
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 836 / 2025    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 836/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σωκράτη Πλαστήρα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος της Αντιπρόεδρου Μυρσίνης Παπαχίου και της αρχαιοτέρας της συνθέσεως Αρεοπαγίτου Ασπασίας Μεσσηνιάτη - Γρυπάρη), Σταύρο Μάλαινο, Αντιγόνη Τζελέπη, Ερασμία Λιούλη και Ζωή Καραχάλιου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Απριλίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σωτηρία Βελέντζα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Ι. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Σκορίνη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και ο οποίος στην εν λόγω από 4-4-2024 δήλωση, καθώς και με τις κατατεθείσες προτάσεις του δήλωσε ότι ο Κ. Ι. του Μ. (αναιρεσίβλητος) τελεί σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση και εκπροσωπείται από την μητέρα του Ζ. Τ. του Α., υπό την ιδιότητά της ως οριστικής δικαστικής συμπαραστάτριας αυτού, σύμφωνα με την ... απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-12-2017 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου (εκπροσωπουμένου από την μητέρα του Ζ. Τ. του Α., ενεργούσης υπό την ιδιότητά της ως οριστικής δικαστικής συμπαραστάτριας αυτού), που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την από 12-3-2018 παρεμπίπτουσα αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 25-5-2021 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Ερασμία Λιούλη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 63 ΚΠολΔ, όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε δικαιοπραξία, μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 64 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, όσοι είναι ανίκανοι να παρίστανται στο δικαστήριο με το δικό τους όνομα, εκπροσωπούνται από τους νομίμους αντιπροσώπους τους. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 128 αρ. 2, 1666 παρ. 1, 1667, 1676 αρ. 1, 1678 παρ. 1 και 1681 ΑΚ, από τη δημοσίευση της απόφασης που θέτει κάποιον ενήλικο υπό καθεστώς πλήρους στερητικής, δικαστικής συμπαράστασης, το πρόσωπο αυτό στερείται της ικανότητας προς δικαιοπραξία. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, από τη θέση του προσώπου υπό καθεστώς πλήρους στερητικής, δικαστικής συμπαράστασης επέρχεται μεταβολή, που επηρεάζει την ικανότητα της δικαστικής παράστασής του, αφού το πρόσωπο αυτό στερείται πλέον εκ του λόγου τούτου της δικαιοπρακτικής του ικανότητας, εντεύθεν δε και της ικανότητας να παρίσταται στο δικαστήριο και να ενεργεί τις διάφορες διαδικαστικές πράξεις στο δικό του όνομα (ΑΠ 1195/2012). Διάδικος, όμως, παραμένει το πρόσωπο αυτό, το οποίο μετά τη θέση του υπό πλήρη στερητική, δικαστική συμπαράσταση εκπροσωπείται νομίμως στο δικαστήριο από τον ορισθέντα προσωρινό και μετά την τελεσιδικία οριστικό δικαστικό συμπαραστάτη (ΑΠ 1736/2017). Τυχόν διαδικαστικές πράξεις, επιχειρούμενες ατομικά στο όνομα του συμπαραστατούμενου, μετά τη θέση αυτού υπό πλήρη δικαστική συμπαράσταση, όπως η συμμετοχή του κατά τη συζήτηση σε ανοιγείσα πριν τη θέση αυτού υπό πλήρη δικαστική συμπαράσταση δίκη, είναι κατά τα άρθρα 128 αρ. 2 ΑΚ, 63, 64 παρ. 1, 73, 159 παρ. 1 και 160 παρ. 1 ΚΠολΔ άκυρες, εκτός αν η σχετική έλλειψη αναφορικά με την ικανότητά του να παρίσταται στο δικαστήριο συμπληρωθεί εκ των υστέρων κατ' άρθρο 67 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η ακυρότητα αυτή, ως αναγόμενη στην έλλειψη της κατά το άρθρο 62 εδ. α` ΚΠολΔ διαδικαστικής προϋπόθεσης της ικανότητας να είναι κάποιος διάδικος, λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως (άρθρο 73 ΚΠολΔ), εφόσον από τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους στοιχεία προκύπτουν οι προϋποθέσεις αυτής (ΑΠ 458/2020, ΑΠ 1195/2012). Με την κρινόμενη από 25.5.2021 (αρ. εκθ. κατ. 3785/516/2021) αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η, αντιμωλία των διαδίκων, εκδοθείσα, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και τη σύμβαση ασφάλισης (άρθρ. 614 παρ. 1 και 6 του ΚΠολΔ), όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), με αριθ. ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Η αίτηση είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ), διότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 564 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αφού από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή κατ' άρθρο 561 παρ 2 ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, με την με αριθμό ... τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω, μετά την άσκηση της υπό κρίση αναιρέσεως, τέθηκε υπό πλήρη στερητική, δικαστική συμπαράσταση, και οριστική δικαστική συμπαραστάτρια ορίσθηκε η μητέρα του Ζ. Τ. του Α.. Κατά τη συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, έλαβε χώρα γνωστοποίηση του ως άνω γεγονότος και συγχρόνως δήλωση συνέχισης της δίκης από τον παραστάντα πληρεξούσιο δικηγόρο του εν λόγω διαδίκου, νόμιμα εκπροσωπουμένου, δυνάμει της άνω αποφάσεως, από την πιο πάνω δικαστική συμπαραστάτρια (ΚΠολΔ 286, 287 και 290), που μετείχε στη συζήτηση, εκπροσωπώντας τον αναιρεσίβλητο διάδικο Ι. Κ.. Επομένως, είναι έγκυρη η ως άνω παράσταση (συμμετοχή στη συζήτηση) του αναιρεσιβλήτου και παραδεκτά χωρεί, κατά τα λοιπά, η περαιτέρω έρευνα της αίτησης αναίρεσης, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτει, ότι η προσβαλλομένη με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως υπ' αριθμ. ... τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, αποτελεί κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Η ενάγουσα Ζ. Τ., ενεργούσα ως προσωρινή δικαστική συμπαραστάτρια του Ι. Κ. (ήδη αναιρεσιβλήτου) με την ένδικη από 1.12.2017 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εξέθεσε ότι ο πρώτος εναγόμενος Η. I. (μη διάδικος στην παρούσα δίκη) οδηγώντας το με αρ. κυκλ. ... αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης J. M. (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη), το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική του ευθύνη στην τρίτη εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "...", κατά τον εκεί αναφερόμενο χρόνο και τόπο και υπό τις συνθήκες, που λεπτομερώς περιγράφονται σε αυτήν (αγωγή), συγκρούστηκε από υπαιτιότητά του με το υπ' αριθμόν ... δίκυκλο μοτοποδήλατο, που οδηγούσε ο νομίμως ως άνω εκπροσωπούμενος ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος Ι. Κ., προκαλώντας υλικές ζημιές στο ανωτέρω όχημά του, καθώς και τον τραυματισμό του τελευταίου. Ζήτησε δε, με βάση το πραγματικό αυτό, μετά από παραδεκτή παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής ως προς τον πρώτο και την δεύτερη εκ των εναγομένων και μετά από παραδεκτή μερική μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, την επιδίκαση, συνολικά, του ποσού των 613.370,68 ευρώ, ως αποζημίωση για τη θετική και αποθετική του ζημία και ως αυτοτελή αποζημίωση κατ' άρθρο 931 του ΑΚ, καθώς και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη αυτός εξαιτίας του τραυματισμού του. Εν συνεχεία, η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία άσκησε ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου την από 12.3.2018 ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση - παρεμπίπτουσα αγωγή της, με την οποία ισχυρίσθηκε ότι το φερόμενο ως άνω ζημιογόνο αυτοκίνητο, που ήταν ασφαλισμένο σε αυτήν για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από αυτοκινητικά ατυχήματα, οδηγούσε, κατά το χρόνο του ατυχήματος, ο προστηθείς στην οδήγησή του από την δεύτερη παρεμπιπτόντως εναγομένη ως ιδιοκτήτρια αυτού, πρώτος παρεμπιπτόντως εναγόμενος Η. I., ευρισκόμενος υπό την επήρεια μέθης, και ότι λόγω του συμβατικού όρου αποκλεισμού της ευθύνης της στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε περίπτωση ήττας της επί της ως άνω κυρίας αγωγής, υποκαθίσταται στα δικαιώματα του αναιρεσιβλήτου. Ζήτησε δε, μετά από παραδεκτή τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να παρέμβουν οι καθών στην διανοιγείσα, δυνάμει της κυρίας αγωγής, δίκη και να αναγνωρισθεί ότι οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, υποχρεούνται να της καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο, με τους νόμιμους τόκους από την καταβολή της αποζημιώσεως από αυτήν. Επί των ως άνω συνεκδικασθεισών αγωγών, κύριας και παρεμπίπτουσας, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. ... οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έκανε εν μέρει δεκτές την κυρία αγωγή του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος συνέχισε τη δίκη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, μετά την άρση της προσωρινής δικαστικής συμπαράστασης αυτού, καθώς και την παρεμπίπτουσα αγωγή ως κατ' ουσίαν βάσιμες και επιδίκασε τα ποσά που αναφέρονται στο διατακτικό της. Κατά της απόφασης αυτής ο ενάγων - αναιρεσίβλητος και η εναγομένη - αναιρεσείουσα άσκησαν τις από 2.9.2018 με αρ. κατ. ... και από 19.7.2018 και με αρ. κατ. ... εφέσεις τους, αντίστοιχα, που συνεκδικάσθηκαν και επί των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλομένη υπ' αριθμ. ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία απέρριψε κατ' ουσίαν την από 19.7.2018 έφεση της αναιρεσείουσας ως προς τους δεύτερο και τρίτη εκ των εφεσιβλήτων Η. I. και J. M. (μη διαδίκων στην παρούσα δίκη), δέχθηκε αυτήν κατ' ουσίαν ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο και ήδη αναιρεσίβλητο, καθώς και την από 2.9.2018 έφεση του αναιρεσιβλήτου και αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη, κατά το μέρος που έκανε δεκτή την από 1.11.2017 κυρία αγωγή, διακράτησε την υπόθεση και δικάζοντας επ' αυτής, έκρινε αποκλειστικά υπαίτιο τον οδηγό του αυτοκινήτου Η. I. και υποχρέωσε την εναγομένη - αναιρεσείουσα να καταβάλει στον ενάγοντα - αναιρεσίβλητο το ποσό των 136.725,18 ευρώ, αναγνώρισε δε την υποχρέωση αυτής να του καταβάλει το ποσό των 23.220 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδ. β' και 914 του Α.Κ., προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση είναι ζήτημα καθαρά πραγματικό και κρίνεται από το δικαστήριο της ουσίας. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται κατ' αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ' ένσταση, συνεπάγεται την μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημιώσεως ή την μείωση του ποσού της (άρθρ. 300 ΑΚ). Ακόμη, από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, ότι οι έννοιες της αμέλειας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και, επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την συνδρομή ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος, κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου ως προς το εάν τα περιστατικά, που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν την έννοια του προαναφερόμενου πταίσματος. Αντιθέτως, δεν ελέγχεται ακυρωτικώς ο καθορισμός της βαρύτητας του πταίσματος και του ποσοστού κατά το οποίο εξ αυτού του λόγου πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, καθόσον αφορά σε εκτίμηση πραγμάτων. Εξάλλου, η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) δεν θεμελιώνει αυτή καθ' εαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης παραβάσεως και του επελθόντος αποτελέσματος (ΑΠ 520/2011, ΑΠ 331/2011, ΑΠ 239/2011, ΑΠ 147/2011). Περαιτέρω: ι) κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν.2696/1999 : "1. Αυτοί που χρησιμοποιούν τις οδούς πρέπει να αποφεύγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά που είναι ενδεχόμενο να εκθέσει σε κίνδυνο ή να παρεμβάλλει εμπόδια στην κυκλοφορία, να εκθέσει σε κίνδυνο πρόσωπα ή ζώα ή να προκαλέσει ζημιές σε δημόσιες ή ιδιωτικές περιουσίες. Οι οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή, να επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή στα παιδιά, στους υπερήλικες, .... να μην προκαλούν γενικά με τη συμπεριφορά τους τρόμο, ανησυχία ή παρενόχληση στους λοιπούς χρήστες των οδών, στους παρόδιους ή στους κατοικούντες πλησίον αυτών", ιι) κατά το άρθρο 19 παρ. 1 και 2 του ιδίου νόμου, "1. Ο οδηγός οδικού οχήματος επιβάλλεται να έχει τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του ώστε να μπορεί σε κά8ε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς. 2. Ο οδηγός επιβάλλεται να ρυθμίζει την ταχύτητα του οχήματός του λαμβάνων συνεχώς υπόψη του τις επικρατούσες συνθήκες, ιδιαίτερα δε τη διαμόρφωση του εδάφους, την κατάσταση και τα χαρακτηριστικά της οδού, την κατάσταση και το φορτίο του οχήματός του, τις καιρικές συνθήκες και τις συνθήκες κυκλοφορίας, κατά τρόπον ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματός του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο που μπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται στο ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της οδού. Υποχρεούται επίσης να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του και, σε περίπτωση ανάγκης, να διακόπτει την πορεία του, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν, και ιιι) κατά το άρθρο 20 παρ. 1: "1. Το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας των αυτοκινήτων οχημάτων, μέσα στις κατοικημένες περιοχές, ορίζεται σε 50 χιλιόμετρα την ώρα, εκτός αν άλλως ορίζεται με ειδική σήμανση". Έτι περαιτέρω, ο τρόπος και η έκταση της αποζημίωσης, η οποία οφείλεται από αδικοπραξία, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, προσδιορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 297, 298 ΑΚ, καθώς και στη διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 298 εδ. α' Α.Κ., η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 929 εδ. α' ΑΚ, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει ήδη επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του. Ως νοσήλια νοούνται οι δαπάνες, που έγιναν ή που κρίθηκαν αναγκαίες να γίνουν για τη σωτηρία και την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται, ότι κριτήριο για την υπαγωγή της δαπάνης στο εύρος της αποζημίωσης, που επιβάλλεται από το νόμο ο υπόχρεος να καταβάλει στον παθόντα, για την κάθε είδους ζημία, που υπέστη από τον, εξ αιτίας του ατυχήματος, τραυματισμό του, είναι η αναγκαιότητα ή μη αυτής για τον τελευταίο (ΑΠ 12/2020, Α.Π. 1572/2018, Α.Π. 1543/2017, Α.Π. 481/2016, Α.Π. 1935/2013, Α.Π. 2176/2009). Στην έννοια των νοσηλίων περιλαμβάνεται η δαπάνη για την καταβολή των νοσηλίων σε θεραπευτικό ίδρυμα (νοσοκομείο ή κλινική), η αμοιβή ιατρών, φάρμακα κ.λπ., αρκεί η δαπάνη να μην οφείλεται σε υπερβάλλουσα πρόνοια του παθόντος, οπότε και μόνον θα θεωρηθεί ως καταχρηστική (άρθρο 281 ΑΚ) και θα υπόκειται σε περικοπή (άρθρο 300 ΑΚ - μείωση, λόγω συντρέχοντος πταίσματος). Ειδικότερα, η ελεύθερη επιλογή θεραπευτικού ιδρύματος (νοσοκομείου δημόσιου ή ιδιωτικού), θεράποντος ιατρού και θεραπευτικής μεθόδου, ανήκει στον ίδιο τον ζημιωθέντα. Δηλαδή, ο παθών από αδικοπραξία δεν είναι υποχρεωμένος, για να μην επιβαρύνει τον υπόχρεο, να αρκεστεί να δεχθεί τις υπηρεσίες, τις οποίες του προσφέρει το ασφαλιστικό του ταμείο, από πλευράς θεραπευτικού ιδρύματος και διαθεσίμων σ' αυτό θεραπευτικών μεθόδων και ιατρών, διότι η υποχρέωση του τραυματισθέντος να περιορίσει τη ζημία του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπέρτερη του αγαθού και του δικαιώματος προστασίας της υγείας του. Επομένως, δικαιούται να ζητήσει τα νοσήλια για την εισαγωγή του σε πλέον δαπανηρό ιδιωτικό θεραπευτήριο, αντί του δημόσιου νοσοκομείου, εφόσον επικαλείται, ότι αυτό είναι αναγκαίο για την καλύτερη ή ταχύτερη αντιμετώπιση της κατάστασης της υγείας του ή για την αποτροπή επιδείνωσης της υγείας του και δεν γίνεται από υπερβάλλουσα πρόνοια του παθόντος (ΑΠ 1679/2022, ΑΠ 415/2019). Τέλος, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά, που αυτό δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, γενικώς λαμβανόμενα, μπορούν να θεωρηθούν, αντικειμενικώς, ως πρόσφορη αιτία της ζημίας που επήλθε, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή, από το δικαστήριο της ουσίας, των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, ενώ η κρίση για το αν, πράγματι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η πράξη ή η παράλειψη εκείνη αποτέλεσε την αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρ. 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., καθόσον ανάγεται σε εκτίμηση πραγματικού υλικού (Α.Π. 521/2021, Α.Π. 867/2020, Α.Π. 605/2020, Α.Π. 551/2020). Επίσης, οι έννοιες της υπαιτιότητας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και, επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς τη συνδρομή ή όχι υπαιτιότητας του ζημιώσαντος ή οικείου πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δ., για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας (Α.Π. 1348/2021, Α.Π. 186/2021, Α.Π. 607/2020, Α.Π. 252/2020). Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών οχημάτων που ενεπλάκησαν σε τροχαίο ατύχημα, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 914 του Α.Κ. (Α.Π. 521/2021, Α.Π. 867/2020, Α.Π. 607/2020, Α.Π. 551/2020). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σ' αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας, έτσι, την κρίση της αποφάσεως για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περιπτώσεως στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περιπτώσεως. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ.Α.Π. 15/2006, Α.Π. 844/2022, Α.Π. 703/2022, Α.Π. 1373/2019, Α.Π. 1003/2019). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (Α.Π. 1214/2023, Α.Π. 1493/2021, Α.Π. 390/2021, Α.Π. 148/2021, Α.Π. 466/2019). Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η παραπάνω διάταξη, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ιδίως, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, συνεπώς, δεν αποτελούν "αιτιολογία" της αποφάσεως, ώστε, στο πλαίσιο της εν λόγω διατάξεως του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναιρέσεως ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων, που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους, δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι ανέλεγκτη και, επομένως, ο αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερόμενες εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι απαράδεκτος, καθόσον πλήττεται πλέον η ουσία της υποθέσεως, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (Α.Π. 1214/2023, ΑΠ 1335/23, ΑΠ 317/2021, ΑΠ 586/2020, ΑΠ 228/2020, ΑΠ 22/2020). Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των αρθ. 118 αριθ. 4, 566 παρ. 1, 577 παρ. 3 ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο της ουσίας ερεύνησε την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει να καθορίζεται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάσθηκε, καθόσον ο κανόνας αυτός προσδιορίζει το ζήτημα, που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες και σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια και αντιφατικότητα αυτών και όλες οι κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δηλ. τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο ότι προέκυψαν από τις αποδείξεις ως θεμελιωτικά της κρίσης του για το βάσιμο ή αβάσιμο της αγωγής ή άλλης αυτοτελούς αίτησης ή ανταίτησης. Διαφορετικά ο σχετικός αναιρετικός λόγος είναι αόριστος και απορριπτέος, χωρίς να είναι επιτρεπτή η συμπλήρωση του με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα ή την προσβαλλομένη απόφαση (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 1543/2017, ΑΠ 140/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ' άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπησή της, σχετικά με τα κεφάλαια που ενδιαφέρουν στην παρούσα αναιρετική δίκη, δέχτηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα κρίσιμα περιστατικά: "Στις 29.2.2016 και ώρα 05.30' ο Η. I. (πρώτος των παρεμπιπτόντως εναγόμενων), οδηγώντας το υπ'αρ. κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της J. M. (δευτέρας των παρεμπιπτόντως εναγόμενων), το οποίο ήταν ασφαλισμένο ως προς την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, εκινείτο επί της οδού ... της νήσου Κω, με κατεύθυνση από την πόλη της Κω προς Πλατάνι. Κατά τον ίδιο χρόνο ο ενάγων, οδηγώντας το υπ' αρ. κυκλοφορίας ... δίκυκλο μοτοποδήλατο, ιδιοκτησίας του, εκινείτο επί της ίδιας ως άνω οδού, με κατεύθυνση από Πλατάνι προς Κω, ήτοι με κατεύθυνση αντίθετη του αυτ/του. Η οδός Ασκληπιού είναι διπλής κατεύθυνση με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση και στο ύψος του ΟΑ 28 είναι ευθεία οριζόντια με πλάτος οδοστρώματος τεσσάρων (4) μέτρων. Το όριο ταχύτητας ορίζεται στα 50 χ/ω λόγω κατοικημένης περιοχής. Κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο οι συνθήκες φωτισμού ήταν νύκτα, με επαρκή τεχνητό φωτισμό, η άσφαλτος ήταν ξηρά, οι καιρικές συνθήκες καλές και η κυκλοφορία οχημάτων κανονική. Όταν τα ανωτέρω οχήματα έφθασαν στο ύψος του ΟΑ 28 της ανωτέρω οδού ο ως άνω οδηγός του αυτ/του απώλεσε τελείως τον έλεγχο τούτου και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, όπου συγκρούστηκε μετωπικά με το μοτ/το του ενάγοντος, με αποτέλεσμα το τελευταίο να εκτιναχθεί προς τα δεξιά εκτός οδοστρώματος και να προσκρούσει σε παρακείμενο τσιμεντένιο τοιχείο. Το τροχαίο αυτό ατύχημα οφείλεται στην αποκλειστική υπαιτιότητα του ως άνω οδηγού του αυτ/του, ο οποίος δεν προείδε το αποτέλεσμα της οδικής συμπεριφοράς του, εξαιτίας μη καταβολής της προσοχής και επιμέλειας που με αντικειμενική κρίση μπορούσε και έπρεπε να καταβάλει, υπό τις ίδιες περιστάσεις, ο μέσος συνετός και ευσυνείδητος οδηγός επιβατικού αυτ/του με βάση τους νομικούς κανόνες, την κοινή πείρα και τις κατά τα άνω επικρατούσες οδικές και κυκλοφοριακές συνθήκες, την οποία (επιμέλεια) αν επεδείκνυε, θα μπορούσε να το προβλέψει και να το αποφύγει. Ειδικότερα αυτός α) έχοντας αμέσως προηγουμένως καταναλώσει μεγάλη ποσότητα οινοπνεύματος οδηγούσε το ανωτέρω αυτ/το υπό την επίδραση τούτου και τελώντας σε κατάσταση μέθης (στο αίμα του ανιχνεύτηκε αλκοόλη σε ποσοστό 1,53 ο/οο με τη μέθοδο της αιμοληψίας) β) οδηγούσε χωρίς την απαιτούμενη σύνεση και μη έχοντας τεταμένη την προσοχή του περί την οδήγηση γ) δεν ασκούσε τον πλήρη έλεγχο του αυτ/του ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς δ) εκινείτο με ταχύτητα ανώτερα του επιτρεπομένου ορίου των 50 χ/ω, ήτοι των 80 χ/ω περίπου (όπως προκύπτει από τη σφοδρότητα της σύγκρουσης, την έκταση των υλικών ζημιών αμφοτέρων των συγκρουσθέντων οχημάτων και την εκτίναξη του μοτ/του εκτός οδοστρώματος) αν και όφειλε ενόψει των ως άνω περιστάσεων (προηγούμενης κατανάλωσης αλκοόλ) και της νυκτός, να ρυθμίσει-μειώσει αυτήν κάτω των 50 χ/ω , ήτοι στα 40 χ/ω, με αποτέλεσμα της ανωτέρω συνδυαστικά αμελούς συμπεριφοράς του να απωλέσει τελείως τον έλεγχο της οδήγησης του αυτ/του και να εκτραπεί της πορείας του προς τα αριστερά και να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, παρεμβαλλόμενος έτσι στην κανονική και ευθεία πορεία του μοτ/του, ο οδηγός του οποίου (ενάγων) εκινείτο με τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση, έχοντας τον πλήρη έλεγχο του οχήματος του και με ταχύτητα 40 χ/ω περίπου, λόγω δε της αιφνίδιας, απροβλέπτου και με αυξημένη ταχύτητα εισόδου του αυτ/του στο ρεύμα του, δεν είχε τη δυνατότητα να ενεργήσει τον οποιοδήποτε αποφευκτικό της συγκρούσεως ελιγμό. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η εκτροπή και είσοδος του αυτ/του στο αντίθετο ρεύμα οφείλεται σε ανωτέρα βία, ήτοι σε βλάβη ("κλατάρισμα") του εμπρόσθιου ελαστικού του, δεν ενισχύθηκε από κανένα αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι οφείλεται αποκλειστικά στην προαναφερόμενη αμελή συμπεριφορά του οδηγού του ασφαλισμένου στην εναγομένη αυτ/του και κυρίως στην οδήγηση τούτου υπό την επίδραση οινοπνεύματος, η κατανάλωση του οποίου, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, επηρέασε την οδηγική ικανότητά του και συνετέλεσε στην επέλευση της ένδικης σύγκρουσης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε ως αποκλειστικά υπαίτιο της ένδικης σύγκρουσης τον ανωτέρω οδηγό του αυτ/του και απέρριψε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν την ένσταση της εναγομένης περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος, δεν έσφαλε.... Από την προαναφερόμενη σύγκρουση ο ενάγων τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε αμέσως μετά, με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, στο Νοσοκομείο της Κω, όπου διαγνώστηκε ότι είχε υποστεί κατάγματα στη λεκάνη και στην κνήμη-περόνη (αρ.) και υποβλήθηκε σε άμεση χειρουργική αντιμετώπιση ακινητοποίησης των καταγμάτων με εξωτερική οστεοσύνθεση. Ακολούθως, διακομίστηκε αυθημερόν, λόγω αδυναμίας περαιτέρω αντιμετώπισης των τραυμάτων του, στην Αγγειοχειρουργική κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών "ΚΟΡΓΙΑΛΕΝΕΙΟ -ΜΠΕΝΑΚΕΙΟ" με διάγνωση εισόδου οξεία ισχαιμία αρ. σκέλους. Στις 1-3-2016 εισήχθη στη μονάδα εντατικής θεραπείας και στις 4-3-2016 στην ορθοπεδική κλινική του άνω νοσοκομείου, εξήλθε δε τούτου στις 5-3-2016 με διάγνωση εξόδου εξάρθρημα του γόνατος , κάταγμα του άνω άκρου του οστού της κνήμης και τραυματισμός της ιγνιακής αρτηρίας. Την ίδια μέρα και προκειμένου να τύχει της καλύτερης και αρτιότερης νοσηλείας και αντιμετώπισης των τραυμάτων του, με σκοπό την ταχύτερη αποθεραπεία του, εισήχθη στην ορθοπεδική κλινική του Νοσοκομείου ... με συντριπτικό κάταγμα αριστερού κνημιαίου plateau Schatzker VI αντιμετωπισθέν με τοποθέτηση διαρθρικής εξωτερικής οστεοσύνθεσης η οποία ακινητοποιούσε την άρθρωση του γόνατος, χωρίς όμως να έχει προηγηθεί ανάταξη του κατάγματος, αγγειακή βλάβη στο ύψος της ιγνυακής αρτηρίας με διατομή αυτής που αντιμετωπίστηκε με τελικοτελική αναστόμωση με φλεβικό μόσχευμα από Αγγειοχειρουργούς στο Νοσοκομείο Ερυθρός Σταυρός, έφερε εκατέρωθεν έσω και έξω σχάσεις των διαμερισμάτων της αριστερής γαστροκνημίας, παρουσίαζε πάρεση του κοινού περονιαίου και του κνημιαίου νεύρου αριστερά και θλαστικά τραύματα στο δεξιό ριζομήριο που είχαν συρραφεί. Στις 8.3.2016 υποβλήθηκε σε ενδελεχή καθαρισμό των ανοικτών τραυμάτων της αριστερής γαστροκνημίας παρουσία του πλαστικού χειρούργου. Ακολούθησε καθημερινή περιποίηση των τραυμάτων με χειρουργική αλλαγή στο θάλαμο μέχρι τις 24.3.2016. Στις 10.3.2016 έγινε ανοικτή ανάταξη του κατάγματος του κνημιαίου plateau και σταθεροποίηση με 3 βελόνες Kirschner. Η κατάσταση του δέρματος και των λοιπών μαλακών μορίων, η επικοινωνία του γόνατος με το εξωτερικό περιβάλλον και η καθολική συντριβή δεν επέτρεπαν την τοποθέτηση εξωτερικής οστεοσύνθεσης, κατά την δε ανάταξη αυτή κατέστη δυνατή η σχετική ανασύνθεση του έσω πλατώ του κνημιαίου κυρτώματος ενώ το έξω πλατώ παρά τις εργώδεις προσπάθειες ανάταξης και λόγω της παρεκτόπισης προς τα πίσω κρίθηκε σκόπιμο να παραμείνει ως είχε λόγω του άμεσου κίνδυνου καταστροφής του αγγειακού κρημνού. Έγινε έλεγχος αιμάτωσης με Doppler το οποίο έδειξε καλή κυκλοφορία του άκρου άμεσα μετά την επέμβαση. Στις 15/03/2016 τοποθετήθηκε σύστημα παροχέτευσης VAC στο δερματικό έλλειμα της έσω επιφάνειας της αριστερής κνήμης στην περιοχή της αρχικής σχάσης. Στις 24/03/2016 πραγματοποιήθηκε χειρουργικός καθαρισμός των ελλειμμάτων του δέρματος της έσω και έξω επιφάνειας της αριστερής κνήμης, λήψη δερματικών μοσχευμάτων μερικού πάχους από τον δεξιό μηρό και κάλυψη αυτών από Πλαστικό Χειρουργό. Στις 12/04/2016 αφαιρέθηκε η εξωτερική οστεοσύνθεση της λεκάνης. Στις 19/04/2016 αφαιρέθηκε η εξωτερική οστεοσύνθεση του αριστερού γόνατος κι εφαρμόστηκε σύστημα παροχέτευσης τύπου VAC σε δερματικό και ιστικό έλλειμμα και ύπερθεν του κνημιαίου κυρτώματος. Η μεταφορά κρημνών λόγω της αγγειακής παρέμβασης και της συνολικής βαρύτητας του τραύματος είχε αποκλειστεί στην τότε φάση και αποφασίστηκε η επούλωση κατά δεύτερο σκοπό. Με το σκεπτικό αυτό, στις 26/04/2016 έγινε καθαρισμός τραύματος της πρόσθιας επιφάνειας του αριστερού γόνατος και τοποθετήθηκε VAC, στις 30/04/2016 έγινε καθαρισμός του τραύματος της πρόσθιας επιφάνειας του αριστερού γόνατος και τοποθετήθηκε VAC, ενώ, επιπλέον, πραγματοποιήθηκε μερική ονυχεκτομή του μεγάλου δακτύλου του αριστερού κάτω άκρου σε περιοχή που φλέγμαινε τοπικά, το δε διάστημα από 05/05/2016 μέχρι 1.7.2016 γινόταν καθαρισμός τραύματος της πρόσθιας επιφάνειας του αριστερού γόνατος και αλλαγής του VAC. Από την 06/07/2016 γίνονταν αλλαγές του τραύματος με υπέρτονα και τοποθέτηση γάζας καθημερινά, οι οποίες έπρεπε να συνεχιστούν καθημερινά προκειμένου το τραύμα να επουλωθεί κατά δεύτερο σκοπό. Η μεταφορά αγγειούμενου μυϊκού κρυμνού είχε αποκλειστεί προς το παρόν λόγω της αρχικής αγγειοχειρουργικής παρέμβασης, ώστε να δοθεί χρόνος με καθημερινές αλλαγές προκειμένου να κοκκιωθεί και να κλείσει κατά δεύτερο σκοπό. Η εξέλιξη του τραύματος, παρά το ότι δεν ήταν θεαματική ήταν προοδευτική, με αποτέλεσμα να περιοριστεί το αρχικό βάθος και διαστάσεις στο 1/3...... Εξήλθε από την ανωτέρω κλινική στις 13.7.2016 με οδηγίες για φαρμακευτική αγωγή....... Συνεπεία του προαναφερόμενου τραυματισμού του ο ενάγων υπέστη τις ακόλουθες ζημίες: Οι αμοιβές των θεραπόντων ιατρών του παραπάνω Θεραπευτηρίου ανήλθαν όπως προκύπτει από το από 13.7.2016 έγγραφο του "...", στο ποσό των 800 ευρώ για τον αγγειοχειρουργό Κ. Π. (για παρακολούθηση και έλεγχο της αιματώσεως του άκρου κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του και των χειρουργείων), στο ποσό των 2.500 ευρώ για τον πλαστικό - χειρουργό Γ. Κ. (για παρακολούθηση, συμμετοχή σε σειρά αλλαγών, διενέργεια χειρουργικών επεμβάσεων μεταφοράς ελεύθερων δερματικών κρημνών και τοποθέτησης επί των δερματικών ελλειμμάτων των σχάσεων της κνήμης), στο ποσό των 10.000,00 ευρώ για τον ορθοπεδικό ιατρό Π. Κ. (για το σύνολο της παρακολούθησης, τα χειρουργεία στο άκρο, τη λεκάνη και τους πολλαπλούς καθαρισμούς επί σειρά 3,5 μηνών), στο ποσό των 3.000 ευρώ για την αναισθησιολόγο Α. Π. (για τη διενέργεια όλων των παραπάνω χειρουργείων) και στο ποσό των 2.000 ευρώ για το βοηθό ορθοπαιδικού χειρουργού Ε. Κ., και συνολικά στο ποσό των 18.300 ευρώ, ποσό το οποίο ο ενάγων οφείλει μέχρι σήμερα, μετά πιθανότητας δε και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα καταβάλει. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ..., δεν έσφαλε .... Περαιτέρω το συνολικό κόστος της νοσηλείας του ενάγοντος στο ίδιο ως άνω νοσοκομείο , όπως ειδικότερα αναλύετο στην αγωγή, ανήλθε στο ποσό των 119.189,98 ευρώ , εκ του οποίου ποσό 4.064,80 ευρώ καλύφθηκε από τον ασφαλιστικό του φορέα, το δε υπόλοιπο ποσού 115.125,18 ευρώ κατέβαλε εξ ιδίων, όπως προκύπτει από τις από 26.8.2016 και 20.4.2018 βεβαιώσεις του "..." σε συνδυασμό με τα υπ' αρ. ... τιμολόγια παροχής υπηρεσιών του εν λόγω νοσοκομείου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε ...δεν έσφαλε... Μετά την έξοδό του από το ανωτέρω νοσοκομείο ο ενάγων υποβλήθηκε, κατά σύσταση των θεραπόντων ιατρών του, σε σειρά φυσικοθεραπειών αριστερού άκρου ποδός, (55 συνεδρίες) για τις οποίες κατέβαλε στο κέντρο φυσικοθεραπείας του Γ. Κ. και στη φυσίατρο Τ. Μ., το συνολικό ποσό των 3.300 ευρώ, ως οι από 9-9-2016, 14-9-2016, 23-9-2016, 30-9- 2016, 7-10-2016, 14-10-2016, 21-10-2016, 28-10-2016, 4-11-2016, 11-11- 2016 και 18-11-2016 πρωτότυπες αποδείξεις, ποσού 300 ευρώ εκάστης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε .... δεν έσφαλε.... Ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα της νοσηλείας του στο νοσοκομείο "...", ήτοι από 5.3.2016 έως και 13.7.2016 (131 μέρες) αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί και είχε ως εκ τούτου ανάγκη βοήθειας τρίτου προσώπου, την οποία του προσέφεραν, άνευ ανταλλάγματος, η μητέρα του Ζ. Τ. και ο πατέρας του Π. Κ., με εντατικοποίηση των δυνάμεών τους και καθ' υπέρβαση του νομικού και ηθικού χρέους τους προς αυτόν. Εάν για τις υπηρεσίες αυτές ο ενάγων προσλάμβανε τρίτο πρόσωπο, θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει, ως αμοιβή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας, το ποσό των 20 ευρώ ημερησίως και συνολικά για το παραπάνω διάστημα το ποσό των 2.620 ευρώ (131 ημ X 20 ευρώ). Επίσης την ίδια ανάγκη βοήθειας είχε ο ενάγων και μετά την έξοδό του από το ανωτέρω νοσοκομείο και για χρονικό διάστημα ενός μηνός, ανάγκη την οποία κάλυψαν τα ίδια ως άνω συγγενικά ου πρόσωπα. Εάν για τις αντίστοιχες υπηρεσίες ο ενάγων προσλάμβανε τρίτο πρόσωπο θα ήταν υποχρεωμένος να του καταβάλει ως αμοιβή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας, το ποσό των 600 ευρώ . Επομένως η συνολική ζημιά του από την αιτία αυτή ανέρχεται στο ποσό των 3.220 ευρώ (2.620+600). Αντίθετα, κατά το χρονικό διάστημα από 29.2.2016 μέχρι και 4.3.2016, κατά το οποίο νοσηλεύτηκε στη ΜΕΘ του νοσοκομείου "ΚΟΡΓΙΑΛΕΝΕΙΟ -ΜΠΕΝΑΚΕΙΟ", τις σχετικές ως άνω υπηρεσίες παρείχε στον ενάγοντα το νοσηλευτικό προσωπικό. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε στον ενάγοντα πλασματική δαπάνη......, δεν έσφαλε και πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος της έφεσής του. Επιδικάζοντας όμως στον ενάγοντα για την ίδια αιτία το ποσό των 3740 ευρώ (20 ευρώ X 187) υπολογίζοντας εσφαλμένα τις ημέρες νοσηλείας του στο ... σε 187 αντί του ορθού 131, καθώς και το ποσό των 900 ευρώ (30 ευρώ X 30 ημ.) για το χρονικό διάστημα του ενός μηνός μετά την έξοδό του από το εν λόγω θεραπευτήριο, έσφαλε και πρέπει να γίνει δεκτός ο δέκατος λόγος της έφεσης της εναγομένης. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι, λόγω του είδους και της έκτασης του τραυματισμού του, και για την ταχύτερη πόρωση των καταγμάτων του, ο ενάγων είχε ανάγκη βελτιωμένης διατροφής , ήτοι τέτοιας πλούσιας σε βιταμίνες, ιχνοστοιχεία κλπ, για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) μηνών από του τραυματισμού του, ήτοι μέχρι τέλη Ιουνίου 2016, ανάγκη, όμως, η οποία καλύφθηκε από τη διατροφή που ελάμβανε εντός του νοσοκομείου, αρχικά του "ΚΟΡΓΙΑΛΕΝΕΙΟΥ- ΜΠΕΝΑΚΕΙΟΥ" και ακολούθως του "...", η αξία της οποίας (διατροφής) περιλαμβάνεται στα νοσήλια, για τα οποία του επιδικάστηκε τ' ανωτέρω ποσό των 115.125,18 ευρώ, όπως προκύπτει από τη σχετική ανάλυση αυτών, που περιέχεται στην αγωγή και στην από 26.8.2016 βεβαίωση του άνω νοσοκομείου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο απέρριψε το εν λόγω αγωγικό κονδύλιο, ... ορθά κατ' αποτέλεσμα έκρινε,...... Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι από τις προαναφερόμενες, επιδικαζόμενες στον ενάγοντα, δαπάνες, ουδεμία, ποιοτικά και ποσοτικά αντίστοιχη, παροχή καταβλήθηκε σ' αυτόν από τον ασφαλιστικό του φορέα (ΕΟΠΥΥ και ήδη ΕΦΚΑ), όπως προκύπτει από την από 11-4-2018 βεβαίωση του ΕΦΚΑ σε συνδυασμό με τις προσκομιζόμενες πρωτότυπες αποδείξεις των σχετικών δαπανών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε .........". Με τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο, το οποίο ακολούθως απέρριψε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν την περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος ένσταση της αναιρεσείουσας, και κατ' ακολουθίαν τούτου και τους δεύτερο και τρίτο λόγους της έφεσης, επικυρώνοντας κατά τούτο την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, διέλαβε αιτιολογίες πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου που προαναφέρθηκαν (άρθρα 330 και 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με άρθρα 12 παρ. 1, 19 παρ. 1 και 2 του Ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.), ως προς το κρίσιμο ζήτημα της ύπαρξης αποκλειστικής υπαιτιότητας του εμπλακέντος στο ένδικο ατύχημα Η. I., οδηγού του ζημιογόνου υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... ΙΧ αυτοκινήτου, που κατ' αιτιώδη συνάφεια συνετέλεσε στην επέλευση του ένδικου τροχαίου ατυχήματος. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση αναπτύσσονται με πληρότητα οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το ατύχημα και συγκεκριμένα ότι ο οδηγός του υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... ΙΧ αυτοκινήτου Η. I., οδηγώντας υπό την επήρεια μέθης, έχοντας μάλιστα καταναλώσει ικανή ποσότητα οινοπνευματώδους ποτού και έχοντας αναπτύξει ταχύτητα μεγαλύτερη του επιτρεπόμενου ορίου των 50χλμ/ώρα, για την περιοχή του ατυχήματος, απώλεσε τελείως τον έλεγχο του οχήματός του και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, στο οποίο ο αναιρεσείων κινείτο κανονικά με το δίκυκλο μοτοποδήλατο, όπου και συγκρούστηκε μετωπικά με αυτό, το οποίο, λόγω της σφοδρότητας της σύγκρουσης, εκτινάχθηκε προς τα δεξιά εκτός οδοστρώματος, προσέκρουσε σε παρακείμενο τσιμεντένιο τοιχίο, όπου και ακινητοποιήθηκε. Επιπροσθέτως, αφού ερεύνησε την ένσταση συνυπαιτιότητας του αναιρεσιβλήτου με την οποία προέβαλε, ότι αυτός κινείτο με μεγάλη ταχύτητα και ότι δεν τροχοπέδησε ούτε ενήργησε αποφευκτικό ελιγμό, προ της αιφνιδίας εμφανίσεως εμποδίου στην πορεία του, ήτοι ενόψει του ότι το ζημιογόνο αυτοκίνητο υπέστη βλάβη στο μπροστινό λάστιχο, απέρριψε αυτήν ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, με πλήρη και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία. Οι περαιτέρω επικαλούμενες από την αναιρεσείουσα ελλείψεις και αντιφάσεις της προσβαλλομένης πλήττουν ανεπιτρέπτως (561 εδ. 1 ΚΠολΔ) την εκτίμηση των αποδείξεων και δεν αποτελούν "αιτιολογία", στο πλαίσιο της εν λόγω διατάξεως του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την ανωτέρω σκέψη. Επομένως, ο προβαλλόμενος, κατ' ορθή εκτίμηση, από το άρθρο 559 αριθ. 19 (έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης με ανεπαρκείς αιτιολογίες), που αφορά το ζήτημα της υπαιτιότητας των εμπλακέντων στο ένδικο ατύχημα οδηγών, σύμφωνα με τις ανωτέρω σκέψεις, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 335, 338, 339, 341 και 346 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας οφείλει, κατά το σχηματισμό της κρίσης του για τους ουσιώδεις πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι, διαφορετικά υποπίπτει στην πλημμέλεια που ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 11γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην ειδική διαδικασία των διαφορών για περιουσιακή ζημίες από αυτοκίνητο, καθώς και από τη σύμβαση ασφάλισης αυτού, ήτοι των άρθρων 614 αρ. 6 του ΚΠολΔ. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.11 περ. α' του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που δεν επιτρέπει ο νόμος. Με την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 αντικαταστάθηκε το άρθρο 340 ΚΠολΔ και ορίζεται σ` αυτό όπως αντικαταστάθηκε ότι "Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός. Λαμβάνει επίσης υπόψη και εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394". Δηλαδή και στην ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητα (άρθρο 614 αρ. 6 του ΚΠολΔ), όπως και στην τακτική διαδικασία με τις επελθούσες αλλαγές, η λήψη υπόψη και η εκτίμηση αποδεικτικού μέσου που δεν πληροί τους όρους του νόμου τελεί υπό την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ. Με τον δεύτερο από τους λόγους αναίρεσης και τον τρίτο εξ αυτών κατά το σκέλος που αναφέρεται στην αποδεικτική δύναμη των εγγράφων που ελήφθησαν υπόψη για τη θεμελίωση του αποδεικτικού πορίσματος, η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλομένη απόφαση για το ότι, το Εφετείο επιδικάζοντας τα ποσά των 18.300 ευρώ και των 119.189,98 ευρώ, τα οποία αφορούν ζημία του ενάγοντος - αναιρεσιβλήτου και δη, το μεν πρώτο οφειλή προς το Θεραπευτήριο "...", την οποία ο ενάγων - αναιρεσίβλητος μετά πιθανότητας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα καταβάλει για τις αμοιβές των θεραπόντων ιατρών του Κ. Π., αγγειοχειρουργού, Γ. Κ., πλαστικού -χειρουργού, Π. Κ., ορθοπαιδικού, Α. Π. αναισθησιολόγου και Ε. Κ. βοηθού ορθοπαιδικού χειρουργού, το δε δεύτερο καταβολή, που πραγματοποίησε εξ ιδίων ο αναιρεσίβλητος, μετά από αφαίρεση του ποσού που κατεβλήθη από τον ασφαλιστικό του φορέα, υπέπεσε, κατ' ορθή εκτίμηση στις πλημμέλειες από τους αριθμούς 11 εδ. α' και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, επικαλούμενη α) ότι στήριξε το αποδεικτικό της πόρισμα σε μη επιτρεπόμενα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα στο από 13.7.2016 έγγραφο του Θεραπευτηρίου "..." όσον αφορά στο πρώτο κονδύλι και στις από 28.8.2016 και από 20.4.2018 βεβαιώσεις σε συνδυασμό με τα με αριθμούς ... τιμολόγια παροχής υπηρεσιών αυτού, όσον αφορά στο δεύτερο κονδύλι, και β) ότι δεν απαντά στα υπ' αυτής προβληθέντα. Η προσβαλλομένη, λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω έγγραφα για να σχηματίσει το αποδεικτικό της πόρισμα σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, δεν υπέπεσε στην από τον αριθμό 11 εδ. α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, σύμφωνα με την ανωτέρω σκέψη, αλλά ούτε και στην από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τοιαύτη, δεδομένου ότι διαλαμβάνει πλήρεις και επαρκείς αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο. Εξάλλου, δεν αποτελεί στοιχείο της ζημίας η αποκατάσταση αυτής, ώστε να απαιτείται η προσκόμιση εξοφλητικών αποδείξεων σύμφωνα με τον ΚΦΣ, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα. Σε κάθε περίπτωση δε, η αναιρεσείουσα δεν επικαλείται παράβαση κάποιου κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή κανόνα περί των αποδεικτικών μέσων.
Συνεπώς οι άνω λόγοι αναιρέσεως κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Τέλος, απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, και κατά το σκέλος που αφορά στη νόμιμη βάση της προσβαλλομένης, ως προς την επιδίκαση του ποσού των 119.189,98 ευρώ, που κατέβαλε ο ενάγων στο ως άνω ιδιωτικό θεραπευτήριο, διότι σύμφωνα με την ως άνω μείζονα σκέψη, αυτός είχε δικαίωμα να ζητήσει τα νοσήλια για την εισαγωγή του σε πλέον δαπανηρό ιδιωτικό θεραπευτήριο, αντί του δημόσιου νοσοκομείου, αφού η νοσηλεία του στο Θεραπευτήριο "..." δεν αποδείχθηκε ότι έγινε από υπερβάλλουσα πρόνοια, αλλά προκειμένου να τύχει αυτός καλύτερης και αρτιότερης νοσηλείας και αντιμετώπισης των τραυμάτων του, με σκοπό την ταχύτερη αποθεραπεία του, εκτίθενται δε διεξοδικά όλες οι προσφερθείσες για το σκοπό αυτό ιατρικές υπηρεσίες και αιτιολογείται πλήρως το σχετικό αποδεικτικό πόρισμα, οι δε λοιπές αιτιάσεις πλήττουν απαραδέκτως τις αποδείξεις, σε κάθε περίπτωση δε η αναιρεσείουσα δεν εκθέτει σε τί συνίστανται οι επικαλούμενες αντιφάσεις. Περιεχόμενο της, κατά το άρθρο 929 ΑΚ, αποζημιώσεως, είναι και τα νοσήλια στα οποία περιλαμβάνεται και η δαπάνη για την πρόσληψη αποκλειστικής νοσοκόμου είτε στο νοσοκομείο είτε στο σπίτι σε βαριές, ιδιαίτερα, περιστάσεις σωματικών κακώσεων. Η ως άνω αξίωση θεμελιώνεται υπέρ του παθόντος τέκνου και ενεργοποιείται μέσω της ΑΚ 930 παρ. 3 στην περίπτωση που τις σχετικές υπηρεσίες και φροντίδες παρέχουν οι γονείς διαρκούσης είτε της νοσηλείας του παθόντος σε νοσοκομείο είτε της παραμονής του στην οικία του. Και στην περίπτωση αυτή η αξίωση αποζημιώσεως του δικαιούχου παθόντος κατά του υπόχρεου τρίτου διατηρείται αλώβητη, έστω και αν ουδέν ποσόν καταβλήθηκε. Στην περίπτωση αυτή η αποζημίωση διαμορφώνεται στο ποσό που συνήθως καταβάλλεται σε ανάλογες περιπτώσεις για την προσφορά του ίδιων υπηρεσιών. Αν καταβλήθηκε, τότε αξιώνεται το τελευταίο. Σημειώνεται ότι για τη θεμελίωση του ως άνω δικαιώματος αποζημίωσης δεν είναι απαραίτητη η επίκληση ιατρικής βεβαιώσεως για την ανάγκη προσλήψεως αποκλειστικής νοσοκόμου (ΑΠ 1545/2009, ΑΠ 1276/2005).
Εν προκειμένω, η προσβαλλομένη, που δέχθηκε αναφορικά με το ως άνω ενδιαφέρον ζήτημα ότι ο ενάγων - αναιρεσίβλητος κατά το χρονικό διάστημα της νοσηλείας του στο νοσοκομείο "..." από 5.3.2016 έως και 13.7.2016 αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί και είχε ανάγκη βοήθειας τρίτου προσώπου, την οποία του προσέφεραν, άνευ ανταλλάγματος, η μητέρα του Ζ. Τ. και ο πατέρας του Π. Κ., με εντατικοποίηση των δυνάμεών τους και καθ' υπέρβαση του νομικού και ηθικού χρέους τους προς αυτόν Εάν για τις υπηρεσίες αυτές ο ενάγων προσλάμβανε τρίτο πρόσωπο, θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει, ως αμοιβή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας, το ποσό των 20 ευρώ ημερησίως και συνολικά για το παραπάνω διάστημα το ποσό των 2.620 ευρώ (131 ημ X 20 ευρώ), δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια από το εδάφιο 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.
Συνεπώς και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Η διάταξη του άρθρου 176 του ΚΠολΔ, η οποία αναφέρεται στη δικαστική δαπάνη, είναι διάταξη ουσιαστικού δικαίου και η τυχόν παραβίασή της ελέγχεται από το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε, δεν έχει ανάγκη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αφού είναι απόρροια της αρχής της ήττας, της πιο πάνω διάταξης. Δεν ιδρύεται όμως ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος εκ του ότι στην επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, η δικηγορική αμοιβή υπολογίστηκε σε ύψος μεγαλύτερο του κατωτέρω ορίου του Κώδικα Δικηγόρων. Ούτε έχει ανάγκη αιτιολόγησης η σχετική δικανική κρίση (ΑΠ 1909/2024, ΑΠ 652/2022, ΑΠ 915/2020, ΑΠ 1195/2018, ΑΠ 476/2017, ΑΠ 678/2016). Η κατανομή των δικαστικών εξόδων ανάλογα με το μέγεθος της νίκης ή της ήττας κάθε διαδίκου κατά το άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ ή ο συμψηφισμός τους εν όλω ή εν μέρει κατά το άρθρο 179 του ίδιου Κώδικα, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας κατά την ερμηνεία του κανόνα δικαίου, που εφαρμόστηκε, απόκειται στην κυριαρχική εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά, αφού αφορά εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον βεβαιώνεται στην απόφαση ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των ως άνω άρθρων. Επομένως, ο λόγος που βασίζεται στην αιτίαση, ότι το επιδικασθέν ποσό είναι υπερβολικό, είναι απαράδεκτος (ΑΠ 1909/2024, ΑΠ 652/2022, ΑΠ 453/2020, ΑΠ 1195/2018, ΑΠ 192/2016). Εδώ, η αναιρεσείουσα, με τον τέταρτο αναιρετικό λόγο, παραπονείται ότι το Εφετείο, με τη διάταξη της απόφασής του περί δικαστικών εξόδων "...κατά εσφαλμένη εφαρμογή των άρθρων 179-181 του ΚΠολΔ, επιδίκασε στους αναιρεσίβλητους δικαστική δαπάνη ύψους 8.000 ευρώ, καίτοι συνέτρεξε μερική και όχι ολική παραδοχή της αγωγής, ενώ παράλληλα έλαβε χώρα και δυσχέρεια περί την ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοστέων νομικών διατάξεων και έπρεπε να συμψηφιστεί η εκατέρωθεν δικαστική δαπάνη". Αυτά, όμως, απαραδέκτως προβάλλονται, σύμφωνα με όσα νομικά δεδομένα προπαρατέθηκαν. Επομένως, ο από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, πέμπτος αναιρετικός λόγος, είναι απαράδεκτος και συνακόλουθα απορριπτέος. Μετά τα παραπάνω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για να ερευνηθεί, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 579 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης, διατάζει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στη κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η εξέταση της αίτησης επαναφοράς προϋποθέτει τη παραδοχή της αναίρεσης (ΑΠ 228/2024, ΑΠ 55/2023, ΑΠ 698/2021). Στην ερευνώμενη υπόθεση, η αναιρεσείουσα, με το αναιρετήριο, ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στη κατάσταση που υπήρχε πριν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης και, ειδικότερα, να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος σε επιστροφή των ποσών που αναλυτικά αναφέρονται και τα οποία του έχει καταβάλει σε εκούσια εκτέλεση της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης. Όμως, η αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων πρέπει να απορριφθεί ως άνευ αντικειμένου, αφού, κατά τα ανωτέρω, η ως άνω αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε. Πρέπει, τέλος, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα για την άσκηση της αναίρεσης, (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ όπως ισχύει) και να επιβληθούν σε βάρος της, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά του (άρθρα 176, 180, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25.5.2021 (αρ. εκθ. κατ. 3785/516/2021) αίτηση για αναίρεση της με αριθ. ... τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (ειδική διαδικασία του άρθρου 614 αρ. 6 του ΚΠολΔ).
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που κατέθεσε η αναιρεσείουσα για την άσκηση της αναίρεσης. Και,
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Μαρτίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Μαΐου 2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ