
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 832 / 2025    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 832/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Αριστείδη Βαγγελάτο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο (σύμφωνα με την 1/2025 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου Δήμητρας Ζώη), Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη, Βάϊα Ζαρχανή και Ειρήνη Νικολάου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 4 Μαρτίου 2025, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Σωματείου με την επωνυμία "... που εδρεύει στην Αθήνα, 2) Α. Α., του Σ., κατοίκου ..., 3) … και, 45) Χ. Ι. του Β., κατοίκου Αθηνών, εκ των οποίων οι με α/α 8η,10η, ,11ος,12η, 17η,24ος,25ος,31ος,35ης, 37ης,39ης,40ης και 41ος δεν παραστάθηκαν. Όλοι οι λοιποί παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Ι. Α.υ, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσίβλητων: 1) Του εδρεύοντος στην Αθήνα, ΝΠΙΔ με την επωνυμία "...", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Γ. Κ.υ, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
2)Της Πρωτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία "..."" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που δεν παραστάθηκε.
3)Της Πρωτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία " ..." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που δεν παραστάθηκε.
4)Της Πρωτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία "..." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που δεν παραστάθηκε.
5)Της Πρωτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία " ..." που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, που δεν παραστάθηκε.
Και των εκ της ασκηθείσας τριτανακοπής κατά την συζήτηση της υποθέσεως σε δεύτερο Βαθμό συμμετασχόντων στη δίκη:
6) Γ. Ρ. του Π., κατοίκου Καλλιθέας Αττικής, 7)Δ. Ν. του Π., κατοίκου Περιστερίου Αττικής 8) Ι. Κ. του Χ., κατοίκου Αθηνών, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-10-2014 αγωγή των ήδη φυσικών προσώπων-αναιρεσειόντων, καθώς και την από 10-11-2016 πρόσθετη παρέμβαση που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 1392/2018 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεων, προσθέτων παρεμβάσεων και τριτανακοπής, αφού συνεκδικάσθηκαν, η 6447/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 8-7-2022 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Ειρήνη Νικολάου.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 576 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολιπόμενος διάδικος και υπό τον όρο ότι η επίσπευση της συζήτησης έλαβε χώρα εγκύρως, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολιπόμενος ή ο μη παριστάμενος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί, ενώ σε αντίθετη περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση (ΑΠ 436/2024). Τις κλητεύσεις επικαλείται και αποδεικνύει ο παριστάμενος διάδικος (ΑΠ 336/2024). Ακόμη, με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 3 εδ. α' του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι αν μετέχουν περισσότεροι στη δίκη για την αναίρεση και δεν κλητεύθηκε κάποιος από αυτούς, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους, ενώ με τη διάταξη του εδ. β' του ίδιου άρθρου, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 62 του ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20.3.2013), ορίζεται ότι σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Συνακόλουθα, αν οι αναιρεσείοντες ή οι αναιρεσίβλητοι είναι περισσότεροι και απολείπεται ή δεν μετέχει προσηκόντως της συζήτησης ένας εξ αυτών, σε περίπτωση απλής ομοδικίας, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς ομοδίκους, που δεν έχουν κλητευθεί (ΟλΑΠ 14/2015, ΑΠ 829/2024, ΑΠ 336/2024). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. β' και γ' ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη κατ' άρθρο 575 εδ. β' του ιδίου Κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει, αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης, να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί. Κλήση του διαδίκου στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προϋπόθεση όμως της εγκυρότητας της κλήτευσης αυτής λόγω αναβολής της υπόθεσης και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο είναι ότι ο απολειπόμενος, κατά την μετ' αναβολή δικάσιμο, διάδικος είτε να είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση ή να είχε νομίμα και εμπρόθεσμα κλητευθεί για να παραστεί για τη δικάσιμο, κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση, είτε να είχε παραστεί νόμιμα κατά την πρώτη αυτή δικάσιμο και, επομένως, με τη νόμιμη παράσταση και την μη εναντίωσή του καλύφθηκε η ακυρότητα της κλήτευσής του κατά την αρχική δικάσιμο (ΑΠ 1087/2023, ΑΠ 491/2022, ΑΠ 370/2021). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 260 παρ. 1 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στη διαδικασία της αναιρετικής δίκης κατά το άρθρο 573 παρ. 1 ΚΠολΔ, εάν δεν εμφανισθεί στη δίκη και ο αντίδικος του απολιπομένου ή μη προσηκόντως παρισταμένου διαδίκου ή εμφανισθεί, αλλά δεν μετάσχει κανονικά στη συζήτηση, η συζήτηση της υπόθεσης ως προς τους εν λόγω διαδίκους ματαιώνεται (ΑΠ 393/2022, ΑΠ 536/2020).
ΙΙ. Κατά το άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔ στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά δε το άρθρο 96 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, η πληρεξουσιότητα ενώπιον του Αρείου Πάγου δίνεται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Με το άρθρο 63 του ν. 4509/2017 (ΦΕΚ Α 201/22.12.2017) προστέθηκε εδάφιο β' στην τελευταία αυτή διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 96 ΚΠολΔ, με την οποία ορίσθηκε ότι, ειδικά για τις εργατικές διαφορές, η πληρεξουσιότητα (ενώπιον του Αρείου Πάγου) μπορεί να δίνεται με ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή. Κατά το άρθρο 104 ΚΠολΔ για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει η πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Κατά δε το δεύτερο εδάφιο της τελευταίας αυτής διάταξης το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της (ΟλΑΠ 13/2008, ΟλΑΠ 39/2005, ΑΠ 336/2024). Εάν ο πληρεξούσιος του διαδίκου εμφανίζεται στο ακροατήριο, αλλά δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του (κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 96 παρ. 1 ΚΠολΔ), την οποία, όπως προεκτέθηκε, οφείλει αυτεπαγγέλτως να εξετάσει το Δικαστήριο, θεωρείται δικονομικώς απών.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με την αρχή διαχρονικού δικονομικού δικαίου του άρθρου 24 παρ. 1 του ΕισΝΚΠολΔ, η οποία έχει εφαρμογή όταν στον νεότερο νόμο δεν περιλαμβάνεται ειδική μεταβατική διάταξη, το παραδεκτό των ενδίκων μέσων κρίνεται σύμφωνα με τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης (πρβλ ΟλΑΠ 10/2018, ΑΠ 52/2019 και ΑΠ 1049/2019 για τη διετή προθεσμία για άσκηση ενδίκων μέσων πριν και μετά την τροποποίηση με τον ν. 4335/2015, ΑΠ 153/2023). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 663 ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε πριν τη σιωπηρή κατάργησή του, όπως και τα άρθρα 646 έως 681Δ ΚΠολΔ, με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015), με το οποίο ορίζεται ότι αντικαθίσταται το ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ (άρθρα 591 έως 681Δ) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και παρατίθενται ως νέες διατάξεις τα άρθρα 591 έως και 645, "Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 664 έως 676 δικάζονται 1) οι διαφορές από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή την παροχή της εργασίας αυτής μεταξύ των εργαζομένων ή των διαδόχων τους ή εκείνων που κατά νόμο έχουν δικαίωμα από την παροχή της εργασίας τους και των εργοδοτών ή των διαδόχων τους, 2) οι διαφορές από την παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή την παροχή της εργασίας αυτής μεταξύ εκείνων που εργάζονται μαζί στον ίδιο εργοδότη, 3) οι διαφορές από συλλογική σύμβαση εργασίας ή από διατάξεις που εξομοιώνονται προς διατάξεις συλλογικής σύμβασης μεταξύ εκείνων που υπάγονται στις διατάξεις αυτές ή μεταξύ αυτών και τρίτων, 4) οι διαφορές μεταξύ επαγγελματιών ή βιοτεχνών μεταξύ τους ή μεταξύ αυτών και των πελατών τους, από την παροχή εργασίας ή ειδών που αυτοί κατασκεύασαν, 5) οι διαφορές μεταξύ οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και των ασφαλισμένων στους οργανισμούς αυτούς ή των διαδόχων τους ή εκείνων που κατά το νόμο έχουν δικαιώματα από την ασφαλιστική σχέση". Περαιτέρω, με το άρθρο 614 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015) και εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα κατατιθέμενα από την 1/1/2016 ένδικα μέσα και αγωγές, ορίζεται ότι κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών δικάζονται οι μισθωτικές διαφορές, οι διαφορές από οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία, οι εργατικές διαφορές, οι διαφορές επαγγελματιών και οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, οι διαφορές από αμοιβές, οι διαφορές για ζημιές από αυτοκίνητα, οι διαφορές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και οι διαφορές από πιστωτικούς τίτλους. Σύμφωνα με τον αριθμό 3 του ίδιου άρθρου, "Εργατικές διαφορές είναι: α) οι διαφορές από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή την παροχή της εργασίας αυτής μεταξύ των εργαζομένων ή των διαδόχων τους ή εκείνων που κατά το νόμο έχουν δικαίωμα από την παροχή εργασίας τους και των εργοδοτών ή των διαδόχων τους, β) οι διαφορές από την παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή την παροχή της εργασίας αυτής μεταξύ εκείνων που εργάζονται μαζί στον ίδιο εργοδότη, γ) οι διαφορές από συλλογική σύμβαση εργασίας ή από διατάξεις που εξομοιώνονται προς διατάξεις συλλογικής σύμβασης μεταξύ εκείνων που υπάγονται στις διατάξεις αυτές ή μεταξύ αυτών και τρίτων, δ) οι παρεμπίπτουσες αγωγές κατά δικονομικών εγγυητών στις δίκες που αφορούν τις διαφορές των περιπτώσεων α' και β' της παρούσας παραγράφου, καθώς και ε) οι αγωγές κατά ομοδίκων των εναγομένων στις δίκες που αφορούν τις διαφορές των περιπτώσεων α' και β' της παρούσας παραγράφου, εφόσον εναχθούν από κοινού ή προσεπικληθούν". Επίσης, σύμφωνα με τον αριθμό 4 του ίδιου άρθρου, "Διαφορές επαγγελματιών και οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης είναι: α) οι διαφορές μεταξύ επαγγελματιών ή βιοτεχνών μεταξύ τους ή μεταξύ αυτών και των πελατών τους, από την παροχή εργασίας ή ειδών που αυτοί κατασκεύασαν και β) οι διαφορές μεταξύ οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και των ασφαλισμένων στους οργανισμούς αυτούς ή των διαδόχων τους ή εκείνων που κατά το νόμο έχουν δικαιώματα από την ασφαλιστική σχέση". Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, για τα κατατιθέμενα μετά την 1/1/2016 ένδικα μέσα και αγωγές με αντικείμενο διαφορά μεταξύ οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και των ασφαλισμένων στους οργανισμούς αυτούς ή των διαδόχων τους ή εκείνων που κατά το νόμο έχουν δικαιώματα από την ασφαλιστική σχέση, εφαρμόζεται η διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και δεν περιλαμβάνονται στις εργατικές διαφορές. Στους Οργανισμούς δε κοινωνικής ασφάλισης υπάγονται και τα αλληλοβοηθητικά ταμεία επικουρικής ασφαλίσεως (ΑΠ 101/2024, ΑΠ 929/2023, ΑΠ 718/2022, ΑΠ 1318/2018).
ΙV. Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, τα οποία επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, κατά τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Με την από 7/10/2014 (αρ. κατ. ...) αγωγή, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών το πρώτο αναιρεσείον νομικό πρόσωπο με την επωνυμία "... και εκατόν τριάντα εννέα (139) φυσικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων οι 2η έως 45ος αναιρεσείοντες, κατά του πρώτου αναιρεσιβλήτου, ΝΠΙΔ με την επωνυμία "...", ισχυρίσθηκαν ότι είναι το μεν πρώτο επαγγελματικό σωματείο, οι δε λοιποί μέλη του, ως εργαζόμενοι στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Εθνική Α.Ε. Διοικήσεως και Οργανώσεως", στη θέση της οποίας υπεισήλθε η "Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος", στην οποία απασχολούνται κατά τον ένδικο χρόνο, και ότι για τον κλάδο της επικουρικής τους ασφάλισης είναι ασφαλισμένοι στο εναγόμενο, το οποίο αποτελεί επαγγελματικό εργασιακό σωματείο, με σκοπό τη χορήγηση μηνιαίας επικουρικής σύνταξης. Ότι με την υπαγωγή των μελών του πρώτου ενάγοντος στην παρεχόμενη από το εναγόμενο επικουρική ασφάλιση καταρτίστηκε μεταξύ της εργοδότριάς τους και του εναγομένου ταμείου σύμβαση υπέρ τρίτου, με την οποία συμφωνήθηκε η ασφάλιση των μελών του πρώτου ενάγοντος και προσδιορίσθηκε το ποσοστό των καταβαλλόμενων στο εναγόμενο από την εργοδότρια και τους εργαζόμενους ασφαλιστικών εισφορών σε ποσοστό 4% και 3% αντίστοιχα επί των συνολικών μηνιαίων αποδοχών των υπαλλήλων, οι οποίες (εισφορές) καταβάλλονταν συνεχώς στο εναγόμενο. Ότι σύμφωνα με τις καταστατικές προβλέψεις του εναγομένου διακόπτεται η ασφάλιση στο εναγόμενο Ταμείο και χάνεται η ιδιότητα του μέλους, εφόσον αυτό ζητηθεί από το ΔΣ του συλλόγου εργαζομένων που είναι μέλη του, η διακοπή της ασφάλισης ισχύει ομαδικά για όλα τα μέλη του, στην περίπτωση δε αυτή επιστρέφονται στα μέλη άτοκα οι ατομικές ασφαλιστικές τους εισφορές, που καταβλήθηκαν για όσο διάστημα ήταν μέλη του Ταμείου. Ότι λόγω της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης και της αμφίβολης βιωσιμότητας του εναγομένου, ο πρώτος ενάγων σύλλογος και οι λοιποί ενάγοντες, μέλη του, γνωστοποίησαν στις 6/12/2013 με αίτησή τους προς το εναγόμενο την επιθυμία τους να διακοπεί η ασφάλισή τους και να τους επιστραφούν οι καταβληθείσες από καθένα αυτών ασφαλιστικές εισφορές, όπως προβλέπεται από το καταστατικό του, το εναγόμενο όμως αρνήθηκε να τις επιστρέψει και τις παρακρατά παράνομα. Με βάση τα προεκτεθέντα ζήτησαν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στο πρώτο αυτών το συνολικό ποσό των 1.145.854,90 ευρώ, που αντιστοιχεί στο σύνολο των καταβληθεισών από τους λοιπούς ενάγοντες, μέλη του, ασφαλιστικών εισφορών για το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο 2008 έως Ιούλιο 2014, και το ποσό των 70.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής τους βλάβης, άλλως να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει σε καθένα των λοιπών, πλην του πρώτου, εναγόντων τα αιτούμενα για τις ίδιες αιτίες ποσά, με τον νόμιμο τόκο και να αναγνωρισθεί ότι από τις 6/12/2013 αυτοί δεν αποτελούν μέλη του εναγομένου. Με την από 10/11/2016 (αρ. κατ. ...) πρόσθετη παρέμβαση, που άσκησαν οι 2η έως και 5η αναιρεσίβλητες πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις με τις επωνυμίες "..., "...", "..." και "...", αυτές παρενέβησαν προσθέτως στην ανοιγείσα δίκη υπέρ του εναγομένου και ζήτησαν να απορριφθεί η αγωγή. Μετά από συνεκδίκαση των παραπάνω δικογράφων, αφού κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση για είκοσι πέντε (25) από τους ενάγοντες, μη διαδίκους στην κρινόμενη υπόθεση, ως προς τους οποίους ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους δήλωσε ότι δεν εισάγεται η υπόθεση προς συζήτηση, συζητήθηκε η υπόθεση αντιμωλία των λοιπών διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ως διαφορά μεταξύ οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και των ασφαλισμένων στους οργανισμούς αυτούς ή των διαδόχων τους ή εκείνων που κατά τον νόμο έχουν δικαιώματα από την ασφαλιστική σχέση [άρθρο 663 περ. 5 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε, πριν καταργηθεί, μαζι με τα λοιπά άρθρα του Κεφαλαίου Ζ' περί εργατικών διαφορών του ΚΠολΔ, από 1/1/2016 με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015), το οποίο εφαρμόζεται λόγω του χρόνου κατάθεσης της ένδικης αγωγής (8/10/2014), ήτοι πριν την 1/1/2016 (άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου)] και εκδόθηκε η με αριθμό 1392/2018 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, μόνο κατά το μέρος της, με το οποίο οι ενάγοντες, πλην του πρώτου, ζητούσαν να αναγνωρισθεί ότι δεν αποτελούν μέλη του εναγομένου από 6/12/2013, ενώ απορρίφθηκε αυτή ως απαράδεκτη κατά την ίδια βάση για το πρώτο ενάγον και για τις λοιπές αγωγικές βάσεις ως απαράδεκτη για όλους του ενάγοντες λόγω επικουρικής εναγωγής, αφού κρίθηκε ότι οι 2η έως 140ος ενάγοντες, πλην του πρώτου, ασκούν την αγωγή για την περίπτωση απόρριψής της ως προς το πρώτο αυτών. Κατά της παραπάνω απόφασης ασκήθηκε η από 24/7/2019 (αρ. κατ. 70248/5498/1.8.2019) έφεση του πρώτου των εναγόντων, ήδη πρώτου αναιρεσείοντος, και πενήντα ενός (51) εκ των αρχικώς εναγόντων φυσικών προσώπων, μεταξύ των οποίων οι 2η έως 45ος αναιρεσείοντες, και η από 22/1/2020 (αρ. κατ. ......) έφεση του εναγομένου, ήδη πρώτου αναιρεσιβλήτου, που κοινοποιήθηκαν αμφότερες και στους προσθέτως παρεμβαίνοντες, οι οποίοι άσκησαν ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου την από 5/2/2020 (αρ. κατ. ...) πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του εκκαλούντος-εναγομένου, ενώ επίσης ασκήθηκε και η από 5/2/2020 (αρ. κατ. ...) τριτανακοπή των Γ. Ρ., Δ. Ν. και Ι. Κ., με αίτημα να απορριφθεί η έφεση των εναγόντων. Κατόπιν συνεκδίκασης των παραπάνω δικογράφων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών [άρθρο 614 παρ. 4 περ. β' ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται λόγω του χρόνου κατάθεσης των ένδικων εφέσεων μετά την 1/1/2016 (άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015)], εκδόθηκε η με αριθμό 6447/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία α) καταργήθηκε η δίκη για τους εκ των εκκαλούντων της από 24/7/2019 έφεσης Κ. Α., Β. Σ. και Ε. Φ. (μη διαδίκων στην παρούσα δίκη), ως προς τους οποίους έγινε δήλωση παραίτησης του δικογράφου, β) απορρίφθηκε η τριτανακοπή ελλείψει εννόμου συμφέροντος και, γ) απορρίφθηκαν αμφότερες οι εφέσεις ως απαράδεκτες, λόγω μη καταβολής του ορισθέντος με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παραβόλου για την άσκησή τους, αφού κρίθηκε ότι η ένδικη υπόθεση δεν αποτελεί εργατική διαφορά (άρθρο 614 αρ. 3 ΚΠολΔ), αλλά περιουσιακή διαφορά (άρθρο 614 αρ. 4 ΚΠολΔ), ως διαφορά μεταξύ οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και των ασφαλισμένων στους οργανισμούς αυτούς ή των διαδόχων τους ή εκείνων που κατά το νόμο έχουν δικαιώματα από την ασφαλιστική σχέση και, επομένως, δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 495 παρ. 3 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ. Κατά της ως άνω απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου το πρώτο ενάγον, ήδη πρώτο αναιρεσείον νομικό πρόσωπο, και σαράντα τέσσερα (44) φυσικά πρόσωπα εκ των αρχικώς εναγόντων, ήδη δεύτερη (2η) έως τεσσαρακοστός πέμπτος (45ος) αναιρεσείοντες, άσκησαν την ένδικη από 8/7/2022 με αρ. κατ. ... αίτηση αναίρεσης κατά: α) του εναγομένου και ήδη πρώτου αναιρεσιβλήτου ΝΠΙΔ με την επωνυμία "...", β) των προσθέτως παρεμβαινόντων και ήδη δεύτερου, τρίτου, τέταρτου και πέμπτου αναιρεσίβλητων νομικών προσώπων (πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων) με τις επωνυμίες "..., "...", "..." και "...", αντίστοιχα και, γ) των τριτανακοπτόντων και ήδη έκτου, έβδομου και όγδοου αναιρεσιβλήτων, Γ. Ρ., Δ. Ν. και Ι. Κ., αντίστοιχα. Η ως άνω αίτηση αναίρεσης, για την εκδίκαση της οποίας ορίσθηκε ως αρμόδιο το Β1 Πολιτικό Τμήμα του παρόντος Δικαστηρίου, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 5/3/2024. Κατά την ως άνω δικάσιμο, κατά την οποία εκπροσωπήθηκαν οι αναιρεσείοντες από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ι. Α., πλην των 8ης, 10ης, 11ου, 12ης, 17ης, 24ου, 25ου, 31ου, 35ης, 37ης, 39ης, 40ης και 41ου αυτών, και το πρώτο αναιρεσίβλητο, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γ. Κ., ενώ δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν, οι λοιποί αναιρεσίβλητοι, η συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Περαιτέρω, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι κατά την εκφώνηση της κρινόμενης υπόθεσης, κατά τη σειρά της, από το οικείο πινάκιο κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (4/3/2025), δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσαν δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση (άρθρο 573 παρ. 1 ΚΠολΔ), ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνησή της οι 8η, 10η, 11ος, 12η, 17η, 24ος, 25ος, 31ος, 35η, 37η, 39η, 40η και 41ος αναιρεσείοντες, καθώς και οι 2η, 3η, 4η, 5η, 6ος, 7ος και 8ος αναιρεσίβλητοι. Επίσης αποδείχθηκε ότι τη συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης επισπεύδουν όλοι οι αναιρεσείοντες, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μετ' επικλήσεως από τους παριστάμενους αναιρεσείοντες με αριθμούς ... εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Θ. Τ., τη με αριθμό ... έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, Δ. Κ. και τη με αριθμό ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Λάρισας, με έδρα το Πρωτοδικείο Τρικάλων, Ε. Δ., με τις οποίες ακριβές αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού ως αρμόδιου του Β1 τμήματος και πράξη ορισμού δικασίμου για την δικάσιμο της 5/3/2024, καθώς και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο αυτή, επιδόθηκε στους αναιρεσιβλήτους, κατόπιν παραγγελίας του δικηγόρου Αθηνών Ι. Α.υ, ως πληρεξούσιου δικηγόρου των αναιρεσειόντων. Ως προς τους ως άνω 8η, 10η, 11ο, 12η, 17η, 24ο, 25ο, 31ο, 35η, 37η, 39η, 40η και 41ο αναιρεσείοντες, όμως, οι οποίοι, όπως προεκτέθηκε, δεν εμφανίσθηκαν κατά τη συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης ούτε κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο (5/3/2024), ούτε κατά την μετ'αναβολή δικάσιμο (4/3/2025), δεν αποδεικνύεται ότι αυτοί είχαν χορηγήσει πληρεξουσιότητα στον ως άνω δικηγόρο, που υπέγραψε, για λογαριασμό όλων των αναιρεσειόντων, την παραγγελία προς επίδοση της ένδικης αίτησης προς τους αναιρεσιβλήτους με κλήση προς συζήτησή της για τη δικάσιμο της 5/3/2024, οπότε αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, να επισπεύσει και για λογαριασμό τους τη συζήτηση αυτής, αφού δεν προσκομίζονται συμβολαιογραφικά πληρεξούσια των εν λόγω αναιρεσειόντων προς τον ως άνω δικηγόρο, ούτε αποδεικνύεται ότι αυτοί κλητεύθηκαν από τους αναιρεσιβλήτους, αλλά ούτε και από τους απλούς ομοδίκους τους αναιρεσείοντες, για να παραστούν στη συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης. Κατά συνέπεια, ακύρως οι ως άνω 8η, 10η, 11ος, 12η, 17η, 24ος, 25ος, 31ος, 35η, 37η, 39η, 40η και 41ος αναιρεσείοντες επέσπευσαν τη συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης και δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε, δεν προκύπτει κλήτευσή τους, προκειμένου να παραστούν κατά την εκδίκαση αυτής για τη δικάσιμο της 5/3/2024 πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης ως προς τους ως άνω απολειπόμενους αναιρεσείοντες, κατά το μέρος που η αναίρεση αφορά το παριστάμενο προσηκόντως πρώτο αναιρεσίβλητο. Ως προς τους λοιπούς αναιρεσείοντες, που παραστάθηκαν στο ακροατήριο με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Ι. Α.υ, δικηγόρου Αθηνών, προς απόδειξη δε της πληρεξουσιότητας που χορήγησαν στον προαναφερόμενο δικηγόρο προσκομίζουν ιδιωτικά έγγραφα με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής τους από δημόσια αρχή, παρότι η κρινόμενη υπόθεση δεν έχει τον χαρακτήρα εργατικής διαφοράς, αλλά διαφοράς που απορρέει από την ασφαλιστική σχέση μεταξύ των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων και του εναγόμενου και ήδη πρώτου αναιρεσίβλητου ταμείου επικουρικής ασφάλισης, που αποτελεί οργανισμό επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, στο οποίο ήταν ασφαλισμένοι κατά την επίδικη περίοδο οι ενάγοντες (άρθρο 614 παρ. 4 περ. β' ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση λόγω του χρόνου δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως εκτίθεται στην υπό στοιχείο
ΙΙΙ νομική σκέψη), στην οποία εφαρμόζεται η διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και, επομένως, η πληρεξουσιότητα ενώπιον του Αρείου Πάγου δίνεται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, όπως προεκτέθηκε στην υπό στοιχείο
ΙΙ νομική σκέψη και δεν αρκεί ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή. Επομένως, δεδομένου ότι ο πληρεξούσιος των παριστάμενων αναιρεσειόντων παραστάθηκε με δήλωση στο ακροατήριο, αλλά δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του (κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 96 παρ. 1 ΚΠολΔ), την οποία, όπως προεκτέθηκε, οφείλει αυτεπαγγέλτως να εξετάσει το Δικαστήριο, οι ως άνω μη προσηκόντως παριστάμενοι αναιρεσείοντες θεωρούνται δικονομικώς απόντες. Όπως προεκτέθηκε, όλοι οι αναιρεσείοντες επέσπευσαν τη συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης, και, δεδομένου ότι και οι ως άνω μη προσηκόντως παριστάμενοι αναιρεσείοντες επέσπευσαν αυτήν ακύρως, καθότι δεν αποδεικνύεται ότι αυτοί είχαν χορηγήσει πληρεξουσιότητα στον ως άνω δικηγόρο, που υπέγραψε, για λογαριασμό όλων των αναιρεσειόντων, την παραγγελία προς επίδοση της ένδικης αίτησης προς τους αναιρεσιβλήτους, να επισπεύσει και για λογαριασμό τους τη συζήτηση αυτής, ούτε αποδεικνύεται ότι αυτοί κλητεύθηκαν από τους αναιρεσιβλήτους, αλλά ούτε και από τους απλούς ομοδίκους τους αναιρεσείοντες, για να παραστούν στη συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης, πρέπει και ως προς αυτούς να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, κατά το μέρος που η αναίρεση αφορά το παριστάμενο πρώτο αναιρεσίβλητο. Εξάλλου, δεδομένου ότι οι απολειπόμενοι 2η έως 8ος αναιρεσίβλητοι δεν συνδέονται με το πρώτο αναιρεσίβλητο με σχέση αναγκαστικής ομοδικίας, αλλά με σχέση απλής ομοδικίας, πρέπει να χωρισθεί η υπόθεση ως προς αυτούς και να κηρυχθεί ματαιωθείσα η συζήτηση, κατά το μέρος της που η αναίρεση όλων των αναιρεσειόντων (απολειπομένων και μη προσηκόντως παρισταμένων) στρέφεται κατ'αυτών (άρθρο 260 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατόπιν των ανωτέρω, η συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης πρέπει: α) να κηρυχθεί απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται κατά του προσηκόντως παρισταμένου πρώτου αναιρεσίβλητου και, β) να κηρυχθεί ματαιωθείσα κατά το μέρος που στρέφεται κατά των λοιπών (απόντων) αναιρεσίβλητων. Τέλος, δικαστικά έξοδα ως προς το προσηκόντως παριστάμενο πρώτο αναιρεσίβλητο νομικό πρόσωπο δεν επιδικάζονται, διότι η παρούσα απόφαση ως προς αυτό δεν είναι οριστική.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Διατάσσει το χωρισμό της υπόθεσης ως προς τους δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη, έκτο, έβδομο και όγδοο αναιρεσίβλητους.
Κηρύσσει ματαιωθείσα τη συζήτηση της από 8/7/2022 (αρ. εκθ. κατ. ...) αίτησης για αναίρεση της υπ'αριθμ. 6447/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που στρέφεται κατά των δεύτερου (2ου), τρίτου (3ου), τέταρτου (4ου), πέμπτου (5ου), έκτου (6ου), έβδομου (7ου) και όγδοου (8ου) αναιρεσιβλήτων.
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 8/7/2022 αίτησης κατά το μέρος που στρέφεται κατά του πρώτου αναιρεσίβλητου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 29 Απριλίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Μαΐου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ