ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 846/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Δ)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 846/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Δ)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 846/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Δ)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 846 / 2025    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 846/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σωκράτη Πλαστήρα, Σταύρο Μάλαινο, Αντιγόνη Τζελέπη και Ερασμία Λιούλη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Μαρτίου 2025, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Σ. Μ. του Ε. και 2) Β. Μ. του Ε., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Υφαντή με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Τελούσας υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "... ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Ειδικό Εκκαθαριστή, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "..." και δ.τ. "... ΑΕ", που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "... ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "..." και δ.τ. "...", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Τράπεζα ... ... ΑΕ", εκ των οποίων η 1η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Μπαρδάκο, ενώ οι 2η και 3η δεν παραστάθηκαν.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-12-2014 αίτηση των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Καρδίτσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 21-8-2023 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Σωκράτη Πλαστήρα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες και η 1η των αναιρεσιβλήτων όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της 1ης αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση, από 21-8-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. ...), αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η με αριθ. ... τελεσίδικη απόφαση του, ως Εφετείου δικάσαντος, Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, η οποία εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 έως 741 επ. του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 15 του ν. 3869/2010 "ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων"), ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "Τράπεζα Πειραιώς AE". Παρά, όμως, την ανωτέρω ερημοδικία, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι τελεσίδικη και η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης απευθύνεται παραδεκτά και εναντίον αυτής, διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 του ν. 3869/2010, δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας και, συνακόλουθα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για την αρχή της διαδοχικής άσκησης των ένδικων μέσων, σύμφωνα με την οποία η ερήμην οριστική απόφαση του εφετείου υπόκειται σε αναίρεση μόνον αφότου έπαυσε να υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας (ΑΠ 557/2025, ΑΠ 1034/2024, ΑΠ 815/2024). Επομένως η ένδικη αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αφού ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1-2 του ΚΠολΔ), εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 564 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (Α 87), εφόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε οι παριστάμενοι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Από τις διατάξεις του άρθρου 576 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος με το τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος εξετάζει ποιός επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο διάδικος που απουσιάζει, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, ερευνάται αν ο διάδικος ο οποίος δεν εμφανίστηκε ή αν και εμφανίστηκε δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση με το τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση. Στη περίπτωση που δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Ειδικότερα, από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας στη δίκη επί της αίτησης αναίρεσης, εάν δεν κλητεύθηκε κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους, η συζήτηση της αίτησης κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους, εάν όμως κλητεύθηκε αυτός νόμιμα είτε από τον αντίδικό του, είτε από αναγκαίο ομόδικό του και δεν εμφανιστεί στη συζήτηση, τότε θεωρείται σαν να είναι παρών και η συζήτηση χωρεί νομίμως και ως προς τον απολειπόμενο αναγκαίο ομόδικο παρά την απουσία του (ΑΠ 456/2025, ΑΠ 1031/2024, ΑΠ 596/2024). Εξάλλου, στη δίκη περί ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, o δεσμός που συνδέει τους πιστωτές του αιτούντος οφειλέτη, ενόψει του ότι η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους "μετέχοντες στη δίκη" πιστωτές, είναι αυτός της αναγκαστικής παθητικής ομοδικίας κατ` άρθρο 76 παρ. 1 περ. β` του ΚΠολΔ (ΑΠ 175/2025, ΑΠ 1031/2024, ΑΠ 596/2024). Στην ερευνώμενη υπόθεση, από τις προσκομιζόμενες, με επίκληση, από τους αναιρεσείοντες με αριθ. ... εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στη περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών Γ. Τ., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, με την κάτω από αυτή πράξη ορισμού δικασίμου για τη σημειούμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και κλήση προς παράσταση κατ`αυτή, επιδόθηκε, με επιμέλεια των αναιρεσειόντων, νομότυπα και εμπρόθεσμα, στη δεύτερη και τρίτη των αναιρεσίβλητων ανώνυμων τραπεζικών εταιριών. Επομένως, αφού οι τελευταίες δεν εμφανίσθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, κατά τη παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε για συζήτηση, με τη σειρά της από το πινάκιο, ούτε έχουν καταθέσει δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της αναιρετικής δίκης, πρέπει, να συζητηθεί η υπόθεση σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω η αναίρεση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου της (άρθρ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 "Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων...", όπως το άρθρο αυτό ίσχυε και εφαρμόζεται στην ερευνώμενη υπόθεση, ως εκ του χρόνου υποβολής-κατάθεσης, στις 10-12-2014, της από 10-12-2014 ένδικης αίτησης του άρθρ. 4 παρ. 1 του ν. 3869/2010, πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 1 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α' 94/14-8-2015) που καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, ορίζεται ότι "φυσικά πρόσωπα που στερούνται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3588/2007 και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για τη ρύθμιση των οφειλών τους κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής". Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη (και γενική) αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ο νόμος 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου, ο δόλος, ως μορφή πταίσματος προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 330 του ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι "ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίσθηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές". Η παραπάνω διάταξη παρέχει γενικό ορισμό της έννοιας του πταίσματος, έχει δε εφαρμογή, τόσο στις συμβάσεις, όσο και στις αδικοπραξίες, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, όπου γίνεται λόγος για υπαιτιότητα. Η ίδια διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια. Ενώ, όμως, δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 του ΠΚ, που ορίζει ότι "Με δόλο (πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. Επίσης, όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται". Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει τον δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε, ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που "θέλει" την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως, ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και, παρά ταύτα, δεν εγκαταλείπει την πράξη του. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξης του και το "αποδέχεται" (Ολ.ΑΠ 4/2010, ΑΠ 82/2025, ΑΠ 1031/2024, ΑΠ 1339/2024). Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά τα πλαίσια της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή (ΑΠ 1339/2024, ΑΠ 1508/2022). Δόλο κατά συνέπεια συνιστά η περίπτωση εκείνη του δράστη κατά την οποία επιδοκιμάζει, δηλαδή προβλέπει, το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενο και τελικά το αποδέχεται. Ο δόλος σχετίζεται και αφορά πάντα πράξη και αυτή θα είναι η απαγορευμένη από το δίκαιο στον δράστη αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης ή γενικότερα αδικοπραξία κλπ. Μεταξύ των εννοιολογικών στοιχείων του δόλου είναι και η πρόβλεψη του δράστη ότι η συμπεριφορά του θα προκαλέσει καθυστέρηση στην εκπλήρωση της υποχρέωσής του ή θα προκαλέσει το γεγονός της αδυναμίας παροχής του, συνείδηση δηλαδή του δράστη για τον κίνδυνο επέλευσης των αποτελεσμάτων αυτών. Για τα ανωτέρω αρκεί και απαιτείται η πρόβλεψη και η αποδοχή του παράνομου αποτελέσματος σε γενικές γραμμές και κατά τα γενικά ουσιώδη γνωρίσματά του. Η ακριβής έκταση της ζημίας, οι λεπτομέρειες ή οι ιδιότητες του προσβαλλόμενου αγαθού και οι λοιπές περιστάσεις που καθορίζουν το μέγεθος της προσβολής δεν απαιτείται να προβλέπονται σαφώς, τουλάχιστον στον βαθμό που δεν ανάγονται από το νόμο σε κρίσιμα για την ύπαρξη της ευθύνης περιστατικά. Στη περίπτωση του ν. 3869/2010 ο νόμος χρησιμοποιεί την έννοια του δόλου και τη συνδέει με μια πραγματική κατάσταση, που είναι η μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών. Περαιτέρω, από την διατύπωση της παρ. 1 εδ. α` του ν. 3869/2010, προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στη "περιέλευση" του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει, τόσο κατά τον χρόνο ανάληψης της οφειλής, όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός, είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στη περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 ο οφειλέτης ενεργεί δολίως, όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνο, ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως, είτε γνώριζε, κατά την ανάληψη των χρεών, ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Επομένως η συνεπεία του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανισθεί μετά την ανάληψη του χρέους, αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος γνωρίζει ότι, ενόψει των εισοδημάτων του και των εν γένει αναγκών του, δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, σε μία δανειακή σύμβαση υφίσταται κατ` ουσία αποδοχή από τον δανειολήπτη της προβλεπόμενης αδυναμίας του να αποπληρώσει το ειλημμένο δάνειο, όταν έχοντας γνώση της πρόδηλης αναντιστοιχίας των εισοδημάτων του προς τις οφειλές, την αποπληρωμή των οποίων με ιδία πρωτοβουλία αναλαμβάνει και σταθμίζοντας τη διακινδύνευση των οικονομικών συμφερόντων, τόσο του ιδίου, όσο και του πιστωτή του, με το επιδιωκόμενο όφελος, το οποίο θα καρπωθεί, εφόσον πραγματοποιηθεί ο κίνδυνος, προβαίνει στη σύναψη της σχετικής δανειακής σύμβασης, επειδή κρίνει ότι η σκοπούμενη γι` αυτόν ωφέλεια από τη χρήση των δανειακών κεφαλαίων σαφώς υπερέχει των συνεπειών που επαπειλούνται από την επέλευση του κινδύνου. Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για την συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος, όπως επίσης και η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του περιορίζεται στην πρόθεση του οφειλέτη και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς ανάγκη προσθήκης και άλλων αντικειμενικών στοιχείων, όπως είναι, κατά τα προαναφερόμενα, η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος και η παράλειψη από την πλευρά των τελευταίων να ενεργήσουν την αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, πράγμα το οποίο άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα το νόμου (ΑΠ 79/2025, ΑΠ 263/2025, ΑΠ 82/2025, ΑΠ 688/2024, ΑΠ 1031/2024, ΑΠ 1339/2024). Όπως, εξάλλου, προκύπτει από τη πρόβλεψη του εδαφίου β' της παρ. 1 του ίδιου άρθρου 1 του ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά, όπως είναι αυτονόητο και γι' αυτό παραλείφθηκε στο νόμο, κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, δηλ. με σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν και να τον αποδείξει (ΑΠ 263/2025, ΑΠ 596/2024, ΑΠ 688/2024, ΑΠ 1031/2024, ΑΠ 1544/2023). Ο δόλος αποτελεί αόριστη νομική έννοια και, άρα, ελέγχεται αναιρετικά η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας για το αν τα περιστατικά, που έγιναν ανελέγκτως δεκτά απ` αυτό, υπάγονται ή όχι στη νομική έννοια του δόλου (ΑΠ 596/2024, ΑΠ 688/2024, ΑΠ 1508/2022), δηλαδή ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ (ή του άρθρου 560 αριθ. 1 και 6 του ίδιου Κώδικα) (ΑΠ 1339/2024, ΑΠ 1544/2023, ΑΠ 1508/2022). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένο αίτημα και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Ειδικά η, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, ένσταση πιστώτριας Τράπεζας ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων οφειλών προς αυτήν από ενδεχόμενο δόλο, πρέπει να αναφέρει ότι ο τελευταίος συμφώνησε με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, παρότι προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, ενώ εξακολουθούσε να κάνει χρήση ανακυκλούμενης πίστωσης, για να εξασφαλίσει επίπεδο ζωής ανώτερο από εκείνο που του επέτρεπε το εισόδημά του, δεν είναι δε ανάγκη, για την πληρότητα της ένστασης, να κάνει αναλυτική αναφορά των οικονομικών στοιχείων και δυνατοτήτων του οφειλέτη και των δανειακών συμβάσεων που ο τελευταίος έχει συνάψει με πιστωτικά ιδρύματα και το ύψος κάθε μίας (ΑΠ 82/2025, ΑΠ 263/2025, ΑΠ 1713/2024, ΑΠ 1031/2024, ΑΠ 1339/2024, ΑΠ 688/2024, ΑΠ 1544/2023, ΑΠ 1060/2023, ΑΠ 808/2023, ΑΠ 609/2023, ΑΠ 539/2022). Κατά τη διάταξη του άρθρου 14 του ν. 3869/2010, οι αποφάσεις του δικαστηρίου υπόκεινται σε έφεση και αναίρεση σύμφωνα με το άρθρο 560 του ΚΠολΔ. Έτσι, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 εδ. α` του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 31/2009, ΑΠ 82/2025, ΑΠ 596/2024). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσία, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 596/2024, ΑΠ 1713/2024, ΑΠ 1061/2023). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 6 του ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί, όπως και εκείνη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ίδιου Κώδικα, κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο παρών λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν έχει όμως εφαρμογή η διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ιδίως στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ` αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, άρα, δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διάταξης του άρθρου 560 αριθ. 6 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος (ΑΠ 82/2025, ΑΠ 596/2024, ΑΠ 1536/2024, ΑΠ 1713/2024).Τέλος, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α)για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε τη προσβαλλόμενη απόφαση και μάλιστα είχε προταθεί νόμιμα. Το γεγονός, εξάλλου, ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σημασία, διότι στη περίπτωση αυτή το δικαστήριο παραβίασε μεν το νόμο, όμως λόγος αναίρεσης δεν μπορεί να ιδρυθεί αν ο σχετικός ισχυρισμός δεν είχε προταθεί νόμιμα από το διάδικο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρ. 562 παρ.2 του ΚΠολΔ. Και στις περιπτώσεις, όμως, αυτές, για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός, ο οποίος προτείνεται πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, όταν αφορά τη δημόσια τάξη ή όταν το σφάλμα προκύπτει από την ίδια την απόφαση, πρέπει τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζεται να είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε τη πληττόμενη απόφαση και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής (Ολ.ΑΠ 15/2000, ΑΠ 350/2025, ΑΠ 173/2025, ΑΠ 16/2024, ΑΠ 1031/2024, ΑΠ 1509/2024, ΑΠ 96/2020). Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο χρόνος και ο τρόπος πρότασής του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος. Το απαράδεκτο αυτό αναφέρεται σε όλους τους λόγους του άρθρου 559 (και 560) του ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 1/1987, ΑΠ 350/2025, ΑΠ 173/2025, ΑΠ 557/2025, ΑΠ 127/2024, ΑΠ 1031/2024, ΑΠ 1509/2024, ΑΠ 1058/2023, ΑΠ 610/2023). Επίσης, από το συνδυασμό της διάταξης αυτής προς εκείνες των άρθρων 556 παρ. 2, 570 παρ. 1 και 2, 577, 579 και 581 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι με την άσκηση της αίτησης αναίρεσης καθώς και με την επ' αυτής δίκη δεν αναβιώνει η εκκρεμοδικία, αφού με το έκτακτο αυτό ένδικο μέσο δεν ανοίγεται νέος βαθμός δικαιοδοσίας, ούτε κρίνεται η ουσία της διαφοράς, αλλά ερευνάται το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αναίρεσης.
Συνεπώς δεν είναι παραδεκτή, μετά την τελεσίδικη απόφαση, η έρευνα νέων ισχυρισμών στην αναιρετική δίκη, καθόσον το αντίθετο θα μετέβαλλε τον Άρειο Πάγο σε δικαστήριο ουσίας τρίτου βαθμού (ΑΠ 350/2025, ΑΠ 557/2025, AΠ 1058/2023, ΑΠ 834/2021, ΑΠ 503/2018).
Με το μοναδικό αναιρετικό λόγο, οι αναιρεσείοντες, αιτούντες την υπαγωγή τους στο ν. 3869/2010, αποδίδουν στη προσβαλλόμενη απόφαση, τις πλημμέλειες από τους αριθ. 1 και 6 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, με τις αιτιάσεις: Α] ότι το, ως Εφετείο δικάσαν, Μονομελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου την ουσιαστικού κανόνα δικαίου διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, με ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της κατάγνωσης σε βάρος τους ενδεχόμενου δόλου, κατά την ανάληψη των δανειακών τους υποχρεώσεων, αλλά και μεταγενέστερα, καθώς και Β] ότι με το να δεχθεί ως ορισμένη την ένσταση δόλιας περιέλευσής τους (αιτούντων) σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών τους προς τις πιστώτριες, την οποία πρότειναν με τις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου οι παριστάμενες πρώτη και τρίτη πιστώτριες (ήδη πρώτη και τρίτη αναιρεσίβλητες), παραβίασε ευθέως την ως άνω διάταξη ουσιαστικού κανόνα δικαίου όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 παρ. 1 της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 262 του ΚΠολΔ, καθώς αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί η ως άνω διάταξη. Στην ερευνώμενη υπόθεση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας, το οποίο δίκασε ως Εφετείο, με τη προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από τη παραδεκτή, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, επισκόπησή της, αναφορικά με το ερευνώμενο κρίσιμο ζήτημα της περιέλευσης, με δόλο, των αιτούντων και ήδη αναιρεσειόντων, σε κατάσταση μόνιμης και γενικής αδυναμίας πληρωμών, δέχθηκε, ως αποδειχθέντα, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ''......... οι αιτούντες έχουν γεννηθεί το έτος 1969 και 1966, αντίστοιχα, είναι σύζυγοι και από τον μεταξύ τους γάμο έχουν αποκτήσει δύο (2), ήδη ενήλικα κατά τον χρόνο συζήτησης της υπόθεσης, τέκνα, την Κ. - Μ. Μ. και την Π. Μ.. Για τα ως άνω τέκνα τους δεν υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση των αιτούντων προς διατροφή τους, εφόσον δεν υπάγονται στην έννοια των "προστατευόμενων μελών" της οικογένειάς τους, κατ' άρθρα 1389 επ. και 1486 επ. του ΑΚ (...). Στη προκειμένη περίπτωση, από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύεται αδυναμία των τέκνων των αιτούντων να εργασθούν και αυτοδιατραφούν, καθώς και να ανεύρουν κατάλληλη εργασία. Από τις 10-9-1991 η πρώτη αιτούσα διατηρούσε ατομική επιχείρησης με έδρα τον Παλαμά Ν. Καρδίτσας, με κύρια δραστηριότητα την παροχή υπηρεσιών κομμωτηρίου γυναικών και κοριτσιών, μέχρι και τις 31-12-2011, όταν προέβη σε διακοπή των εργασιών της επιχείρησής της. Ήδη, αυτή παρέχει κατ' οίκον υπηρεσίες κομμωτικής και τα μηνιαία εισοδήματά της ανέρχονται στο ποσό των 500 ευρώ. Από την 11-5-2007 ο δεύτερος αιτών απασχολείται, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχολήσεως, ως οδηγός λεωφορείου στη Μονοπρόσωπη ΕΠΕ με την επωνυμία "...", που διατηρεί γραφείο τουρισμού στη Λάρισα και οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές του, κατά τον μήνα Δεκέμβριο 2019, ανήλθαν στο ποσό των 795,11 ευρώ. Τα ετήσια εισοδήματα της πρώτης αιτούσας, κατά τα οικονομικά έτη 2007 έως 2014 και κατά τα φορολογικά έτη 2014 έως 2018, ανήλθαν στα εξής ποσά: Κατά το οικονομικό έτος 2007 στο ποσό των 244,36 ευρώ, προερχόμενο από την εκμετάλλευση ακινήτων και στο ποσό των 1.582,24 ευρώ, προερχόμενο από την άσκηση εμπορικών επιχειρήσεων, κατά το οικονομικό έτος 2008 στο ποσό των 244,36 ευρώ, προερχόμενο από την εκμετάλλευση ακινήτων και στο ποσό των 1.772,86 ευρώ, προερχόμενο από την άσκηση εμπορικών επιχειρήσεων, κατά το οικονομικό έτος 2009 στο ποσό των 244,36 ευρώ, προερχόμενο από την εκμετάλλευση ακινήτων και στο ποσό των 1.005,72 ευρώ, προερχόμενο από την άσκηση εμπορικών επιχειρήσεων, κατά το οικονομικό έτος 2010 στο ποσό των 244,36 ευρώ, προερχόμενο από την εκμετάλλευση ακινήτων και στο ποσό των 981,93 ευρώ, προερχόμενο από την άσκηση εμπορικών επιχειρήσεων, κατά το οικονομικό έτος 2011 στο ποσό των 9,38 ευρώ, προερχόμενο από την άσκηση εμπορικών επιχειρήσεων, κατά το οικονομικό έτος 2012 η επιχείρησή της εμφάνισε ζημία ποσού 412,07 ευρώ και κατά τα οικονομικά έτη 2013 και 2014 και κατά τα φορολογικά έτη 2014 έως 2018 τα εισοδήματά της ήταν μηδενικά. Αντίστοιχα, τα ετήσια εισοδήματα του συζύγου της και δεύτερου αιτούντος, κατά τα ίδια ως άνω οικονομικά και φορολογικά έτη, ανήλθαν στα εξής ποσά: Κατά το οικονομικό έτος 2007 στο ποσό των 1.519,01 ευρώ, προερχόμενο από την εκμετάλλευση ακινήτων και στο ποσό των 23.663,21 ευρώ, προερχόμενο από την άσκηση εμπορικών επιχειρήσεων, κατά το οικονομικό έτος 2008 στο ποσό των 1.519,01 ευρώ, προερχόμενο από την εκμετάλλευση ακινήτων, στο ποσό των 5.402,61 ευρώ, προερχόμενο από την άσκηση εμπορικών επιχειρήσεων και στο ποσό των 8.123,87 ευρώ, προερχόμενο από την παροχή μισθωτών υπηρεσιών, κατά το οικονομικό έτος 2009 στο ποσό των 1.519,01 ευρώ, προερχόμενο από την εκμετάλλευση ακινήτων και στο ποσό των 13.355,64 ευρώ, προερχόμενο από την παροχή μισθωτών υπηρεσιών, κατά το οικονομικό έτος 2010 στο ποσό των 1.519,01 ευρώ, προερχόμενο από την εκμετάλλευση ακινήτων και στο ποσό των 12.759,32 ευρώ, προερχόμενο από την παροχή μισθωτών υπηρεσιών, κατά το οικονομικό έτος 2011 στο ποσό των 12.498,54 ευρώ, προερχόμενο από την παροχή μισθωτών υπηρεσιών, κατά το οικονομικό έτος 2012 στο ποσό των 429,29 ευρώ, προερχόμενο από την εκμετάλλευση ακινήτων και στο ποσό των 18.074,75 ευρώ, προερχόμενο από την παροχή μισθωτών υπηρεσιών, κατά το οικονομικό έτος 2013 στο ποσό των 370,50 ευρώ, προερχόμενο από την εκμετάλλευση ακινήτων και στο ποσό των 17.741,99 ευρώ, προερχόμενο από την παροχή μισθωτών υπηρεσιών, κατά το οικονομικό έτος 2014 στο ποσό των 370,50 ευρώ, προερχόμενο από την εκμετάλλευση ακινήτων, στο ποσό των 15.934,79 ευρώ, προερχόμενο από την παροχή μισθωτών υπηρεσιών και στο ποσό των 462,76 ευρώ, προερχόμενο από την άσκηση ελευθέριων επαγγελμάτων, κατά το φορολογικό έτος 2014 στο ποσό των 370,50 ευρώ, προερχόμενο από την εκμετάλλευση ακινήτων, στο ποσό των 111,29 ευρώ, προερχόμενο από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας και στο ποσό των 9.646,12 ευρώ, προερχόμενο από την παροχή μισθωτών υπηρεσιών, ενώ έλαβε, ως αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά, το ποσό των 320,04 ευρώ κατά το φορολογικό έτος 2015, στο ποσό των 390,00 ευρώ, προερχόμενο από την εκμετάλλευση ακινήτων και στο ποσό των 9.351,83 ευρώ, προερχόμενο από την παροχή μισθωτών υπηρεσιών, ενώ έλαβε, ως αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά το ποσό των 639,96 ευρώ κατά το φορολογικό έτος 2016, στο ποσό των 390,00 ευρώ, προερχόμενο από την εκμετάλλευση ακινήτων και στο ποσό των 11.050,71 ευρώ, προερχόμενο από την παροχή μισθωτών υπηρεσιών, ενώ έλαβε, ως αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά το ποσό των 639,96 ευρώ, κατά το φορολογικό έτος 2017, στο ποσό των 11.579,98 ευρώ, προερχόμενο από την παροχή μισθωτών υπηρεσιών, ενώ έλαβε, ως αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά, το ποσό των 159,96 ευρώ, και κατά το φορολογικό έτος 2018 στο ποσό των 11.655,76 ευρώ, προερχόμενο από την παροχή μισθωτών υπηρεσιών. Επίσης, αποδείχθηκε ότι έκαστος των αιτούντων έχει το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, επί ενός διαιρετού τμήματος οικοπέδου, με ..., εκτάσεως 1.249,92 τ.μ., που βρίσκεται στον Παλαμά του Δήμου Παλαμά Ν. Καρδίτσας, μετά του επ' αυτού κτίσματος, που αποτελείται από κυρίους χώρους εμβαδού 148 τ.μ. και βοηθητικούς χώρους εμβαδού 74 τ.μ. Το ανωτέρω, δε, διαιρετό τμήμα οικοπέδου περιήλθε στο καθένα απ' αυτούς κατά το ως άνω ποσοστό στην μεν πρώτη, δυνάμει του υπ' αριθ. ... συμβολαίου γονικής παροχής του Συμβολαιογράφου Παλαμά, Γ. Β. Σ., το οποίο μεταγράφηκε νομίμως στον τόμο ... των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Παλαμά, στον, δε, δεύτερο εξ αυτών, δυνάμει του υπ' αριθ. ... συμβολαίου δωρεάς εν ζωή του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, το οποίο μεταγράφηκε νομίμως στον τόμο ... των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Παλαμά, αποτελεί, δε, την κύρια κατοικία αυτών, με την αντικειμενική αξία του ποσοστού συγκυριότητας εκάστου εξ αυτών επί του ανωτέρω ακινήτου να ανέρχεται στο ποσό των 42.471,21 ευρώ. Επίσης, ο δεύτερος αιτών έχει το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας επί των κατωτέρω ακινήτων και ειδικότερα: α) επί ενός αγροτεμαχίου, με ..., εκτάσεως 5.31 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "...", στην κτηματική περιφέρεια του αγροκτήματος Παλαμά του Δήμου Παλαμά Ν. Καρδίτσας και β) επί ενός οικοπέδου, εμβαδού 1.000 τ.μ., που βρίσκεται εντός του οικισμού ... του Δήμου Παλαμά Ν. Καρδίτσας. Τα ανωτέρω ακίνητα περιήλθαν στον δεύτερο αιτούντα από κληρονομιά του θανόντος πατρός του, Ε. Μ. του Δ., την οποία αποδέχθηκε, με δήλωσή του, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Παλαμά, Ξ. Θ., που μεταγράφηκε νομίμως στον τόμο ... των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Παλαμά, με την αντικειμενική αξία του υπό στοιχείο β' οικοπέδου να ανέρχεται στο ποσό των 13.000 ευρώ. Επίσης, αυτός, σύμφωνα με τη βεβαίωση δηλωθείσας περιουσιακής κατάστασής του όπως έχει δηλωθεί έως την 1-1-2015, έχει το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, επί ενός αγροτεμαχίου εκτάσεως 281 τ.μ., που βρίσκεται στο Λιτόχωρο Ν. Πιερίας, στη θέση "...". Επιπλέον, έχει στην κυριότητά του ένα (1) Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας ..., εργοστασίου κατασκευής HUNDAI MOTOR C, τύπου GETZ, 1.086 κ.εκ., με έτος πρώτης κυκλοφορίας το 2005, ενώ, σύμφωνα με την πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου της ΑΑΔΕ για το έτος 2018, έχει στην κυριότητά του ένα (1) Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας ..., η, δε, σύζυγος του και πρώτη αιτούσα έχει στην κυριότητά της δύο (2) Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα με αριθμό κυκλοφορίας .... Αποδείχθηκε, επίσης, ότι οι δαπάνες, που απαιτούνται, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών των αιτούντων, ανέρχονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στο ποσό των 900 ευρώ μηνιαίως, λαμβανομένου υπόψη του ότι αυτοί δεν καταβάλλουν μίσθωμα για την στέγασή τους. Περαιτέρω, οι αιτούντες, σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αιτήσεως, είχαν αναλάβει τις κατωτέρω οφειλές έναντι των καθ' ων η αίτηση και ειδικότερα: Α. Η πρώτη αιτούσα: 1) προς την πρώτη καθ' ης η αίτηση, τελούσα υπό ειδική εκκαθάριση Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία "... Α.Ε.": α) είχε οφειλή, η οποία στις 19-11-2014 ανερχόταν στο ποσό των 15.423,97 ευρώ και απορρέει από την υπ' αριθ. ... σύμβαση δανείου, στην οποία ενέχεται ως οφειλέτρια, ενώ το ποσό που αντιστοιχεί στο 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης, ανέρχεται σε 27,28 ευρώ. Από το ανωτέρω, δε, ποσό, είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο, κατά τον ίδιο χρόνο αυτό των 13.572,96 ευρώ, ενώ στην ίδια σύμβαση ενέχεται, ως εγγυητής, ο δεύτερος αιτών, β) είχε οφειλή, η οποία στις 19-11-2014 ανερχόταν στο ποσό των 581,18 ευρώ και απορρέει από την υπ' αριθ. ... σύμβαση δανείου, για την οποία τηρήθηκε ο υπ' αριθ. ... λογαριασμός και στην οποία ενέχεται ως οφειλέτρια. Ο λογαριασμός αυτός αφορά σε οφειλή από ασφάλιστρα- έξοδα, ήταν, κατά τον ίδιο χρόνο, ληξιπρόθεσμος και απαιτητός στο σύνολό του και δεν έχει καθορισμένη δόση, ενώ στην ίδια σύμβαση ενέχεται, ως συνοφειλέτης, ο δεύτερος αιτών, γ) είχε οφειλή, η οποία στις 19-11-2014 ανερχόταν στο ποσό των 125.561,12 ευρώ και απορρέει από την υπ' αριθ. ... σύμβαση δανείου, για την οποία τηρήθηκε ο υπ' αριθ. ... λογαριασμός και στην οποία ενέχεται ως οφειλέτρια, ενώ το ποσό που αντιστοιχεί στο 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης ανέρχεται σε 44,76 ευρώ. Από το ανωτέρω, δε, ποσό είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο, κατά τον ίδιο χρόνο, αυτό των 26.453,82 ευρώ, ενώ στην ίδια σύμβαση ενέχεται, ως συνοφειλέτης, ο δεύτερος αιτών, δ) είχε οφειλή, η οποία στις 19-11-2014 ανερχόταν στο ποσό των 90.888,19 ευρώ και απορρέει από την υπ' αριθ. ... σύμβαση δανείου, στην οποία ενέχεται ως οφειλέτρια, ενώ το ποσό που αντιστοιχεί στο 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης ανέρχεται σε 33,64 ευρώ. Από το ανωτέρω, δε, ποσό είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο, κατά τον ίδιο χρόνο, αυτό των 16.389,60 ευρώ, ενώ στην ίδια σύμβαση ενέχεται, ως συνοφειλέτης, ο δεύτερος αιτών και ε) είχε οφειλή, η οποία στις 19-11-2014 ανερχόταν στο ποσό των 16.452,89 ευρώ και απορρέει από την υπ' αριθ. ... σύμβαση δανείου, στην οποία ενέχεται ως οφειλέτρια, ενώ το ποσό που αντιστοιχεί στο 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης ανέρχεται σε 24,86 ευρώ. Από το ανωτέρω ποσό είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο, κατά τον ίδιο χρόνο, αυτό των 12.141,03 ευρώ. Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι η οφειλή αυτή της πρώτης αιτούσας προς την πρώτη καθ' ης η αίτηση δεν έχει περιληφθεί στην ένδικη αίτηση, ενώ στην ίδια σύμβαση ενέχεται και ο δεύτερος αιτών, ως εγγυητής, και, σύμφωνα με το από 14-1-2015 ενημερωτικό σημείωμα της πρώτης καθ' ης η αίτηση, η σύμβαση αυτή αφορά σε ρύθμιση παλαιότερων οφειλών της πρώτης αιτούσας. Εξάλλου, η πρώτη καθ' ης η αίτηση, με τις προτάσεις που κατέθεσε επί της έδρας, ισχυρίζεται ότι οι απαιτήσεις της, που απορρέουν από τις υπ' αριθ. ... συμβάσεις δανείου, είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένες με υποθήκη ποσού 246.250 ευρώ, που ενεγράφη στις 22-10-2008 επί της κύριας κατοικίας των αιτούντων. Όμως, δεν προσκομίστηκε σχετικό πιστοποιητικό βαρών από το οικείο υποθηκοφυλακείο, ώστε να διαπιστωθεί η βασιμότητα του ισχυρισμού της αυτού. 2) Προς τη δεύτερη καθ' ης η αίτηση, Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία "... Α.Ε.", είχε οφειλή, η οποία στις 11-11-2014 ανερχόταν στο ποσό των 1.780,96 ευρώ και απορρέει από την υπ' αριθ. ... σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας, στην οποία ενέχεται ως οφειλέτρια, ενώ το ποσό που αντιστοιχεί στο 10% της τελευταίας ενήμερης ελάχιστης καταβολής ανέρχεται σε 3,10 ευρώ και 3) προς την τρίτη καθ' ης η αίτηση, Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ... ... Α.Ε.", είχε οφειλή, η οποία στις 14-11-2014 ανερχόταν στο ποσό των 17.704,78 ευρώ και απορρέει από την υπ' αριθ. ... σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου, στην οποία ενέχεται ως εγγυήτρια, ενώ το ποσό που αντιστοιχεί στο 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης ανέρχεται σε 18,10 ευρώ. Ειδικότερα, με τη σύμβαση αυτή, που καταρτίσθηκε μεταξύ του δεύτερου αιτούντος και της τρίτης καθ' ης η αίτηση, χορηγήθηκε σ' αυτόν δάνειο ποσού 14.600 ευρώ, με σκοπό τη κάλυψη προσωπικών αναγκών του, διάρκειας 120 μηνών. Στην ίδια σύμβαση συμβλήθηκε, ως εγγυήτρια, η πρώτη αιτούσα, η οποία εγγυήθηκε ανεπιφύλακτα την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική αποπληρωμή του δανείου καθώς και την καλόπιστη εκτέλεση και συμμόρφωση προς τους όρους του δανείου, εκ μέρους του δανειολήπτη, ενεχόμενη εις ολόκληρο με τον οφειλέτη, ως αυτοφειλέτρια και παραιτούμενη της ενστάσεως διζήσεως και όλων των συναφών ενστάσεων του ΑΚ. Προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της τρίτης καθ' ης η αίτηση, που απορρέουν από την ανωτέρω σύμβαση, ενεγράφη στις 10-4-2012, δυνάμει της υπ' αριθ. ... αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Παλαμά εις βάρος των αιτούντων και υπέρ της τρίτης καθ' ης η αίτηση, προσημείωση υποθήκης στον τόμο ... των βιβλίων υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Παλαμά επί του ακινήτου, που αποτελεί την κύρια κατοικία των αιτούντων και αναφέρθηκε ανωτέρω, για το ποσό των 17.520 ευρώ. Β. Ο δεύτερος αιτών: 1) Προς την πρώτη καθ' ης η αίτηση, τελούσα υπό εκκαθάριση Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία "... Α.Ε.", εκτός από τις οφειλές, που αναφέρθηκαν ανωτέρω και απορρέουν από τις υπ' αριθ. ..., ..., ... και ... συμβάσεις δανείου, στις οποίες ενέχεται εις ολόκληρο με την πρώτη αιτούσα, είχε αναλάβει, επίσης τις κατωτέρω οφειλές και ειδικότερα : α) είχε οφειλή, η οποία στις 9-2-2016 ανερχόταν στο ποσό των 14.296,02 ευρώ και απορρέει από την υπ' αριθ. ... σύμβαση δανείου, στην οποία ενέχεται, ως εγγυητής, ενώ το ποσό που αντιστοιχεί στο 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης ανέρχεται σε 26,05 ευρώ και β) είχε οφειλή, η οποία στις 9-2-2016 ανερχόταν στο ποσό των 17.286,36 ευρώ και απορρέει από την υπ' αριθ. ... σύμβαση δανείου, στην οποία ενέχεται, ως κύριος οφειλέτης, ενώ το ποσό που αντιστοιχεί στο 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης ανέρχεται σε 25,55 ευρώ. Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι οι ανωτέρω οφειλές του δεύτερου αιτούντος προς την πρώτη καθ' ης η αίτηση δεν έχουν περιληφθεί στην ένδικη αίτηση. 2) Προς την δεύτερη καθ' ης η αίτηση, Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία "... Α.Ε.", είχε οφειλή, η οποία στις 11-11-2014 ανερχόταν στο ποσό των 1.757,38 ευρώ και απορρέει από την υπ' αριθ. ... σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας, στην οποία ενέχεται ως οφειλέτης, ενώ το ποσό που αντιστοιχεί στο 10% της τελευταίας ενήμερης ελάχιστης καταβολής ανέρχεται σε 3,06 ευρώ και 3) Προς την τρίτη καθ' ης η αίτηση, Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ... ... Α.Ε.", είχε οφειλή, η οποία στις 14-11-2014 ανερχόταν στο ποσό των 17.704,78 ευρώ και απορρέει από την υπ' αριθ. ... σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου, στην οποία ενέχεται ως οφειλέτης, ενώ, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, στην ίδια σύμβαση ενέχεται η πρώτη αιτούσα ως εγγυήτρια. Ήτοι, οι οφειλές των αιτούντων, κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης ανέρχονταν στα εξής ποσά : α) προς την πρώτη καθ' ης η αίτηση, στο ποσό των (15.423,97 + 581,18 + 125.561,12 + 90.888,19 + 16.452,89) 248.907,35 ευρώ, για το οποίο οι αιτούντες ενέχονται εις ολόκληρο, β) προς την δεύτερη καθ' ης η αίτηση, στο ποσό των 1.780,96 ευρώ, για το οποίο ενέχεται ατομικά η πρώτη αιτούσα και στο ποσό των 1.757,38 ευρώ, για το οποίο ενέχεται ατομικά ο δεύτερος αιτών και γ) προς την τρίτη καθ' ης η αίτηση, στο ποσό των 17.704,78 ευρώ, για το οποίο οι αιτούντες ενέχονται εις ολόκληρο. Πλέον τούτων, ο δεύτερος αιτών έχει οφειλές προς την πρώτη καθ' ης η αίτηση συνολικού ποσού (14.296,02 + 17.286,36) 31.582,38 ευρώ, οι οποίες απορρέουν από τις υπ' αριθ. ... και ... συμβάσεις δανείου και δεν είχαν περιληφθεί στην αίτηση. Συνολικώς, οι οφειλές των αιτούντων, για τις οποίες ενέχονται είτε εις ολόκληρο είτε ο καθένας τους ξεχωριστά, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των (248.907,35 + 1.780,96 + 1.757,38 + 17.704,78 + 31.582,38) 301.732,85 ευρώ. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, αποδεικνύεται ότι οι αιτούντες έχουν περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των οφειλών τους προς τις καθ' ων η αίτηση πιστώτριες, εφόσον τα εισοδήματά τους δεν επαρκούν, προκειμένου να καλύψουν το σύνολο των βασικών βιοτικών αναγκών τους και ταυτοχρόνως να είναι συνεπείς στις μηνιαίες δανειακές υποχρεώσεις τους προς τις πιστώτριές τους. Όμως, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι αυτοί δολίως περιήλθαν σε αδυναμία πληρωμών. Τούτο, δε, διότι, κατά τον χρόνο ανάληψης των δανειακών τους υποχρεώσεων, προέβλεψαν, ως ενδεχόμενο, το γεγονός ότι με βάση τα εισοδήματά τους και τις εν γένει ανάγκες τους, δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν σ' αυτές, και, παρά ταύτα, προέβησαν στην κατάρτιση των δανειακών αυτών συμβάσεων, αποδεχόμενοι το ενδεχόμενο αυτό. Ειδικότερα, αυτοί, κατά το έτος 2008 συνήψαν με την πρώτη καθ' ης η αίτηση τις υπ' αριθ. ..., ... και ... συμβάσεις δανείου, για την αποπληρωμή των οποίων έπρεπε να καταβάλλουν μηνιαίως το ποσό των (272,80 + 447,60 + 336,40) 1.056,80 ευρώ (με βάση το ποσό που αντιστοιχεί στο 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης), ενώ ο δεύτερος αιτών συμβλήθηκε, επίσης, ως κύριος οφειλέτης στην υπ' αριθ. ... σύμβαση δανείου, για την αποπληρωμή της οποίας έπρεπε να καταβάλλει μηνιαίως το ποσό των 255,50 ευρώ. Ήτοι, κατά το έτος 2008 οι αιτούντες ανέλαβαν δανειακές υποχρεώσεις, για την αποπληρωμή των οποίων έπρεπε να καταβάλλουν μηνιαίως το ποσό των (1.056,80 + 255,50) 1.312,30 ευρώ, ενώ τα συνολικά εισοδήματά τους, κατά το ίδιο έτος, δεν ξεπερνούσαν το συνολικό ποσό των (14.874,65 + 1.250,08) 16.124,73 ευρώ ήτοι μηνιαίως το ποσό των 1.343,73 ευρώ. Όμως, τα εισοδήματα αυτά δεν επαρκούσαν σε καμία περίπτωση, ώστε οι αιτούντες να είναι συνεπείς στο σύνολο των δανειακών τους υποχρεώσεων και ταυτοχρόνως να καλύπτουν τις δαπάνες διαβιώσεως της οικογένειάς τους. Ο ισχυρισμός, δε, της πρώτης αιτούσας ότι, όταν διατηρούσε κομμωτήριο, οι μηνιαίες αποδοχές της ανέρχονταν στο ποσό των 2.000 ευρώ περίπου είναι απορριπτέος ως κατ' ουσία αβάσιμος. Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι η υπ' αριθ. ... ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων απόδειξης της ένδικης αίτησης, Λ. Φ. και Γ., η οποία προσκομίζεται το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κρίνεται μη πειστική. Τούτο, διότι οι εν λόγω μάρτυρες καταθέτουν ότι η πρώτη αιτούσα αποκέρδαινε μηνιαίως - από την επαγγελματική δραστηριότητά της-στο κομμωτήριο που διατηρεί- το ποσό των 2.000 ευρώ, όπως οι αιτούντες είχαν αναφέρει σ' αυτούς, δηλαδή καταθέτουν για πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν γνώριζαν προσωπικά, με τις δικές τους αισθήσεις, αλλά από διηγήσεις των αιτούντων. Επίσης, ο ισχυρισμός του πρώτου ως άνω μάρτυρα ότι η πρώτη αιτούσα αποκέρδαινε μηνιαίως το ποσό των 2.000 ευρώ, όπως και ο ίδιος έβλεπε βάσει της πελατείας που εκείνη είχε, απηχεί την προσωπική άποψη και εκτίμησή του και όχι πραγματικό γεγονός. Τέλος, αμφότεροι οι ως άνω μάρτυρες καταθέτουν ότι οι γονείς της πρώτης αιτούσας συνέδραμαν τους αιτούντες με ένα χρηματικό ποσό, χωρίς αυτό να προσδιορίζεται, καθόσον τα εισοδήματά τους ήταν άνω των 1.000 ευρώ μηνιαίως. Όμως, ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται ως μη πειστικός, διότι αυτός δεν υπήρχε ούτε στην αίτηση ούτε στις κατατεθείσες προτάσεις, αλλά το πρώτον εμφανίστηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Σε συνέχεια με τα ανωτέρω, σύμφωνα με τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων της Δ.Ο.Υ. Καρδίτσας, που προσκομίζουν οι αιτούντες, για τα οικονομικά έτη 2007 έως 2012 τα καθαρά εισοδήματα της πρώτης αιτούσας από την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας, κατά τα οικονομικά έτη 2007 έως 2011 (όταν προέβη στη διακοπή των εργασιών της), ανήλθαν στο ποσό των 1.582,24 ευρώ, 1.772,86 ευρώ, 1.005,72 ευρώ, 981,93 ευρώ και 9,38 ευρώ, αντίστοιχα, ενώ, κατά το οικονομικό έτος 2012, η επιχείρησή της εμφάνισε ζημία ποσού 412,07 ευρώ. Εξάλλου, ο δεύτερος αιτών συμβλήθηκε, κατά το ίδιο έτος ήτοι το 2008, ως εγγυητής, και στην υπ' αριθ. ... σύμβαση δανείου αναλαμβάνοντας την υποχρέωση αποπληρωμής της οφειλής, που απέρρεε από την ανωτέρω σύμβαση, σε περίπτωση που ο πρωτοφειλέτης αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις, που απέρρεαν από τη σύμβαση αυτή, και καλείτο ο ίδιος να προβεί στην αποπληρωμή του, το ποσό, δε, που θα έπρεπε να καταβάλλει μηνιαίως, στην περίπτωση αυτή, ανερχόταν σε 260,50 ευρώ. Επίσης, παρά το γεγονός ότι οι αιτούντες είχαν ήδη αναλάβει τις προαναφερόμενες δανειακές υποχρεώσεις καθώς και μία επιπλέον υποχρέωση προς την πρώτη καθ' ης η αίτηση, που απέρρεε από την υπ' αριθ. ... σύμβαση δανείου, με την οποία προέβησαν στην ρύθμιση παλαιότερων οφειλών τους και για την αποπληρωμή της οποίας έπρεπε να καταβάλλουν μηνιαίως το ποσό των 248,60 ευρώ, κατά το έτος 2012 και ενώ η πρώτη αιτούσα ήταν άνεργη και δεν διέθετε ατομικά εισοδήματα, εφόσον είχε ήδη προβεί στην διακοπή των εργασιών της επιχειρήσεώς της, κατήρτισαν με την τρίτη καθ' ης η αίτηση νέα σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου, με αριθμό ..., με σκοπό την κάλυψη προσωπικών αναγκών τους, για την αποπληρωμή της οποίας έπρεπε να καταβάλλουν μηνιαίως το ποσό των 181 ευρώ. Ήτοι, όταν οι αιτούντες ολοκλήρωσαν την ανάληψη των δανειακών τους υποχρεώσεων, έπρεπε να καταβάλλουν μηνιαίως προς τις πρώτη και τρίτη καθ' ων η αίτηση πιστώτριες τα εξής ποσά και ειδικότερα : α) προς την πρώτη καθ' ης αίτηση, το ποσό των (1.312,30 + 248,60) 1.560,90 ευρώ, πλέον του ποσού των 260,50 ευρώ, για την αποπληρωμή της οφειλής που απέρρεε από την υπ' αριθ. ... σύμβαση δανείου, σε περίπτωση που καλείτο ο δεύτερος αιτών, ως εγγυητής, να προβεί στην αποπληρωμή της και β) προς την τρίτη καθ' ης η αίτηση το ποσό των 181 ευρώ. Επιπλέον, οι αιτούντες είχαν οφειλές και προς την δεύτερη καθ' ης η αίτηση πιστώτρια από τη χρήση δύο πιστωτικών καρτών, για την αποπληρωμή των οποίων έπρεπε να καταβάλλουν τουλάχιστον το ποσό των (31 + 30,60) 61,60 ευρώ μηνιαίως. Συνολικώς, οι αιτούντες είχαν την υποχρέωση να καταβάλλουν μηνιαίως το ποσό των (1.560,90 + 260,50 + 181 + 61,60) 2.064 ευρώ. Όμως, οι ανωτέρω δεν είχαν τα εισοδήματα εκείνα, που θα τους επέτρεπαν να ανταποκριθούν σε μηνιαίες δόσεις του εν λόγω ποσού για την αποπληρωμή των οφειλών τους. Ως εκ τούτου, οι αιτούντες, μέσω της ανάληψης των ανωτέρω δανειακών υποχρεώσεων, ανέλαβαν τον κίνδυνο να μην μπορέσουν να ανταποκριθούν προσηκόντως σ' αυτές, καθώς δεν είχαν ποτέ το εισόδημα εκείνο, που θα τους έκανε δικαιολογημένα να πιστεύουν στην αποπληρωμή τους. Επομένως, αυτοί, με υπαιτιότητά τους, περιήλθαν σε αδυναμία πληρωμών, η υπαιτιότητά τους, δε, αυτή είχε τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, καθώς προέβλεψαν ως πιθανό το αποτέλεσμα της αδυναμίας πληρωμής των χρεών τους με βάση τα εισοδήματά τους και παρά ταύτα το αποδέχθηκαν, περιερχόμενοι σε αδυναμία πληρωμής με δικές τους ενέργειες και όχι από γεγονότα έκτακτα και απρόβλεπτα. Εξάλλου, οι ίδιοι δεν απέδειξαν ότι, κατά την ανάληψη των επίδικων οφειλών τους, ανέμεναν ή ήλπιζαν σε μεταγενέστερη βελτίωση των οικονομικών τους, ώστε να υπάρχει δυνατότητα αποπληρωμής τους, ούτε από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού προκύπτει, κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο, αναμενόμενη βελτίωση του εισοδήματός τους, ώστε να προσδοκούν δικαιολογημένα ότι με την αύξηση των εισοδημάτων τους θα δύνανται να αποπληρώνουν προσηκόντως τις δανειακές τους υποχρεώσεις. Αντιθέτως, αποδεικνύεται ότι τα εισοδήματά τους, ακόμη και στην υψηλότερη εκδοχή τους, δεν τους επέτρεπαν να καλύπτουν τις δαπάνες διαβίωσης και ταυτοχρόνως να ανταποκρίνονται στην εξυπηρέτηση του συνόλου των δανειακών τους υποχρεώσεων. Κατ' ακολουθία λοιπόν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί, ως κατ' ουσία αβάσιμη, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει στο πρόσωπο των αιτούντων η προϋπόθεση της έλλειψης δόλου στην περιέλευση σε αδυναμία πληρωμών.......''. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Μονομελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ` ουσία την από 22-10-2021 (αριθ. έκθ. κατάθ. ...) έφεση των αιτούντων-εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων, κατά της με αριθ. ... (πρωτόδικης) οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας, με την οποία είχε απορριφθεί ως κατ` ουσία αβάσιμη η από 10-12-2014 (αριθ. έκθ. κατάθ. ...) αίτηση των αναιρεσειόντων, για την υπαγωγή τους στο ν. 3869/2010 και τη ρύθμιση των οφειλών τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, κρίνοντας ότι περιήλθαν εκ δόλου (ενδεχόμενου) σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών κατά παραδοχή της σχετικής, κατ' άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, ένστασης των παριστάμενων καθών η αίτηση πιστωτών. Tο Εφετείο, με το να οδηγηθεί στη προαναφερθείσα κρίση, δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, είτε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή είτε με εσφαλμένη υπαγωγή, ούτε εκ πλαγίου την ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1εδ. α', β' του ν. 3869/2010 (οι αναιρεσείοντες δεν επικαλούνται άλλες διατάξεις) την οποία εφάρμοσε ορθώς, ενώ διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογίες, ως προς τα ζητήματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της ως άνω διάταξης, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών και, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, το Εφετείο, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή την ως άνω διάταξη και διέλαβε στη προσβαλλόμενη απόφασή του επαρκείς και σαφείς αιτιολογίες, τόσο ως προς το ότι το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει κατά το χρόνο ανάληψης της οφειλής (όσο και κατά τον χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας), καθώς και ότι για τη παραδοχή της σχετικής ένστασης αρκεί και ενδεχόμενος δόλος εκ μέρους του υπερχρεωμένου οφειλέτη, τέτοια δε περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει όταν ο οφειλέτης με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία πληρωμών ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών, πλην όμως ουδόλως αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα. Αυτό δε, διότι, σύμφωνα και με όσα έχουν εκτεθεί στη νομική σκέψη της παρούσας, ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών και εν προκειμένω των αναιρεσειόντων περιορίζεται στη πρόθεσή τους και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς ανάγκη προσθήκης και άλλων αντικειμενικών στοιχείων, όπως είναι η παράλειψη από τη πλευρά των πιστωτών (τραπεζών) να ενεργήσουν την αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, πράγμα το οποίο, άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα το νόμου (ΑΠ 1942/2024, ΑΠ 1536/2024, ΑΠ 1510/2024, ΑΠ 1031/2024, ΑΠ 1339/2024). Εξ άλλου, το, ως Εφετείο δικάσαν, δικαστήριο, με το να οδηγηθεί στη προαναφερθείσα κρίση, δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου την προαναφερθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη και διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της κατάγνωσης σε βάρος των αναιρεσειόντων ενδεχόμενου δόλου, κατά την ανάληψη, αλλά και μεταγενέστερα, των δανειακών τους υποχρεώσεων, που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της ως άνω διάταξης και, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών για να δικαιολογηθεί χωρίς αμφιβολία η κατάγνωση σε βάρος των εν λόγω αναιρεσειόντων ενδεχόμενου δόλου κατά τους προεκτεθέντες χρόνους (ανάληψης των δανειακών του υποχρεώσεων και μεταγενέστερα), αφού ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του, όπως προαναφέρθηκε περιορίζεται στη πρόθεση του οφειλέτη και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς ανάγκη προσθήκης και άλλων αντικειμενικών στοιχείων. Πιο συγκεκριμένα, το Εφετείο, με επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, προσδιορίζει αναλυτικά: α) το ύψος των δανειακών συμβάσεων, που ανέλαβε καθένας των αιτούντων συζύγων και ήδη αναιρεσειόντων, για τις οποίες ενέχονται είτε εις ολόκληρο (ως οφειλέτες ή ως εγγυητές), είτε ο καθένας τους ξεχωριστά, οι οποίες ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 301.732,85 ευρώ, προερχόμενες από εννέα τραπεζικά προϊόντα (δάνεια, πιστωτικές κάρτες) από τρείς πιστώτριες, β) το οικογενειακό εισόδημα των αιτούντων, αναλυτικά, κατά τα έτη 2007 έως 2018, γ) το χρόνο ανάληψης των δανειακών τους υποχρεώσεων, δ) την ηλικία των αιτούντων και την οικογενειακή τους κατάσταση, ε) τις μηνιαίες υποχρεώσεις τους προς τις πιστώτριες οι οποίες ανέρχονταν ως προς την πρώτη καθής η αίτηση στο ποσό των 1.560,90 ευρώ, πλέον του ποσού των 260,50 ευρώ, για την αποπληρωμή της οφειλής που απέρρεε από την με αριθ. ... σύμβαση δανείου, σε περίπτωση που καλείτο ο δεύτερος αιτών, ως εγγυητής, να προβεί στην αποπληρωμή της και ως προς την τρίτη καθής η αίτηση στο ποσό των 181,00 ευρώ, ενώ είχαν οφειλές και προς τη δεύτερη καθής η αίτηση από τη χρήση δύο πιστωτικών καρτών, για την αποπληρωμή των οποίων έπρεπε να καταβάλλουν τουλάχιστον το ποσό των 61,60 ευρώ κατά μήνα και συνολικά είχαν την υποχρέωση να καταβάλλουν το ποσό των 2.064 ευρώ κατά μήνα, όταν το συνολικό, κατά μήνα, εισόδημά τους δεν υπερέβαινε το ποσό των 1.343,73 ευρώ, στ) ότι, προέβαιναν στον ως άνω δανεισμό αποδεχόμενοι το ενδεχόμενο να μην ανταποκριθούν στην εξόφλησή τους (δανείων, πιστωτικών καρτών), καθόσον εκ των προτέρων γνώριζαν την εισοδηματική τους κατάσταση, η οποία αν και αρχικά ήταν καλή στη συνέχεια ήταν συνεχώς φθίνουσα, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να τα εξυπηρετήσουν συνολικά και ζ) ότι οι ως άνω οικονομικές υποχρεώσεις, που ανέλαβαν έναντι των πιστωτών τους, υπερέβαιναν τις δυνατότητές τους, όπως αυτές θα διαμορφώνονταν, εν γνώσει τους ότι το εισόδημά τους δεν επαρκεί για την εξόφληση των δανείων και μη προσδοκώντας βάσιμα σε βελτίωση της γενικότερης οικονομικής τους θέσης ή προσωπικής τους κατάστασης, ώστε να ανταποκριθούν στα χρέη τους. Τα περιστατικά αυτά, που το Εφετείο δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν, πληρούσαν το πραγματικό της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010 την οποία εφάρμοσε και αρκούσαν για να καταγνωσθεί σε βάρος των αναιρεσειόντων ενδεχόμενος δόλος κατά την ανάληψη των δανειακών τους υποχρεώσεων και μεταγενέστερα, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, που στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα, κατά το οποίο οι αναιρεσείοντες μπορούσαν να προβλέψουν ότι ο υπερδανεισμός τους, με βάση τις υφιστάμενες και τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές τους δυνατότητες, θα τους οδηγήσει σε αδυναμία αποπληρωμής των χρεών τους και εντούτοις αποδέχτηκαν και επιδοκίμασαν τη συμπεριφορά αυτή, προβαίνοντας και σε διαρκή ανακυκλούμενη πίστωση με σκοπό να καλύψουν οφειλές τους που είχαν ήδη δημιουργηθεί και τις οποίες δεν μπορούσαν να καλύψουν από τα εισοδήματά τους. Οι περαιτέρω αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, με τις οποίες ειδικότερα διατείνονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία ως προς το ζήτημα της γενικής και μόνιμης αδυναμίας πληρωμών τους καθόσον δεν προσδιορίζεται ποιο ήταν το ποσό των δανείων που τους χορηγήθηκε και ποια η μηνιαία δόση, καθώς και τα εισοδήματά τους πριν από το έτος 2007, αποτελούν επιχειρήματα αυτών (αναιρεσειόντων) για τη πληρέστερη κατά την άποψή τους ανάλυση του αποδεικτικού υλικού και συνεπώς, προβάλλονται απαραδέκτως, κατά το άρθρο 561 αριθ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 456/2025, ΑΠ 1536/2024, ΑΠ 1339/2024, ΑΠ 1544/2023, ΑΠ 122...), πέραν του ότι, υπό την επίφαση της αναιρετικής πλημμέλειας της έλλειψης νόμιμης βάσης, επιχειρείται να πληγεί η ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού από το δικαστήριο της ουσίας. Σε κάθε περίπτωση είναι και ουσιαστικά αβάσιμες, εφόσον, στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού της πορίσματος, η προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε ανέλεγκτα, εξειδικεύονται αναλυτικά, τις δανειακές συμβάσεις και τα πιστωτικά ιδρύματα με τα οποία είχαν συναφθεί αυτές, το συνολικό ποσό των κατά μήνα δόσεων των δανείων, το οικογενειακό εισόδημά τους κατά το χρονικό διάστημα 2007-2018, όπως και την οικογενειακή τους κατάσταση και την περιουσία τους, καθώς και ότι η υπαιτιότητα τους (αναιρεσειόντων) είχε τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, καθόσον αυτοί συμφώνησαν με τις πιστώτριες την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός τους, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές τους δυνατότητες σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών τους, θα τους οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκαν το αποτέλεσμα αυτό, το οποίο διατυπώνεται σαφώς. Η πρώτη καθής η αίτηση ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία "... ΑΕ ΥΠΟ ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ", με τις από 6-2-2020 προτάσεις της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας, πρότεινε την ένσταση δόλιας περιέλευσης των αιτούντων σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής, υποστηρίζοντας, εκτός των άλλων, ότι: "......... οι αιτούντες έλαβαν δάνεια, και εν γένει επιχορηγήσεις από πιστωτικά ιδρύματα, δημιουργώντας χρέη ύψους υπέρ των 250.000,00 €, ενώ οι εισοδηματικές τους δυνατότητες προφανώς δεν τους επέτρεπαν να ανταποκριθούν προσηκόντως στις ανειλημμένες δανειακές και πιστωτικές υποχρεώσεις. Συγκεκριμένα, η πρώτη των αιτούντων αναφέρει στην κρινόμενη αίτηση ότι προέβη σε διακοπή εργασιών της επαγγελματικής της δραστηριότητας ως κομμώτριας από τις αρχές του έτους 2011, καθώς η επιχείρηση αυτή ήταν ζημιογόνος και αδυνατούσε να καλύψει τα έξοδα αυτής. Επίσης αναφέρει ότι οφείλει ακόμα ασφαλιστικές εισφορές ετών 2010 και 2011, καθώς επρόκειτο για ζημιογόνες χρήσεις. Εντούτοις παρά τις ομολογούμενες οικονομικές δυσκολίες κατά τα έτη 2010 και 2011 και ενώ μετά το έτος 2011 έχουν ως μοναδικό εισόδημα αυτό του δεύτερου των αιτούντων συνέχισαν να δανείζονται και να προχωρούν σε σύναψη δανειακών συμβάσεων με τράπεζες, αλλά και να προβαίνουν σε αγορά αυτοκινήτου. Από τις προσκομιζόμενες φορολογικές δηλώσεις που έχουν κατατεθεί από τους αιτούντες στον οικείο φάκελο του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας, δεν προκύπτουν ικανά εισοδήματα, ώστε να δικαιολογούν το συνεχόμενο δανεισμό των αιτούντων. Από τα ως άνω προκύπτει ότι δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθεί η συνδρομή δόλου στο πρόσωπο των αντιδίκων. Ο δόλος συνίσταται στην από μέρους του ανάληψη της ευθύνης για αποπληρωμή χρέους υπέρ των 250.000 €, ποσό διόλου ευκαταφρόνητο, και χωρίς να έχουν οι αντίδικοι τη σχετική οικονομική δυνατότητα ήδη από το χρόνο ανάληψης των οφειλών τους. Δεδομένου αφενός του μεγέθους της μηνιαίας δόσης των δανείων που είχαν αναλάβει και αφετέρου του ύψους των μηνιαίων δαπανών, τίθενται εύλογα ερωτηματικά για το πώς μπορούσαν ο αντίδικοι να καλύπτουν τις οικογενειακές του ανάγκες και να καλύπτουν ταυτόχρονα τις δανειακές τους υποχρεώσεις. Ουσιαστικά προκύπτει ότι οι αιτούντες εξαρχής δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθούν στην αποπληρωμή όλων αυτών των δανειακών υποχρεώσεων, καθώς η μοναδική πηγή εισοδήματος που διέθεταν κατά την υπό κρίση αίτηση ήταν τα εισοδήματά του δεύτερου των αιτούντων και ενώ η πρώτη των αιτούντων είχε οφειλές από την επιχείρησή της τουλάχιστον προς το δημόσιο. Ως εκ τούτου είναι αδύνατο να μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τις προσωπικές και οικογενειακές δαπάνες διαβίωσης τους. Επομένως με δικές τους ενέργειες έχουν περιαγάγει τον εαυτό τους σε αδυναμία πληρωμής και όχι από γεγονότα έκτακτα και απρόβλεπτα. Η όλη στάση αυτή των αιτούντων και δη της πρώτης των αιτούντων δημιουργεί υπόνοιες απόκρυψης εισοδημάτων. Σε κάθε περίπτωση είναι προφανές ότι οι αιτούντες έχουν περιαγάγει τον εαυτό τους σε δόλια αδυναμία πληρωμής των οφειλών ήδη κατά το χρόνο ανάληψης αυτών. Υπό τις συνθήκες αυτές η υπαιτιότητα των αιτούντων έχει τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, καθόσον προέβλεψαν το αποτέλεσμα της αδυναμίας πληρωμών ως πιθανό και το αποδέχτηκαν. Γνώριζαν δηλαδή ότι η αδυναμία πληρωμών των οφειλών τους αποτελούσε ένα ενδεχόμενο, που η πραγμάτωσή του παρουσίαζε αυξημένη πιθανότητα. Αντιστοίχως, ένας τόσο υψηλός βαθμός πιθανότητας δεν δικαιολογεί την πίστη ότι το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να αποφευχθεί, πράγμα που ερμηνεύεται ως αποδοχή του. Ενόψει των ανωτέρω και με δεδομένο ότι ο Ν. 3869/2010 αποκλείει από τις ευεργετικές του διατάξεις τον δόλια υπερχρεωμένο οφειλέτη, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως νόμω και ουσία αβάσιμη.......''. Η ένσταση αυτή επαναφέρθηκε από την ως άνω πρώτη καθής πιστώτρια ως πρώτη εφεσίβλητη και με τις από 2-11-2022 προτάσεις της ενώπιον του δικάσαντος ως Εφετείου Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας κατά τη συζήτηση της από 22-10-2021 έφεσης των εκκαλούντων-αιτούντων κατά της ... απόφασης του ως άνω πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ενώ την ένσταση αυτή πρότεινε, με τις από 6-2-2020 προτάσεις της, ενώπιον του ως άνω πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και η τρίτη καθής η αίτηση ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία "Τράπεζα ... ... ΑΕ". Η ένσταση αυτή, της πρώτης και τρίτης των καθών η αίτηση και ήδη πρώτης και τρίτης αναιρεσίβλητης (η οποία αρκεί να προβληθεί από μία των πιστωτών, λόγω της μεταξύ τους οιονεί αναγκαστικής ομοδικίας) είναι ορισμένη, καθόσον περιέχει τα απαιτούμενα, από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010 και 330 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 262 του ΚΠολΔ, στοιχεία και ειδικότερα διαλαμβάνει, ότι οι αιτούντες ήδη αναιρεσείοντες, συμφώνησαν τις ως άνω πιστώτριες, όπως και με τη δεύτερη των καθών η αίτηση, την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, για να εξασφαλίσουν επίπεδο ζωής ανώτερο από εκείνο που τους επέτρεπε το εισόδημά τους, αν και προέβλεπαν ως ενδεχόμενο, ότι ο υπερδανεισμός τους, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές τους δυνατότητες, θα τους οδηγούσαν σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και ότι αποδέχθηκαν το αποτέλεσμα αυτό. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία έκρινε ορισμένη την ως άνω ένσταση, ορθά εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 παρ. 1 της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 262 του ΚΠολΔ και δεν δέχθηκε λιγότερα στοιχεία από αυτά που απαιτούνται από το νόμο, για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο των οφειλετών. Σημειώνεται ότι, αξίωση πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο των αιτούντων κατά την ανάληψη των χρεών τους, όπως είναι η αναφορά συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων αυτών με στόχο την απόκρυψη της πραγματικής οικονομικής τους κατάστασης και της πρόθεσής τους να μην αποπληρώσουν τα δάνεια, ή η παράλειψη των πιστωτικών ιδρυμάτων να προβούν στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής τους ικανότητας, δεν απαιτούνται για το ορισμένο της εν λόγω ένστασης περί δόλου (ΑΠ 82/2025, ΑΠ 1713/2024, ΑΠ 1510/2024, ΑΠ 991/2023). Ο ίδιος δε λόγος αναίρεσης καθό μέρος αναφέρεται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης για τη παραδοχή της πιο πάνω ένστασης ως ουσιαστικά βάσιμης, είναι, προεχόντως, απαράδεκτος, διότι με το πρόσχημα της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσής του στις προαναφερόμενες διατάξεις πλήττεται η, αναιρετικά ανέλεγκτη, ουσιαστική εκτίμηση, ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων από το δικαστήριο της ουσίας. Επιπρόσθετα, ο λόγος αναίρεσης περί αοριστίας της ένστασης δόλου, κρίνεται απορριπτέος και ως απαράδεκτος και κατ' άρθρο 562 αριθ. 2 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι δεν διαλαμβάνεται στο αναιρετήριο ότι ο σχετικός ως άνω ισχυρισμός (περί απαραδέκτου της ένστασης δόλου) είχε προταθεί παραδεκτά από τους αναιρεσείοντες ως εκκαλούντες στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, από δε τη παραδεκτή, κατ' άρθρ. 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, επισκόπηση της από 22-10-2021 έφεσης αυτών προκύπτει ότι τον παραπάνω, περί απαραδέκτου της ένστασης δόλου λόγω αοριστίας, ισχυρισμό, δεν τον είχαν προτείνει, με το εφετήριο, παρά μόνο επίκληση του λόγου αυτού γίνεται με το αναιρετήριο, χωρίς, παράλληλα, να εμπίπτει στις λοιπές εξαιρέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 562 του ΚΠολΔ (ΑΠ 557/2025, ΑΠ 556/2025, ΑΠ 1058/2023, ΑΠ 834/2021). Συνακόλουθα, ο αναιρετικός λόγος, με τον οποίο προσάπτεται στη προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τους αριθ. 1 και 6 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι κατά εσφαλμένη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, δέχθηκε ως ορισμένη και συνακόλουθα ως και κατ' ουσία βάσιμη την προβληθείσα, με τις προτάσεις τους ενώπιον του (πρωτοβάθμιου) δικαστηρίου, από τις παριστάμενες πρώτη και τρίτη των καθών η αίτηση ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες - πιστώτριες και ήδη πρώτη και τρίτη αναιρεσίβλητες, ένσταση δόλιας περιέλευσής τους (αιτούντων) σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών τους προς τις πιστώτριες, καθώς αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί η ως άνω διάταξη, κρίνονται απορριπτέος ως αβάσιμος και απαράδεκτος κατά τις διακρίσεις που προαναφέρθηκαν. Μετά τα παραπάνω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης. Διάταξη για το κατ` άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, παράβολο δεν περιλαμβάνεται, διότι οι αναιρεσείοντες απαλλάχθηκαν από τη καταβολή του, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3226/2004. Διάταξη για δικαστικά έξοδα δεν θα περιληφθεί κατά το άρθρο 746 του ΚΠολΔ, έστω και αν πρόκειται για υπόθεση που κρίνεται κατά τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 3 εδάφ. β` του ν. 3869/2010), γιατί η δικαστική διαδικασία του εν λόγω νόμου δεν επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου αυτού, καθώς επικρατεί η ειδικότερη ρύθμιση που προβλέπει το άρθρο 8 παρ.6 εδάφ. β` του πιο πάνω ν. 3869/2010, κατά το οποίο "..... Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται", που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 173/2025, ΑΠ 557/2025).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 21-8-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. ...), αίτηση, για αναίρεση της με αριθ. ... τελεσίδικης απόφασης του, ως Εφετείου δικάσαντος, Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Μαΐου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Μαΐου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή