ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 818/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 818/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 818/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 818 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 818/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη και Γεώργιο Μικρούδη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 25 Φεβρουαρίου 2025, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει τις εξής υποθέσεις μεταξύ:
Α. Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών και εν προκειμένω από τον Ειδικό Διαχειριστή Στοιχειών Ενεργητικού και Παθητικού της ...., που κατοικοεδρεύουν στην Αθήνα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Γεωργία Καλαντζή, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η οποία κατέθεσε προτάσεις. Κατά τη συνεδρίαση της 14ης Φεβρουαρίου 2023 είχε εκπροσωπηθεί από την πληρεξούσια του Αλεξάνδρα Δημητρακοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η οποία είχε καταθέσει προτάσεις στις 16-2-2023.
Των αναιρεσιβλήτων: 1.Α. Π. του Μ., κατοίκου Αθηνών και 2.Σ. Ι. του Χ., κατοίκου Χανίων Κρήτης, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά τη συνεδρίαση της 14ης-2-2023 είχαν εκπροσωπηθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παρασκευά Ζουρντό, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο oποίος είχε καταθέσει προτάσεις στις 23-1-2023. Και Β. των αναιρεσειόντων: 1.Α. Π. του Μ., κατοίκου Αθηνών και 2.Σ. Ι. του Χ., κατοίκου Χανίων Κρήτης, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά τη συνεδρίαση της 14ης-2-2023 είχαν εκπροσωπηθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παρασκευά Ζουρντό, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο oποίος είχε καταθέσει προτάσεις στις 23-1-2023. Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, ως καθολικού διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", το οποίο εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και εν προκειμένω από τον Ειδικό Διαχειριστή Στοιχειών Ενεργητικού και Παθητικού της ...., που κατοικοεδρεύουν στην Αθήνα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Γεωργία Καλαντζή, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η οποία κατάθεσε προτάσεις. Κατά τη συνεδρίαση της 14ης-2-2023 είχαν εκπροσωπηθεί από την πληρξούσιά του Αλεξάνδρα Δημητρακοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-12-2011 αγωγή των ήδη Α. αναιρεσιβλήτων και Β. αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1321/2018 του ίδιου Δικαστηρίου και 204/2021 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν το Α. αναιρεσείον (Ελληνικό Δημόσιο) με την από 25-8-2022 αίτησή αναίρεσης και οι Β. αναιρεσείοντες με την από 17-10-2022 αίτησή τους, οι οποίες συζητήθηκαν κατά τη συνεδρίαση της 14ης - 2 - 2023 χωρίς να εκδοθεί απόφαση. Με την με αριθμό 179/2024 πράξη αφαίρεσης δικογραφιών της Προέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννας Κλάπα - Χριστοδουλέα, από την ορισθείσα εισηγήτρια Αρεοπαγίτη - Όλγα Σχετάκη - Μπονάτου και τις με αριθμούς 340/2024 και 341/2024 πράξεις του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Αριστείδη Βαγγελάτου ορίσθηκε η ως άνω νέα δικάσιμος για επανάληψη της συζήτησης των υποθέσεων αυτών αντίστοιχα, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 307 Κ.Πολ.Δ..
Κατά την οίκοθεν συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 307 ΚΠολΔ, αν για οποιονδήποτε λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται, αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για τη συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Η επαναλαμβανόμενη κατ' άρθρον 307 ΚΠολΔ συζήτηση αποτελεί, όπως και η από το άρθρο 254 ΚΠολΔ συζήτηση, συνέχεια της προηγούμενης και όχι νέα συζήτηση, ο διάδικος δε που παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν χρειάζεται να καταθέσει εκ νέου προτάσεις (ΑΠ 232/2024, AΠ 17/23).
Εν προκειμένω, φέρεται προς ανασυζήτηση στη σημερινή δικάσιμο η από 25-8-2022 αίτηση αναίρεσης του Ελλ. Δημοσίου (κατά Α. Π. Σ. Ι.), σύμφωνα με την 179/2024 Πράξη της Προέδρου του Aρείου Πάγου και την ακόλουθη αυτής 340/2024 Πράξη του Προέδρου του Β2 Πολιτικού Τμήματος, κατ' εφαρμογή του άρθρου 307 ΚΠολΔ, κατόπιν διαπίστωσης αδυναμίας εκδόσεως αποφάσεως επί της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία είχε συζητηθεί στην αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 14-2-2023 ενώπιον του ως άνω Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, λόγω συνταξιοδοτήσεως του μέλους της συνθέσεως και εισηγητρίας Όλγας Σχετάκη - Μπονάτου. Τόσο κατά την παρούσα δικάσιμο, όσο και κατά την αρχική το αναιρεσείον παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων Παρέδρων Ν.Σ.Κ, όπως στο εισαγωγικό μέρος της παρούσης αναφέρεται, ενώ οι αναιρεσίβλητοι δεν παραστάθηκαν κατά τη σημερινή δικάσιμο (25-2-25), είχαν ωστόσο παρασταθεί κατά την αρχική δικάσιμο (14-2-2023) δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, που αναφέρεται στο εισαγωγικό μέρος της παρούσης. Όπως δε προκύπτει από την από 29-11-2024 έκθεση επιδόσεως του επιμελητή του Αρείου Πάγου Δ. Β., αντίγραφο της ως άνω πράξεως μαζί με κλήση προς παράσταση για τη σημερινή δικάσιμο (25-2-2025) επεδόθη εμπροθέσμως στους αναιρεσίβλητους.
Με την κρινομένη από 25-8-2022 αίτηση αναιρέσεως (...) προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα 204/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Η ένδικη διαφορά ξεκίνησε με την από 30-12-2011 αγωγή των (ήδη αναιρεσιβλήτων) Α. Π. - Σ. Ι., επί της οποίας εξεδόθη κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ) η 1321/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η παραπάνω αγωγή έγινε μερικώς δεκτή και ως ουσία βάσιμη, υποχρεώθηκε δε το Ελληνικό Δημόσιο, ως οιονεί καθολικός διάδοχος της ..., να καταβάλει διαφορές αποδοχών του επίδικου χρονικού διαστήματος (από 1/11/2006 έως 31/12/2011) στους ενάγοντες και συγκεκριμένα 12.082,27 ευρώ στην πρώτη και 18.290,28 ευρώ στον δεύτερο, αναγνώρισε δε ότι το Ελληνικό Δημόσιο οφείλει επιπλέον ποσό 20.793,39 ευρώ στην πρώτη και 12.522,89 ευρώ στον δεύτερο των τότε εναγόντων, με το νόμιμο τόκο (6%). Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως το εναγόμενο - εκκαλούν, ήδη αναιρεσείον (Δημόσιο) άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών την από την από 24/9/2018 έφεση, καθώς και τους από 6/2/2020 προσθέτους λόγους έφεσης, ενώ η εκκαλούσα και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη - αναιρεσείουσα άσκησε ομοίως την από 24/9/2018 έφεση. Επί των ως άνω εφέσεων (και προσθέτων λόγων), που συνεκδικάσθηκαν εξεδόθη αντιμωλία των διαδίκων η προσβαλλομένη απόφαση, η οποία, αφού συνεκδίκασε αυτές, δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση της εδώ πρώτης αναιρεσίβλητης - αναιρεσείουσας, ενώ δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, υποχρεώνοντας το Ελληνικό Δημόσιο, ως οιονεί καθολικό διάδοχο της αρχικά εναγομένης ..., να καταβάλει στην εδώ πρώτη αναιρεσίβλητη 4.098,28 ευρώ και στον δεύτερο αναιρεσίβλητο 8.593,02 ευρώ, ενώ περαιτέρω αναγνώρισε ότι το Ελληνικό Δημόσιο οφείλει στην πρώτη αναιρεσίβλητη 15.645,58 ευρώ και στον δεύτερο αναιρεσίβλητο 14.861,78 ευρώ. Ήδη με την υπό κρίση από 25-8-2022 αίτηση το αναιρεσείον Ελλ. Δημόσιο αιτείται την αναίρεση της ως άνω αποφάσεως για τους αναφερομένους σε αυτήν λόγους. Η παραπάνω αίτηση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 26-8-2022, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553 παρ. 1 περ. β', 556 παρ. 1, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλομένης, ούτε είχε παρέλθει διετία από τη δημοσίευσή της (12-1-2021), γεγονός εξάλλου που δεν αμφισβητείται από την αντίδικη πλευρά. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο αυτής (άρθρο 577 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Φέρεται επίσης προς ανασυζήτηση στη σημερινή δικάσιμο η από 17-10-2022 αίτηση αναίρεσης των Α. Π. - Σ. Ι. κατά του Ελλ. Δημοσίου, σύμφωνα με την 179/2024 Πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου και την ακόλουθη αυτής 341/2024 Πράξη του Προέδρου του Β2 Πολιτικού Τμήματος, κατ' εφαρμογή του άρθρου 307 ΚΠολΔ, κατόπιν διαπίστωσης αδυναμίας εκδόσεως αποφάσεως επί της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία είχε συζητηθεί στην αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 14-2-2023 ενώπιον του ως άνω Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, λόγω συνταξιοδοτήσεως του μέλους της συνθέσεως και εισηγητρίας Όλγας Σχετάκη - Μπονάτου. Τόσο κατά την παρούσα δικάσιμο, όσο και κατά την αρχική το αναιρεσίβλητο παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων Παρέδρων Ν.Σ.Κ, όπως στο εισαγωγικό μέρος της παρούσης αναφέρεται, ενώ οι αναιρεσείοντες δεν παραστάθηκαν κατά τη σημερινή δικάσιμο (25-2-25), είχαν ωστόσο παρασταθεί κατά την αρχική δικάσιμο (14-2-2023) δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, που αναφέρεται στο εισαγωγικό μέρος της παρούσης. Όπως δε προκύπτει από την από 29-11-2024 έκθεση επιδόσεως του επιμελητή του Αρείου Πάγου Δ. Β., αντίγραφο της ως άνω πράξεως μαζί με κλήση προς παράσταση για τη σημερινή δικάσιμο (25-2-2025) επεδόθη εμπροθέσμως στους αναιρεσείοντες.
Με την ως άνω κρινομένη από 17-10-2022 αίτηση αναιρέσεως (...) προσβάλλεται ομοίως η εκδοθείσα αντιμωλία 204/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Η παραπάνω αίτηση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 17-10-2022, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553 παρ. 1 περ. β', 556 παρ. 1, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλομένης, ούτε είχε παρέλθει διετία από τη δημοσίευσή της (12-1-2021), γεγονός εξάλλου που δεν αμφισβητείται από την αντίδικη πλευρά. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο αυτής (άρθρο 577 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ). Οι ανωτέρω από 25-8-2022 και από 17-10-2022 αιτήσεις πρέπει να συνεκδικασθούν, επειδή προσβάλλουν την ίδια τελεσίδικη απόφαση, είναι πρόδηλη η μεταξύ τους συνάφεια και διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 246 και 573 ΚΠολΔ).
Ι. Το άρθρο 24 του ν. 3491/2006 (Α' 207) ορίζει τα εξής: "1. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 1 του ν. 3320/2005 (Α' 48) εφαρμόζονται και για την .... 2. Η μισθολογική και βαθμολογική κατάταξη, καθώς και η ένταξη σε κλάδους και ειδικότητες του προσωπικού της .... στις θέσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του ν. 3320/2005 γίνεται κατά τις διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της". Σύμφωνα δε τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 1 του ν. 3320/2005: 1.. Το προσωπικό με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου ή άλλη σχέση του Δημοσίου, των Ν.Π.Ν.Δ. και των Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού, του οποίου οι συμβάσεις συνιστούν συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του π.δ. 164/2004, κατατάσσεται σε υφιστάμενες κενές οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ειδικότητας αντίστοιχης ή παρεμφερούς προς την ειδικότητα της σύμβασής του. 2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών και του οικείου κατά περίπτωση Υπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, συνιστώνται οργανικές θέσεις προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αορίστου χρόνου, προκειμένου να καλυφθούν, όπου απαιτείται, οι διαπιστωθείσες πάγιες και διαρκείς ανάγκες, κατ`εφαρμογήν του Π.Δ. 164/2004.
Περαιτέρω, οι παράγραφοι 1 και 4 του άρθρου 10 του ΓΚΠ της ...., ο οποίος εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 10 παρ. 1 του Ν. 1730/1987 (Α' 145), εγκρίθηκε με την 8256/Ζ2/815/1989 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης (Β' 283) και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (ΑΠ 1419/2018, ΑΠ 1419/2017), ορίζουν τα εξής: "1. Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του προσωπικού καθορίζεται από το χρόνο πραγματικής υπηρεσίας στην ... και στους προκατόχους της. 4. Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας αποτελεί το μοναδικό μέτρο και προϋπόθεση για την κατάταξη και εξέλιξη του προσωπικού στο μισθολογικό κλιμάκιο". Κατά το άρθρο 53 του ίδιου Κανονισμού, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 της από 23-6-2006 ΕΣΣΕ, που καταρτίστηκε μεταξύ ... και ... (αρ. καταθ. ...): 1. Με αποφάσεις του ΔΣ της ... μετά από εισήγηση του ΠΥΣ... το προσωπικό που θα ενταχθεί σε θέσεις τακτικού ή έκτακτου προσωπικού σύμφωνα με οριζόμενα στο ΠΔ 164/2004 εντάσσεται σε κλάδους και ειδικότητες και κατατάσσεται σε βαθμούς και μισθολογικά Κλιμάκια. 2. Το μισθολογικό καθεστώς που θεσπίζεται με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται για μεν τον τακτικό προσωπικό που υπηρετούσε στην ... από την ημέρα ισχύος του παρόντος, για δε το προσωπικό που θα ενταχθεί σε θέσεις τακτικού προσωπικού, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΠΔ 164 από την ημέρα κατάταξης του. Με το άρθρο 55 παρ. 2, ως τροποποιήθηκε με την από 23-6-2006 ΕΣΣΕ: "Το προσωπικό που εργαζόταν στην ... με συμβάσεις μίσθωσης έργου και θα ενταχθεί σε κλάδους και ειδικότητες τακτικού προσωπικού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ΠΔ 164/2004 κατατάσσεται σε βαθμούς σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 18 του παρόντος κανονισμού με τους ορισμούς της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού. Η κατάταξη γίνεται με βάση το συνολικό χρόνο υπηρεσίας που έχει διανυθεί με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στην …. καθώς και την προϋπηρεσία που προβλέπεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 10 του παρόντος. Τέλος με το άρθρο 56, ως και αυτό τροποποιήθηκε με την από 23-6-2006 ΕΣΣΕ: 1. Το προσωπικό που έχει ενταχθεί σε ειδικότητες τακτικού προσωπικού κατατάσσεται σε μισθολογικά κλιμάκια και εξελίσσεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του παρόντος Κανονισμού. 2. Το προσωπικό που θα ενταχθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ΠΔ 164/2004 σε κλάδους και ειδικότητες τακτικού προσωπικού εντάσσεται στα μισθολογικά κλιμάκια που ορίζονται στο άρθρο 12 του παρόντος κανονισμού και λαμβάνει τα βασικά και ειδικά επιδόματα και τις προσαυξήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 13 και 14 του παρόντος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών 173 και 200 του ΑΚ. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006).
Με τον πρώτο λόγο τόσο της από 25-8-2022 αιτήσεως, το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση πλημμέλειες εκ του αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, θεωρώντας ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 10 παρ. 1 και 4, (αρθ.) 53 , 56 ΓΚΠ-..., σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 Ν. 3320/2005, 24 Ν. 3491/2006 και της 2/7/1997 ΕΣΣΕ (παρ. 4.4), το Εφετείο προσμέτρησε τον διανυθέντα (πριν την οριστική κατάταξη) με ψευδεπίγραφες συμβάσεις έργου χρόνο προϋπηρεσίας των αναιρεσιβλήτων στην …., ως χρόνο πραγματικής υπηρεσίας, ενώ δεν έπρεπε να ληφθεί υπ' όψιν για την κατάταξη των αναιρεσιβλήτων σε διαφορετικά (υψηλότερα) μισθολογικά κλιμάκια από εκείνα που η διοίκηση της …. αρχικά τους κατέταξε. Στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, που συνάπτεται με τον παραπάνω λόγο, τα εξής: "Η πρώτη εφεσίβλητη της υπό στοιχείο α' έφεσης - εκκαλούσα της υπό στοιχείο β' - πρώτη ενάγουσα, Ά. Π., είναι κάτοχος διπλωμάτων φλάουτου πιάνου, φλάουτου με ράμφος και αρμονίας αναγνωρισμένου Ωδείου και έχει παρακολουθήσει, με υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση, επί δύο (2) έτη, μεταπτυχιακά μαθήματα φλάουτου, μπαρόκ φλάουτου και μουσικής δωματίου στο Lemmensinstituut της Λουβέν του Βελγίου. Επίσης, κατέχει από το έτος 1984 πτυχίο του Τμήματος Βιολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, από 1.5.2008 μεταπτυχιακό τίτλο (μάστερ) του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου στο γνωστικό αντικείμενο "Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων" και από 1.5.2011 διδακτορικό δίπλωμα του Ιονίου Πανεπιστημίου με θέμα διατριβής "Διάλογος μέσα από κριτικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις του έντυπου αρχειακού υλικού της βιβλιοθήκης των μουσικών συνόλων της …. και των θέσεων στάσεων και αξιολογήσεων των ελλήνων συνθετών λόγιας μουσικής του 20ου αιώνος". Σε χρόνο προγενέστερο του έτους 1999, δίδαξε μουσική στα 1° και 2° Δημοτικά Σχολεία Ψυχικού και στο Μουσικό Γυμνάσιο Παλλήνης και συνεργάστηκε με την Κρατική Ορχήστρα Κύπρου, τις Συμφωνικές Ορχήστρες των Δήμων Αθηναίων και Ρεθύμνης, καθώς και με διάφορα σύνολα μουσικής δωματίου στην Ελλάδα και το Βέλγιο. Ο δεύτερος εφεσίβλητος της υπό στοιχείο α' έφεσης - δεύτερος ενάγων, Σ. Ι., είναι επίσης μουσικός, κάτοχος διπλωμάτων τρομπέτας και σύνθεσης, καθώς και πτυχίων αρμονίας, ενοργάνωσης πνευστών οργάνων, αντίστιξης και φυγής. Από το έτος 1975 έως το έτος 1985 συνεργάστηκε με τη φιλαρμονική του Δήμου Δράμας, υπηρέτησε κατά τα έτη 1985 έως 1988 στη μπάντα του Πολεμικού Ναυτικού και κατά τα έτη 1989 έως 2005 στη φιλαρμονική του Δήμου Καλλιθέας, ενώ από το έτος 2001 έως το έτος 2003 διετέλεσε αρχιμουσικός στη φιλαρμονική του Δήμου Αθηναίων. Οι ανωτέρω, την 1.12.1999 η πρώτη (Ά. Π.) και την 1.9.1989 ο δεύτερος (Σ. Ι.), κατήρτισαν με την εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία "... (...)", η οποία, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην υπό στοιχείο (I) νομική σκέψη, ιδρύθηκε με το Ν. 1730/1987, συνιστά δημόσια επιχείρηση ανήκουσα στον ευρύτερο δημόσιο νομέα και, μετά την κατάργηση της, με την οικ. 2/11.6.2013 (ΦΕΚ Β 1414/11.6.2013) κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό, το εκκαλούν της υπό στοιχείο α' έφεσης - εφεσίβλητο της υπό στοιχείο β' Ελληνικό Δημόσιο κατέστη διάδοχος του συνόλου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της, έγγραφες συμβάσεις "μίσθωσης έργου εξωτερικού συνεργάτη εκπομπής", διάρκειας μέχρι 31.12.1999 για την πρώτη και μέχρι 31.1.1990 για τον δεύτερο. Κατά το περιεχόμενο των συμβάσεων αυτών, που καταρτίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 3 του ΓΚΠ-..., αναφορικά δε με την Ά. Π. και με το άρθρο 6 του Ν. 2527/1997, οι εφεσίβλητοι της υπό στοιχείο α' έφεσης, εκ των οποίων η πρώτη και εκκαλούσα της υπό στοιχείο β', ανέλαβαν την υποχρέωση ως μουσικοί φλάουτου και τρομπέτας, αντίστοιχα, να εκτελέσουν, έναντι εργολαβικού ανταλλάγματος, το έργο "συμμετοχή στην παραγωγή προγράμματος και ειδικότερα διενέργεια σέρβις (πρόβες ήχου, δοκιμές, ηχογραφήσεις, συμμετοχή σε συναυλίες), που θα πραγματοποιούνταν κατά τον ως άνω συμβατικό χρόνο. Η αρχική σύμβαση που κατήρτισε η πρώτη εφεσίβλητη της υπό στοιχείο α' έφεσης - εκκαλούσα της υπό στοιχείο β', Ά. Π., ανανεώθηκε δεκατέσσερις (14) φορές, με διαδοχικές έγγραφες συμβάσεις ομοίου περιεχομένου (καταρτισθείσες κατά το άρθρο 3 του ΓΚΠ-... και το άρθρο 6 του Ν. 2527/1997) και ειδικότερα κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2000 έως 30.6.2000, από 1.7.2000 έως 31.7.2000, από 1.9.2000 έως 31.12.2000, από 1.1.2001 έως 30.6.2001, από 1.7.2001 έως 31.7.2001, από 1.9.2001 έως 30.6.2002, από 1.7.2002 έως 31.7.2002, από 1.9.2002 έως 31.12.2002, από 1.1.2003 έως 31.3.2003, από 1.4.2003 έως 30.6.2003, από 1.7.2003 έως 31.7.2003, από 1.9.2003 έως 30.6.2004, από 1.7.2004 έως 31.10.2004 και από 1.11.2004 έως 31.10.2006 ενώ, η αρχική σύμβαση που κατήρτισε ο δεύτερος εφεσίβλητος της υπό στοιχείο α' έφεσης, Σ. Ι., ανανεώθηκε, με διαδοχικές έγγραφες συμβάσεις (καταρτισθείσες κατά το άρθρο 3 του ... και μετά την ισχύ του Ν. 2527/1997 και κατά το άρθρο 6 αυτού), σαράντα έξι (46) φορές και συγκεκριμένα κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.11.1991 έως 30.11.1991, από 3.2.1992 έως 28.2.1992, από 5.5.1992 έως 27.5.1992, από 1.6.1992 έως 19.9.1992, από 3.11.1992 έως 2.12.1992, από 15.2.1992 έως 15.3.1992, από 16.3.1993 έως 31.12.1993, από 1.1.1994 έως 31.3.1994, από 1.4.1994 έως 31.4.1994, από 3.5.1994 έως 31.5.1994, από 1.6.1994 έως 30.6.1994, από 1.7.1994 έως 30.9.1994, από 1.10.1994 έως 31.12.1994, από 1.1.1995 έως από 1.4.1995 έως 30.6.1995, από 1.7.1995 έως 30.9.1995, από 1.10.1995 έως 31.12.1995, από 1.1.1996 έως 31.3.1996, από 1.4.1996 έως από 1.7.1996 έως 30.9.1996, από 1.10.1996 έως 31.12.1996, από 1.1.1997 έως 31.3.1997, από 1.4.1997 έως 31.5.1997, από 1.6.1997 έως 30.6.1997, από 1.7.1997 έως 31.7.1997, από 1.9.1997 έως 30.9.1997, από 1.10.1997 έως 31.12.1997, από 1.1.1998 έως 30.6.1998, από 1.7.1998 έως 30.9.1998, από 1.10.1998 έως 30.11.1998, από 1.12.1998 έως 30.6.1999, από 1.7.1999 έως 31.12.1999, από 1.1.2000 έως 30.6.2000, από 1.7.2000 έως 31.8.2000, από 1.9.2000 έως 31.12.2000, από 1.1.2001 έως 30.6.2001, από 1.7.2001 έως 31.7.2001, από 1.9.2001 έως 30.6.2002, από 1.7.2002 έως 31.7.2002, από 1.9.2002 έως 31.12.2002, από 1.1.2003 έως 31.3.2003, από 1.4.2003 έως 30.6.2003, από 1.7.2003 έως 31.7.2003, από 1.9.2003 έως 30.6.2004, από 1.7.2004 έως 31.10.2004 και από 1.11.2004 έως 31.10.2006. Καθ' όλα τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα, τα οποία αθροιζόμενα ανέρχονται σε έξι (6) έτη και δέκα (10) μήνες για την πρώτη των εφεσίβλητων της υπό στοιχείο α' έφεσης - εκκαλούσα της υπό στοιχείο β' και σε οκτώ (8) έτη και ένδεκα (11) μήνες για τον δεύτερο, οι τελευταίοι απασχολήθηκαν ως μουσικοί, φλάουτου και τρομπέτας, αντίστοιχα, της Ορχήστρας Σύγχρονης Μουσικής της … ... το Δικαστήριο κρίνει ότι κάθε καταρτισθείσα σύμβαση μεταξύ των εφεσίβλητων της υπό στοιχείο α' έφεσης, εκ των οποίων η πρώτη και εκκαλούσα της υπό στοιχείο β' και της ..., που συνιστά νομικό πρόσωπο του ευρύτερου δημόσιου τομέα (...), υπέκρυπτε παροχή εξαρτημένης εργασίας και, συνεπώς, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου (άρθρο 3 ΓΚΠ) χαρακτηρισμό των συμβάσεων ως συμβάσεων "μίσθωσης έργου", η έννομη σχέση που κάθε φορά τους συνέδεε ήταν αυτή της απλής σχέσης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ενόψει και του ότι οι τελευταίοι δεν προσλήφθηκαν, ύστερα από διαγωνισμό, ειδική δοκιμασία και επιλογή ή συνέντευξη, όπως απαιτείται για την πρόσληψη τακτικού προσωπικού της ..., σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 του ΓΚΠ (...). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, εντός δύο (2) μηνών από τη θέση σε ισχύ π.δ 164/2004 (19.7.2004), τόσο η Ά. Π. όσο και ο Σ. Ι. υπέβαλαν αιτήσεις στο Πρωτοβάθμιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο (Π.Υ.Σ) της ... προς διαπίστωση συνδρομής στο πρόσωπο τους των προϋποθέσεων του άρθρου 11του ως άνω προεδρικού διατάγματος και υπαγωγής τους στις διατάξεις του άρθρου αυτού, τις οποίες το ανωτέρω όργανο, ως αρμόδιος φορέας, με την 8/30.3.2005 απόφαση του, έκρινε θετικά και επί της κρίσης αυτής απεφάνθη θετικά και το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ) με την 1543/22.12.2005 απόφαση του, με την οποία δέχθηκε ότι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την υπαγωγή τους στο άρθρο 11 του π.δ 164/2004. Κατόπιν τούτου, με την 26959/26.10.2006 (ΦΕΚ Β 1578/26.10.2006) κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης - Οικονομίας και Οικονομικών - Επικράτειας, συστάθηκαν οργανικές θέσεις του προσωπικού της ... με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, για την κάλυψη των διαπιστωθεισών πάγιων και διαρκών αναγκών της, κατ' εφαρμογή των άρθρων 11 του π.δ 164/2004, 1 παρ. 3 του Ν. 3320/2005 και 24 του Ν. 3491/2006, ενώ με την 1264/30.10.2006 απόφαση του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ..., έγινε η ένταξη του ανωτέρω προσωπικού σε κλάδους, ειδικότητες και μισθολογικά κλιμάκια, σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 3 του Ν. 3320/2005, 24 του Ν. 3491/2006 και τα άρθρα του ΓΚΠ-.... Έτσι, την 1.11.2006, οι εφεσίβλητοι της υπό στοιχείο α' έφεσης, εκ των οποίων η πρώτη και εκκαλούσα της υπό στοιχείο β', υπέγραψαν με την ... συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει των οποίων προσλήφθηκαν και έκτοτε απασχολούνται με την ειδικότητα του Μουσικού Αναλογίου της Ορχήστρας Σύγχρονης Μουσικής (ΚΤΕΠ-11) του κλάδου Καλλιτεχνικής Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΚΤΕΠ). Η ως άνω ένταξη σε κλάδο και ειδικότητα έγινε σύμφωνα με τα άρθρα 8 παρ. 1 και 2 και 9 του ΓΚΠ-..., στα οποία παραπέμπει και για το προσωπικό που εντάσσεται κατά το άρθρο 11 του π.δ 164/2004 άρθρο 53 παρ. 1 ΓΚΠ ..., με τα οποία ορίζεται ότι οι θέσεις του τακτικού προσωπικού κατανέμονται με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου της ... σε κλάδους και ειδικότητες, ανάλογα με το υπηρεσιακό έργο που παρέχει ο κάτοχος τους και τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα που απαιτούνται για την πρόσληψη (άρθρο 8 παρ. 1), ότι, με κριτήριο την εκπαιδευτική βαθμίδα του τίτλου που κατέχουν, οι θέσεις κατανέμονται στις ακόλουθες κατηγορίες: α) Τριτοβάθμιας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), β) Τριτοβάθμιας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), γ) Τριτοβάθμιας Καλλιτεχνικής Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΚΤΕ), δ) Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) και Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ) (άρθρο 8 παρ. 2) ... Περαιτέρω, οι εφεσίβλητοι της υπό στοιχείο α' έφεσης, Ά. Π. και Σ. Ι., εκ των οποίων η πρώτη και εκκαλούσα της υπό στοιχείο β' έφεσης, κατά τον ως άνω χρόνο κατάταξης τους σε οργανικές θέσεις της ... με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, εντάχθηκαν στη μισθολογική κατηγορία "Καλλιτεχνική Τεχνολογική Εκπαίδευση - Μεταβατική (ΚΤΕ-Μ)", η οποία εξελίσσεται σε δέκα εννέα (19) μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ), με εισαγωγικό το 9° και καταληκτικό το 27° και κατατάχθηκαν στο 9° Μ.Κ. Στο άρθρο 12 του ..., στο οποίο παραπέμπει και η διάταξη του άρθρου 56 παρ. 2 που αφορά το εντασσόμενο προσωπικό κατά το π.δ 164/2004, ορίζεται ότι το τακτικό προσωπικό εξελίσσεται, ανεξάρτητα από το βαθμό που έχει, σε ενιαία μισθολογικά κλιμάκια, σε καθένα των οποίων αντιστοιχεί ο ίδιος βασικός μισθός, οι δε υπάλληλοι που έχουν το ίδιο μισθολογικό κλιμάκιο δικαιούνται το βασικό μισθό που αντιστοιχεί σε αυτό, ανεξάρτητα από την κατηγορία στην οποία ανήκει η ειδικότητα τους (παρ. 1 εδ. α' και β'), ότι τα μισθολογικά κλιμάκια των υπαλλήλων όλων των κατηγοριών ορίζονται σε τριάντα πέντε (35), ότι το εισαγωγικό κλιμάκιο (1° Μ.Κ) από 1.1.2007 ορίζεται στο ύφος των 713,21 ευρώ και κάθε επόμενο προσαυξάνεται με σταθερό ποσοστό 2% και ότι, σύμφωνα με τα παραπάνω, αλλά και την αύξηση του ποσοστού προσαύξησης των Μ.Κ από 1.1.2007 και εν συνεχεία από 1.1.2008 που προβλέφθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 της από 21.7.2007 σ.σ.ε …. και …., οι βασικοί μισθοί διαμορφώθηκαν στο ύψος που αναφέρεται για κάθε Μ.Κ. στον εκεί παρατιθέμενο πίνακα (παρ. 1 εδ. γ' και δ'), ότι όλοι οι υπάλληλοι εντάσσονται στις αναφερόμενες δώδεκα (12) μισθολογικές κατηγορίες, έκαστη των οποίων εξελίσσεται σε δέκα εννέα (19) μισθολογικά κλιμάκια και σε κάθε μία ανήκουν οιεκεί αναφερόμενες ειδικότητες (παρ. 1 εδ. ε'), ότι όλα τα μισθολογικά κλιμάκια κάθε κατηγορίας (19 Μ.Κ) διανύονται ανά διετία, πλην του πρώτου και του δεύτερου κάθε κατηγορίας που χορηγούνται, κατά την είσοδο του υπαλλήλου στην ... το πρώτο και μετά τη συμπλήρωση ενός έτους υπηρεσίας το δεύτερο, αντίστοιχα (εδ. ε') και ότι για τη μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων από κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο στο αμέσως ανώτερο, απαιτείται να έχει συμπληρωθεί ο καθορισμένος χρόνος υπηρεσίας στο κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο (εδ. στ'). Κατά ρητή δε πρόβλεψη του ΓΚΠ-..., μοναδικό μέτρο και προϋπόθεση για την κατάταξη και εξέλιξη του προσωπικού στα μισθολογικά κλιμάκια αποτελεί ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του, ο οποίος, κατά τον ίδιο τον Κανονισμό, καθορίζεται από το χρόνο πραγματικής υπηρεσίας του στην ... και στους προκατόχους της (άρθρο 10 παρ. 1 και 4). Με βάση τις παραπάνω διατάξεις του ΓΚΠ-... και το αποδειχθέν γεγονός ότι, κατά το χρόνο ένταξης τους στο τακτικό προσωπικό της ... με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, ήτοι την 1.11.2006, οι εφεσίβλητοι της υπό στοιχείο α' έφεσης, εκ των οποίων η πρώτη και εκκαλούσα της υπό στοιχείο β', είχαν, ως ήδη προαναφέρθηκε, υπηρεσία η μεν πρώτη, Ά. Π., έξι (6) ετών και δέκα (10) μηνών, ο δε δεύτερος, Σ. Ι., οκτώ (8) ετών και ένδεκα (11) μηνών, που διανύθηκε με απλή σχέση εξαρτημένης εργασίας, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό των "συμβάσεων έργου", αφού στην πραγματικότητα, έστω και ακύρως, παρείχαν εξαρτημένη εργασία, κρίση που επιβεβαιώνεται και από την υπαγωγή τους στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του π.δ 164/2004, η οποία (υπηρεσία) συνιστά πραγματική υπηρεσία, κατά την έννοια του άρθρου 10 παρ. 4 του ΓΚΠ- ..., έπρεπε η υπηρεσία αυτή να ληφθεί υπόψη για τη μισθολογική τους κατάταξη την 1.11.2006 και την εν συνεχεία εξέλιξη τους στα ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια και επομένως εσφαλμένα κατατάχθηκαν την 1.11.2006 στο εισαγωγικό (9°) μισθολογικό κλιμάκιο. Αντιθέτως, με βάση τις ίδιες ως άνω διατάξεις του ΓΚΠ και το συνολικό χρόνο υπηρεσίας στην ... πριν την ένταξη τους στο τακτικό προσωπικό της, έπρεπε η πρώτη να καταταγεί την 1.11.2006 στο 12° Μ.Κ και, ακολούθως, από 1.1.2007 στο 13° Μ.Κ, από 1.1.2009 στο 14° Μ.Κ και από 1.1.2011 στο 15° Μ.Κ, ο δε δεύτερος να καταταγεί την 1.11.2006 στο 13° Μ.Κ και, ακολούθως, από 1.1.2007 στο 14° Μ.Κ, από 1.1.2009 στο 15° Μ.Κ και από 1.1.2011 στο 16° Μ.Κ. ..... Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι λόγω της κατάταξης των εφεσίβλητων της υπό στοιχείο α' έφεσης, από τους οποίους η πρώτη και εκκαλούσα της υπό στοιχείο β', την 1.11.2006, στο 9° (εισαγωγικό) Μ.Κ της μισθολογικής κατηγορίας ΚΤΕ-Μ, ενώ, με βάση τον, κατά τα ως άνω, χρόνο πραγματικής υπηρεσίας τους στην ... με απλή σχέση εργασίας, έπρεπε να καταταγούν η μεν πρώτη στο 12° Μ.Κ και, ακολούθως, από 1.1.2007 στο 13° Μ.Κ, από 1.1.2009 στο 14° Μ.Κ και από 1.1.2011 στο 15° Μ.Κ, ο δε δεύτερος στο 13° Μ.Κ και, ακολούθως, από 1.1.2007 στο 14° Μ.Κ, από 1.1.2009 στο 15° Μ.Κ και από 1.1.2011 στο 16° Μ.Κ, προκύπτουν υπέρ αυτών για το επίδικο χρονικό διάστημα από 1.11.2006 έως 31.12.2011 διαφορές αφενός μεταξύ του βασικού μισθού που αντιστοιχεί στα ανωτέρω Μ.Κ στα οποία έπρεπε να καταταγούν και εξελιχθούν, και εκείνου που τους κατέβαλε η ... και αντιστοιχεί σε κατώτερα Μ.Κ, αφετέρου δε μεταξύ των επιδομάτων χρόνου υπηρεσίας, ανθυγιεινής και επικίνδυνης εργασίας και ειδικών συνθηκών που έπρεπε να λαμβάνουν υπολογιζόμενων επί του βασικού μισθού που δικαιούνταν και εκείνων που έλαβαν από την ..., υπολογιζόμενων επί του αντιστοιχούντος στα κατώτερα Μ.Κ που τους κατέταξε βασικού μισθού. Επιπλέον προκύπτει διαφορά υπέρ αυτών στο επίδομα χρόνου υπηρεσίας και λόγω μη υπολογισμού του χρόνου της προαναφερόμενης προϋπηρεσίας που ο καθένας είχε σε έτερους εργοδότες και η τελευταία αναγνώρισε, με οικονομικές συνέπειες από 1.11.2006 με απόφαση του Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού, ενώ, τέλος, για τους ίδιους ως άνω λόγους, προκύπτουν και διαφορές μεταξύ των καταβλητέων και καταβληθέντων επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων - Νέου Έτους και Πάσχα, τα οποία χορηγούνται στο προσωπικό σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις της ισχύουσας κάθε φορά νομοθεσίας και του καταβλητέου και καταβληθέντος επιδόματος αδείας, το οποίο ισούται με τις τακτικές αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου (άρθρο 13 παρ. 1 αρ. 10 και 11 του ΓΚΠ-.... .... Περαιτέρω, κρίνοντας [το πρωτοβάθμιο δικαστήριο] ότι οι εφεσίβλητοι της υπό στοιχείο α' έφεσης είχαν πριν την ένταξη τους σε οργανικές θέσεις της ..., δηλαδή πριν την 1.11.2006, πραγματική υπηρεσία στην ΕΡΤ έξι (6) ετών και δέκα (10) μηνών η πρώτη και οκτώ (8) ετών και ένδεκα (11) μηνών ο δεύτερος, έστω και χωρίς να προβεί σε ορθό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης που συνέδεε τα διαστήματα αυτά τους εφεσίβλητους με την ..., και ότι η υπηρεσία αυτή πρέπει να αναγνωριστεί και ληφθεί υπόψη για την κατάταξη τους στα Μ.Κ της μισθολογικής κατηγορίας στην οποία εντάχθηκαν, ορθώς κατ' αποτέλεσμα εφάρμοσε τα άρθρα 10 παρ. 1, 4 και 12 του ΓΚΠ-.... Επομένως, ο πρώτος λόγος της υπό στοιχείο α' έφεσης, με τον οποίο, κατ' εκτίμηση του, το Ελληνικό Δημόσιο, ισχυριζόμενο ότι ο ανωτέρω χρόνος δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας διότι διανύθηκε με διαδοχικές συμβάσεις χαρακτηριζόμενες υποχρεωτικά εκ του νόμου ως "έργου", παραπονείται για σφάλμα της εκκαλουμένης κατά το μέρος που αναγνώρισετην υπηρεσία αυτή για την κατάταξη των εφεσίβλητων στα μισθολογικά κλιμάκια, ελέγχεται αβάσιμος και απορριπτέος. Σημειώνεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου να αναγνωρίσει τον ανωτέρω χρόνο ως πραγματική υπηρεσία για την κατάταξη στα Μ.Κ, εφάρμοσε το άρθρο 10 παρ. 1, 4 του ΓΚΠ-..., του οποίου η εφαρμογή δεν αποκλείεται από τα άρθρα 53 και 56 του ιδίου Κανονισμού, και όχι το εδ. β' της παρ. 4 του άρθρου 1 Ν. 3320/2005 (το αντίθετο δεν μπορεί να συναχθεί από μόνη την αναφορά στην εκκαλουμένη του εν λόγω άρθρου στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε του ιστορικού της αγωγής) και, επομένως, ο δεύτερος πρόσθετος λόγος της υπό στοιχείο α' έφεσης, με τον οποίο το Ελληνικό Δημόσιο, ως προς την αναγνώριση του άνω χρόνου υπηρεσίας, παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή των άρθρων 1 Ν. 3320/2005, 24 Ν. 3491/2006, 10, 53 και 56 ΓΚΠ-..., ισχυριζόμενο ότι το άρθρο 24 Ν. 3491/2006 παραπέμπει μόνο στις παρ. 1 και 2 του Ν. 3320/2005 και συνεπώς η παρ. 4 εδ. β' αυτού δεν εφαρμόζεται για την ..., ελέγχεται αβάσιμος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση. ....". Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις (σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 53, 55, 56 του ΓΚΠ ….). Ειδικότερα, σύμφωνα με το (προπαρατεθέν στη νομική σκέψη) άρθρο 10 παρ. 1 ΓΚΠ ..., που εν προκειμένω και το ίδιο το αναιρεσείον προκρίνει ως εφαρμοστέο (σε αντίθεση με το άρθρο 1 παρ. 4 β' Ν. 3320/2005, το οποίο ρητά η προσβαλλομένη αναφέρει ότι δεν προέκρινε ως εφαρμοστέο), ορίζει ότι "ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του προσωπικού καθορίζεται από το χρόνο πραγματικής υπηρεσίας στην ... και στους προκατόχους της", ενώ το άρθρο 55 ρητά διευκρινίζει, προς άρση οιασδήποτε αμφισημίας, ότι "η κατάταξη γίνεται με βάση το συνολικό χρόνο υπηρεσίας που έχει διανυθεί με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στην ….", επομένως και με αυτές των διαδοχικών συμβάσεων έργου (οι οποίες μάλιστα, κατά τις μη προσβαλλόμενες παραδοχές της εκκαλουμένης, υπέκρυπταν μια ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, έστω άκυρη, αλλά πάντως υπηρεσία "πραγματική", ως απαιτεί το άρθρο 10 του ΓΚΠ). Και ναι μεν πράγματι το άρθρο 24 του ν. 3491/2006, παραπέμπει μόνο στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 1 του ν. 3320/2005 (και όχι και στην παράγραφο 4 κατά την οποία "ο χρόνος των συμβάσεων μίσθωσης έργου των κατατασσομένων, λογίζεται για όλες τις συνέπειες ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου"), ορίζει όμως ρητά (το άρθρο 24) ότι μισθολογική και βαθμολογική κατάταξη, του προσωπικού της .... γίνεται κατά τις διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της, οι οποίες εν προκειμένω διαλαμβάνουν έτι ευρύτερη διατύπωση, καταλαμβάνοντας και τον συνολικό χρόνο υπηρεσίας που έχει διανυθεί με οποιαδήποτε σχέση εργασίας. Ούτε βέβαια η ανωτέρω παραδοχή έρχεται σε αντίθεση με τα προπαρατεθέντα άρθρα 53 και 56 του ΓΚΠ, κατά τα οποία οι εργαζόμενοι που εντάσσονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ΠΔ 164/2004 σε κλάδους και ειδικότητες τακτικού προσωπικού εντάσσονται στα μισθολογικά κλιμάκια που ορίζονται στο άρθρο 12 του Κανονισμού (35 συνολικά, ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας, 9-27 για τους υπαλλήλους Καλλιτεχνικής Τεχνολογικής Εκπαιδεύσεως). Επομένως οι ενάγοντες - αναιρεσίβλητοι από την έκδοση της σχετικής πράξης κατάταξης, δικαιούνται τις αποδοχές των εργαζομένων με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, για τον καθορισμό των οποίων συνυπολογίζεται ως χρόνος προϋπηρεσίας με τις ως άνω συμβάσεις έργου, αφού και αυτός έχει χαρακτηρισθεί ότι διανύθηκε στο πλαίσιο σχέσης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ως προς όλες τις συνέπειες, μεταξύ των οποίων και για την προσμέτρηση του χρόνου προϋπηρεσίας για κατάταξη στα οικεία μισθολογικά κλιμάκια (πρβλ. ΟλΑΠ 16/2017, ΑΠ 1670/2018).
Συνεπώς η προσβαλλομένη, προσμετρώντας και τον χρόνο αυτό (6 έτη και 10 μήνες για την πρώτη αναιρεσείουσα και 8 έτη και 11 μήνες για τον δεύτερο) ως χρόνο προϋπηρεσίας τους και κατατάσσοντας ακολούθως τους ενάγοντες -αναιρεσίβλητους σε ανώτερα κλιμάκια από αυτά που τους κατέταξε η διοίκηση της ..., ορθώς εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από το αναιρεσείον, και ακολούθως ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Με τον 2ο λόγο της από 25-8-2022 αιτήσεως το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο προσάπτει στην προσβαλλομένη παράβαση του άρθρου 74 παρ. 15 του Ν. 4690/2020 ("Διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων και τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης") και του ομοίου 72 παρ. 6 του Ν. 4722/2020, σύμφωνα τους οποίους κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων (λόγω της πανδημίας covid 19), ήτοι από 13.3.2020 - 31.5.2020, "δεν τρέχουν τόκοι επιδικίας" και συνεπώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επιδικάζοντας τόκους υπερημερίας και για το παραπάνω χρονικό διάστημα υπέπεσε στην εκ του αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια. Ο λόγος όμως αυτός τυγχάνει απορριπτέος, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Ειδικότερα, κατά το διατακτικό της προσβαλλομένης το αναιρεσείον οφείλει να καταβάλει τα επιδικαζόμενα ποσά "με το νόμιμο τόκο κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις". Σύμφωνα δε με το σκεπτικό (φύλλο 40, β' σελίδα) τα επιδικαζόμενα ποσά οφείλονται "με το νόμιμο τόκο... για κάθε επιμέρους μηνιαία αξίωση από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορά, για τις διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων-Νέου Έτους από την επομένη της 31ης Δεκεμβρίου εκάστου έτους που οφείλονται, για τις διαφορές επιδομάτων εορτών Πάσχα από την επομένη της 30ης Απριλίου εκάστου έτους που οφείλονται και για τις διαφορές επιδομάτων αδείας από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους". Επομένως η προσβαλλομένη προσδιορίζει (γενικά) το χρόνο ενάρξεως της τοκοφορίας εκάστης επιμέρους απαιτήσεως (μηνιαίες αποδοχές, Δώρα Εορτών, επιδομάτων άδειας κλπ) και από κανένα σημείο του σκεπτικού δεν προκύπτει ότι (παρά το Νόμο) συμπεριέλαβε και το ως άνω διάστημα της αναστολής εντός του υπολογιστέου χρόνου τοκοφορίας. Ο δε υπολογισμός του συνολικού χρόνου τοκοφορίας και εντεύθεν του οφειλομένου τόκου για κάθε επιμέρους απαίτηση, όπως και κάθε τυχόν προκύπτουσα αμφισβήτηση, είναι ζήτημα που, κατά τη συνήθη πρακτική, θα ανακύψει κατά την εκτέλεση της αποφάσεως.
Συνεπώς και ο δεύτερος λόγος της από 25-8-2022 αιτήσεως τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΙΙ. Περαιτέρω με τον πρώτο λόγο της από 17-10-2022 αιτήσεως η πρώτη αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια εκ του αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα ότι με το να μη δεχτεί ότι οι πτυχιακοί, μεταπτυχιακοί και διδακτορικοί τίτλοι της θεμελίωναν την κατάταξη της στον Κλάδο Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης ΠΕΠ-9 Μουσικών (με τις ακόλουθες μισθολογικές αναπροσαρμογές), παραβίασε ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και δη το άρθρο 9 του (έχοντος ισχύ Νόμου) Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της ..., καθώς και των άρθρων 26 παρ. 9 και 2 παρ. 1 εδ. β του π.δ. 50/2001 και των άρθρων 4 και 25 του Συντάγματος. Επίσης με τον (συναφή) δεύτερο λόγο της παραπάνω αιτήσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλομένη υπέπεσε στην πλημμέλεια εκ των αρ. 8 και 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι δεν ελήφθη υπ' όψιν ο σχετικός ισχυρισμός περί κτήσεως συναφούς διδακτορικού τίτλου και δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι ελήφθη υπόψη το από μήνα Μάιο διδακτορικό της δίπλωμα. Κατά τις ενδιαφέρουσες στο σημείο αυτό παραδοχές της προσβαλλομένης (16ο-18° φύλλο) το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: "την 1.11.2006, οι εφεσίβλητοι της υπό στοιχείο α' έφεσης, εκ των οποίων η πρώτη και εκκαλούσα της υπό στοιχείο β', υπέγραψαν με την ... συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει των οποίων προσλήφθηκαν και έκτοτε απασχολούνται με την ειδικότητα του Μουσικού Αναλογίου της Ορχήστρας Σύγχρονης Μουσικής (ΚΤΕΠ-11) του κλάδου Καλλιτεχνικής Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΚΤΕΠ). Η ως άνω ένταξη σε κλάδο και ειδικότητα έγινε σύμφωνα με τα άρθρα 8 παρ. 1 και 2 και 9 του ΓΚΠ-..., στα οποία παραπέμπει και για το προσωπικό που εντάσσεται κατά το άρθρο 11 του π.δ 164/2004 άρθρο 53 παρ. 1 ΓΚΠ ..., με τα οποία ορίζεται ότι οι θέσεις του τακτικού προσωπικού κατανέμονται με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου της ... σε κλάδους και ειδικότητες, ανάλογα με το υπηρεσιακό έργο που παρέχει ο κάτοχος τους και τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα που απαιτούνται για την πρόσληψη (άρθρο 8 παρ. 1), ότι, με κριτήριο την εκπαιδευτική βαθμίδα του τίτλου που κατέχουν, οι θέσεις κατανέμονται στις ακόλουθες κατηγορίες: α) Τριτοβάθμιας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), β) Τριτοβάθμιας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), γ) Τριτοβάθμιας Καλλιτεχνικής Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΚΤΕ), δ) Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) και Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ) (άρθρο 8 παρ. 2) και ότι στις ειδικότητες μουσικής για την ένταξη στον κλάδο πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ΠΕΠ - 9 Μουσικών α) Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας και β) Ορχήστρας Σύγχρονης Μουσικής απαιτείται πτυχίο ή δίπλωμα ΑΕΙ τμήματος μουσικών σπουδών της ημεδαπής ή ισότιμων σχολών της αλλοδαπής, για τη ένταξη στον Κλάδο Καλλιτεχνικής Τεχνολογικής Εκπαίδευσης ΚΤΕΠ-11 Μουσικών Αναλογίου α) Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας απαιτείται απολυτήριο Λυκείου και δίπλωμα ή πτυχίο οργάνου αναγνωρισμένου Ωδείου ή Ακαδημίας της ημεδαπής ή ισότιμος τίτλος της αλλοδαπής και εμπειρία σε μουσικά σύνολα και β) Ορχήστρας Σύγχρονης Μουσικής απαιτείται απολυτήριο Λυκείου και πτυχίο οργάνου αναγνωρισμένου Ωδείου ή Ακαδημίας της ημεδαπής ή ισότιμο της αλλοδαπής και για λαϊκά όργανα, ραδιόφωνα κ.λ.π. πολυετής εμπειρία και συμμετοχή σε μουσικά σύνολα (άρθρο 9 του Κανονισμού). Επομένως η πρώτη εφεσίβλητη (ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη) Ά. Π., εφόσον δεν κατέχει πτυχίο ή δίπλωμα ΑΕΙ Τμήματος Μουσικών Σπουδών της ημεδαπής ή ισότιμων σχολών της αλλοδαπής, δεν έχει τα απαιτούμενα από το ΓΚΠ - .... για την ένταξη της (μετάταξη) από 1.5.2008 οπότε απέκτησε τον προαναφερόμενο μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου στο γνωστικό αντικείμενο "Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων", άλλως από 1.5.2011 οπότε απέκτησε διδακτορικό δίπλωμα του Ιονίου Πανεπιστημίου με θέμα διατριβής "Διάλογος μέσα από κριτικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις του έντυπου αρχειακού υλικού της βιβλιοθήκης των μουσικών συνόλων της ΕΡΤ και των θέσεων στάσεων και αξιολογήσεων των Ελλήνων συνθετών λόγιας μουσικής του 20ου αιώνος", στον κλάδο Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης ΠΕΠ-9 Μουσικών... Η κτήση των ως άνω τίτλων θεμελιώνει μόνο δικαίωμα λήψης επιδόματος μεταπτυχιακών σπουδών, κατά τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 13 αρ. 6 του ΓΚΠ ….., σε συνδυασμό με το άρθρο 7 παρ. 2 της από 30.7.2001 επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας … και …., όπως συμπληρώθηκε με την όμοια από 7.12.2001 συλλογική σύμβαση εργασίας. Ούτε περαιτέρω μπορεί, ως κάτοχος πτυχίου του Τμήματος Βιολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, διάφορου δηλαδή αυτού που απαιτείται για τον κλάδο Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης ΠΕΠ-9 Μουσικών, να επικαλεστεί τον μεταπτυχιακό τίτλο ή το διδακτορικό δίπλωμα, ως αντίστοιχη για τον ανωτέρω κλάδο επιστημονική εξειδίκευση, διότι η διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 26 του π.δ 50/2001 "Προσόντα διορισμού σε θέσεις φορέων του δημόσιου τομέα", η οποία προέβλεπε αυτή τη δυνατότητα, ορίζοντας ότι "Για την κάλυψη θέσεων κλάδων ή ειδικοτήτων κατηγορίας ΠΕ γίνονται δεκτοί και υποψήφιοι, ανεξαρτήτως του βασικού τίτλου σπουδών που κατέχουν, εφόσον είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος ελληνικού Α.Ε.Ι. ή αναγνωρισμένου της αλλοδαπής, με επιστημονική εξειδίκευση στο γνωστικό αντικείμενο των επιστημών για τις οποίες απαιτούνται οι κατά περίπτωση oι βασικοί τίτλοι", έχει καταργηθεί με την παρ. 17 του άρθρου μόνου του π.δ 347/2003. Με την κατάργηση της παρ. 9 του άρθρου 26 του π.δ 50/2001, η προβλεπόμενη από δυνατότητα περιορίστηκε μόνο σε όσους επιδιώκουν θέση Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού σύμφωνα με το άρθρο 2 του ως άνω προεδρικού διατάγματος (50/2001), στην παρ. 1 εδ. β' του οποίου ορίζεται ότι "Όταν ο διδακτορικός ή μεταπτυχιακός τίτλος που αποδεικνύει την επιστημονική εξειδίκευση για τη θέση χορηγείται και σε κατόχους διαφόρων βασικών πτυχίων, ο οικείος φορέας μπορεί να δέχεται τα βασικά αυτά πτυχία ως τυπικό προσόν διορισμού στη θέση". Ο αποκλεισμός, με την ως άνω νομοθετική ρύθμιση (δηλαδή την κατάργηση της παρ. 9 του άρθρου 26 π.δ 50/2001), αυτών που επιδιώκουν την κατάληψη θέσης κλάδου Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (άρθρο 3 του π.δ 50/2001) να επικαλεστούν το μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τους τίτλο προς απόδειξη της επιστημονικής εξειδίκευσης τους για τη συγκεκριμένη θέση όταν είναι κάτοχοι διαφορετικού βασικού πτυχίου, δεν προσβάλλει, κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα των τελευταίων στην εργασία, ούτε συνιστά αδικαιολόγητη σε βάρος τους διάκριση, κατά παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, καθόσον το Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό και το προσωπικό ΠΕ συνιστούν διακριτές κατηγορίες προσωπικού που δικαιολογεί και τη διάφορη, όπως πράγματι συμβαίνει (άρθρα 2 και 3 π.δ 50/2001) ρύθμιση των τυπικών προσόντων. Άλλωστε, η δυνατότητα αυτών που επιδιώκουν θέση Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού να επικαλεστούν το μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τους τίτλο που αποδεικνύει την επιστημονική εξειδίκευση για τη συγκεκριμένη θέση, αν είναι κάτοχοι διάφορου βασικού πτυχίου, τελεί υπό την προϋπόθεση αποδοχής των τίτλων από τον οικείο φορέα και είναι συνεπώς επικουρική δυνατότητα, που (όπως και σε κάθε περίπτωση πρόβλεψης επικουρικών προσόντων) έχει ως αποκλειστικό σκοπό την κάλυψη των αναγκών του φορέα στις περιπτώσεις που δεν είναι δυνατή η εύρεση υποψηφίων με τα κυρίως τυπικά προσόντα διορισμού, χωρίς να αναιρείται η βασική αρχή που διέπει το π.δ 50/2001 ότι δηλαδή τα απαιτούμενα, ανάλογα με τον κλάδο ή την ειδικότητα, τυπικά προσόντα διορισμού συνοδεύονται με τους αντίστοιχους βασικούς τίτλους σπουδών που παρέχει το εκπαιδευτικό μας σύστημα ανά βαθμίδα εκπαίδευσης. Επομένως, η εφεσίβλητη της υπό στοιχείο α' έφεσης - εκκαλούσα της υπό στοιχείο β', Ά. Π., κάτοχος πτυχίου του Τμήματος Βιολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, δηλαδή διάφορου του βασικού πτυχίου ή διπλώματος ΑΕΙ Τμήματος Μουσικών Σπουδών που απαιτείται ως τυπικό προσόν για τον Κλάδο Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕΠ-9) Μουσικών, κατά τον ΓΚΠ-...", δεν δύναται να επικαλεστεί τον μεταπτυχιακό και διδακτορικό της τίτλο για ένταξη (μετάταξη) στον ανωτέρω κλάδο (ΠΕΠ-9), ούτε κατ' αναλογική εφαρμογή της παρ. 9 του άρθρου 26 του π.δ 50/2001, διότι η διάταξη αυτή καταργήθηκε με τη διάταξη της παρ. 17 του άρθρου μόνου του π.δ 347/2003, η οποία δεν κρίνεται αντισυνταγματική, ούτε κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 1 εδ. β' του π.δ 50/2001, αφού τούτο αφορά θέσεις Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού και δεν υφίσταται πεδίο αναλογικής εφαρμογής του στο προσωπικό που προσλαμβάνεται και υπηρετεί με την ειδικότητα του μουσικού στην ..., του οποίου τα απαιτούμενα ανάλογα με τον κλάδο και την ειδικότητα τυπικά προσόντα ρυθμίζονται από τον Γενικό Κανονισμό του Προσωπικού της. Κατά συνέπεια, η πρώτη εφεσίβλητη της υπό στοιχείο α' έφεσης - εκκαλούσα της υπό στοιχείο β', κάτοχος πτυχίου οργάνου (φλάουτο) αναγνωρισμένου Ωδείου που, σύμφωνα με το β.δ 16/1966 και το β.δ της 11.11.1957, είναι Ιδιωτικό Μουσικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα και οι τίτλοι σπουδών που χορηγεί δεν ανήκουν σε καμία βαθμίδα της δημόσιας εκπαίδευσης και αντιμετωπίζονται ως προσόν διορισμού στην κατηγορία ΤΕ, διαθέτει μόνο τα τυπικά προσόντα ένταξης στον κλάδο Καλλιτεχνικής Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΚΤΕΠ) και το αίτημα της να αναγνωριστεί ότι όφειλε η ... να την εντάξει (μετατάξει) κυρίως από 1.5.2008, άλλως από 1.5.2011 στον Κλάδο Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης Μουσικών (ΠΕΠ-9), κρίνεται αβάσιμο και απορριπτέο". Με τις παραδοχές του αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (σε συνδυασμό και με τις ήδη παρατεθείσες, κατά την εξέταση του πρώτου λόγου της από 25-8-22 αναιρέσεως), δηλαδή με το να δεχτεί ότι η εδώ αναιρεσείουσα Ά. Π., ως κάτοχος πτυχίου Βιολογίας, δηλαδή εντελώς διάφορου του βασικού πτυχίου ΑΕΙ Τμήματος Μουσικών Σπουδών, μεταπτυχιακού τίτλου του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου με αντικείμενο "Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων", όπως και διδακτορικού τίτλου του Ιονίου Πανεπιστημίου με θέμα "Διάλογος μέσα από κριτικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις του έντυπου αρχειακού υλικού της βιβλιοθήκης των μουσικών συνόλων της …. και των θέσεων στάσεων και αξιολογήσεων των Ελλήνων συνθετών λόγιας μουσικής του 20ου αιώνος" που απαιτείται κατά τον ... ως τυπικό προσόν για τον Κλάδο Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕΠ-9) Μουσικών, δεν δύναται να επικαλεστεί αυτούς (τίτλους) για ένταξη και μετάταξη στον κλάδο Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης Moυσικών (ΠΕΠ-9), ορθά (το Εφετείο) και με πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες εφάρμοσε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις. Οι δε προαναφερόμενοι μεταπτυχιακοί τίτλοι της αναιρεσείουσας (ανεξαρτήτως ότι θεμελιώνουν δικαίωμα λήψεως επιδόματος μεταπτυχιακών σπουδών, ως εδέχθη η προσβαλλομένη) σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν τίτλους ΑΕΙ Τμήματος Μουσικών Σπουδών. Η διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 26 του π.δ. 50/2001 "Προσόντα διορισμού σε θέσεις φορέων του δημόσιου τομέα", την οποία επικαλείται η αναιρεσείουσα και όριζε ότι "Για την κάλυψη θέσεων κλάδων ή ειδικοτήτων κατηγορίας ΠΕ γίνονται δεκτοί οι υποψήφιοι, ανεξαρτήτως του βασικού τίτλου σπουδών που κατέχουν, εφόσον είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος ελληνικού Α.Ε.Ι. ή αναγνωρισμένου της αλλοδαπής, με επιστημονική εξειδίκευση στο γνωστικό αντικείμενο των επιστημών για τις οποίες απαιτούνται οι κατά περίπτωση οι βασικοί τίτλοι", είχε ήδη καταργηθεί με την παρ. 17 του άρθρου Μόνου του π.δ. 347/2003 (δηλαδή πριν την κατάταξη της αναιρεσείουσας, που συνέβη το 2006). Με την κατάργηση της παρ. 9 του άρθρου 26 του π.δ. 50/2001, η προβλεπόμενη από αυτή δυνατότητα κάλυψης θέσεων ΠΕ περιορίστηκε - και μάλιστα δυνητικά- μόνο σε όσους επιδιώκουν θέση Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού σύμφωνα με το άρθρο 2 του ως άνω προεδρικού διατάγματος (50/2001), όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο (και πριν την κατάργηση του ΠΔ 50/2001 με το ΠΔ 85/2022), στην παρ. 1 εδ. β'του οποίου ορίζεται ότι "Όταν ο διδακτορικός ή μεταπτυχιακός τίτλος που αποδεικνύει την επιστημονική εξειδίκευση για τη θέση χορηγείται και σε κατόχους διαφόρων βασικών πτυχίων, ο οικείος φορέας μπορεί να δέχεται τα βασικά αυτά πτυχία ως τυπικό προσόν διορισμού στη θέση". Σύμφωνα δε με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 1 του π.δ. 50/2001, οι οικείοι οργανισμοί ή κανονισμοί μπορούν να καθορίζουν άλλα ειδικά προσόντα διορισμού μόνο για τους κλάδους ή ειδικότητες, των οποίων οι ανάγκες δεν καλύπτονται από τις ρυθμίσεις του π.δ. 50/2001.
Συνεπώς τα προσόντα που απαιτούνται για την ένταξη στον κλάδο ΠΕΠ -9 μουσικών Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας ή Ορχήστρας Σύγχρονης Μουσικής ρυθμίζονται αποκλειστικά από τον ΓΚΠ - ..., σύμφωνα με τον οποίο για την ένταξη και μετάταξη στον εν λόγω κλάδο, απαιτείται πτυχίο ή δίπλωμα Α.Ε.Ι. τμήματος Μουσικών Σπουδών της ημεδαπής ή ισότιμων σχολών της αλλοδαπής και δεν αρκεί βέβαια η κτήση ενός τίτλου με παρεμφερές ή έστω συναφές αντικείμενο, όπως εν προκειμένω ο μεταπτυχιακός ή διδακτορικός τίτλος που επικαλείται η αναιρεσείουσα. Εξάλλου η έλλειψη του βασικού τίτλου σπουδών δεν δύναται να υποκατασταθεί ούτε από μεταπτυχιακό δίπλωμα, ούτε από διδακτορικό, ακόμα και στην περίπτωση που είναι συναφή. Ούτε βέβαια τίθεται ζήτημα παραβιάσεως της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως (αρθ. 4 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Σ.), διότι πρόκειται περί ανόμοιων περιπτώσεων, αφού ο κάτοχος του βασικού τίτλου σπουδών δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τον κάτοχο συναφούς μεταπτυχιακού. Εξάλλου η καταφυγή σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις προϋποθέτει ότι η προσβαλλομένη (ανεξαρτήτως τυχόν αντισυνταγματικότητας τους) ορθά εφάρμοσε αυτές, κάτι που έρχεται σε αντίφαση με τον βασικό ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής αυτών. Οι δε περαιτέρω (με τον 2ο αναιρετικό λόγο) προβαλλόμενες αιτιάσεις ότι η προσβαλλομένη δεν έλαβε υπ' όψιν τον σχετικό ισχυρισμό περί κτήσεως συναφούς διδακτορικού τίτλου και ότι δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι ελήφθη υπόψη το από μήνα Μάιο διδακτορικό της δίπλωμα, τυγχάνει αβάσιμος. Και τούτο διότι από τις προπαρατεθείσες παραδοχές καθίσταται πλέον ή βέβαιον ότι η προσβαλλομένη έλαβε υπ' όψιν και εκτενώς εξέτασε τον παραπάνω ισχυρισμό, αλλά και ότι (εκτός από τη γενική αναφορά ότι στο αποδεικτικό της πόρισμα κατέληξε λαμβάνοντας υπ' όψιν "όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι"), ο ως άνω διδακτορικός τίτλος ρητώς μνημονεύεται και αξιολογείται στο σκεπτικό (17ο φύλλο), ανεξαρτήτως ότι το Εφετείο κατέληξε σε διαφορετικό συμπέρασμα από αυτό που επιθυμούσε η πρώτη αναιρεσείουσα. Ουσιαστικά εν προκειμένω με τις περιεχόμενες στον λόγο αυτό αιτιάσεις πλήττονται απαραδέκτως (με ευθεία μάλιστα επίκληση του αποδεικτικού υλικού), υπό την επίφαση της αναιρετικής πλημμέλειας, οι ανεπίδεκτες αναιρετικού ελέγχου ουσιαστικές παραδοχές του εφετείου (ΑΠ 167/2019).
Περαιτέρω με την από 31.7.2001 ΕΣΣΕ, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ... και της ..., κατατέθηκε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας (5/1.8.2001 πράξη), τροποποιήθηκε εν μέρει ο μέχρι τότε ισχύων ΓΚΠ της ..., σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 1876/1990. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1 της εν λόγω ΕΣΣΕ, ορίσθηκε ότι "Στην παρούσα ΣΣΕ υπάγεται το τακτικό και έκτακτο (πλην δημοσιογράφων, ιατρών και δικηγόρων) προσωπικό της ..., που καλύπτεται από τα πρωτοβάθμια σωματεία, τα οποία είναι μέλη της ...". Με το άρθρο 2 της ΕΣΣΕ ορίστηκε ότι "1. Με την παρούσα σύμβαση θεσπίζεται νέο μισθολόγιο ... 3. Με την έναρξη ισχύος της παρούσας, καταργούνται οι αντίστοιχες διατάξεις του ΓΚΠ της ..., όπως ενδεικτικά τα άρθρα 12, 13 κ.λπ. και γενικά κάθε διάταξη που ρυθμίζει θέματα μισθολογικά ή σχετίζεται με τις καταργούμενες ρυθμίσεις. 4. Όπου στον ΓΚΠ της ... γίνεται παραπομπή στις διατάξεις του, που ρυθμίζουν μισθολογικά θέματα, εφεξής θεωρείται ότι η παραπομπή γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις της παρούσης".. Με το άρθρο 16 της παραπάνω από 30-7-2001 Επιχειρησιακής ΣΣΕ, "αναγνωρίζεται στα μισθολογικά κλιμάκια, ο χρόνος προϋπηρεσίας στο Δημόσιο, καθώς και στο προσωπικό που προσλήφθηκε με βάση τον Ν. 1320/83". Επίσης ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού ... (...) έτους 2006, αποτελεί κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο όλων των διατάξεων, που τρoπoπoίησαv ή συμπλήρωσαv διατάξεις τoυ αρχικoύ κειμέvoυ του ΓΚΠ, που έχει εγκριθεί με τηv ... (ΦΕΚ 283 τ.Β'/20.4.89) Απόφαση τoυ Αvαπληρωτή Υπoυργoύ Πρoεδρίας της Κυβερνήσεως, ύστερα και από την τελευταία από 23-6-2006 ΕΣΣΕ, που καταρτίστηκε μεταξύ ... και ... (αρ. κατ. ...): Ειδικότερα στο άρθρο 10 παρ. 1 αυτού ορίζονται τα ακόλουθα: παρ. 1. "Ο συνολικός χρόνος προϋπηρεσίας του προσωπικού καθορίζεται από τον χρόνο πραγματικής υπηρεσίας στην ... και στους προκατόχους της". παρ.4. Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας αποτελεί το μοναδικό μέτρο και προϋπόθεση για την κατάταξη και εξέλιξη του προσωπικού στα μισθολογικά κλιμάκια. παρ. 5: "Στο προσωπικό αναγνωρίζεται προϋπηρεσία που έχει διανυθεί πριν από την πρόσληψη με κύρια ασφάλιση μέχρι 10 χρόνια για τη χορήγηση χρονοεπιδόματος και για τη βαθμολογική εξέλιξη: α. Από την άσκηση αυτοτελούς επαγγέλματος ή εξαρτημένης εργασίας σε οποιονδήποτε εργοδότη (φυσικό ή νομικό πρόσωπο δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου) με ειδικότητα όμοια ή παρεμφερή με την κύρια ή βοηθητική της ειδικότητας πρόσληψης...". Στο άρθρο 13 παρ. 1 αρ. 1 εδ. α', β' και γ' ορίζεται: "Στο προσωπικό χορηγούνται τα πιο κάτω επιδόματα: 1) Επίδομα Χρόνου Υπηρεσίας α. Ορίζεται σε ποσοστό τέσσερα (4%) με τη συμπλήρωση δύο (2) ετών υπηρεσίας και μέχρι συνολικού ποσοστού ογδόντα τέσσερα (84%) μετά τη συμπλήρωση τριάντα δύο (32) ετών υπηρεσίας.... Το επίδομα αυτό χορηγείται με διαπιστωτική πράξη του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού και υπολογίζεται επί του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου που έχει κάθε φορά ο υπάλληλος, με βάση την πραγματική υπηρεσία στην ... και την τυχόν προϋπηρεσία που έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 του ΓΚΠ. Η καταβολή του επιδόματος αυτού αρχίζει από την πρώτη του μήνα κατά τον οποίο ο μισθωτός συμπληρώνει τον απαιτούμενο χρόνο για τη χορήγηση του". Με το άρθρο 55 παρ. 2, ως αυτό τροποποιήθηκε με την από 23-6-2006 ΕΣΣΕ (αρθ. 17), που καταρτίστηκε μεταξύ ... και ... (αρ. καταθ. ...): "Το προσωπικό που εργαζόταν στην ... με συμβάσεις μίσθωσης έργου και θα ενταχθεί σε κλάδους και ειδικότητες τακτικού προσωπικού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ΠΔ 164/2004 κατατάσσεται σε βαθμούς σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 18 του παρόντος κανονισμού με τους ορισμούς της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού. Η κατάταξη γίνεται με βάση το συνολικό χρόνο υπηρεσίας που έχει διανυθεί με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στην ΕΡΤ καθώς και την προϋπηρεσία που προβλέπεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 10 του παρόντος. Με το άρθρο 56, ως και αυτό τροποποιήθηκε με την από 23-6-2006 ΕΣΣΕ (αρθ. 18): 1. Το προσωπικό που έχει ενταχθεί σε ειδικότητες τακτικού προσωπικού κατατάσσεται σε μισθολογικά κλιμάκια και εξελίσσεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του παρόντος Κανονισμού. 2. Το προσωπικό που θα ενταχθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ΠΔ 164/2004 σε κλάδους και ειδικότητες τακτικού προσωπικού εντάσσεται στα μισθολογικά κλιμάκια που ορίζονται στο άρθρο 12 του παρόντος κανονισμού και λαμβάνει τα βασικά και ειδικά επιδόματα και τις προσαυξήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 13 και 14 του παρόντος. Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 58 του ως άνω ΓΚΠ, ως και αυτό αντικαταστάθηκε με την από 23-6-2006 ΣΣΕ. "Η ισχύς του παρόντος κανονισμού αρχίζει από τις 4.7.2006. Από την ισχύ του παρόντος κανονισμού καταργούνται, εκτός από τις εξαιρέσεις, που αναφέρονται σε αυτόν, οι διατάξεις προηγουμένων κανονισμών και κάθε άλλη ρύθμιση εφόσον είναι αντίθετα ή ρυθμίζει θέματα που αντιμετωπίζονται με τον παρόντα κανονισμό". Με τον 3ο λόγο της από 17-10-2022 αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλονται πλημμέλειες από τους αριθμούς 1, 8 και 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα (αμφότεροι) οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Εφετείο παραβίασε κανόνες ουσιαστικού δικαίου και συγκεκριμένα το άρθρο 16 της από 30.7.2021 (εννοείται 2001) Επιχειρησιακής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, καθώς και το άρθρο 10 παρ. 1, 4 του ΓΚΠ της ..., διότι η προϋπηρεσία τους σε άλλους εργοδότες, πλην της ...., υπολογίσθηκε μαζί με την υπηρεσία στην … για τον υπολογισμό του καταβαλλόμενου σε αυτούς χρονοεπιδόματος, ενώ κατ' ορθή ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων ο χρόνος προϋπηρεσίας σε άλλους εργοδότες, ιδίως δε αυτός σε άλλους φορείς του Δημοσίου, έπρεπε να συνυπολογιστεί στο συνολικό χρόνο υπηρεσίας για την κατάταξη και την εξέλιξη τους στα αντίστοιχα μισθολογικά κλιμάκια, κατά το άρθρο 16 της παραπάνω ΕΣΣΕ. Σε κάθε περίπτωση, κατά τους αναιρεσείοντες, η προσβαλλομένη δεν έλαβε υπ' όψιν τον παραπάνω (περί προϋπηρεσίας και σε άλλους εργοδότες - Δημόσιο) ισχυρισμό, ενώ δεν κατέστη αδιστάκτως βέβαιο ότι έλαβε υπ' όψιν της τα σχετικά προς τούτο έγγραφα που αποδεικνύουν τον εν λόγω ισχυρισμό. Κατά τις ενδιαφέρουσες στο σημείο αυτό παραδοχές της προσβαλλομένης (20ο φύλλο) το Εφετείο εδέχθη τα εξής: "με τις προσκομιζόμενες με επίκληση από το Ελληνικό Δημόσιο ... αποφάσεις του Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού της ..., για την έκδοση των οποίων ελήφθησαν υπόψη (α) τα άρθρα 10 παρ. 5-10 του ΓΚΠ, (β) το άρθρο 16 της από 30.7.2001 σ.σ.ε και (γ) τα απαραίτητα δικαιολογητικά στοιχεία, αναγνωρίστηκε ότι οι εφεσίβλητοι της υπό στοιχείο α' έφεσης, εκ των οποίων η πρώτη και εκκαλούσα της υπό στοιχείο β', είχαν η μεν πρώτη, Ά. Π., πριν από την "πρόσληψη", ήτοι την 1.12.1999 προϋπηρεσία δέκα (10) ετών σε έτερους εργοδότες, ο δε δεύτερος, Σ. Ι., πριν την "πρόσληψη", ήτοι την 1.9.1989, προϋπηρεσία έξι (6) ετών, τριών (3) μηνών και δεκαέξι (16) ημερών σε έτερους εργοδότες, προκειμένου, κατά τις ίδιες ως άνω αποφάσεις, να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό του χρονοεπιδόματος από 1.11.2006. ...Από τις ανωτέρω διατάξεις του ΓΚΠ-..., σε συνδυασμό με εκείνες των παρ. 1 και 4 του άρθρου 10 του ιδίου Κανονισμού, συνάγεται με σαφήνεια ότι η προϋπηρεσία που έχει το προσωπικό σε έτερους εργοδότες πριν από την πρόσληψη του στην ... και αναγνωρίζεται κατά την προβλεπόμενη διαδικασία με διαπιστωτική πράξη του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού, υπολογίζεται μαζί με την υπηρεσία του προσωπικού στην ίδια την ... μόνο για την εξεύρεση του ανάλογου στο άθροισμα που προκύπτει από τα έτη υπηρεσίας και προϋπηρεσίας ποσοστού του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, υπολογιζόμενου επί του βασικού μισθού που αντιστοιχεί στο μισθολογικό κλιμάκιο που έχει κάθε φορά ο υπάλληλος. Αντίθετα, ο αναγνωρισμένος χρόνος προϋπηρεσίας δεν συνυπολογίζεται στον συνολικό χρόνο υπηρεσίας, που αποτελεί το μοναδικό μέτρο και προϋπόθεση για την κατάταξη και εξέλιξη του προσωπικού στα μισθολογικά κλιμάκια, αφού αυτός καθορίζεται μόνο από το χρόνο πραγματικής υπηρεσίας στην ... και τους προκατόχους της".
Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεχόμενο δηλαδή ότι το εδώ αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει υποχρέωση να καταβάλει τις επίδικες διαφορές αποδοχών στους αναιρεσείοντες, λόγω μη αναγνώρισης της συνολικής προϋπηρεσίας τους (εκτός ΕΡΤ) σε άλλους εργοδότες και στο Δημόσιο (10 ετών για την πρώτη - εκ των οποίων στο Δημόσιο 2 έτη, 1 μήνας και 11 ημέρες-, ενώ 6 ετών, 3 μηνών και 18 ημερών για τον δεύτερο, αποκλειστικά στο Δημόσιο), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1, 4 (και 5) του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού ... και του άρθρου 16 της από 30-7-2001 ΕΣΣΕ (σε συνδυασμό βέβαια και με τα άρθρα 13, 55, 56, 58 του ίδιου ΓΚΠ, καθώς και του άρθρου 24 παρ. 1 και 2 του ν. 3491/2006), αναφορικά με το κρίσιμο ζήτημα της προϋπηρεσίας του σε άλλους εργοδότες -μεταξύ των οποίων και στο Δημόσιο (την οποία εν προκειμένω έλαβε υπ' όψη μόνο για την εξεύρεση του ποσοστού του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας). Τούτο δε, διότι ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας αποτελεί το μοναδικό μέτρο και προϋπόθεση για την κατάταξη και εξέλιξη του προσωπικού στα μισθολογικά κλιμάκια και ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του προσωπικού καθορίζεται από το χρόνο πραγματικής υπηρεσίας στην ... και στους προκατόχους της, ήτοι όχι στον ιδιωτικό τομέα (ΑΠ 1332/2022) ή σε άλλους φορείς, έστω του ευρύτερου δημοσίου τομέα (πολλώ δε μάλλον δεν αναγνωρίζεται -άνευ άλλου τινός- η προϋπηρεσία στην αλλοδαπή ως ισχυρίζεται η εδώ πρώτη αναιρεσείουσα, προσμετρώντας, χωρίς την επίκληση των προϋποθέσεων του άρθρου 10 παρ. 5 β, και το χρόνο απασχολήσεως σε σύνολα μουσικής δωματίου στο Βέλγιο και στην Κρατική Ορχήστρα Κύπρου). Και ναι μεν στην από 30-7-2001 Επιχειρησιακή ΣΣΕ (άρθρο 16) γίνεται μνεία ότι "αναγνωρίζεται στα μισθολογικά κλιμάκια, ο χρόνος προϋπηρεσίας στο Δημόσιο, καθώς και στο προσωπικό που προσλήφθηκε με βάση τον Ν. 1320/83", ωστόσο η διάταξη δεν διαλαμβάνεται στον ως άνω κωδικοποιηθέντα ... έτους 2006. Αντιθέτως, με την τελευταία από 23-6-2006 ΕΣΣΕ, ιδίως δε με τα άρθρα 17 και 18 αυτής, ρυθμίστηκε ειδικώς η κατάταξη του προσωπικού που θα ενταχθεί με τα οριζόμενα στο ΠΔ 164/2004, κατά το οποίο "η κατάταξη γίνεται με βάση το συνολικό χρόνο υπηρεσίας που έχει διανυθεί με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στην ….. καθώς και την προϋπηρεσία που προβλέπεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 10 του παρόντος", η οποία όμως (προϋπηρεσία εκτός ….) λαμβάνεται υπ' όψη μόνο για τη χορήγηση χρονοεπιδόματος και για τη βαθμολογική εξέλιξη (ΑΠ 1332/2022). Με τα άρθρα αυτά (17 και 18 της ΕΣΣΕ έτους 2006), τροποποιήθηκαν κατά τα ανωτέρω τα άρθρα 55 και 56 του ΓΚΠ με τις εκεί ειδικότερες παραπομπές, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται το άρθρο 16 της από 30-7-2001 ΕΣΣΕ, η οποία και δεν ενσωματώθηκε στον ΓΚΠ, στο καταληκτικό άρθρο 58 του οποίου ρητά ορίζεται ότι καταργούνται οι διατάξεις προηγουμένων κανονισμών και κάθε άλλη ρύθμιση, εφόσον είναι αντίθετη ή ρυθμίζει θέματα που αντιμετωπίζονται με τον κανονισμό. Με δεδομένο ότι ως έναρξη ισχύος του ΓΚΠ ορίζεται η 4-7-2006 (αρθ. 58), η ρύθμιση αυτή καταλαμβάνει και τον χρόνο προσλήψεως και κατατάξεως των αναιρεσειόντων εργαζομένων (1-11-2006). Ο Κανονισμός αυτός, έχοντας, όπως προαναφέρθηκε, ισχύ ουσιαστικού Νόμου, υπερτερεί όχι μόνο χρονικά αλλά και ιεραρχικά της από 30-7-2021 ΕΣΣΕ, το πεδίο ισχύος οποίας δεν καταλαμβάνει σε κάθε περίπτωση τους εδώ αναιρεσείοντες, ως προς τους οποίους ισχύουν οι προαναφερθείσες ειδικότερες διατάξεις. Οι δε περαιτέρω (με τον 3ο αναιρετικό λόγο) προβαλλόμενες αιτιάσεις ότι η προσβαλλομένη δεν έλαβε υπ' όψιν τον σχετικό (περί προϋπηρεσίας σε άλλους εργοδότες και στο Δημόσιο) ισχυρισμό και ότι δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι ελήφθησαν υπ' όψιν κρίσιμα έγγραφα, τυγχάνει αβάσιμος. Και τούτο διότι από τις προπαρατεθείσες παραδοχές, καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι η προσβαλλομένη όχι μόνο έλαβε υπ' όψιν, αλλά και εκτενώς εξέτασε τον παραπάνω ισχυρισμό. Επίσης από τη γενική αναφορά ότι στο αποδεικτικό της πόρισμα η προσβαλλομένη κατέληξε λαμβάνοντας υπ' όψιν "όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται ειδικώς, χωρίς ωστόσο να παραλειφθεί κάποιο κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς", σε συνδυασμό βέβαια με τις ανωτέρω σαφείς και αναλυτικές παραδοχές, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι ελήφθησαν υπ' όψιν και τα φερόμενα ως αγνοηθέντα έγγραφα, ήτοι τα 13760/2011, 13780/2011 και 20184/2011 έγγραφα που είχε προσκομίσει το Ελληνικό Δημόσιο. Πολλώ δε μάλλον όχι μόνον έλαβε υπ' όψιν, αλλά ρητώς μνημόνευσε τη φερομένη ως αγνοηθείσα 887/1.12.2008 απόφαση του Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού της ... (όπως και το άρθρο 16 της από 30-7-2001 ΣΣΕ).
Εν προκειμένω και πάλι, με τις περιεχόμενες στο παραπάνω σκέλος του τρίτου αυτού λόγου αιτιάσεις, πλήττονται απαραδέκτως υπό την επίφαση της αναιρετικής πλημμέλειας οι ανεπίδεκτες αναιρετικού ελέγχου ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου (ΑΠ 167/2019).
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης πρέπει αμφότερες οι αιτήσεις αναιρέσεως να απορριφθούν. Τέλος η δικαστική δαπάνη των διαδίκων θα συμψηφισθεί στο σύνολο της, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας των εφαρμοστέων νομικών κανόνων κατ' άρθρον 179 ΚΠολΔ, διάταξη που εφαρμόζεται και στις δίκες με το Ελληνικό Δημόσιο (ΟλΑΠ 2/2022, ΑΠ 290/2024).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις: α) από 25-8-2022 (...) και β) 17-10-2022 (...) αιτήσεις αναιρέσεως της 204/2021 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Απορρίπτει αυτές. Συμψηφίζει στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων της παρούσας αναιρετικής δίκης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Απριλίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Μαΐου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή