
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 808 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 808/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου - Εισηγήτρια, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Βαρβάρα Πάπαρη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κωνσταντίνα Κουτσούλη και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "..." και τον διακριτικό τίτλο "....", που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικού διαδόχου της αρχικά εναγομένης Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεράσιμο Απέργη, που ανακάλεσε την από 19/1/2024 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.
Στο σημείο αυτό, η πληρεξούσια της ως άνω αναιρεσείουσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της κρινόμενης αίτησης σε μεταγενέστερη δικάσιμο, για τους λόγους που ανέπτυξε. Το Δικαστήριο, αφού διασκέφθηκε με την παρουσία και του Γραμματέα του, απέρριψε το αίτημα αναβολής και διέταξε την πρόοδο της δίκης.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7/4/2014 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 3/6/2022 αίτησή της και τους από 19/12/2023 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων αυτής, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη, από 3-6-2022 αίτηση αναίρεσης και τους από 19-12-2023 πρόσθετους αυτής λόγους, προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με αριθμό ... τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο, δέχθηκε την έφεση της ενάγουσας, ήδη αναιρεσείουσας, κατά της ... οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εξαφάνισε την απόφαση αυτή και κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση, απέρριψε την αγωγή της αναιρεσείουσας για αξιώσεις της, από τη μεταξύ αυτής και της αρχικά εναγομένης, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία, ''... ΑΕ'', (στη θέση της οποίας υπεισήλθε, ως καθολική διάδοχος αυτής, η ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία, ''...'', λόγω διάσπασης της πρώτης με απόσχιση του κλάδου διύλισης, εφοδιασμού και πωλήσεων πετρελαιοειδών και πετροχημικών και τη σύσταση της δεύτερης, ήδη αναιρεσίβλητης), από τη μεταξύ τους σύμβαση συνεργασίας (προμήθειας πετρελαιοειδών). Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και συνεπώς είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1). Επίσης, παραδεκτοί είναι και οι ως άνω πρόσθετοι λόγοι, οι οποίοι ασκήθηκαν με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και επιδόθηκε νόμιμα στον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσίβλητων, ως αντίκλητο αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 569 παρ. 2 ΚΠολΔ, ήτοι τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από την ορισθείσα για τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (βλ. τη με αριθμό, ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Δ. Μ.). Επομένως, η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθρο 246 ΚΠολΔ), αλλά και διότι οι πρόσθετοι λόγοι δεν έχουν αυθυπαρξία και συζητούνται, υποχρεωτικά μαζί με την αίτηση αναίρεσης (ΑΠ 527/2023, ΑΠ 1376/2022, ΑΠ 1640/2022) και ακολούθως να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. α' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο λάβει υπόψη αποδεικτικό μέσο, που δεν περιλαμβάνεται στα περιοριστικά καθοριζόμενα από το άρθρο 339 ΚΠολΔ αποδεικτικά μέσα, ή όταν περιλαμβάνεται σ' αυτά, αλλά δεν επιτρέπεται η χρήση του στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 529/2023, ΑΠ 1389/2021). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 340 αρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την 1-1-2016 (και την κατάργηση με το ν. 4335/2015 του άρθρου 270 ΚΠολΔ), το οποίο εφαρμόζεται και στη διαδικασία ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία, λαμβάνονται υπόψη αποδεικτικά μέσα τα οποία πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική αξία καθενός και αποδεικτικά μέσα, τα οποία δεν πληρούν τους όρους του νόμου και τα οποία, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, δηλαδή μόνον εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα. Έτσι, στην τακτική διαδικασία λαμβάνονται υπόψη, αδιακρίτως πλέον, και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, άκυρα και μη συντεταγμένα κατ` αποδεικτικό τύπο, καθώς και ιδιωτικά ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους, γενικά δε, κάθε είδους έγγραφα. Δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, διότι δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων και ένορκες βεβαιώσεις, για τις οποίες δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία (ΑΠ 124/2023, ΑΠ 150/2022, ΑΠ 1135/2021, ΑΠ 1721/2014, ΑΠ 1423/2012). Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 454 ΚΠολΔ, ''αν το έγγραφο, που προσάγεται ως αποδεικτικό μέσο στο δικαστήριο, έχει συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, υποβάλλεται μαζί με επίσημη μετάφρασή του, επικυρωμένη από το Υπουργείο Εξωτερικών, ή άλλο αρμόδιο κατά νόμο πρόσωπο....''. Επομένως, αν προσαχθεί στο δικαστήριο έγγραφο που έχει συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, χωρίς να συνοδεύεται από επίσημη μετάφρασή του, θεωρείται ότι αυτό δεν πληροί τους όρους του νόμου, ως αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 124/2023, ΑΠ 1511/2009). Με βάση, όμως, την άνω διάταξη του άρθρου 340 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, εφόσον δεν συντρέχουν οι προβλεπόμενοι από τις διατάξεις των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ περιορισμοί του εμμάρτυρου μέσου, το προσκομιζόμενο στο δικαστήριο ξενόγλωσσο έγγραφο, χωρίς να συνοδεύεται από επίσημη μετάφραση, ως μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο, λαμβάνεται υπόψη και εκτιμάται ελεύθερα μαζί με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 124/2023, ΑΠ 1483/2021). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11β ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν. Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της, προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε, αλλά και αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν παραδεκτά και εξ αυτού του λόγου δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη (ΑΠ 212/2024, ΑΠ 1526/2023, ΑΠ 746/2022). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, στην κατ' έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, κατά δε τη διάταξη της παρ. 2 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται πρώτη φορά σε αυτό ως απαράδεκτα, αν κατά την κρίση του, ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη, από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια. Ως νέα αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται, είτε αυτά που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτοδίκως, είτε αυτά που υποβλήθηκαν μεν πρωτοδίκως, αλλά ήταν απαράδεκτα, είναι δε αδιάφορο αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αποφάνθηκε ρητά για το απαράδεκτο των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ή αντιπαρήλθε σιωπηρά το τελευταίο και έλαβε αυτά υπόψη του (ΑΠ 1634/2024, ΑΠ 879/2023, ΑΠ 3/2022, ΑΠ 988/ 2021, ΑΠ 308/2020). Τα αποδεικτικά δε αυτά μέσα είναι παραδεκτά στην κατ' έφεση δίκη, αν η νόμιμη επίκληση και προσκομιδή τους, γίνει με τις ενώπιον του εφετείου υποβληθείσες προτάσεις των διαδίκων (ΑΠ 742/2022, ΑΠ 1183/2020, ΑΠ 374/2019, ΑΠ 284/2018, ΑΠ 315/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τους δεύτερο και πρώτο λόγους αναίρεσης, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες από τον αριθμό 11 περ. α και β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αντίστοιχα, με τις αιτιάσεις ότι το Εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος, όσον αφορά τη γνώση της αναιρεσείουσας, σχετικά με το ύψος των τιμών πώλησης των πετρελαιοειδών, τα προσκομιζόμενα το πρώτον ενώπιόν του με τις προτάσεις της αναιρεσίβλητης, ως σχετικό 11, επικυρωμένα αντίγραφα δημοσιεύσεων του περιοδικού, '' ... '', που είχαν συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει, διότι τα έγγραφα αυτά δεν συνοδεύονταν από επίσημη μετάφραση και παράλληλα ήταν απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα, διότι δεν είχαν προσκομιστεί πρωτοδίκως. Ωστόσο, αμφότεροι οι αναιρετικοί αυτοί λόγοι είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι. Ειδικότερα, ο άνω δεύτερος από τον αριθμό 11α του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος, είναι αβάσιμος, διότι, όπως προεκτέθηκε, στην τακτική διαδικασία, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά έγγραφα, τα οποία δεν πληρούν τους όρους του νόμου, όπως τα ξενόγλωσσα έγγραφα, που δεν συνοδεύονται από μετάφραση, εφόσον παράλληλα είναι επιτρεπτή, όπως στην προκείμενη περίπτωση, η εμμάρτυρη απόδειξη, ο δε πρώτος, από τον αριθμό 11β του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος, είναι ομοίως αβάσιμος, διότι σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη νομική σκέψη, τα πιο πάνω έγγραφα, ανεξαρτήτως του αν προσκομίστηκαν παραδεκτά η όχι στη δίκη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, παραδεκτά προσκομίστηκαν στο Εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 529 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, ως νέα αποδεικτικά μέσα.
Κατά το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα, προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ο προβλεπόμενος από τη διάταξη αυτή λόγος αναίρεσης, για παραμόρφωση εγγράφου, ιδρύεται μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο στην ανάγνωση αποδεικτικού, κατά την έννοια των άρθρων, 339 και 432 επ. ΚΠολΔ, εγγράφου, (σφάλμα ανάγνωσης), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει και ακολούθως, στηριζόμενο στο συγκεκριμένο έγγραφο ή κυρίως σε αυτό, καταλήγει σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα, για πράγματα, που έχουν ουσιώδη επιρροή στη δίκη. Δεν περιλαμβάνεται, όμως, στο λόγο αυτό και η περίπτωση, που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήμια για τον αναιρεσείοντα κρίση του, να σχημάτισε το δικαστήριο της ουσίας αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει όταν τούτο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαρθεί η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα, για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης για να είναι ορισμένος και συνεπώς παραδεκτός, πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: α) το έγγραφο που παραμορφώθηκε, κατά τρόπο που να προκύπτει η ταυτότητά του, β) το αληθινό περιεχόμενο του φερόμενου ότι παραμορφώθηκε εγγράφου, κατά λέξη παρατιθέμενο, γ) ποιο ακριβώς περιεχόμενο δέχθηκε το δικαστήριο ότι έχει το έγγραφο αυτό, ώστε από τη σύγκριση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου με εκείνο που φέρεται ότι δέχθηκε η απόφαση να είναι δυνατή η υπό του Αρείου Πάγου κρίση περί της ύπαρξης διαγνωστικού σφάλματος, δ) ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο, ε) ποια ουσιώδη επιρροή άσκησε η λανθασμένη ανάγνωση του εγγράφου επί του διατακτικού της απόφασης, δηλαδή το επιζήμιο συμπέρασμα για τον αναιρεσείοντα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο εξαιτίας της παραμόρφωσης του εγγράφου και στ) να εκτίθεται (ή να προκύπτει) ότι πρόκειται για έγγραφο από τα προβλεπόμενα στα άρθρα 339 ή 432 ΚΠολΔ (ΑΠ 333/2023, ΑΠ 45/2023, ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 272/2020). Η αναιρεσείουσα, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο των αναφερόμενων και ενσωματωμένων στο αναιρετήριο, αντιγράφων δημοσιεύσεων του περιοδικού ''...'', ως προς τις αναφορές, ''CONTACT SALES'' (ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΕ ΤΙΣ ΠΩΛΗΣΕΙΣ) και SUBSCRIPTIONS (ΣΥΝΔΡΟΜΕΣ), δεχόμενο εσφαλμένα ότι από τα έγγραφα αυτά και τις συγκεκριμένες αναφορές, προκύπτει ότι οι τιμές πετρελαιοειδών δημοσιεύονταν και με αυτό τον τρόπο καθίσταντο προσιτές σε κάθε ενδιαφερόμενο και επομένως και στην ίδια (αναιρεσείουσα). Ο αναιρετικός, όμως, αυτός λόγος, με το παραπάνω περιεχόμενο είναι απαράδεκτος, διότι δεν περιλαμβάνει τα στοιχεία της επικαλούμενης πλημμέλειας. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα πέραν του ότι δεν αναφέρει ποιο ακριβώς περιεχόμενο δέχθηκε το δικαστήριο ότι έχουν τα έγγραφα αυτά, με τις άνω αιτιάσεις, δεν αποδίδει στο Εφετείο, εσφαλμένη ανάγνωση του περιεχομένου των εγγράφων, με συνέπεια την παραδοχή πραγματικών περιστατικών, διαφορετικών από εκείνα που πραγματικά διαλαμβάνονται σ' αυτά, παραμορφώνοντας έτσι το περιεχόμενό τους, αλλά εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση του περιεχομένου τους και τη μη συναγωγή του ορθού, κατ' αυτή, αποδεικτικού πορίσματος, σχετικά με την αλήθεια κρίσιμου πραγματικού περιστατικού, ήτοι τη γνώση της αναιρεσείουσας, περί των τιμών των πετρελαιοειδών. Η αποδιδόμενη, εσφαλμένη, όμως, εκτίμηση, ως προς τα συναγόμενα με την εκτίμηση του περιεχομένου των εγγράφων, πραγματικά περιστατικά, δεν μπορεί να ιδρύσει τον από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο. Σε κάθε δε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι οι παραδοχές της προσβαλλόμενης ότι η αναιρεσείουσα γνώριζε τις τιμές των πετρελαιο-ειδών, δεν στηρίχθηκαν αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στα έγγραφα αυτά, αλλά λήφθηκαν υπόψη και τα λοιπά προσκομιζόμενα έγγραφα, μεταξύ των οποίων οι αναφερόμενες επιστολές της αναιρεσίβλητης, με τις οποίες αυτή είχε ενημερώσει την αναιρεσείουσα αναλυτικά για τις τιμές αυτές και τον τρόπο υπολογισμού τους. Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ''η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος''. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, δεν καθιστούν ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και την ηθική, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση που δημιουργήθηκε απ' αυτόν, η οποία επάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, επιπλέον, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, με βάση τις οποίες και την αδράνεια του δικαιούχου, η άσκηση του δικαιώματος, που επακολουθεί και που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί υπό τις πιο πάνω ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται από τα όρια που ορίζονται στην εν λόγω διάταξη (ΟλΑΠ 10/2012, ΑΠ 333/2023, ΑΠ 463/2022). Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει απλώς δυσμενείς συνέπειες (Ολ ΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 10/2012, ΑΠ 1593/2022, ΑΠ 1248/2018, ΑΠ 909/2017). Η διακρίβωση των πράξεων, με τις οποίες ο δικαιούχος άσκησε το δικαίωμά του στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί πραγματικό ζήτημα και κρίνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο της ουσίας, η κρίση του, όμως, αυτή ότι ορισμένη συμπεριφορά υπερβαίνει και μάλιστα προφανώς τα όρια που θέτουν τα παραπάνω κριτήρια είναι νομική και, επομένως, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Ο Άρειος Πάγος, δηλαδή, ελέγχει μόνο αν τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας συνιστούν την προεκτεθείσα νομική έννοια του άρθρου 281 ΑΚ (ΟλΑΠ 8/2018, ΑΠ 1833/2023, ΑΠ 1416/2022, ΑΠ 330/2020, ΑΠ 1352/2011). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, ''αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών''. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 14/2015, ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθά απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν. Στην περίπτωση δε, που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση (ΟλΑΠ 3/2020, ΟλΑΠ 8/2018, ΑΠ 1766/2023, ΑΠ 1096/2022, ΑΠ 2093/2022). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ''έλλειψη αιτιολογίας'', ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της, ''ανεπαρκής αιτιολογία'', ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους ''αντιφατική αιτιολογία'' (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 782/2023, ΑΠ 667/2023). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι, την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 1284/2023). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τους πέμπτο και έβδομο λόγους της αίτησης αναίρεσης και τους πρώτο και δεύτερο πρόσθετους λόγους, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις αιτιάσεις ότι δεχόμενη την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που πρόβαλε η αναιρεσίβλητη και απορρίπτοντας κατόπιν τούτου, την ένδικη αγωγή της, παραβίασε ευθέως, και εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες, την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, το Εφετείο δέχθηκε, ως προς το ενδιαφέρον, τους άνω ερευνώμενους αναιρετικά λόγους, μέρος, τα ακόλουθα: "........ Στις 29-1-2004 συνήφθη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση προμήθειας πετρελαιοειδών προϊόντων, δυνάμει της οποίας η εναγόµενη και ήδη εφεσίβλητη (αναιρεσίβλητη), η οποία είναι εταιρεία διύλισης και εµπορίας πετρελαιοειδών, ανέλαβε την υποχρέωση να πωλεί και να παραδίδει στην ενάγουσα (αναιρεσείουσα), η οποία είναι εταιρεία εµπορίας και διακίνησης υγρών καυσίμων, τις κατά τύπο προϊόντος ποσότητες πετρελαιοειδών προϊόντων που αναγράφονται στον προσαρτηµένο στη σύμβαση ΠΙΝΑΚΑ Ι, που αποτελεί αναπόσπαστο µέρος της. Ως έναρξη ισχύος της σύμβασης ορίστηκε η 1-1-2024, η δε διάρκεια αυτής συμφωνήθηκε αορίστου χρόνου. Με τον όρο 8 της σύμβασης συµμφωνήθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής για τον καθορισμό των τιµών των προϊόντων: ''Οι τιµές πώλησης για προϊόντα που παραδίδονται ΕΧ-WORKS σε σηµεία φόρτωσης που ορίζει ο πωλητής θα προσδιορίζονται σε ημερήσια βάση. Για τον προσδιορισμό της τιµής θα λαμβάνονται υπόψη τα παρακάτω: 8. 1. Για όλα τα προϊόντα, ο µέσος αριθμητικός όρος των δημοσιεύσεων των τιµών HIGH όπως δημοσιεύονται στο περιοδικό, ... για φορτία ... για η χρονικό διάστηµα 4 ηµερών. Οι ηµέρες αυτές είναι οι 3 προηγούμενες δημοσιεύσεις από την ηµεροµηνία έκδοσης της φορτωτικής και η δημοσίευση της ηµεροµηνίας έκδοσης της φορτωτικής. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν θα υπάρχει δημοσίευση ... την ηµεροµηνία έκδοσης της φορτωτικής θα λαμβάνεται υπόψη η αµέσως επόμενη διαθέσιµη. Εάν από το ... γίνει µετά τον υπολογισμό των τιμών διόρθωση της τιµής ενός προϊόντος για οποιαδήποτε ηµέρα από αυτές που έχουν ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της τιµής, η διόρθωση αυτή δεν θα έχει αναδρομική ισχύ για τις ήδη εκδοθείσες τιµές, αλλά θα διαφοροποιηθεί µόνο τις επόμενες εκδόσεις τιµών που περιλαμβάνουν την διορθωμένη τιµή. 8. 2. Στις µέσες δολλαριακές τιµές που προκύπτουν σύμφωνα µε τα παραπάνω, προστίθενται προσαυξήσεις που ισχύουν κατά την ηµεροµηνία έναρξης της σύμβασης και αναφέρονται στο συνηµµένο Παράρτημα Γ. Οι προσαυξήσεις αυτές δύνανται να αυξάνονται ή μειώνονται κατά τη διάρκεια ισχύος της Σύμβασης. α) όσον αφορά την αύξηση των προσαυξήσεων, αυτή θα γίνεται µετά από γραπτή ειδοποίηση του Αγοραστή εκ µέρους του Πωλητή ένα µήνα πριν, εφόσον διεθνώς παρατηρούνται απρόβλεπτες µεταβολές συνθηκών αγοράς (αυξήσεις στις τιµές αργού, προϊόντων, ναύλων κ.λ.π.). Εάν ο Αγοραστής δεν αποδεχθεί την αύξηση των προσαυξήσεων υποχρεούται εντός 10 εργασίμων ηµερών από την ημερομηνία γνωστοποίησης σε αυτόν, να το γνωρίσει εγγράφως στον Πωλητή. Στην περίπτωση αυτή κάθε ένα από τα συμβαλλόμενα µέρη έχει το δικαίωµα να καταγγείλει εγγράφως τη σύµβαση. Τα αποτελέσµατα της καταγγελίας επέρχονται µετά την πάροδο 60 ηµερών από την ηµεροµηνία γνωστοποίησής της. [...]. β) Όσον αφορά την µείωση, αυτή είναι δυνατόν να γίνει μονομερώς από τον Πωλητή και χωρίς προειδοποίηση. γ) Ο πωλητής και ο αγοραστής δικαιούνται να ζητήσουν αλλαγή της βάσης υπολογισμού (παρ. 8. 1.) λόγω απρόβλεπτης μεταβολής των συνθηκών αγοράς, σύμφωνα µε την διαδικασία της παραγράφου 8.2(α). 8.3. Οι παραπάνω δολλαριακές τιµές που προκύπτουν µε βάση τις ανωτέρω παραγρ. 8.1. και 8.2. μετατρέπονται σε ΕΥΡΩ χρησιμοποιώντας τον µέσο αριθμητικό όρο της ισοτµίας πωλήσεως δολλαρίου του δελτίου τιµών αναφοράς συναλλάγματος της Τράπεζας της Ελλάδος, που εκδίδεται και είναι διαθέσιµο για το χρονικό διάστηµα 4 ηµερών. Οι ηµέρες αυτές είναι οι 3 προηγούμενες δημοσιεύσεις από την ηµεροµηνία έκδοσης της φορτωτικής και η δημοσίευση της ημερομηνίας έκδοσης της φορτωτικής. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν θα υπάρχει δημοσίευση ισοτιµίας την ηµέρα έκδοσης της φορτωτικής θα λαμβάνεται υπόψη η αµέσως επόµενη διαθέσιµη. 8 .4. Για τα προϊόντα που τιμολογούνται κατ' όγκον χρησιμοποιούνται οι πυκνότητες που αναφέρονται στο Παράρτημα Δ και οι οποίες δύνανται να αναθεωρούνται ανά τρίµηνο από τον Πωλητή, εφόσον τα παραγωγικά στοιχεία του Διϋλιστηρίου διαφοροποιηθούν. 8. 5. Για τις ειδικές υπηρεσίες που θα παρέχονται από τον Πωλητή στα σηµεία φόρτωσης συμφωνούνται πρόσθετες αμοιβές που θα καταβάλλονται στον Πωλητή, σύμφωνα µε όσα αναφέρονται στα παραρτήματα Α1 και Α2 που αποτελούν αναπόσπαστο µέρος της παρούσας. Οι αμοιβές αυτές που αναγράφονται στα Παραρτήματα Α1 και Α2 ισχύουν για το 2004. Για τα επόµενα ετη θα αναπροσαρµόζονται µε βάση τον µέσο ετήσιο πληθωρισμό εκτός αν τεκμηριώνεται διαφορετική ανατροσαρµογή.''. Με το Παράρτημα Γ της σύμβασης προβλέφθηκαν συγκεκριμένες τιµές προσαυξήσεων για κάθε κατηγορία προϊόντος και ειδικότερα (όσον αφορά στα που αναφέρονται στην υπό κρίση υπόθεση) για βενζίνη αµόλυβδη LRΡ 26,5 δολάρια ανά κυβικό μέτρο, για βενζίνη αμόλυβδη 95 RΟΝ 23,5 δολάρια/κυβικό µέτρο, για ντήζελ κίνησης 22,5 δολάρια/ κυβικό μέτρο, για ντήζελ θέρµανσης 22,5 δολάρια/κυβικό μέτρο. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η τιμολόγηση των προϊόντων συμφωνήθηκε να γίνεται µε το συνυπολογισµό τριών παραγόντων, ήτοι µίας µέσης τιµής για φορτία FOB MED και µίας µέσης ισοτιµίας ευρώ/δολαρίου, οι οποίες αμφότερες μεταβάλλονται καθημερινά και προσδιορίζονται µε τον τρόπο που ορίζεται στη σύμβαση, και της συμφωνηθείσας προσαύξησης, η οποία προβλέφθηκε καταρχήν σταθερό μέγεθος και ήταν δυνατό να μεταβάλλεται µε ορισμένη διαδικασία. Ο όρος FOB (Free On Board) είναι Διεθνής Όρος το Συναλλαγών (incoterms), ήτοι εμπορικό έθιμο κωδικοποιηθέν από το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο, ο οποίος εφόσον συμφωνηθεί από τα µέρη διεθνών συναλλαγών, διέπει τη µεταξύ τους συναλλακτική σχέση. Ο συγκεκριμένος όρος FΟΒ έχει την έννοια ότι ο πωλητής υποχρεούται να παράσχει το πράγµα επί του πλοίου και φέρει τις δαπάνες και τους κινδύνους µέχρι και τη φόρτωση, χωρίς να βαρύνεται, μεταξύ άλλων, µε δαπάνες μεταφοράς ή ασφάλισης του πράγματος, όπως συμβαίνει στην περίπτωση συνοµολόγησης του όρου CIF (.......) σύμφωνα µε τον οποίο ο πωλητής υποχρεούται να συνάψει τη σύµβαση µεταφοράς των πραγμάτων και να ασφαλίσει αυτά κατά των κινδύνων της µεταφοράς. Περαιτέρω, η συμφωνηθείσα προσαύξηση καθορίστηκε σε τιµές δολαρίων ανά κυβικό µέτρο προϊοντος και συμπεριελάμβανε κάθε άλλη χρέωση που συνυπολογιζόταν στο τίµηµα, πέρα του κόστους κτήσης του προϊόντος από το εξωτερικό από την προμηθεύτρια εταιρεία (υπολογιζόµενου µε τιµές FΟΒ ΜΕD, δηλαδή άνευ κόστους μεταφοράς και ασφάλισης). Με την υπ' αρ. οικ. 30550/2008 (ΦΕΚ Β/2551/ 16.12.2008) απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης υποχρεώθηκαν οι εγχώριες εταιρείες διύλισης µε την επωνυμία ''... Α.Ε.'' (εναγόµενη - εφεσίβλητη) και '' ....'' σε γνωστοποίηση στο Υπουργείο Ανάπτυξης και στις εταιρείες εµπορίας πετρελαιοειδών, του εκάστοτε ισχύοντος ανταλλάγματος τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας που χρεώνουν τις εταιρείες εµπορίας και τους μεγάλους τελικούς καταναλωτές τόσο στην εγχώρια αγορά (βενζίνες, πετρέλαιο κίνησης, θέρμανσης), όσο και στη διεθνή αγορά (αεροπορικά, ναυτιλιακά καύσιμα), αρχής γενομένης από την 1η Μαρτίου 2009. Επ' ευκαιρία της ως άνω νομοθετικής μεταβολής, η εναγόµενη - εφεσίβλητη απέστειλε στην ενάγουσα - εκκαλούσα την επιστολή της µε α.π. 10096/17.2.2009, µε την οποία την ενηµέρωνε ότι ήδη από το τελευταίο δίµηνο του έτους 2008 εξέταζε το ενδεχόμενο αλλαγής της τιµολογιακής της πολιτικής και µε την εν λόγω επιστολή γνωστοποιούσε την τελική της πρόταση για τη νέα τιμολόγηση από 1.3.2009, ζητούσε δε να της γνωστοποιηθεί τυχόν συμφωνία της τελευταίας (ενάγουσας - εκκαλούσας) µε την εν λόγω µεταβολή µέχρι τις 24.2.2009, προκειµένου να προβεί σε τροποποίηση της σύμβασης. Με την προτεινόμενη αυτή µεταβολή ο τύπος υπολογισμού του τιµήµατος που προβλεπόταν στο άρθρο 8 της σύμβασης λάμβανε την εξής µορφή: ....... Περαιτέρω, µε την επιστολή µε α.π. 10170/26.2.2009 η εναγόµενη - εφεσίβλητη γνωστοποίησε στην ενάγουσα εκκαλούσα ότι λόγω µη ανταπόκρισης στην προηγούµενη επιστολή της και εφόσον δεν υπάρξει απάντηση µέχρι τις 27.2.2009, θα θεωρήσει ότι συμφωνεί µε την πρότασή της για τροποποίηση της σύμβασης από την 1.3.2009. Περαιτέρω, µε την υπ' αριθμ. πρωτ. ... επιστολή της, η οποία συνομολογείται ότι παρελήφθη από την αντίδικό της, η εφεσίβλητη - εναγόµενη απέστειλε στην εκκαλούσα - ενάγουσα νέο κείµενο σύμβασης προμήθειας πετρελαιοειδών προϊόντων, ζητώντας από αυτή να της επιστραφεί υπογεγραμμένο από το νόμιμο εκπρόσωπό της, προκειµένου να υπογραφεί και από το νόµιµο εκπρόσωπο της ίδιας. Στο εν λόγω σχέδιο σύμβασης προβλεπόταν στο άρθρο 8 ότι το τίµηµα για τις πωλούμενες ποσότητες προϊόντων θα καθορίζεται µε βάση τον τύπο .............., όπως αυτός αναλύθηκε παραπάνω. Μολονότι, λοιπόν, δεν προκύπτει ότι η εκκαλούσα - ενάγουσα εταιρεία απάντησε οποτεδήποτε στις ως άνω επιστολές, ούτε ότι υπογράφηκε από τους νοµίµους εκπροσώπους της το νέο κείµενο σύμβασης, η εφεσίβλητη - εναγόµενη ξεκίνησε από την 1.3.2009 να τιµολογεί τις πωλούμενες ποσότητες πετρελαιοειδών µε βάση τον µαθηµατικό τύπο που αναφέρει στην επιστολή της µε α.π. ..., ήτοι........ Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο τρόπος υπολογισμού του συμβατικού τιµήµατος μεταβλήθηκε µετά την 1.3.2009 λόγω νομοθετικής ρύθμισης που καθιστούσε αναγκαία τη µεταβολή αυτή, για την οποία τηρήθηκε η διαδικασία που προβλεπόταν στο άρθρο 8.2 της από 29.1.2004 σύμβασης. Ειδικότερα, σύμφωνα µε την υπ αρ. οικ. 30550/2008 Υπουργική Απόφαση η εφεσίβλητη - εναγόµενη εταιρεία ανέλαβε µόνο την υποχρέωση γνωστοποίησης του εκάστοτε ισχύοντος ανταλλάγματος τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας που εμπεριέχεται στις τελικές τιµές πώλησης των προϊόντων της προς τις εταιρείες εµπορίας πετρελαιοειδών, όπως η εκκαλούσα - ενάγουσα εταιρεία, το οποίο εξαρχής συνυπολόγιζε στις συμβατικές τιµές προσαυξήσεων, µε συνέπεια να µη συντρέχει λόγος εξ ολοκλήρου αναθεώρησης του συμβατικού τρόπου καθορισμού του τιµήµατος. Η εν λόγω υποχρέωση γνωστοποίησης δεν αποδείχθηκε ότι ήταν αδύνατο να εκπληρωθεί χωρίς να τροποποιηθεί εξ ολοκλήρου ο συµβατικός τρόπος υπολογισμού του τιµήµατος που είχε αρχικώς συμφωνηθεί. Με τη µεταβολή του 2009 τροποποιήθηκαν όλοι οι παράγοντες καθορισμού του τιµήµατος που είχαν συμφωνηθεί µε την από 25.1.2004 σύμβαση, χωρίς να προκύπτει ότι υφίσταται περίπτωση εφαρµογής της διαδικασίας του άρθρου 8.2 αυτής, ήτοι ότι υφίστατο απρόβλεπτη µεταβολή των συνθηκών αγοράς που παρείχε το δικαίωµα στην προμηθεύτρια εταιρεία να ζητήσει την αλλαγή της βάσης υπολογισμού του τιµήµατος στο σύνολό της. Εξάλλου, από το περιεχόµενο της εισήγησης της Διεύθυνσης Πωλήσεων Πετρελαιειδών Ελλάδος της εφεσίβλητης - εναγόµενης εταιρείας µε α.π. 75/12.2.2009 συνάγεται σαφώς ότι η µεταβολή των λοιπών παραγόντων υπολογισμού του τιμήματος, πλην του ανταλλάγματος τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας, αποτελούσε επιλογή της εταιρείας, η οποία δεν είχε σχέση µε τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από την υπ' αρ. οικ. 305950/2009 Υπουργική Απόφαση.
Συνεπώς, η µη απάντηση της εκκαλούσας - ενάγουσας εταιρείας στις δύο προαναφερθείσες επιστολές της εφεσίβλητης - εναγοµένης εταιρείας, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι επέφερε την τροποποίηση του σχετικού συμβατικού όρου µετά την πάροδο ενός µηνός από την ειδοποίησή της, σύμφωνα µε το άρθρο 8.2 της σύμβασης, η δε εφεσίβλητη - εναγόµενη εταιρεία, η οποία από την 1.9.2009 ξεκίνησε να εφαρμόζει τον ως άνω τρόπο υπολογισμού για την τιμολόγηση των πωλουμένων ποσοτήτων προϊόντων προς την εκκαλούσα - ενάγουσα δεσµευόταν από το αρχικό κείµενο της σύμβασης και δεν είχε το δικαίωµα επιβολής μεγαλύτερων τιµών για τα πωλούμενα προϊόντα από τις τιµές που προέκυπταν µε βάση την από 25.1.2004 σύμβαση.
Συνεπώς, έσφαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη - εναγόµενη προέβη σε τιμολόγηση των αναφερόµενων στην αγωγή πωληθέντων εμπορευμάτων µε τρόπο διαφορετικό από αυτόν που οι διάδικοι είχαν ορίσει συμβατικά και αφού γίνει δεκτός ο σχετικός πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουµένη απόφαση και να κρατηθεί και δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο η ένδικη αγωγή. Περαιτέρω, από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά µέσα, αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα - ενάγουσα εταιρεία όχι µόνο δεν απάντησε στις ως άνω επιστολές της εφεσίβλητης - εναγοµένης προμηθεύτριάς της, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε, κατά το χρονικό διάστηµα από την εφαρµογή του νέου τρόπου υπολογισμού του τιµήµατος, την 1.3.2009 μέχρι την άσκηση της ενδικης αγωγής, κατατεθείσας στις 8.4.2014, ήτοι ουδόλως διαμαρτυρήθηκε για χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο της πενταετίας, για το περιεχόµενο και τις συνέπειες του υπολογισμού αυτού. Αντιθέτως, εξακολούθησε να προβαίνει σε παραγγελίες προϊόντων και να εξοφλεί όλα τα εκδοθέντα τιμολόγια για τις παραδοθείσες από την εφεσίβλητη - εναγόμενη ποσότητες µέχρι το µήνα Ιούνιο του 2013, τα οποία είχαν εκδοθεί κατ' εφαρµογή του νέου τρόπου υπολογισμού του τιµήµατος. Η εκκαλούσα - ενάγουσα απέστειλε εντός του ίδιου χρονικού διαστήµατος περισσότερες εξώδικες επιστολές προς την εφεσίβλητη - εναγόµενη, χωρίς να προβάλλει οποιαδήποτε αντίρρηση επί του τρόπου υπολογισμού του τιµήµατος. Μάλιστα, στην από 17.5.2013 εξώδικη δήλωσή της πρότεινε σε συμψηφισµό δικές της απαιτήσεις έναντι των αξιώσεων της εφεσίβλητης - εναγοµένης, προερχοµένων από τιμολόγια, στα οποία έχει γίνει υπολογισμός του τιµήµατος µε βάση το νέο τύπο υπολογισμού του, χωρίς να αμφισβητείται από την εκκαλούσα - ενάγουσα η ορθότητα του υπολογισμού αυτού. Ο ισχυρισμός της εκκαλούσας - ενάγουσας ότι έλαβε για πρώτη φορά γνώση των τιµών ... στις 6.3.2014, ήτοι λίγο πριν την άσκηση της ένδικης αγωγής και συνεπώς δεν μπορούσε να γνωρίζει την αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιµος, δεδομένου ότι οι τιµές αυτές δημοσιεύονταν και µε αυτό τον τρόπο καθίσταντο προσιτοί σε κάθε ενδιαφερόμενο, αλλά σε κάθε περίπτωση η εφεσίβλητη - εναγόµενη είχε ενημερώσει την εκκαλούσα - ενάγουσα αναλυτικά για την αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού, µε τις προαναφερθείσες επιστολές της. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η εκκαλούσα - ενάγουσα µε την ως άνω συμπεριφορά της κατά το χρόνο µετά την 1.3.2009 και µέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής δημιούργησε στην εφεσίβλητη - εναγόµενη την εύλογη πεποίθηση ότι αποδέχεται τη νέα τιμολογιακή της πολιτική και δη τον υπολογισμό του συμβατικού τιµήµατος µε βάση τον προαναφερθέντα τύπο υπολογισμού, µε συνέπεια να κρίνεται προφανώς αντίθετη στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, κατ' άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση της αγωγής µε την οποία ζητεί τον καθορισμό του τιµήµατος κάθε πώλησης πετρελαιοειδών προϊόντων µε βάση το περιεχόµενο του σχετικού όρου της από 25.1.2004 σύμβασης και όχι µε βάση τον νέο τρόπο υπολογισμού, τον οποίο εφάρμοσε η εφεσίβλητη - εναγόµενη από την 1.3.2009.
Συνεπώς, γενομένης δεκτής ως ουσιαστικά βάσιµης της σχετικής ένστασης της εφεσίβλητης - εναγοµένης, την οποία, όπως προαναφέρθηκε, παραδεκτά επαναφέρει και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιµη....". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι η άσκηση του αγωγικού δικαιώματος της αναιρεσείουσας, να διεκδικήσει την επιστροφή μέρους του καταβληθέντος από αυτή τιμήματος, από τις μεταξύ αυτής και της αναιρεσίβλητης καταρτισθείσες συμβάσεις πώλησης πετρελαιοειδών, κατά το χρονικό διάστημα από Απρίλιο 2009 έως και τον Ιούνιο του 2013, επικαλούμενη παραβίαση από την αναιρεσίβλητη των όρων της μεταξύ τους σύμβασης, με τις αναφερόμενες αντισυμβατικές χρεώσεις, υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη, δηλαδή η απαιτούμενη στις συναλλαγές ευθύτητα και εντιμότητα, καθώς και τα όρια τα επιβαλλόμενα από τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, καθόσον τα πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά πληρούσαν το πραγματικό της διάταξης αυτής και δικαιολογούσαν την παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της προβληθείσας από την αναιρεσίβλητη ένστασης περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της αναιρεσείουσας, αφού η άσκηση του αξιούμενου με την αγωγή ως άνω δικαιώματος, ενέχει πράγματι προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ. Ειδικότερα, τα ως άνω πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά, ήτοι, α) η πάροδος χρονικού διαστήματος, μεγαλύτερου της πενταετίας από την 1-3-2009, οπότε η αναιρεσίβλητη προέβη σε αλλαγή τιμολόγησης των τιμών πώλησης πετρελαιοειδών, μέχρι την άσκηση της αγωγής στις 8-4-2014, χωρίς να διατυπωθεί εκ μέρους της αναιρεσείουσας οποιοδήποτε παράπονο ή διαμαρτυρία ως προς την αλλαγή των τιμών αυτών, β) η επαγγελματική επιλογή της αναιρεσείουσας να συνεχίσει τη συνεργασία της με την αναιρεσίβλητη, ήτοι να προβαίνει σε παραγγελίες προϊόντων και να εξοφλεί όλα τα εκδοθέντα τιμολόγια για τις παραδοθείσες από την αναιρεσίβλητη ποσότητες, τα οποία είχαν εκδοθεί κατ' εφαρµογή του νέου τρόπου υπολογισμού του τιµήµατος, από 1-3-2009 µέχρι και το µήνα Ιούνιο του 2013, γ) η ενημέρωση της αναιρείουσας από την αναιρεσίβλητη, αναλυτικά για την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των τιμών, με τις αναφερόμενες με απ. 10096/17-2-2009, 10170/26-2-2009 και 493/8-10-2010 επιστολές της, εντός του ίδιου χρονικού διαστήµατος και οι προσκλήσεις της αναιρεσίβλητης προς αυτή, για την τροποποίηση της σύμβασης ως προς τον καθορισμό του τιμήματος, στις οποίες η αναιρεσείουσα δεν ανταποκρίθηκε, δ) η από 17-5-2013 εξώδικη δήλωση της αναιρεσείουσας προς την αναιρεσίβλητη, με την οποία πρότεινε σε συμψηφισµό δικές της απαιτήσεις έναντι των αξιώσεων της τελευταίας, προερχοµένων από τιμολόγια, στα οποία έχει γίνει υπολογισμός του τιµήµατος µε βάση το νέο τύπο υπολογισμού του, χωρίς να αμφισβητείται από αυτή η ορθότητα του υπολογισμού των τιμών, ε) η καθυστέρηση άσκησης της αγωγής επί πέντε έτη, από την 1-3-2009 µέχρι τις 8-4-2014 και στ) η εν γένει συμπεριφορά της αναιρεσείουσας, η οποία δημιούργησε στην αναιρεσίβλητη την εύλογη πεποίθηση ότι αποδέχεται τη νέα τιμολογιακή της πολιτική, έτσι ώστε τυχόν ανατροπή της κατάστασης, που διαμορφώθηκε και παγιώθηκε, εξαιτίας της παραπάνω, προηγηθείσας της άσκησης της ένδικης αγωγής, συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας, που είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στην αναιρεσίβλητη η εύλογη πεποίθηση ότι αυτή δεν θα ασκήσει το δικαίωμά της να ζητήσει τις διαφορές τιμών, επάγεται επαχθείς συνέπειες για την αναιρεσίβλητη, ενόψει και του ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, η επιχειρούμενη από την αναιρεσείουσα ανατροπή της διαμορφωμένης κατάστασης δεν απαιτείται να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στην αναιρεσίβλητη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά της, καταφάσκουν την ουσιαστική βασιμότητα της σχετικής από το άρθρο 281 ΑΚ ένστασης της αναιρεσίβλητης, αφού η πράγματι υπό τις εκτεθείσες ως άνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, η επιδίωξη της αναιρεσείουσας να της επιδικαστεί το άνω ποσό της διαφοράς τιμήματος, είναι αντίθετη στη συναλλακτική καλή πίστη και στον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του ασκηθέντος δικαιώματός της. Περαιτέρω το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ' αυτή την απαιτουμένη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό της προδιαληφθείσας ουσιαστικού δικαίου διάταξης (281 ΑΚ) και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής εφαρμογή αυτής, την οποία έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, καθόσον αναφέρονται στην απόφαση, με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις τα άνω πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα, χωρίς να απαιτείται η παράθεση και άλλων, πέραν των όσων διέλαβε περιστατικών, ως προς τις ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, με βάση τις οποίες, σε συνδυασμό και με την παρέλευση χρονικού διαστήματος, η άσκηση του δικαιώματος της αναιρεσείουσας, να εξέρχεται των τιθέμενων με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ορίων. Επομένως, οι άνω λόγοι αναίρεσης, στους οποίους, υπό την επίκληση των από το άρθρο 559, αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ πλημμελειών, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Οι διαλαμβανόμενες στους άνω λόγους, λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, σύμφωνα με τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση, δεχόμενη την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματός της, ουδόλως αξιολογεί το γεγονός, ότι η ίδια αρνήθηκε να υπογράψει τη νέα σύμβαση που της απέστειλε η αναιρεσίβλητη με τις νέες τιμές και επιπλέον περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες, ως προς την αδράνεια της ίδιας για την άσκηση των δικαιωμάτων της και τη γνώση αυτής σχετικά με τις αντισυμβατικές χρεώσεις, παραγνωρίζοντας τον ισχυρισμό της, ότι έλαβε γνώση των τιμών πετρελαιοειδών '' ...'', για πρώτη φορά στις 6-3-2014, καθώς και το γεγονός ότι για να υπάρξει εκ μέρους της αναιρεσείουσας έλεγχος της ορθότητας των χρεώσεων της αναιρεσίβλητης, έπρεπε η ίδια να γνωρίζει τις τιμές, ''... ΗFOB'', τις οποίες, όμως, ουδέποτε η αναιρεσίβλητη της γνωστοποίησε, αλλά γνώση αυτών έλαβε στις 6-3-2014, από το περιοδικό ..., έναντι αμοιβής, είναι απαράδεκτες, διότι πλήττουν την επί της ουσίας κρίση του δικαστηρίου που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11γ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα, είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από το διάδικο. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί δε γι' αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της απόφασης, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Πάντως, η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων, που με επίκληση προσκομίστηκαν, δεν αποκλείει την ίδρυση του πιο πάνω λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Αρκεί και μόνο η ύπαρξη αμφιβολιών για την ίδρυση του παρόντος λόγου (ΟλΑΠ 8/2016, ΑΠ 667/2023, ΑΠ 931/2019, AΠ 961/2017, ΑΠ 204/2017). Ο λόγος δε αυτός αναίρεσης, δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι αυτό έχει, διότι με την αιτίαση αυτή πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, ΑΠ 192/2020, ΑΠ 845/2018, ΑΠ 1521/2017, ΑΠ 343/2017). Η αναιρεσείουσα, με τον τέταρτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, με τις αιτιάσεις ότι το Εφετείο, για τη συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε την από αυτή προσκομιζόμενη με την προσθήκη των προτάσεών της σύμβαση, από την οποία προκύπτει ότι για να έχει κάποιος ενημέρωση των τιμών ..., από τον Οργανισμό, ..., απαιτείτο η καταβολή συνδρομής, ύψους από 5.000 δολάρια έως 14.000 δολάρια, μηνιαίως. Ωστόσο, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο αποδείχθηκαν, ''από όλα τα έγγραφα που νόμιμα μετ' επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, και τα οποία εκτιμώνται είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων....'', σε συνδυασμό και με το πλήρες και χωρίς αντιφάσεις και κενά περιεχόμενο της απόφασης αυτής, δεν καταλείπεται καμμιά αμφιβολία, αλλά καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μετά των λοιπών αποδείξεων και το φερόμενο ως αγνοηθέν, ως άνω, αποδεικτικό μέσο, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγησή του, καθορίζοντας τη βαρύτητά του ή την επιρροή του στα αποδεικτέα θέματα. Επομένως, ο ως άνω αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. ''Ως πράγματα'' κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και, επομένως, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και όχι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 1418/2018). Προς τους μη προταθέντες ισχυρισμούς, εξομοιώνονται και εκείνοι, που προτείνονται μη νομίμως και ειδικά απαραδέκτως, ακόμη και όταν προτείνονταο για πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη. Η ερμηνεία αυτή δεν αποκλείεται από το ότι η διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ανάγει σε ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης και την από το δικαστήριο παρά το νόμο μη κήρυξη απαραδέκτου, διότι η διάταξη αυτή, που καλύπτει πολλές περιπτώσεις δικονομικών απαραδέκτων, ασχέτων προς τη διάταξη του αριθμού 8 του ιδίου άρθρου, συμπορεύεται με την τελευταία στην περίπτωση, κατά την οποία έχουν ληφθεί υπόψη ''πράγματα'', που προτάθηκαν απαραδέκτως, δεδομένου ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να αποκλειστεί η παράλληλη εφαρμογή και των δύο λόγων αναίρεσης στην περίπτωση αυτή (ΑΠ 1272/2021, ΑΠ 1242/2021, ΑΠ 899/2019, ΑΠ 128/2008). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ' έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν : 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ..., ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ..... Κατά τη σαφή έννοια της διάταξης αυτής παρέχεται στον εφεσίβλητο, ανεξαρτήτως της ιδιότητας που είχε στον πρώτο βαθμό (δηλαδή του ενάγοντος, του εναγομένου ή του παρεμβαίνοντος), η πρόσθετη δικονομική δυνατότητα της πρότασης απεριορίστως νέων πραγματικών ισχυρισμών, προς υπεράσπιση κατά της έφεσης, υπό την προϋπόθεση, ότι με αυτούς δεν επέρχεται μεταβολή της βάσης της αγωγής. Ειδικότερα, ο εναγόμενος, ως εφεσίβλητος, μπορεί να προτείνει στην κατ' έφεση δίκη οποιαδήποτε ένσταση καταλυτική ή διακωλυτική του δικαιώματος, που κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Έτσι, μπορεί να προτείνει για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο την ένσταση απαραδέκτου της αγωγής (ή την ένσταση παραγραφής της επίδικης αξίωσης), αλλά και ενστάσεις που πρότεινε πρωτόδικα και είτε αυτές δεν ερευνήθηκαν, είτε απορρίφθηκαν ως αόριστες (ΑΠ 957/2022, ΑΠ 796/2020, ΑΠ 1674/2017, ΑΠ 1433/2011, ΑΠ 342/2009). Η αναιρεσείουσα με τον έκτο λόγο λόγο αναίρεσης, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 14 και 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις αιτιάσεις ότι το Εφετείο, παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη την προβληθείσα, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με τις έγγραφες προτάσεις της εφεσίβλητης ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, και, κατά τούτο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν νομίμως. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτουν τα εξής: Με την ένδικη αγωγή, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η ενάγουσα - εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα, επικαλούμενη ότι η εναγομένη, ήδη αναιρεσίβλητη, στα παραστατικά που εξέδωσε για την προς αυτή πωλήσεις πετρελαιοειδών προϊόντων, που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια της καταρτισθείσας μεταξύ τους σύμβασης εμπορικής συνεργασίας, κατά το χρονικό διάστημα από Απρίλιο 2009 μέχρι Ιούνιο 2013, προέβη σε τιμολόγηση των πωληθέντων, με διαφορετικό τρόπο από τον οριζόμενο στη σύμβαση, έτσι ώστε το τίμημα των πωληθέντων προϊόντων να υπερβαίνει το προβλεπόμενο στη σύμβαση και λόγω της τιμολόγησης αυτής, η ίδια να της έχει καταβάλει επιπλέον ποσό, ύψους 1.288.553,42 ευρώ, ζήτησε μετά από περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής της σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει εντόκως το άνω ποσό, που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των αυξημένων τιμών μονάδος που χρέωσε η εναγομένη τα πωληθέντα εμπορεύματα και αυτών που όφειλε να χρεώσει με βάση τη σύμβαση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με τη με αριθμό ... απόφασή του, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, την απέρριψε ως αβάσιμη κατ' ουσία, δεχόμενο ότι έλαβε χώρα τροποποίηση της σύμβασης προμήθειας από 1-3-2009 και εφεξής. Κατά της απόφασης αυτής, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα άσκησε έφεση, με την οποία παραπονέθηκε για την κατ' ουσίαν απόρριψη της αγωγής της, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με την αναίρεση απόφαση. Με την απόφαση αυτή, το Εφετείο όπως ήδη εκτέθηκε, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δεχόμενο σχετικό λόγο της έφεσης της αναιρεσείουσας και ακολούθως κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση, απέρριψε την αγωγή, κατά παραδοχή της ένστασης της εναγομένης - εφεσίβλητης - αναιρεσίβλητης, από το άρθρο 281 ΑΚ, για την οποία (ένσταση) έκρινε ότι παραδεκτά επαναφέρθηκε ενώπιον αυτού. Η εν λόγω ένσταση είχε προβληθεί παραδεκτά από την αναιρεσίβλητη πρωτοδίκως, χωρίς, όμως, να εξεταστεί, μετά την απόρριψη της αγωγής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ακολούθως δε, επαναφέρθηκε παραδεκτά από την εφεσίβλητη, ήδη αναιρεσίβλητη, με τις προτάσεις της ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή τους, προς απόκρουση της έφεσης και υποστήριξη του διατακτικού της εκκαλουμένης απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 527 ΚΠολΔ. Επομένως, το Εφετείο δεχόμενο την παραδεκτή προβολή της ένστασης αυτής, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια από τους αριθμούς 14 και 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την αναιρεσείουσα με τον άνω λόγο της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, οι ρηθείσες πλημμέλειες (παρά το νόμο μη κήρυξη απαραδέκτου της ένστασης και, κατά τούτο, της λήψης υπόψη πραγμάτων μη νομίμως προταθέντων), είναι αβάσιμα. Από τις διατάξεις των άρθρων, 176 και 183 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, ως προς την τελική κατανομή των δικαστικών εξόδων των διαδίκων καθιερώνεται η αρχή της ήττας, η οποία ισχύει και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, δηλαδή σε περίπτωση παραδοχής του ένδικου μέσου της έφεσης, οπότε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικάζει την υποβληθείσα αίτηση παροχής έννομης προστασίας, ως ηττηθείς διάδικος, που βαρύνεται με την πληρωμή των εξόδων του αντιδίκου του αμφοτέρων των βαθμών, λογίζεται εκείνος ως προς τον οποίο αποβαίνει δυσμενής η κατάληξη της δίκης με την παραδοχή ή την απόρριψη της αίτησης, αδιαφόρως αν αυτός άσκησε το ένδικο μέσο ή ο αντίδικος του. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων, 176 εδ. α, 178, 183 και 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η κρίση του δικαστηρίου, πρωτοβάθμιου ή δευτεροβάθμιου, περί της έκτασης της καταδίκης του ηττώμενου διαδίκου στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου του ανάγεται σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και γι' αυτό είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Επίσης, η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε, δεν έχει ανάγκη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αφού είναι απόρροια της αρχής της ήττας, ούτε έχει ανάγκη αιτιολόγησης η σχετική δικανική κρίση (ΑΠ 755/2022, ΑΠ 461/2021, ΑΠ 453/2020, ΑΠ 264/2019, ΑΠ 718/2018, ΑΠ 192/2016). Στη προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και την απόρριψη της αγωγής της αναιρεσείουσας, επέβαλε σε βάρος αυτής, λόγω της ήττας της, τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία όρισε στο ποσό των 26.000 ευρώ. Η αναιρεσείουσα, με τον όγδοο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση, την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις αιτιάσεις ότι το Εφετείο, μολονότι δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεσή της, επέβαλε σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία όρισε στο υπέρογκο ποσό των 26.000 ευρώ, ενώ το θεωρούμενο ως ορθό ποσό δικαστικών εξόδων, αν δεν συμψηφίζονταν, είναι αυτό των 500 ευρώ, παραβιάζοντας τις διατάξεις των άρθρων, 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 1 παρ. 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου. Ο λόγος, όμως, αυτός, είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον ουδόλως προσδιορίζεται το νομικό σφάλμα, ως προς την ερμηνεία και τη μη εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων και επιπλέον ουδεμία γίνεται μνεία της δικαστικής δαπάνης η οποία, κατά την αναιρεσείουσα, έπρεπε να της επιβληθεί με βάση την αξία του αντικειμένου της αγωγής, αντίθετα χαρακτηρίζεται ως υπερβολική η επιβληθείσα. Σε κάθε δε περίπτωση, ο ίδιος λόγος όσον αφορά στην επιδίκαση με την προσβαλλόμενη απόφαση της δικαστικής δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, είναι αβάσιμος, διότι ναι μεν έγινε δεκτή τυπικά και κατ' ουσίαν η έφεση της αναιρεσείουσας και εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή της, μετά, όμως, την εκδίκαση της αγωγής από το Εφετείο, αυτή τελικά απορρίφθηκε, οπότε τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τους οποίους διέδραμε η προκειμένη δίκη, επιβάλλονται στην αναιρεσείουσα ως ηττηθείσα διάδικο, λόγω της απόρριψης της αγωγής στο σύνολο της, κατά τον τερματισμό της δίκης, ενώ περαιτέρω η επιβολή δικαστικής δαπάνης στον ηττηθέντα διάδικο, δεν ενέχει ούτε εμμέσως περιορισμό του δικαιώματός του προς παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, κατά τις άνω διατάξεις (ΑΠ 1598/2022, ΑΠ 819/2011). Κατόπιν αυτών, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρείουσα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (αρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, σύμφωνα με το σχετικό νόμιμο αίτημά της (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 3-6-2022 αίτηση και τους από 19-12-2023 πρόσθετους αυτής λόγους, για αναίρεση της με αριθμό ... τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης και τους πρόσθετους λόγους. Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από την αναιρεσείουσα για την άσκηση της αναίρεσης, στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 9 Μαΐου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ