
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 837 / 2025    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 837/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σωκράτη Πλαστήρα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος της Αντιπρόεδρου Μυρσίνης Παπαχίου και της αρχαιοτέρας της συνθέσεως Αρεοπαγίτου Ασπασίας Μεσσηνιάτη - Γρυπάρη), Σταύρο Μάλαινο, Αντιγόνη Τζελέπη, Ερασμία Λιούλη και Ζωή Καραχάλιου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Μαρτίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ε. Ι. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Καλούδη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "...", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αλκυόνη Πολυκράτη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-2-2017 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... μη οριστική και ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 18-10-2022 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Ερασμία Λιούλη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 18.10.2022 (αρ. κατ. ...) αίτηση για αναίρεσης της υπ' αριθμ. ... τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφάλισης (άρθρ. 614 παρ. 1 και 6 του ΚΠολΔ), που κατατέθηκε στις 25.10.2022, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 564 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει, μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, από τη δημοσίευσή της στις 15.6.2022, αφού από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 1 και 3 του ΚΠολΔ).
Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων, αστυνομικός, με την από 26.5.2015 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εξέθεσε ότι, κατά το χρόνο και στον τόπο που αναφέρονται σε αυτήν, ο Π. Κ., οδηγώντας το με αρ. κυκλ. ... ΙΧΦ όχημα, συγκρούστηκε από υπαιτιότητά του με την με αρ.κυκλ. ... δίκυκλη μοτοσικλέτα, που οδηγούσε αυτός, προκαλώντας τον σοβαρό τραυματισμό αυτού, υπό τις συνθήκες που αναλυτικά αναφέρονται σ' αυτή. Ζήτησε δε ως αποζημίωση, τα κονδύλια, που περιλαμβάνονται στο αιτητικό της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό ... απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που έκρινε αποκλειστικά υπαίτιο του ενδίκου ατυχήματος τον ως άνω οδηγό Π. Κ. και επιδίκασε ως αποζημίωση τα εκεί αναφερόμενα ποσά, κατόπιν δε εφέσεως της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης εκδόθηκε η με αριθμό ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση. Ακολούθως, ο αναιρεσείων άσκησε την από 28.2.2017, δεύτερη κατά σειρά, αγωγή του, που αφορά σε ζημία μεταγενέστερου διαστήματος από 5.3.2015 έως 28.1.2016, αξιώνοντας ως αποζημίωση μεταξύ άλλων και τα ποσά: α) των 30.447,84 ευρώ, που αφορά απώλεια εισοδημάτων, λόγω διαφοράς μεταξύ των αποδοχών ενεργείας, που ελάμβανε μέχρι την ημέρα του ατυχήματος και αποδοχών γραφείου, β) των 26.875,44 ευρώ, λόγω αποστέρησης αμοιβής για εκτός έδρας υπηρεσίες, που ελάμβανε πριν το ατύχημα, για το χρονικό διάστημα από 29.1.2016 μέχρι 15.12.2035, γ) των 100.000 ευρώ ως πρόσθετη χρηματική παροχή λόγω αναπηρίας κατ' άρθρο 931 ΑΚ, και δ) των 100.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επί της αγωγής εκδόθηκε η με αρ. ... απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, απορρίφθηκαν ως αβάσιμα κατ' ουσίαν τα προαναφερόμενα υπό στοιχεία (α) και (β) κονδύλια και επεδίκασε το ποσό των 25.000 ευρώ, ως πρόσθετη χρηματική παροχή λόγω μόνιμης μερικής αναπηρίας και των 35.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, τα οποία ενδιαφέρουν στην παρούσα αναιρετική δίκη. Κατά της απόφασης αυτής, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων άσκησε την από 22.6.2021 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε την έφεση κατ' ουσίαν. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 και 298 του ΑΚ όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. H αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 929 εδάφ. α' Α.Κ., "Σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει ήδη επέλθει, ο,τιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του", ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 298 του ίδιου Κώδικα "Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αυτός που υπέστη βλάβη στο σώμα του ή την υγεία του και, εξαιτίας τούτου, κατέστη ανίκανος για εργασία, έχει το δικαίωμα να ζητήσει, ως αποζημίωση, από τον κατά νόμο υπόχρεο και το διαφυγόν κέρδος. (ΑΠ 210/2020, AΠ 67/2017, ΑΠ 938/2010, ΑΠ 426/2000). Στο νομοθετικό ορισμό της έννοιας του διαφυγόντος κέρδους περιλαμβάνονται και τα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή κατά τις συντρέχουσες ειδικές περιστάσεις, με πιθανότητα προσδοκώμενα έσοδα, τα οποία ο ζημιωθείς δικαιούχος, θα προσποριζόταν από σύμβαση εργασίας, αν δεν μεσολαβούσε το ζημιογόνο γεγονός. Ειδικότερα, αυτός που υπέστη βλάβη στο σώμα ή στην υγεία του, δικαιούται να αξιώσει και τη μελλοντική αποθετική ζημία (διαφυγόν κέρδος) γιατί, λόγω της ολικής ή της μειωμένης ικανότητας προς εργασία από βλάβη του σώματος ή της υγείας του, χάνει τα εισοδήματα από την εργασία του, την οποία θα ασκούσε στο μέλλον, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, έχοντας πλήρη ικανότητα. Για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης του άρθρου 298 Α.Κ., αρκεί η πραγματική δυνατότητα του ζημιωθέντος προς πορισμό εισοδήματος από την παρεχόμενη, αντί οικονομικού ανταλλάγματος (μισθού), εργασία και συνεπώς, η ύπαρξη, της από αυτήν αναφυόμενης αξίωση (ΑΠ 67/2017, ΑΠ 600/2009). Δεν απαιτείται γι' αυτό βεβαιότητα, αλλά αρκεί πιθανότητα κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, πράγμα που πρέπει να προκύπτει από τις ιδιαίτερες περιστάσεις, ιδίως δε από τα μέτρα που λήφθηκαν προς τούτο (ΑΠ 325/2016). Για να γίνει δεκτή η σχετική αξίωση πρέπει ο ενάγων να επικαλεστεί και να αποδείξει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία πιθανολογούν τη μελλοντική ζημία του και θα καταστήσουν δυνατή στο δικαστή της ουσίας την εκτίμηση της πιθανότητας επέλευσης της ζημίας. Είναι διαφορετικό ζήτημα το θέμα, αν στην αγωγή η ζημία του ενάγοντος εμφανίζεται μεν ως πιθανή κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, όμως από τις αποδείξεις προκύπτει ότι αυτή είναι απλά ενδεχόμενη, οπότε στην περίπτωση αυτή η αγωγή απορρίπτεται ως αβάσιμη κατ' ουσίαν (ΑΠ 1053/2021, ΑΠ 1205/2018, ΑΠ 67/2017, ΑΠ 1107/2015, ΑΠ 863/ 2013, ΑΠ 721/2008). Περαιτέρω, στο άρθρο 51 του ν. 3205/2003 "Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις" (ΦΕΚ Α'297), από την έναρξη ισχύος του οποίου καταργήθηκε με το άρθρο 55 αυτού μεταξύ άλλων και η διάταξη του άρθρου 31 του ν. 2768/1999, ορίζεται ότι: "Επιδόματα. Α. Πέρα από το μηνιαίο βασικό μισθό του προηγούμενου άρθρου παρέχονται και τα εξής Επιδόματα κατά μήνα: 1. ...... 8. Αυξημένης Επιχειρησιακής Ετοιμότητας Μονάδων: α. ...β. Για το στρατιωτικό προσωπικό της ΕΛ.ΑΣ., του Π.Σ. και του Λ.Σ. Το επίδομα αυτό προσδιορίζεται σε ώρες νυκτερινής απασχόλησης. Οι όροι και οι προϋποθέσεις καταβολής των επιδομάτων των ανωτέρω παραγράφων Α. 7 και 8, καθώς και ο αριθμός των δικαιούχων αυτών καθορίζονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του καθ' ύλην αρμόδιου Υπουργού...". Περαιτέρω, κατ' εξουσιοδότηση της ανωτέρω διάταξης (άρθρου 51 παρ. Α 8 περ. β' του άνω ν. 3205/2003), εκδόθηκε η ... κοινή απόφαση του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του Υπουργού Δημόσιας Τάξης (Β' 1803), με την οποία ορίστηκε: στο άρθρο 1 αυτής, ότι: "1. Στο ένστολο προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας (Αστυνομικό Προσωπικό, Συνοριακούς Φύλακες και Ειδικούς Φρουρούς)..., χορηγούμε επίδομα αυξημένης επιχειρησιακής ετοιμότητας, το οποίο προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 3205/2003 (Α' 297) και προσδιορίζεται σε ώρες νυκτερινής απασχόλησης", στο άρθρο 2, ότι: "1. Το επίδομα αυξημένης επιχειρησιακής ετοιμότητας καταβάλλεται στο Αστυνομικό προσωπικό, τους Συνοριακούς Φύλακες και Ειδικούς Φρουρούς της Ελληνικής Αστυνομίας και στο ένστολο προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώματος, που εκτελεί νυχτερινή υπηρεσία. 2.... 3. Ως νυχτερινή υπηρεσία θεωρείται εκείνη που παρέχεται μεταξύ της 22.00 και της 06.00 ώρας. 4......, κατά δε το άρθρο 3 παρ. 1 της ιδίας Κ.Υ.Α. "το επίδομα αυξημένης επιχειρησιακής ετοιμότητας, δεν καταβάλλεται στο ένστολο προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας για την εκτέλεση γραμματειακής ή γραφικής υπηρεσίας, που προβλέπεται από την παρ. 1 εδαφ. α του άρθρου 1 του π.δ. 394/2001 (Α' 274)". Τέλος, στην παρ. 1 εδαφ. α του άρθρου 1 του π.δ. 394/2001 ορίζεται ότι "Ο χρόνος εργασίας του αστυνομικού προσωπικού (άρθρο 18 Ν. 2800/2000), ανεξάρτητα από βαθμό, θέση και την Υπηρεσία που υπηρετεί, κατά την πενθήμερη εβδομάδα εργασίας, είναι ο ακόλουθος: α. Οι ώρες που προβλέπονται από το ωράριο εργασίας, το οποίο ισχύει για τις Δημόσιες Υπηρεσίες για όσους εκτελούν γραμματειακή ή γραφική υπηρεσία και υπηρεσία τεχνίτη κάθε ειδικότητας. Το ωράριο αυτό, ανάλογα με τις συγκεκριμένες ανάγκες κάθε Υπηρεσίας, δύναται να κατανέμεται σε πρωινή ή απογευματινή αλλαγή (βάρδια) ή συνεχές ωράριο εναλλασσόμενων αλλαγών, μέσα στα προβλεπόμενα όρια εργασίας κάθε ημέρα". Η ως άνω Κ.Υ.Α. καταργήθηκε με το άρθρο 5 της Υ.Α. 8000/32/233-α'/2018 (ΦΕΚ Β 1302/13.4.2018) με έναρξη ισχύος από την 1.3.2018. Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, στο σύνολο των αποδοχών του εν ενεργεία αστυνομικού, που θα ελάμβανε, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, εάν δεν είχε μεσολαβήσει κάποιο συμβάν που προκάλεσε την ολική ή μειωμένη ικανότητα προς εργασία, περιλαμβάνεται και το επίδομα αυξημένης επιχειρησιακής ετοιμότητας (ΣτΕ 4387/2014).
Έτι περαιτέρω, κατά τη διάταξη δε του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας, ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013). Με τον ως άνω λόγο αναιρέσεως, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λ.π., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (ΟλΑΠ 27 και 28/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν εμφανή την παράβαση (ΑΠ 531/2014). Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του, ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 1549/2021, ΑΠ 114/2016). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο παρών λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σ' αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας, έτσι, την κρίση της αποφάσεως για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περιπτώσεως στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περιπτώσεως. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ.Α.Π. 15/2006, Α.Π. 844/2022, Α.Π. 703/2022, Α.Π. 1373/2019, Α.Π. 1003/2019). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (Α.Π. 1214/2023, Α.Π. 1493/2021, Α.Π. 390/2021, Α.Π. 148/2021, Α.Π. 466/2019). Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η παραπάνω διάταξη, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη και, επομένως, ο αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερόμενες εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι απαράδεκτος, καθόσον πλήττεται πλέον η ουσία της υποθέσεως, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1214/2023, ΑΠ 1335/23, ΑΠ 317/2021, ΑΠ 586/2020, ΑΠ 228/2020, ΑΠ 22/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση από την προσβαλλόμενη απόφαση, που επισκοπείται επιτρεπτά για τις ανάγκες των ερευνώμενων ως άνω αναιρετικών λόγων (άρθρο 561 αρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, δέχθηκε κατά την ανελέγκτως αναιρετικά περί των πραγμάτων κρίση του, σχετικά με την αξίωση του αναιρεσείοντος για καταβολή σε αυτόν του επιδόματος επιχειρησιακής ετοιμότητας, τα ακόλουθα κρίσιμα περιστατικά: ".....δυνάμει της υπ' αριθμ. ... απόφασης του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αστυνομικού Προσωπικού του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, συνεστήθη μια θέση γραφείου για τον ενάγοντα, που διατηρήθηκε στην ενέργεια για εκτέλεση υπηρεσίας γραφείου, η οποία [θέση] πρόκειται να καταργηθεί μετά την αποχώρηση του ενάγοντος από το Σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας. Περαιτέρω ο ενάγων, ... ο οποίος υπηρετούσε στα ΜΑΤ, φέροντας τον βαθμό του Υπαρχιφύλακα, εξαιτίας του ένδικου τραυματισμού του αναγκάστηκε να απόσχει από την ως άνω εργασία του για το χρονικό διάστημα από 05.03.2015 έως 28.01.2016, το δε Ελληνικό Δημόσιο κατέβαλε σ' αυτόν ως ακαθάριστες (μεικτέςj αποδοχές για το εν λόγω χρονικό διάστημα, έχοντας σχετική υποχρέωση ως εργοδότης, το συνολικό ποσό των 17.239,38 ευρώ, καθώς και το ποσό των, 3.017,48 ευρώ ως αποζημίωση για εργασία εκτός πενθημέρου, ήτοι Σαββάτου και Κυριακής, καθώς και ως επίδομα υπηρεσιακής ετοιμότητας για την εκτέλεση νυκτερινής υπηρεσίας, ποσά, τα οποία δεν προσβάλλονται με την υπό κρίση έφεση., ...... Ομοίως, ως ουσιαστικά αβάσιμο πρέπει να απορριφτεί το αιτούμενο από τον ενάγοντα ποσό των 57.323,28 ευρώ, για μελλοντική απώλεια εισοδημάτων κατά το χρονικό διάστημα από 05.03.2016 και μέχρι την συνταξιοδότησή του στις 15.12.2035 και ειδικότερα : α) ποσό 30.447,84 ευρώ, το οποίο ισχυρίζεται ότι θα απωλέσει λόγω της πλέον μη καταβολής σ' αυτόν επιδόματος επιχειρησιακής ετοιμότητας κατά την διάρκεια της νύχτας και β) ποσό 26.875,44 ευρώ, λόγω της πλέον μη καταβολής σ' αυτόν αποζημίωσης για εκτός έδρας υπηρεσία, τα οποία [ποσά] θα εξακολουθούσε να λαμβάνει με πιθανότητα, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, καθ' όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, εάν δεν μετακινείτο λόγω του τραυματισμού του από το ένδικο ατύχημα, από την θέση στην οποία υπηρετούσε ως μάχιμος αστυνομικός σε υπηρεσία γραφείου. Ειδικότερα ως προς μεν το ποσό των 30.447,84 ευρώ, για απώλεια επιδόματος επιχειρησιακής ετοιμότητας κατά την διάρκεια της νύχτας, όπως προκύπτει από την ανωτέρω υπ' αριθμ. ... γνωμάτευση της Υγειονομικής Επιτροπής της Διεύθυνσης Αστυν. Θεσσαλονίκης, -στην οποία σημειωτέον αναφέρονται σε συνημμένο σχετικό πίνακα όλες οι υπηρεσίες. Επιπλέον, στο από 18-1-2022 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών και Επιτελικού Σχεδιασμού Διεύθυνσης Εκκαθάρισης Μισθοδοσίας του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη αναφέρεται ότι "..οι αστυνομικοί που έχουν τεθεί σε κατάσταση Υπηρεσίας Γραφείου για την διάθεση σε εκτέλεση υπηρεσίας και εξ αυτού την καταβολή της δικαιούμενης αποζημίωσης, πέραν του πενθημέρου εργασίας καθώς και των λοιπών επιδομάτων που δικαιούται κάθε αστυνομικός υπάλληλος απαιτείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 Π.Δ. 16/95, η σχετική γνωμάτευση της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής. Στην προκειμένη περίπτωση δεν προκύπτει ότι ο ενάγων έχει αιτηθεί από την εν λόγω Υγειονομική Επιτροπή την σχετική άδεια για την απασχόλησή για νυχτερινή εργασία. Ως προς δε το ποσό των 26.875,44 ευρώ για απώλεια της αποζημίωσης για εκτός έδρας υπηρεσία, όπως προαναφέρθηκε, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά το χρόνο πριν το ένδικο ατύχημα εκτελούσε τέτοιου είδους υπηρεσία, ούτε ότι ελάμβανε το ποσό των 117,36 € ως αποζημίωση το μήνα. Ως εκ τούτου δεν αποδείχτηκε πιθανή κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, η απώλεια εισοδημάτων του ενάγοντος για τις ανωτέρω αιτίες κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα. Τέλος, δεν αποδείχτηκε ότι ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από 05.03:2015 έως 12.09.2015 και από 17.09.2015 έως 28.01.2016 αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί και είχε ανάγκη υπηρεσιών τρίτου προσώπου προς κάλυψη των βιοτικών του αναγκών (σίτιση, καθαριότητα, ένδυση, παρασκευή φαγητού). Ειδικότερα από τα προσκομιζόμενα ιατρικά πιστοποιητικά, σε συνδυασμό με το είδος και την έκταση του τραυματισμού του ενάγοντος, λαμβανομένων υπόψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής, δεν προκύπτει ανάγκη του ενάγοντος για παροχή βοήθειας από τρίτο πρόσωπο για χρονικό διάστημα πέραν των 12 μηνών από τον τραυματισμό του στις 01.11.2013, όπως άλλωστε δέχθηκε και η ανωτέρω υπ' αριθμ. ... τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Ειδικότερα, μετά τη χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε ο ενάγων κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του από 13-9-2015 έως 16-9- 2015, στην Β' Ορθοπεδική Κλινική του 424 Γενικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, όπου υποβλήθηκε σε αφαίρεση υλικών οστεοσύνθεσης σε έδαφος ενδομυελικής ήλωσης [ΑΡ] μηριαίου προ τριετίας, δεν προκύπτει ότι αδυνατούσε να αυτό εξυπηρετηθεί, ενώ η ανικανότητα του ενάγοντος για εργασία δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου τινός και αδυναμία αυτοεξυπηρέτησής του στις βασικές καθημερινές προσωπικές ανάγκες του. Επομένως, το αιτούμενο από τον ενάγοντα ποσό των 8.400 ευρώ για υπηρεσίες νοσοκόμου, τις οποίες προσέφερε η μητέρα του, πρέπει να απορριφτεί ως κατ'ουσία αβάσιμο...". Με βάση τις παραδοχές αυτές η προσβαλλομένη απόφαση απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος, επικυρώνοντας την απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία έχει απορριφθεί ως αβάσιμο κατ' ουσίαν: α) το ποσό των 30.447,84 ευρώ, που αφορά στο επίδομα αυξημένης επιχειρησιακής ετοιμότητας ιδίου διαστήματος και β) το ποσό των 26.875,44 ευρώ, ως αποζημίωση λόγω μη παροχής εκτός έδρας εργασίας. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο και απορρίπτοντας συλλήβδην ως ουσιαστικά αβάσιμο το αίτημα του αναιρεσείοντος για επιδίκαση επιδόματος επιχειρησιακής ετοιμότητας για το χρονικό διάστημα από 5.3.2016 (ημέρα μετάταξής του σε θέση γραφείου) μέχρι την συνταξιοδότησή του, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 297, 298 του Α.Κ. και του άρθρου 3 της με αριθμό ... Κ.Υ.Α., τις οποίες εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχθηκε ότι μετά το ένδικο ατύχημα ο αναιρεσείων βάσει της ΚΥΑ, μπορούσε να λάβει το εν λόγω επίδομα, αν ζητούσε σχετική γνωμάτευση και άδεια από την ως άνω Υγειονομική Επιτροπή, για την απασχόλησή του για νυχτερινή εργασία, την οποία δεν ζήτησε, και ότι, από την ανωτέρω υπ' αριθμ. ... γνωμάτευση της Υγειονομικής Επιτροπής της Διεύθυνσης Αστυνομίας Θεσσαλονίκης, δεν προκύπτει ότι αυτός υπό τη νέα του εργασιακή θέση αδυνατεί εφεξής να εκτελεί νυκτερινή υπηρεσία και άρα να λαμβάνει την σχετική αποζημίωση, μολονότι, σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση της διάταξης του άρθρου 3 της ανωτέρω Κ.Υ.Α. (με αρ. ...), ο αναιρεσείων μετά την μετάταξή του σε θέση γραφείου δεν είχε δικαίωμα να λαμβάνει πλέον το επίδομα, το οποίο, ωστόσο, ελάμβανε, πριν το ένδικο ατύχημα, όπως εξάλλου αναφέρει η προσβαλλομένη, διαλαμβάνοντας στη 2η σελ του 4ου φύλλου αυτής, ότι για το χρονικό διάστημα από 5.3.2015 έως 28.1.2016 το Ελληνικό Δημόσιο κατέβαλε σ' αυτόν ως ακαθάριστες (μεικτές αποδοχές, έχοντας σχετική υποχρέωση ως εργοδότης, το συνολικό ποσό των 17.239,38 ευρώ, καθώς και το ποσό των, 3.017,48 ευρώ ως αποζημίωση για εργασία εκτός πενθημέρου, ήτοι Σαββάτου και Κυριακής, καθώς και ως επίδομα υπηρεσιακής ετοιμότητας για την εκτέλεση νυκτερινής υπηρεσίας). Επομένως, δεχόμενη η προσβαλλομένη ότι, δεν αποδείχθηκε πιθανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, η εν λόγω απώλεια εισοδημάτων του ενάγοντος - αναιρεσείοντος, εάν δεν είχε μεσολαβήσει το ένδικο ατύχημα, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, το οποίο όμως ελάμβανε πριν την επέλευση της μόνιμης ανικανότητας προς εκτέλεση της εργασίας στην θέση, που κατείχε προηγουμένως, αυτό κατέληξε σε αποδεικτικό πόρισμα παραβιάζοντας ευθέως τις άνω ουσιαστικές διατάξεις, αλλά και με αντιφατική αιτιολογία, και πρέπει να αναιρεθεί ως προς μέρος αυτό, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου και του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως, με τους οποίους ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη τις από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλειες. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων με τον δεύτερο αναιρετικό λόγο αιτιάται πλημμέλεια από τον αριθμό 8 (αληθώς από τον αρ. 11 εδ. γ') του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, επικαλούμενος ότι δεν ελήφθη υπόψη από την προσβαλλομένη ο αποδειχθείς από τις συναφείς προσκομισθείσες με επίκληση βεβαιώσεις ισχυρισμός του, αναφορικά με το ως άνω επίδομα. Μετά την παραδοχή, ωστόσο, των ανωτέρω λόγων αναιρέσεως, παρέλκει η έρευνα αυτού. Περαιτέρω, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι "οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Με τη νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, και πριν από τη ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος η θεσπιζομένη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και "στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει" και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρέπει, τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες, να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ' αυτήν, απευθύνεται και στο δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές, που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσής της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που όπως αναφέρθηκε, απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλαδή το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών, αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση, από το δικαστήριο της ουσίας, των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ελέγχονται ως πλημμέλειες, του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ (Ολομ. ΑΠ 9/2015). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 932 Α.Κ., σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήριο, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της δικαιοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υποχρέου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών.
Συνεπώς, εφόσον ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης επαφίεται στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που σχηματίζεται ύστερα από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια, το "εύλογο" του επιδικαζόμενου ποσού, δεν αποτελεί αόριστη νομική έννοια και συνακόλουθα η σχετική κρίση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, οπότε και δεν μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη, κατά τούτο, εφαρμογή του νόμου (ΑΚ 932), είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης (ΑΠ 398/2020, ΑΠ 944/2017). Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος) με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του "ευλόγου" και συνακόλουθα το "εύλογο" εμπεριέχεται αναγκαίως στο "ανάλογο". Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ. αναλόγως από τους αριθμούς 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (Ολομ. ΑΠ 9/2015). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 931 Α.Κ., η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στο παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του. Ως "αναπηρία" θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως "παραμόρφωση" νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης. Περαιτέρω, ως "μέλλον" νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Στον επαγγελματικό και οικονομικό τομέα, η αναπηρία ή παραμόρφωση του ανθρώπου κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξελίξεως και προαγωγής του και οι σχετικές δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας, καθόσον οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η διάταξη του άρθρου 931 Α.Κ. προβλέπει επιδίκαση από το Δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον βεβαίως αυτές είναι μόνιμες και διαρκείς και επηρεάζουν το μέλλον του. Η αναπηρία ή παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ` ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Έτσι, κατά τη διάταξη αυτή επιδικάζεται σε εκείνον που έχει υποστεί την αναπηρία ή την παραμόρφωση ένα εύλογο χρηματικό ποσό χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιοριστεί, το ύψος του οποίου καθορίζεται με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης, την ηλικία, το φύλλο και τις κλίσεις του παθόντος, καθώς και με τη συνεκτίμηση του ποσοστού συνυπαιτιότητας του τελευταίου στην πρόκληση της αναπηρίας ή της παραμόρφωσής του. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας πρόσθετης από το άρθρο 931 του Α.Κ. χρηματικής παροχής, αποφασίζεται (κατ` αρχάς αναιρετικώς ανέλεγκτα) με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως και στην περίπτωση αυτή του άρθρου 931 Α.Κ., να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων, η παραβίαση της οποίας ελέγχεται, όπως και στο άρθρο 932 Α.Κ., ως πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμός 1 και 19 Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 398/2020, ΑΠ 684/2020, ΑΠ 142/2019). Είναι πρόδηλο ότι η, κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ, αξίωση για αποζημίωση λόγω αναπηρίας ή παραμορφώσεως είναι διαφορετική από την, κατά τη διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ, αξίωση αποζημιώσεως για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ` ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και από την, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικά, είτε μεμονωμένα, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαία την ύπαρξη και των λοιπών (ΑΠ 466/2020, ΑΠ 677/2019, ΑΠ 599/2018, ΑΠ 1572/2018, ΑΠ 441/2017, ΑΠ 158/2016). Τέλος, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό των εύλογων αυτών χρηματικών ποσών είναι ο χρόνος της συζήτησης της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οπότε και λαμβάνεται υπόψη η τότε κατάσταση της υγείας του παθόντος (ΑΠ 398/2020, ΑΠ 142/2019, ΑΠ 989/2018, ΑΠ 213/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αναφορικά με το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του αναιρεσείοντος από τον τραυματισμό του κατά το ένδικο τροχαίο ατύχημα και της πρόσθετης από το άρθρο 931 του Α.Κ. χρηματικής παροχής, επιπλέον των παραδοχών που αναφέρονται παραπάνω, ως προς τις συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, δέχθηκε ανέλεγκτα, κατά την εκτίμηση των κριτηρίων για τον προσδιορισμό του ποσού αυτής, τα ακόλουθα: ".... η υπ'αριθμ. ... τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: .... ο ενάγων διακομίσθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο 424 ΓΝ Θεσσαλονίκης, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί κάταγμα λεκάνης - open book- με διάσπαση της ηβικής σύμφυσης και μικρότερη διάσπαση της αριστερής ιερολαγόνιας, για την οποία απαιτήθηκε?χειρουργική αντιμετώπιση με FIX-FIX (εξωτερική οστεοσύνθεση). Ότι νοσηλεύτηκε στη χειρουργική κλινική από 01.11.2013 ως 15.11.2013 και εξήλθε με σύσταση για αναρρωτική άδεια 60 ημερών και επανεξέταση, έχοντας ομαλή μετεγχειρητική πορεία και μετά από αφαίρεση της εξωτερικής οστεοσύνθεσης του μηριαίου. Ότι τα κατάγματα της λεκάνης είναι κακώσεις υψηλής ενέργειας, ειδικά σε νέους ασθενείς, όπως ο ενάγων και ότι για το λόγο αυτό θεωρούνται και αντιμετωπίζονται ιατρικά ως πολυτραυματίες (DAMAGE CONTROL = χειρουργική μειζόνων κακώσεων σε αιμοδυναμικά ασταθή τραυματία, με χειρουργική προσέγγιση τριών σταδίων, η οποία έχει στόχο να ανακόψει την πορεία του προς το θάνατο), καθώς και ότι τέτοια καταγραφή υπάρχει στο σχετικό φύλλο νοσηλείας και για τον ενάγοντα. Ότι ο ενάγων επανεισήχθη στις 29.11.2013 λόγω φλεγμονής των βελονών της εξωτερικής οστεοσύνθεσης της λεκάνης και μετά νοσηλεία 8 ημερών εξήλθε στις 06.12.2013 με οδηγίες λήψης φαρμακευτικής αγωγής και επανεξέταση. Ότι εισαγωγή στην ίδια κλινική έγινε και στις 03.09.2014 ως 09.09.2014 (για 6 ημέρες), λόγω άλγους στην περιοχή του αριστερού μηρού, οπότε διαπιστώθηκε διάστρεμμα αριστερού ισχίου, ενώ μετά από έλεγχο διαπιστώθηκε ήλωση του μηριαίου οστού, έκτοπη οστεοποίηση στο επίπεδο της ηβικής σύμφυσης αριστερά και στο άνω τριτημόριο της διάφυσης του μηριαίου, οπότε εξήλθε με οδηγίες σε καλή γενική κατάσταση. Ότι ο ενάγων, κατά το χρόνο του ατυχήματος εργαζόταν ως αστυνομικός στην ΕΛ.ΑΣ., λόγω της κατάσταση της υγείας του έλαβε μακροχρόνιες αναρρωτικές άδειες, μέχρι τις 09.12.2015, βάσει των από 01.07.2014, 02.09.2014, 04.12.2014 και 09.06.2015 αποφάσεων της Υγειονομικής Επιτροπής της Διεύθυνσης Αστυν. Θεσσαλονίκης. Ότι ο ενάγων, λόγω του τραυματισμού του, δεν είχε δυνατότητα αυτοεξυπηρέτησης...... Ήδη αποδείχτηκε περαιτέρω ότι, στις 13.09.2015, ο ενάγων εισήχθη εκ νέου στο ίδιο ως άνω 424 ΓΣΝ Θεσσαλονίκης, όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική αφαίρεση ενδοαρθρικού ήλου (αρ) μηριαίου, εξήλθε δε στις 16.09.2015 με οδηγίες σε καλή γενική κατάσταση. Επιπλέον ο ίδιος, λόγω της κατάστασης της υγείας του (παλαιό κάταγμα αρ. μηριαίου, παλαιό κάταγμα - εξάρθρημα λεκάνης, πρόσφατη αφαίρεση ήλου) έλαβε νέα μακροχρόνια αναρρωτική άδεια, μέχρι τις 28.01.2016, δυνάμει της από 26.11.2015 αποφάσεως της Υγειονομικής Επιτροπής της Διεύθυνσης Αστυν. Θεσσαλονίκης, ενώ στις 21.01.2016 ο ίδιος εξετασθείς από την υγειονομική υπηρεσία του 424 ΓΝΕ Θεσσαλονίκης έλαβε συστάσεις για επάνοδο σε ελαφρά υπηρεσία - υπηρεσία γραφείου. Ακολούθως στις 28.01.2016, ο ενάγων εξετάσθηκε από την Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή της Διεύθυνσης Αστυν. Θεσσαλονίκης και αφού βρέθηκε να πάσχει από χειρουργηθέντα κατάγματα λεκάνης και αριστερού μηριαίου, καθώς και χρόνια θλάση προσαγωγών ανθεκτική στην συντηρητική αγωγή, με την υπ' αριθμ. 49/28.01.2016 γνωμάτευση της ίδιας ως άνω Υγειονομικής Επιτροπής, κρίθηκε ανίκανος για την ενεργό υπηρεσία της Ελληνικής Αστυνομίας, ικανός όμως για την υπηρεσία γραφείου, χωρίς να φέρει όπλο....... εξαιτίας του τραυματισμού του από το ένδικο ατύχημα ο ενάγων υπέστη μόνιμη αναπηρία, η οποία θα έχει δυσμενή επίδραση στο μέλλον, στην επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική του εξέλιξη. Ειδικότερα ο τελευταίος, θα αδυνατεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του επαγγέλματος του ενεργού Αστυνομικού, υπηρετούντος στα ΜΑΤ, το οποίο ασκούσε πριν το επίδικο ατύχημα, αναγκαζόμενος για το λόγο αυτό να εκτελεί εφεξής υπηρεσία γραφείου, ενώ θα δυσχεραίνεται σε οποιαδήποτε δραστηριότητα απαιτεί παρατεταμένη ορθοστασία, ελεύθερη σωματική κίνηση. Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό της αναπηρίας του ενάγοντος και την επίδραση, που θα έχει αυτή στην επαγγελματική .οικονομική και κοινωνική του εξέλιξη, την ηλικία του, [33 ετών], κρίνει ότι πρέπει να του επιδικαστεί ως ειδική αποζημίωση, του άρθρου 931 ΑΚ, το εύλογο ποσό των 25.000 ευρώ. Τέλος συνεπεία του τραυματισμού του από το ένδικο ατύχημα, της υποβολής του σε χειρουργικές επεμβάσεις και νοσηλεία, της αποχής από την εργασία του, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη για την οποία δικαιούται εύλογη χρηματική αποζημίωση. Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, την αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού του ασφαλισμένου στη δεύτερη εναγομένη ζημιογόνου αυτοκινήτου στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος, το είδος και το μέγεθος των σωματικών βλαβών που υπέστη ο ενάγων συνεπεία του τραυματισμού του, την ηλικία του κατά το χρόνο του ατυχήματος (33 ετών), την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, πλην της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική, κρίνει ότι πρέπει να του επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη που υπέστη, το εύλογο ποσό των 35.000 ευρώ....". Κατόπιν τούτου το Μονομελές Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση επεδίκασε στον ενάγοντα - αναιρεσείοντα τα ανωτέρω ποσά (των 25.000 και 35.000 ευρώ,) ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση κατά της εκκληθείσας αποφάσεως, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Όμως το Εφετείο, κατά τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και της πρόσθετης αποζημίωσης του άρθρου 931 του Α.Κ., παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, καθόσον τα ως άνω ποσά, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, είναι κατώτερα και μάλιστα καταφανώς εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τα προσδιοριστικά κριτήρια για τον καθορισμό αυτής, που παρατίθενται στην απόφαση. Κατά συνέπεια, είναι βάσιμοι ο δεύτερος κατά το δεύτερο σκέλος του και ο τρίτος κατά το δεύτερο σκέλος του, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αλληλοσυμπληρούμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους ο αναιρεσείων, με την επίκληση των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1, 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 931 και 932 του Α.Κ., αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και καθ' υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, το Εφετείο, κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτών του ουσιαστικού δικαίου, επιδίκασε για τις προεκτεθείσες αιτίες, τα παραπάνω ποσά Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, μετά την ουσιαστική παραδοχή των ως άνω αναιρετικών λόγων, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από Δικαστή άλλον, εκείνου που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 αρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης, λόγω της νίκης αυτού (άρθρο 495 παρ. 3 Γ' ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη στην στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης του αναιρεσείοντος, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. ... τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστή άλλον από αυτόν που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα αυτό αναιρεσείοντα. Και,
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Μαρτίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Μαΐου 2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ