
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 810 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 810/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου - Εισηγήτρια, Γ. Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Βαρβάρα Πάπαρη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Φεβρουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γ. Φ., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Κ. Δ. του Γ., 2) Χ. Δ. του Γ., 3) Θ. Δ. του Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Ζέρβα με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Γ. Δ. του Δ., κατοίκου ..., 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΑΦΟΙ Γ. Δ. ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παρασκευά Ατλαμάζογλου και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από .../2016 αγωγή, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και .../2022 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 6/7/2022 αίτησή τους και τους από 24/10/2022 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων αυτής και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη, από 6-7-2022 αίτηση αναίρεσης και τους από, 24-10-2022 πρόσθετους λόγους, προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με αριθμό .../2022 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίο δικάζοντας την έφεση των εκκαλούντων, ήδη αναιρεσειόντων, ως κληρονόμων του αποβιώσαντος μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής, ενάγοντος, κατά της .../2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δέχθηκε αυτή ως προς τον πρώτο εναγόμενο, ήδη πρώτο αναιρεσίβλητο, αναφορικά με τη διάταξή της για τα δικαστικά έξοδα και την απέρριψε κατά τα λοιπά, ενώ όσον αφορά τη δεύτερη εναγομένη, ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη, δέχθηκε την έφεση κατ' ουσίαν, εξαφάνισε την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς αυτή και κρατώντας και δικάζοντας την αγωγή κατά το μέρος αυτό, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και, συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1). Επίσης, παραδεκτοί είναι και οι ως άνω πρόσθετοι λόγοι, οι οποίοι ασκήθηκαν με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και επιδόθηκε νόμιμα στον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσίβλητων, ως αντίκλητο αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 569 παρ. 2 ΚΠολΔ, ήτοι τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από την ορισθείσα για τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (βλ. τη με αριθμό ...-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Ν. Τ.). Επομένως, η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθρο 246 ΚΠολΔ), αλλά και διότι οι πρόσθετοι λόγοι δεν έχουν αυθυπαρξία και συζητούνται, υποχρεωτικά μαζί με την αίτηση αναίρεσης (ΑΠ 527/2023, ΑΠ 1376/2022, ΑΠ 1640/2022) και στη συνέχεια να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Η εταιρία, ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, υπηρετεί κοινωνικό σκοπό. Η χρησιμοποίηση της εταιρίας για την εξυπηρέτηση διαφορετικών σκοπών και μάλιστα αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρίας. Η καταχρηστική συμπεριφορά που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά από το νόμο. Πρέπει, όμως, να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπιστούν, σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος (ΑΠ 1150/2021). Με την παραπάνω έννοια δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρίας ή των μεριδίων ΕΠΕ σε ένα μόνο πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρίας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996, ΑΠ 17/1994), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρία (ανώνυμη, ναυτική και ΕΠΕ), η οποία και διατηρεί κατ' αρχήν την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά επίσης, καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν ή περισσότερους επιχειρηματίες, με σκοπό η εταιρία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίστηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρία. Επίσης, η θέση κατά μέρος της νομικής προσωπικότητας νομίμως συσταθείσας και λειτουργούσας ανώνυμης εταιρίας δεν δικαιολογείται μόνο από την ταύτιση των συμφερόντων της εταιρίας προς αυτά του κυρίου μετόχου ή από τη συστηματική παροχή εγγυήσεων του προσώπου αυτού για λογαριασμό της εταιρίας ή τέλος από την εμφάνιση τούτου ως ουσιαστικού φορέα της επιχείρησης, με καθοριστική συμβολή στη λήψη των εταιρικών αποφάσεων.
Συνεπώς, δεν ενεργούν αθέμιτα οι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προσφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρίας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι' αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρίας. Η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρίας έναντι των μετόχων ή των εταίρων υποχωρεί, όμως, όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητας χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας, με την έννοια ότι οι φερόμενες ως πράξεις της εταιρίας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται και αντιστρόφως οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρίας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις, που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρίας για να καταστρατηγήσει το νόμο ή για να προκαλέσει δολίως ζημιά σε τρίτον ή για να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση, είτε εταιρικών, είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ' υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων του, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρίας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του κυρίαρχου μετόχου, αφού εξαιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρίας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μέτοχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο στην εταιρία, όταν η εταιρία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας ή κατ' άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρία στους μέτοχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή τον βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφαινόμενης σ` αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρίας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της με την έννοια ότι η εταιρία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρο 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρο 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση, είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο, είτε με αντίστροφη κατεύθυνση. Με διαφορετική άλλωστε, εκδοχή, δηλαδή αν αποκλειστεί η ευθύνη της εταιρίας ή αναλόγως του βασικού μετόχου ή εταίρου της και γίνει δεκτή η ευθύνη του ενός μόνον απ' αυτούς, θα υφίσταται το νομικό παράδοξο να διατηρείται μεν για την εταιρία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο ο ενοχικός δεσμός από τη συναλλαγή τους, να μην αναδύονται, όμως, γι' αυτούς έννομες συνέπειες και μάλιστα στην περίπτωση αυτή θα μπορούν να επικαλεστούν τη μεταφορά (μετακύλιση) των συνεπειών από την εταιρία στον βασικό μέτοχο ή εταίρο της ή αντιστρόφως από τον μέτοχο αυτόν ή εταίρο στην εταιρία και τον αποκλεισμό έτσι της ευθύνης του άλλου, όχι μόνον οι αντισυμβαλλόμενοι, αλλά και τρίτα πρόσωπα ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή, μολονότι η κάμψη της νομικής προσωπικότητας δεν προϋποθέτει διαπλαστική δήλωση του ενδιαφερόμενου, αλλά ως έννομη κατάσταση, που συνεπάγεται αντίστοιχες έννομες συνέπειες, προκύπτει αυτοδικαίως, εφόσον υπάρξει κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας (ΟλΑΠ 2/2013, ΑΠ 1832/2022, ΑΠ 781/2018, 1369/2018). Ενόψει αυτών, για την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου κεφαλαιουχικής εταιρίας έναντι του βασικού μετόχου ή εταίρου της, δεν αρκεί απλώς η ιδιότητα του φυσικού προσώπου ως μοναδικού μετόχου ή εταίρου ή κατόχου του μεγαλύτερου μέρους των μετοχών ή των εταιρικών μεριδίων αυτής, αλλά ούτε και το γεγονός ότι από τη συμμετοχή του φυσικού αυτού προσώπου στην εταιρία εξαρτάται η ύπαρξη ή η εξακολούθηση αυτής, αλλά απαιτείται η συνδρομή ιδιαίτερων και σοβαρών ή εξαιρετικών προϋποθέσεων και συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, που καταδεικνύουν τις αθέμιτες επιδιώξεις του βασικού μετόχου ή εταίρου, κατά προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων ιδίως της καλής πίστης. Τα περιστατικά αυτά πρέπει να παρατίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, με την οποία επιχειρείται η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης του μόνου μετόχου ή εταίρου κεφαλαιουχικής εταιρίας για τα χρέη αυτής, ώστε να είναι αυτό ορισμένο κατ' άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, αναγκαία είναι η ειδική μνεία στην αγωγή των συγκεκριμένων περιστατικών που καταδεικνύουν την εκ μέρους του εναγόμενου κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας, όπως ανωτέρω εξειδικεύθηκαν (ΑΠ 1832/2022, ΑΠ 925/2022). Εξάλλου, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή ή την ένσταση, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή τους περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του αντίστοιχου δικαιώματος. Πρόκειται και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση νομικής δήθεν αοριστίας της αγωγής ή της ένστασης. Επομένως, νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 8 και 14 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτήν ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 158/2023, ΑΠ 261/2020, ΑΠ 670/2020, ΑΠ 1487/2017). Τέλος, το δικαστήριο της ουσίας εκτιμά, αυτεπαγγέλτως, το σύνολο των πραγματικών περιστατικών, τα οποία επικαλείται στο δικόγραφο της αγωγής ο ενάγων ως παραγωγικά του επίδικου δικαιώματος και με βάση αυτή την ιστορική της βάση και το αίτημα, προσδίδει τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει την αγωγή στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, καταλήγοντας στην παραδοχή ως ορισμένης της αγωγής και όχι με βάση τις αποδείξεις και την αποδιδόμενη εσφαλμένη εκτίμηση αυτών από το Εφετείο ή τους περιεχόμενους στις προτάσεις ισχυρισμούς ή τη νομική έννοια που δίνει ο ενάγων (ΑΠ 353/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο από τους αριθμούς, 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι παρά το νόμο απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την ένδικη αγωγή του δικαιοπαρόχου τους (αρχικού ενάγοντος), ως προς τον πρώτο εναγόμενο, ήδη πρώτο αναιρεσίβλητο, δεχόμενο ότι δεν εκτίθενται συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι αυτός κάνει αποκλειστική χρήση του κοινού πράγματος και ότι αποκλειστική χρήση αυτού κάνει η δεύτερη αναιρεσίβλητη, ανώνυμη εταιρία, χωρίς να λάβει υπόψη τους διαλαμβανόμενους στο αγωγικό δικόγραφο ισχυρισμούς, περί της σε ολόκληρον ευθύνης αυτού με τη δεύτερη αναιρεσίβλητη, ανώνυμη εταιρία, λόγω της ταύτισής του, με το νομικό πρόσωπο της τελευταίας, ισχυρισμοί οι οποίοι θεμελίωναν το αίτημα για την σε ολόκληρον ευθύνη του τελευταίου και αποδεικνύονταν από τα προσκομιζόμενα έγγραφα. Από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 αρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι ο αρχικώς ενάγων, Χ. Δ., ο οποίος απεβίωσε μετά την άσκηση της αγωγής και στη δικονομική θέση του υπεισήλθαν οι εκ διαθήκης κληρονόμοι του, ήδη αναιρεσείοντες, εξέθετε μεταξύ άλλων, σ' αυτή, τα εξής: Ότι δυνάµει του αναφερομένου συμβολαίου πώλησης ακινήτου, που μεταγράφηκε νόμιμα κατέστη συγκύριος µε τον αδελφό του Δ. Δ. του Γ., κατά ποσοστό 50% έκαστος, ενός αγρού µε αριθµό τεµαχίου 151, έκτασης κατά τον τίτλο 5.724 τμ., ευρισκόμενου στο δήμο Πολίχνης Θεσσαλονίκης, επί του οποίου ανεγέρθη βιοτεχνικό κτήριο. Ότι ο αδελφός του µε το αναφερόμενο συμβόλαιο γονικής παροχής που μεταγράφηκε νόμιμα μεταβίβασε στον υιό του, πρώτο εναγόμενο, (πρώτο αναιρεσίβλητο), την ψιλή κυριότητα του ποσοστού του επί του ανωτέρω ακινήτου, ο οποίος µετά το θάνατο του πατέρα του και επικαρπωτή στις 31-7-2010, κατέστη συγκύριος του παραπάνω ακινήτου σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου. Ότι µετά την ένταξη του ανωτέρω αγρού στο εγκεκριµένο σχέδιο επέκτασης της περιοχής και την κύρωση της αναφερόµενης πράξης εφαρµογής το παραπάνω ακίνητο φέρει σήµερα αριθµό 1 του 1403 οικοδομικού τετραγώνου, έχει έκταση 3.999,07 τ.μ., µετά τις συντελεσθείσες απαλλοτριώσεις, και βρίσκεται επί της οδού ... (διαμπερές). Ότι το έτος 1964 (ο αρχικός ενάγων) συνέστησε µε τον αδελφό του, την εταιρία, "ΑΦΟΙ Δ. Ο.Ε.", µε αντικείµενο την κατασκευή και πώληση αδιάβροχων τεντών, η οποία το έτος 1982 μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία, ήδη δεύτερη εναγόµενη, (δεύτερη αναιρεσίβλητη), η έδρα της οποίας ορίστηκε στο άνω ακίνητο, όπου αυτή εγκαταστάθηκε και λειτουργεί. Ότι µε το από 24-2-1994 ιδιωτικό συμφωνητικό συμφωνήθηκε η αποχώρηση του ίδιου (αρχικού ενάγοντος) από την ανώνυμη εταιρία (δεύτερη εναγομένη), μεταβιβάζοντας το μερίδιό του επί του συνόλου των μετοχών στον αδελφό του, ο οποίος ως μόνος μέτοχος θα συνέχιζε τη λειτουργία της εταιρίας και θα κατέβαλε τα χρέη της, ενώ ο ίδιος θα κατέβαλε το από 80.000.000 δραχ. ήμισυ του παθητικού της εταιρίας, σε δόσεις μέχρι την 30-6-1998. Ότι με το άνω συμφωνητικό συμφωνήθηκε επίσης, η διανοµή του ακινήτου και η παράταση της υφιστάμενης μίσθωσης του ακινήτου εκ µέρους του εκµισθωτή, Χ. Δ. (αρχικού ενάγοντος) στη δεύτερη εναγόµενη, µισθώτρια εταιρία, μέχρι τις 30-9-1998, οπότε και η τελευταία ήταν υποχρεωμένη να το αποδώσει, εφόσον βέβαια ο Χ. Δ. θα είχε εξοφλήσει όλες τις υποχρεώσεις του, σε περίπτωση δε καθυστέρησης στην παράδοση του µισθίου, συμφωνήθηκε ότι η δεύτερη εναγόµενη θα καταβάλλει ποινική ρήτρα 20.000 δρχ. για κάθε ηµέρα καθυστέρησης. Ότι από το έτος 1998, ξεκίνησε δικαστική διαμάχη µεταξύ του ίδιου, του αδελφού του (πατέρα του πρώτου εναγοµένου) και της δεύτερης εναγόµενης εταιρίας, η οποία περαιώθηκε µε την έκδοση της υπ' αριθµ. 1066/2009 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, αφού απορρίφθηκαν οι αιτήσεις αναίρεσης κατά αυτής. Ότι κατόπιν, στις 2-1-2015, κοινοποίησε εξώδικη πρόσκληση μεταξύ άλλων, και στον πρώτο εναγόµενο µε την οποία ζητούσε τη διανοµή του κοινού ακινήτου, ενώ απηύθυνε κατά της δεύτερης εναγόµενης την από 28-12-2014 εξώδικη όχληση με την οποία δήλωσε αφενός ότι κατά προφανή βλάβη των συμφερόντων του και επί ζημία του, χωρίς τη σύμφωνη γνώµη του, εξακολουθεί µέχρι την ηµεροµηνία εκείνη να κάνει χρήση του ακινήτου που του ανήκει κατά 50% εξ αδιαιρέτου, και αφετέρου καταγγέλλει τη μίσθωση του ενιαίου ακινήτου και την κάλεσε να του παραδώσει κενό και ελεύθερο το µίσθιο χώρο, µε βάση τα συμφωνηθέντα και περιληφθέντα στο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό και να απομακρυνθεί από τις εγκαταστάσεις κτιριακές και λοιπές, εντός των εποµένων τριάντα ηµερών. Συγχρόνως δήλωσε ρητά ότι επιφυλάσσεται να αξιώσει την επιδίκαση χρηματικής αποζημίωσης για τη χρήση του χώρου τούτου, καθώς και της συµφωνηθείσας ποινικής ρήτρας εκ 58,70 ευρώ ημερησίως (20.000 δρχ.) για κάθε ηµέρα που παραμένει στο χώρο. Ότι αν και ο πρώτος εναγόµενος συμφώνησε αρχικά στον προτεινόμενο τρόπο διανοµής του κοινού ακινήτου, στη συνέχεια διαφώνησε µε αποτέλεσµα να ασκήσει σε βάρος του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την αναφερόµενη (από 17-10-2016) αγωγή διανομής, ο δε πρώτος εναγόµενος προχώρησε στην κατάθεση αντίθετης (από 16-12-2016) αγωγής. Ότι µετά και την έκδοση το έτος 2009, της τελεσίδικης απόφασης έπρεπε µε βάση τα συμφωνηθέντα η µισθώτρια δεύτερη εναγόµενη εταιρία, να παραδώσει κενό και ελεύθερο το µίσθιο, ήτοι το ακίνητο του οποίου ποιείται αποκλειστική χρήση, τόσο αυτή όσο και ο πρώτος εναγόµενος, εφόσον είναι αποκλειστικών του συµφερόντων, όπως ο ίδιος επικαλείται στο δικόγραφο της ως άνω αγωγής διανομής που ο τελευταίος κατέθεσε εναντίον του αρχικώς ενάγοντος. Ότι ο πρώτος εναγόµενος δημιουργεί προσκόµµατα στη διανοµή του ακινήτου, ώστε να έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει να εκμεταλλεύεται αυτός και η δεύτερη εναγόµενη εταιρία, συμφερόντων αυτού και µελών της οικογένειας του, το κοινό ακίνητο για την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας από την εν λόγω ανώνυμη εταιρία και συγχρόνως να στερεί στον ίδιο την εκμετάλλευση τούτου. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ο αρχικώς ενάγων, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόµενοι αλληλέγγυα και σε ολόκληρον ο καθένας να του καταβάλουν για το χρονικό διάστηµα από 1/2012 έως και 12/2016, το συνολικό ποσό της ωφέλειας, που αποκόμισαν από την αποκλειστική χρήση του ακινήτου και συγκεκριµένα το συνολικό ποσό των 134.587 ευρώ, που συνίσταται στη μισθωτική αξία της μερίδας του, σύµφωνα µε τους λεπτομερώς αναφερόµενους υπολογισμούς, νομιµοτόκως από την επίδοση της αγωγής µέχρι την εξόφληση, καθώς και το ποσό των 2.116,50 ευρώ για κάθε µήνα του χρονικού διαστήματος από 31-12-2016 έως την συζήτηση της αγωγής (στον πρώτο βαθµό), νοµιµοτόκως από την επίδοση της αγωγής µέχρι την εξόφληση. Επί της άνω αγωγής, εκδόθηκε η με αριθμό .../2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας ως προς τον πρώτο εναγόμενο, ήδη πρώτο αναιρεσίβλητο και για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης, ως προς τη δεύτερη εναγομένη, δεύτερη αναιρεσίβλητη. Μετά δε την άσκηση έφεσης από τους κληρονόμους του αρχικού ενάγοντος, ήδη αναιρεσείοντες, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμό .../2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, ως προς τον πρώτο εναγόμενο, κρίθηκε ομοίως ως αόριστη η αγωγή, απορριπτομένου του σχετικού λόγου της έφεσης, ενώ ως προς τη δεύτερη εναγομένη, αφού κρίθηκε ότι η ένδικη αγωγή είναι παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις από το χρησιδάνειο (παραχώρηση χρήσης του επίδικου ακινήτου σ' αυτή, χωρίς την καταβολή ανταλλάγματος), έγινε δεκτή η έφεση, εξαφανίστηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και στη συνέχεια απορρίφθηκε η αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ειδικότερα, όσον αφορά τον πρώτο εναγόμενο, η προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ''καθόσον δεν εκτίθενται με σαφήνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι αυτός κάνει αποκλειστική χρήση του κοινού πράγματος, αντιθέτως δε, από όλο το περιεχόμενο της αγωγής προκύπτει ότι αποκλειστική χρήση αυτού κάνει η δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, στην οποία και παραχωρήθηκε η χρήση του από τους συγκυρίους του κοινού ακινήτου, η οποία και χρησιμοποιεί το ακίνητο για τις ανάγκες άσκησης της εμπορικής της δραστηριότητας''. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας την αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο (πρώτο αναιρεσίβλητο), δεν παρέλειψε παρά το νόμο να λάβει υπόψη του, εκτιθέμενα στην εν λόγω αγωγή περιστατικά, ούτε κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο. Και τούτο διότι, με βάση το προαναφερθέν περιεχόμενο της αγωγής, ουδόλως διαλαμβάνονται συγκεκριμένα στοιχεία θεμελιωτικά αιτήματος για κάμψη της νομικής αυτοτέλειας της δεύτερης εναγομένης και ήδη δεύτερης αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας, ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης του πρώτου εναγομένου, μόνου εταίρου της δεύτερης εναγομένης, κεφαλαιουχικής εταιρίας, για τα χρέη αυτής. Συγκεκριμένα, από το περιεχόμενο της ένδικης αγωγής προκύπτει, ότι δεν αναφέρονται στο δικόγραφό της, θεμελιωτικά της ευθύνης του πρώτου εναγομένου για χρέη της δεύτερης εναγομένης, ανώνυμης εταιρίας, γεγονότα, όπως ότι αυτός χρησιμοποίησε τη νομική προσωπικότητά της για να καταστρατηγήσει το νόμο ή να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτους ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση των εταιρικών ή ατομικών υποχρεώσεών του, ότι υπήρξε ανεπαρκής χρηματοδότηση αυτής και έτσι αυτός μετέφερε αθέμιτα στους δανειστές της τους κινδύνους από τη δική του ουσιαστικά επιχειρηματική δραστηριότητα, ότι αθέμιτα χρησιμοποίησε την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή ότι υπήρξε σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία αυτού κλπ (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 1150/2021). Για τη θεμελίωση δε της ευθύνης αυτής, δεν αρκεί η μνημονευόμενη στην αγωγή ιδιότητα του άνω φυσικού προσώπου, ως μοναδικού εταίρου, ούτε και το γεγονός ότι από τη συμμετοχή του φυσικού αυτού προσώπου στην εταιρία εξαρτάται η ύπαρξη ή η εξακολούθηση αυτής, αλλά, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, απαιτείται η συνδρομή των ως πιο πάνω ιδιαίτερων και σοβαρών ή εξαιρετικών προϋποθέσεων και συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, που καταδεικνύουν τις αθέμιτες επιδιώξεις του βασικού μετόχου ή εταίρου, κατά προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων ιδίως της καλής πίστης, ώστε το δικόγραφο να είναι ορισμένο κατ' άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ. Επομένως, ο άνω, πέμπτος λόγος αναίρεσης, από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, αφού δεν παρατίθενται οι αγωγικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν λήφθηκαν υπόψη, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Περαιτέρω, οι διαλαμβανόμενες στον άνω λόγο αιτιάσεις, ότι στην ένδικη αγωγή αναφέρεται ότι ο πρώτος εναγόμενος με την από 16-12-2016 προγενέστερη αγωγή του για τη διανομή του επίδικου κοινού ακινήτου, αποδέχεται πλήρως την ταύτισή του με το νομικό πρόσωπο της δεύτερης εναγομένης και ότι η επίκληση και προσκόμιση της αγωγής αυτής, ως στοιχείο που δικαιολογεί την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της δεύτερης εναγομένης κια την λόγω της άρσης αυτής, σε ολόκληρον ευθύνη του πρώτου εναγομένου, αρκεί για το ορισμένο της ένδικης αγωγής, είναι αβάσιμες, καθόσον σύμφωνα με όσα ήδη αναφέρθηκαν στην προηγούμενη νομική σκέψη, το δικαστήριο της ουσίας, εκτιμά αυτεπαγγέλτως, το σύνολο των πραγματικών περιστατικών, τα οποία επικαλείται στο δικόγραφο της αγωγής ο ενάγων ως παραγωγικά του επίδικου δικαιώματος και με βάση αυτή την ιστορική της βάση και το αίτημα, προσδίδει τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει την αγωγή στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, καταλήγοντας στην παραδοχή ως ορισμένης της αγωγής και όχι με βάση τις αποδείξεις ή έγγραφα. Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ, η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει λόγο αναίρεσης μόνο αν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς, δηλαδή, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει εσφαλμένα να χρησιμοποιήσει διδάγματα κοινής πείρας, ήτοι τις αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την επαγγελματική ενασχόληση, για να βρει την έννοια κάποιου κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ' αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, όχι, όμως, και όταν αυτά χρησιμεύουν για την εξακρίβωση από το δικαστήριο της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν, γιατί, στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ. Για το ορισμένο δε του λόγου αυτού αναίρεσης, πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο, εκτός των άλλων, ο κανόνας δικαίου για την αληθινή έννοια του οποίου χρησιμοποιήθηκαν ή όχι τα διδάγματα της κοινής πείρας, η έννοια που προσδόθηκε σ' αυτόν, από την προσβαλλόμενη απόφαση, την οποία ο αναιρεσείων χαρακτηρίζει ως εσφαλμένη, η ορθή, κατά τη γνώμη του αναιρεσείοντος έννοια, που προκύπτει από τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία ο δικαστής, είτε χρησιμοποίησε λανθασμένα, είτε παρέλειψε να χρησιμοποιήσει, ο προσδιορισμός των διδαγμάτων της κοινής πείρας, καθώς και ο τρόπος, κατά τον οποίο παραβιάστηκαν (ΑΠ 1027/2022, ΑΠ 1017/2022, ΑΠ 587/2020, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 1378/2018). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 20 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα, προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ο προβλεπόμενος από τη διάταξη αυτή λόγος αναίρεσης, για παραμόρφωση εγγράφου, ιδρύεται μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο στην ανάγνωση αποδεικτικού, κατά την έννοια των άρθρων, 339 και 432 επ. ΚΠολΔ, εγγράφου, (σφάλμα ανάγνωσης), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει και ακολούθως, στηριζόμενο στο συγκεκριμένο έγγραφο ή κυρίως σε αυτό, καταλήγει σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα, για πράγματα, που έχουν ουσιώδη επιρροή στη δίκη. Δεν περιλαμβάνεται, όμως, στο λόγο αυτό και η περίπτωση, που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήμια για τον αναιρεσείοντα κρίση του, να σχημάτισε το δικαστήριο της ουσίας αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει όταν τούτο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαρθεί η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα, για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης για να είναι ορισμένος και συνεπώς παραδεκτός, πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: α) το έγγραφο που παραμορφώθηκε κατά τρόπο που να προκύπτει η ταυτότητά του, β) το αληθινό περιεχόμενο του φερόμενου ότι παραμορφώθηκε εγγράφου, κατά λέξη παρατιθέμενο, γ) ποιο ακριβώς περιεχόμενο δέχθηκε το δικαστήριο ότι έχει το έγγραφο αυτό, ώστε από τη σύγκριση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου με εκείνο που φέρεται ότι δέχθηκε η απόφαση να είναι δυνατή η υπό του Αρείου Πάγου κρίση περί της ύπαρξης διαγνωστικού σφάλματος, δ) ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο, ε) ποια ουσιώδη επιρροή άσκησε η λανθασμένη ανάγνωση του εγγράφου επί του διατακτικού της απόφασης, δηλαδή το επιζήμιο συμπέρασμα για τον αναιρεσείοντα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο εξαιτίας της παραμόρφωσης του εγγράφου και στ) να εκτίθεται (ή να προκύπτει) ότι πρόκειται για έγγραφο από τα προβλεπόμενα στα άρθρα 339 ή 432 ΚΠολΔ (ΑΠ 333/2023, ΑΠ 45/2023, ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 272/2020). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, κατ' ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 1β ΚΠολΔ (και όχι και από τον αριθμό 1α του ίδιου άρθρου), με τις αιτιάσεις ότι, το Εφετείο δεχόμενο ότι χρήση του κοινού ακινήτου ποιείται μόνο η δεύτερη αναιρεσίβλητη - εναγομένη (και όχι ο πρώτος αναιρεσίβλητος -εναγόμενος), στην οποία παραχωρήθηκε η χρήση του κοινού ακινήτου και από τον πρώτο αναιρεσίβλητο, μοναδικό μέτοχό της, μετά την περιέλευση του συνόλου των μετοχών της στον τελευταίο, παραβίασε με τη μη εφαρμογή τους τα διδάγματα της κοινής πείρας, σύμφωνα με τα οποία το νομικό πρόσωπο της δεύτερης εναγομένης, ανώνυμης εταιρίας, μετά την περιέλευση του συνόλου των μετοχών της αρχικά στο δικαιοπάροχο του πρώτου αναιρεσίβλητου και ακολούθως στον τελευταίο, ταυτίζεται με το φυσικό πρόσωπο του πρώτου εναγομένου -αναιρεσίβλητου και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραχώρηση χρήσης του ακινήτου από αυτόν, στη δεύτερη. Ωστόσο, ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ο κανόνας δικαίου, στην εξειδίκευση του οποίου δεν χρησιμοποιήθηκαν τα διδάγματα της κοινής πείρας. Σε κάθε δε περίπτωση, ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, διότι δεν αποτελεί δίδαγμα της κοινής πείρας, το ότι το φυσικό πρόσωπο στο οποίο περιέρχεται το σύνολο των μετοχών νομικού προσώπου ταυτίζεται με το νομικό πρόσωπο, όπως εσφαλμένα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες. Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο του από 24-2-1994 ιδιωτικού συμφωνητικού, δεχόμενο εσφαλμένα ότι από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι τα μέρη συμφώνησαν, ότι σε περίπτωση που δεν πληρωθεί ο όρος (εξόφλησης των αναφερόμενων στο συμφωνητικό αυτό οφειλών) μέχρι τις 30-9-1998, καθίσταται η σύμβαση μίσθωσης (ή χρησιδανείου) αορίστου χρόνου. Ο αναιρετικός, όμως, αυτός λόγος, με το παραπάνω περιεχόμενο είναι απαράδεκτος, διότι δεν περιλαμβάνει τα στοιχεία της επικαλούμενης πλημμέλειας. Ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες πέραν του ότι δεν αναφέρουν το αληθινό περιεχόμενο του φερόμενου ως παραμορφωθέντος εγγράφου, ήτοι του από 24-2-1994 ιδιωτικού συμφωνητικού, κατά λέξη παρατιθέμενο, με τις άνω αιτιάσεις δεν αποδίδουν στο Εφετείο, εσφαλμένη ανάγνωση του περιεχομένου του εγγράφου, με συνέπεια την παραδοχή πραγματικών περιστατικών, διαφορετικών από εκείνα που πραγματικά διαλαμβάνονται σ' αυτό, παραμορφώνοντας έτσι το περιεχόμενό του, αλλά εσφαλμένη κρίση ως προς την ερμηνεία, εκτίμηση και αξιολόγηση του περιεχομένου του και τη μη συναγωγή του ορθού, κατ' αυτούς, αποδεικτικού πορίσματος, περί της αλήθειας κρίσιμου πραγματικού περιστατικού, ήτοι περί της λήξης της καταρτισθείσας με αυτό σύμβασης, μετά την εκπλήρωση των υποχρέσεων του ενάγοντος, ανεξάρτητα από το χρόνο εκπλήρωσης των υποχρεώσεων αυτών. Η αποδιδόμενη, εσφαλμένη, όμως, εκτίμηση, ως προς τα συναγόμενα με την εκτίμηση του περιεχομένου της σύμβασης, πραγματικά περιστατικά, δεν μπορεί να ιδρύσει τον από τον αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο. Από τις διατάξεις των άρθρων, 810, 816 και 817 ΑΚ, προκύπτει ότι, η σύμβαση χρησιδανείου, η οποία φέρει ενοχικό χαρακτήρα και μπορεί να καταρτιστεί άτυπα, έστω και αν αφορά ακίνητο, έχει ως περιεχόμενο την από μέρους του χρήστη παραχώρηση της χρήσης κινητού ή ακινήτου πράγματος, χωρίς αντάλλαγμα στο χρησάμενο, ο οποίος υποχρεούται να αποδώσει το πράγμα στο χρήστη μετά τη λήξη της σύμβασης, που μπορεί να συναφθεί, είτε για αόριστο, είτε για ορισμένο χρόνο. Ο όρος παραχώρησης της χρήσης χωρίς αντάλλαγμα είναι ουσιώδης, διότι, αν συμφωνήθηκε ''αντάλλαγμα'', η σύμβαση αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως χρησιδάνειο, αλλά συνήθως, ή ως μίσθωση ή άλλη μικτή σύμβαση, μη ρυθμιζόμενη πάντως από τις διατάξεις περί χρησιδανείου. Ως αντάλλαγμα, θεωρείται κάθε παροχή, που λαμβάνει ο χρήστης δυνάμει της σύμβασης, καθώς και κάθε ωφέλεια, που έχει αυτός από τη χρήση του πράγματος από τον χρησάμενο, εφόσον αυτή, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις είναι τόσο σημαντική, που να αφαιρεί από την πράξη του χρήστη τον χαρακτήρα της αγαθοσύνης, που οριοθετεί το χρησιδάνειο από τις άλλες συμβάσεις (ΑΠ 567/2023, ΑΠ 1645/2022, ΑΠ 1133/2018, ΑΠ 449/2014). Περαιτέρω, από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 810 ΑΚ, προς αυτήν του άρθρου 816 του ίδιου Κώδικα προκύπτει, ότι, αν το χρησιδάνειο ορίστηκε για αόριστο χρόνο, η σύμβαση λύνεται με καταγγελία από το χρήστη, αρκεί να μην ασκείται το δικαίωμα καταγγελίας άκαιρα και επιζήμια (άρθρα 200, 288 του ΑΚ), ενόψει της ιδιάζουσας φύσης του χρησιδανείου ως σύμβασης φιλαλληλίας, αγαθοσύνης και κοινωνικής ευπρέπειας, γεγονός πάντως, που αποτελεί περιεχόμενο σχετικής ένστασης του εναγόμενου χρησάμενου (ΑΠ 567/2023, ΑΠ 1645/2022, ΑΠ 1133/2018, ΑΠ 449/2014). Εξάλλου, σε περίπτωση μη επιστροφής του πράγματος κατά την ορισθείσα ημέρα λήξης του χρησιδανείου ή επιστροφής αυτού καθυστερημένα, ο χρησάμενος καθίσταται υπερήμερος και ο χρήστης δικαιούται να ζητήσει εκτός από την παροχή, δηλαδή την επιστροφή του πράγματος, και αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την καθυστέρηση κατά τα άρθρα, 341 παρ. 1 και 343 παρ. 1 ΑΚ. Η αποζημίωση αυτή, κατά τη διάταξη του άρθρου 298 ΑΚ, περιλαμβάνει τόσο τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δικαιούχου (θετική ζημία), όσο και το διαφυγόν κέρδος (αποθετική ζημία, ΑΠ 1410/2018, ΑΠ 449/2014). Στη συνέχεια, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, ''αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών''. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 14/2015, ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν. Στην περίπτωση, που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση (ΟλΑΠ 3/2020, ΟλΑΠ 8/2018, ΑΠ 24/2015). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ''έλλειψη αιτιολογίας'', ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της, ''ανεπαρκής αιτιολογία'', ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους ''αντιφατική αιτιολογία'' (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 782/2023, ΑΠ 667/2023). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι, την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 1284/2023).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τους δεύτερο και τρίτο πρόσθετους λόγους, αποδίδουν στην προσβαλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις αιτιάσεις ότι, παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 810 και 816 ΑΚ, διαλαμβάνοντας ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα του νομικού χαρακτηρισμού της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης, ως σύμβασης χρησιδανείου, το χρόνο λήξης αυτής και την περιέλευση της δεύτερης αναιρεσίβλητης, σε υπερημερία. Από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, αυτή, μετ' εκτίμηση των προσκομισθεισών από τους διαδίκους αποδείξεων, δέχθηκε, ως προς το ενδιαφέρον, τους άνω ερευνώμενους αναιρετικά λόγους, μέρος, τα ακόλουθα: Ο αρχικώς ενάγων, Χ. Δ. του Γ., {ο οποίος απεβίωσε την 24/3/2017, στη δικονοµική θέση του οποίου υπεισήλθαν οι εκ διαθήκης κληρονόμοι του, ήδη εκκαλούντες, (η σύζυγός του Ε. επί της επικαρπίας όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του και τα εγγόνια του, Κ., Χ. και Θ. Δ. επί της ψιλής κυριότητας κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου έκαστος, και δη επί του 50% εξ αδιαιρέτου του ενδιαφέροντος την υπόθεση αυτή παρακάτω επιδίκου ακινήτου)} και ο αδελφός του Δ. Δ. του Γ., από ετών ήταν συγκύριοι, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας τους, ενός οικοπέδου, εμβαδού 5.724 τ.µ, µετά των επ' αυτού κτιριακών εγκαταστάσεων (εργοστασίου), εμβαδού 2.800 τ.μ, που βρίσκεται στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης. Και οι δύο τους από το έτος 1964, είχαν συστήσει οµόρρυθµη εταιρία µε την επωνυμία "ΑΦΟΙ Δ. ΟΕ", της οποίας ήταν τα μοναδικά µέλη. Από τότε η ως άνω εταιρία τους χρησιμοποιούσε τον εν γένει χώρο του εργοστασίου για την κατασκευή και εµπορία πάσης φύσεως τεντ?ν, καλυμμάτων αυτοκινήτων και συναφών ειδών. Το έτος 1982, η οµόρρυθµη εταιρία τους μετατράπηκε στη δεύτερη εναγόµενη, ανώνυμη εταιρία, µε μοναδικούς μετόχους τα δύο αδέλφια. Και τα δύο αδέλφια (συγκύριοι του οικοπέδου και του επ' αυτού εργοστασίου) παραχώρησαν στη δεύτερη εναγοµένη εταιρία τη χρήση του ακινήτου αυτού (άρθρο 810 ΑΚ), ο καθένας κατά το µερίδιό του, προκειµένου η τελευταία (χρησαµένη) να το χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες της ως άνω επιχείρησής της. Το έτος 1994 τα δύο παραπάνω αδέλφια, αποφάσισαν να λύσουν συναινετικά τη συνεργασία τους, γιατί ήδη η εταιρία εμφάνιζε πολλά χρέη. Με το (πρώτο) από 24-2-1994 ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπογράφεται και από τους δύο αποφάσισαν να αποχωρήσει ο ενάγων από την δεύτερη εναγόµενη εταιρία, µεταβιβάζοντας όλες τις μετοχές του, χωρίς αντάλλαγμα στον ως άνω αδελφό του Δ. Δ. (πατέρα του πρώτου εναγόµενου), να αναλάβει ο τελευταίος όλες τις µέχρι τότε οφειλές της εταιρίας (ύψους 260.000.000 δρχ) και, εκτός των άλλων, ο αρχικώς ενάγων να καταβάλει (ως συμμετοχή του στο παθητικό της εναγόµενης και των προηγούμενων δύο ομορρύθμων εταιριών τους) το ποσό των 80.000.000 δρχ. σε τριµηνιαίες, κυρίως δόσεις, μέχρι τις 30-6-1998. Ακόμη συμφωνήθηκε η λύση της κοινωνίας µε εκούσια διανοµή του κοινού ακινήτου (οικόπεδο και κτηριακές εγκαταστάσεις που στεγάζεται η δεύτερη εναγομένη) κατά τον τρόπο που αναφέρεται στο εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό, η οποία (διανοµή) κατά την συμφωνία τους θα επιβεβαιωνόταν µε την υπογραφή σχετικής συμβολαιο-γραφικής πράξης. Συγχρόνως στο ίδιο συμφωνητικό και στον (ενδιαφέροντα για την υπόθεση αυτή) 7ο όρο αναγράφηκε επί λέξει ότι, "Ο Χ. Δ. αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρατείνει την υφιστάμενη εκµίσθωση προς την ΑΒΕΕ (δεύτερη εναγόμενη) σε όλες τις κτιριακές και λοιπές εγκαταστάσεις µετά του οικοπέδου που ανήκουν σε αυτόν τώρα κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου µετά την υπογραφή συμβολαιογραφικής πράξης διαιρετά για χρονικό διάστηµα που αρχίζει από τώρα και λήγει την 30-9-1998, οπότε υποχρεούται η µισθώτρια ΑΒΕΕ να παραδώσει κενό και ελεύθερο το µίσθιο, εφόσον βέβαια ο Χ. Δ. θα έχει εξοφλήσει όλες τις υποχρεώσεις του. Σε περίπτωση καθυστέρησης στην παράδοση του µισθίου πέραν της 30-9-1998 και εφόσον τηρηθούν όλοι ανεξαιρέτως οι όροι του παρόντος από το Χ. Δ. η ΑΒΕΕ θα υποχρεούται να καταβάλει στον Χ. Δ., ως ποινική ρήτρα 20.000 δρχ για κάθε ηµέρα καθυστέρησης για την κάλυψη του ενοικίου. Την τήρηση του όρου αυτού εγγυάται και υπόσχεται και ο υιός του Χ. Δ., Γ. Χ. Δ. ως μελλοντικός, δικαιοδόχος του". Ακόμη συμφωνήθηκε ότι ο αρχικώς ενάγων δεν θα λαμβάνει μισθώματα (ως συμμετοχή του στις παραπάνω υποχρεώσεις της εταιρίας), αλλά θά εκδίδει αποδείξεις είσπραξης αυτών (5ος όρος). Ακόμη συμφωνήθηκε µε τον 8ο όρο του ιδίου ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού επί λέξει ότι, "Ο Δ. Δ. ως νόµιµος εκπρόσωπος της ΑΒΕΕ (δεύτερης εναγοµένης) αναλαμβάνει την υποχρέωση να υπεκμισθώσει στον Γ. Χ. Δ. (γιό του αρχικώς ενάγοντος) για όσο χρόνο διαρκεί και η παραπάνω μίσθωση του όρου 7 του παρόντος, το χώρο όπου γίνεται η παραγωγή των προϊόντων της ΕΛΒΟ (ΤΟΛ) µε όλο τον εξοπλισμό του σε μηχανήματα καθώς και ένα υπόστεγο δίπλα στο μηχανουργείο για να χρησιµοποιηθεί από αυτόν αποκλειστικά για εργασίες και εμπορικές δραστηριότητες που λεπτομερώς περιγράφονται στο υπεκμισθωτήριο. Για την υπεκµίσθωση αυτή δεν θα εισπράττονται µισθώµατα από την ΑΒΕΕ (δεύτερη εναγομένη), ενώ θα χορηγεί αποδείξεις εισπράξεως ενοικίου, θεωρούμενα (των μισθωμάτων θεωρουμένων), ότι αποτελούν μέρος των γενικών υποχρεώσεων που ανέλαβε ο Δ. Δ. με το παρόν". Ταυτόχρονα, με το (με ίδια ημεροχρονολογία, από 24-2-1994) ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των τότε συγκυρίων του εν λόγω κοινού ακινήτου και της δεύτερης εναγομένης αποφασίστηκε η παράταση της παραχώρησης χρήσης (χαρακτηριζομένης από τα μέρη ως μίσθωσης), μέχρι τις 30-9-1998. Στο ίδιο αυτό συμφωνητικό ορίζεται επί λέξει ότι, "Διευκρινίζεται και συμφωνείται ότι σε περίπτωση διανομής του μισθίου ή με άλλο τρόπο διαχωρισμού αυτού, η μίσθωση θα εξακολουθεί να ισχύει και σε περίπτωση μεταβιβάσεως όλου ή μέρους του μισθίου". Επίσης, µε τρίτο (πάλι µε ίδια ημεροχρονολογία) ιδιωτικό συμφωνητικό η δεύτερη εναγόµενη εταιρία υποµίσθωσε στον Γ. Δ., γιό του αρχικώς ενάγοντος, ένα καθορισμένο χώρο του όλου οικοδομήματος και ειδικότερα το ΤΟΛ, στο οποίο γίνεται η παραγωγή προϊόντων για την ΕΛΒΟ και είναι κατασκευασμένο πάνω στο κτίσµα του εργοστασίου στην πλευρά του που βρίσκεται προς την οδό ... µαζί µε τον µέσα σε αυτό εξοπλισμό. Επίσης, συμφωνήθηκε και συγκεκριμένος χώρος του οικοπέδου του οποίου (χώρου) θα έκανε χρήση αυτός (γιός του αρχικώς ενάγοντος) για τις ανάγκες της επιχείρησής του. Η διάρκεια αυτής της υπομίσθωσης ορίστηκε µέχρι τις 30-9-1998 και το μηνιαίο µίσθωµα κατά το ως άνω συμφωνητικό, ορίστηκε σε 40.000 δρχ. το οποίο θα καταβάλλεται στον αρχικώς ενάγοντα πατέρα του (βλ. σχετικά ιδιωτικά συμφωνητικά). Στη συνέχεια, ο αρχικώς ενάγων μεταβίβασε µεν στον ως άνω αδελφό του τις δικές του μετοχές στην δεύτερη εναγόµενη εταιρία, πλην, όμως, εμφανίστηκαν προβλήματα στις μεταξύ τους σχέσεις και µετά το έτος 1998 άρχισαν και δικαστικές διενέξεις. Το έτος 1999, ο μεν Δ. Δ., µε αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου κατά του ήδη ενάγοντος και του γιου του Γ., ισχυριζόμενος ότι ο ενάγων δεν κατέβαλε σ' αυτόν µέχρι τις 30-6-1998, ό,τι συμφώνησαν (τις ως άνω τριµηνιαίες δόσεις, οφειλές της εταιρίας προς τη Δ.Ο.Υ κλπ), ζητούσε να υποχρεωθούν οι τελευταίοι να του καταβάλουν τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά. Ο δε αρχικώς ενάγων (αλλά και ο γιος του Γ.) με αγωγή του, ζήτησε, εκτός των άλλων, την ακύρωση των αναφερόµενων στο πρώτο (από 24-2-1994) ιδιωτικό συμφωνητικό, ειδικότερων συμφωνιών, λόγω απάτης (άρθρ. 147 ΑΚ) και επικουρικά, ως αισχροκερδών (άρθρ. 179 ΚΠολΔ). Επί των αγωγών αυτών εκδόθηκε η υπ' αριθµ. .../2001 εν μέρει οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, και στη συνέχεια η υπ' αριθµ. .../2007 οριστική απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, µε την οποία αφού απορρίφθηκαν ως ουσιαστικά αβάσιµες η προβληθείσα κατά της αγωγής του Δ. Δ. ένσταση περί ακυρώσεως λόγω απάτης του από 24-2-1994 ιδιωτικού συμφωνητικού, ως και η προαναφερόµενη αγωγή (που ενδιαφέρει) του Χ. Δ., οι αγωγές του Δ. Δ. έγιναν εν μέρει δεκτές ως ουσιαστικά βάσιµες. Κατά της οριστικής απόφασης (.../2007) ασκήθηκαν εφέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1066/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, µε την οποία απορρίφθηκαν αυτές (εφέσεις). Ασκήθηκαν δε αιτήσεις αναίρεσης κατά αυτών, οι οποίες και απορρίφθηκαν στη συνέχεια, όπως ο αρχικώς ενάγων εκθέτει στην κρινόμενη αγωγή του. Στα προαναφερόµενα, από 24-2-1994 ιδιωτικά συμφωνητικά εµφάνισαν τη σύμβαση που συνδέει τα εν λόγω αδέλφια µε την δεύτερη εναγοµένη ως σύμβαση μίσθωσης, προκειµένου η τελευταία να δικαιολογεί τη χρήση του ακινήτου απέναντι στις αρμόδιες φορολογικές αρχές και να εμφανίζει έξοδα καταβολής μισθωμάτων. Όμως, οι ως άνω µόνοι συγκύριοι παραχώρησαν την χρήση του ανωτέρω ακινήτου στην δεύτερη εναγοµένη εταιρία χωρίς αντάλλαγμα, ενώ µε την υπογραφή και των ως άνω τριών συμφωνητικών έγινε διανοµή της χρήσης του ως άνω ακινήτου, αφού στον μεν Γ. Δ., γιο του αρχικώς ενάγοντος, παραχωρήθηκε η χρήση καθορισµένου χώρου του εργοστασίου, όπως προαναφέρθηκε (το ΤΟΛ, που είναι κατασκευασμένο πάνω στο κτίσµα του εργοστασίου, µαζί µε τον εξοπλισμό του) για τη λειτουργία της επιχείρησής του, στην δε δεύτερη εναγοµένη παραχωρήθηκε η χρήση του ισογείου κτίσµατος για την λειτουργία της επιχείρησής της (βλ. και την υπ' αριθμ. 631/2006 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης). Η συμφωνία λήξης του χρησιδανείου προς την δεύτερη εναγοµένη (χρησάµενη) και απόδοσης αυτού στους χρήστες µε βάση το ανωτέρω συμφωνητικό ήταν 30-9-1998, με την προϋπόθεση ότι ο αρχικώς ενάγων θα είχε εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του, όπως προαναφέρθηκε, ο δε καθορισµένος χρόνος λήξης ίσχυε και για την περίπτωση λύσης της κοινωνίας µε διανοµή πριν τις 30-9-1998. Βέβαια, στο τρίτο από τα παραπάνω συμφωνητικά, αναγράφεται ότι το χώρο αυτό υπεκμισθώνει η δεύτερη εναγόµενη (φερόµενη ως µισθώτρια του όλου ακινήτου) στον προαναφερόµενο Γ. Δ. και ότι αυτός το µίσθωµα (40.000 δρχ.) θα το καταβάλει στον ενάγοντα πατέρα του, που, όμως, δεν αποδείχθηκε ότι κατέβαλε από το 1994, μισθώματα στον πατέρα του. Χαρακτηριστική είναι η κατάθεση της μάρτυρα των εκκαλούντων, συζύγου του Γ. Δ. του Χ., η οποία επί λέξει κατέθεσε µεταξύ άλλων ότι, " Ο πεθερός µου κράτησε για επαγγελματική στέγη την μισή περίπου οροφή του κτηρίου που είναι σκεπασµένη µε ελαφριά κατασκευή µουσαμά (τέντα) .... Ενώ ο σύζυγός µου Γ. Δ. αναγκάστηκε να χρησιμοποιεί για την επαγγελματική του δραστηριότητα µια σιδηροκατασκευή στον πάνω από το ισόγειο χώρο(τέντα) και µια αυθαίρετη κατασκευή στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου..". Ακόμη, η μεν δεύτερη εναγοµένη συνεχίζει να χρησιμοποιεί για τις ανάγκες της επιχείρησής της τον ισόγειο χώρο του εργοστασίου, ενώ και ο γιος του αρχικώς ενάγοντος συνεχίζει να χρησιμοποιεί τον πιο πάνω χώρο (ΤΟΛ) για τις ανάγκες της επιχείρησής του. Επίσης, ο αρχικώς ενάγων Χ. Δ. είχε ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (ειδική διαδικασία) σε βάρος της δεύτερης εναγοµένης την µε αριθμ. έκθεσης κατάθεσης .../2003 αγωγή του, µε την οποία επικαλούμενος ότι το έτος 1982 αυτός και ο αδελφός του Δ. Δ. εκµίσθωσαν το ως άνω ακίνητο (οικόπεδο και εργοστάσιο), ο καθένας το ιδανικό του μερίδιο στην δεύτερη εναγοµένη ανώνυμη εταιρία (της οποίας και οι δύο τότε ήταν οι µόνοι μέτοχοι), µε διάρκεια για αόριστο χρόνο, ζητούσε μεταξύ άλλων την αναπροσαρμογή του μισθώματος κατ' άρθρο 288 ΑΚ, κατά το ποσοστό της δικής του μερίδας, σε 5.500 ευρώ. Επί της αγωγής του αυτής, εκδόθηκε η υπ'αριθμ. 631/2006 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης (µετά από την έφεση του Χ. Δ. κατά της υπ' αριθµ. .../2004 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης επί της µε αριθμ. έκθεσης κατάθεσης .../2003 αγωγής του), µε την οποία κρίθηκε µε δύναμη δεδικασμένου ότι η παραχώρηση της χρήσης του ακινήτου αυτού (ο καθένας για το µερίδιό του) στην δεύτερη εναγοµένη έγινε χωρίς αντάλλαγμα και επομένως δεν αποτελεί µίσθωση, και δη δεν υπάρχει έγκυρη σύμβαση μίσθωσης που αποτελεί προϋπόθεση της αναπροσαρµογής του μισθώματος µε βάση το άρθρο 288 του ΑΚ, αλλά κάτω από αυτή καλύπτεται έγκυρη σύμβαση χρησιδανείου προς την δεύτερη εναγοµένη εταιρία. Σημειώνεται ότι μετά τον θάνατο του Δ. Δ. του Γ., την 31-7-2010, το προαναφερόμενο ποσοστό του 50% εξ αδιαιρέτου επί του λόγω ακινήτου περιήλθε στον πρώτο εναγόμενο (γιο του θανόντος), όπως αυτό δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους. Στη συνέχεια, ο αρχικώς ενάγων απέστειλε στην δεύτερη εναγοµένη, την από 28-12-2014 εξώδικη πρόσκληση-δήλωση, την οποία κοινοποίησε στην τελευταία την 12-1-2015, στην οποία ανέφερε ότι ο αδελφός του και συγκύριος του κοινού αυτού ακινήτου κατά το υπόλοιπο ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, απεβίωσε την 31-7-2010, ότι το έτος 1994 αποφασίσθηκε η απομάκρυνσή του (αρχικώς ενάγοντος) από την δεύτερη εναγοµένη εταιρία και ότι έκτοτε ξεκίνησε ένας δικαστικός αγώνας, ο οποίος έληξε µε την έκδοση αποφάσεων του Αρείου Πάγου, µε τις οποίες απορρίφθηκαν οι αιτήσεις αναίρεσης της µε αριθµό 1066/2009 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, ότι δυνάµει του από 24.2.1994 ιδιωτικού συμφωνητικού, που υπογράφηκε µεταξύ αυτού (αρχικώς ενάγοντος) και του αδελφού του, ρυθμίστηκαν οι εκκρεμότητες που είχαν προκύψει από τη λειτουργία της δεύτερης εναγοµένης εταιρίας, ενώ υπογράφηκαν την ίδια ηµέρα (24.2.1994) δύο ιδιωτικά συμφωνητικά, µε τα οποία ρυθµίστηκαν τα θέµατα της εκµίσθωσης του κοινού ακινήτου προς την δεύτερη εναγοµένη, ότι δυνάµει του προαναφερόµενου όρου 7ου του ως άνω πρώτου ιδιωτικού συμφωνητικού συμφωνήθηκε ότι η δεύτερη εναγοµένη θα παραδώσει το µίσθιο κενό στις 30.-9-1998, µε την προϋπόθεση ότι ο αρχικώς ενάγων θα έχει εξοφλήσει τις παραπάνω (από το ίδιο συμφωνητικό) υποχρεώσεις. Ότι καθώς συνεχίζει η δεύτερη εναγοµένη να κάνει χρήση του ακινήτου χωρίς την σύμφωνη γνώµη του (αρχικώς ενάγοντος), ο τελευταίος καταγγέλει την ένδικη σύμβαση παραχώρησης χρήσης και καλεί την δεύτερη εναγοµένη να του παραδώσει ελεύθερο το μίσθιο χώρο µε βάση τα συμφωνηθέντα στο από 24-2-1994 ιδιωτικό συμφωνητικό. Όμως, δεν αποδείχθηκε ότι η σύμβαση χρησιδανείου του κοινού ακινήτου προς την δεύτερη εναγοµένη έληξε και ότι η δεύτερη εναγοµένη (χρησάµενη) κατέστη υπερήµερη περί την απόδοση του χρησιδανεισθέντος αυτού κοινού ακινήτου, διότι µε βάση τον προαναφερόµενο όρο (7ο) η δεύτερη εναγοµένη είχε υποχρέωση να αποδώσει το ακίνητο στους ως άνω συγκύριους χρήστες στις 30-9-1908, µε την προϋπόθεση ότι ο αρχικώς ενάγων θα είχε εξοφλήσει µέχρι τότε τις υποχρεώσεις του από το ιδιωτικό συμφωνητικό, πράγμα όµως που δεν συνέβη τότε. Πλην, όµως, όπως αποδείχθηκε, ο αρχικώς ενάγων δεν κατέβαλε τις υποχρεώσεις του από το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό μέχρι τις 30-6-1998, αλλά προσέφυγε στα δικαστήρια, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω και αναγκάστηκε να καταβάλει τα συμφωνηθέντα ποσά- δίχως βέβαια να προκύπτει ο ακριβής χρόνος πληρωμής τους- σε εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, όπως ο ίδιος αναφέρει, έτσι ώστε η δεύτερη εναγοµένη δεν είχε υποχρέωση µε βάση το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό να αποδώσει το ακίνητο την 30-9-1998, όπως ο αρχικώς ενάγων αβάσιµα µε την αγωγή του ισχυρίσθηκε. Δεν υπήρχε υποχρέωση, κατά το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό απόδοσης του χρησιδανεισθέντος ακινήτου από την δεύτερη εναγοµένη στην περίπτωση εκπρόθεσµης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του αρχικώς ενάγοντος σε χρόνο μεταγενέστερο της 30-9-1998, όπως αβάσιµα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες. Εξάλλου και η ως άνω από 28-12-2014 καταγγελία του αρχικώς ενάγοντος, συγκύριου κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, για την λήξη της ένδικης σύμβασης χρησιδανείου, αορίστου χρόνου, µετά την µη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του αρχικώς ενάγοντος μέχρι την 30-9-1998, που αποτελεί πράξη διαχείρισης -τακτικής διοίκησης του κοινού, δεν επέφερε καμία ουσιαστική έννοµη συνέπεια, καθώς ο αρχικώς ενάγων δεν είχε το δικαίωµα µόνος του να επιχειρήσει την πράξη αυτή, και έτσι η δεύτερη εναγοµένη δεν κατέστη υπερήµερη ως προς την απόδοση του εν λόγω κοινού ακινήτου, σύµφωνα και µε τα εκτιθέµενα στη µείζονα σκέψη, δεδομένου ότι δεν γίνεται επίκληση, ούτε και προκύπτει ότι υπήρξε συναίνεση του άλλου συγκυρίου κατά ποσοστό 50% (πρώτου εναγοµένου) για την επιχείρηση της πράξης αυτής διαχείρισης, για την άσκηση δηλαδή της καταγγελίας της σύμβασης χρησιδανείου, ενώ τέτοια συμφωνία δεν προκύπτει ότι περιέχεται ούτε στο επικαλούµενο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, αφού αυτός (αρχικώς ενάγων) δεν διέθετε την πλειοψηφία των µερίδων. Εξάλλου, αν υπήρχε συναίνεση του άλλου κοινωνού για την επιχείρηση της καταγγελίας της σύμβασης χρησιδανείου, θα αναφέρονταν ρητά στην ως άνω εξώδικη δήλωση του αρχικώς ενάγοντος. Η κρίση του δικαστηρίου δεν αναιρείται από τις αντίθετες καταθέσεις της ανωτέρω μάρτυρα των εκκαλούντων στις ένορκες βεβαιώσεις της. Αφού λοιπόν η δεύτερη εναγοµένη δεν προέκυψε ότι είναι υπερήμερη ως προς την απόδοση του επιδίκου ακινήτου, πρέπει η αγωγή του αρχικώς ενάγοντος κατά της δεύτερης εναγοµένης, να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη". Με βάση δε τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, κατά το μέρος που αφορά τη δεύτερη εναγομένη, (ως προς την οποία πρωτοδίκως είχε απορριφθεί η αγωγή για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης, ενώ με την προσβαλλόμενη απόφαση η αγωγή κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη), κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του, σχετικά με το ουσιώδες ζήτημα του χαρακτήρα της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσας σύμβασης, ως σύμβασης χρησιδανείου, τη μη λήξη αυτής και τη μη περιέλευση της δεύτερης αναιρεσίβλητης σε υπερημερία, ως προς την απόδοση του ακινήτου, σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή των ως άνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 810 και 816 ΑΚ, όπως ειδικότερα, η έννοια αυτών αναλύθηκε στην προηγούμενη νομική σκέψη. Πιο συγκεκριμένα, το Εφετείο, με πλήρη και λογική ακολουθία, δέχεται ότι, α) στη χρήση του κοινού ακινήτου, βρισκόταν η πρώτη εναγομένη, ανώνυμη εταιρία, από τη σύστασή της, το έτος 1982, από τον αρχικό ενάγοντα και τον αδελφό του, δικαιοπάροχο του πρώτου εναγομένου, οι οποίοι ήταν συγκύριοι κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου καθένας, του επίδικου ακινήτου και οι οποίοι παραχώρησαν τη χρήση του ακινήτου αυτού, ο καθένας κατά το μερίδιό του, στη δεύτερη εναγόμενη αναιρεσίβλητη εταιρία, χωρίς αντάλλαγμα, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες της επιχείρησής της, β) ότι το έτος 1994, οι άνω συγκύριοι του ακινήτου αποφάσισαν τη λύση της συνεργασίας τους, με τη μεταβίβαση του συνόλου των μετοχών της πρώτης εναγομένης από τον πρώτο στο δεύτερο, χωρίς αντάλλαγμα, την ανάληψη των οφειλών της εταιρίας από το δικαιοπάρχο του πρώτου εναγομένου και την καταβολή του ποσού των 80.000.000 δραχμών από τον αρχικό ενάγοντα στον τελευταίο, μέχρι τις 30-6-1998, καθώς και τη λύση της κοινωνίας με τη διανομή του κοινού ακινήτου, γ) ότι με τον έβδομο όρο του συνταγέντος σχετικά, από 24-2-1994 ιδιωτικού συμφωνητικού, ο αρχικός ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση να παρατείνει την υφιστάμενη ''εκµίσθωση'' προς την ΑΒΕΕ (δεύτερη εναγόμενη) σε όλες τις κτιριακές και λοιπές εγκαταστάσεις µετά του οικοπέδου που ανήκουν σε αυτόν µετά την υπογραφή συμβολαιογραφικής πράξης, για χρονικό διάστηµα μέχρι 30-9-1998, οπότε συμφωνήθηκε ότι υποχρεούται η µισθώτρια ΑΒΕΕ να παραδώσει κενό και ελεύθερο το µίσθιο, εφόσον ο αρχικός ενάγων θα έχει εξοφλήσει όλες τις υποχρεώσεις του, ενώ με τον πέμπτο όρο του ίδιου συμφωνητικού συμφωνήθηκε ότι ο αρχικώς ενάγων δεν θα λαμβάνει μισθώματα (ως συμμετοχή του στις παραπάνω υποχρεώσεις της εταιρίας), αλλά θα εκδίδει αποδείξεις είσπραξης αυτών, δ) ότι με το υπό την ίδια ημεροχρονολογία, (από 24-2-1994) ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των τότε συγκυρίων του εν λόγω κοινού ακινήτου και της δεύτερης εναγομένης αποφασίστηκε η παράταση της παραχώρησης χρήσης (χαρακτηριζομένης από τα μέρη ως μίσθωσης), μέχρι τις 30-9-1998 και ότι σε περίπτωση διανομής του μισθίου ή με άλλο τρόπο διαχωρισμού αυτού, η μίσθωση θα εξακολουθεί να ισχύει και σε περίπτωση μεταβίβασης όλου ή μέρους του μισθίου, ε) ότι στη συνέχεια, ο αρχικώς ενάγων μεταβίβασε µεν στον ως άνω αδελφό του τις δικές του μετοχές στην δεύτερη εναγόµενη εταιρία, πλην, όμως, εμφανίστηκαν προβλήματα στις μεταξύ τους σχέσεις και µετά το έτος 1998 άρχισαν και δικαστικές διενέξεις, οι οποίες έληξαν με την έκδοση της με αριθμό .../2007 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ήδη αμετάκλητη και στ) ότι στα προαναφερόµενα από 24-2-1994 ιδιωτικά συμφωνητικά εµφάνισαν τη σύμβαση που συνδέει τα εν λόγω αδέλφια µε την δεύτερη εναγοµένη, ως σύμβαση μίσθωσης, προκειµένου η τελευταία να δικαιολογεί τη χρήση του ακινήτου απέναντι στις αρμόδιες φορολογικές αρχές και να εμφανίζει έξοδα καταβολής μισθωμάτων, ενώ πράγματι οι ως άνω µόνοι συγκύριοι παραχώρησαν την χρήση του ανωτέρω ακινήτου στην δεύτερη εναγοµένη εταιρία χωρίς αντάλλαγμα, και ότι επί αγωγής του αρχικού ενάγοντος µε την οποία με την επίκληση σύμβασης μίσθωσης του άνω ακινήτου προς την πρώτη εναγομένη το έτος 1982 για αόριστο χρόνο, ζήτησε μεταξύ άλλων την αναπροσαρμογή του μισθώματος κατ' άρθρο 288 ΑΚ, κατά το ποσοστό της δικής του μερίδας, σε 5.500 ευρώ, εκδόθηκε η υπ'αριθμ. 631/2006 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία κρίθηκε µε δύναμη δεδικασμένου, ότι η παραχώρηση της χρήσης του ακινήτου αυτού από τους δικαιοπαρόχους των αρχικών συμαβαλλομένων (ο καθένας για το µερίδιό του) στην δεύτερη εναγοµένη έγινε χωρίς αντάλλαγμα και επομένως δεν αποτελεί µίσθωση, ως προϋπόθεση της αναπροσαρµογής του μισθώματος µε βάση το άρθρο 288 ΑΚ, αλλά κάτω από αυτή καλύπτεται έγκυρη σύμβαση χρησιδανείου προς την δεύτερη εναγοµένη εταιρία και ζ) ότι η πρώτη εναγομένη δεν κατέστη υπερήμερη ως προς την απόδοση του εν λόγω κοινού ακινήτου, ώστε ο αρχικός ενάγων να δικαιούται αποζημίωση από τη μη απόδοση του ακινήτου, μετά την 30-9-1998, διότι η συμφωνία λήξης του χρησιδανείου προς την δεύτερη εναγοµένη (χρησάµενη) και απόδοσης αυτού στους χρήστες, µε βάση το ανωτέρω συμφωνητικό ήταν η 30-9-1998, με την προϋπόθεση, όμως, ότι ο αρχικώς ενάγων θα είχε εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του, τις οποίες δεν αποδείχθηκε, ότι κατέβαλε μέχρι τις 30-6-1998, αλλά προσέφυγε στα δικαστήρια και αναγκάστηκε να καταβάλει τα συμφωνηθέντα ποσά- δίχως βέβαια να προκύπτει ο ακριβής χρόνος πληρωμής τους- σε εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, ενώ η από 28-12-2014 καταγγελία του αρχικώς ενάγοντος, συγκύριου κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, για τη λήξη της ένδικης σύμβασης χρησιδανείου, αορίστου χρόνου, µετά τη µη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του αρχικώς ενάγοντος μέχρι την 30-9-1998, που αποτελεί πράξη διαχείρισης -τακτικής διοίκησης του κοινού, δεν επέφερε καμία ουσιαστική έννοµη συνέπεια, καθώς ο αρχικώς ενάγων δεν είχε το δικαίωµα µόνος του να επιχειρήσει την πράξη αυτή. Με βάση τις παραδοχές αυτές καταφάσκεται η κατάρτιση της σύμβασης χρησιδανείου, μεταξύ του αρχικού ενάγοντος και της δεύτερης εναγομένης, η οποία δεν έληξε, ώστε να δικαιούται ο αρχικός ενάγων αποζημίωση, λόγω υπερημερίας της δεύτερης εναγομένης ως προς την απόδοση της χρήσης του ακινήτου. Οι διαλαμβανόμενες στο δεύτερο πρόσθετο λόγο αιτιάσεις για αντιφατικές αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με το χαρακτηρισμό της ένδικης σύμβασης, καθόσον ενώ το Εφετείο δέχθηκε, ότι πρόκειται για σύμβαση χρησιδανείου, ήτοι παραχώρηση της χρήσης του κοινού ακινήτου από τους αρχικούς εναγόμενους στη δεύτερη εναγομένη, χωρίς αντάλλαγμα, παράλληλα δέχθηκε και ότι η δεύτερη εναγομένη παραχώρησε τη χρήση τμήματος του επίδικου ακινήτου, στο γιο του (αρχικού) ενάγοντος, για την άσκηση της επιχειρηματικής του δραστηριότητας με υπομίσθωμα, το οποίο συμφωνήθηκε ότι θα καταβάλλεται στον αρχικό ενάγοντα, παραδοχές που παραπέμπουν σε ανταλλακτική σύμβαση ορισμένου χρόνου, η λήξη της οποίας ως προς το τμήμα του ακινήτου που είχε περιέλθει στη χρήση της δεύτερης εναγομένης, είχε επέλθει πριν την άσκηση της αγωγής, αφού ο αρχικός ενάγων είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του από το από 24-2-1994 βασικό ιδιωτικό συμφωνητικό, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη, είναι αβάσιμες. Και τούτο διότι η κατάρτιση της δεύτερης σύμβασης, μεταξύ της δεύτερης εναγομένης και του γιου του αρχικού ενάγοντος, για την οποία όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη, ουδέποτε καταβλήθηκε υπομίσθωμα, ουδόλως αναιρούσε το χαρακτήρα της ένδικης σύμβασης, με βάση την οποία η δεύτερη εναγομένη βρίσκεται στη χρήση του επίδικου ακινήτου, ως σύμβασης χρησιδανείου. Σε κάθε δε περίπτωση, ως προς το χαρακτήρα της εν λόγω σύμβασης, ως σύμβασης χρησιδανείου, η προσβαλλόμενη με τις προαναφερθείσες παραδοχές, δέχθηκε δεδικασμένο που απέρρεε από την 631/2006 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Κατόπιν αυτών, οι άνω πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για ανεπαρκείς αιτιολογίες, είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω, στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον άνω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, προβλεπόμενο λόγο, περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με τους οποίους ορίζεται, αφενός, ότι, κατά την ερμηνεία της δήλωσης βούλησης αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, και αφετέρου, ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη και οι οποίοι εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει κενό στη δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για τη δήλωση βούλησης. Ειδικότερα, παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, υφίσταται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες, προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι δέχθηκε, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς καvόvες, μολονότι διαπίστωσε ρητά ή έμμεσα την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιο-πρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπλήρωσης ή ερμηνείας με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ (ΑΠ 1041/2018). Επομένως, δεν παραβιάζονται οι ως άνω κανόνες, όταν το δικαστήριο της ουσίας διαπιστώνει στην απόφασή του, ότι η ελεγχόμενη δήλωση βούλησης είναι σαφής, χωρίς κενά (ΑΠ 836/2022, ΑΠ 1059/2018, ΑΠ 1164/2015). Η κρίση δε του δικαστηρίου για την ύπαρξη ή μη κενού ή αμφιβολίας στη δήλωση βούλησης ή ασάφειας στη διατύπωσή της, έστω και έμμεσα εκφερόμενη, ανάγεται στην ουσία και δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 836/2022, ΑΠ 738/2018, ΑΠ 1597/2017). Επίσης, παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή τους, με την έννοια της ευθείας κατ' αρχήν παράβασης των κανόνων αυτών στην περίπτωση που το σχετικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο ως προς την ερμηνεία ή τη συμπλήρωση της δικαιοπραξίας, δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 334/2023, ΑΠ 1595/2022, 1363/2021, ΑΠ 1123/2019, ΑΠ 1563/2018, ΑΠ 432/2016). Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης, το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη και σταθμίζει, με διαφορετική κατά περίπτωση βαρύτητα, πλην άλλων, τα συμφέροντα των μερών και κυρίως εκείνου από αυτά, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος όρος, το δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνήθειες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βούλησης των συμβαλλομένων, τη φύση της σύμβασης, τις διαπραγματεύσεις που είχαν προηγηθεί, καθώς και την προηγούμενη συμπεριφορά των μερών (ΑΠ 1431/2022, ΑΠ 1360/2017, ΑΠ 220/2016, ΑΠ 934/2014). Οι ίδιοι κανόνες παραβιάζονται, όμως, και εκ πλαγίου, στην περίπτωση που δεν εκτίθενται στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν για τους σκοπούς της ερμηνείας ή της συμπλήρωσης της δικαιοπραξίας (ΟλΑΠ 26/2004) και ιδίως η διατύπωση της δήλωσης βούλησης ή όταν στην απόφαση δεν διευκρινίζεται, και ούτε προκύπτει, αν υπήρχε ή όχι κενό ή ασάφεια στη δικαιοπραξία και επομένως ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, την οποία ωστόσο το δικαστήριο πραγματοποίησε ή αναλόγως παρέλειψε να πραγματοποιήσει, οπότε η απόφασή του στερείται νόμιμης βάσης και υπόκειται στο λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 61/2021, ΑΠ 10/2021, ΑΠ 1324/2018, ΑΠ 1360/2017). Επίσης, οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών παραβιάζονται εκ πλαγίου, όταν οι παρατιθέμενες αιτιολογίες δεν δικαιολογούν επαρκώς το πόρισμα του δικαστηρίου ότι η σύμβαση είναι σαφής, μη χρήζουσα ερμηνείας (ΑΠ 1771/2022, ΑΠ 61/2021, ΑΠ 130/1997). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης και τον πρώτο πρόσθετο λόγο, αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173, 200 ΑΚ, με τις αιτιάσεις ότι, προέβη στην πραγματικότητα σε ερμηνεία της βούλησης των συμβαλλομένων στα άνω συμφωνητικά, α) ως προς το χαρακτήρα της σύμβασης που ήθελαν να καταρτίσουν, δεχόμενο ότι αληθινή βούλησή τους, ήταν η κατάρτιση σύμβασης χρησιδανείου και όχι μίσθωσης, όπως αναφέρεται στο σχετικό συμφωνητικό, χωρίς να προσφύγει στους άνω ερμηνευτικούς κανόνες, β) ότι ερμηνεύοντας τον έβδομο όρο της σύμβασης ως προς το χρόνο απόδοσης του ακινήτου, δέχθηκε ότι η φερόμενη ως μισθώτρια δεν υπείχε υποχρέωση απόδοσης του ακινήτου μετά την 30-9-1998, εάν ο Χ. Δ. (αρχικός ενάγων) δεν είχε εξοφλήσει τις έως τότε όλες τις υποχρεώσεις του, ερμηνεία που δεν είναι σύμφωνη με την καλή πίστη, ούτε με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, και επιπλέον διέλαβε ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, καθόσον δεν διευκρινίζεται, και ούτε προκύπτει από την απόφαση, αν υπήρχε ή όχι κενό ή ασάφεια στη δικαιοπραξία και επομένως ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, την οποία ωστόσο το δικαστήριο πραγματοποίησε. Ωστόσο, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, οι παραδοχές της οποίας έχουν ήδη εκτενώς αναπτυχθεί, δεν διαπίστωσε κενό ή αμφιβολία ως προς τη δικαιοπρακτική βούληση των συμβαλλομένων για σύναψη μεταξύ τους της άνω σύμβασης χρησιδανείου και των όρων αυτής, και συνακόλουθα δεν προέβη σε ερμηνεία των δηλώσεων βουλήσεων των διαδίκων, δεχόμενη ότι, α) δεν υπήρχε υποχρέωση απόδοσης του χρησιδανεισθέντος ακινήτου από τη δεύτερη εναγομένη στην περίπτωση εκπρόθεσμης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του αρχικού ενάγοντος σε χρόνο μεταγενέστερο της 30-9-1998, σύμφωνα με τον 7ο όρο του συμφωνητικού, τον οποίο παραθέτει επί λέξει, β) η ένδικη σύμβαση, μολονότι χαρακτηρίστηκε ως σύμβαση μίσθωσης στα προαναφερόμενα συμφωνητικά, προκειµένου η δεύτερη εναγομένη να δικαιολογεί τη χρήση του ακινήτου απέναντι στις αρμόδιες φορολογικές αρχές και να εμφανίζει έξοδα καταβολής μισθωμάτων, έχει πράγματι το χαρακτήρα σύμβασης χρησιδανείου, διότι, οι ως άνω µόνοι συγκύριοι του ανωτέρω κοινού ακινήτου παραχώρησαν τη χρήση του στη δεύτερη εναγοµένη εταιρία, χωρίς αντάλλαγμα, όπως συνομολογήθηκε με τον πέμπτο όρο του ίδιου συμφωνητικού, σύμφωνα με τον οποίο ο αρχικώς ενάγων δεν θα λαμβάνει μισθώματα (ως συμμετοχή του στις παραπάνω υποχρεώσεις της εταιρίας), θα εκδίδει, όμως, αποδείξεις είσπραξης αυτών, αλλά και διότι ο χαρακτήρας της ένδικης σύμβασης ως μίσθωσης, κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου, που απέρρεε από την 631/2006 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, γ) η ημεροχρονολογία λήξης της σύμβασης χρησιδανείου προς την δεύτερη εναγοµένη (χρησάµενη) και απόδοσης της χρήσης του κοινού ακινήτου στους χρήστες, µε βάση το ανωτέρω συμφωνητικό ήταν η 30-9-1998, με την προϋπόθεση, όμως, ότι ο αρχικώς ενάγων θα είχε εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του, τις οποίες δεν αποδείχθηκε, ότι κατέβαλε μέχρι τις 30-6-1998 και δ) η ένδικη σύμβαση χρησιδανείου, µετά τη µη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του αρχικώς ενάγοντος μέχρι την 30-9-1998, κατέστη αορίστου χρόνου, ενώ η επιχειρηθείσα από τον αρχικό ενάγοντα καταγγελία που αποτελεί πράξη διαχείρισης -τακτικής διοίκησης του κοινού, δεν επέφερε καμία ουσιαστική έννοµη συνέπεια, διότι ο αρχικώς ενάγων, συγκύριος του κοινού ακινήτου, δεν είχε το δικαίωµα µόνος του να επιχειρήσει την πράξη αυτή. Τα ως άνω γενόμενα δεκτά από το δικαστήριο αναφορικά με το χρόνο απόδοσης του ακινήτου προέκυψαν κατά τρόπο σαφή από το κείμενο των άνω ιδιωτικών συμφωνητικών και από τη γραμματική διατύπωση των περιεχόμενων σ' αυτά όρων, χωρίς να δημιουργείται καμία αμφιβολία, ώστε να παρίσταται ανάγκη προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, στους οποίους και δεν προσέφυγε το δικαστήριο. Όσον δε αφορά την κρίση του Εφετείου, ότι η μεταξύ των συμβαλλομένων, συγκυρίων του κοινού ακινήτου και δεύτερης εναγομένης σύμβαση, (αναφερόμενη ως μίσθωση στα άνω συμφωνητικά), είναι πράγματι σύμβαση χρησιδανείου, αποτελεί πραγματική διαπίστωση συναχθείσα από την εκτίμηση των μνημονευόμενων στην απόφαση αποδεικτικών μέσων και δεν είναι προϊόν αξιολόγησης και ερμηνευτικής αποσαφήνισης των σχετικών δηλώσεων βούλησης, ούτε συνιστούν ερμηνεία οι προαναφερθέντες συλλογισμοί και τα επιχειρήματα του Εφετείου. Σε κάθε δε περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε ότι, ως προς το χαρακτηρισμό της σύμβασης ως σύμβασης χρησιδανείου υφίσταται δεδικασμένο, που απορρέει από την άνω με αριθμό 631/2006 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Επομένως, οι άνω λόγοι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των ερμηνευτικών διατάξεων των δικαιοπραξιών (άρθρα 173 και 200 ΑΚ), είναι αβάσιμοι. Επίσης, οι διαλαμβανόμενες στους ως άνω αναιρετικούς λόγους, περαιτέρω αιτιάσεις, σχετικά με την, κατά την άποψη των αναιρεσειόντων, ερμηνεία και το νόημα του ως άνω συμφωνηθέντος έβδομου όρου της σύμβασης, αλλά και την αληθή βούληση των συμβληθέντων μερών, πλήττουν υπό την επίφαση συνδρομής αναιρετικής πλημμέλειας, την επί της ουσίας αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ως προς το σαφές περιεχόμενο του ανωτέρω όρου και συνακόλουθα ως προς τη μη συνδρομή κενού ή ασάφειας, και επομένως, κατά το μέρος αυτό είναι απαράδεκτες. Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11γ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα, είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από το διάδικο. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί δε γι' αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της απόφασης, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Πάντως, η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων, που με επίκληση προσκομίστηκαν, δεν αποκλείει την ίδρυση του πιο πάνω λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Αρκεί και μόνο η ύπαρξη αμφιβολιών για την ίδρυση του παρόντος λόγου (ΟλΑΠ 8/2016, ΑΠ 667/2023, ΑΠ 931/2019, AΠ 961/2017, ΑΠ 204/2017). Ο λόγος δε αυτός αναίρεσης, δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι αυτό έχει, διότι με την αιτίαση αυτή πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, ΑΠ 192/2020, ΑΠ 845/2018, ΑΠ 1521/2017, ΑΠ 343/2017). Στη συνέχεια, οι αναιρεσείοντες, με τον τέταρτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι το Εφετείο, για τη συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος, αναφορικά με την εξόφληση των υποχρεώσεων του δικαιοπαρόχου τους, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε τα από αυτούς νομίμως επικληθέντα και προσκομισθέντα έγγραφα, ήτοι: α) τη με αριθμό 1066/2009 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που έκρινε τελεσίδικα επί της αντιδικίας του δικαιοπαρόχου τους (αρχικού ενάγοντος), με το δικαιοπάροχο του πρώτου αναιρεσίβλητου, β) τις με αριθμούς .../2014 και .../2014 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, με τις οποίες απορρίφθηκαν αναιρέσεις κατά της άνω 1066/2009 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, γ) τις με αριθμούς ...-2017 και ...-2021, ένορκες βεβαιώσεις της μάρτυρα του δικαιοπαρόχου τους, αρχικού ενάγοντος, Σ. Χ., ενώπιον των συμβολαιογράφων Θεσσαλονίκης, Ε. Μ. και Ν. Μ., αντίστοιχα, και δ) την από 16-12-2016 (αρ. καταθ. .../2016) προγενέστερη αγωγή του πρώτου εναγομένου στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, περί διανομής του κοινού ακινήτου. Ωστόσο, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο αποδείχθηκαν, ''από όλα ανεξαιρέτως τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα (.....) προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για ορισμένα από τα οποία γίνεται ακολούθως ειδική μνεία, χωρίς, όμως, η ρητή αναφορά των εν λόγω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που όμως είναι ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσης, σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, από την υπ' αριθμ. ...-2017 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα Σ. Χ., ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Ε. Μ. και από την υπ' αριθμ. ...-2021 ένορκη βεβαίωση της ίδιας μάρτυρα ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Ν. Μ., οι οποίες έχουν ληφθεί νομότυπα ....'', σε συνδυασμό και με το πλήρες και χωρίς αντιφάσεις και κενά περιεχόμενο της απόφασης αυτής, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο, κατά την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μετά των λοιπών αποδείξεων και όλα τα φερόμενα ως αγνοηθέντα, ως άνω, αποδεικτικά μέσα, με ρητή μάλιστα αναφορά τόσο στις άνω ένορκες βεβαιώσεις, όσο και στην 1066/2009 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση του καθενός, καθορίζοντας τη βαρύτητά του ή την επιρροή του στα αποδεικτέα θέματα. Επομένως, ο ως άνω αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Εξάλλου, οι αιτιάσεις, που εμπεριέχονται στον ίδιο, ως άνω, λόγο, ότι το Εφετείο δεν απέδωσε στα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες ότι αυτά έχουν, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον, με την επίκληση αυτή, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, αξιολόγηση και εκτίμηση αυτών. Κατόπιν αυτών, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (αρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, που κατέθεσαν προτάσεις, σύμφωνα με το σχετικό νόμιμο αίτημά τους (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 6-7-2022 αίτηση αναίρεσης και τους από 24-10-2022 πρόσθετους αυτής λόγους, για αναίρεση της .../2022 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης και τους πρόσθετους λόγους.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από τους αναιρεσείοντες για την άσκηση της αναίρεσης, στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Οκτωβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Μαΐου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ