
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 838 / 2025    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 838/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σταύρο Μάλαινο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος της Αντιπρόεδρου Μυρσίνης Παπαχίου και των αρχαιοτέρων της συνθέσεως Αρεοπαγιτών Ασπασίας Μεσσηνιάτη - Γρυπάρη και Σωκράτη Πλαστήρα), Αντιγόνη Τζελέπη, Ερασμία Λιούλη, Ζωή Καραχάλιου και Σπυριδούλα Λιάτη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 31 Μαΐου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Α. Λ., για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Λ. Χ. του Χ., κατοίκου ..., 2) Δ. Χ. του Χ., συζ. Ι. Π., 3) Ι. Π. του Ε., 4) Ε. Π. του Ι., 5) Χ. Π. του Ι., κατοίκων ..., 6) Σ. Χ. του Χ., συζ. Ι. Γ., 7) Ι. Γ. του Δ., κατοίκων ..., 8) Α. Γ. του Ι., κατοίκου ..., όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τους συνασκούντες τη γονική μέριμνα γονείς της Ι. Γ. του Δ. και Σ. Χ. του Χ. και 9) Δ. Γ. του Ι., κατοίκου ..., όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τους συνασκούντες τη γονική μέριμνα γονείς του Ι. Γ. του Δ. και Σ. Χ. του Χ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Εμμανουήλ Τσαγκαράκη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κ. Μ. του Α., 2) Κ. Χ. του Α., κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο και 3) ΝΠΙΔ με την επωνυμία "ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Τσιριγιάννη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-11-2018 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και .../2021 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από ...-2022 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Ερασμία Λιούλη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες και το 3ο των αναιρεσιβλήτων όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρ. 553 παρ. 1 περ. β' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση και περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή. Έτσι η ύπαρξη ερήμην απόφασης, δηλαδή απόφασης που εκδόθηκε με την απουσία, πραγματική ή πλασματική, ενός των διαδίκων, έστω και αν δεν στηρίχθηκε στη συναγωγή δυσμενών συνεπειών από την ερημοδικία του (Ολ.ΑΠ 15/2001, ΑΠ 1470/2003), ενεργοποιεί αυτόματα τη δυνατότητα άσκησης κατ' αυτής ανακοπής ερημοδικίας από τον ερημοδικασθέντα (άρθρ. 502 ΚΠολΔ), με συνέπεια, όσο διαρκεί η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας, να αποκλείεται η άσκηση κατά της ερήμην απόφασης αίτησης αναίρεσης, η οποία, αν παρόλα αυτά ασκηθεί, είναι απορριπτέα αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού, σε σχέση με την αναίρεση, δεν υπάρχει διάταξη όμοια με τη διάταξη του άρθρ. 513 παρ. 1 εδ. β' περ. β' ΚΠολΔ, που ορίζει ότι κατά των ερήμην αποφάσεων επιτρέπεται έφεση ήδη από τη δημοσίευσή τους. Αντίθετα, δηλαδή, με την καθιερούμενη με τη διάταξη αυτή συμπόρευση των προθεσμιών της έφεσης και της ανακοπής ερημοδικίας, η αναίρεση κατά ερήμην απόφασης είναι επιτρεπτή, μόνον εφόσον δεν συγχωρείται κατ' αυτής ανακοπή ερημοδικίας ή αναλόγως έφεση (Ολ.ΑΠ 11/1998), δηλαδή, καθιερώνεται η αρχή της διαδοχικής άσκησης των προβλεπόμενων ένδικων μέσων (ΑΠ 967/2021, ΑΠ 154/2017, ΑΠ 1049/2017, ΑΠ 180/2014). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι αυτή εκδόθηκε ερήμην του πρώτου και δευτέρου εκ των αναιρεσιβλήτων - εφεσιβλήτων Κ. Μ. και Κ. Χ. Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 3.6.2021, χωρίς όμως από το φάκελο της δικογραφίας να προκύπτει ότι έχει κοινοποιηθεί στους απολιπομένους τότε εφεσιβλήτους και ήδη αναιρεσιβλήτους, ούτε άλλωστε οι αναιρεσείοντες επικαλούνται κοινοποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, σύμφωνα με την προηγούμενη νομική σκέψη, μέχρι την άσκηση της αίτησης αναίρεσης δεν άρχισε να τρέχει για τους 1 και 2ο αναιρεσιβλήτους η 15ήμερη προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας (άρθρ. 503 παρ. 1 ΚΠολΔ) και συνακόλουθα, ως προς αυτούς η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υπόκειται εξακολουθητικά σε ανακοπή ερημοδικίας, εφόσον στην αναιρετική διαδικασία ισχύει η αρχή της διαδοχικής άσκησης των ενδίκων μέσων και δεν έχει καταστεί τελεσίδικη, σε αντίθεση με το τρίτο αναιρεσίβλητο, απλό ομόδικο, ως προς το οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση έχει καταστεί τελεσίδικη και παραδεκτά απευθύνεται εναντίον του η αίτηση αναίρεσης, διότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 553, 74, 75 παρ. 1 και 2 και 76 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι σε περίπτωση απλής ομοδικίας, όπως επί αδικοπρακτικής ευθύνης περισσοτέρων, η οριστική απόφαση, που εκδίδεται καθίσταται τελεσίδικη αυτοτελώς, έναντι εκάστου ομοδίκου και, συνεπώς, υπόκειται σε αναίρεση κατά το μέρος, που είναι τελεσίδικη (ΑΠ 658/2012). Επομένως, κατόπιν τούτου η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει, κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου τούτου, να κηρυχθεί απαράδεκτη (ως δικόγραφο) ως προς την 1ο και 2ο από τους αναιρεσίβλητους, κατ' άρθρ. 577 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ. Δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντα δεν επιδικάζονται, διότι η απόφαση αυτή δεν είναι οριστική κατ' άρθρ. 191 παρ. 1 ΚΠολΔ, εφόσον δεν τέμνει ολοκληρωτικά τη διαφορά της δίκης.
Η κρινόμενη από 9.6.2022 και με αρ. καταθ. 4611/503/2022 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2717/2021 τελεσίδικης αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε ερήμην του πρώτου και δευτέρου εκ των αναιρεσιβλήτων και αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφαλίσεως αυτού (άρθρα 591 επ. και 614 παρ. 1 και 6 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), ασκήθηκενομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 552, 553, 556, 566 παρ. 1, 558 και 564 ΚΠολΔ). Κατόπιν αυτών πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ). Από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτει ότι η προσβαλλομένη με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως υπ' αριθμ. 2717/2021 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, αποτελεί κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Οι αναιρεσείοντες άσκησαν σε βάρος των ήδη αναιρεσιβλήτων, την από 14-10-2013 (αρ. κατ. 5118/2013) αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αξίωναν χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, για τον θανάσιμο τραυματισμό του συγγενούς τους Χ. Χ., που συνέβη, στις 18-1-2014, στη Νέα Ερυθραία Αττικής, από αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου αναιρεσιβλήτου Κ. Μ., οδηγού του με αρ. κυκλοφορίας ... αυτοκινήτου, που κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν ανασφάλιστο. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ' αρ. 2823/2019 απόφαση απέρριψε την αγωγή λόγω παραγραφής, ως προς όλους τους εναγομένους. Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες άσκησαν κατά της άνω απόφασης την από 12.2.2020 (αρ. κατ. 16735/1190/2020) έφεση ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε με την υπ' αριθμόν 2717/2021 τελεσίδικη απόφασή του, επικυρώνοντας την εκκαλουμένη απόφαση.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 247, 251, 298, 914 και 937 του Α.Κ. προκύπτει ότι, σε περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός, γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος απαίτηση αποζημίωσης για την όλη ζημία, θετική και αποθετική, παρούσα ή μέλλουσα, ενώ η παραγραφή της αντίστοιχης αξίωσης, έστω και αν αφορά μέλλουσα ζημία, που όμως είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, είναι, κατ' αρχήν, πενταετής και, εφόσον η δικαστική επιδίωξη της αξίωσης αυτής είναι δυνατή, πράγμα που, εξαιρέσει σχετικού νομικού κωλύματος, πάντοτε συμβαίνει, η παραγραφή αυτή αρχίζει να τρέχει, για όλες τις ζημίες ενιαίως, από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της πρώτης επιζήμιας συνέπειας και του υπόχρεου προς αποζημίωση (ΑΠ 247/2019, ΑΠ 1158/2017, ΑΠ 475/2017), με εξαίρεση τις ζημίες που είναι από την αρχή απρόβλεπτες, όπως, στη συνέχεια, θα εκτεθεί. Ως γνώση της ζημίας νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της αδικοπραξίας, χωρίς, ωστόσο, να είναι απαραίτητη η γνώση της ακριβούς έκτασης της ζημίας ή του ποσού της αποζημίωσης (ΑΠ 750/2018, ΑΠ 674/2013, ΑΠ 666/2010). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ.1 και 2 του ν. 489/1976 "Περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης" (που κωδικοποιήθηκε με το π.δ. 237/1986), όπως η παράγραφος 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του ν. 3557/2007 (ΦΕΚ 100/Α/14-5-2007) και εφαρμόζεται στην επίδικη περίπτωση, ως εκ του χρόνου που έλαβε χώρα το τροχαίο ατύχημα, "το πρόσωπο που ζημιώθηκε έχει από την ασφαλιστική σύμβαση και μέχρι το ποσό αυτής ιδία αξίωση κατά του ασφαλιστή" (παρ. 1) και "η αξίωση αυτή παραγράφεται μετά πάροδο πέντε ετών από την ημέρα του ατυχήματος, επιφυλασσομένων των κειμένων διατάξεων για την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η εν λόγω πενταετής παραγραφή που έχει ως αφετηρία το γεγονός του ατυχήματος αρχίζει, αν ληφθεί υπόψη και το άρθρο 241 ΑΚ, από την επόμενη ημέρα του ατυχήματος. Μέσα στην πενταετία αυτή πρέπει να ολοκληρωθεί η άσκηση της αγωγής (ΚΠολΔ 215), δηλαδή κατάθεση στη γραμματεία του δικαστηρίου και επίδοση αυτής στον εναγόμενο. Αν η επίδοση γίνει μετά τη συμπλήρωση της πενταετίας, επιτρεπτά προτείνεται από τον εναγόμενο ασφαλιστή η ένσταση της πενταετούς παραγραφής. Για την έναρξη της πενταετούς αυτής παραγραφής δεν έχει σημασία αν και πότε λαμβάνει γνώση της ζημίας ο ζημιωθείς. Το άρθρο 937 ΑΚ δεν εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, γιατί τούτο ισχύει στην αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία. Η διάταξη του άρθρου 10 παρ.2 του κ.ν. 489/1976, η οποία ρυθμίζει ειδικά την αξίωση αποζημίωσης κατά του ασφαλιστή, που ευθύνεται έναντι του παθόντος, όχι από αδικοπραξία αλλά από το νόμο, επικρατεί της γενικής διάταξης του άρθρου 937 ΑΚ (ΑΠ 255/2020, ΑΠ 732/2019, ΑΠ 750/2018, ΑΠ 1158/2017, ΑΠ 1993/2013). Εφαρμόζεται όμως η διάταξη του άρθρου 251 ΑΚ, κατά την οποία, για την έναρξη της παραγραφής, απαιτείται η αξίωση να είναι δικαστικώς επιδιώξιμη, δηλαδή εναγώγιμη. Αυτό συμβαίνει, όταν δεν υπάρχει κάποιος νομικός λόγος που να αποκλείει ή να παρεμποδίζει τη δικαστική επιδίωξη της αξιώσεως. Αντιθέτως, η ύπαρξη πραγματικών εμποδίων, όπως είναι και η εκ μέρους του δικαιούχου άγνοια της γενέσεως της αξιώσεώς του, δεν παρακωλύει την έναρξη της παραγραφής, αλλά είναι δυνατό με τη συνδρομή των σχετικών προϋποθέσεων, να αποτελεί λόγο αναστολής της (ΑΠ 64/2011). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 4 ν. 489/1976, που προστέθηκε με το άρθρο 50 παρ. 13 του ν. 1569/ 1985 και ορίζει ότι "από την ημερομηνία, που ασφαλιστική επιχείρηση κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης ή ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της για παράβαση νόμου το Επικουρικό Κεφάλαιο υπεισέρχεται αυτοδίκαια στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης, που πηγάζουν από ασφαλιστικές συμβάσεις του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκινητικά οχήματα" σαφώς προκύπτει ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο σε περίπτωση πτώχευσης, ανάκλησης άδειας κ.λπ. της ασφαλιστικής επιχείρησης, οφείλει να καταβάλει στο ζημιωθέν πρόσωπο ό,τι όφειλε να καταβάλει σ' αυτό η πτωχεύσασα κ.λπ. ασφαλιστική επιχείρηση, μόνο από τη σύμβαση ασφάλισης και όχι από άλλο νόμιμο λόγο. Τούτο ευθύνεται μόνο για την, από το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 489/1976 έναντι του ζημιωθέντος προσώπου, ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρίας, η οποία πηγάζει από την ασφαλιστική σύμβαση, η δε αξίωση αυτή του ζημιωθέντος προσώπου κατά της ασφαλιστικής εταιρίας παραγράφεται μετά πάροδο δύο ετών από την ημέρα του ατυχήματος (κατά το προϊσχύον δίκαιο) και ήδη πέντε ετών σύμφωνα με το άρθρο 7 του Ν. 3557/2007 - ΦΕΚ Α' 100/14-5-2007, που τέθηκε σε εφαρμογή από 14-5-2007, επιφυλασσομένων των κειμένων διατάξεων για την αναστολή και διακοπή της παραγραφής - άρθρο 10 παρ. 2 ν. 489/1976 (ΑΠ 2015/2013, πρβλ. επίσης ΑΠ 1173/ 2015, ΑΠ 1019/2015). Εξάλλου, κατά το άρθρο 4 εδάφιο δ' του Ν. 4092/2012 ορίζονται τα εξής: "...δ'. Στο τέλος του άρθρου 19 του π.δ. 237/1986 (που κωδικοποίησε τον Ν. 489/1976) προστίθεται νέα παράγραφος ως εξής: 8. Η αγωγή κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου είναι παραδεκτή, μόνον αν ο ενάγων έχει υποβάλει προ της άσκησής της στο Επικουρικό Κεφάλαιο έγγραφη αίτηση αποζημίωσης, με συνημμένα τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτησή του. Το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να απαντήσει αιτιολογημένα στην αίτηση εντός τριών μηνών από την υποβολή της, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 6 του νόμου αυτού. Μετά τη λήψη της απάντησης του Επικουρικού Κεφαλαίου ή την άπρακτη παρέλευση της ως άνω προθεσμίας, ο παθών δύναται να ασκήσει αγωγή κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου". Κατά δε το άρθρο 262 του ΑΚ ορίζεται ότι "στις περιπτώσεις που για να εγερθεί η αγωγή απαιτείται προπαρασκευαστική διαδικασία, η διακοπή της παραγραφής θεωρείται ότι έγινε αφότου άρχισε η προπαρασκευαστική διαδικασία, αν η αγωγή εγερθεί μέσα σε τρεις μήνες από τότε που περατώθηκε ή μέσα στην προθεσμία που τάσσει ο νόμος". Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι με την διάταξη του άρθρου 4 εδ. δ' του Ν. 4092/2012 θεσπίζεται το απαράδεκτο της αγωγής κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, αν δεν προηγηθεί η επίδοση της προβλεπόμενης από τη διάταξη αυτή αίτησης, η οποία, συνεπώς αποτελεί προπαρασκευαστική διαδικασία και επιφέρει τη διακοπή της παραγραφής των αξιούμενων κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου δικαιωμάτων του παθόντα, καθόσον, μόνον, εάν προηγηθεί η ανωτέρω διαδικασία, είναι παραδεκτή η άσκηση της αγωγής κατά του Ε.Κ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται "αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών...". Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός, πρέπει να καθορίζονται, μεταξύ άλλων, η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε, το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου και, εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η ελάσσων πρόταση του νομικού του συλλογισμού, δηλαδή, τα πραγματικά γεγονότα, που αυτό δέχθηκε, υπό τα οποία και συντελέστηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ Ολομ., 20/2005, 28/1998, 32/1996, ΑΠ 255/2020).
Στην ερευνώμενη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του για το ζήτημα της παραγραφής της αξίωσης των αναιρεσειόντων, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, δέχτηκε τα ακόλουθα: "...Οι ενάγοντες άσκησαν σε βάρος του εναγόμενου και ήδη εφεσιβλήτου Επικουρικού Κεφαλαίου την από 20-11-2018 αγωγή τους, με την οποία αξίωναν την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, στον καθένα από αυτούς, για το θανάσιμο τραυματισμό του συγγενούς τους Χ. Χ., από αποκλειστική υπαιτιότητα του Κ. Μ., που οδηγούσε το με αρ. κυκλοφορίας ... αυτοκινήτου που κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν ανασφάλιστο. Η αγωγή αυτή κοινοποιήθηκε στο εναγόμενο ΕΚ, στις 11-2-2019, όπως προκύπτει από την με αρ. 923ΣΤ/11-2-2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, Κ. Κ. Στις 15.12.2014, οι ενάγοντες απέστειλαν στο εναγόμενο Ε.Κ. την από 12-12-2014 αίτηση αποζημίωσης οικογένειας θανόντος από ατύχημα με ανασφάλιστο όχημα, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 4 δεφ. δ' του Ν. 4092/2012, ως προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε αγωγής στρεφόμενης σε βάρος του Επικουρικού Κεφαλαίου. Στη συνέχεια, αποδείχθηκε ότι εντός της τρίμηνης προθεσμίας, που ορίζεται από το άρθρο 6 παρ. 6 του άνω νόμου, από την υποβολή της άνω αίτησης, και συγκεκριμένα στις 13-3-2015, το εναγόμενο απάντησε αρνητικά. Με βάση τα παραπάνω, ενώ τηρήθηκε από τους ενάγοντες η απαιτούμενη από το νόμο προπαρασκευαστική διαδικασία του άρθρου 4 εδαφ. δ' του Ν. 4092/ 2012, ωστόσο, η ένδικη αγωγή δεν ασκήθηκε (με την έννοια της κατάθεσης και επίδοσης αυτής), ούτε εντός της τρίμηνης προθεσμίας από την παραπάνω αρνητική απάντηση, την οποία τάσσει ο νόμος με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 4 εδ. δ' Ν. 4092/2012, που έληγε στις 14-6-2015, όπως όφειλαν, κατ' άρθρο 262 ΑΚ, να ασκήσουν την αγωγή τους, αλλά ούτε και εντός της προθεσμίας που τάσσεται από το νόμο, η οποία είναι πενταετία από την επομένη της ημέρα του ατυχήματος, καθόσον η άσκηση της αγωγής ολοκληρώνεται με την επίδοση αυτής, η οποία έλαβε χώρα στις 11-2-2019, δηλαδή μετά την παρέλευση της πενταετίας.
Συνεπώς... η υπό κρίση αγωγή δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα, εφόσον η τήρηση της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, συνιστά κατ' άρθρο 262 ΑΚ διακοπτικό λόγο της πενταετούς παραγραφής (άρθρο 10 παρ. 2 Ν. 489/1976), μόνο στην περίπτωση που η αγωγή εγερθεί μέσα σε τρεις μήνες από τότε που περατώθηκε η προπαρασκευαστική διαδικασία ή μέσα στην προθεσμία που τάσσει ο νόμος, χωρίς όμως αυτό να λάβει χώρα, καθόσον ναι μεν η ένδικη αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 29-11-2018, επιδόθηκε, όμως, την 11-2-2019. Κατά συνέπεια, δεν τίθεται, στην προκείμενη περίπτωση, θέμα διακοπής της παραγραφής, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, καθόσον η προδικασία που ορίζει η διάταξη του άρθρ. 4 εδ. δ' ν. 4092/20112, δεν επέφερε διακοπή της παραγραφής της ένδικη αγωγής, αφού αυτή δεν ασκήθηκε μέσα σε τρεις μήνες από την περάτωση της προδικασίας, αλλά ούτε και μέσα στην προθεσμία που τάσσει ο νόμος. Κατόπιν τούτων, η ως άνω αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί ως παραγεγραμμένη, δεκτής γενομένης ως βάσιμης και στην ουσία της σχετικής ένστασης του εναγομένου (ήδη τρίτου αναιρεσιβλήτου). Τέλος, ο ισχυρισμός των εκκαλούντων που προβλήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και επαναφέρεται και στο παρόν με λόγο έφεσης, ότι έλαβαν γνώση, για πρώτη φορά, ότι το ζημιογόνο όχημα ήταν ανασφάλιστο, την 4-6-2014, οπότε, κατ' άρθρο 937 ΑΚ, η πενταετής προθεσμία της παραγραφής ξεκινά την 5-6-2014 και λήγει την 5-6-2019, και, συνεπώς, η ένδικη αγωγή, ασκηθείσα την 11-2-2019, είναι εμπρόθεσμη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία, διότι από κανένα έγγραφο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι οι ενάγοντες έλαβαν γνώση για πρώτη φορά, στις 4-6-2014, ότι το ζημιογόνο όχημα που οδηγούσε ο Κ. Μ. ήταν ανασφάλιστο....".
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρ. 262 ΑΚ και 4 εδ. δ' του Ν.4092/2012, τις οποίες εφάρμοσε, αφού δέχθηκε ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες κοινοποίησαν στις 15.2.2014, σύμφωνα με το άνω άρθρο (4 εδ. δ' του Ν. 4092/2012), την εξώδικη δήλωση-αίτηση αποζημίωσης προς το εναγόμενο - αναιρεσίβλητο Επικουρικό Κεφάλαιο, για τις αξιώσεις τους κατ'αυτού, το οποίο, ακολούθως, τους απέστειλε στις 13.3.2015 την αρνητική απαντητική επιστολή του, πλην όμως οι αναιρεσείοντες δεν άσκησαν την αγωγή τους, ως όφειλαν, σύμφωνα με το άρθρο 262 ΑΚ, εντός της τρίμηνης προθεσμίας, η οποία είχε αφετηρία την ημέρα κοινοποίησης της αρνητικής απάντησης και η οποία έληγε στις 13.6.2015, αλλά ολοκλήρωσαν, κατ' άρθρο 215 ΑΚ, την άσκηση αυτής, δια της επιδόσεώς της στο εναγόμενο - αναιρεσίβλητο, στις 11.2.2019, δηλαδή μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας των τριών μηνών από την περάτωση της προπαρασκευαστικής διαδικασίας του άρθρ. 4 εδ. δ' Ν. 4092/2012, με αποτέλεσμα, να μην πληρωθεί η προϋπόθεση, που απαιτείται για την διακοπή της, κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.2 του κ.ν. 489/1976, πενταετούς παραγραφής, η οποία συμπληρώθηκε στις 28.1.2019, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ως άνω νομική σκέψη, με αποτέλεσμα να παραγραφεί η διωκόμενη με την αγωγής τους αξίωση. Κατόπιν τούτου, ο σχετικός περί του αντιθέτου λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι παραβίασε ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή την ουσιαστικού κανόνα δικαίου διάταξη του άρθρου 262 ΑΚ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 4 εδ. δ' του Ν. 4092/2012, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από δε τις διατάξεις των άρθρων, 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι, το δικαστήριο της ουσίας, κατά το σχηματισμό της κρίσης του για τους ουσιώδεις πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, οφείλει να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που παραδεκτά προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι, διαφορετικά, υποπίπτει στην πλημμέλεια που ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 11γ' του άρθρ. 559 ΚΠολΔ,, χωρίς όμως να ελέγχεται η κρίση του ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξιολόγηση των αποδείξεων γενικά (Ολ.Α.Π. 23/2008). Ειδικότερα, ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους (ΑΠ 1208/2019, 779/2019, 222/2008, 774/1996) προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών κατά την ανωτέρω έννοια, δηλαδή, νόμιμων ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ. ΑΠ 42/2002, ΑΠ 105/2005, 1874/2008), εφόσον βέβαια προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο). Για την ίδρυση του ως άνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του (ΑΠ 1134/1993). Καμιά, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλ` αρκεί η γενική μνεία των κατ` είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (ΑΠ 779/2019).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, προσάπτεται από τους αναιρεσείοντες στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 11 γ' του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., υποστηρίζοντες ότι το Εφετείο, για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, δεν έλαβε υπόψη του κρίσιμα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα προσκόμισαν μετ' επικλήσεως στο εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, μεταξύ των οποίων η από 4.6.2014 έκθεση αυτοψίας του Β' Τμήματος Τροχαίας Αυτοκινητοδρόμων, από την οποία αποδεικνύεται, κατά τους ισχυρισμούς τους, ο χρόνος γνώσης του έναντι αυτών υποχρέου προς αποζημίωση κατ' άρθρο 937 ΑΚ.
Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, σχετικά με το ενδιαφέρον εν προκειμένω ζήτημα της γνώσης των αναιρεσειόντων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής:
"...Τέλος, ο ισχυρισμός των εκκαλούντων που προβλήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και επαναφέρεται και στο παρόν με λόγο έφεσης, ότι έλαβαν γνώση, για πρώτη φορά, ότι το ζημιογόνο όχημα ήταν ανασφάλιστο, την 4-6-2014, οπότε, κατ' άρθρο 937 ΑΚ, η πενταετής προθεσμία της παραγραφής ξεκινά την 5-6-2014 και λήγει την 5-6-2019, και συνεπώς η ένδικη αγωγή, ασκηθείσα την 11-2-2019, είναι εμπρόθεσμη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία, διότι από κανένα έγγραφο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι οι ενάγοντες έλαβαν γνώση για πρώτη φορά στις 4-6-2014, ότι το ζημιογόνο όχημα που οδηγούσε ο Κ. Μ. ήταν ανασφάλιστο....". Με βάση τις παραδοχές αυτές, αφρού απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων ότι έλαβαν γνώση του έναντι αυτών πραγματικού υποχρέου προς αποζημίωση εναγομένου - αναιρεσιβλήτου, στις 4.6.2014, οπόταν συντάχθηκε η έκθεση αυτοψίας, απέρριψε την αγωγή λόγω παραγραφής, επικυρώνοντας την απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Από την επισκόπηση της προσβαλλομένης κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ως προς το ζήτημα τούτο, προκύπτει από τη ρητή διαβεβαίωση του Εφετείου ότι στο αποδεικτικό της πόρισμα, ότι η προθεσμία παραγραφής άρχισε από την επομένη του ατυχήματος (5.6.2014) και δεν ανεστάλη, κατέληξε από την επισκόπηση όλων των εγγράφων της δικογραφίας, γίνεται μάλιστα ειδική μνεία και σχολιασμός του φερομένου ως αγνοηθέντος εγγράφου, το οποίο και αξιολόγησε, ώστε καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι συναξιολογήθηκαν και συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, οι δε λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, αφορούν στην αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του. Επομένως, ο ερευνώμενος δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Κατόπιν των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που οι αναιρεσείοντες έχουν καταθέσει για την άσκηση της αναιρέσεως στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176,183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), στα δικαστικά έξοδα του τρίτου αναιρεσιβλήτου, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημα αυτού, όπως ειδικότερα, ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9.6.2022 αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 2717/2021 τελεσίδικης αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που έχει κατατεθεί για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως.
Και, Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του τρίτου αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Μαρτίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Μαΐου 2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ