ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 833/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 833/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 833/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 833 / 2025    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 833/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Αριστείδη Βαγγελάτο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο (σύμφωνα με την 1/2025 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου Δήμητρας Ζώη), Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη, Βάϊα Ζαρχανή και Ειρήνη Νικολάου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 4 Μαρτίου 2025, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Του εδρεύοντος στην Αθήνα, ΝΠΙΔ με την επωνυμία "...)", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Γιάννη Καρούζου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσίβλητων: 1)Σωματείου με την επωνυμία "..., που εδρεύει στην Αθήνα, 2) Α. Α., του Σ., κατοίκου ..., 3)…. και, 45) Χ. Ι. του Β., κατοίκου Αθηνών, εκ των οποίων οι με α/α 2η,4η,7η,9η,28ος,31ος,35η, 37η, 38η 39η, 40η,41ος,43ος, 44η,45ος δεν παραστάθηκαν. Όλοι οι λοιποί παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Ι. Α.υ, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Κοινοποιούμενη: 1) Της Πρωτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία "..."" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που δεν παραστάθηκε.
2) Της Πρωτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία " ..." που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, που δεν παραστάθηκε.
3)Της Πρωτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία " ..." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που δεν παραστάθηκε.
4)Της Πρωτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία " ..." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που δεν παραστάθηκε.
5)Της Πρωτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία " ..." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που δεν παραστάθηκε.
Κοινοποίηση στους τριτανακόπτοντες: 1) Γ. Ρ. του Π. κατοίκου ..., 2)Δ. Ν. του Π. κατοίκου ... 3) Ι. Κ. του Χ. κατοίκου Αθήνας, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-10-2014 αγωγή των φυσικών προσώπων-ήδη αναιρεσίβλητων, καθώς και την από 10-11-2016 πρόσθετη παρέμβαση, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 1392/2018 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεων, προσθέτων παρεμβάσεων και τριτανακοπής, αφού συνεκδικάσθηκαν, η 6447/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση των ανωτέρω αποφάσεων ζητεί το αναιρεσείον με την από 29-2-2024 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Ειρήνη Νικολάου.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 576 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος και υπό τον όρο ότι η επίσπευση της συζήτησης έλαβε χώρα εγκύρως, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος ή ο μη παριστάμενος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί, ενώ σε αντίθετη περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση (ΑΠ 436/2024). Τις κλητεύσεις επικαλείται και αποδεικνύει ο παριστάμενος διάδικος (ΑΠ 336/2024). Ακόμη, με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 3 εδ. α' του ιδίου Κώδικα ορίζεται ότι αν μετέχουν περισσότεροι στη δίκη για την αναίρεση και δεν κλητεύθηκε κάποιος από αυτούς, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους, ενώ με τη διάταξη του εδ. β' του ίδιου άρθρου, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 62 του ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20.3.2013), ορίζεται ότι σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Συνακόλουθα, αν οι αναιρεσείοντες ή οι αναιρεσίβλητοι είναι περισσότεροι και απολείπεται ή δεν μετέχει προσηκόντως της συζήτησης ένας εξ αυτών, σε περίπτωση απλής ομοδικίας, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς ομοδίκους, που δεν έχουν κλητευθεί (ΟλΑΠ 14/2015, ΑΠ 829/2024, ΑΠ 336/2024).
ΙΙ. Κατά το άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔ στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά δε το άρθρο 96 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, η πληρεξουσιότητα ενώπιον του Αρείου Πάγου δίνεται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Με το άρθρο 63 του ν. 4509/2017 (ΦΕΚ Α 201/22.12.2017) προστέθηκε εδάφιο β' στην τελευταία αυτή διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 96 ΚΠολΔ, με την οποία ορίσθηκε ότι, ειδικά για τις εργατικές διαφορές, η πληρεξουσιότητα (ενώπιον του Αρείου Πάγου) μπορεί να δίνεται με ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή. Κατά το άρθρο 104 ΚΠολΔ για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει η πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Κατά δε το δεύτερο εδάφιο της τελευταίας αυτής διάταξης το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της (ΟλΑΠ 13/2008, ΟλΑΠ 39/2005, ΑΠ 336/2024). Εάν ο πληρεξούσιος του διαδίκου εμφανίζεται στο ακροατήριο, αλλά δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του (κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 96 παρ. 1 ΚΠολΔ), την οποία, όπως προεκτέθηκε, οφείλει αυτεπαγγέλτως να εξετάσει το Δικαστήριο, θεωρείται δικονομικώς απών. Περαιτέρω, από το άρθρο 143 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ, με το οποίο ορίζεται ότι ο δικαστικός πληρεξούσιος που διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96 (δηλαδή είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση) είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη, στην οποία είναι πληρεξούσιος, έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, εκτός αν με δικόγραφο γνωστοποιηθεί στους λοιπούς διαδίκους η αντικατάστασή του, συνάγεται ότι ο δικηγόρος που παραστάθηκε ως πληρεξούσιος του διαδίκου στην πρωτοβάθμια ή στη δευτεροβάθμια, εφόσον ασκηθεί έφεση, δίκη θεωρείται κατά νόμο αντίκλητος για τις αναγόμενες στη δίκη αυτή επιδόσεις εγγράφων, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, εκτός αν γνωστοποιηθεί η αντικατάστασή του. Επίσης, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 143 ΚΠολΔ, η επίδοση της κλήσης για τη συζήτηση αγωγής ή ένδικου μέσου μπορεί να γίνει και σε όποιον τα έχει υπογράψει ως πληρεξούσιος. Από δε τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 438 και 104 ΚΠολΔ προκύπτει ότι από τη μνεία που γίνεται στο προεισαγωγικό τμήμα της δικαστικής απόφασης ότι για κάποιον από τους διαδίκους παρέστη ο αναφερόμενος σ' αυτή πληρεξούσιος δικηγόρος και τη βεβαίωση στο κύριο σώμα αυτής ότι το δικαστήριο δίκασε κατ' αντιμωλία των διαδίκων, υπάρχει πλήρης απόδειξη για τον διορισμό αυτού ως δικαστικού πληρεξουσίου του διαδίκου αυτού, δεδομένου ότι η συνδρομή του στοιχείου της δικαστικής πληρεξουσιότητας είναι γεγονός, την αλήθεια του οποίου όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του ανωτέρω άρθρου 104 του ως άνω κώδικα (ΑΠ 447/2023, ΑΠ 1578/2021, ΑΠ 1170/2021).
ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 663 ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε πριν τη σιωπηρή κατάργησή του, όπως και τα άρθρα 646 έως 681Δ ΚΠολΔ, με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015), με το οποίο ορίζεται ότι αντικαθίσταται το ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ (άρθρα 591 έως 681Δ) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και παρατίθενται ως νέες διατάξεις τα άρθρα 591 έως και 645, "Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 664 έως 676 δικάζονται 1) οι διαφορές από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή την παροχή της εργασίας αυτής μεταξύ των εργαζομένων ή των διαδόχων τους ή εκείνων που κατά νόμο έχουν δικαίωμα από την παροχή της εργασίας τους και των εργοδοτών ή των διαδόχων τους, 2) οι διαφορές από την παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή την παροχή της εργασίας αυτής μεταξύ εκείνων που εργάζονται μαζί στον ίδιο εργοδότη, 3) οι διαφορές από συλλογική σύμβαση εργασίας ή από διατάξεις που εξομοιώνονται προς διατάξεις συλλογικής σύμβασης μεταξύ εκείνων που υπάγονται στις διατάξεις αυτές ή μεταξύ αυτών και τρίτων, 4) οι διαφορές μεταξύ επαγγελματιών ή βιοτεχνών μεταξύ τους ή μεταξύ αυτών και των πελατών τους, από την παροχή εργασίας ή ειδών που αυτοί κατασκεύασαν, 5) οι διαφορές μεταξύ οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και των ασφαλισμένων στους οργανισμούς αυτούς ή των διαδόχων τους ή εκείνων που κατά το νόμο έχουν δικαιώματα από την ασφαλιστική σχέση". Περαιτέρω, με το άρθρο 614 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015) και εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα κατατιθέμενα από την 1/1/2016 ένδικα μέσα και αγωγές, ορίζεται ότι κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών δικάζονται οι μισθωτικές διαφορές, οι διαφορές από οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία, οι εργατικές διαφορές, οι διαφορές επαγγελματιών και οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, οι διαφορές από αμοιβές, οι διαφορές για ζημιές από αυτοκίνητα, οι διαφορές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και οι διαφορές από πιστωτικούς τίτλους. Σύμφωνα με τον αρ. 3 του ίδιου άρθρου, "Εργατικές διαφορές είναι: α) οι διαφορές από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή την παροχή της εργασίας αυτής μεταξύ των εργαζομένων ή των διαδόχων τους ή εκείνων που κατά το νόμο έχουν δικαίωμα από την παροχή εργασίας τους και των εργοδοτών ή των διαδόχων τους, β) οι διαφορές από την παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή την παροχή της εργασίας αυτής μεταξύ εκείνων που εργάζονται μαζί στον ίδιο εργοδότη, γ) οι διαφορές από συλλογική σύμβαση εργασίας ή από διατάξεις που εξομοιώνονται προς διατάξεις συλλογικής σύμβασης μεταξύ εκείνων που υπάγονται στις διατάξεις αυτές ή μεταξύ αυτών και τρίτων, δ) οι παρεμπίπτουσες αγωγές κατά δικονομικών εγγυητών στις δίκες που αφορούν τις διαφορές των περιπτώσεων α' και β' της παρούσας παραγράφου, καθώς και ε) οι αγωγές κατά ομοδίκων των εναγομένων στις δίκες που αφορούν τις διαφορές των περιπτώσεων α' και β' της παρούσας παραγράφου, εφόσον εναχθούν από κοινού ή προσεπικληθούν". Επίσης, σύμφωνα με τον αρ. 4 του ίδιου άρθρου, "Διαφορές επαγγελματιών και οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης είναι: α) οι διαφορές μεταξύ επαγγελματιών ή βιοτεχνών μεταξύ τους ή μεταξύ αυτών και των πελατών τους, από την παροχή εργασίας ή ειδών που αυτοί κατασκεύασαν και β) οι διαφορές μεταξύ οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και των ασφαλισμένων στους οργανισμούς αυτούς ή των διαδόχων τους ή εκείνων που κατά το νόμο έχουν δικαιώματα από την ασφαλιστική σχέση". Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, για τα κατατιθέμενα μετά την 1/1/2016 ένδικα μέσα και αγωγές με αντικείμενο διαφορά μεταξύ οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και των ασφαλισμένων στους οργανισμούς αυτούς ή των διαδόχων τους ή εκείνων που κατά το νόμο έχουν δικαιώματα από την ασφαλιστική σχέση, εφαρμόζεται η διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και δεν περιλαμβάνονται στις εργατικές διαφορές. Στους Οργανισμούς δε κοινωνικής ασφάλισης υπάγονται και τα αλληλοβοηθητικά ταμεία επικουρικής ασφαλίσεως (ΑΠ 101/2024, ΑΠ 929/2023, ΑΠ 718/2022, ΑΠ 1318/2018). Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 3Β περ. δ' του άρθρου 495 ΚΠολΔ, εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της αναίρεσης υποχρεούται να καταθέσει παράβολο, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου, το οποίο ανέρχεται στην περίπτωση αναίρεσης κατά απόφασης του Εφετείου στο ποσό των 450 ευρώ και κατά της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου στο ποσό των 300 ευρώ. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο (ΑΠ 1012/2022, ΑΠ 1396/2021). Σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο. Η υποχρέωση της παρούσας παραγράφου δεν ισχύει για τις διαφορές των άρθρων 614 αρ. 3 (εργατικές διαφορές) και 5 (διαφορές από αμοιβές) και 592 αρ. 1 και 3 (οικογενειακές διαφορές). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι διαφορές του αρ. 4 του άρθρου 614 ΚΠολΔ, οι οποίες, όπως προεκτέθηκε, για τα κατατιθέμενα από 1/1/2016 δικόγραφα δεν περιλαμβάνονται στις εργατικές διαφορές, δεν απαλλάσσονται της υποχρέωσης για καταβολή του σχετικά προβλεπόμενου στο άρθρο 495 ΚΠολΔ παραβόλου.
ΙV. Σύμφωνα με την αρχή διαχρονικού δικονομικού δικαίου του άρθρου 24 παρ. 1 του ΕισΝΚΠολΔ, η οποία έχει εφαρμογή όταν στον νεότερο νόμο δεν περιλαμβάνεται ειδική μεταβατική διάταξη, το παραδεκτό των ενδίκων μέσων κρίνεται σύμφωνα με τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης (πρβλ ΟλΑΠ 10/2018, ΑΠ 52/2019 και ΑΠ 1049/2019 για τη διετή προθεσμία για άσκηση ενδίκων μέσων πριν και μετά την τροποποίηση με τον ν. 4335/2015, ΑΠ 153/2023). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 564 παρ. 1 ΚΠολΔ αν ο αναιρεσείων διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της αναίρεσης είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης, ενώ κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία της αναίρεσης είναι δύο (2) έτη και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η οριζόμενη προθεσμία αρχίζει από την επομένη της επίδοσης ή της δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης ημέρα, καθ' όσον με τη διάταξη αυτή καθορίζεται απλώς η διάρκεια της προθεσμίας και το γεγονός που κινεί αυτήν, ενώ ο τρόπος υπολογισμού της, ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά την οποία οι προθεσμίες που ορίζονται από το νόμο αρχίζουν από την επομένη ημέρα, μετά την επίδοση του σχετικού εγγράφου. Περαιτέρω, από το άρθρο 553 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και απορριφθεί κατ' ουσίαν ή αν γίνει δεκτή κατ' ουσίαν και εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η εφετειακή απόφαση, στην οποία ενσωματώνεται η πρωτόδικη, διότι με αυτήν περατώνεται οριστικά η δίκη. Αν όμως ασκηθεί έφεση για την εξαφάνιση πρωτόδικης απόφασης και η έφεση απορριφθεί για τυπικούς λόγους, τότε σε αναίρεση υπόκειται η εφετειακή απορριπτική απόφαση για το κεφάλαιό της το σχετικό με την απόρριψη, καθώς και η πρωτόδικη απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, γιατί αυτή γίνεται πλέον τελεσίδικη, ως προς τα με αυτήν κριθέντα, με την έκδοση της απόφασης, η οποία απέρριψε για τυπικούς λόγους την έφεση (ΑΠ 1652/2023, ΑΠ 1138/2022, ΑΠ 362/2020). Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης και κατά της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον η έφεση απορριφθεί ως απαράδεκτη (διαφορετική η περίπτωση της απορρίψεως ως εκπρόθεσμης), αρχίζει από την επίδοση, άλλως δημοσίευση, της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, που απορρίπτει την έφεση για τυπικούς λόγους (ΑΠ 1652/2023, ΑΠ 1138/2022, ΑΠ 362/2020). Τέλος, κατά το άρθρο 577 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, το εμπρόθεσμο της άσκησης της αναίρεσης είναι προϋπόθεση του παραδεκτού της, τη συνδρομή της οποίας εξετάζει ο Άρειος Πάγος όχι μόνον κατ' ένσταση, αλλά και αυτεπαγγέλτως, με βάση τα αποδεικτικά έγγραφα της δικογραφίας και απορρίπτει την αναίρεση αν λείπει η προϋπόθεση αυτή (ΟλΑΠ 412/1981, ΑΠ 1751/2022) V. Στην παρ. 1 του άρθρου 74 του Ν. 4690/2020 (A' 104/30.5.2020) ορίζεται ότι: "1. Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020-31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του άρθρου 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους", ενώ κατά την παρ. 1 του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021 (Α' 48/31.3.2021) ορίζεται ότι "Το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α' 55), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Α' 76), δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων, καθώς και στις προθεσμίες παραγραφής των συναφών αξιώσεων. Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους". Τέλος, με την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 4792/2021 (A' 54/9.4.2021) ορίζεται ότι "Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 (Α' 48), ως ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας για τον υπολογισμό των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία Δ1α/Γ.Π.οικ.18877/26.3.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό "Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορονοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021 και ώρα 6:00" (Β` 1194), ήτοι η 6.4.2021". Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι η προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων που έληξαν εντός του πρώτου χρονικού διαστήματος αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων (από 13/3/2020 έως 31/5/2020) ή μετά το πέρας αυτής και πριν από την έναρξη της ημερομηνίας της εκ νέου αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων (από 7/11/2020 έως 6/4/2021), δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθουν τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους (άρθρο 74 Ν. 4690/2020), ενώ, αντίθετα, η προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων που έληξαν εντός του δευτέρου χρονικού διαστήματος αναστολής (από 7/11/2020 έως 6/4/2021) ή μετά το πέρας αυτού, δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθουν δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους (άρθρα 83 Ν. 4790/2021 σε συνδυασμό με άρθρο 25 Ν. 4792/2021), χωρίς να συνυπολογίζεται, στην τελευταία αυτή περίπτωση, στην προθεσμία άσκησης των ενδίκων μέσων και η ως άνω προθεσμία των τριάντα (30) ημερών, καθότι αυτή εφαρμόζεται μόνο για τις προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων, που η λήξη τους ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 74 του Ν. 4690/2020, χωρίς, δηλαδή, να επακολουθήσει νέο χρονικό διάστημα αναστολής (ΑΠ 291/2024, ΑΠ 1338/2023).
Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, τα οποία επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, κατά τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Με την από 7/10/2014 (αρ. κατ. 113689/3879/8.10.2014) αγωγή, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών το νομικό πρόσωπο με την επωνυμία "..." ...), ήδη 1ο αναιρεσίβλητο, και εκατόν τριάντα εννέα (139) φυσικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων οι 2η έως 45ος αναιρεσίβλητοι, κατά του ήδη αναιρεσείοντος ΝΠΙΔ με την επωνυμία "...", ισχυρίσθηκαν ότι είναι το μεν πρώτο επαγγελματικό σωματείο, οι δε λοιποί μέλη του, ως εργαζόμενοι στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Εθνική Α.Ε. Διοικήσεως και Οργανώσεως", στη θέση της οποίας υπεισήλθε η "Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος", στην οποία απασχολούνται κατά τον ένδικο χρόνο και ότι για τον κλάδο της επικουρικής τους ασφάλισης είναι ασφαλισμένοι στο εναγόμενο, το οποίο αποτελεί επαγγελματικό εργασιακό σωματείο, με σκοπό τη χορήγηση μηνιαίας επικουρικής σύνταξης. Ότι με την υπαγωγή των μελών του πρώτου ενάγοντος στην παρεχόμενη από το εναγόμενο επικουρική ασφάλιση καταρτίστηκε μεταξύ της εργοδότριάς τους και του εναγομένου ταμείου σύμβαση υπέρ τρίτου, με την οποία συμφωνήθηκε η ασφάλιση των μελών του πρώτου ενάγοντος και προσδιορίσθηκε το ποσοστό των καταβαλλόμενων στο εναγόμενο από την εργοδότρια και τους εργαζόμενους ασφαλιστικών εισφορών σε ποσοστό 4% και 3% αντίστοιχα επί των συνολικών μηνιαίων αποδοχών των υπαλλήλων, οι οποίες (εισφορές) καταβάλλονταν συνεχώς στο εναγόμενο. Ότι σύμφωνα με τις καταστατικές προβλέψεις του εναγομένου διακόπτεται η ασφάλιση στο εναγόμενο Ταμείο και χάνεται η ιδιότητα του μέλους, εφόσον αυτό ζητηθεί από το ΔΣ του συλλόγου εργαζομένων που είναι μέλη του, η διακοπή της ασφάλισης ισχύει ομαδικά για όλα τα μέλη του, στην περίπτωση δε αυτή επιστρέφονται στα μέλη άτοκα οι ατομικές ασφαλιστικές τους εισφορές, που καταβλήθηκαν για όσο διάστημα ήταν μέλη του Ταμείου. Ότι λόγω της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης και της αμφίβολης βιωσιμότητας του εναγομένου, ο πρώτος ενάγων σύλλογος και οι λοιποί ενάγοντες, μέλη του, γνωστοποίησαν στις 6/12/2013 με αίτησή τους προς το εναγόμενο την επιθυμία τους να διακοπεί η ασφάλισή τους και να τους επιστραφούν οι καταβληθείσες από καθένα αυτών ασφαλιστικές εισφορές, όπως προβλέπεται από το καταστατικό του, το εναγόμενο όμως αρνήθηκε να τις επιστρέψει και τις παρακρατά παράνομα. Με βάση τα προεκτεθέντα ζήτησαν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στο πρώτο αυτών το συνολικό ποσό των 1.145.854,90 ευρώ, που αντιστοιχεί στο σύνολο των καταβληθεισών από τους λοιπούς ενάγοντες, μέλη του, ασφαλιστικών εισφορών για το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο 2008 έως Ιούλιο 2014, και το ποσό των 70.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής τους βλάβης, άλλως να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει σε καθένα των λοιπών, πλην του πρώτου, εναγόντων τα αιτούμενα για τις ίδιες αιτίες ποσά, με τον νόμιμο τόκο και να αναγνωρισθεί ότι από τις 6/12/2013 αυτοί δεν αποτελούν μέλη του εναγομένου. Με την από 10/11/2016 (αρ. κατ. ...) πρόσθετη παρέμβαση, που άσκησαν οι πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις "..."), "...", "..." και "...", αυτές παρενέβησαν προσθέτως στην ανοιγείσα δίκη υπέρ του εναγομένου και ζήτησαν να απορριφθεί η αγωγή. Μετά από συνεκδίκαση των παραπάνω δικογράφων, αφού κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση για είκοσι πέντε (25) από τους ενάγοντες, μη διαδίκους στην κρινόμενη υπόθεση, ως προς τους οποίους ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους δήλωσε ότι δεν εισάγεται η υπόθεση προς συζήτηση, συζητήθηκε η υπόθεση αντιμωλία των λοιπών διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ως διαφορά μεταξύ οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και των ασφαλισμένων στους οργανισμούς αυτούς ή των διαδόχων τους ή εκείνων που κατά τον νόμο έχουν δικαιώματα από την ασφαλιστική σχέση [άρθρο 663 περ. 5 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε, πριν καταργηθεί, μαζί με τα λοιπά άρθρα του Κεφαλαίου Ζ' περί εργατικών διαφορών του ΚΠολΔ, από 1/1/2016 με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015), το οποίο εφαρμόζεται λόγω του χρόνου κατάθεσης της ένδικης αγωγής (8/10/2014), ήτοι πριν την 1/1/2016 (άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου)] και εκδόθηκε η με αριθμό 1392/2018 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, μόνο κατά το μέρος της, με το οποίο οι ενάγοντες, πλην του πρώτου, ζητούσαν να αναγνωρισθεί ότι δεν αποτελούν μέλη του εναγομένου από 6/12/2013, ενώ απορρίφθηκε αυτή ως απαράδεκτη κατά την ίδια βάση για το πρώτο ενάγον και για τις λοιπές αγωγικές βάσεις ως απαράδεκτη για όλους του ενάγοντες λόγω επικουρικής εναγωγής, αφού κρίθηκε ότι οι 2ος έως 140ος ενάγοντες, πλην του πρώτου, ασκούν την αγωγή για την περίπτωση απόρριψής της ως προς το πρώτο αυτών. Κατά της παραπάνω απόφασης ασκήθηκε η από 24/7/2019 (αρ. κατ. 70248/5498/1.8.2019) έφεση του πρώτου των εναγόντων και πενήντα ενός (51) εκ των αρχικώς εναγόντων φυσικών προσώπων και η από 22/1/2020 (αρ. κατ. 7673/556/28.1.2020) έφεση του εναγομένου, που κοινοποιήθηκαν αμφότερες και στους προσθέτως παρεμβαίνοντες, οι οποίοι άσκησαν ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου την από 5/2/2020 (αρ. κατ. ...) πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του εκκαλούντος-εναγομένου, ενώ επίσης ασκήθηκε και η από 5/2/2020 (αρ. κατ. ...) τριτανακοπή των Γ. Ρ., Δ. Ν. και Ι. Κ., με αίτημα να απορριφθεί η έφεση των εναγόντων. Κατόπιν συνεκδίκασης των παραπάνω δικογράφων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών [άρθρο 614 παρ. 4 περ. β' ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται λόγω του χρόνου κατάθεσης των ένδικων εφέσεων μετά την 1/1/2016 (άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015)], εκδόθηκε η με αριθμό 6447/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία α) καταργήθηκε η δίκη για τους εκ των εκκαλούντων της από 24/7/2019 έφεσης Κ. Α., Β. Σ. και Ε. Φ. (μη διαδίκων στην παρούσα δίκη), ως προς τους οποίους έγινε δήλωση παραίτησης του δικογράφου, β) απορρίφθηκε η τριτανακοπή ελλείψει εννόμου συμφέροντος και, γ) απορρίφθηκαν αμφότερες οι εφέσεις ως απαράδεκτες, λόγω μη καταβολής του ορισθέντος με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παραβόλου για την άσκησή τους, αφού κρίθηκε ότι η ένδικη υπόθεση δεν αποτελεί εργατική διαφορά (άρθρο 614 αρ. 3 ΚΠολΔ), αλλά διαφορά μεταξύ οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και των ασφαλισμένων στους οργανισμούς αυτούς ή των διαδόχων τους ή εκείνων που κατά το νόμο έχουν δικαιώματα από την ασφαλιστική σχέση (άρθρο 614 αρ. 4 ΚΠολΔ) και, επομένως, δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 495 παρ. 3 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ. Κατά της ως άνω απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου το εναγόμενο, ήδη αναιρεσείον, άσκησε την ένδικη από 29/2/2024 αίτηση για αναίρεση της υπ'αριθμ. 1392/2018 απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (αρ. κατ. ...) και της υπ'αριθμ. 6447/2020 απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (αρ. κατ. ...) κατά των εναγόντων-εκκαλούντων-εφεσιβλήτων, η οποία κοινοποιήθηκε και στους προσθέτως παρεμβαίνοντες και τους τριτανακόπτοντες, για την εκδίκαση της οποίας ορίσθηκε ως αρμόδιο το Β1 Πολιτικό Τμήμα του παρόντος Δικαστηρίου και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 4/3/2025. Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση της ως άνω ένδικης αίτησης αναίρεσης του εναγομένου-εκκαλούντος-εφεσιβλήτου και ήδη αναιρεσείοντος κατά των εναγόντων-εκκαλούντων-εφεσιβλήτων και ήδη αναιρεσιβλήτων, με την οποία προσβάλλονται η 1392/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η υπ'αριθμ. 6447/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκαν αντιμωλία των διαδίκων της παρούσας αναιρετικής δίκης, δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσαν δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση (άρθρο 573 παρ. 1 ΚΠολΔ), ότι δεν θα παραστούν κατά τη συζήτησή της οι 2η, 4η, 7η, 9ος, 28ος, 31ος, 35η, 37η, 38η, 39η, 40η, 41ος, 43ος, 44η και 45ος αναιρεσίβλητοι. Από τις υπ'αριθμ. ... εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Ι. Κ., που προσκομίζονται μετ'επικλήσεως από το αναιρεσείον, προκύπτει ότι εξ αυτών οι 31ος, 35η, 37η, 39η, 40η και 41η αναιρεσίβλητοι, αντίστοιχα, κλήθηκαν να εμφανισθούν κατά τη συζήτηση της ένδικης αναίρεσης κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Επομένως, εφόσον δεν εμφανίσθηκαν κατ'αυτή, η συζήτηση θα προχωρήσει ως προς αυτούς σαν να ήταν παρόντες, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη του δικαστηρίου. Ως προς τους 2η, 4η, 7η, 9ο, 28ο, 38η, 43ο, 44η και 45ο αναιρεσίβλητους, που επίσης δεν εμφανίσθηκαν κατά τα προεκτεθέντα, προσκομίζεται από το αναιρεσείον η με αριθμό ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Ι. Κ., από την οποία προκύπτει ότι αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με κλήση προς εμφάνιση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (4/3/2025) επιδόθηκε για λογαριασμό των προαναφερόμενων αναιρεσιβλήτων στον δικηγόρο Αθηνών Ι. Α., ως πληρεξούσιο αυτών. Από κανένα στοιχείο, όμως, δεν προκύπτει ότι αυτός φέρει την ιδιότητα του αντικλήτου των αναιρεσιβλήτων για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη συγκεκριμένη δίκη έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, καθότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) των προσβαλλόμενων αποφάσεων με αριθμούς 1392/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 6447/2020 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ο ως άνω δικηγόρος δεν παρέστη ως πληρεξούσιος δικηγόρος των προαναφερόμενων αναιρεσιβλήτων, ούτε στην πρωτοβάθμια, ούτε στη δευτεροβάθμια δίκη, ούτε διορίστηκε με άλλο νόμιμο τρόπο, από τους αναφερόμενους στο άρθρο 96 ΚΠολΔ, αντίκλητος των αναιρεσιβλήτων, ούτε πρόκειται εν προκειμένω για επίδοση κλήσης προς συζήτηση για ένδικο μέσο, που αυτός έχει υπογράψει ως πληρεξούσιος δικηγόρος. Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στις οικείες υπό στοιχείο Ι και
ΙΙ νομικές σκέψεις, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε από το επισπεύδον αναιρεσείον νόμιμα στους 2η, 4η, 7η, 9ο, 28ο, 38η, 43ο, 44η και 45ο αναιρεσίβλητους, που δεν παρέστησαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης ως προς αυτούς. Περαιτέρω, από τα ίδια πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση της κρινόμενης υπόθεσης παρέστησαν με δήλωση, κατ'άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη κατ'άρθρο 573 παρ. 1 ΚΠολΔ, του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Ι. Α.υ, δικηγόρου Αθηνών, οι 1ο, 3ος, 5η, 6η, 8η, 10η έως και 27ος, 29ος, 30ος, 32ος, 33η, 34η, 36ος και 42ος αναιρεσίβλητοι, από τους οποίους ως προς τους 5η, 6η, 8η, 10η, 11ο, 12η, 14η, 17η, 24ο, 25ο και 32ο αυτών δεν προσκομίζεται συμβολαιογραφικό έγγραφο, με το οποίο να παρέχεται πληρεξουσιότητα στον δικηγόρο που παρέστη για λογαριασμό τους κατά τη συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης, που συνιστούν κατά νόμο τον αναγκαίο τύπο παροχής πληρεξουσιότητας του διαδίκου προς τον δικηγόρο του ενώπιον του Αρείου Πάγου επί περιουσιακών διαφορών (άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως στην προκείμενη υπόθεση, που αφορά διαφορά που απορρέει από την ασφαλιστική σχέση μεταξύ των εναγόντων και ήδη αναιρεσίβλητων και του εναγόμενου και ήδη αναιρεσείοντος ταμείου, που αποτελεί φορέα κοινωνικής επικουρικής ασφάλισης, στον οποίο ήταν ασφαλισμένοι κατά την επίδικη περίοδο οι ενάγοντες (άρθρο 614 παρ. 4 περ. β' ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση λόγω του χρόνου δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως εκτίθεται στην υπό στοιχείο
ΙΙΙ νομική σκέψη), στην οποία (διαφορά) εφαρμόζεται η διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και, επομένως, η πληρεξουσιότητα ενώπιον του Αρείου Πάγου δίνεται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά και δεδομένου ότι οι προαναφερόμενοι αναιρεσίβλητοι δεν εμφανίσθηκαν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, προκειμένου με προφορική τους δήλωση, καταχωρούμενη στα πρακτικά, να διορίσουν ως πληρεξούσιο τον δικηγόρο που τους εκπροσώπησε. Επομένως, εφόσον δεν έχει χορηγηθεί νομίμως πληρεξουσιότητα στον δικηγόρο Αθηνών Ι. Α., σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι 5η, 6η, 8η, 10η, 11ος, 12η, 14η, 17η, 24ος, 25ος και 32ος αναιρεσίβλητοι δεν μετέχουν κανονικά στην αναιρετική δίκη και θεωρούνται δικονομικά απόντες. Από δε τις προσκομιζόμενες μετ'επικλήσεως από το αναιρεσείον με αριθμούς ... εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών Ι. Κ. προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού ως αρμοδίου του Β1 τμήματος και πράξη ορισμού δικασίμου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (4/3/2025), επιδόθηκε, με επιμέλεια του αναιρεσείοντος, νόμιμα και εμπρόθεσμα στους 8η, 10η, 11ο, 12η, 17η, 24ο και 25ο αναιρεσίβλητους, αντίστοιχα.
Συνεπώς, το Δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης ως προς τους αναιρεσίβλητους αυτούς, παρά την απουσία τους (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ). Ως προς τους 5ο, 6η, 14η και 32ο, αναιρεσίβλητους προσκομίζεται από το αναιρεσείον η με αριθμό ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Ι. Κ., από την οποία προκύπτει ότι αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με κλήση προς εμφάνιση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (4/3/2025) επιδόθηκε για λογαριασμό των προαναφερόμενων αναιρεσιβλήτων στον δικηγόρο Αθηνών Ι. Α., ως πληρεξούσιο αυτών. Από κανένα στοιχείο, όμως, δεν προκύπτει ότι αυτός φέρει την ιδιότητα του αντικλήτου των ως άνω αναιρεσιβλήτων για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη συγκεκριμένη δίκη έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, καθότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) των προσβαλλόμενων αποφάσεων με αριθμούς 1392/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 6447/2020 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ο ως άνω δικηγόρος δεν παρέστη ως πληρεξούσιος δικηγόρος τους ούτε στην πρωτοβάθμια, ούτε στη δευτεροβάθμια δίκη, ούτε διορίστηκε με άλλο νόμιμο τρόπο, από τους αναφερόμενους στο άρθρο 96 ΚΠολΔ, αντίκλητός τους, ούτε πρόκειται εν προκειμένω για επίδοση κλήσης προς συζήτηση για ένδικο μέσο, που αυτός έχει υπογράψει ως πληρεξούσιος δικηγόρος. Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στις οικείες νομικές σκέψεις, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε από το επισπεύδον αναιρεσείον νόμιμα στους 5ο, 6η, 14η και 32ο αναιρεσίβλητους, που δεν παρέστησαν προσηκόντως, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης ως προς αυτούς. Περαιτέρω, οι 1ο, 3ος, 13ος, 15ος, 16η, 18η, 19η, 20ος, 21η, 22η, 23ος, 26η, 27ος, 29ος, 30ος, 33η, 34η, 36ος και 42η αναιρεσίβλητοι, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση του προαναφερθέντος πληρεξούσιου δικηγόρου τους, αυτοί προσκομίζουν προς απόδειξη της πληρεξουσιότητας που χορήγησαν στον προαναφερόμενο δικηγόρο ιδιωτικά έγγραφα με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής τους από δημόσια αρχή, παρότι, όπως προαναφέρθηκε, η κρινόμενη υπόθεση δεν έχει τον χαρακτήρα εργατικής διαφοράς, αλλά διαφοράς από την ασφαλιστική σχέση μεταξύ του αναιρεσείοντος ταμείου επικουρικής ασφάλισης, και των αναιρεσιβλητων ασφαλισμένων του, στην οποία εφαρμόζεται η διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και, επομένως, η πληρεξουσιότητα ενώπιον του Αρείου Πάγου δίνεται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, όπως προεκτέθηκε στην υπό στοιχείο
ΙΙ νομική σκέψη και δεν αρκεί ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή. Επομένως, δεδομένου ότι ο πληρεξούσιος των ως άνω αναιρεσιβλήτων παραστάθηκε με δήλωση στο ακροατήριο, αλλά δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του (κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 96 παρ. 1 ΚΠολΔ), την οποία, όπως προεκτέθηκε, οφείλει αυτεπαγγέλτως να εξετάσει το Δικαστήριο, αυτοί θεωρούνται δικονομικώς απόντες. Το αναιρεσείον προς απόδειξη της κλήτευσης των ως άνω δικονομικά απόντων αναιρεσίβλητων προσκομίζει τη με αριθμό ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Ι. Κ., από την οποία προκύπτει ότι αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με κλήση προς εμφάνιση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (4/3/2025) επιδόθηκε για λογαριασμό αυτών στον δικηγόρο Αθηνών Ι. Α., ως πληρεξούσιο αυτών. Από κανένα στοιχείο, όμως, δεν προκύπτει ότι αυτός φέρει την ιδιότητα του αντικλήτου των ως άνω αναιρεσιβλήτων για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη συγκεκριμένη δίκη έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, καθότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προσβαλλόμενων αποφάσεων με αριθμούς 1392/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 6447/2020 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ο ως άνω δικηγόρος δεν παρέστη ως πληρεξούσιος δικηγόρος των προαναφερόμενων αναιρεσιβλήτων ούτε στην πρωτοβάθμια, ούτε στη δευτεροβάθμια δίκη, ούτε διορίστηκε με άλλο νόμιμο τρόπο, από τους αναφερόμενους στο άρθρο 96 ΚΠολΔ, αντίκλητος των αναιρεσιβλήτων, ούτε πρόκειται εν προκειμένω για επίδοση κλήσης προς συζήτηση για ένδικο μέσο, που αυτός έχει υπογράψει ως πληρεξούσιος δικηγόρος. Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στις οικείες νομικές σκέψεις, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε από το επισπεύδον αναιρεσείον νόμιμα στους 1ο, 3ο, 13ο, 15ο, 16η, 18η, 19η, 20ο, 21η, 22η, 23ο, 26η, 27ο, 29ο, 30ο, 33η, 34η, 36ο και 42η αναιρεσίβλητους, που δεν παρέστησαν νόμιμα, ούτε εκπροσωπήθηκαν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης ως προς αυτούς.
Περαιτέρω, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, με την οποία απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους η έφεση του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος, δημοσιεύθηκε στις 24/11/2020, κατά το διάστημα της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας, η οποία έληξε στις 5/4/2021, ενώ από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει επίδοσή της. Επομένως, η διετής καταχρηστική προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης τόσο κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όσο και κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, ξεκίνησε μετά τη λήξη της αναστολής, στις 6/4/2021, και έληξε στις 16/4/2023, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στις οικείες νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν. Όμως, η ένδικη αίτηση αναίρεσης, η οποία ασκήθηκε με την κατάθεσή της στις 4/3/2024 στη Γραμματεία τόσο του Πρωτοδικείου Αθηνών (αρ. εκθ. κατ. ...), όσο και του Εφετείου Αθηνών (αρ. εκθ. κατ. ...), έχει ασκηθεί εκπρόθεσμα, ήτοι μετά την παρέλευση της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 564 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει, συνυπολογιζομένου και του ως άνω διαστήματος της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας και, συνεπώς, θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα (άρθρο 577 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ) του Δικαστηρίου. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των καταβληθέντων από το αναιρεσείον για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης κατά της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας απόφασης με αριθμούς ... παραβόλων ποσών 300 ευρώ και 450 ευρώ αντίστοιχα (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2, 495 παρ. 4 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, ελλείψει σχετικού αιτήματος, λόγω της απουσίας των αναιρεσιβλήτων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 29/2/2024 (αρ. εκθ. κατ. στο Πρωτοδικείο ... και στο Εφετείο ...) αίτησης αναίρεσης ως προς τους 1ο, 2η, 3ο, 4η, 5η, 6η, 7η, 9ο, 13ο, 14η, 15ο, 16η, 18η, 19η, 20ο, 21η, 22η, 23η, 26η, 27ο, 28ο, 29ο, 30ο, 32ο, 33η, 34η, 36ο, 38η, 42η, 43ο, 44η και 45ο αναιρεσίβλητους.
Απορρίπτει την από 29/2/2024 αίτηση για αναίρεση της υπ'αριθμ. 1392/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της υπ'αριθμ. 6447/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς τους 8η, 10η, 11ο, 12η, 17η, 24ο, 25ο, 31ο, 35η, 37η, 39η, 40η και 41η αναιρεσίβλητους.
Διατάσσει την εισαγωγή των με αριθμούς ... παραβόλων στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 29 Απριλίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Μαΐου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή