ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 809/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 809/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 809/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 809 / 2025    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 809/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αγάπη Τζουλιαδάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιφιγένεια Ματσούκα, Φωτεινή Μηλιώνη, Ευαγγελία Στεργίου, Αναστασία Καραμανίδου-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2024, με την παρουσία και του γραμματέα Π. Μ., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Α. Σ. του Δ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Γιαννόπουλο, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. Ι. του Ι., 2) Ε. Π. του Δ., συζ. Ι. Ι., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Όλγα Ζυγούρα, και κατέθεσαν προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-5-2014 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και .../2018 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από ...-2018 αίτησή της.

Εκδόθηκε η .../2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την ως άνω εφετειακή απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκασή της στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.

Εκδόθηκε η .../2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από ...-2023 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. - Με την με αρ. καταθ. 1181/111/25-4-2023 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αρ. 303/14-2-2023 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, κατόπιν αναιρέσεως, με την με αρ. 811/2020 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, της με αρ. 1531/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και παραπομπής προς νέα εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο . Η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την με αρ. καταθ. 3011/8-9-2015 έφεση της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας , κατά της με αρ. .../2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και δικάζοντας κατ ουσίαν, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα κι εμπρόθεσμα, εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας του άρθρου 564 παρ. 1 του ΚΠολΔ, καθόσον αντίγραφο της προσβαλλομένης αποφάσεως επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα (ενάγουσα-εκκαλούσα) στις 31-3-2023, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Π. Θ., επί του προσκομιζομένου από την αναιρεσείουσα αντιγράφου της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και η αίτηση αναίρεσης κατατέθηκε στην γραμματεία του εκδώσαντος την προσβαλλομένη απόφαση δικαστηρίου στις 25-4-2023 (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 1 και 144 του ΚΠολΔ). Επομένως είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).

2. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 513, 514 και 516 ΑΚ, προκύπτει ότι η ευθύνη του πωλητή για νομικά ελαττώματα του πωληθέντος διαπλάθεται ως ευθύνη για τη μη εκπλήρωση της παροχής, εντεύθεν δε έχουν εφαρμογή οι γενικές διατάξεις των άρθ. 380 και 382 ΑΚ . Η ευθύνη του πωλητή για το νομικό ελάττωμα είναι αντικειμενική, δηλαδή ανεξάρτητη από τη γνώση ή την έστω ανυπαίτια άγνοια αυτού περί της υπάρξεώς του (ΑΠ 385/2023, ΑΠ 162/2022, ΑΠ 721/2017, ΑΠ 1100/2010). Περαιτέρω η παραβίαση σύμβασης με υπαίτια ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη ενός των συμβαλλομένων, μπορεί, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, τότε μόνον, όταν η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη και χωρίς τη συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη, κατ' άρθρο 914 του Α.Κ. (Ολ.Α.Π. 967/1973, Α.Π. 14/2021, Α.Π. 1115/2015). Σε μια τέτοια περίπτωση, υπάρχει συρροή συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίξει την αξίωσή του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε, επιβοηθητικά και στις δύο. Επί συρροής δε των αξιώσεων που αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή, στην ίδια παροχή, είναι δυνατή η παράλληλη άσκησή τους, όχι όμως και η ικανοποίηση και των δύο, αφού η ικανοποίηση της μιας έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της άλλης, εκτός αν με αυτή ζητείται κάτι περισσότερο, όπως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, λόγω της αδικοπραξίας (άρθρ. 299, 932 του Α.Κ.), οπότε σώζεται μόνον ως προς αυτό (Α.Π. 862/2020, Α.Π. 1703/2013, Α.Π. 1381/2013). Επομένως, η ύπαρξη νομικού ελαττώματος του πωληθέντος πράγματος δεν ιδρύει, καθεαυτή, ευθύνη από αδικοπραξία, κατά το άρθρο 914 του Α.Κ., αφού, χωρίς τη συμβατική σχέση, δεν αποτελεί πράξη παράνομη. Όταν, όμως, συντρέχουν πρόσθετα πραγματικά στοιχεία, που, μαζί με τη συμβατική παράβαση, συνθέτουν διάφορο ιστορικό γεγονός, ικανό, κατά το άρθρο 914 του Α.Κ. για την πλήρωση του πραγματικού της αδικοπραξίας, τότε, πρόκειται για σώρευση αξιώσεων, από παράβαση της συμβάσεως και από αδικοπραξία, οι οποίες, κατά τα ανωτέρω, μπορούν να ασκηθούν παράλληλα. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 εδ. β` και 914 του Α.Κ., προκύπτει, ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού χαρακτήρα, ζημίας. Κατά την έννοια δε της διατάξεως του άρθρου 914 του Α.Κ., η ανθρώπινη συμπεριφορά, που αποτελεί το βασικό στοιχείο της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη. Η τελευταία, όμως, για να οδηγήσει σε υποχρέωση αποζημίωσης, πρέπει να είναι παράνομη. Τούτο συμβαίνει, όταν ο υπαίτιος παραλείπει να προβεί σε θετική ενέργεια, στην οποία υποχρεούται από το νόμο, τη δικαιοπραξία, την καλή πίστη και τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, από προηγούμενη συμπεριφορά του ή από το γενικό πνεύμα του δικαίου. Εξάλλου, καλή πίστη, υπό την αντικειμενική έννοια που απαντάται στα άρθρο 200, 281 και 288 του Α.Κ., είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος. Υπό την έννοια αυτή, συνεπώς, η καλή πίστη συνιστά κριτήριο συμπεριφοράς και, άρα, κανόνα δικαίου. Βάσει αυτής, αλλά και από το όλο πνεύμα των κανόνων που ρυθμίζουν τις συναλλαγές, ιδρύεται υποχρέωση του πωλητή να πληροφορήσει τον αγοραστή σχετικά με τα ελαττώματα του υπό πώληση πράγματος, στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, ως κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Το παράνομο κρίνεται από το αποτέλεσμα, με την έννοια ότι για την κατάφαση της παρανομίας ερευνάται, αν προκλήθηκε παράνομη ζημία, αν, δηλαδή, προσβλήθηκε δικαίωμα ή έννομο συμφέρον του ζημιωθέντος. Περαιτέρω, κατά τα ανωτέρω, αυτοτελής προϋπόθεση είναι η υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, δηλαδή, απαιτείται να μπορεί η συμπεριφορά του αυτή να αποδοθεί σε μια ιδιαίτερη ψυχική στάση, που θεωρείται επιλήψιμη και αποδοκιμάζεται από το δίκαιο. Με τον όρο πταίσμα ή υπαιτιότητα, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη θεμελίωση της ευθύνης κατά το σύστημα του Αστικού Κώδικα (άρθρ. 300 αυτού), εννοείται ο ψυχικός δεσμός του προσώπου προς μια ενέργειά του ή προς το αποτέλεσμά της, ο οποίος (δεσμός) δικαιολογεί τη σε βάρος του μομφή από την έννομη τάξη, με τη γένεση στο πρόσωπο του ευθύνης προς αποζημίωση. Ο ψυχικός αυτός δεσμός του προσώπου προς μια ενέργειά του συνίσταται είτε στο ότι επιδίωξε την ενέργεια αυτή (δόλος) είτε στο ότι δεν έλαβε τα επιβαλλόμενα μέτρα, έτσι ώστε να την αποφύγει. Η προϋπόθεση, δηλαδή, της υπαιτιότητας πληρούται, αν στο πρόσωπο του ζημιώσαντος υπάρχει οποιαδήποτε μορφή δόλου ή αμέλειας (βαριά ή ελαφρά). Η υπαιτιότητα προϋποθέτει ικανότητα προς καταλογισμό (ή ικανότητα προς αδικοπραξία ή ικανότητα προς πταίσμα). Ζημία είναι κάθε δυσμενής μεταβολή στα έννομα αγαθά του προσώπου είτε αυτά είναι περιουσιακά είτε μη περιουσιακά, ως συνέπεια της παράνομης πράξης. Η ζημία που προξενείται στα περιουσιακής φύσεως αγαθά του προσώπου, δηλαδή, στα αποτιμητά σε χρήμα αγαθά, αποτελεί την περιουσιακή ζημία, ενώ αυτή που προξενείται στα ηθικά αγαθά του ατόμου, δηλαδή, σε εκείνα που συνδέονται στενά με την προσωπικότητα του (προσβολή της τιμής, της ελευθερίας, της σωματικής και ψυχικής υγείας κ.λ.π του ατόμου), αποτελεί την ηθική βλάβη, η οποία αποκαθίσταται με τη μορφή της χρηματικής ικανοποίησης (άρθρο 932 του Α.Κ.). Προϋπόθεση, εξάλλου, για τη γένεση της ευθύνης, κατ` άρθρο 914 του Α.Κ., είναι και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Ως αιτιώδης συνάφεια εννοείται η σχέση μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης, δηλαδή της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του δράστη και του αποτελέσματος (ζημίας). Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, πρόσφορη και ικανή, μπορούσε δε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Άλλωστε, όσον αφορά στον προσδιορισμό της ακριβέστερης έννοιας του αιτιώδους συνδέσμου, με βάση τη θεωρία της πρόσφορης αιτίας, από τις πολλές αιτίες που συνέβαλαν στην επέλευση της ζημίας, ξεχωρίζει εκείνη, η οποία θεωρείται ως κρίσιμη ή πρόσφορη (causa adaequata). Πρόσφορη θεωρείται η αιτία τότε μόνο, όταν είχε γενικά τη τάση και ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και την κοινή ανθρώπινη πείρα, να προκαλέσει τη ζημία. Το ζήτημα τούτο κρίνεται εκ των προτέρων και ποτέ εκ των υστέρων, δεν εξετάζονται δε οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόβλεψης του μέσου συνετού ανθρώπου (Ολ. Α.Π. 18/2004). Η αναγκαιότητα της ύπαρξης αυτής της προϋπόθεσης για τη θεμελίωση της ευθύνης προς αποζημίωση δεν ορίζεται μεν ρητά στο νόμο, προκύπτει, όμως από τη γενική θεώρηση των διατάξεων που καθιερώνουν αυτή την ευθύνη (Α.Π. 14/2021, Α.Π. 924/2020, Α.Π. 820/2020, Α.Π. 1703/2013, Α.Π. 1190/2007, Α.Π. 25/1998). Ωσαύτως, όταν ο πωλητής, ενώ τελεί εν γνώσει της υπάρξεως του νομικού ελαττώματος, αποσιωπά τούτο υπαιτίως, δηλαδή, από δόλο ή αμέλεια αυτού, ως προς την άσκηση της υποχρέωσης πληροφόρησης του αγοραστή, σχετικά με το νομικό ελάττωμα του υπό πώληση πράγματος, τότε συντρέχουν πρόσθετα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, μαζί με την συμβατική παράβαση, συνθέτουν το πραγματικό της αδικοπραξίας (ΑΠ 1703/2013). Πρόκειται, δηλαδή, για συρροή δύο αξιώσεων, εφόσον η παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του πωλητή αποτελεί και αδικοπραξία, χωρίς τη συμβατική σχέση της πώλησης (ΑΠ 642/2022).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνας που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση δικαιωμάτων και τη γένεση υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας, ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με τον ως άνω λόγο αναίρεσης, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΑΠ 438/2021, ΑΠ 825/2019). 3.-Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα άσκησε την από 14-5-2014 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία εξέθεσε ότι με το με αρ. ...-2006 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Τ., αγόρασε από την πρώτη εναγομένη Π. Ι., η οποία εκπροσωπούνταν από την δεύτερη εναγομένη μητέρα της Ε. Π., το ακίνητο που λεπτομερώς περιγράφεται στην αγωγή, έναντι πραγματικά καταβληθέντος τιμήματος 100.000 ευρώ. Ότι το ακίνητο αυτό είχε περιέλθει στην πωλήτρια (α'εναγομένη) με γονική παροχή από την μητέρα της (β' εναγομένη), δυνάμει του με αρ. ...-2005 συμβολαίου της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου. Οτι αμφότερες οι εναγόμενες της παρέστησαν ψευδώς, πριν από την υπογραφή του αναφερόμενου στην αγωγή συμβολαίου μεταβίβασης ακινήτου, ότι η πρώτη είναι κυρία αυτού με παράγωγο τρόπο ήτοι με γονική παροχή από την δεύτερη εναγομένη, ότι η δεύτερη εναγόμενη, κατά το χρόνο της μεταβίβασής του στην πρώτη, είχε καταστεί κυρία με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και ότι δεν υφίσταται οποιοδήποτε νομικό ή πραγματικό ελάττωμα, ενώ στο επίμαχο συμβόλαιο η πρώτη εναγομένη εγγυήθηκε ότι ανήκει στην αποκλειστική της κυριότητα το επίδικο ακίνητο και ότι της το μεταβιβάζει ελεύθερο από κάθε εκνίκηση από τρίτο πρόσωπο, διεκδίκηση και κάθε άλλο νομικό ελάττωμα. Οτι αυτή (ενάγουσα) πείσθηκε στις άνω απατηλές διαβεβαιώσεις τους, κατάρτισε το επίδικο συμβόλαιο και κατέβαλε το τίμημα, όμως το έτος 2013, που επιχείρησε να το πωλήσει, διαπίστωσε ότι δεν είχε μεταβιβαστεί η κυριότητα στο πρόσωπο της άνω πωλήτριας λόγω ανυπαρξίας κυριότητας στο πρόσωπο της παρέχουσας μητέρας της (δεύτερης εναγομένης), η οποία δεν είχε αποκτήσει το ακίνητο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, περαιτέρω δε ούτε με κληρονομική διαδοχή του αποβιώσαντος το 2000 πατέρα της είχε αποκτήσει η δεύτερη εναγομένη την κυριότητα , διότι είχε αποποιηθεί εγκύρως το 2001 την κληρονομία του πατέρα της και στη συνέχεια το 2002 αποποιήθηκε εγκύρως και η πρώτη εναγομένη την κληρονομία του παππού της, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να μην αποκτήσει την κυριότητα του πιο πάνω ακινήτου λόγω νομικού ελαττώματος. Ότι όταν διαπίστωσε την ύπαρξη του νομικού ελαττώματος, απέστειλε προς την πρώτη εναγομένη την από 14-1-2014 εξώδικο δήλωση διαμαρτυρίας και την κάλεσε να της επιστρέψει το ποσό του τιμήματος της πώλησης. Ενόψει των ανωτέρω (μετά από περιορισμό του αιτουμένου ποσού) ζήτησε κυρίως μεν να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να της καταβάλλει, λόγω ενδοσυμβατικής ευθύνης της, το συνολικό ποσό των 104.845 ευρώ και επικουρικά, και από τις δύο εναγόμενες και εις ολόκληρον από κάθε μία, λόγω αδικοπραξίας και συγκεκριμένα λόγω της απάτης την οποία και οι δύο μετήλθαν, το συνολικό ποσό των 104.000 ευρώ ως αποζημίωση (100.000 ευρώ) και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (4.000 ευρώ), νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής. Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε η με αρ. .../2015 απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη και κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, εκδόθηκε η με αρ. .../2018 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης , η οποία επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη κρίνοντας ότι ο τίτλος κυριότητας της 1ης εναγομένης δικαιοπαρόχου της ενάγουσας δεν έπασχε από το επικαλούμενο ελάττωμα της ανυπαρξίας κυριότητος στο πρόσωπο της 2ης εναγομένης και ότι δυνάμει της προαναφερόμενης συμβολαιογραφικής αγοραπωλησίας, που συνήψε με την 1η εναγομένη, η ενάγουσα απέκτησε κυριότητα στο επίδικο ακίνητο. Μετά από άσκηση αναίρεσης κατά της απόφασης του Εφετείου από την αναιρεσείουσα -εκκαλούσα-ενάγουσα , εκδόθηκε η με αρ. .../2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η απόφαση του Εφετείου εκ του αρ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για παραβίαση των ουσιαστικού δικαίου, διατάξεων των άρθρων 369, 983, 1033, 1045, 1046, 1052, 1142, 1143, 1167, 1168 και 1198 ΑΚ για το λόγο ότι η πωλήτρια δεν είχε καταστεί κυρία του ακινήτου που μεταβίβασε στην αναιρεσείουσα λόγω έλλειψης κυριότητας της δικαιοπάρόχου της, και συνακόλουθα δεν ήταν έγκυρη η μεταβίβαση του επιδίκου ακινήτου στην ενάγουσα, κατά τις αναφερόμενες ειδικότερα στην απόφαση αυτή σκέψεις, και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο εξέδωσε την με αρ. .../14-2-2023 αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση ως και κατ ουσίαν βάσιμη, εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση και απορρίφθηκε η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά την κύρια από ενδοσυμβατική ευθύνη βάση της και κατά την επικουρική βάση από αδικοπραξία. Ειδικότερα, η προσβαλλομένη απόφαση , όπως προκύπτει από την επισκόπηση αυτής (561 παρ. 2 ΚΠολΔ) δέχθηκε τα ακόλουθα: "Δυνάμει του υπ' αριθμ. ...-2006 συμβολαίου αγοραπωλησίας αγροτεμαχίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Τ.-Κ., που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Βασιλικών στον τόμο ... και αριθμό ..., η δεύτερη εφεσίβλητη ως πληρεξούσια, στο όνομα και για λογαριασμό, της πρώτης εφεσίβλητης θυγατέρας της πώλησε και μεταβίβασε στην εκκαλούσα, το λεπτομερώς περιγραφόμενο στην υπό κρίση αγωγή και το άνω συμβόλαιο ακίνητο. Επρόκειτο για ένα αγροτεμάχιο έκτασης 7.860,00 τ.μ. κατά τον τίτλο κτήσης και κατά άλλη, πρόσφατη με την υπογραφή του άνω συμβολαίου, εμβαδομέτρηση 8.020,00 τ.μ., που βρίσκεται στην κτηματική περιοχή της Επανομής, του Δήμου Επανομής, Νομού Θεσσαλονίκης, της περιφέρειας του Ειρηνοδικείου και Υποθηκοφυλακείου Βασιλικών, στη θέση "...", συνορευόμενο, κατά τον τίτλο κτήσης της πρώτης εφεσίβλητης σε πλευρά μήκους 77,82 μ.γ. με αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας αγνώστων, σε τεθλασμένη πλευρά μήκους 127,49 μ.γ., ήτοι (9,23 μ.γ. + 44,32 μ.γ. + 73,94 μ.γ.) με αγροτικό δρόμο που έχει πρόσοψη, σε πλευρά μήκους 57,55 μ.γ. με αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας αγνώστων και σε πλευρά μήκους 99,15 μ.γ. με ιδιοκτησία αγνώστων και κατά το συνημμένο στο άνω συμβόλαιο τοπογραφικό διάγραμμα υπό στοιχεία ... του τοπογράφου μηχανικού Λ. Μ., σε τεθλασμένη πλευρά ΑΒ, ΒΙ και ΑΔ μήκους 14,00 μ.γ., 38,25 μ.γ. και 75,28 μ.γ. αντίστοιχα, ήτοι συνολικά 127,53 μ.γ. με αγροτικό δρόμο, όπου έχει πρόσοψη, σε πλευρά ΔΕ μήκους 59,71 μ.γ. με ακίνητο ιδιοκτησίας αγνώστων, σε πλευρά ΕΖ μήκους 99,19 μ.γ. και σε πλευρά ΖΑ μήκους 78,78 μ.γ. με ακίνητο ιδιοκτησίας αγνώστων. Στο άνω τοπογραφικό διάγραμμα είναι αποτυπωμένη υπεύθυνη δήλωση του άνω τοπογράφου μηχανικού του Ν. 651 /1977 ότι το άνω αγροτεμάχιο κείται εκτός σχεδίου πόλης, εντός ζώνης, εκτός Γ.Π.Σ. και είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, δεν υπάγεται στις διατάξεις του Ν. 1337/1983 και δεν οφείλει εισφορά σε γη και χρήμα και έχει περιληφθεί στα προσωρινά κτηματολογικά στοιχεία ανάρτησης με ΚΑΕΚ ... σύμφωνα με το από 23-12-2020 πιστοποιητικό κτηματογραφούμενου ακινήτου του άρθρου 5 Ν. 2308/2005 που εξεδόθη με επιμέλεια της εκκαλούσας-ενάγουσας. Σύμφωνα με τη δήλωση της πωλήτριας που περιέχεται στο άνω συμβόλαιο, τούτο το ακίνητο περιήλθε σε αυτήν από τη μητέρα της, δεύτερη εφεσίβλητη, δυνάμει του υπ' αριθμ. ...-2005 συμβολαίου γονικής παροχής της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Βασιλικών στον τόμο ... και αριθμό ... Στο τελευταίο αυτό συμβόλαιο, ως τίτλος κτήσεως της δεύτερης εφεσίβλητης, παρέχουσας τη γονική παροχή δηλώθηκε η έκτακτη χρησικτησία, λόγω άτυπης μεταβίβασής του (μεταβίβασης της νομής) από τον πατέρα της Δ. Π. του Θ., κατά το έτος 1980, η οποία έκτοτε κατείχε και νεμόταν το άνω ακίνητο, συνεχώς, αδιαλείπτως και αδιαταράκτως, χωρίς να ενοχληθεί ποτέ από κανέναν, αναγνωρισμένη ως κυρία του ακινήτου από τις Αρχές και τους γείτονες ασκώντας όλες τις πράξεις νομής και κατοχής που προσιδιάζουν στη φύση και τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος χωρίς να κοινοποιηθεί ποτέ σ' αυτήν πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής. Ο δε πατέρας της νεμόταν τούτο από το έτος 1956, κατά τα αναφερόμενα σε τούτο το συμβόλαιο γονικής παροχής. Για την αγοραπωλησία αυτή ορίστηκε στο συμβόλαιο, ως αναγραφόμενο τίμημα, το ποσό των 11.709,20 ευρώ ενώ πραγματικό τίμημα συμφωνήθηκε το ποσό των 100.000,00 ευρώ, όπως άλλωστε καταθέτει για αυτό και ο μάρτυρας της εκκαλούσας Κλεάνθης Βουλκίδης, δικηγόρος που ήταν παρών κατά την υπογραφή του άνω συμβολαίου, όπως ομολογείται (το ύψος του τιμήματος) και από τους εφεσίβλητους, αλλά ανταποκρίνεται και στην αγοραία αξία του άνω ακινήτου κατά το έτος 2006. Εξάλλου, για την καταβολή του όλου τιμήματος, ποσό 10.000,00 ευρώ καταβλήθηκε σε μετρητά από την εκκαλούσα, ενώ για το λοιπό ποσό των 90.000,00 ευρώ εξεδόθησαν από την ίδια οι δύο από 12-12- 2006 (ήτοι μία ημέρα πριν την υπογραφή του συμβολαίου) τραπεζικές επιταγές των τραπεζών Millenium Bank και Alpha Bank ποσού 40.000,00 ευρώ και 50.000,00 ευρώ αντίστοιχα, εις διαταγήν της δεύτερης εφεσίβλητης, ως πληρεξούσιας της πρώτης εφεσίβλητης. Περαιτέρω, ως προς το ιδιοκτησιακό ιστορικό του επίμαχου ακινήτου αποδείχθηκε ότι ο πατέρας της δεύτερης εφεσίβλητης και παππούς της πρώτης Δ. Π. του Θ., υπήρξε δικηγόρος Θεσσαλονίκης, από τις 24-03-1939 έως και τις 14-04-1984, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε σε ηλικία 72 ετών. Μεταξύ άλλων, ο ίδιος, ως δικηγόρος, το έτος 1952, είχε αναλάβει τη διευθέτηση μίας υπόθεσης που αφορούσε στη διεκδίκηση μέσω της ομώνυμης αγωγής, ενός αγρού κείμενου στη θέση "...", της κτηματικής περιοχής Επανομής Θεσσαλονίκης, συνολικής επιφάνειας περί τις 25.669 τ.μ., την οποία του είχαν αναθέσει οι, εκ των κληρονόμων του Π. Λ., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1937, Α. χήρα Χ. Δ., Σ. συζ. Α. Κ., Π. Λ., Κ. Λ. και Α. Λ., κατά του Ε. Λ. του Π., καταπατητή της εν λόγω έκτασης. Ως αμοιβή του Δ. Π., για την επιτυχή, για λογαριασμό των εντολέων του, έκβαση της άνω υπόθεσης, είχε συμφωνηθεί να περιέλθει σε αυτόν ποσοστό 30% εκ του προϊόντος της δίκης, ήτοι διαιρετό τμήμα του εν λόγω αγρού, όπως προκύπτει και από το από 04-04-1952 ιδιωτικό συμφωνητικό δικηγορικής αμοιβής που συνετάγη μεταξύ τους. Τα ανωτέρω αναφέρονται και στην υπ' αριθμ. .../1985 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που επικυρώθηκε από την υπ' αριθμ. .../1990 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, οι οποίες ναι μεν δεν παράγουν δεδικασμένο στα πλαίσια τούτης της διαφοράς, αφού, μεταξύ άλλων δεν πρόκειται καν για τα ίδια υποκείμενα δίκης, επί των οποίων ακτινοβολεί το δεδικασμένο, κατ' άρθρο 325 επ. ΚΠολΔ, απορριπτομένου του έκτου λόγου έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμου, πλην όμως επέχουν θέση δικαστικού τεκμηρίου, ως αποδεικτικού μέσου που εκτιμάται ελεύθερα. Σε εκπλήρωση της υποχρέωσής τους αυτής, και λόγω της αίσιας γι' αυτούς έκβασης της δίκης εκείνης, και κατόπιν άτυπης διανομής προχώρησαν στην άτυπη, και χωρίς συμβολαιογραφικό έγγραφο μεταβίβαση και κατ' ουσίαν την παραχώρηση της νομής επί ενός διαιρετού τμήματος εκ του άνω αγρού. Ειδικότερα από τη διανομή αυτή, το καλοκαίρι του έτους 1956, ο Δ. Π. έλαβε στη νομή του, από τα κληρονομιαία στη θέση "..." συνολικής έκτασης 19.252,00 τ.μ. αγροτεμάχιο έκτασης 5.775,00 τ.μ. (19.252,00 τ.μ. X 30%) και από τα κληρονομιαία στη θέση "..." αγροτεμάχιο εκτάσεως 2.250,00 τ.μ.. Ακολούθως, αμέσως μετά την άνω διανομή, το καλοκαίρι του ίδιου έτους, με προφορική του συμφωνία με την εντολέα του Α. Δ. αντάλλαξε το τμήμα, εμβαδού 2.250,00 τ.μ., στη θέση "..." με το συνεχόμενο του δικού του διαιρετέ) τμήμα, εμβαδού 2.250,00 τ.μ., που είχε λάβει η τελευταία από το ακίνητο στη θέση "...". Έκτοτε δε ο Δ. Π. ένωσε τα δύο αυτά διαιρετά τμήματα σε ένα ενιαίο συνολικού εμβαδού 8.025,00 τ.μ. περίπου, το οποίο και αντιμετωπίζοντας το ως ενιαία αποκλειστική του ιδιοκτησία, το περιέφραξε και εκμίσθωσε αρχικά στον Ι. Μ. και στη συνέχεια από το έτος 1975 στο Χ. Υ., οι οποίοι το καλλιεργούσαν έναντι μισθώματος που κατέβαλαν σε αυτόν συνεχώς από το έτος 1956. Στις 04-10-1982 οι εκ των εντολέων του Α. χήρα Π. Λ., Ε. χήρα Κ. Λ., οι κληρονόμοι του Α. Λ. του Γ., Γ. Λ. του Α. και Γ. Λ. του Α., και ο Α. Α. του Ι., αφού κατέστρεψαν την περίφραξη κατέλαβαν τμήμα του επίδικου ακινήτου, εμβαδού 3.000,00 τ.μ., κείμενο στη νότια πλευρά αυτού, το οποίο περιέφραξαν και προσάρτησαν σιη συνεχόμενη ιδιοκτησία των τεσσάρων πρώτων, αποβάλλοντας έκτοτε τον Δ. Π. από αυτό. Εν όψει της αποβολής του από τη νομή, και εντός έτους από την αποβολή τούτη, ο τελευταίος άσκησε τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ...-1983 αγωγή του κατά των αμέσως ανωτέρω αντιδίκων του, απευθυνόμενη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί νομέας του τμήματος των 3.000,00 τ.μ. και να υποχρεωθούν οι εκεί εναγόμενοι να του το αποδώσουν. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η υπ' αριθμ. .../1985 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, μετά την έκδοση της παραπεμπτικής σε αυτό υπ' αριθμ. .../1984 απόφασης του Πολυμελούς Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης, κάνοντας δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή του ανωτέρω. Η άνω απόφαση επικυρώθηκε με την υπ' αριθμ. .../1990 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, απορριπτική της έφεσης των εκεί αντιδίκων του Δ. Π.. Ακολούθως, δυνάμει της υπ' αριθμ. ...-1990 έκθεσης βιαίας αποβολής του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Δ. Γ., αποβλήθηκαν από τη νομή του εν λόγω τμήματος του επίμαχου ακινήτου οι αντίδικοι του Δ. Π. και εγκαταστάθηκε αυτός στη νομή του. Σημειωτέον δε ότι κατά το χρόνο έγερσης της άνω αγωγής, ο Δ. Π. είχε ήδη, από το καλοκαίρι του 1976, αποκτήσει την κυριότητα του άνω ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, κατά τα λεπτομερώς περιγραφόμενα ανωτέρω, ενώ από κανένα από τα διάδικα μέρη δεν αμφισβητείται ότι ο ίδιος πράγματι είχε την κυριότητα του άνω ακινήτου, με τα άνω προσόντα, κατά το χρόνο που διαδραματίστηκαν τα κάτωθι πραγματικά γεγονότα. Ειδικότερα, τον Δεκέμβριο του έτους 1983, ενόψει του επικείμενου γάμου της δεύτερης εφεσίβλητης θυγατέρας του με τον Ι. Ι. του Δ., πατέρα της πρώτης εφεσίβλητης, που τελέστηκε στις 28-12-1983, ο Δ. Π., ως ήδη αποκλειστικός κύριος του επίδικου ακίνητου, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, κατά τα λεπτομερώς αναφερόμενα ως άνω, εξέφρασε ρητά την επιθυμία του να μεταβιβάσει την κυριότητα αυτού στην θυγατέρα του, δεύτερη εφεσίβλητη, σαν ένα είδος προίκας. Για τα ανωτέρω άλλωστε καταθέτουν τόσο ο μάρτυρας των εναγομένων Ι. Ι., όσο και ο ενόρκως καταθέσας Α. Ι., οι οποίοι, λόγω της συγγενικής τους ιδιότητας με την δεύτερη εφεσίβλητη, ως σύζυγος και κουνιάδος αντίστοιχα, ήταν παρόντες στην οικογενειακή συγκέντρωση του Δεκεμβρίου του έτους 1983, οπότε και άκουσαν προσωπικά το Δ. Π. να εκφράζει την πρόθεσή του να προσφέρει τούτο το ακίνητο, λειτουργιοντας ως ένα είδος προίκας, στη θυγατέρα του. Τα άνω άλλωστε, δεν αμφισβητεί και η ενάγουσα με κάποιο πειστικό επιχείρημα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι επειδή ήδη το προηγούμενο έτος υπήρξε αμφισβήτηση στην κυριότητα του άνω Δ. Π. σε μέρος της επίδικης έκτασης που προτίθετο να μεταβιβάσει στη θυγατέρα του, ο ίδιος και ως άλλοτε δικηγόρος, ήθελε να επιμεληθεί προσωπικά τη νομική διευθέτηση της συγκεκριμένης διεκδικητικής διαφοράς δικαστικά και εξώδικα. Λόγω τούτης της αντιδικίας που μαινόταν τότε και επειδή θεωρούσε ότι ως κύριος της επίμαχης έκτασης δεν υπήρξε περίπτωση να αμφισβητηθεί τούτη η κυριότητά του από τρίτα πρόσωπα, πέραν των αντιδίκων του στην άνω αναφερόμενη αγωγή που άσκησε εναντίον τους (εναντίον της οικογένειας Λ. κ.λ.π.), δεν προχώρησε στην άμεση, και διά συμβολαιογραφικού ή άλλου εγγράφου μεταβίβαση στην κόρη του, του άνω ακινήτου. Αντίθετα, λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας, επεχείρησε να μεθοδεύσει ένα νομικό σχήμα, ώστε, σύμφωνα με την αντίληψή του, ο ίδιος να παρακρατήσει την οιονεί νομή του ακινήτου, ήτοι την νομή δικαιούχου περιορισμένου εμπράγματου δικαιώματος επικαρπίας και η θυγατέρα του την νομή ψιλής κυριότητας, ώστε και με το πέρας της 20ετίας, η θυγατέρα του θα αποκτούσε την ψιλή κυριότητα του άνω ακινήτου, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ο δε ίδιος την επικαρπία με τα ίδια προσόντα, ήτοι απεκδυόμενος μετά από 20 έτη από την ψιλή κυριότητα του άνω ακινήτου. Εξέλαβε δε, κατά τις αντιλήψεις του το άνω σχήμα, με αναλογία στα όσα ισχύουν στο ιδιοκτησιακό καθεστώς μεταξύ ψιλού κυρίου και επικαρπωτή. Κατά τούτο το σχήμα, ο ίδιος θεώρησε ότι ως οιωνεί νομέας επί του άνω ακίνητου, θα συνεχίζει ελεύθερα τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων του επί αυτού, έναντι τρίτων, όπως έπραξε τα επόμενα χρόνια επιμελούμενος τη διαδικαστική πορεία και ευδοκίμηση της άνω υπ' αριθμ. ...-1983 αγωγής του κατά των καταπατητών του, ενώ ταυτόχρονοι θεώρησε ότι η θυγατέρα του (δεύτερη εφεσίβλητη) θα διατηρούσε την νομή προς κτήση της ψιλής κυριότητας του άνω ακινήτου, κατά το άνω νομικοί σχήμα που ο ίδιος μετήλθε. Σημειωτέον ότι τα ανωτέρω, κατ' ορθή εκτίμησή τους, αναφέρθηκαν στις εδώ αλλά και στις πρωτόδικες προτάσεις των εφεσιβλήτων, ενώ ο ισχυρισμός τους σε αυτές ότι οι Δ. Π. παρακράτησε γιοι τον εαυτό του τη νομή του επιδίκου ακινήτου, δε συνιστά δικαστική ομολογία των εφεσιβλήτων εκεί, αφού πέραν του ότι δεν υπάρχει τέτοιοι πρόθεση ομολογίας, τούτος ο ισχυρισμός αξιολογείται ουχί μεμονωμένα, άλλοι συνολικά με τους λοιπούς περιεχόμενους στις πρωτόδικες προτάσεις ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων που διαφοροποιούνται άρδην με αυτόν, και κατ' ορθή εκτίμησή τους, στα πλαίσια πλέον ελεύθερης αξιολόγησής τους, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του δευτέρου λόγου της υπό κρίση έφεσης. Περαιτέρω, όταν αποχώρησαν βίαια από τη νομή μέρους του όλου ακινήτου, οι άνω αναφερόμενοι καταπατητές, ο Δ. Π., επανακτώντας την αντιμετώπιζε τον εαυτό του οιωνεί νομέα αυτής, ήτοι νομέα περιορισμένου εμπράγματου δικαιώματος επικαρπίας και τη θυγατέρα του νομέα ψιλής κυριότητας, όπως έπρατταν στο συνολικό αγροτεμάχιο, γεγονότα όμως που δε δηλώθηκαν στην υπ' αριθμ. ...-1990 έκθεση βιαίας αποβολής, καθώς ο συντάκτης της δεν είχε σχετική ενημέρωση από το Δ. Π. Ο δε τελευταίος δε θεώρησε ότι τούτη η παράλειψη της αναφοράς επηρέαζε σε κάτι το ιδιοκτησιακό σχήμα που εφηύρε για το ακίνητο. Εξάλλου και όταν περαιώθηκε η άνω αντιδικία και αποβλήθηκαν από τη νομή μέρους του επίμαχου ακινήτου, οι άνω αναφερόμενοι, ως εναγόμενοι, στην άνω αγωγή, ο Δ. Π., μολονότι μπορούσε, ως αποκλειστικός κύριος, δεν προχώρησε τυπικά στη μεταβίβαση της κυριότητας του άνω ακινήτου. Άλλωστε, θεώρησε πως τούτη η προσπόριση κυριότητας ούτως ή άλλως θα επέλθει στο όνομα της θυγατέρας του, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, με την πάροδο του απαραίτητου χρόνου και σύμφωνα με το νομικό σχήμα, οιονεί νομή επικαρπίας του ίδιου, νομή ψιλής κυριότητας για τη θυγατέρα του, που πρόκρινε ο ίδιος ως δόκιμο να ακολουθηθεί από μέρους τους. Επιπλέον, ο ίδιος τόσο για λογαριασμό του ως οιονεί νομέας, αλλά και θεωρούμενος ως αντιπρόσωπος στη νομή της θυγατέρας του, κατά το άνω σχήμα, υπολόγισε και το μεσοδιάστημα της αντιδικίας με τους άνω, δεδομένου ότι ο ίδιος άσκησε την άνω αγωγή σε βάρος τους εντός έτους από την καταπάτηση της ιδιοκτησίας του και αργότερα την επανάκτησε εν τέλει. Στην άνω, από μέρους του νομική μεθόδευση άλλωστε συνέβαλε το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα "οικογενειακό" πλέον ακίνητο, ώστε δεν υπήρχε πιθανότητα να διεκδικηθεί από τρίτο πρόσωπο και να αμφισβητηθεί η ως άνω μεθόδευσή του, ως προς τον επιμερισμό της νομής μεταξύ αυτού και της θυγατέρας του. Έκτοτε και μέχρι το θάνατό του, ο ίδιος αξιοποιούσε το άνω ακίνητο με τη σύμφωνη γνώμη της θυγατέρας της, εκμισθώνοντάς το σε τρίτα πρόσωπα, με τελευταίο τον Α. Υ., εισπράττοντας τα μισθώματα, διαπραγματευόταν την πώλησή του, ενώ συχνά το επισκεπτόταν και το επέβλεπε προς αποτροπή ενεργειών τρίτων, που μπορούσαν να προσβάλουν τη νομή τους, μαζί με τη θυγατέρα του, η οποία, μάλιστα, πριν από το θάνατό του και συγκεκριμένα το καλοκαίρι του έτους 2000, προέβη στην κατασκευή περίφραξης ολόκληρου του αγροτεμαχίου, με τη συνδρομή του Τ. Μ., όπως αυτός βεβαιώνει στην προαναφερθείσα ένορκη βεβαίωσή του. Κατά τούτο τον τρόπο, μέχρι τις ...-2000 ο Δ. Π. νεμόταν το επίδικο ακίνητο σαν να επρόκειτο για νομέα δικαιώματος επικαρπίας, η δε θυγατέρα του δεύτερη εφεσίβλητη, το αντιμετώπιζε, σαν να επρόκειτο περί ψιλής κυρίας αυτού. Σημειώνεται ότι όλο το άνω σχήμα που επινοήθηκε από το Δ. Π., ακολούθησε πιστά η δεύτερη εφεσίβλητη, ως θυγατέρα, η οποία καλόπιστα και λόγω πλήρους άγνοιάς της επί τέτοιων νομικών ζητημάτων, εμπιστευόμενη πλήρως τη νομική πείρα και γνώση του πατέρα της ως άλλοτε δικηγόρου, πίστευε ότι τούτο υπήρξε δυνατό αλλά και αρκετό, ώστε να προσποριστεί κυριότητα επί του επίδικου ακινήτου. Έχοντας τούτη την πεποίθηση και θεωρώντας ότι ο θάνατος του πατέρα της στις ...-2000 θα επέφερε την ενσωμάτωση της οιονεί νομής του τελευταίου στο πρόσωπό της, ανεξαρτήτως της αποποίησης του επαγόμενου στην ίδια κληρονομικού δικαιώματός της από τον ίδιο, και θεωρώντας ότι τούτη η οιωνεί νομή εκφεύγει της κληρονομιαίας περιουσίας, κατά τα αντίστοιχα και στην περίπτωση της παρακρατηθείσας επικαρπίας, επί ψιλής κυριότητας, θεωρώντας δηλαδή, κατ' ουσίαν ότι νόμιμα τον διαδέχθηκε στην όλη νομή του ακινήτου, η ίδια συνέχιζε να το νέμεται τα επόμενα χρόνια, θεωρώντας ότι κατέστη κυρία αυτού, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας το έτος 2003. Ακριβώς και λόγω τούτης της πεποίθησής της η ίδια ατομικά, από το θάνατο του πατέρα της συνέχισε την εκμίσθωση του άνω ακινήτου προς τον Α. Υ., εισπράττοντας το συμφωνηθέν μίσθωμα για τις καλλιεργητικές περιόδους των ετών 2001 έως και 2005, οπότε και η ίδια το μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στην πρώτη εφεοίβλητη, θυγατέρα της. Σημειωτέον ότι τόσο ο μάρτυρας Ι. Ι., αλλά και ο Α. Ι. και Τ. Μ. αναφέρουν ότι πράγματι το άνω ακίνητο προόριζε ο Δ. Π. για την θυγατέρα του δεύτερη εφεσίβλητη, η οποία και επιμελούνταν και αυτή για αυτό, ενώ δήλωνε σε αυτούς ότι είναι ιδιοκτησία της ίδιας και του πατέρα της, χωρίς να αναφέρει και εξηγεί ακριβώς σε αυτούς, ώστε να μπορούν να γνωρίζουν, το νομικό σχήμα που μεθόδευσε ο πατέρας της για την κτήση της κυριότητάς του από την ίδια, αφού αυτό το επιμελούνταν κυριαρχικοί ο ίδιος. Ωστόσο, και σύμφωνα και με τις παραδοχές της με αριθμό .../2020 απόφασης του Αρείου Πάγου, και κατά την αναιρετική εμβέλεια αυτής, το σχήμα που ακολουθήθηκε από την δεύτερη εφεσίβλητη και τον πατέρα της, όπως προβλήθηκε πρωτοδίκως και έγινε δεκτό, δεν υπήρξε αρκετό, ώστε νόμιμα η δεύτερη εφεσίβλητη να αποκτήσει την κυριότητα του επίμαχου ακινήτου, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, σύμφωνα και με τις διατάξεις των 369, 983, 1033, 1041, 1042, 1043, 1045, 1051, 1142, 1143, 1167, 1168 και 1198 ΑΚ, γινομένου δεκτού και ως ουσιαστικοί βάσιμου του πρώτου αλλά και του απορροφώμενου σε αυτόν τρίτου, τέταρτου, υπό στοιχείο Α', Β', Γ, ΣΤ και Η του εβδόμου λόγου έφεσης. Ωστόσο, η δεύτερη εφεσίβλητη διατελούσε κατά τα ανωτέρω, υπό την πεποίθηση ότι πράγματι κατέστη κυρία αυτού. Μεταξύ των λόγων τούτης της πεποίθησης, πέραν της εμπιστοσύνης στις υποσχέσεις αλλά και τη νομική εμπειρία του πατέρα της, ως παλαιού δικηγόρου, στην ενίσχυσή της συνετέλεσε και το γεγονός ότι, όπως προαναφέρθηκε, επρόκειτο για ένα "οικογενειακό" ακίνητο, το οποίο ουδέποτε μέχρι τότε, αλλά και μέχρι και σήμερα δεν είχε διεκδικηθεί από τρίτο πρόσωπο, ώστε στη συνείδηση όλων να ανήκε στην κυριότητα της, ως είδος προίκας δοθείσας από τον πατέρα της. Προκειμένου να αποκτηθεί και έγχαρτος τίτλος κυριότητας επ' αυτού, δεδομένου ότι η χρησικτησία, που θεωρούσε η δεύτερη εφεσίβλητη ότι συνέτρεχε στο πρόσωπό της, είναι τίτλος από το νόμο, η ίδια ακολούθησε την πάγια και θεμιτή συναλλακτική πρακτική της μεταβίβασης του επίδικου ακινήτου στην πρώτη εφεσίβλητη, θυγατέρα της και εγγονή του Δ. Π. Προς τούτο και συνετάγη το υπ' αριθμ. ...-2005 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Τ.-Κ., νομίμως μεταγεγραμμένου. Αναπόδραστα και όταν η πρώτη εφεσίβλητη, μέσω της μητέρας της δεύτερης εφεσίβλητης, επεχείρησε να εκποιήσει στην εκκαλούσα-ενάγουσα το επίδικο ακίνητο, διατελούσε και η ίδια, όπως και πριν η μητέρα της, στην πεποίθηση που της μετέφερε η ίδια, ότι δηλαδή το επίδικο ακίνητο ανήκε στην κυριότητα της μητέρας της και πλέον στην ίδια και ότι νομίμως μεταβιβάζει. Στη διατήρηση τούτης της πεποίθησης, πέραν των άνω, επιπρόσθετα συνετέλεσε, τόσο η προσωπική της άγνοια επί του αναλυτικότερου τρόπου επέλευσης κυριότητας με τη χρησικτησία, όσο και το γεγονός ότι η υπογραφή του υπ' αριθμ. ...-2006 πωλητηρίου συμβολαίου έλαβε χώρα υπό την παρουσία του Κλεάνθη Βουλκίδη, δικηγόρου, ο οποίος, τυγχάνει και πρώτος ξάδερφος της δεύτερης εφεσίβλητης αλλά και γνωστός της εκκαλούσας, μεσολαβώντας για την πώληση του άνω ακινήτου. Μάλιστα, ο ίδιος είχε διπλό λόγο να παρίσταται στην κατάρτιση τούτου του συμβολαίου, αφού αφενός μεν υπήρξε συγγενής των εφεσιβλήτων που του εξέφρασαν την επιθυμία τους να πωλήσουν το άνω ακίνητο, αλλά παράλληλα διατηρούσε και προσωπική γνωριμία με την εδώ εκκαλούσα και αγοράστρια, έχοντας δανείσει στην ίδια το ποσό των 10.000,00 ευρώ. Γι' αυτό, ήδη είχε συμφωνήσει με την τελευταία, ότι προς εξασφάλιση του άνω δανείου που της χορήγησε, θα προσυμφωνούσε μαζί της την πώληση και μεταβίβαση στον ίδιο του άνω αγοραζόμενου από αυτήν αγροτεμαχίου, μέχρι την ολοσχερή αποπληρωμή του άνω δανείσματος. Προς τούτο άλλωστε και μόλις έξι μέρες μετά την υπογραφή του επίδικου πωλητηρίου συμβολαίου, συνετάγη μεταξύ αυτού και της εκκαλούσας το υπ' αριθμ ...-2006 προσύμφωνο αγοραπωλησίας αγροτεμαχίου ενώπιον της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου.

Συνεπώς, και ο ίδιος, αφενός μεν ως συγγενής των πωλητών, αφετέρου δε ως δικηγόρος, αλλά και ως δανειστής της εκκαλούσας, όπως γνώριζαν και οι εφεσίβλητες, απέβλεπε στην καθαρότητα του άνω ακινήτου από νομικά τουλάχιστον ελαττώματα.

Συνεπώς, αν είχε αντιληφθεί κάτι σχετικό περί τούτου, οι εφεσίβλητες θα ανέμεναν την επισήμανσή του, δεδομένου ότι και ο ίδιος έλαβε αντίγραφο του φακέλου και των εγγράφων που αφορούσαν στο επίδικο ακίνητο προς μελέτη τους, αφού ο ίδιος συνέδραμε και στην κατάρτιση του άνω συμβολαίου γονικής παροχής της δεύτερης εφεσίβλητης προς την πρώτη (βλ. άλλωστε, και την τιθέμενη από τον ίδιο σφραγίδα του δικηγορικού του γραφείου στο εξωτερικό περικάλυμμα του υπ αριθμ. ...-2005 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Τ.-Κ.). Τέλος, το ότι στο ως άνω συμβόλαιο γονικής παροχής ο τρόπος κτήσης της κυριότητας από την δεύτερη εφεσίβλητη, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, δεν ανταποκρίνεται στον τρόπο με τον οποίο συμφωνήθηκε μεταξύ αυτής και του πατέρα της Δ. Π., όπως παρουσίασαν οι ίδιες και στην ένδικη διαφορά, τόσο πρωτοδίκως όσο και στο παρόν Δικαστήριο, δεν μπορεί να είναι καθοριστικός του δόλου της ίδιας και κατ' επέκταση της θυγατέρας της, καθώς ανεξαρτήτως της ανακρίβειας της περιγραφής που αποτύπωσαν στα άνω συμβόλαια ως δήλωσή τους, οι ίδιες, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, τελούσαν στην πεποίθηση ότι επήλθε στο πρόσωπό τους κυριότητα, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Θεώρησαν μάλιστα δεδομένο ότι ουδέποτε, και λόγω της κυριότητάς τους, δε θα διεκδικηθεί το άνω ακίνητο από τρίτο πρόσωπο, ώστε να υπάρχει λόγος να αποσαφηνίσουν λεπτομερειακά στα συμβόλαια τον τρόπο που απέκτησαν την κυριότητα, με τα προσόντα της χρησικτησίας, όπως υπέδειξε ο αποβιώσας Δ. Π. Σημειωτέον, δεδομένου ότι ο Κλεάνθης Βουλκίδης ουδέποτε παρέλαβε τη νομή του επίδικου ακινήτου, καθώς η συμφωνία του με την εκκαλούσα-ενάγουσα για την αγορά του υπήρξε καθόλα εξασφαλιστική δανείου του προς την ίδια και κατ' επέκταση τυπική (βλ. άλλωστε τόσο την ένορκη κατάθεση του ίδιου όσο και το περιεχόμενο του από 20-04-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού λύσης προσυμφώνου, ειδικά για το ζήτημα της νομής), στις 13-12-2006, οπότε και η εκκαλούσα έλαβε τη νομή του επίδικου ακινήτου, καλόπιστα πιστεύοντας ότι έχει καταστεί κυρία, το νέμεται μέχρι και σήμερα αδιάλειπτα και αδιατάρακτα, χωρίς να έχει διεκδικηθεί αυτό από έτερα πρόσωπα, μεταξύ άλλων και από τους λοιπούς κληρονόμους του αποβιώσαντος Δ. Π., άλλοτε ιδιοκτήτη αυτού.

Συνεπώς, και από τα ανωτέρω δεν αποδείχθηκε κατά θετικό τρόπο ότι οι εφεσίβλητες τελούσαν σε γνώση του γεγονότος ότι το πωληθέν από τις ίδιες ακίνητο δεν ανήκε ποτέ στην κυριότητά τους, ώστε δεν στοιχειοθετείται το πραγματικό των άρθρων 147 επ. ΑΚ, 386 ΠΚ και κατ' επέκταση του άρθρου 914 ΑΚ.

Συνεπώς, η επικουρική βάση της αγωγής, μετά των επί μέρους αγωγικών αιτημάτων της, που θεμελιώνεται στις άνω διατάξεις, κρίνεται ως ουσιαστικά αβάσιμη, μη αποδειχθείσας αυτοτελούς ευθύνης από αδικοπραξία, σε βάρος των εφεσιβλήτων, πέραν της ενδοσυμβατικής ευθύνης αυτών, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβασίμου του τέταρτου αλλά και του υπό στοιχείο Ζ' εβδόμου λόγου της υπό κρίση έφεσης (βλ. αναλυτικά την υπό στοιχείο IV μείζονα σκέψη της παρούσας). Πράγματι, αποδείχτηκε ότι κατά το χρόνο που η πρώτη εφεσίβλητη, εκπροσωπούμενη από τη δεύτερη εφεσίβλητη, επεχείρησε να πωλήσει και μεταβιβάσει το επίδικο ακίνητο στην εκκαλούσα, δεν τύγχανε κυρία του επίδικου ακινήτου, ώστε κατ' επέκταση η εκκαλούσα δεν προσπορίστηκε, με τούτο το συμβόλαιο, την κυριότητά αυτού. Προς τούτο το λόγο και δεδομένου ότι η πρώτη εφεσίβλητη δεν επιμελήθηκε προσηκόντως, ώστε να διαπιστώσει αν συνέτρεχαν στο πρόσωπό της τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, στο πρόσωπο της οποίας ελέγχεται η ενδοσυμβατική ευθύνη από την επίδικη πώληση, περιήλθε, από δική της ευθύνη σε αρχική, υποκειμενική αδυναμία παροχής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. ΑΚ (ΑΠ 568/2014 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 497/2010 ΕλλΔνη 2011/1048, ΕφΠειρ 672/2019 σε. ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς), ώστε στο πρόσωπο της εκκαλούσας να γεννιούνται τα δικαιώματα που συρρέουν διαζευκτικά από το άρθρο 382 ΑΚ (ΑΠ 590/2017, ΑΠ 1230/2017, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην υπό στοιχείο II μείζονα σκέψη της παρούσας. Πράγματι, αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα, ως αγοράστρια, απέστειλε στην πρώτη εφεσίβλητη, ως πωλήτρια την από 14-01-2014 εξώδικη δήλωσή της με την οποία, και λόγω της έλλειψης κυριότητας επί του επίδικου, στο πρόσωπο της πωλήτριας και κατ' επέκταση στο πρόσωπο της αγοράστριας, διαμαρτυρόμενη, κάλεσε αυτήν να της επιστρέψει το τίμημα που κατέβαλε ποσού 100.000,00 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους, προτιθέμενη να προβεί σε κάθε ενέργεια επιστροφής του πωληθέντος ακινήτου στην ίδια ως πωλήτρια. Η άνω δήλωση της εκκαλούσας, συνιστά νόμιμη υπαναχώρησή της ως αγοράστριας, θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 513 επ., 382, 387 και 389 παρ. 2 ΑΚ και παραδεκτά, ως καταχρηστική ένσταση λαμβάνεται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, δεδομένου άλλωστε ότι και τα θεμελιωτικά αυτής περιστατικά προτάθηκαν τόσο πρωτοδίκως, όσο και στα πλαίσια της έκκλητης δίκης, από τις εφεσίβλητες (βλ. ΑΠ 764/2015 σε ιστοσελίδα Αρείου Πάγου), αποδεικνύονται δε από την μετ' επικλήσεως προσκομιζόμενη από άπαντα τα διάδικα μέρη, τόσο πρωτοδίκως όσο και στο παρόν Δικαστήριο, από 14-01-2014 εξώδικη δήλωση της εκκαλούσας που νόμιμα επιδόθηκε στην πρώτη εφεσίβλητη στις 15-01-2014.

Συνεπώς και εν όψει των ανωτέρω, και λόγω του νομίμου της δήλωσης υπαναχώρησης της εκκαλούσας, με την περιέλευσή της στην πρώτη εφεσίβλητη, επήλθε λύση της μεταξύ τους σύμβασης της πώλησης, ώστε να οφείλουν εκατέρωθεν να επιστρέφουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Εν όψει των ανωτέρω, με την άνω δήλωση υπαναχώρησης, η εκκαλούσα άσκησε το δικαίωμα επιλογής μεταξύ των διαζευκτικώς συρρεόντων στο άρθρο 382 ΑΚ δικαιωμάτων που της χορήγησε ο νόμος, αναλώνοντάς το, στο άνω διαπλαστικό της δικαίωμα, ώστε να μην μπορεί πλέον να αξιώνει με την υπό κρίση αγωγή της την αποζημίωση του άρθρου 382 ΑΚ, ήτοι, το μοναδικό αιτούμενο με αυτήν, πλήρες διαφέρον εκτελέσεως από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης πώλησης από μέρους της πρώτης εφεσίβλητης, αφού τούτο, ως δευτερογενής αξίωση αποζημίωσης προϋποθέτει ενεργό και μη λυθείσα σύμβαση, κατά τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο III μείζονα σκέψη της παρούσας. Προς τούτο το λόγο και η υπό κρίση αγωγή, κατά την κύρια βάση της που συνίσταται στην καταβολή πλήρους εκτελεστού διαφέροντος από τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση πώλησης, στα πλαίσια ενδοσυμβατικής ευθύνης κρίνεται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά παραδοχή της ένστασης της προγενεστέρως διενεργηθείσας δήλωσης υπαναχώρησης, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως κατά τα άνω, έστω και αν δεν υποβάλλεται αυτοτελές αίτημα απόρριψης, της αγωγής δι' αυτής της ένστασης, αφού θεωρείται ότι εμπεριέχεται στο γενικό αίτημα απορρίψεώς της (βλ, ΑΠ 919/2018 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως έκρινε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά τις εκτεθείσες παραδοχές του, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 330, 297 εδ. α, 298 εδ. α και 914 ΑΚ. Και τούτο διότι οι παραδοχές του ότι α) ο δικαιοπάροχος των εναγομένων (άμεσος της 2ης και απώτερος της 1ης) είχε καταστεί κύριος του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας ήδη από το έτος 1976 (ως νεμόμενος τούτο από το έτος 1956) χωρίς μέχρι τον θάνατό του (2000) να το έχει μεταβιβάσει δια συμβολαιογραφικού εγγράφου στην δεύτερη εναγομένη, β) τον Δεκέμβριο του 1983, ενόψει του επικειμένου γάμου της δεύτερης εναγομένης θυγατέρας του, ο Δ. Π. εξέφρασε ρητά την επιθυμία του να μεταβιβάσει την κυριότητα του επιδίκου σε αυτήν, σαν ένα είδος προίκας, γ) προκειμένου να αποκτηθεί και έγχαρτος τίτλος κυριότητας, η δεύτερη εναγομένη μεταβίβασε το επίδικο στην θυγατέρα της πρώτη εναγομένη δυνάμει του με αρ. ...-2005 συμβολαίου γονικής παροχής, νομίμως μεταγεγραμμένου, δ) στο συμβόλαιο αυτό αναφέρεται ως αιτία κτήσης της κυριότητας από την δεύτερη εναγομένη -παρέχουσα, η έκτακτη χρησικτησία, ως νεμόμενη τούτο από το έτος 1980, που της παραχωρήθηκε άτυπα από τον πατέρα της Δ. Π., ε) ο ως άνω δικαιοπάροχος της δεύτερης εναγομένης αναγνωρίστηκε νομέας του επιδίκου δυνάμει της με αρ. .../1990 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης και ακολούθως δυνάμει της ...-1990 έκθεσης βιαίας αποβολής του δικαστικού επιμελητή Δ. Γ., αποβλήθηκαν από τη νομή του επιδίκου οι καταπατητές-αντίδικοί του και εγκαταστάθηκε σ αυτήν ο ίδιος , στ) κατά το χρόνο που η πρώτη εναγομένη, εκπροσωπούμενη από την δεύτερη εναγομένη, επιχείρησε να μεταβιβάσει την κυριότητα του επιδίκου στην εκκαλούσα-ενάγουσα, δεν τύγχανε κυρία αυτού, ώστε κατ επέκταση η ενάγουσα δεν προσπορίστηκε με το με αρ. ...-2006 συμβόλαιο πώλησης την κυριότητα αυτού, ως αποκτήσασα παρά μη κυρίας, αφού όπως κρίθηκε και με την με αρ. .../2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, το σχήμα που ακολουθήθηκε από την δεύτερη εναγομένη και τον πατέρα της (μεταβίβαση σ αυτήν της νομής , της ψιλής κυριότητας και παρακράτηση της οιονεί νομής επικαρπίας για τον ίδιο) δεν ήταν αρκετό ώστε νομίμως η δεύτερη να αποκτήσει την κυριότητα η οποία με το θάνατο τούτου κατέστη στοιχείο της κληρονομιαίας περιουσίας του και ζ) η πρώτη εναγομένη-εφεσίβλητη δεν επιμελήθηκε προσηκόντως ώστε να διαπιστώσει εάν συνέτρεχαν στο πρόσωπό της τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, περιελθούσα έτσι σε αρχική υποκειμενική αδυναμία παροχής, αρκούσαν για την κατά νόμο θεμελίωση της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς αμφοτέρων των εναγομένων, στην οποία ερειδόταν η επικουρική βάση της αγωγής της εκκαλούσας, σύμφωνα και με την ανωτέρω νομική σκέψη. Επιπλέον στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογείται με επάρκεια και πειστικότητα γιατί τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το Εφετείο στήριξε την κρίση του περί καλοπιστίας των εναγομένων (ότι δηλαδή τον Δεκέμβριο του 1983 ο Δ. Π., παππούς και πατέρας αντίστοιχα αυτών και ενώ είχε ήδη από το έτος 1976 αποκτήσει την δια χρησικτησίας κυριότητα επί του επιδίκου ακινήτου μεταβίβασε άτυπα στην δεύτερη εναγομένη τη νομή της ψιλής κυριότητας η οποία, με τον θάνατό του το 2000, πίστευε ότι συνενώθηκε με την οιονεί νομή επικαρπίας που είχε παρακρατήσει-επιφυλάξει για τον εαυτό του ο ίδιος και ότι έτσι αυτή απέκτησε την πλήρη κυριότητα αυτού και ότι τούτο εκφεύγει της κληρονομιαίας περιουσίας του ανωτέρω, την οποία αποποιήθηκε) δεν αναφέρθηκε στο επίμαχο πωλητήριο συμβόλαιο, με το οποίο η πρώτη εναγομένη μεταβίβασε κατά κυριότητα τούτο στην ενάγουσα, ούτε και στο με αρ. ...-2005 συμβόλαιο γονικής παροχής με το οποίο η δεύτερη εναγομένη μεταβίβασε τούτο στην πρώτη εναγομένη αλλά αντίθετα αναφέρθηκε σ αυτά ότι η δεύτερη εναγομένη απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου δια χρησικτησίας ως νεμόμενη τούτο από το έτος 1980, που της παραχωρήθηκε κατόπιν ατύπου δωρεάς του πατρός της, η οποία (δωρεά) ωστόσο έρχεται σε αντίθεση με τις παραδοχές του Εφετείου ότι ο πατέρας της δεύτερης εφεσίβλητης αναγνωρίστηκε νομέας του επιδίκου με την με αρ. .../90 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης και την εν συνεχεία, δυνάμει της με αρ. .../1990 έκθεσης αποβολής των καταπατητών και απόδοση της νομής του σ αυτόν, περιστατικά τα οποία σε συνδυασμό και με τις προαναφερόμενες παραδοχές του Εφετείου, επαρκούσαν για την στοιχειοθέτηση-θεμελίωση ενδεχόμενου δόλου ή τουλάχιστον βαριάς αμέλειας αμφοτέρων των εναγομένων ως προς το κρίσιμο ζήτημα της απόκτησης κυριότητας της δεύτερης εναγομένης επί του επιδίκου, υπαιτιότητα η οποία θα επαρκούσε για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης αυτών, κατ άρθρο 330, 914 ΑΚ και την οποία (υπαιτιότητα) το δικάσαν Εφετείο καταφάσκει ως προς την πρώτη εναγομένη στο πλαίσιο της εξέτασης της ενδοσυμβατικής ευθύνης της, πλην όμως την αποκλείει, ως προς αμφότερες τις εναγόμενες στο πλαίσιο της έρευνας της εξωσυμβατικής ευθύνης αυτών. Κατόπιν αυτών πρέπει να γίνει δεκτός ο εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και (κατ εκτίμηση) αρ. 19 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος της υπό κρίση αναίρεσης ως βάσιμος, περελκούσης της έρευνας του εκ του αριθμ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ 1ου λόγου της αναίρεσης, τον οποίο καταλαμβάνει η αναιρετική εμβέλεια του δεύτερου εκ του αρ. 1 (κατ' εκτίμηση αρ.19) του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης και απορριπτομένου του τρίτου και τελευταίου, εκ του άρ.9 του άνω άρθρου, λόγου αναίρεσης, καθόσον, στην αγωγή δεν περιείχετο την επικουρική εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση, και αντίστοιχη αξίωση, ως προς την επιδίκαση του καταβληθέντος τιμήματος των 100.000€. Μετά απ' αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση κατά το μέρος με το οποίο απορρίφθηκε η εξ αδικοπραξίας επικουρική βάση της αγωγής και να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο, προκειμένου να δικαστεί κατ' ουσίαν, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας εκδόθηκε μετά από αναίρεση, κατόπιν παραπομπής της υπόθεσης σ' αυτό από τον Άρειο Πάγο με την με αρ. .../2020 απόφασή του. Έτσι, για την εκπλήρωση της επιβαλλόμενης στον Άρειο Πάγο από τη διάταξη αυτή υποχρέωσης για εκδίκαση μετά από δεύτερη αναίρεση της υπόθεσης κατ' ουσίαν, θα πρέπει να λάβει χώρα νέα συζήτηση της υπόθεσης, μετά την έκδοση της αναιρετικής απόφασης, ενώπιον του ίδιου Τμήματος το οποίο δικάζει πλέον ως δικαστήριο της ουσίας, σε νέα προς το σκοπό αυτό δικάσιμο, μετά από κλήση του επιμελέστερου από τους διαδίκους κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 1 του ΚΠολΔ , ώστε κατά τη δικάσιμο αυτή οι διάδικοι να διαμορφώσουν ανάλογα τους ισχυρισμούς και τις προτάσεις τους. Πρέπει επίσης να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που έχει κατατεθεί για την άσκηση της αναίρεσης στην αναιρεσείουσα (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, η οποία παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά της (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί τη με αρ. .../2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά το μέρος, με το οποίο απορρίφθηκε η εξ αδικοπραξίας επικουρική βάση της αγωγής.

Κρατεί την υπόθεση στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου και την παραπέμπει για περαιτέρω κατ' ουσίαν εκδίκαση στο ίδιο τμήμα, σε ιδιαίτερη συζήτηση και σε νέα προς το σκοπό αυτό δικάσιμο που θα προσδιοριστεί μετά από κλήση του επιμελέστερου από τους διαδίκους.

Διατάσσει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που έχει καταθέσει για την άσκηση της αναίρεσης.

Καταδικάζει τις αναιρεσίβλητες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Μαρτίου 2025.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 9 Μαΐου 2025.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή