είχαν ήδη από του έτους 1960 προκύψει τα προπεριγραφόμενα στο από 8-8-2001 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα - μηχανικού Σ. Ρ. δύο ακίνητα, με στοιχεία (1), επιφάνειας 20.220τμ, τμήμα του οποίου αποτελεί το πρώτο ως άνω επίδικο ακίνητο, επιφάνειας 15.110τμ και με στοιχεία ( 2) επιφάνειας 7.020 τμ, που είναι το δεύτερο ως άνω επίδικο. Την εν λόγω κληρονομιά της μητέρας του ο εφεσίβλητος -ενάγων, μετά τον επισυμβάντα στις 17-6-1969 θάνατό της και κατόπιν της δημοσιεύσεως της παραπάνω ιδιόγραφης διαθήκης από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με το υπ' αρ. ... πρακτικό και της κηρύξεώς της κυρίας με την υπ' αρ. 966/16.5.2003 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, αποδέχθηκε με την υπ' αρ. ... δήλωση αποδοχής της συμβολαιογράφου Αθηνών, Γ. Σ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πάρου (τόμο ...). Από την επισκόπηση όλων των παραπάνω συμβολαιογραφικών εγγράφων προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η εντός αυτών περιγραφόμενη μείζονα έκταση, στην οποία περιλαμβάνονται τα επίδικα τμήματα, συμπίπτει απόλυτα με τα επίδικα, δοθέντος ότι: α) η περιγραφή και η τοποθεσία του μείζονος ακινήτου είναι η ίδια σε όλα τα συμβόλαια ( άμπελος με συνεχόμενη ενωμένη έκταση βοσκότοπο, που περιέχει μέρη καλλιεργήσιμα και βουστάσια, στη θέση ...ς Πάρου ) και β)τα περιβάλλοντα αυτόν όρια είναι, ήδη τουλάχιστον από το έτος 1917, σταθερά, ειδικότερα δε τα όρια προς τις ιδιοκτησίες των οικογενειών Σ. Ρ., Γ. Γ., Γ. Λ., καθώς και δρόμο. Σε όλους τους προαναφερόμένους και προσκομιζόμενους από τον εφεσίβλητο - ενάγοντα κτητικούς κυριότητας νόμιμους τίτλους, η μείζονα εδαφική έκταση των άλλοτε συνεχόμενων και ήδη διαχωριζόμενων μεταξύ τους ακινήτων, χαρακτηρίζεται ως άμπελος, που καλλιεργείτο πριν τον πόλεμο και τη γερμανοϊταλική κατοχή των ετών 1941- 1944 με άμπελο και με συνεχόμενη ενωμένη έκταση, που χαρακτηρίζεται βοσκότοπος, που περιείχε μέρη καλλιεργήσιμα και βουστάσια στο οποίο υπήρχαν και τρεις κενές κυψέλες, που σημαίνει πριν το 1917, που αγόρασε την μείζονα αυτή έκταση ο απώτερος δικαιοπάροχος του εφεσιβλήτου - ενάγοντα, Ν. Χ., οι κύριοι αυτών, καλλιεργούσαν την άμπελο, συνέλεγαν τους καρπούς από αυτήν καθώς και από τις ευρισκόμενες εκεί συκιές και ελαίες, καλλιεργούσαν τα καλλιεργήσιμα μέρη του χαρακτηρισθέντος ως βοσκότοπου, έβοσκαν τα ζώα τους τα υπόλοιπα μέρη αυτού και συνέλεγαν το μέλι από τις τρεις κυψέλες. Στη συνέχεια τόσον ο εφεσίβλητος - ενάγων όσον και οι δικαιοπάροχοι αυτού, κύριοι του μεγαλύτερου ακινήτου, δυνάμει του προαναφερόμενου για τον καθένα τους νόμιμου κτητικού κυριότητας τίτλου, νέμονταν αδιαλείπτως σε ενιαία έκταση και τα δύο επίδικα, ασκώντας επ' αυτών, με την άδολη και ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαιώματα τρίτων, τις προσιδιάζουσες στη φύση τους πράξεις, διανοία κυρίου και χωρίς να ενοχληθούν από κάποιον, ούτε βέβαια από το εκκαλούν - εναγόμενο. Δηλαδή οι δικαιοπάροχοι του εφεσιβλήτου -ενάγοντος και αυτός ο ίδιος καθ' όλο το χρονικό διάστημα από το έτος 1917 έως την άσκηση της ένδικης αγωγής (2006), δηλαδή επί 90 περίπου έτη, ασκούσαν αρχικά επί του ενιαίου ακινήτου και έπειτα επί των δύο ακινήτων, στα οποία περιλαμβάνονται και τα δύο επίδικα, τις αρμόζουσες στο χαρακτήρα και τη μορφολογία τους, πράξεις. Συγκεκριμένα ο Ν. Χ. ( παππούς του ενάγοντος ), που ήταν κατά κύριο επάγγελμα γεωργός, καλλιεργούσε την άμπελο , συνέλεγε τους καρπούς από αυτήν καθώς και από τις συκιές και ελαίες , που υπήρχαν σ'αυτό, καλλιεργούσε τα καλλιεργήσιμα μέρη του συνεχόμενου βοσκότοπου και το υπόλοιπο το χρησιμοποιούσε για την βόσκηση και την εκτροφή των εντός αυτού ποιμνίων του, διότι τούτο έφερε και σποραδική βλάστηση, επίσης επέβλεπε αυτό και φρόντιζε για την συντήρηση της περίφραξης (ξηρολιθιάς) και μεταβιβάζοντάς το με δωρεά στον υιό του. Τις ίδιες πράξεις νομής, διανοία κυρίου ενεργούσε στη συνέχεια και ο δικαιοπάροχος, πατέρας του εφεσιβλήτου - ενάγοντος, Ε. Χ. , από το 1942 που του το δώρισε ο πατέρας του, μέχρι τον επισυμβάντα το 1945 θάνατό του. Στη συνέχεια η μητέρα του εφεσιβλήτου - ενάγοντος, νεμόταν την μείζονα αυτή έκταση, τόσο για τον εαυτόν της, όσο και για τον ανήλικο τότε υιό της- εφεσίβλητο - ενάγοντα, επιβλέποντας και καθαρίζοντας αυτό, συντηρώντας την περίφραξη και βοηθώντας αυτήν στην καλλιέργεια των καλλιεργήσιμων μερών και της αμπέλου, ο πατέρας της Γ. Ρ. και στη συνέχεια ο αδελφός της Μ. Ρ.. Τέλος ο εφεσίβλητος - ενάγων συνέχισε με νόμιμο τίτλο και καλή πίστη, δηλαδή πιστεύοντας χωρίς βαριά αμέλεια ότι έχει αποκτήσει την κυριότητα, την ανεπίληπτη νομή των ως άνω δικαιοπαρόχων του, επιβλέποντας το μείζον ακίνητο και φροντίζοντας αυτό, που εν των μεταξύ είχε χωριστεί στα προαναφερόμενα δύο τμήματα, με την διαπλάτυνση του αρχικού μονοπατιού σε αγροτικό δρόμο, πλάτους 4,00 μ, που έγινε με την επιμέλεια του ιδίου, συντήρηση της περίφραξης και καλλιεργώντας τα καλλιεργήσιμα μέρη, συλλέγοντας τους καρπούς, αποτύπωσής τους σε τοπογραφικά σχεδιαγράμματα, της δήλωσής τους στην αρμόδια φορολογική αρχή και της καταβολής των φόρων που τα βαρύνουν, τα προστατεύουν νομικά και ασκώντας την κρινόμενη αγωγή κατά του εναγόμενου- εκκαλούντος, και εν γένει προβαίνει σε κάθε ενέργεια, που προσιδιάζει στη φύση και το προορισμό τους, χωρίς ουδέποτε να ενοχληθούν από όργανα ή υπηρεσίες του εκκαλούντος - εναγομένου. Αλλά και πριν από την αγορά της μείζονος έκτασης από τον Ν. Χ. το 1917, εφόσον στα παραπάνω αγοραπωλητήρια συμβόλαια η έκταση αναφέρεται ως μία άμπελος και με συνεχόμενη ενωμένη έκταση, που χαρακτηρίζεται βοσκότοπος, που περιείχε μέρη καλλιεργήσιμα και βουστάσια στο οποίο υπήρχαν και τρεις κενές κυψέλες , σημαίνει ότι και πριν το 1917 οι εκάστοτε κύριοι αυτών, (Ι. Σ. και τα τέκνα του και πιο πριν η Α. Ρ. ), καλλιεργούσαν την άμπελο, συνέλεγαν τους καρπούς από αυτήν καθώς και από τις ευρισκόμενες εκεί συκιές και ελαίες, καλλιεργούσαν τα καλλιεργήσιμα μέρη του χαρακτηρισθέντος ως βοσκότοπου, έβοσκαν τα ποίμνιά τους στα υπόλοιπα μέρη αυτού και συνέλεγαν το μέλι από τις τρεις κυψέλες. Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι η μείζονα αυτή έκταση των 27.240 περίπου τμ ήτοι ευρύτερη έκταση, που στη συνέχεια διαχωρίστηκε από την αγροτική οδό σε ο τμήματα, που απέκτησε ο εφεσίβλητος - εναγών με κληρονομική διαδοχή με τις παραπάνω νόμιμα μεταγραμμένες δηλώσεις αποδοχής κληρονομιάς), τμήματα των οποίων αποτελούν τα επίδικα, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 90 ετών, ήτοι τουλάχιστον από το 1917, έφερε κυρίως αγροτικό χαρακτήρα, με χέρσα τμήματα , αφού κατά τα παραπάνω αναφερθέντα γινόταν χρήση αυτής, είτε ως καλλιεργήσιμης γης, είτε για την βόσκηση και φύλαξη των ζώων. Όλες δε τις παραπάνω διακατοχικές πράξεις νομής οι δικαιοπάροχοι του εφεσιβλήτου -ενάγοντος και ο τελευταίος ασκούσαν φανερά και δημόσια χωρίς να ενοχληθούν από κανένα και ιδίως από το εκκαλούν - εναγόμενο, μέχρι το έτος 2004, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω, με συνέπεια ο εφεσίβλητος - ενάγων να έχει καταστεί κύριος των επιδίκων με παράγωγο και σε κάθε περίπτωση με πρωτότυπο τρόπο και πάντως με τακτική, άλλως με έκτακτη χρησικτησία, προσμετρώντας στο χρόνο της δικής του νομής το χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων του, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, ασκούσαν επ αυτού τις προαναφερόμενες πράξεις νομής, τουλάχιστον από το 1917 συνεχώς και αδιαλείπτως, χωρίς να ενοχληθούν από κανένα μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής ( 2006 ), αλλά και πριν από το 1917, όπως προαναφέρθηκε , το ενιαίο αυτό ακίνητο ανήκε τη συγκυριότητα των απώτατων δικαιοπαρόχων του εφεσιβλήτου - ενάγοντος, Ι. Σ. και των τέκνων του, οι οποίοι και ασκούσαν επ αυτού τις προαναφερόμενες πράξεις νομής και πριν από αυτούς ανήκε στην κυριότητα της Α. Θ.Ρ., η οποία απεβίωσε χωρίς διαθήκη και κληρονομήθηκε από τους τελευταίους. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος - ενάγων, επιθυμώντας να αξιοποιήσει την ως άνω ιδιοκτησία του, υπέβαλε την από 5-8-2003 αίτηση προς τη Διεύθυνση Δασών Ν. Κυκλάδων, για το χαρακτηρισμό της συνολικής έκτασης των 27.240 τμ, όπως αποτυπώνεται στο από 8-8-2001 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα - μηχανικού Σ. Ρ. με τα στοιχεία Γ'-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Θ'- Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ-Γ' το πρώτο, επιφάνειας 20.220 τμ και με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Τ-Σ-Α το δεύτερο, επιφάνειας 7.020τμ, ως δασικής ή μη, επί της οποίας, μετά από διενέργεια αυτοψίας και ερμηνεία αεροφωτογραφιών εκδόθηκε η υπ'αριθμ. ... πράξη χαρακτηρισμού του Διευθυντή Δασών Ν. Κυκλάδων, η οποία, αφού χώρισε την ελεγχόμενη έκταση σε δύο τμήματα, Ε1=5.110 τμ και Ε2= 22.130τμ, χαρακτήρισε το Ε1, αγροτική έκταση και το Ε2, στο οποίο περιλαμβάνονται και τα επίδικα τμήματα, χαρακτήρισε ως εκτάσεις δασικής μορφής (άρθρο 3 παρ.2 και 3 Ν. 998/1979), καθόσον, όπως αναγράφεται, με την δασική βλάστηση σχίνα και φίδες) να εμφανίζονται σε ποσοστό άνω των 60%, χωρίς να αναγνωρίζονται στοιχεία παλιότερης αγροτικής δραστηριότητας. Στην με αριθμό πρωτ. 1281/2-10-2003 εισήγηση του δασοπόνου Θ. Ν., που ενήργησε την αυτοψία στην ως άνω έκταση στις 12-9-2003, μετά την οποία εκδόθηκε η προαναφερόμενη πράξη χαρακτηρισμού, αναφέρεται ότι: Α) έκταση με στοιχεία ΑΒΓΤΣΑ του παραπάνω τοπογραφικού διαγράμματος, εμβαδού 7.020 τμ, είναι γεωργική έκταση με εμφανή στοιχεία παλαιότερης καλλιέργειας, βαθμίδες, ξηρολιθιές, βαθύ και γόνιμο έδαφος και Β) έκταση με στοιχεία ΓΔΕ...ΠΡΓ, εμβαδού 20.220 τμ είναι δασικής μορφής, καλύπτεται από δασική βλάστηση ( φίδες - σχίνα) σε ποσοστό 60-70%, είναι άγονη βραχώδης και δεν καλλιεργήθηκε ποτέ. Από την σύγκριση των δύο αυτών εγγράφων, προκύπτει ότι υπάρχει διαφοροποίηση ως προς την έκταση, που χαρακτηρίζεται ότι είναι αγροτικής μορφής και ως προς την έκταση, που χαρακτηρίζεται ότι είναι δασικής μορφής. Και τούτο διότι κατά την έκθεση αυτοψίας και φωτοερμηνείας, το τμήμα, επιφάνειας 7.020 τμ με τα στοιχεία ΑΒΓΤΣΑ, που είναι το δεύτερο επίδικο ακίνητο, χαρακτηρίζεται ως αγροτική έκταση, ενώ κατά την πράξη χαρακτηρισμού, ως δασικής μορφής και επίσης, ενώ στην έκθεση αυτοψίας το τμήμα με τα στοιχεία ΓΔΕ.. .ΠΡΓ , εμβαδού 20.220 τμ χαρακτηρίζεται ότι είναι δασικής μορφής, στην πράξη χαρακτηρισμού ένα τμήμα αυτού, επιφάνειας 5.110τμ είναι αγροτικής μορφής. Ανεξάρτητα, όμως, από τον χαρακτήρα των επίδικων ακινήτων, ως δασικής μορφής, αυτά αποτελούσαν τμήμα του μείζονος ακινήτου των δικαιοπαρόχων του εφεσιβλήτου - ενάγοντος, που περιλάμβανε όχι μόνο καλλιεργήσιμα, αλλά και χέρσα μέρη - βοσκότοπο και δεν είναι δασική έκταση, καθόσον, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη, δεν είναι δάσος ή δασική έκταση, άγονη έκταση και βραχώδης κατάλληλη για βοσκή και καλυπτόμενη από ποώδη και φρυγανώδη είδη και από θάμνους νανώδους μορφής, που δεν μπορεί να παραγάγει δασικά προϊόντα κατόπιν δασικής εκμεταλλεύσεως, όπως στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι και στις αεροφωτογραφίες του 1945, στα επίδικα τμήματα παρατηρείται αραιή χαμηλή βλάστηση, γεγονός, που επιβεβαίωσε και η μάρτυρας του εκκαλούντος - εναγομένου, καθόσον πράγματι στα μέρη αυτά, που δεν ήταν καλλιεργήσιμα, έβοσκαν τα ποίμνιά τους. Η δε μετέπειτα ανάπτυξη της πιο πάνω χαμηλής βλάστησης από σχίνα και φίδες, που προοδευτικά παρατηρείται στις αεροφωτογραφίες του 1960, 1983,1988 και 1998, είναι απολύτως δικαιολογημένη, αφού τα τελευταία χρόνια η βοσκή των ζώων έχει εγκαταλειφτεί. Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι α) τα επίδικα τμήματα δεν είναι δημόσια, αλλά ανήκαν στους δικαιοπαρόχους του εφεσιβλήτου - ενάγοντος και β) είναι σε τμήματα αυτών χέρσα- βοσκότοποι, χωρίς να διακρίνονται στοιχεία διαχρονικής αγροτικής εκμετάλλευσης, γι' αυτό, άλλωστε, χαρακτηρίστηκαν και ως δασικές εκτάσεις. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει ότι αυτές οι εκτάσεις δεν περιλαμβάνονται στους τίτλους κτήσης του εφεσιβλήτου- ενάγοντος, καθώς, όπως ήδη αναφέρθηκε, η ιδιοκτησία ανέκαθεν περιείχε καλλιεργήσιμα, αλλά και χέρσα τμήματα. Άλλωστε, εντός αυτής της έκτασης, που χαρακτηρίστηκε ως δασική, διακρίνεται περιμετρική ξερολιθιά, οπότε οι περιτοιχίσεις αυτές χρησίμευαν προφανώς για τον περιορισμό και έλεγχο των ζώων, που αφήνονταν εκεί για βοσκή, διακρίνονται μονοπάτια βουστάσια εκ δύο χωρισμάτων, κυψέλες μελισσών. Όλα τα ανωτέρω καταδεικνύουν ανθρώπινη επέμβαση και αποτελούν ένδειξη φυσικής εξουσίασης, αλλά και εκμετάλλευσης όλης της έκτασης, μαζί με τα περιλαμβανόμενα σε αυτήν επίδικα τμήματα και βέβαια ουδεμία από τις ενέργειες αυτές πραγματοποιήθηκαν από το εκκαλούν - εναγόμενο, καθόσον, όπως κατέθεσε και η μάρτυράς του, το τελευταίο ουδεμία πράξη ενήργησε στην παραπάνω έκταση, ούτε εξέδωσε ποτέ πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής ή αποζημίωσης, παρά μόνο, μετά από την παραπάνω αίτηση του εφεσιβλήτου - ενάγοντος, χαρακτήρισε την παραπάνω έκταση, ως προς τη μορφή, δασική. Από όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι τα επίδικα ακίνητα ανήκουν, αφενός μεν στην κυριότητα του εφεσιβλήτου - ενάγοντος, ο οποίος έγινε κύριος με παράγωγο τρόπο, αλλά και με έκτακτη χρησικτησία, αφού αυτός και οι δικαιοπάροχοί του νεμήθηκαν αυτά τουλάχιστον από το 1917, αλλά και ακόμα πιο πριν από τους παραπάνω απώτατους δικαιοπάροχους, όπως προαναφέρθηκε, μέχρι την άσκηση της αγωγής( 2006) και τα επίδικα τουλάχιστον από το έτος αυτό (1917) αποτελούσαν τμήμα μιας καλλιεργήσιμης έκτασης, που περιείχε και χέρσα τμήματα, στα οποία εξέτρεφαν ζώα και στάβλισαν αυτά στα ευρισκόμενα εκεί κτίρια, αλλά και συντηρούσαν δένδρα, όπως συκιές και ελαίες και συνέλλεγαν τους καρπούς. Ουδέποτε δε τα επίδικα αποτελούσαν δημόσια έκταση και δεν αποδεικνύεται ότι αυτά κατά την απελευθέρωση του Ελληνικού Έθνους κατελήφθησαν από το Ελληνικό Δημόσιο, ως εγκαταλελειμμένη ιδιοκτησία Οθωμανών, ούτε ότι αποτελούσαν δασική έκταση πριν το 1836 ή λιβάδι ή βοσκότοπο πριν από το έτος 1833, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο προέβη ποτέ σε τοποθετήσεις κτηνοτροφών εντός αυτών, το δε τεκμήριο κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου επί των δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων, δεν ισχύει στις νήσους των Κυκλάδων, όπως είναι και η Πάρος, κατ' άρθρο 62 παρ.1 εδ. ία και β' και 74 του Ν. 998/1979, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη της παρούσας, ούτε αποδείχθηκε ότι το εκκαλούν - εναγόμενο άσκησε ποτέ επ' αυτών οποιαδήποτε πράξη νομής, όπως ισχυρίζεται, απορριπτόμενων ως αβάσιμων των αντίθετων ισχυρισμών του εκκαλούντος - εναγομένου. Όμως, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα των επιδίκων με την παραπάνω πράξη χαρακτηρισμού της Διεύθυνσης Δασών Ν.Κυκλάδων, ως δασικής έκτασης, αυτά ανήκαν κατά το χρόνο της μεταβίβασης στον εφεσίβλητο - ενάγοντα, κατά κυριότητα στους άμεσους, απώτερους και απώτατους δικαιοπαρόχους του, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, έχοντες αποκτήσει αυτοί την κυριότητα επί των επιδίκων με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και αποτελούσε ολόκληρη η μείζονα έκταση, ιδιωτική γαία καθαρής ιδιοκτησίας. Εξάλλου, η περιστοίχιση τούτου με άλλες ιδιωτικές (κι όχι δημόσιες) εκτάσεις (βλ. τοπογραφικό σχεδιάγραμμα σε συνδυασμό με τους τίτλους) και η μικρή απόσταση από εκεί κατοικίας, συνηγορεί υπέρ του ιδιωτικού χαρακτήρος των επιδίκων εκτάσεων, τις οποίες, σημειωτέον, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσια ουδέποτε διαχειρίστηκε, ως δημόσιο κτήμα, όπως αβασίμως διατείνεται. Αντίθετα, το εκκαλούν -εναγόμενο δεν απέκτησε ποτέ την κυριότητα των επιδίκων, καθόσον από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι αυτά ( επίδικα) ετύγχαναν κτήματα Οθωμανών, τα οποία εγκαταλείφθηκαν από αυτούς ή ότι καταλήφθηκαν και δημεύθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο- Κράτος κατά την Ελληνική επανάσταση εναντίον των Οθωμανών ( 1821- 1830). Σημειώνεται ότι, όπως προαναφέρθηκε στην νομική σκέψη , σύμφωνα με τα άρθρα 62 παρ. 1 εδ. α'και β' και 74 του Ν. 998/1979, στις νήσους των Κυκλάδων, που είναι και η Πάρος, δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου επί των δασικών ή των χορτολιβαδικών εκτάσεων. Εξάλλου, αναφορικά με τον ισχυρισμό του εκκαλούντος - εναγομένου για απόκτηση κυριότητας με πρωτότυπο τρόπο κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, σημειώνεται ότι μόνη η κυριαρχία του οθωμανικού κράτους στα νησιά των Κυκλάδων κατά τους πριν τον απελευθερωτικό αγώνα χρόνους, δεν αρκεί για την κτήση κυριότητας εκ μέρους του κράτους αυτού στην κατακτημένη γη, διότι, όπως έχει ήδη αναφερθεί στην αρχή της παρούσης, οι γαίες των νησιών των Κυκλάδων χαρακτηρίσθηκαν κατά τον ιερό μουσουλμανικό νόμο ως ιδιωτικές , ανήκουσες στην κατά τα άρθρα 1 και 2 του από της Ραμαζάν έτους 1274 Οθωμανικού νόμου "περί γαιών" κατηγορία των "καθαρός ιδιοκτησίας" ακινήτων, τα οποία εξακολούθησαν εξουσιαζόμενα υπό των μέχρι τότε κυρίων αυτών και δη κατά πλήρη κυριότητα, υπό τον όρο όμως καταβολής εγγείου φόρου και επομένως τα ακίνητα των νήσων αυτών, μη εξουσιαζόμενα πριν από την επανάσταση από τον σουλτάνο, ουδέ κατεχόμενα από Οθωμανούς ιδιώτες, δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά διαδοχήν του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου και δυνάμει των περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της από 7.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης. Τούτο, όμως, συμβαίνει καθόσον πρόκειται, όπως στην προκειμένη περίπτωση, περί γης καθαρής ιδιοκτησίας, ενώ και για τα νησιά των Κυκλάδων, μεταξύ των οποίων και ή Πάρος, σύμφωνα με τα ως άνω Πρωτόκολλα του Λονδίνου και τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, για εκτάσεις, που αφορούσαν τα δάση, τους αιγιαλούς, τα κοινόχρηστα, τις βοσκές και τις εκτάσεις, που λόγω της μορφής τους δεν εξουσιάζονταν από κανένα, μετά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, κατέστη κύριος αυτών το Ελληνικό Δημόσιο, ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους δικαιώματι πολέμου ( ΟλΑΠΙ/2013 ), το οποίο όμως δεν συμβαίνει κατά τα παραπάνω στην προκειμένη περίπτωση. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι τα επίδικα ήταν δημόσιος βοσκότοπος ή λιβάδι πριν την έναρξη ισχύος του β.δ. 3/15-12-1833 με συνέπεια να μην απαιτείται για την απόκτηση κυριότητας έγγραφο < εκδοθέν επί τουρκικής εξουσίας>, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει το εκκαλούν - εναγόμενο. Το γεγονός ότι στην ως άνω πράξη χαρακτηρισμού αναφέρονται τα επίδικα ως δασική έκταση (σχίνα, φίδες), δεν αποδεικνύεται άνευ ετέρου στοιχείου ότι τα επίδικα ακίνητα ήταν κατά το έτος 1986 δασική έκταση ή το έτος 1833 λιβάδι ή βοσκότοπος, εξουσιαζόμενο από το τότε Οθωμανικό Κράτος. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι το εκκαλούν - εναγόμενο ουδέποτε προέβη σε οποιαδήποτε πράξη νομής στα επίδικα. Κατά συνέπεια, τα ακίνητα των Κυκλάδων μη εξουσιαζόμενα πριν από την επανάσταση από τον Σουλτάνο, ούτε κατεχόμενα από Οθωμανούς ιδιώτες, δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά διαδοχήν του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου και δυνάμει των περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της από 7-7-1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης.
Συνεπώς ο κατά της αγωγής αντιταχθείς ισχυρισμός του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, που επαναλαμβάνεται και ως λόγος εφέσεως, περί ιδίας αυτού κυριότητος επί των επιδίκων, στη νήσο Πάρο των Κυκλάδων, κτηθείσης (εκτός των επικαλουμένων άλλων τρόπων) και πρωτοτύπως, κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου και δυνάμει των προαναφερθέντων πρωτοκόλλων και συνθήκης είναι μη νόμιμος και απορριπτέος. Επίσης το εκκαλούν- εναγόμενο ισχυρίζεται ότι τα επίδικα περιήλθαν στην κυριότητά του ως αδέσποτα ακίνητα, δηλαδή ως κτήμα επί του οποίου δεν υπήρχε κάποιο εμπράγματο δικαίωμα ιδιώτη ή Κοινότητος πριν, κατά και μετά τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους και την ισχύ του Ν. 21-6/10-7-1837. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, αφού δεν διευκρινίζεται πότε και με ποιο τρόπο (και με πράξη ποιου ιδιοκτήτη) τα επίδικα κατέστησαν αδέσποτα και μάλιστα αν η ιδιότητα του αδέσποτου προέκυψε πριν από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους ή μετά καθώς και πριν ή μετά την θέση σε ισχύ του Αστικού Κώδικα, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη, πριν από την απελευθέρωση της Ελλάδος από τους Τούρκους ίσχυε επί των εδαφών της το Οθωμανικό δίκαιο ( ΑΠ 1135/1975 ΝοΒ 24.419 ), σύμφωνα με τις διατάξεις του οποίου ( άρθρο 68 του Οθωμανικού Νόμου της 7ης Ραμαζάν 1274 περί γαιών), αν χωρίς να συντρέχει κάποιος από τους λόγους, που αναφέρονται στο προαναφερόμενο άρθρο, ο κύριος αγρού δεν καλλιεργήσει τούτον απ' ευθείας ή δι' εκμισθώσεως επί τρία συνεχή έτη, ο αγρός καθίσταται ως διαθέσιμος (Πανδέκτης νομολογίας Αστικού Δικαίου, έκδ. 195 7, τόμος 3 0ς, άρθρο 972 ) και ότι μετά την απελευθέρωση και μέχρι την εφαρμογή του Αστικού Κώδικα ίσχυαν οι αντίστοιχες διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, σύμφωνα με τις οποίες για να καταστεί κάποιο ακίνητο αδέσποτο, έπρεπε να υπάρχει εγκατάλειψη της νομής από τον κύριο προς το σκοπό παραιτήσεως της κυριότητος και χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβιβάσεώς του προς τρίτο πρόσωπο, ενώ μετά την εφαρμογή του Αστικού Κώδικα ( 23-2-1946) απαιτείται προς το σκοπό αυτό, συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη, πέραν του ότι, στην προκειμένη περίπτωση, ουδόλως αποδείχθηκε ότι τα επίδικα τμήματα υπήρξαν ποτέ αδέσποτα, αφού, όπως προαναφέρθηκε, ανέκαθεν εδεσπόζοντο από τους δικαιοπαρόχους (απώτερους και απωτάτους) του εφεσιβλήτου - ενάγοντος. Τέλος, ας σημειωθεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 2§§2,3 του ΑΝ 1539/1938, σύμφωνα με τις οποίες η βοσκή επί λιβαδιών και χορτολιβαδικών εδαφών δεν θεωρείται ως πράξη νομής, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, καθώς οι ανωτέρω διατάξεις, όπως προκύπτει και από τη σαφή διατύπωση τους, προϋποθέτουν ακριβώς την ύπαρξη δημοσίου κτήματος (με σκοπό να προστατεύσουν την ήδη αποκτηθείσα κυριότητα του Δημοσίου, το οποίο έχει πλασματική νομή επ' αυτού), κάτι όμως που, όπως αναφέρθηκε, δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Άρα, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι τα επίδικα ακίνητα ήταν δημόσιο κτήμα, που περιήλθε με κάποιο νόμιμο τρόπο στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, ο εφεσίβλητος - ενάγων δεν ήταν αναγκαίο να επικαλεστεί και να αποδείξει για την απόκτηση της κυριότητάς του τριακονταετή νομή του ιδίου και των δικαιοπαρόχων του επί του επιδίκου, που είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11η-9-1915, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εκκαλούν, αφού, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη νομική σκέψη, ως προϋπόθεση για την εφαρμογή των ρυθμίσεων των διατάξεων, που προαναφέρθηκαν και οι οποίες απαιτούν για την κτήση της κυριότητας έναντι του Ελληνικού Δημοσίου τη συμπλήρωση τριακονταετούς νομής μέχρι την παραπάνω ημεροχρονολογία, τίθεται ότι πρόκειται για δημόσιο κτήμα και στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για ιδιωτική γαία καθαρής ιδιοκτησίας.
Συνεπώς τα αντίθετα υποστηριζόμενα από το Ελληνικό Δημόσιο με το σχετικό λόγο εφέσεως είναι μη νόμιμα και απορριπτέα. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι, ούτε οι ορθοφωτοχάρτες των ετών 1945, 1996, 2007-2009 και 2016 τους οποίους το εκκαλούν προσκομίζει προς επιβεβαίωση της κατά το έτος 1945 δασικής μορφής των επιδίκων, μπορούν να αποδείξουν, άνευ ετέρων αποδεικτικών στοιχείων, την επ' αυτού κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, η δε επί του σχετικού σημείου κατάθεση της μάρτυρος τούτου, Α. Α., Διευθύντριας Διεύθυνσης Δασών Ν. Κυκλάδων , είναι εντελώς ασαφής, αντικρούεται δε πλήρως από την κατάθεση του με επιμέλεια του εφεσιβλήτου εξετασθέντος μάρτυρος, Γ. Π., ο οποίος, ως συγγενής του εφεσιβλήτου, γνωρίζει εξ ιδίας αντιλήψεως ότι τα επίδικα ακίνητα αποτελούσαν, ως ενιαία έκταση, από πολλών ετών πατρογονική γη της οικογένειας Χανιώτη, η οποία τη νεμόταν κατά τον προορισμό της με διάνοια κυρίου και εν συνεχεία από γενιά σε γενιά. Τέλος και εν όψει των προαναφερόμενων αποδεικτικών παραδοχών για την εκ μέρους του εφεσιβλήτου - ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων τους συνεχή και ακώλυτη νομή των επιδίκων ακινήτων διανοία κυρίου με καλή πίστη, για τουλάχιστον 90 και πλέον συναπτά έτη και με βάση τους προαναφερόμενους κατά ατομική περίπτωση νόμιμους τίτλους, ευθέως και εκ του πράγματος αποκλείεται οποιουδήποτε επ' αυτών διακατοχική πράξη από το εκκαλούν- εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με τα προσόντα της τακτικής ή της έκτακτης χρησικτησίας και επομένως τα αντίθετα υποστηριζόμενα από το Ελληνικό Δημόσιο ,με το σχετικό λόγο εφέσεως είναι μη νόμιμα και απορριπτέα.
Συνεπώς, οι προβληθέντες στην πρωτοβάθμια δίκη ισχυρισμοί του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου περί της ιδίας αυτού κυριότητας επί των επιδίκων ακινήτων, διότι αποτελούσαν αδέσποτα κτήματα, εξ αιτίας της ανυπαρξίας οποιουδήποτε ιδιωτικού δικαιώματος επ' αυτών, διότι αποτελούσαν δασική ή χορτολιβαδική έκταση και διότι κατελήφθησαν και δημεύθηκαν κατά τη διάρκεια του περί ανεξαρτησίας αγώνα, ως ιδιοκτησία του Οθωμανικού Κράτους και συνεπώς ήταν ανεπίδεκτα νομής και μάλιστα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, καθ' ότι δεν συμπληρώθηκε στο πρόσωπο των δικαιοπαρόχων του εφεσιβλήτου - ενάγοντος 30ετής συνεχής των επιδίκων νομή, διανοία κυρίου και με καλή πίστη έως τις 12-9-1915, το βάρος αποδείξεων των οποίων ισχυρισμών (περί της με τους ως άνω νόμιμους τρόπους κτήσεως της κυριότητάς του σε ακίνητα των νήσων του Αιγαίου) φέρει το ίδιο το Ελληνικό Δημόσιο (άρθρο 62 ν. 998/1979), τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ενόψει όλων των προαναφερομένων έπρεπε η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, και να αναγνωριστεί ο ενάγων κύριος των επιδίκων ακινήτων." . Ειδικότερα το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του τις παραδοχές: 1) ότι τα επίδικα ακίνητα έχουν την μορφή αγροτεμαχίων, που βρίσκονται στη θέση "..." της περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος ... του Δήμου Πάρου, το πρώτο έκτασης 15.110 τ.μ. και το δεύτερο έκτασης 7.020 τ.μ., αποτελούν τμήματα μιας άλλοτε ενιαίας έκτασης 27.240 τ.μ., που περιήλθε στην κυριότητα του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου από την κληρονομία του πατέρα του Ε. Χ. του Ν. το 1945 και στη συνέχεια και από την εκ διαθήκης κληρονομία της μητέρας του το 1969, ως προς το κληρονομικό μερίδιο αυτής εκ της κληρονομίας του συζύγου της, 2) ότι στον άμεσο δικαιοπάροχο του αναιρεσιβλήτου και της μητέρας του (πατέρα του πρώτου και συζύγου της δεύτερης) Ε. Ν. Χ., το επίδικο περιήλθε από τον πατέρα του Ν. Χ., δυνάμει του με αρ. ... δωρητηρίου εν ζωή συμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου Πάρου Θ. Κ., νόμιμα μεταγραφέντος, 3) ότι στον Ν. Ε. Χ., περιήλθε το όλο ενιαίο ακίνητο δυνάμει των με αρ. ... αγοραπωλητηρίων συμβολαίων του τότε συμβολαιογράφου Πάρου Φ. Σ. που μεταγράφηκαν νόμιμα, στα οποία περιγράφεται ως μια άμπελος στην θέση ...... έκτασης μιας ζευγαριάς που περιέχει συκιές ελιές και έναν βοσκότοπο ενωμένο με την άμπελο, εκτάσεως όσης είναι που περιέχει μέρη καλλιεργήσιμα και βουστάσια από δύο χωρίσματα και τρείς κυψέλες μελισσών και το οποίο συνορεύει με κτήματα Σ. Ρ., Ι. Ρ., Ι. Λ., Γ. Γ. και οδό 4) ότι στους πωλητές του παραπάνω αγροτικού ακινήτου περιήλθε αυτό από κληρονομική διαδοχή της συγγενούς τους Α. Ρ. και αυτοί στη συνέχεια ασκούσαν, όπως και η δικαιοπάροχός τους, τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής διανοία κυρίου μέχρι την πώλησή του στον Ν. Χ., 5) ότι η ως άνω ενιαία έκταση, περιτοιχισμένη με ξηρολιθιά, συμπίπτει επακριβώς με τα επίδικα ακίνητα και αποτελούσε ανέκαθεν αγροτική ιδιωτική έκταση, καλλιεργούμενη από τους εκάστοτε ιδιοκτήτες αυτής , όπως αποδεικνύεται από τα συμβόλαια αγοραπωλησίας, 6) ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ασκούσε επ αυτής πράξεις νομής διανοία κυρίου από το 1945 και μετά κατά το αναλογούν σε αυτόν κληρονομικό μερίδιο, αρχικά (λόγω της ανηλικότητάς του) δια της μητέρας του και στη συνέχεια αυτοπροσώπως και από το 1969 και στο κληρονομικό μερίδιο της μητέρας του, η οποία νεμόταν αυτό διανοία κυρίου από τα 1945, 7) ότι επί του όλου ενιαίου επιδίκου ακινήτου, που αποτελούσε ανέκαθεν αγροτικό ακίνητο, οι απώτατοι και απώτεροι δικαιοπάροχοι του αναιρεσιβλήτου-ενάγοντος ασκούσαν συνεχώς διακατοχικές πράξεις νομής διανοία κυρίου και στη συνέχεια και ο ενάγων, χωρίς να ενοχληθούν από κανέναν και δη από το Δημόσιο, μέχρι το 2004 που το τελευταίο αμφισβήτησε την κυριότητά του, 8) ότι τα επίδικα ακίνητα δεν είχαν ποτέ τη μορφή δάσους ή δασικής έκτασης αλλά αποτελούσαν τμήμα καλλιεργήσιμης έκτασης και εν μέρει ιδιωτικό βοσκότοπο με βουστάσιο προς εξυπηρέτηση των ιδιοκτητών ενώ η αραιή χαμηλή βλάστηση που παρατηρήθηκε σε αυτά κατά τη σύνταξη της με αρ. 4536/2002 πράξης χαρακτηρισμού της Δ/νσης Δασών Ν. Κυκλάδων, είναι αποτέλεσμα της παύσης της χρήσης από τους ιδιοκτήτες του βοσκοτόπου προς βόσκηση των ποιμνίων τους, 9) ότι ουδέποτε τα επίδικα αποτελούσαν δημόσια έκταση ούτε κατελήφθησαν από το Ελληνικό Δημόσιο κατά την απελευθέρωση του Ελληνικού Κράτους, ότι δεν αποτελούσαν δασική έκταση το 1836 ούτε λιβάδι ή βοσκότοπο πριν από το 1833, δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο δικαιώματι πολέμου ούτε αποτελούσαν εγκαταλειφθέντα κτήματα Οθωμανών, ενώ δεν είχαν ποτέ τον χαρακτήρα αδέσποτων ακινήτων 10) ότι, ενόψει του ότι το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο δεν απέδειξε (λόγω της μη ισχύος του τεκμηρίου κυριότητάς του σε ακίνητα των νήσων Κυκλάδων) ότι τα επίδικα ακίνητα ήταν δημόσια κτήματα κυριότητάς του, δεν ήταν αναγκαία η 30ετής και με καλή πίστη άσκηση νομής επ αυτών έως 11-9-1915 προς κτήση της κυριότητας από ιδιώτες με έκτακτη χρησικτησία. Κατόπιν τούτων το Εφετείο απέρριψε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, που περιέχονται στις ως άνω συνθήκες των Πρωτοκόλλων του Λονδίνου της 3-22/1-2-1830 "περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος" και των ερμηνευτικών του εν λόγω Πρωτοκόλλου κειμένων των τριών προστάτιδων δυνάμεων από 4/16-6-1830 και 1/7(19-8) 1830, την από 3-7-1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης , τις διατάξεις του άρθρου 1 του βδ της 15-12-1833 περί διορισμού φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε καθόσον υπό τα ανωτέρω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Και τούτο διότι κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, τα επίδικα ακίνητα, που αποτελούσαν, πριν τον διαχωρισμό τους το 1960 με αγροτική οδό, ενιαίο ακίνητο, τμήμα μείζονος ακινήτου, ήταν ανέκαθεν ιδιωτική γαία "καθαρής ιδιοκτησίας" ως ανήκουσα πριν την απελευθέρωση του Κράτους στους απώτατους και απώτερους δικαιοπαρόχους του αναιρεσίβλητου , ως ανέκαθεν καλλιεργήσιμη έκταση την οποία νεμόταν αυτοί αδιαλείπτως διανοία κυρίου, ασκώντας σ αυτά όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής και ουδέποτε υπήρξε δημόσιο κτήμα που περιήλθε με κάποιο νόμιμο τρόπο στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου . Επίσης το Εφετείο με τις ανωτέρω παραδοχές του δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφασή του νόμιμης βάσης, καθόσον διέλαβε σ αυτές σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ερμηνεία των ως άνω διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου τις οποίες δεν εφήρμοσε, δεχόμενο ότι το επίδικο ουδέποτε υπήρξε δημόσιο κτήμα που περιήλθε με κάποιο νόμιμο τρόπο στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, παραδοχή που δεν καθιστά περαιτέρω αναγκαία την διευκρίνιση της μορφολογικής κατάστασης των επιδίκων ακινήτων, της ύπαρξης παραχωρηθέντος ιδιωτικού δικαιώματος (τεσσαρούφ) επί τουρκοκρατίας και της άσκησης τριακονταετούς νομής πριν από τις 12-9-1915 προς κατάλυση της κυριότητας του Δημοσίου.
Συνεπώς είναι αβάσιμοι ο πρώτος και ο τέταρτος των λόγων της αναίρεσης με τους οποίους, κατά την εκτίμησή τους, το αναιρεσείον υπό την επίκληση της πλημμέλειας από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτιάται ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις προαναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου. Με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης, το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του αριθμού 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, υπό τις αιτιάσεις ότι το Εφετείο κατά παράβαση της διάταξης άρθρου 338 ΚΠολΔ επέρριψε εσφαλμένα το αντικειμενικό βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του Δημοσίου στο ίδιο και όχι στον ενάγοντα. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο απέρριψε τους ισχυρισμούς του Δημοσίου ως αναπόδεικτους και έκρινε ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή. Με την κρίση του αυτή, δεν υπέπεσε στη νομική πλημμέλεια της εσφαλμένης επιβολής του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, καθόσον οι παραπάνω ισχυρισμοί αποτελούν, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προεκτέθηκε, ενστάσεις και, επομένως, τις συνέπειες του μη σχηματισμού πλήρους δικανικής πεποίθησης για τα γεγονότα που τους στηρίζουν, ήτοι του ότι το επίδικο ήταν δημόσιο κτήμα (δάσος) άλλως χορτολιβαδική έκταση, το οποίο περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του τουρκικού δημοσίου κατά τις προαναφερόμενες Συνθήκες και Πρωτόκολλα, τις έφερε το ενιστάμενο Δημόσιο, που, ως εναγόμενο, πρόβαλε τους ισχυρισμούς αυτούς και όχι ο αναιρεσίβλητος-ενάγων. Επομένως, ο παραπάνω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Με τον τρίτο λόγο, το αναιρεσείον πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για την εκ του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της μη λήψης υπόψη αποδεικτικών μέσων που προσκόμισε και επικαλέσθηκε αυτό και συγκεκριμένα ότι δεν έλαβε υπόψη τα με αρ. πρωτοκ. ... έγγραφα της Δ/νσης Δασών Νομού Κυκλάδων και τα δημόσια έγγραφα που το συνοδεύουν δηλαδή την υπ αρ. ... Πράξη Χαρακτηρισμού, με συνημμένο τοπογραφικό διάγραμμα, την υπ αρ. ... εισήγηση-έκθεση αυτοψίας του δασοπόνου Θ. Ν. του Δασονομείου Νάξου μαζί με την από 12-9-2003 και την επ αυτής έκθεση φωτοερμηνείας του δασολόγου Κ. Γ., την υπ αρ. 810/2004 βεβαίωση της πρωτοβάθμιος Επιτροπής (Ε.Ε.Δ.Α.) Ν. Κυκλάδων και τους ορθοφωτοχάρτες των ετών 1945, 1996, 2007-2009, εικόνα google eagrth 2016 και την κατάθεση της μάρτυρος Α. Α.. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από την παραδεκτή (άρθρο 561§2 του Κ.Πολ.Δ.) επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και ειδικότερα από την περιεχόμενη σ' αυτή βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα, σε συνδυασμό με τις σκέψεις που αυτή περιέχει για τη στήριξη του αποδεικτικού της πορίσματος, δεν καταλείπεται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι πράγματι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις όλα τα παραπάνω έγγραφα. Εξάλλου στην προσβαλλομένη απόφαση γίνεται ρητή μνεία των ορθοφωτοχαρτών των ετών 1945, 1996, 2007-2009, της μαρτυρικής κατάθεσης της Α. Α. (σελ. 29 και 34), της με αρ. ... Πράξης Χαρακτηρισμού και του συνημμένου τοπογραφικού διαγράμματος, (σελ. 27 και 28) καθώς και της υπ αρ. ... εισήγησης-έκθεσης αυτοψίας του δασοπόνου Θ. Ν. (σελ. 28). Τέλος με το πέμπτο λόγο της αναίρεσης πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για την εκ του αριθμού 18 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια υπό τις αιτιάσεις ότι το Εφετείο ως δικαστήριο της παραπομπής δεν συμμορφώθηκε προς την ως άνω 1411/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου. Ειδικότερα το αναιρεσείον ισχυρίζεται ότι το Εφετείο δεν συμμορφώθηκε με την ανωτέρω αναιρετική απόφαση, που έκρινε ότι για τα νησιά των Κυκλάδων, μεταξύ των οποίων και η Πάρος όπου βρίσκονται οι επίδικες εκτάσεις, σύμφωνα με τα Πρωτόκολλα του Λονδίνου σε συνδυασμό με την από 27-6-1832 Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, για εκτάσεις που αφορούσαν τα δάση, τους αιγιαλούς, τα κοινόχρηστα, τις βοσκές και τις εκτάσεις που λόγω της μορφής τους δεν εξουσιάζονται από κανέναν, μετά τον αγώνα της ανεξαρτησίας, κατέστη κύριος αυτών το Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχος του Οθωμανικού Κράτους δικαιώματι πολέμου. Οπως όμως προκύπτει από την επισκόπηση της αναιρετικής απόφασης με αριθμό 1411/2014, ο Αρειος Πάγος αναίρεσε την προσβαλλομένη με αρ. 83/2009 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου, για την εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια και επακριβώς για το λόγο ότι: " Με την κρίση του το Εφετείο παραβίασε τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 1 του β.δ. της 3/15-12-1833, καθόσον απέκλεισε τη δυνατότητα κτήσεως εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου επί λειβαδίων ή βοσκοτόπων, τα οποία αυτό κατείχε στις Κυκλάδες κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ του ανωτέρω βασιλικού διατάγματος και δεν ανήκαν μέχρι τότε σε ιδιώτες, προσδίδοντας στις διατάξεις αυτές έννοια την οποία δεν είχαν". Επομένως ο, με το ανωτέρω περιεχόμενο, προβληθείς λόγος της αναίρεσης εκ του αριθμού 18 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση καθόσον η αναιρετική απόφαση αναίρεσε τη με αρ. 83/2009 απόφαση του Εφετείου, για παραβίαση του άρθρου 1 του β.δ. της 3/15-12-1833 "περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834" και όχι για παραβίαση των επικαλούμενων από το αναιρεσείον διατάξεων ουσιαστικού δικαίου που περιέχονται στα Πρωτόκολλα του Λονδίνου (της 3.12.1830, 4/16.6.1830 και 19.6/1.7.1830) σε συνδυασμό με την από 27-6-1832 Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης και σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο της παραπομπής με τις αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές του δηλαδή ότι δεν αποδείχθηκε ότι τα επίδικα ήταν δημόσια ακίνητα ήτοι βοσκότοπος ή λιβάδι πριν την έναρξη ισχύος του β.δ. 3/15/12/1833 όπως ισχυρίσθηκε το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο, και τις περί τούτου πλήρεις σαφείς και μη αντιφάσκουσες αιτιολογίες του, συμμορφώθηκε με τη διάταξη της αναιρετικής απόφασης και ο λόγος αυτός είναι και αβάσιμος.
Κατ ακολουθία των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να μην περιληφθεί διάταξη περί δικαστικών εξόδων ελλείψει σχετικού προς τούτο αιτήματος λόγω της ερημοδικίας του αναιρεσιβλήτου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10-10-2018 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της με αριθμό 82/2018 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Απριλίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ