ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 811/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 811/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 811/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 811 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 811/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου - Εισηγήτρια, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Βαρβάρα Πάπαρη, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Φεβρουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "..." και τον διακριτικό τίτλο "... Α.Ε." , που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, με την ιδιότητα του ειδικού εκκαθαριστή του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην Κοζάνη και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Κωνσταντίνο Παπαδιαμάντη και Μαρία Φερφέλη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) ….. 42) Ι. Μ. του Ν., κατοίκου ....
Οι υπό στοιχεία 1-9, 12-16, 19-22, 24-30, 32-42 αναιρεσίβλητοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Γ. Μ. και Κωνσταντίνα Φιλοπούλου, που ανακάλεσαν την από 15/2/2024 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκαν στο ακροατήριο και κατέθεσαν προτάσεις.
Οι υπό στοιχεία 10, 11, 17, 18, 23, 31 αναιρεσίβλητοι, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Κοινοποίηση: 1) Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "..." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Τσαντίνη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις, 2) Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "..." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Του Προσθέτως Παρεμβαίνοντος: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "..." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Τσαντίνη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/12/2014 ανακοπή των ήδη αναιρεσιβλήτων και την από 30/12/2014 ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση νομικού προσώπου που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κοζάνης και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 75/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 22/2021 του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 3/12/2021 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των παραστάντων αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1-2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν τη συζήτηση επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ενώ αν την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος διάδικος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί (ΟλΑΠ 14/2015, ΑΠ 527/2022, ΑΠ 1110/2020). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1, 104, 105 και 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται στα πολιτικά δικαστήρια µε πληρεξούσιο δικηγόρο, διοριζόµενο µε τον τύπο που ορίζει ο νόμος. Επομένως, αν κατά τη συζήτηση πολιτικής υπόθεσης ο πληρεξούσιος διαδίκου εµφανίζεται στο δικαστήριο, αλλά δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του, την οποία αυτεπαγγέλτως εξετάζει το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός δεν μετέχει νομίμως στη δίκη και θεωρείται δικονοµικά απών (ΑΠ 1936/2022, ΑΠ 536/2020, ΑΠ 1956/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από την αναιρεσείουσα, με αριθμούς, ... εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών Επιμελητών στα Πρωτοδικεία Αθηνών και Κοζάνης, Μ. Α. και Ε. Ν., αντίστοιχα, προκύπτει ότι, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με πράξη κατάθεσης και ορισμό δικασίμου, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (19-2-2024), καθώς και κλήση προς συζήτηση για την τελευταία δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια της αναιρεσείουσας, που επισπεύδει τη συζήτηση της υπόθεσης, στους πληρεξούσιους δικηγόρους όλων των αναιρεσιβλήτων, Γ. Μ. και Ε. Μ., οι οποίοι παραστάθηκαν κατά τη συζήτηση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, εκπροσωπώντας τους, ως αντίκλητοι αυτών (αρθρ. 143 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, στην αναφερόμενη στην αρχή της δικάσιμο, δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, οι δέκατος (10ος), ενδέκατος (11ος), δέκατος έβδομος (17ος), δέκατος όγδοος (18ος), εικοστός τρίτος (23ος) και τριακοστή πρώτη (31η) αναιρεσίβλητοι, Μ. Κ. του Θ., Κ. Τ., Χ. Κ., Σ. Δ., Ε. Μ. και Θ. Γ., αντίστοιχα. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση, παρά τη απουσία τους. Περαιτέρω, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, Γεωργίου Μεντή και Κωσνταντίνας Φιλοπούλου, οι δέκατος τέταρτος (14ος), τριακοστός τρίτος (33ος) και τριακοστός ένατος (39ος) αναιρεσίβλητοι, Σ. Ψ., Ε. Κ. και Κ. Τ., αντίστοιχα, χωρίς ωστόσο να προσκομίζουν συµβολαιογραφική πράξη, από την οποία να προκύπτει η παροχή πληρεξουσιότητας στους ανωτέρω δικηγόρους, για την εκπροσώπησή τους, κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου. Έτσι αυτοί, δεν έλαβαν µέρος στη συζήτηση µε τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, όμως, εφόσον κλητεύθηκαν νοµότυπα και εµπρόθεσµα, όπως προκύπτει από τις προαναφερθείσες εκθέσεις επίδοσης, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση, παρά την απουσία τους. Με την κρινόµενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων, κατά την εκούσια δικαιοδοσία, με αριθμό 22/2021 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, το οποίο δέχθηκε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της με αριθμό 75/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, που είχε δεχθεί εν μέρει την από το άρθρο 92 ΠτΚ (ν. 3588/2007), από 12-12-2014 πτωχευτική ανακοπή των αναιρεσίβλητων, αναγνωρίζοντάς τους, ως πτωχευτικούς πιστωτές της τεθείσας υπό ειδική εκκαθάριση, κατ' άρθρο 68 του ν. 3601/2007, ... ΣΥΝ.ΠΕ, για το αναφερόμενο για καθένα αυτών κεφάλαιο των απαιτήσεών τους, πλέον νοµίµων τόκων έως την εξόφληση, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση ως προς τους τόκους, και κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση, δέχθηκε κατά ένα μέρος την ανακοπή, αναγνωρίζοντας τους αναιρεσίβλητους πτωχευτικούς πιστωτές στην ειδική εκκαθάριση της άνω Συνεταιριστικής Τράπεζας για τις ένδικες απαιτήσεις τους, ατόκως. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ αν, σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει τον διάδικο αυτόν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναίρεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλείται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής της από τις αντανακλαστικές συνέπειες της, ενώ ως τρίτος, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 1761/2023, ΑΠ 977/2023, ΑΠ 663/2023, ΑΠ 1307/2022, ΑΠ 1329/2017). Περαιτέρω, απ? το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους, ήτοι με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση ως αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας. Η κοινοποίηση της πρόσθετης παρέμβασης, που ασκείται το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, πρέπει, εφόσον δεν ζητήθηκε και δεν διατάχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 150 ΚΠολΔ σύντμηση προθεσμίας, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της άσκησής της διαδίκους, τουλάχιστον εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν όλοι οι διάδικοι που καλούνται διαμένουν στην Ελλάδα (ΑΠ 267/2021, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 86/2018). Στην προκείµενη περίπτωση, το εδρεύον στην Αθήνα νοµικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου µε την επωνυμία, ''Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας'', το οποίο ιδρύθηκε µε το άρθρο 1 του ν. 3864/2010, µε σκοπό τη διατήρηση της σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήµατος και την αποτελεσματική διάθεση των μετοχών ή άλλων χρηματοπιστωτικών µέσων που κατέχει σε πιστωτικά ιδρύματα, ενώ µε τη διάταξη του άρθρου 16Β παρ. 15 του ως άνω ν. 3864/2010, όπως ισχύει µετά την αντικατάστασή της διαδοχικά µε τα άρθρα 9 ν. 4051/2012 και 16 παρ. 5 ν. 4224/2013, κατέστη υπόχρεο να καταβάλει κάθε ποσό που θα έπρεπε να καταβάλει το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (Τ.Ε.Κ.Ε.) κατά την παράγραφο 13 του άρθρου 63Δ και την παράγραφο 7 του άρθρου 63Ε ν. 3601/2007 για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες έχουν γεννηθεί κατά τη θέση σε ισχύ του ν. 3864/2010 (21-7-2010) ή θα γεννηθούν μέχρι την 31-12-2014, και συγκεκριμένα για την καταβολή της διαφοράς της αξίας των στοιχείων παθητικού και ενεργητικού που μεταβιβάζονται από πιστωτικό ίδρυμα, στα πλαίσια της λήψης µέτρων εξυγίανσης αυτού, σε έτερο πιστωτικό ίδρυμα µε απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τις διατάξεις του άρθρου 63Δ ν. 3601/2007, µε το από 4-12-2023 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Αρείου Πάγου, στις 11-12-2023, και επιδόθηκε, στην αναιρεσείουσα και τους πληρεξούσιους δικηγόρους και αντίκλητους, των αναιρεσίβλητων, Γ. Μ. και Ε. Μ. - Ν., όπως προκύπτει από τις, ... εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιµελητών στην περιφέρεια του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, Κ. Π. και του Εφετείου Αθηνών, Π. Ν., ασκεί πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αναιρεσείουσας, Ειδικής Εκκαθαρίστριας του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, με την επωνυμία, ..., επικαλούμενο ως έννομο συμφέρον του να παρέμβει, την αποτροπή κινδύνου προσβολής των δικαιωμάτων του από τις αντανακλαστικές συνέπειες της απόφασης, διότι µε την αναγνώριση των αναιρεσίβλητων ως πιστωτών της ειδικής εκκαθάρισης αυξάνει το καταβλητέο από το παρεμβαίνον παθητικό του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, που µεταβιβάστηκε στην ... στα πλαίσια του άρθρου 63Δ του άνω νόµου µε την ... απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος. Ωστόσο, από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτει ότι το ως άνω προσθέτως παρεμβαίνον, είχε ασκήσει ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της τότε καθής η ανακοπή, με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας του δικηγόρου στο ακροατήριο και με τις προτάσεις, κατά τη συζήτηση της ένδικης ανακοπής, στη δικάσιμο της 30-12-2014, η οποία κρίθηκε παραδεκτή από το ως άνω Δικαστήριο, ενώ στη συνέχεια άσκησε και ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου πρόσθετη παρέμβαση, υπέρ της εκκαλούσας - καθής η ανακοπή, ομοίως με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του και με τις προτάσεις κατά τη συζήτησή της, η οποία και κρίθηκε παραδεκτή από το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση. Κατόπιν αυτών, το άνω αυτοτελές δικόγραφο, με το οποίο το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ασκεί πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αναιρεσείουσας (καθής η ανακοπή) ενώπιον του Αρείου Πάγου, εκτιμάται ως δικόγραφο για την ανάπτυξη των ισχυρισμών του προς υπεράσπιση των λόγων αναίρεσης και όχι ως δικόγραφο ''πρόσθετης παρέμβασης'', όπως επιγράφεται, καθόσον αυτή θα ήταν άνευ αντικειμένου, ενόψει του ότι, όπως ήδη εκτέθηκε, το προσθέτως παρεμβαίνον είχε ήδη παραδεκτά ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της τότε καθής η ανακοπή και ήδη αναιρεσείουσας κατά τη διεξαχθείσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δίκη και, συνεπώς, την ιδιότητα του προσθέτως παρεμβαίνοντος διατήρησε στη συνέχεια, τόσο κατά τη δευτεροβάθμια δίκη, όπου επίσης άσκησε πρόσθετη παρέμβαση και παραστάθηκε, όσο και ενώπιον του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1494/2023, ΑΠ 30/2022, ΑΠ 380/2019). Με βάση τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 3601/2007, κατά την οποία η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος στις προβλεπόμενες από αυτήν περιπτώσεις, εκδόθηκε η ... (ΦΕΚ 3105 Β/8-12-2015) απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, µε την οποία το πιστωτικ? ίδρυμα µε την επωνυμία, ....'' τέθηκε υπό το καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 68 του ν. 3601/2007 και ορίστηκε ειδικός εκκαθαριστής. Στο ανωτέρω άρθρο 68 ν. 9601/2007, που καταργήθηκε µε το άρθρο 166 παρ. 1 του ν. 4261/2014, αλλά, όπως ορίζει η μεταβατική διάταξη της δεύτερης παραγράφου του άρθρου αυτού, οι κανονιστικές αποφάσεις, που εκδόθηκαν µε βάση τις διατάξεις του ν. 3601/2007 από Υπουργούς ή αρμόδιες αρχές, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόµου 4261/2014 ή του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, διατηρούνται σε ισχύ µέχρι την αντικατάστασή τους µε νέες, ορίζονται τα εξής: ''1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3458/2006 (Α 94) και του άρθρου 65Ε: α) Πιστωτικ? ίδρυμα δεν δύναται να κηρυχθεί σε πτώχευση, ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ' αυτού προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. β) Στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα µε το άρθρο 8, αυτό τίθεται υποχρεωτικώς υπό ειδική εκκαθάριση µε απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. ... στ) Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος δύναται, µέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών εκκαθάρισης και χάριν προστασίας της χρηµατοοικονοµικής σταθερότητας και ενίσχυσης της εμπιστοσύνης του κοινού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, να υποχρεωθεί ο ειδικός εκκαθαριστής στη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα ή σε μεταβατικό πιστωτικ? ίδρυμα κατά το άρθρο 63Ε. Στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 63 εφαρμόζονται ανάλογα .......''. Κατά το άρθρο 63Δ του ίδιου νόµου, ''1. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται µε απόφασή της να υποχρεώσει πιστωτικό ίδρυμα στη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του προς άλλο πιστωτικό ίδρυμα ή προς άλλο πρόσωπο. Τα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία προσδιορίζονται στην απόφαση του προηγούμενου εδαφίου και μπορούν να είναι δικαιώµατα, απαιτήσεις, υποχρεώσεις ή και συμβατικές σχέσεις. 2. Το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να µεταβιβάσει τα προσδιοριζόµενα στην απόφαση µεταβίβασης περιουσιακά στοιχεία παραχρήµα και σε κάθε περίπτωση προ της έναρξης της επόμενης εργάσιµης ημέρας, ... 3. Το προς η μεταβίβαση πρόσωπο συναινεί µε πρότερη έγγραφη δήλωση του προς την Τράπεζα της Ελλάδος στην προς αυτό μεταβίβαση και στο αντάλλαγμα που καθορίζεται σύμφωνα µε την παράγραφο 4. .... 4. Η διαδικασία υποβολής προσφορών, ο καθορισμός του ανταλλάγματος, του ποσού της διαφοράς κατά την παράγραφο 13 και η μεταβίβαση χωρούν βάσει προσωρινής αποτίµησης των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων, η οποία διενεργείται από την Τράπεζα της Ελλάδος µε συντηρητικές εκτιμήσεις των ως άνω στοιχείων επί τη βάσει της εύλογης αξίας αυτών. ... Ο οριστικός καθορισμός του ποσού της διαφοράς από την Τράπεζα της Ελλάδος µπορεί να τύχει περαιτέρω προσαρμογής κατά την παράγραφο 15. ....... 13. Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε περίπτωση που η αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων του παθητικού στο προς η μεταβίβαση πιστωτικό ίδρυμα υπερβαίνει την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού, καθορίζει το ποσό της διαφοράς, η οποία καλύπτεται ως εξής: α. το Σκέλος Καταθέσεων του …. καταβάλλει ποσό ίσο µε την αξία των εγγυηµένων καταθέσεων αφαιρούμενης της αξίας των μεταβιβαζομένων στοιχείων του ενεργητικού και β. το Σκέλος Εξυγίανσης του …. καταβάλλει το επιπλέον ποσό. Τα δύο τρίτα του ως άνω ποσού της διαφοράς καταβάλλονται µε τον προσωρινό καθορισμό αυτού, σύμφωνα µε το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4, ενώ το υπόλοιπο καταβάλλεται µε τον οριστικό καθορισµό του κατά το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4. ...... Από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 68 ν. 3601/2007 και την ταυτόσηµη µε αυτήν διάταξη του άρθρου 145 ν. 4261/2014 προκύπτει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα δεν κηρύσσονται σε πτώχευση, αλλά μπορούν να τεθούν σε κατάσταση ειδικής εκκαθάρισης, η οποία, αντιθέτως µε ότι συµβαίνει στην πτώχευση, γίνεται αντιληπτή αποκλειστικά ως συλλογική διαδικασία διοικητικής φύσεως, που κινείται από την εποπτεύουσα αρχή και όχι µε πρωτοβουλία των πιστωτών και οδηγεί στη ρευστοποίηση της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος. Λόγω δε του διαφορετικού σκοπού, ο οποίος επιδιώκεται µε καθέναν από τους παραπάνω θεσμούς της ειδικής εκκαθάρισης και της πτώχευσης, που συνίσταται στην µεν πρώτη στην ρευστοποίηση της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος, µε επίσπευση της εποπτεύουσας αρχής και την ικανοποίηση των πιστωτών, ανάλογα µε το ύψος των απαιτήσεών τους κατά του πιστωτικού ιδρύματος, στην δε δεύτερη στην ικανοποίηση των πιστωτ?ν µε δική τους πρωτοβουλία, όχι µόνο µε την ρευστοποίηση της περιουσίας του πτωχού, αλλά και µε άλλα µέσα (σχέδιο αναδιοργάνωσης, σχέδιο εξυγίανσης, άρθρα 107 και 99 Πτ.Κ.) ικανοποίησης αυτών, είναι δυνατή η συμπληρωματική, ευθεία και όχι αναλογική, εφαρµογή επί της ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 145 ν. 4261/2014, µόνο των διατάξεων εκείνων του πτωχευτικού κώδικα, οι οποίες δεν αντίκεινται στον επιδιωκόµενο µε αυτήν (ειδική εκκαθάριση) σκοπό (ΑΠ 939/2023, ΑΠ 1261/2022). Περαιτέρω, κατ' εξουσιοδότηση της ως άνω διάταξης του άρθρου 68 παρ. 1 περ. στ ν. 3601/2007 εκδόθηκε η ... (ΦΕΚ 3105 Β'/8-12-2013) απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, µε την οποία υποχρεώθηκε ο ειδικός εκκαθαριστής της ..., να µεταβιβάσει αµέσως στην τραπεζική εταιρία ''... Α.Ε.'', μεταξύ άλλων, και τις απαιτήσεις τρίτων για καταβολή του κεφαλαίου απ? συμβάσεις προθεσµιακών καταθέσεων, καθώς και των δεδουλευµένων τόκων τους, έως την ανάκληση της άδειας. Εν συνεχεία εκδόθηκαν, α) βάσει της εξουσιοδότησης του άρθρου 63Δ παρ. 13 ν. 3601/2007, η ... (ΦΕΚ 3105 Β'/8-12-2013) απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τ.τ.Ε., µε την οποία καθορίστηκε προσωρινά η διαφορά της αξίας μεταξύ των στοιχείων παθητικού και ενεργητικού της Συνεταιριστικής Τράπεζας, που µεταβιβάστηκαν στην ..., στο ποσό των 82.022.016 ευρώ, και β) βάσει της εξουσιοδότησης της νέας, ταυτόσηµης µε την ανωτέρω, διάταξης του άρθρου 141 παρ. 4 ν. 4261/2014, η ... (ΦΕΚ 1895 Β'/14-7-2014) απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, µε την οποία καθορίστηκε οριστικά η διαφορά της αξίας παθητικού και ενεργητικού σε 92.244.475 ευρώ. Η άνω ... απόφαση ακυρώθηκε µε την 1713/2020 απόφαση του Σ.τ.Ε. και εκδόθηκε η ... (ΦΕΚ 290 Β'/27-1-2021) απόφαση της Επιτροπής, µε το ίδιο περιεχόµενο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 92 του ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα), ο οποίος καταργήθηκε με το ν. 4738/2020, όμως, κατά το άρθρο 265 παρ. 1 αυτού οι εκκρεµείς διαδικασίες κατά την έναρξη ισχύος του, όπως είναι η επίδικη, εξελίσσονται σύμφωνα µε εκείνον, και όπως το ανωτέρω άρθρο ίσχυε πριν την τροποποίησή του µε το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 4446/2016, κατά το άρθρο 13 παρ. 2 του οποίου οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται επί των διαδικασιών που αρχίζουν µετά την έναρξη ισχύος του, ''1. Πιστωτές που δεν ανήγγειλαν την απαίτησή τους µέσα στη νόμιμη προθεσµία, ώστε να µετάσχουν στην επαλήθευση, µπορούν µε ανακοπή και δικά τους έξοδα να ζητήσουν την επαλήθευσή της από το πτωχευτικό δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία του άρθρου 54. 2. Η ανακοπή στρέφεται κατά του συνδίκου, καλείται δε στη σχετική δίκη και η επιτροπή των πιστωτών. Η ανακοπή µπορεί να ασκηθεί μέχρι και την τελευταία διανοµή. Η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλει τις διανοµές που έχουν ήδη διαταχθεί από τον εισηγητή. Εάν διαταχθούν νέες διανομές πριν την έκδοση της οριστικής απόφασης του δικαστηρίου, ο ανακόπτων μετέχει σε αυτές για ορισμένο ποσό που προσδιορίζεται προσωρινά απ? τον πρόεδρο του πτωχευτικού δικαστηρίου που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων. Το ποσό αυτό δεν καταβάλλεται στον ανακόπτοντα, αλλά φυλάσσεται µέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής. Μετά την αναγνώριση της απαίτησης, ο ανακόπτων δικαιούται να ζητήσει από τον εισηγητή, να προαφαιρέσει από τα ποσά που δεν έχουν ακόµη διανεµηθεί τα μερίσματα που του αναλογούν από τις προηγηθείσες διανομές.'' Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο Πτωχευτικός Κώδικας προέβλεψε δυνατότητα επαλήθευσης των απαιτήσεων των πτωχευτικών πιστωτών, που δεν ανήγγειλαν εµπρόθεσµα τις απαιτήσεις τους, απευθείας από το πτωχευτικό δικαστήριο, µε ανακοπή τους που στρέφεται κατά του συνδίκου, χωρίς δηλαδή να μεσολαβήσει η διαδικασία του άρθρου 93 ΠτΚ, και τούτο χάριν της ταχύτερης διεκπεραίωσης αυτής. Κατά τη διαδικασία αυτή το πτωχευτικό δικαστήριο, µε βάση τα προβαλλόμενα και αποδεικνυόµενα από τον ανακόπτοντα πιστωτή στοιχεία, αφού λάβει υπόψη και τις τυχόν αντιρρήσεις του συνδίκου, θα αποφανθεί για την ύπαρξη και το ύψος της απαίτησης και για το τυχόν προνόμιο ή την εµπράγµατη εξασφάλισή της, ώστε ο πιστωτής να μετάσχει στο εξής στις διαδικασίες της πτώχευσης και ιδίως στους πίνακες διανομής του προϊόντος της περιουσίας του πτωχού που ρευστοποιήθηκε, οι οποίοι συντάσσονται από τον σύνδικο της πτώχευσης, µε βάση τις κατά του πτωχού επαληθευθείσες απαιτήσεις των πτωχευτικών πιστωτών, όπως ορίζεται στα άρθρα 153 επ. Πτ.Κ. Αντικείµενο της ανακοπής είναι η εξέλεγξη και όχι η επιδίκαση της απαίτησης (ΑΠ 939/2023, ΑΠ 555/2023, ΑΠ 134/2023). Επίσης, κατά το άρθρο 179 του ν. 3588/2007, ''οι διατάξεις του κώδικα αυτού εφαρµόζονται συμπληρωματικά και επί εξυγίανσης και εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά το µέρος που δεν ρυθμίζονται ειδικά.'' Τέτοια ειδική ρύθμιση, που να αποκλείει τη συμπληρωματική εφαρµογή των διατάξεων του ΠτΚ, και ειδικότερα της διάταξης του άρθρου 92 αυτού, δεν προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 68 ν. 3601/2007 και την ταυτόσημη του άρθρου 145 ν. 4261/2014, αλλά ούτε και από την ... απόφαση της Επιτροπής της Τ.τ.Ε., συνεπώς η διάταξη του άρθρου 92, η οποία δεν αντίκειται στον επιδιωκόµενο µε την ειδική εκκαθάριση σκοπό, εφαρµόζεται ευθέως και στην περίπτωση αυτή (ΑΠ 939/2023). Περαιτέρω, στο ν. 1667/1986, ''Αστικοί συνεταιρισμοί και άλλες διατάξεις'', όπως η παρ. 7 του άρθρου 2 συμπληρώθηκε με την παρ. 2α του άρθρου 28 ν. 4141/2013, και η παρ. 9 του ίδιου άρθρου τροποποιήθηκε διαδοχικά με τις παρ. 1 άρθρου 17 ν. 3156/2003, άρθρο 6 ν. 3483/2006 και παρ. 2 β άρθρου 28 ν. 4141/2013, και πριν την αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου της με το άρθρο 76 παρ. 1 ν. 4583/2018, ορίζονται τα ακόλουθα: Στο άρθρο 2, ότι, α) Μέλη του συνεταιρισμού μπορούν να γίνουν ενήλικοι εφόσον δεν τελούν υπό απαγόρευση ή δικαστική αντίληψη και συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις του καταστατικού (παρ. 1). Για να γίνει κάποιος μέλος του συνεταιρισμού μετά τη σύσταση που απαιτείται να υποβάλει, σύμφωνα με τους όρους του καταστατικού, γραπτή αίτηση προς το διοικητικό συμβούλιο που αποφασίζει για την αποδοχή της στην πρώτη του συνεδρίαση. Η εγγραφή των νέων μελών εγκρίνεται από την επόμενη γενική συνέλευση. Η ιδιότητα του μέλους αποκτάται από την απόφαση αποδοχής της αίτησης από το διοικητικό συμβούλιο σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο. Η συμμετοχή των νέων μελών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και η δυνατότητα ανάδειξής τους σε όργανα που προβλέπει ο νόμος αυτός επιτρέπεται μετά την έγκριση εγγραφής από τη Γενική Συνέλευση. Η ίδια Γενική Συνέλευση αποφασίζει για τις αιτήσεις εγγραφής των μελών, που δεν έγιναν δεκτές από το διοικητικό συμβούλιο (παρ. 4), γ) Ο συνεταίρος μπορεί να αποχωρήσει από το συνεταιρισμό με γραπτή δήλωσή του που υποβάλλεται στο διοικητικό συμβούλιο τρεις μήνες τουλάχιστον πριν από το τέλος της οικονομικής χρήσης. Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ελάχιστο χρόνο παραμονής του συνεταίρου στο συνεταιρισμό, ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια. Η απόδοση της αξίας της συνεταιριστικής μερίδας κατά την αποχώρηση ή τον αποκλεισμό των συνεταίρων ή, καθώς και κάθε άλλη περίπτωση εξόφλησης των συνεταιριστικών μερίδων από πιστωτικούς συνεταιρισμούς του παρόντος νόμου, που έχουν λάβει άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα, κατόπιν έγκρισης από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το ν. 3601/2007, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των καταστατικών οργάνων τους, τα οποία μπορούν επίσης να επιμερίζουν σε όλους τους συνεταίρους που έχουν σχετικό δικαίωμα και ανάλογα με τις μερίδες του καθενός, το ποσό που η Τράπεζα της Ελλάδος έχει εγκρίνει να διατεθεί για εξόφληση της αξίας τους, εφόσον περιλαμβάνεται σχετική ρήτρα στο καταστατικό τους (παρ. 7) και δ) Στο συνεταίρο που αποχωρεί ή αποκλείεται από το συνεταιρισμό, αποδίδεται η συνεταιριστική μερίδα που εισέφερε το αργότερο τρεις μήνες από την έγκριση του ισολογισμού της χρήσης μέσα στην οποία γίνεται η αποχώρηση ή ο αποκλεισμός. Ειδικά στο συνεταίρο που αποχωρεί ή αποκλείεται από πιστωτικούς συνεταιρισμούς του παρόντος νόμου, που έχουν λάβει άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα, κατόπιν έγκρισης από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το ν. 3601/2007 ή σε κάθε περίπτωση που εξοφλείται από το συνεταιρισμό συνεταιριστική μερίδα αποδίδεται η αξία της, που αναλογεί στην καθαρή περιουσία του πιστωτικού συνεταιρισμού, όπως αυτή προκύπτει από τον ελεγμένο από νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο, κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008 (Α' 174), ισολογισμό της τελευταίας χρήσης. Η αξία αυτή μπορεί να αναπροσαρμόζεται με μέθοδο αποτίμησης, η οποία αναφέρεται στο καταστατικό, στο οποίο προβλέπεται επίσης ότι ο υπολογισμός της πιστοποιείται από νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο. Η σύμφωνα με τα ανωτέρω απόδοση της αξίας της συνεταιριστικής μερίδας τελεί υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγονται οι υποχρεώσεις του πιστωτικού συνεταιρισμού που συναρτώνται με το ύψος των ιδίων κεφαλαίων του βάσει των εκάστοτε ισχυόντων κανόνων εποπτείας και επιφυλασσομένης της εφαρμογής του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 7 του άρθρου 2 (παρ. 9). Ακολούθως, στο άρθρο 3, μετά τις διαδοχικές τροποποιήσεις του με άρθρα 26 ν. 3867/2010, 5 παρ. 3 ν. 4340/2015, 167 ν. 4261/2014 και 98 ν. 4316/2014, και πριν τη διαμόρφωση των παρ. 3 και 4 αυτού με τα άρθρα 70 παρ. 1 ν. 5042/2023 και 76 ν. 4583/2018, ορίζονται τα εξής: α) Κάθε συνεταίρος εγγράφεται για μία υποχρεωτική συνεταιριστική μερίδα που καθορίζεται από το καταστατικό. Αν το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, η εισφορά της συνεταιριστικής μερίδας γίνεται μέσα σε ένα μήνα από την καταχώριση του συνεταιρισμού ή από την εγγραφή του συνεταίρου (παρ. 1). β) Η Συνεταιριστική μερίδα είναι αδιαίρετη και ίση για όλους τους συνεταίρους (παρ. 2), γ) Το καταστατικό μπορεί να επιτρέπει την απόκτηση από κάθε συνεταίρο έως πέντε προαιρετικών μερίδων, εκτός από την υποχρεωτική μερίδα. Προκειμένου για καταναλωτικούς συνεταιρισμούς, το καταστατικό μπορεί να επιτρέπει την απόκτηση από κάθε συνεταίρο μέχρι εκατό προαιρετικών μερίδων, για μεταφορικούς ναυτιλιακούς συνεταιρισμούς μέχρι το 1% του συνόλου των συνεταιριστικών μερίδων, για πιστωτικούς συνεταιρισμούς μέχρι χιλίων πεντακοσίων και μίας προαιρετικών μερίδων και για πιστωτικούς συνεταιρισμούς που λειτουργούν ως πιστωτικά ιδρύματα, το καταστατικό μπορεί να επιτρέπει την απόκτηση από κάθε συνεταίρο απεριόριστου αριθμού προαιρετικών μερίδων. Επιτρέπεται επίσης να ορίζει, χωρίς περιορισμό, τον αριθμό των προαιρετικών μερίδων που μπορεί να αποκτήσουν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Η αξία κάθε προαιρετικής μερίδας είναι ίση με την αξία της υποχρεωτικής .... (παρ. 3), και δ) Η συνεταιριστική μερίδα μεταβιβάζεται στην ονομαστική της αξία, ...... Το διοικητικό συμβούλιο αρνείται τη μεταβίβαση, εφόσον στο πρόσωπο του τρίτου δεν συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για την είσοδο του συνεταίρου κατά το άρθρο 2 παρ. 1. Η μεταβίβαση γίνεται με γραπτή συμφωνία και συντελείται με την καταχώρισή της στο μητρώο κατά το άρθρο 1 παρ. 3. παρ. 5. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των πραγματικών περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και ιδρύεται ο άνω λόγος αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν προφανή την παράβαση (ΟλΑΠ 3/2020, ΑΠ 24/2015). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι, κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά, ''έλλειψη αιτιολογίας'', ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της ''ανεπαρκής αιτιολογία'' ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους, ''αντιφατική αιτιολογία'' (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 782/2023, ΑΠ 667/2023). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης (ΑΠ 1474/2023, ΑΠ 1090/2023, ΑΠ 782/2023, ΑΠ 250/2021). Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 1284/2023, ΑΠ 868/2018). Δηλαδή, δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν ''αιτιολογία'', ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξάλλου, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 297/2023, ΑΠ 317/2022, ΑΠ 319/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο µε την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά το µέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, δέχτηκε τα ακόλουθα: ''Δυνάμει της από 16-4-1995 ιδρυτικής συνέλευσης ιδρύθηκε αμιγώς πιστωτικός συνεταιρισμός µε την επωνυμία, "...", καταχωρισθέντος του καταστατικού του στο Βιβλίο Μητρώου Συνεταιρισµών του Ειρηνοδικείου Κοζάνης, κατόπιν της µε αριθ. 7/95 πράξης του Ειρηνοδίκη Κοζάνης. Με τη µε αριθ. ... απόφασή της, η Επιτροπή Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΤΠΘ) της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) χορήγησε στον συνεταιρισμό άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, υπό τη µορφή του πιστωτικού συνεταιρισμού του Ν. 1667/1986 (......) και µε τη µε αριθ. 269/2/30-9-2008 απόφαση της ΕΤΠΘ αποφασίστηκε η τροποποίηση της επωνυµίας του συνεταιρισμού, σε "...". Με βάση το άρθρο 4 του καταστατικού του, στους σκοπούς του ως άνω συνεταιρισμού περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, οι "συναλλαγές για λογαριασμό των µελών του σε κινητές αξίες", η "διαχείριση χαρτοφυλακίου" και η διενέργεια "δευτερευουσών τραπεζικών εργασιών διαμεσολαβητικού χαρακτήρα". Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του, κατά τα έτη 2011 - 2013 το ως άνω πιστωτικό ίδρυμα απευθύνθηκε στο αποταμιευτικό κοινό της περιοχής Δ. Μακεδονίας για την προσέλκυση καταθετικών κεφαλαίων µε τη µορφή "ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ" και εξέδωσε τίτλους µε την ένδειξη "Προθεσµιακή Κατάθεση" και συγκεκριµένη ημερομηνία έναρξης και ημερομηνία λήξης (διάρκειας από 6 έως 12 µήνες). Έκαστος τίτλος αντιστοιχούσε σε "συνολικό ποσό επένδυσης", τµήµα του οποίου χαρακτηρίζεται ως "ποσό προθεσµιακής κατάθεσης", ενώ το υπόλοιπο χαρακτηρίζεται, ως "αξία συνεταιριστικών μερίδων". Η απόδοση του προϊόντος συνίσταται στους "τόκους της προθεσµιακής κατάθεσης προ φόρου" και, µετά την παρακράτηση του οφειλόµενου φόρου, στο "καθαρό ποσό τόκων", το οποίο σε άλλο σηµείο αναφέρεται ως "συνολική καθαρή απόδοση". Ως "αξία συνεταιριστικών µερίδων", "αξία µερίδων κατά τη λήξη", "αξία εξαργύρωσης συνεταιριστικών µερίδων" και "αξία διάθεσης συνεταιριστικών µερίδων" αναφέρεται σταθερό ποσό, προβλέπεται δηλαδή η απόδοση, κατά τη λήξη της "επένδυσης", της αξίας των "μερίδων" στην ονομαστική αξία που είχαν κατά τον χρόνο της έναρξης του προγράµµατος. Επί του τίτλου δε αναγράφονται τα εξής: "Προϋποθέσεις και όροι επενδυτικού προγράµµατος: Το επενδυτικό προϊόν αποτελείται 1. Κατά ποσοστό 90%/80%/50% του επενδυόµενου ποσού προθεσµιακή κατάθεση και καλύπτεται σύμφωνα µε τις διατάξεις του … (Ν. 3746/2009), και 2. κατά ποσοστό 10%/20%/50%, επένδυση στο κεφάλαιο της Τράπεζας. Η συνολική καθαρή απόδοση του συγκεκριμένου επενδυτικού προγράµµατος είναι εγγυημένη από την Τράπεζα και θα αποδοθεί µαζί µε το επενδυόµενο κεφάλαιο στην προαναφερόµενη ηµεροµηνία λήξης. Πρόωρη λήξη του επενδυτικού προγράµµατος: Σε περίπτωση πρόωρης ολικής ή μερικής ανάληψης, είτε της προθεσµιακής κατάθεσης, είτε των συνεταιριστικών µερίδων παύει να ισχύει το επενδυτικό πρόγραµµα και ισχύουν τα ακόλουθα: 1. Δεν παρακρατείται ποινή για την προθεσµιακή κατάθεση και το ποσό εκτοκίζεται µε το επιτόκιο προθεσµιακής κατάθεσης αντίστοιχου χρονικού διαστήματος, όπως αυτό δημοσιεύεται στον τύπο, βάσει υποχρέωσής µας προς την ΤτΕ. 2. Η αξία εξαγοράς των συνεταιριστικών µερίδων θα είναι ίση µε την αξία που κατέβαλε ο Επενδυτής κατά την έναρξη του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος". Αποδείχθηκε επίσης, ότι οι ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητοι κατέθεσαν τα αναφερόμενα στην ανακοπή ποσά, λαμβάνοντας έντυπη απόδειξη κατάθεσης µε τα ανωτέρω χαρακτηριστικά. Ωστόσο, µε την απόφαση ... της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΕΠΑΘ) της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β' 3105/8-12-2013) ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος µε την επωνυμία "...", τέθηκε το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα σε ειδική εκκαθάριση και διορίσθηκε ειδικός εκκαθαριστής του η ανώνυμη εταιρία µε την επωνυμία "... Α.Ε", αντικατασταθείσα ήδη πριν από την άσκηση της κρινόµενης έφεσης από την ανώνυμη εταιρία µε την επωνυμία, "..." και το διακριτικό τίτλο, "... Α.Ε", ήδη εκκαλούσα, ορισθείσα δυνάμει της µε αριθ. ... απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΕΠΑΘ) της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β' 925/5-4-2016). Η ανάκληση έλαβε χώρα, λόγω της ανεπάρκειας των ίδιων κεφαλαίων του ανωτέρω πιστωτικού ιδρύματος. Την ίδια ηµέρα εκδόθηκαν και δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και σχετικές αποφάσεις της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης (ΕΜΕ) της Τράπεζας της Ελλάδος, µεταξύ των οποίων, η ... και η .... Με την πρώτη από αυτές (...) υποχρεώθηκε ο ειδικός εκκαθαριστής να µεταβιβάσει στην "... ΑΕ" περιουσιακά στοιχεία της ως άνω συνεταιριστικής τράπεζας, συμπεριλαμβανομένου του συνόλου των καταθέσεων των πελατών (και όχι µόνον των εγγυηµένων από το ΤΕΚΕ), διότι κρίθηκε ότι, "δεδομένης της παρούσας δυσμενούς δημοσιονομικής και οικονοµικής συγκυρίας στην Ελλάδα, η εμπιστοσύνη των καταθετών στη σταθερότητα και την εύρυθµη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήµατος θα κλονιζόταν από την αδυναμία πρόσβασης τις καταθέσεις τους, ιδίως δε από την προστασία µόνον του εγγυηµένου µέρους των καταθέσεων διά της παραπομπής των καταθετών στη διαδικασία αποζημίωσης του ΤΕΚΕ. Η απώλεια του µη καλυπτόµενου κατά το Ν. 3746/2009 μέρους των καταθέσεων πελατείας, εκτιµώµενου ύψους ευρώ 14.709.969, πρέπει για αυτούς τους λόγους να αποφευχθεί" (βλ. άρθρα 63Δ παρ. 4 και 68 παρ. 1 του Ν. 3601/2007). Υποχρεώθηκε δε ο ειδικός εκκαθαριστής, ενόψει τούτων, στην μεταβίβαση, εκτός των άλλων, αφενός, α) "του συνόλου των συμβατικών σχέσεων από συμβάσεις ανοίγματος τραπεζικού λογαριασμού ταµιευτηρίου, όψεως, τρεχούμενου ή/και άλλου συναφούς µε αυτούς λογαριασμού που καταρτίστηκαν μεταξύ του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος και τρίτων (και ιδίως) να µεταβιβάσει τις απαιτήσεις των δικαιούχων των λογαριασμών για καταβολή κεφαλαίου και τόκων, σύμφωνα µε τους όρους των οικείων συµβάσεων" και αφετέρου, β) "των απαιτήσεων τρίτων για καταβολή κεφαλαίου και δεδουλευµένων τόκων, έως την ανάκληση της αδείας, από συμβάσεις προθεσµιακών καταθέσεων". Περαιτέρω, µε την δεύτερη από τις μνημονευόµενες αποφάσεις της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος (...) καθορίσθηκε η διαφορά μεταξύ της προσωρινά αποτιµηθείσας αξίας των µεταβιβαζόμενων, κατά τα ανωτέρω, στοιχείων παθητικού και της προσωρινά, επίσης, αποτιµηθείσας αξίας των ομοίως µεταβιβαζόμενων στοιχείων ενεργητικού, στο ποσό των 82.022.016 ευρώ, το οποίο ορίσθηκε ότι θα καταβληθεί από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) στην "... ΑΕ", σύμφωνα µε το άρθρο 63Δ παρ. 13 του Ν. 3601/2007, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιµο χρόνο. Μεταξύ των µεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων συγκαταλέγονται και καταθέσεις πελατών της Συνεταιριστικής Τράπεζας, οι οποίες ανέρχονταν στις 30-9-2013, σύμφωνα µε διαθέσιµα στοιχεία, σε ποσό 82.454.000 ευρώ. Επίσης, µε τη µε αριθ. 14/9/8-12-2013 απόφαση της ΕΜΕ καθορίσθηκε το ύψος του ανταλλάγματος που όφειλε να καταβάλει η ανάδοχος, "... ΑΕ", στην υπό εκκαθάριση Συνεταιριστική Τράπεζα, στο ποσό των 1.731.534 ευρώ. Τέλος, µε τη µε αριθ. 17/1/14-7-2014 απόφαση της ΕΜΕ, εκδοθείσα κατ' εφαρµογή των άρθρων 139 επ. του Ν. 4261/2014, ιδίως του άρθρου 141 παρ. 13 του Ν. 4261/2014 [πρώην άρθρο 63Δ(13) του Ν. 3601/2007], έγινε ο οριστικός καθορισμός της διαφοράς αξίας µεταξύ στοιχείων παθητικού και στοιχείων ενεργητικού που µεταβιβάστηκαν από την υπό ειδική εκκαθάριση Συνεταιριστική Τράπεζα, σύμφωνα και µε την από 10-6-2014 έκθεση αποτίµησης της εταιρίας, "... Α.Ε. Ανώνυμη Εταιρεία Ορκωτών Ελεγκτών & Συμβούλων Επιχειρήσεων", στο ποσό των 96.781.956 ευρώ. Μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης, η οποία αναρτήθηκε από τον εκκαθαριστή στο διαδικτυακό τόπο της Συνεταιριστικής Τράπεζας στις 6-10-2014, οι εφεσίβλητοι διαπίστωσαν ότι σχετικά µε το προϊόν υπό τον τίτλο, "ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΚΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ", το ποσό που αντιστοιχούσε στην προθεσµιακή κατάθεση είχε ήδη μεταφερθεί στην ..., ενώ για τις απαιτήσεις αναφορικά µε το ποσό που αποτελούσε επένδυση στο κεφάλαιο της Συνεταιριστικής (δηλ. έφερε τον τίτλο "αξία συνεταιριστικών μεριδίων"), θα εφαρμόζονταν οι κείµενες διατάξεις της τραπεζικής και πτωχευτικής νομοθεσίας που διέπουν την Ειδική Εκκαθάριση Πιστωτικών Ιδρυμάτων, ότι δηλαδή οι απαιτήσεις τους, που υπήχθησαν στο σκέλος που έφερε τον τίτλο "αξία συνεταιριστικών µερίδων", εξαιρέθηκαν από το σύνολο των λοιπών καταθέσεων της Συνεταιριστικής Τράπεζας, οι οποίες µεταβιβάστηκαν στην "... ΑΕ" και διασώθηκαν στο σύνολό τους, ανεξαρτήτως ορίου. Ισχυριζόμενοι ότι και οι απαιτήσεις τους αυτές δεν αποτελούν επένδυση στο κεφάλαιο της Τράπεζας, αλλά συνιστούσαν καταθέσεις που θα έπρεπε να μεταβιβασθούν στην "... ΑΕ", οι εφεσίβλητοι άσκησαν τη µε αριθ. κατάθ. ... πτωχευτική ανακοπή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουµένη, καθώς και την από 11-11-2014 ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας αίτηση ακύρωσης της απόφασης ... της ΕΜΕ της ΤτΕ, με την οποία καθορίσθηκε οριστικά η διαφορά αξίας µεταξύ στοιχείων παθητικού και ενεργητικού που είχαν µεταβιβασθεί από την ίδια Αρχή µε την απόφαση ..., από το υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα "..." στην "... ΑΕ". Επί της ως άνω αίτησης ακύρωσης εκδόθηκε η 1713/2020 οριστική απόφαση του ΣΤΕ (Τµήµα Δ'), η οποία έκρινε ότι, "από το µε ηµεροµηνία 30-6-2014 πρακτικό του Νομικού Συµβουλίου της Τράπεζας της Ελλάδος, που αποτελεί το αιτιολογικό έρεισµα της προσβαλλόμενης πράξης, προκύπτει ότι η Εποπτική Αρχή απέβλεψε, για τον νοµικό χαρακτηρισμό του κρίσιµου µέρους του επίµαχου προϊόντος, κυρίως στην μεταχείριση που του επεφύλασσε η ... και ότι ανεξαρτήτως του ότι η αιτιολογία αυτή της προσβαλλόμενης πράξης πάσχει, διότι περιέχει µεν την διαπίστωση ότι, "οι συμμετέχοντες στο (επίδικο) ''πρόγραμμα'' αναφέρονταν στο µεριδολόγιο" της Συνεταιριστικής Τράπεζας, χωρίς, όµως, να βεβαιώνεται ή να προκύπτει ότι η εγγραφή των ανωτέρω στο µεριδολόγιο είχε διενεργηθεί δυνάµει των επίµαχων τίτλων ή αν οι ενδιαφερόμενοι είχαν ήδη αποκτήσει προηγουμένως, µε την αγορά ή την μεταβίβαση άλλων µερίδων, την ιδιότητα των συνεταίρων, πάντως τα όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος έσφαλαν εν προκειμένω, διότι δεν κατέληξαν, όπως έπρεπε, στην κρίση ότι πρόκειται για "αγορά συνεταιριστικών µερίδων" ενόψει του συνόλου των χαρακτηριστικών του προϊόντος (συμπεριλαμβανομένων, µεταξύ άλλων, της ορισμένης διάρκειάς του, της εγγυημένης απόδοσής του και της διάθεσής του χωρίς να έχει προηγηθεί η έκδοση σχετικού ενημερωτικού δελτίου, όπως προκύπτει καταρχήν από τα στοιχεία του φακέλου)". Για τον λόγο αυτό ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη, κατά το µέρος που προσβλήθηκε µε την αίτηση ακύρωσης, και ανέπεµψε την υπόθεση στην Τράπεζα της Ελλάδος, προκειµένου να προβεί η τελευταία, διά των αρμοδίων οργάνων της, στον ορθό νοµικό χαρακτηρισμό του επίµαχου προϊόντος, εξετάζοντας το σύνολο των χαρακτηριστικών του υπό το πρίσμα των εφαρµοστέων διατάξεων, να κρίνει δηλαδή, µε νόµιµη, πλήρη και επαρκή αιτιολογία, αν πρόκειται για απαιτήσεις από καταθέσεις, οι οποίες έχουν µεταβιβασθεί στην "... ΑΕ" µε την απόφαση ΕΜΕ ..., ή αν, αντιθέτως, πρόκειται για απαιτήσεις από την "αγορά συνεταιριστικών μερίδων" ή για άλλη έννομη σχέση, η οποία έχει εξαιρεθεί από την μεταβίβαση. Κατόπιν της έκδοσης της ως άνω απόφασης του ΣτΕ εκδόθηκε η απόφαση ... της ΕΜΕ της ΤτΕ (ΦΕΚ 290 Β'/21-1-2021), "Οριστικός Καθορισμός της διαφοράς αξίας µεταξύ στοιχείων παθητικού και στοιχείων ενεργητικού που µεταβιβάστηκαν από το υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα µε την επωνυμία ''...'' στο πιστωτικό ίδρυμα µε την επωνυμία ''... Α.Ε.'' µε την απόφαση ΕΜΕ ...". Η εν λόγω απόφαση λήφθηκε, όπως αναφέρεται σ? αυτήν, βάσει όλων των στοιχείων που είχαν τεθεί υπόψη της ΕΜΕ κατά το παρελθόν, καθώς και της 1713/2020 απόφασης του ΣΤΕ, του ΝΖ 947/17-12-2020 Πρακτικού του Νομικού Συµβουλίου της ΤτΕ, του από 8-12-2020 εγγράφου µε τα οικεία συνημμένα, που διαβιβάστηκε από τη Διεύθυνση Επιθεώρησης Εποπτευόµενων Εταιριών προς τη Διεύθυνση Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων, του µε ΑΠ 10/25-1-2021 εγγράφου που διαβιβάστηκε από τη Διεύθυνση Στατιστικής προς τη Διεύθυνση Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και του από 26-1-2021 εισηγητικού σημειώματος της Διεύθυνσης Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων της ΤτΕ. Σύµφωνα µε αυτήν, "Η διαφορά μεταξύ της αξίας των µεταβιβασθέντων στο πιστωτικό ίδρυμα µε την επωνυμία, "... ΑΕ" στοιχείων παθητικού του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος µε την επωνυμία ""..." και της αξίας των µεταβιβασθέντων στοιχείων του ενεργητικού καθορίζεται οριστικά στο ποσό των 95.244.475 ευρώ" και β) "Το ΤΧΣ νοµίµως κατέβαλε στο πιστωτικό Ίδρυμα µε την επωνυμία "... ΑΕ" το ποσό της διαφοράς αξίας των µεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων, µετά την αφαίρεση του ήδη καταβληθέντος, σύμφωνα µε την παρ. 13 του άρθρου 141 του Ν. 4261/2014, ποσού 54.681.344 ευρώ, όπως είχε καθορισθεί µε την ... απόφαση της ΕΜΕ". Ωστόσο, από το προαναφερθέν αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι σύμφωνα µε το περιεχόµενο και τους όρους του, το εν λόγω "επενδυτικό προϊόν" είναι συγκεκριµένης διάρκειας, έχει δηλαδή ηµεροµηνία έναρξης και λήξης, ποσοστό 90%/80%/50% του συνόλου της επένδυσης διατίθεται κατά την ηµεροµηνία έναρξης για τη δηµιουργία προθεσµιακής κατάθεσης και ποσοστό 10%/20%/50% αντιστοίχως του εναπομείναντος συνόλου επενδύεται κατά την ηµεροµηνία έναρξης στο κεφάλαιο της Τράπεζας µε τη µορφή της αγοράς συνεταιριστικών µερίδων, ενώ κατά την ηµεροµηνία λήξης αποδίδεται στον πελάτη: α) το κεφάλαιο που διατέθηκε για τη δηµιουργία της προθεσµιακής κατάθεσης προσαυξηµένο κατά το συμφωνηθέν επιτόκιο (3,40%) αφαιρουµένων των αναλογούντων φόρων και του ποσού παρακράτησης και β) η αξία των συνεταιριστικών µερίδων που αποκτήθηκαν κατά την ηµεροµηνία έναρξης του προγράµµατος. Σημειώνεται δε ότι η αξία εξαργύρωσης των συνεταιριστικών µερίδων είναι ίση µε την αξία απόκτησής τους, δηλαδή το κέρδος του προγράµµατος εντοπίζεται µόνο στο συμφωνηθέν επιτόκιο της προθεσµιακής κατάθεσης. Επιπλέον, σε περίπτωση πρόωρης λήξης του προγράµµατος, δηλαδή σε περίπτωση που, είτε αναληφθεί το κεφάλαιο της προθεσµιακής κατάθεσης, είτε οι συνεταιριστικές μερίδες, το πρόγραµµα παύει αυτοδικαίως στο σύνολό του και ισχύουν τα εξής: α) για την προθεσµιακή κατάθεση δεν παρακρατείται ποινή και το ποσό εκτοκίζεται µε το επιτόκιο προθεσµιακής κατάθεσης αντίστοιχου χρονικού διαστήματος, όπως αυτό δημοσιεύεται στον τύπο και β) η αξία εξαγοράς των συνεταιριστικών µερίδων θα είναι ίση µε την αξία που κατέβαλε ο επενδυτής κατά την έναρξη του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι κύριο χαρακτηριστικό του ανωτέρω προϊόντος που απέκτησαν οι εφεσίβλητοι µε την κατάθεση των προαναφερθέντων ποσών στην Τράπεζα είναι ότι αυτοί ως πελάτες της Τράπεζας κατέθεσαν χρήματα σε πιστωτικό ίδρυμα για συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα, µε τον όρο ότι θα αναλάβουν ολόκληρο το κεφάλαιο εν µέρει άτοκο και εν µέρει προσαυξηµένο κατά το συμφωνηθέν και ελευθέρως διαπραγματεύσιµο επιτόκιο µε το πέρας της συμβατικά προβλεφθείσας προθεσμίας, γίνεται δε αναφορά σε "αξία µερίδων κατά τη λήξη", η οποία είναι ίδια µε την "αξία µερίδων κατά την έναρξη", ενώ αναφέρεται ρητά ότι η απόδοση της "επένδυσης" είναι εγγυημένη από την Τράπεζα και ότι, και σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης, "η αξία εξαγοράς των συνεταιριστικών µερίδων θα είναι ίση µε την αξία που κατέβαλε ο επενδυτής κατά την έναρξη". Εξάλλου, η εταιρική συμμετοχή αναφέρεται µόνο σε γενικές και χωρίς συγκεκριµένο δικαιοπρακτικό περιεχόµενο για το µέσο κοινωνό δηλώσεις, όπως "συνεταίρος - επενδυτής", "αριθµός συνεταιριστικών μεριδίων" (χωρίς να αναφέρεται ο αύξων αριθµός και η ονομαστική αξία αυτών), χωρίς επίσης να αναφέρεται και ο περιορισμός της εγγύησης του ΤΕΚΕ, σε µέρος µόνο του κεφαλαίου. Σύμφωνα µε τα παραπάνω αποδειχθέντα πρόκειται για τραπεζικό καταθετικό προϊόν µε εγγυηµένο επιστρεπτέο κεφάλαιο, οι δε εφεσίβλητοι, όταν προέβησαν στην απόκτηση των ως άνω καταθετικών προϊόντων, είχαν την εύλογη πεποίθηση ότι δεν αναλαμβάνουν κάποιον επενδυτικό κίνδυνο και ότι πρόκειται για κατάθεση την οποία θα είχαν τη δυνατότητα να ανακτήσουν σε πρώτη ζήτηση ...... Εξάλλου, δεν τηρήθηκε εκ µέρους της πρώην .... η απαραίτητη διαδικασία, σύμφωνα µε τις διατάξεις του Ν. 1667/1986 και του Καταστατικού της για την απόκτηση συνεταιριστικών µερίδων εκ µέρους των εφεσιβλήτων. Συγκεκριµένα: α) δεν είχε προηγηθεί απόφαση του αρµόδιου οργάνου της Τράπεζας για την "αύξηση κεφαλαίου", τον αριθµό, την ονοµαστική αξία και την αξία διάθεσης των µερίδων που θα διατίθεντο στο κοινό, όπως περιγράφεται ανωτέρω, ούτε για το ποσό της υπεραξίας της συνεταιριστικής μερίδας, όπως απαιτείται στο άρθρο 23 του Καταστατικού της Τράπεζας, β) δεν είχε καταβληθεί η αναλογούσα στις συνεταιριστικές μερίδες υπεραξία, όπως ορίζει το Καταστατικό του Συνεταιρισμού στο άρθρο 22 παρ. 4β, ούτε είχε προηγηθεί σύνταξη και δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, γ) δεν υπήρξε ενηµέρωση έντυπου ή ηλεκτρονικού Μητρώου µελών του Συνεταιρισμού, όπως ορίζει το άρθρο 9 παρ. 1 του Ν. 1667/1986 και οι φερόµενες ως αποκτηθείσες "συνεταιριστικές μερίδες" ήταν εξαργυρωτέες σε εκ των προτέρων συμφωνηµένη ηµεροµηνία και εκ των προτέρων προσδιορισθείσα αξία και όχι σε ημερομηνίες και αξίες που θα ίσχυαν σε περίπτωση απόκτησης εταιρικών µερίδων σύμφωνα µε τα άρθρα 2 παρ. 7 και 4 παρ. 3 του Ν. 1667/1986 και 7 παρ. 2 του Καταστατικού. Επίσης, μολονότι οι εφεσίβλητοι αναγράφονταν στο µητρώο µελών της Συνεταιριστικής Τράπεζας ως "μεριδιούχοι", δεν αποδείχθηκε ότι η εγγραφή των ανωτέρω στο µεριδολόγιο είχε διενεργηθεί δυνάµει των επίµαχων τίτλων ή αν αυτοί είχαν ήδη αποκτήσει προηγουμένως, µε την αγορά ή την μεταβίβαση άλλων µερίδων, την ιδιότητα των συνεταίρων. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε οποιαδήποτε συµµετοχή των συνεταιριστικών µερίδων σε κέρδη, ενώ δεν συμφωνήθηκε ούτε η επιστροφή αυτούσιων των µερίδων, ούτε η καταβολή της ονομαστικής αξίας τους, κατά τα οριζόµενα στο άρθρο 2 παρ. 9 Ν. 1667/1986, αλλά αντίθετα συμφωνήθηκε να επιστραφεί το ίδιο το ποσό της αρχικής κατάθεσης, χωρίς οποιαδήποτε αυξομείωση. Κατά συνέπεια, το επίδικο σύνθετο προϊόν έχει στο σύνολό του χαρακτήρα προθεσµιακής κατάθεσης, έντοκης κατά ένα µέρος και άτοκης ως προς το μέρος που φέρεται να αντιστοιχεί σε συνεταιριστικές μερίδες, ενώ πουθενά στο έγγραφο της "Προθεσµιακής Κατάθεσης" δεν γίνεται μνεία περί ύπαρξης κινδύνου ή απώλειας έστω και ελάχιστου ποσού της αρχικής κατάθεσης ..... Ο καταθετικός δε χαρακτήρας του ως άνω προϊόντος συνεπάγεται ότι το εν λόγω προϊόν θα έπρεπε να είχε συμπεριληφθεί στα περιουσιακά στοιχεία της υπό εκκαθάριση τράπεζας που µεταβιβάστηκαν στην "... ΑΕ", πράγµα που ωστόσο δεν συνέβη, ούτε µε τις αρχικές αποφάσεις (... και 17/1/14-7-2014) της ΕΜΕ της ΤτΕ, ούτε µε την πρόσφατη (...), εκδοθείσα κατόπιν της 1713/2020 απόφασης του ΣΤΕ, µε συνέπεια τα ποσά αυτά να πρέπει εντέλει να συμπεριληφθούν στην περιουσία της εκκαθάρισης, από την οποία θα ικανοποιηθούν οι πιστωτές που αναγγέλθηκαν µε βάση τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα και τον Κανονισμό Ειδικής Εκκαθάρισης. Ο ισχυρισμός του ειδικού εκκαθαριστή ότι τα επίδικα ποσά αφορούν επενδυτικό προϊόν, γεγονός υπέρ του οποίου συνηγορεί και το υψηλότερο - σε σχέση µε τα τότε ισχύοντα στις απλές προθεσµιακές καταθέσεις της ως άνω Συνεταιριστικής Τράπεζας, αλλά και άλλων συστηµικών τραπεζών - συμφωνημένο επιτόκιο, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιµος, καθόσον η διαφορά μεταξύ του συμφωνηµένου επιτοκίου της επίδικης κατάθεσης και των λοιπών απλών προθεσµιακών καταθέσεων αφενός δεν, είναι ιδιαίτερα σηµαντική, ώστε εξ αυτού του στοιχείου και µόνο να δικαιολογείται, ο χαρακτηρισμός των επίδικων ποσών ως επενδυτικού προϊόντος, αφετέρου οφείλεται στο ότι, σύμφωνα µε τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα επιτόκια των προθεσµιακών καταθέσεων ήταν κατά την κρίσιµη περίοδο ελευθέρως διαπραγματεύσιμα. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την προαναφερόµενη ... απόφαση της ΕΜΕ της ΤτΕ, εκδοθείσα κατόπιν της 1713/2020 οριστικής απόφασης του ΣΤΕ, η οποία - σημειωτέον -, χωρίς να έχει συμμορφωθεί στην τελευταία ως προς την επάρκεια της αιτιολογίας αναφορικά µε το χαρακτηρισμό του επίµαχου καταθετικού προϊόντος, έχει πανομοιότυπο περιεχόµενο µε τις αρχικές αποφάσεις (... και 17/1/14-7-2014). Κι αυτό διότι όπως προεκτέθηκε, η 17/1/14-7-2014 απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, ακυρώθηκε κατά το προσβληθέν µέρος της µε την ως άνω απόφαση του ΣΤΕ, µε αποτέλεσµα την αναδρομική ανατροπή των αποτελεσμάτων της, όσον αφορά τα επίµαχα καταθετικά προϊόντα, ενώ η νέα ... απόφαση της ΕΜΕ αποτελεί διαφορετική εκτελεστή διοικητική πράξη µε καινούριο περιεχόµενο, που παράγει τα αποτελέσματά της από την έκδοσή της στις 27-1-2021 και εφεξής, χωρίς να έχει αναδρομική ισχύ, συνεπώς µπορεί να αποτελέσει αντικείµενο άλλης πτωχευτικής διαδικασίας, όχι, όµως, της παρούσας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εποµένως, που, δεχόµενο εν μέρει ο ανακοπή, αναγνώρισε τους ανακόπτοντες ως πτωχευτικούς πιστωτές στην ειδική εκκαθάριση της "...", ως προς τα αναφερόμενα στην εκκαλουµένη ποσά για καθέναν από αυτούς (σημειωτέον ότι το ύψος των απαιτήσεων ουδόλως αμφισβητείται από την εκκαλούσα), ώστε εφεξής καθένας από αυτούς να λάβει μέρος στη διανοµή της περιουσίας της ως άνω τελούσας υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης Τράπεζας, ορθά εφάρμοσε το νόµο και εκτίμησε τις αποδείξεις, µε συνέπεια όλα όσα περί που αντιθέτου υποστηρίζονται µε την έφεση να πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Ωστόσο, µε το να δεχθεί ότι οι εν λόγω απαιτήσεις των εφεσιβλήτων είναι έντοκες, η εκκαλουµένη έσφαλε, καθόσον, σύμφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 του ΠτΚ, ο οποίος εφαρµόζεται συμπληρωματικά κατά το άρθρο 1 του Κανονισμού Ειδικής Εκκαθάρισης Πιστωτικών Ιδρυμάτων (απόφαση 21/4-11-2011 της ΕΠΑΘ της ΕΤΕ) και το άρθρο 179 του ΠτΚ, από τη θέση του πιστωτικού ιδρύματος σε ειδική εκκαθάριση (στις 8-12-2013) οι απαιτήσεις των πιστωτών που δεν είναι εξασφαλισµένες µε ειδικό προνόμιο ή εµπράγµατο δικαίωμα παύουν να παράγουν νόµιµους ή συμβατικούς τόκους, εν προκειμένω δε η απαίτηση των εφεσιβλήτων ..... δεν εξασφαλίζεται µε ειδικό προνόμιο ή εµπράγµατο δικαίωµα". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο εξαφάνισε την πρωτόδικη με αριθμό 75/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή και αναγνώρισε τους αναιρεσίβλητους πτωχευτικούς πιστωτές στην ειδική εκκαθάριση της ... ως προς τα αιτούμενα από καθένα αυτών χρηματικά ποσά, ατόκως. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ότι δηλαδή το ως άνω αναφερόμενο σύνθετο προϊόν µε τον τίτλο, ''Προθεσμιακή Κατάθεση'', στο οποίο μετείχαν οι αναιρεσίβλητοι, δεν αποτελεί εν μέρει προθεσµιακή κατάθεση και εν µέρει επένδυση σε συνεταιριστικές μερίδες της τράπεζας, αλλά έχει στο σύνολό του χαρακτήρα προθεσµιακής κατάθεσης, έντοκης κατά ένα µέρος και άτοκης ως προς το µέρος που φέρεται να αντιστοιχεί σε συνεταιριστικές μερίδες, και, ως εκ τούτου, οι επίδικες αμφισβητούμενες απαιτήσεις των αναιρεσίβλητων πρέπει να συμπεριληφθούν στη διαδικασία της ειδικής εκκαθάρισης, α) δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 63Β και 63Δ του ν. 3601/2007 και τις οµοίου περιεχοµένου διατάξεις των άρθρων, 145 και 145Β του ν. 4261/2014, καθώς και την κανονιστική ... διάταξη της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, αφού ήσαν εφαρµοστέες στην προκείµενη υπόθεση και, επίσης, ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις κανονιστικές με αριθμούς ..., 17/1/14-7-2014 και ... αποφάσεις της ίδιας Επιτροπής, οι οποίες δεν τύγχαναν εν προκειμένω εφαρµογής, και β) δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων, 2 παρ. 3 και 7 του ν. 1667/1986, ''Αστικοί συνεταιρισμοί κ.λπ.'', που ρυθμίζουν τον τρόπο αποχώρησης των συνεταίρων και αφήνουν στη διακριτική ευχέρεια των καταστατικών οργάνων την απόδοση της αξίας της συνεταιριστικής μερίδας, ούτε τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 4 του ίδιου νόµου, που ορίζει ότι, µε την επιφύλαξη των διατάξεων για τους πιστωτικούς συνεταιρισμούς του νόµου αυτού που έχουν λάβει άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα, η µεταβίβαση της συνεταιριστικής µερίδας γίνεται στην ονομαστική της αξία, αλλά ούτε και τις διατάξεις των άρθρων, 1 παρ. 2 και 13 ν. 3401/2005, µε τις οποίες καθορίζονται οι όροι κατάρτισης, έγκρισης και κυκλοφορίας του ενημερωτικού δελτίου που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών, αφού δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρµογής των διατάξεων αυτών, δεδοµένου ότι? µε βάση τα ανελέγκτως δεκτά γενόµενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, α) το εν λόγω σύνθετο προϊόν ήταν, κατά τους όρους αυτού, συγκεκριμένης διάρκειας και κατά τη λήξη του έπρεπε να αποδοθεί στον επενδυτή, ως προς µεν το µέρος του, που διατέθηκε για προθεσµιακή κατάθεση, προσαυξηµένο µε ετήσιο επιτόκιο 3,40%, και ως προς αυτό που διατέθηκε για συνεταιριστικές μερίδες, στην αξία των µεριδίων κατά το χρόνο της έναρξης της κατάθεσης, και μάλιστα χωρίς αναφορά στον αριθµό ? την αξία των µεριδίων αυτών, και β) δεν τηρήθηκε η διαδικασία για την απόκτηση συνεταιριστικών µερίδων, που επέβαλαν οι διατάξεις του ν. 1667/1986 και του καταστατικού της Τράπεζας και συγκεκριµένα δεν είχε προηγηθεί απόφαση του αρµοδίου οργάνου της για αύξηση κεφαλαίου και για τον καθορισµό του αριθμού, της ονομαστικής αξίας και της τιµής διάθεσης των µεριδίων στο κοινό, καθώς και του ποσοστού της υπεραξίας της συνεταιριστικής μερίδας, δεν είχε καταβληθεί η αναλογούσα στις μερίδες υπεραξία, δεν είχε προηγηθεί σύνταξη και δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, ούτε και υπήρξε ενηµέρωση έντυπου ή ηλεκτρονικού μητρώου µελών, τα μερίδια δε ήταν ρευστοποιητέα σε εκ των προτέρων καθορισµένο χρόνο και στην αξία κτήσεως, ενώ δεν είχαν συμμετοχή στα κέρδη, και, επομένως, µε βάση τις ουσιαστικές αυτές παραδοχές, το µέρος του επίµαχου επενδυτικού ''προγράμματος'', που χαρακτηρίζεται στους συµβατικούς όρους του ως επένδυση στο κεφάλαιο της Τράπεζας, δεν αποτελεί επένδυση για την απόκτηση συνεταιριστικής µερίδας και, συνακόλουθα, ίδιο κεφάλαιο της τράπεζας, αλλά αντιθέτως, τα αναφερόμενα στοιχεία, μεταξύ των οποίων και οι συµβατικοί όροι περί ρευστοποίησης των µεριδίων σε συγκεκριµένο χρόνο, στην αξία του χρόνου κτήσης και όχι του χρόνου της ρευστοποίησης, καθώς και στην έλλειψη ενημερωτικού δελτίου για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου προσδίδουν στο προϊόν χαρακτηριστικά προθεσμιακής κατάθεσης και όχι αγοράς συνεταιριστικής μερίδας, με συνέπεια τα εν λόγω προϊόντα να εμπίπτουν στο σύνολό τους στις απαιτήσεις που αναφέρονται στην 17/7/8-12-2013 απόφαση της Επιτροπής και πρέπει να συμπεριληφθούν και κατά το αμφισβητούμενο επίδικο μέρος τους, στη διαδικασία της εκκαθάρισης, δηλαδή να αναγνωριστούν ως απαιτήσεις κατά της αναιρεσείουσας προερχόμενες από προθεσμιακές καταθέσεις, προκειμένου να μεταβιβαστούν εν συνεχεία αμέσως από την ειδική εκκαθαρίστρια στην ..., βάσει των διατάξεων της ανωτέρω απόφασης, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι με τις, ..., 17/1/14-7-2014 και ... αποφάσεις της Επιτροπής, έγινε προσωρινός και οριστικός καθορισμός, χωρίς να συνυπολογιστούν οι επίδικες απαιτήσεις, της καταβλητέας από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας διαφοράς αξίας μεταξύ των στοιχείων του παθητικού και του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση τράπεζας, που μεταβιβάζονται στην ..., αφού σε περίπτωση αύξησης των στοιχείων του παθητικού εξαιτίας του συνυπολογισμού σε αυτό των επίδικων απαιτήσεων από προθεσμιακές καταθέσεις που πρέπει να μεταβιβαστούν, η Επιτροπή θα επανέλθει με νέα απόφαση, ενόψει των νεότερων στοιχείων και θα αυξήσει το μέγεθος της καταβλητέας από το Ταμείο διαφοράς. Περαιτέρω, το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθώς διέλαβε σε αυτήν πλήρεις, σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικ? έλεγχο ως προς την ορθή ή µη εφαρµογή των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού τα ανωτέρω δεκτά, κατά την αναιρετικ?ς ανέλεγκτη κρίση του, γενόµενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά θεµελιώνουν σαφώς το διατυπούµενο αποδεικτικ? του πόρισμα περί αποδοχής στη διαδικασία της εκκαθάρισης των επίδικων απαιτήσεων των αναιρεσίβλητων. Ειδικότερα, δεν υπάρχει αντίφαση, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, μεταξύ αφενός της παραδοχής ότι, µε την ... απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης ο ειδικός εκκαθαριστής υποχρεώθηκε να µεταβιβάσει στην ... τις απαιτήσεις των δικαιούχων των προθεσµιακών λογαριασμών για καταβολή κεφαλαίου και τόκων, και αφετέρου της αναγνώρισης των αναιρεσιβλήτων ως πιστωτών της εκκαθάρισης για τις επίδικες απαιτήσεις τους από προθεσμιακούς λογαριασμούς, αφού µε την ... απόφαση δεν έγινε αυτοδίκαιη μεταβίβαση των απαιτήσεων, που καθορίζονται σε αυτήν κατά γένος, αλλά, σε εναρμόνιση µε την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 63Α δ 1ν. 3601/2007, θεσπίστηκε ενοχικής φύσεως υποχρέωση του εκκαθαριστή να προβεί στη µεταβίβασή τους στην ..., υποχρέωση που, για να ενεργοποιηθεί ως προς τις επίδικες απαιτήσεις, ο χαρακτήρας των οποίων αμφισβητείται, προϋποθέτει την αναγνώριση των αναιρεσίβλητων ως πιστωτών της εκκαθάρισης γι' αυτές. Επομένως, οι, δεύτερος από τους αριθμούς 1 και 19 και τέταρτος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγοι της αίτησης αναίρεσης, µε τους οποίους η αναιρεσείουσα προβάλλει ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, είναι αβάσιµοι. Επίσης, µε τις ανωτέρω παραδοχές του το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ούτε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 335, 362 και 365 ΑΚ περί ανυπαίτιας αδυναμίας παροχής, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε, εφόσον οι αναιρεσίβλητοι µπορούν να γίνουν δεκτοί ως πιστωτές στην ειδική εκκαθάριση του αναιρεσείοντος πιστωτικού ιδρύματος, ως έχοντες απαιτήσεις από τραπεζικές καταθέσεις, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι, µετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του, το πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι σε θέση πλέον να ασκεί τραπεζικές εργασίες και να διατηρεί καταθέσεις, αφού οι εν λόγω απαιτήσεις γεννήθηκαν πριν από την ανάκληση της άδειας του και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το σχετικό σκέλος του, µε το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για παράβαση των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων µε την ανωτέρω αιτίαση, είναι αβάσιµος. Στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον άνω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, προβλεπόμενο λόγο, περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με τους οποίους ορίζεται, αφενός, ότι, κατά την ερμηνεία της δήλωσης βούλησης αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, και αφετέρου, ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη και οι οποίοι εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει κενό στη δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για τη δήλωση βούλησης. Ειδικότερα, παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, υφίσταται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες, προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι δέχθηκε, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς καvόvες, μολονότι διαπίστωσε ρητά ή έμμεσα την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπλήρωσης ή ερμηνείας με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ (ΑΠ 1041/2018). Όταν, όμως, η δηλωθείσα βούληση είναι πλήρης και σαφής και δεν καταλείπεται αμφιβολία για το περιεχόμενό της, τότε δεν υφίσταται περίπτωση προσφυγής στους προαναφερόμενους κανόνες (ΑΠ 314/2024, ΑΠ 66/2022, ΑΠ 917/2020, ΑΠ 1597/2017). Η κρίση δε του δικαστηρίου για την ύπαρξη ή μη κενού ή αμφιβολίας στη δήλωση βούλησης ή ασάφειας στη διατύπωσή της, έστω και έμμεσα εκφερόμενη, ανάγεται στην ουσία και δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 836/2022, ΑΠ 738/2018, ΑΠ 1597/2017). Παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή τους, με την έννοια της ευθείας κατ' αρχήν παράβασης των κανόνων αυτών στην περίπτωση που το σχετικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο ως προς την ερμηνεία ή τη συμπλήρωση της δικαιοπραξίας, δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 334/2023, ΑΠ 43/2023, ΑΠ 1595/2022, ΑΠ 301/2022, 1363/2021, ΑΠ 1123/2019). Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης, το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη και σταθμίζει, με διαφορετική κατά περίπτωση βαρύτητα, πλην άλλων, τα συμφέροντα των μερών και κυρίως εκείνου από αυτά, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος όρος, το δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνήθειες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βούλησης των συμβαλλομένων, τη φύση της σύμβασης, τις διαπραγματεύσεις που είχαν προηγηθεί, καθώς και την προηγούμενη συμπεριφορά των μερών (ΑΠ 1431/2022, ΑΠ 1360/2017, ΑΠ 220/2016, ΑΠ 934/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, µε τον πέμπτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο παραβίασε τους ερμηνευτικούς κανόνες του άρθρου 200 ΑΚ, αφού μετά από ερμηνεία των δηλώσεων βούλησης των συμβαλλομένων στην επίδικη σύμβαση, κατέληξε στο ερμηνευτικό πόρισμα ότι το δεύτερο σκέλος του επίδικου προϊόντος, ''Προθεσμιακή Κατάθεση'', που δεν απέδιδε τόκους, αποτελούσε επίσης προθεσµιακή κατάθεση, πόρισμα, το οποίο είναι αντίθετο στην καλή πίστη και στα συναλλακτικά τραπεζικά ήθη, κατά τα οποία δεν υπάρχουν άτοκες καταθέσεις προθεσµίας. Ωστόσο, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, οι παραδοχές της οποίας έχουν ήδη εκτενώς παρατεθεί, δεν διαπίστωσε κενό ή αμφιβολία ως προς τη δικαιοπρακτική βούληση των συμβαλλομένων αναφορικά με το επίδικο προϊόν και τους σχετικούς όρους του, ούτε και προέβη σε ερμηνεία αυτών. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ουσιαστικές παραδοχές του, οι βασικοί όροι της συμφωνίας των μερών που συνήφθησαν στα πλαίσια του άνω προϊόντος, που έφερε τον τίτλο ''προθεσμιακή κατάθεση'' όπως το περιεχόμενό τους παρατίθεται αναλυτικά στην προσβαλλόμενη απόφαση, ήταν πλήρεις και σαφείς, χωρίς να έχουν ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, και χωρίς να υπάρχουν αμφιβολίες ως προς την έννοια των δηλώσεων βουλήσεως των μερών, οι οποίες θα καθιστούσαν απαραίτητη την προσφυγή στις ως άνω ερμηνευτικές αρχές, τις οποίες έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως. Συγκεκριμένα, στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται με πληρότητα, οι όροι του επίδικου προϊόντος, από τους οποίους προκύπτει ότι αυτό έχει στο σύνολό του χαρακτήρα προθεσµιακής κατάθεσης, έντοκης κατά ένα µέρος και άτοκης ως προς το μέρος που φέρεται να αντιστοιχεί σε συνεταιριστικές μερίδες. Προκύπτει ευθέως, δηλαδή, από τους όρους των ανωτέρω συμβάσεων, όπως το περιεχόμενό τους έγινε ανελέγκτως δεκτό από το Εφετείο, ότι αυτές δεν παρουσιάζουν κενά ή ασάφειες και αμφίβολα σημεία, και συνεπώς για την κατανόησή τους δεν υπήρχε ανάγκη προσφυγής στις ερμηνευτικές αρχές των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, στις οποίες ορθά δεν κατέφυγε το Εφετείο προκειμένου να διαμορφώσει το αποδεικτικό του πόρισμα. Επομένως, ο άνω λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Σε κάθε δε περίπτωση, ο άνω λόγος, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το Εφετείο δέχτηκε ανέλεγκτα ότι το προϊόν, ''Προθεσμιακή Κατάθεση'' αποτελείτο µεν από έντοκη και άτοκη κατάθεση, αλλά ήταν ενιαίο, δηλαδή δεν αποτελείτο από δύο διαφορετικά και ανεξάρτητα μεταξύ τους σκέλη, από τα οποία το καθένα, µε βάση τα δικά του χαρακτηριστικά, είχε χαρακτήρα προθεσµιακής κατάθεσης, αλλά ότι αυτό συνιστούσε ενιαίο προϊόν, το οποίο, βάσει των συνολικών του χαρακτηριστικών, αλλά και των λοιπών συνθηκών σύναψης των σχετικών συμβάσεων είχε χαρακτήρα προθεσμιακής τραπεζικής κατάθεσης για συγκεκριμένο χρόνο, με τον όρο ανάληψης ολόκληρου του κεφαλαίου εν μέρει άτοκου και εν μέρει προσαυξημένου με το συμφωνημένο επιτόκιο. Κατά το άρθρο 556 παρ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση µπορεί να ασκήσει ο εκκαλών, εφόσον νικήθηκε ολικά ή εν µέρει στη δίκη που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, υπό την προϋπόθεση ότι έχει προς τούτο έννοµο συμφέρον, η ύπαρξη του οποίου κρίνεται από την προσβαλλομένη απόφαση κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ και ελέγχεται αυτεπαγγέλτως σύμφωνα µε το άρθρο 73 του ίδιου Κώδικα. Το έννοµο συμφέρον για την άσκηση αίτησης αναίρεσης του διαδίκου που νίκησε ή νικήθηκε κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση και πρέπει να υπάρχει τόσο κατά το χρόνο άσκησης, όσο και κατά τον χρόνο της συζήτησης της αίτησης, πρέπει δε να είναι ατομικό και άµεσο, και απαιτείται όχι µόνο γενικώς για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης, αλλά και ειδικώς για κάθε επί µέρους λόγο αυτής (ΑΠ 754/2018, ΑΠ 1081/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα µε τον τρίτο λόγο αναίρεσης προβάλλει ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση κατ' άρθρο 559 αρ. 1 και 19 των διατάξεων των άρθρων 145 έως 146 ν. 4261/2014, καθόσον αυτές αφορούν την κατάταξη των απαιτήσεων στην ειδική εκκαθάριση, και ειδικότερα τη διάταξη του άρθρου 145α, µε την οποία καθορίζονται τα προνόμια κατά την κατάταξη και ικανοποίηση των απαιτήσεων, µε τις αιτιάσεις ?τι το Εφετείο εσφαλμένα δέχτηκε ότι οι απαιτήσεις των αναιρεσίβλητων είναι προθεσµιακές και συνεπώς προνομιούχες, ενώ έπρεπε να δεχτεί ότι είναι απαιτήσεις αποζηµιωτικής φύσεως, οι οποίες δεν εξοπλίζονται µε προνόμιο. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, επειδή η αναιρεσείουσα, ως ειδική εκκαθαρίστρια, εκπροσωπεί εν προκειμένω την υπό εκκαθάριση εταιρία, η οποία δεν έχει την ιδιότητα της πιστώτριας και συνεπώς δεν βλάπτεται από τυχόν εσφαλμένο χαρακτηρισμό των επίδικων απαιτήσεων των αναιρεσίβλητων, που έχει επιρροή στην κατάταξή τους και δεν έχει το απαιτούμενο κατ' άρθρο 68 ΚΠολΔ άμεσο και ατομικό έννομο συμφέρον για την προβολή του. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι, εφόσον με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι οι επίδικες υποχρεώσεις από συμβάσεις προθεσμιακής κατάθεσης, δεν θα ικανοποιηθούν εν τέλει από το προϊόν της εκκαθάρισης μέσω κατάταξης, αλλά θα μεταβιβαστούν αμέσως από την ειδική εκκαθαρίστρια στην ..., σύμφωνα με τις διατάξεις της προαναφερθείσας ... απόφασης της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης. Μεταξύ των διατάξεων, που εφαρμόζονται συμπληρωματικά επί της ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 145 ν. 4261/2014, ως µη αντικείµενες στον επιδιωκόμενο µε αυτήν σκοπ?, είναι και η διάταξη του άρθρου 55 εδ. α' ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα). Κατά τη διάταξη αυτή, όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί µε το άρθρο 3 παρ. 1 εδ. β' ν. 4446/2016, ''αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα Κώδικα οι αποφάσεις του πτωχευτικού δικαστηρίου υπόκεινται σε ανακοπή ερηµοδικίας, έφεση και αναίρεση, μόνο για τους λόγους του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ''. Με την εν λόγω αντικατάσταση του άρθρου αυτού προστέθηκαν νέοι λόγοι αναίρεσης, και συγκεκριµένα οι από τους αριθμούς 4, 14, 16 και 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Οι διευρυμένοι, όμως, αυτοί λόγοι αναίρεσης δεν καταλαμβάνουν πτωχεύσεις (και διαδικασίες εκκαθάρισης) πριν απ? την ισχύ του ν. 4446/2016, σύμφωνα µε τις µεταβατικές διατάξεις του άρθρου 13 παρ. 1 και 2 εδ. β' και δ' του νεότερου αυτού νόµου (4446/2016), του οποίου η ισχύς, µε ορισμένες εξαιρέσεις, αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (22-12-2016), στις οποίες ορίζεται αντίστοιχα ότι, οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται επί των διαδικασιών που αρχίζουν µετά την έναρξη της ισχύος του (ΑΠ 939/2023, ΑΠ 55/2023, ΑΠ 564/2021, ΑΠ 602/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα µε τον πρώτο λόγο αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθµό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις αιτιάσεις ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους επαναφερθέντες με τους πρώτο και δεύτερο πρόσθετους λόγους έφεσης, ισχυρισμούς της, α) ότι, εάν γίνει δεκτό ότι οι επίδικες απαιτήσεις προέρχονται από προθεσµιακές καταθέσεις, τότε αυτές έχουν μεταφερθεί αυτοδικαίως στην ..., στην οποία μεταφέρθηκε το σύνολο των καταθέσεων και η οποία έχει καταστεί οφειλέτης τους, µε αποτέλεσµα η ίδια (αναιρεσείουσα) να στερείται παθητικής νομµιµοποίησης και β) ότι μετά τη θέση της Συνεταιριστικής Τράπεζας σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης η τελευταία απώλεσε το δικαίωμα να διατηρεί προθεσμιακές καταθέσεις, με συνέπεια η ικανοποίηση κάθε αντίστοιχης υποχρέωσης του υπό εκκαθάριση τραπεζικού ιδρύματος που ερείδεται σε σχέση κατάθεσης, να έχει καταστεί εκ του νόμου απαγορευμένη και η αντίστοιχη παροχή προς τους αναιρεσίβλητους να έχει καταστεί αδύνατη. Επίσης, µε σκέλος του δεύτερου λόγου αναίρεσης, η αναιρεσείουσα πρσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια απ? τον αρ. 4 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, µε τις αιτιάσεις ότι το Εφετείο υπερέβη τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων δεχόµενο ότι είναι αρμόδιο για να αποφανθεί για τη φύση των επίδικων απαιτήσεων, ενώ η σχετική αρμοδιότητα ανήκει από το νόµο αποκλειστικά στη διοικητική αρχή, και συγκεκριµένα στην αρμόδια επιτροπή της Τράπεζας της Ελλάδος. Οι λόγοι, όμως, αυτοί είναι απαράδεκτοι, σύμφωνα µε τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, καθόσον στην παρούσα δίκη περί επαλήθευσης των απαιτήσεων στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, δεν επιτρέπεται η προβολή λόγων από τους αριθμούς 4 και 8 της ίδιας διάταξης, αφού η διεύρυνση των αναιρετικών λόγων, που έγινε µε το ν. 4446/2016, αφορά διαδικασίες που αρχίζουν µετά την έναρξη ισχύος του (22-12-2016), και όχι την ένδικη, η οποία άρχισε το έτος 2013, µε την ... (ΦΕΚ 3105Β/8-12-2013) απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος. Κατόπιν αυτών, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (αρθρ. 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των παριστάμενων αναιρεσίβλητων, που κατέθεσαν προτάσεις, σύμφωνα με το σχετικό νόμιμο αίτημά τους (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Δικαστικά έξοδα όσον αφορά τους απολιπόμενους αναιρεσίβλητους, δεν επιδικάζονται, διότι λόγω της ερημοδικίας τους, δεν υποβλήθηκαν σε έξοδα, ούτε υπέβαλαν σχετικό αίτημα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3-12-2021 αίτηση, για αναίρεση της με αριθμό 22/2021 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από την αναιρεσείουσα για την άσκηση της αναίρεσης, στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των παριστάμενων αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων επτακόσιων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Οκτωβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Μαΐου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή