ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 847/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Δ)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 847/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Δ)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 847/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Δ)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 847 / 2025    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 847/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σωκράτη Πλαστήρα, Σταύρο Μάλαινο, Αντιγόνη Τζελέπη και Ερασμία Λιούλη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Μαρτίου 2025, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. Μ. του Α., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Αναγνωστόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "..." και δ.τ. "...", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Τράπεζα ... ... ΑΕ", 2) τελούσας υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "... ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Ειδικό Εκκαθαριστή, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "..." και δ.τ. "... ΑΕ", που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "... ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "... PLC", οι οποίες δεν παραστάθηκαν.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-10-2012 αίτηση της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την προφορικώς ασκηθείσα στο ακροατήριο κύρια παρέμβαση της 3ης των ήδη αναιρεσιβλήτων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 8-9-2023 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Σωκράτη Πλαστήρα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσείουσα όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση, από 8-9-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. ...), αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η με αριθ. ... τελεσίδικη απόφαση του, ως Εφετείου δικάσαντος, Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 έως 741 επ. του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 15 του ν. 3869/2010 "ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων"), ερήμην της δεύτερης και τρίτης των εφεσίβλητων ανώνυμων τραπεζικών εταιριών με την επωνυμία "... ΑΕ" και "... ΑΕ", αντίστοιχα. Παρά, όμως, την ανωτέρω ερημοδικία, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι τελεσίδικη και η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης απευθύνεται παραδεκτά και εναντίον αυτών, διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 του ν. 3869/2010, δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας και, συνακόλουθα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για την αρχή της διαδοχικής άσκησης των ένδικων μέσων, σύμφωνα με την οποία η ερήμην οριστική απόφαση του εφετείου υπόκειται σε αναίρεση μόνον αφότου έπαυσε να υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας (ΑΠ 557/2025, ΑΠ 456/2025). Επομένως η ένδικη αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αφού ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1-2 του ΚΠολΔ), εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 564 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (Α 87), εφόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε η παριστάμενη αναιρεσείουσα επικαλείται επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Από τις διατάξεις του άρθρου 576 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος με το τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος εξετάζει ποιός επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο διάδικος που απουσιάζει, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, ερευνάται αν ο διάδικος ο οποίος δεν εμφανίστηκε ή αν και εμφανίστηκε δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση με το τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση. Στη περίπτωση που δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Ειδικότερα, από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας στη δίκη επί της αίτησης αναίρεσης, εάν δεν κλητεύθηκε κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους, η συζήτηση της αίτησης κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους, εάν όμως κλητεύθηκε αυτός νόμιμα είτε από τον αντίδικό του, είτε από αναγκαίο ομόδικό του και δεν εμφανιστεί στη συζήτηση, τότε θεωρείται σαν να είναι παρών και η συζήτηση χωρεί νομίμως και ως προς τον απολειπόμενο αναγκαίο ομόδικο παρά την απουσία του (ΑΠ 456/2025, ΑΠ 1031/2024, ΑΠ 596/2024). Εξάλλου, στη δίκη περί ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, o δεσμός που συνδέει τους πιστωτές του αιτούντος οφειλέτη, ενόψει του ότι η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους "μετέχοντες στη δίκη" πιστωτές, είναι αυτός της αναγκαστικής παθητικής ομοδικίας κατ` άρθρο 76 παρ. 1 περ. β` του ΚΠολΔ (ΑΠ 175/2025, ΑΠ 456/2025, ΑΠ 1031/2024). Στην ερευνώμενη υπόθεση, από τις προσκομιζόμενες, με επίκληση, από την αναιρεσείουσα με αριθ. ... εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στη περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών Θ. Τ., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, με την κάτω από αυτή πράξη ορισμού δικασίμου για τη σημειούμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και κλήση προς παράσταση κατ`αυτή, επιδόθηκε, με επιμέλεια της αναιρεσείουσας, νομότυπα και εμπρόθεσμα, στη πρώτη, δεύτερη και τρίτη των αναιρεσίβλητων ανώνυμων τραπεζικών εταιριών. Επομένως, αφού οι τελευταίες δεν εμφανίσθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, κατά τη παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε για συζήτηση, με τη σειρά της από το πινάκιο, ούτε έχουν καταθέσει δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της αναιρετικής δίκης, πρέπει, να συζητηθεί η υπόθεση σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω η αναίρεση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 "Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων...", όπως το άρθρο αυτό ίσχυε και εφαρμόζεται στην ερευνώμενη υπόθεση, ως εκ του χρόνου υποβολής-κατάθεσης, στις 26-10-2012 της από 18-10-2012 ένδικης αίτησης του άρθρ. 4 παρ. 1 του ν. 3869/2010, πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 1 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α' 94/14-8-2015) που καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, ορίζεται ότι "φυσικά πρόσωπα που στερούνται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3588/2007 και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για τη ρύθμιση των οφειλών τους κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής". Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη (και γενική) αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ο νόμος 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου, ο δόλος, ως μορφή πταίσματος προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 330 του ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι "ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίσθηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές". Η παραπάνω διάταξη παρέχει γενικό ορισμό της έννοιας του πταίσματος, έχει δε εφαρμογή, τόσο στις συμβάσεις, όσο και στις αδικοπραξίες, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, όπου γίνεται λόγος για υπαιτιότητα. Η ίδια διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια. Ενώ, όμως, δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 του ΠΚ, που ορίζει ότι "Με δόλο (πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. Επίσης, όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται". Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει τον δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε, ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που "θέλει" την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως, ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και, παρά ταύτα, δεν εγκαταλείπει την πράξη του. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξης του και το "αποδέχεται" (Ολ.ΑΠ 4/2010, ΑΠ 82/2025, ΑΠ 1031/2024, ΑΠ 1339/2024). Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά τα πλαίσια της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή (ΑΠ 1339/2024, ΑΠ 1508/2022). Δόλο κατά συνέπεια συνιστά η περίπτωση εκείνη του δράστη κατά την οποία επιδοκιμάζει, δηλαδή προβλέπει, το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενο και τελικά το αποδέχεται. Ο δόλος σχετίζεται και αφορά πάντα πράξη και αυτή θα είναι η απαγορευμένη από το δίκαιο στον δράστη αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης ή γενικότερα αδικοπραξία κλπ. Μεταξύ των εννοιολογικών στοιχείων του δόλου είναι και η πρόβλεψη του δράστη ότι η συμπεριφορά του θα προκαλέσει καθυστέρηση στην εκπλήρωση της υποχρέωσής του ή θα προκαλέσει το γεγονός της αδυναμίας παροχής του, συνείδηση δηλαδή του δράστη για τον κίνδυνο επέλευσης των αποτελεσμάτων αυτών. Για τα ανωτέρω αρκεί και απαιτείται η πρόβλεψη και η αποδοχή του παράνομου αποτελέσματος σε γενικές γραμμές και κατά τα γενικά ουσιώδη γνωρίσματά του. Η ακριβής έκταση της ζημίας, οι λεπτομέρειες ή οι ιδιότητες του προσβαλλόμενου αγαθού και οι λοιπές περιστάσεις που καθορίζουν το μέγεθος της προσβολής δεν απαιτείται να προβλέπονται σαφώς, τουλάχιστον στον βαθμό που δεν ανάγονται από το νόμο σε κρίσιμα για την ύπαρξη της ευθύνης περιστατικά. Στη περίπτωση του ν. 3869/2010 ο νόμος χρησιμοποιεί την έννοια του δόλου και τη συνδέει με μια πραγματική κατάσταση, που είναι η μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών. Περαιτέρω, από την διατύπωση της παρ. 1 εδ. α` του ν. 3869/2010, προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στη "περιέλευση" του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει, τόσο κατά τον χρόνο ανάληψης της οφειλής, όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός, είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στη περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 ο οφειλέτης ενεργεί δολίως, όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνο, ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως, είτε γνώριζε, κατά την ανάληψη των χρεών, ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Επομένως η συνεπεία του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανισθεί μετά την ανάληψη του χρέους, αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος γνωρίζει ότι, ενόψει των εισοδημάτων του και των εν γένει αναγκών του, δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, σε μία δανειακή σύμβαση υφίσταται κατ` ουσία αποδοχή από τον δανειολήπτη της προβλεπόμενης αδυναμίας του να αποπληρώσει το ειλημμένο δάνειο, όταν έχοντας γνώση της πρόδηλης αναντιστοιχίας των εισοδημάτων του προς τις οφειλές, την αποπληρωμή των οποίων με ιδία πρωτοβουλία αναλαμβάνει και σταθμίζοντας τη διακινδύνευση των οικονομικών συμφερόντων, τόσο του ιδίου, όσο και του πιστωτή του, με το επιδιωκόμενο όφελος, το οποίο θα καρπωθεί, εφόσον πραγματοποιηθεί ο κίνδυνος, προβαίνει στη σύναψη της σχετικής δανειακής σύμβασης, επειδή κρίνει ότι η σκοπούμενη γι` αυτόν ωφέλεια από τη χρήση των δανειακών κεφαλαίων σαφώς υπερέχει των συνεπειών που επαπειλούνται από την επέλευση του κινδύνου. Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για την συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος, όπως επίσης και η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του περιορίζεται στην πρόθεση του οφειλέτη και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς ανάγκη προσθήκης και άλλων αντικειμενικών στοιχείων, όπως είναι, κατά τα προαναφερόμενα, η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος και η παράλειψη από την πλευρά των τελευταίων να ενεργήσουν την αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, πράγμα το οποίο άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα το νόμου (ΑΠ 79/2025, ΑΠ 263/2025, ΑΠ 82/2025, ΑΠ 688/2024, ΑΠ 1031/2024, ΑΠ 1339/2024). Όπως, εξάλλου, προκύπτει από τη πρόβλεψη του εδαφίου β' της παρ. 1 του ίδιου άρθρου 1 του ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά, όπως είναι αυτονόητο και γι' αυτό παραλείφθηκε στο νόμο, κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, δηλ. με σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν και να τον αποδείξει (ΑΠ 263/2025, ΑΠ 596/2024, ΑΠ 688/2024, ΑΠ 1031/2024, ΑΠ 1544/2023). Ο δόλος αποτελεί αόριστη νομική έννοια και, άρα, ελέγχεται αναιρετικά η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας για το αν τα περιστατικά, που έγιναν ανελέγκτως δεκτά απ` αυτό, υπάγονται ή όχι στη νομική έννοια του δόλου (ΑΠ 596/2024, ΑΠ 688/2024, ΑΠ 1508/2022), δηλαδή ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ (ή του άρθρου 560 αριθ. 1 και 6 του ίδιου Κώδικα) (ΑΠ 82/2025, ΑΠ 1339/2024, ΑΠ 1544/2023, ΑΠ 1508/2022). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένο αίτημα και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Ειδικά η, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, ένσταση πιστώτριας Τράπεζας ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων οφειλών προς αυτήν από ενδεχόμενο δόλο, πρέπει να αναφέρει ότι ο τελευταίος συμφώνησε με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, παρότι προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, ενώ εξακολουθούσε να κάνει χρήση ανακυκλούμενης πίστωσης, για να εξασφαλίσει επίπεδο ζωής ανώτερο από εκείνο που του επέτρεπε το εισόδημά του, δεν είναι δε ανάγκη, για την πληρότητα της ένστασης, να κάνει αναλυτική αναφορά των οικονομικών στοιχείων και δυνατοτήτων του οφειλέτη και των δανειακών συμβάσεων που ο τελευταίος έχει συνάψει με πιστωτικά ιδρύματα και το ύψος κάθε μίας (ΑΠ 82/2025, ΑΠ 263/2025, ΑΠ 1713/2024, ΑΠ 1031/2024, ΑΠ 1339/2024, ΑΠ 688/2024, ΑΠ 1544/2023, ΑΠ 1060/2023, ΑΠ 808/2023, ΑΠ 609/2023, ΑΠ 539/2022). Κατά τη διάταξη του άρθρου 14 του ν. 3869/2010, οι αποφάσεις του δικαστηρίου υπόκεινται σε έφεση και αναίρεση σύμφωνα με το άρθρο 560 του ΚΠολΔ. Έτσι, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 εδ. α` του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 31/2009, ΑΠ 82/2025, ΑΠ 596/2024). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσία, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 596/2024, ΑΠ 1713/2024, ΑΠ 1061/2023). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 6 του ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί, όπως και εκείνη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ίδιου Κώδικα, κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο παρών λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν έχει όμως εφαρμογή η διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ιδίως στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ` αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, άρα, δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διάταξης του άρθρου 560 αριθ. 6 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος (ΑΠ 82/2025, ΑΠ 596/2024, ΑΠ 1536/2024, ΑΠ 1713/2024). Στην ερευνώμενη υπόθεση, η αναιρεσείουσα προσάπτει στη προσβαλλόμενη απόφαση τη πλημμέλεια από τον αριθ. 1α' του άρθρου 560 του ΚΠολΔ με την αιτίαση ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, κατ' εσφαλμένη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 παρ. 1 της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 262 του ΚΠολΔ, δέχθηκε ως ορισμένη και συνακόλουθα ως κατ' ουσία βάσιμη, την προβληθείσα, με την από 31-5-2017 παρέμβαση, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία "... ΑΕ" (ήδη τρίτη αναιρεσίβλητη), ως ειδικής διαδόχου της καθής η αίτηση-πιστώτριας τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "... plc", ένσταση δόλιας περιέλευσής της (αιτούσας) σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών της προς τις πιστώτριες, καθώς αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί η ως άνω διάταξη. Σχετικά με την ως άνω ένσταση δόλιας περιέλευσης της αιτούσας σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών της, από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Η παρεμβαίνουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία "... ΑΕ", ως ειδική διάδοχος της καθής η αίτηση-πιστώτριας τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "... plc", με την από 31-5-2017 παρέμβασή της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, πρότεινε μεταξύ άλλων και την ένσταση δόλιας περιέλευσης της αιτούσας σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής, υποστηρίζοντας, εκτός των άλλων, ότι: "....η αντίδικος δημιούργησε και αποδέχτηκε χρέη προς πιστωτικά ιδρύματα ανερχόμενα σε 123.423,58 ευρώ, γνωρίζοντας ότι βάσει των εισοδημάτων της και της εν γένει περιουσιακής της κατάστασης, ουδέποτε θα ήταν σε θέση να εξοφλήσει. Ειδικότερα, η αντίδικος, αν και γνώριζε ότι δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να αποπληρώσει τις οφειλές της εντούτοις συνέχιζε να αναλαμβάνει οικονομικές υποχρεώσεις, έναντι των πιστωτών της, συνιστάμενες κυρίως σε καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες, αποδεχόμενη την ανάληψη συμβατικών υποχρεώσεων των οποίων η εξυπηρέτηση ήταν, μελλοντικά, επισφαλής, δεδομένου μάλιστα ότι, όπως αποδείχθηκε ανωτέρω, δεν υφίστατο καμία αναγκαιότητα για την λήψη τους (ούτε και η ίδια την επικαλείται). Συνακόλουθα, η αιτούσα κατέστησε μετέωρη και επισφαλή την ικανοποίηση των απαιτήσεών μας σε σημείο ώστε, σήμερα, τα χρέη της να καταστούν ληξιπρόθεσμα και κατ' επέκταση να μην είναι εφικτή η εξυπηρέτηση των οφειλών της, τη στιγμή που καρπώθηκε τα χρήματα των πιστωτριών Τραπεζών ....... η αιτούσα δημιούργησε τα ένδικα χρέη, συνολικού ύψους ΑΝΩ των 123.423,58 €, δολίως, προβαίνοντας σε δυσανάλογο δανεισμό, αν και γνώριζε εξ αρχής και αποδεχόταν την αδυναμία κάλυψής των δανείων και εξυπηρέτησής τους συνολικά, προκειμένου να εξασφαλίσει ανώτερο επίπεδο διαβίωσης από αυτό που της επέτρεπε το εισόδημά της υπερβαίνοντας το μέτρο και τη σύνεση του μέσου καταναλωτή. Άλλωστε και οι ίδιοι ισχυρισμοί της αποδεικνύουν την δολιότητά της στο εγχείρημα ανάληψης των ένδικων δανείων, ενώ η επικαλούμενη αδυναμία της αιτούσας στην εξυπηρέτηση των δανείων αυτών, η οποία δήθεν οφείλεται σε συρρίκνωση του εισοδήματός της, αποδεικνύονται όψιμα ευφυολογήματα της αντιδίκου, εάν συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι ακόμη και εάν γινόταν δεκτό ότι τα εισοδήματά της υπέστησαν συντριπτική συρρίκνωση, αυτά επ' ουδενί επαρκούσαν ούτως ή άλλως για την κάλυψη των υπέρογκων δανειακών της υποχρεώσεων, αντιθέτως προκύπτει αβίαστα ότι η αντίδικος υπερχρεώθηκε από αποκλειστική της υπαιτιότητα.
Συνεπώς, η μόνιμη αδυναμία, στην κρινόμενη υπόθεση, υπήρξε εξ ορισμού από του χρόνου λήψης των δανείων και των πιστωτικών καρτών και ως εκ τούτου τυγχάνει απορριπτέα....". Η ένσταση αυτή, της ως άνω πιστώτριας-δανείστριας και ήδη τρίτης αναιρεσίβλητης (η οποία αρκεί να προβληθεί από μία των πιστωτών, λόγω της μεταξύ τους οιονεί αναγκαστικής ομοδικίας ΑΠ 82/2025), είναι ορισμένη, καθόσον περιέχει τα απαιτούμενα, από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010 και 330 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 262 του ΚΠολΔ, στοιχεία και ειδικότερα διαλαμβάνει, ότι η αιτούσα, ήδη αναιρεσείουσα, συμφώνησε και με τις ως άνω πιστώτριες - καθών η αίτηση, την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, για να εξασφαλίσει επίπεδο ζωής ανώτερο από εκείνο που της επέτρεπε το εισόδημά της, αν και προέβλεπε ως ενδεχόμενο, ότι ο υπερδανεισμός της, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές της δυνατότητες, θα την οδηγούσαν σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και ότι αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία έκρινε, με πλήρη αιτιολογία, ορισμένη την ως άνω ένσταση, ορθά εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 παρ. 1 της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 262 του ΚΠολΔ και δεν δέχθηκε λιγότερα στοιχεία από αυτά που απαιτούνται από το νόμο, για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο της οφειλέτριας-αναιρεσείουσας. Σημειώνεται ότι, αξίωση πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο της αιτούσας κατά την ανάληψη των χρεών της, όπως είναι η αναφορά συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων αυτής με στόχο την απόκρυψη της πραγματικής οικονομικής της κατάστασης και της πρόθεσής της να μην αποπληρώσει τα δάνεια, ή η παράλειψη των πιστωτικών ιδρυμάτων να προβούν στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής της ικανότητας, δεν απαιτούνται για το ορισμένο της εν λόγω ένστασης περί δόλου (ΑΠ 82/2025, ΑΠ 1713/2024, ΑΠ 1510/2024, ΑΠ 991/2023).
Περαιτέρω, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο δίκασε ως Εφετείο, με τη προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, τα ακόλουθα, πραγματικά περιστατικά σχετικά με την κατ' ουσία παραδοχή της εκ δόλου (ενδεχόμενου) περιέλευσης της αιτούσας σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών της προς τις πιστώτριες: ''....... Η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα, Α. Μ., κατά τον χρόνο συζήτησης ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν 60 ετών, παντρεμένη με τον Ν. Μ., ηλικίας 63 ετών και είχαν αποκτήσει δύο τέκνα, ηλικίας 40 και 38 ετών. Η αιτούσα εργάζεται ως ιδιωτική υπάλληλος με καθαρές μηνιαίες αποδοχές ύψους 943 ευρώ και ο σύζυγος της εργάζεται ομοίως ως υπάλληλος, με μηνιαίες αποδοχές ύψους 691,20 ευρώ. Σε χρονικό διάστημα προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της αίτησης, η αιτούσα κατήρτισε με τις εφεσίβλητες πιστώτριες τις συμβάσεις στεγαστικών δανείων και πιστωτικών καρτών, η οφειλή από τις οποίες ανήλθε στο συνολικό ποσό των 132.383,68 ευρώ. Από το χρονικό σημείο της έναρξης του κύριου όγκου του τραπεζικού δανεισμού της αιτούσας, το οποίο ανάγεται στο έτος 2006, το ύψος των οφειλών της, σε συνδυασμό με τα μηνιαία εισοδήματά της, τα οποία ανέρχονταν στο ποσό των 948,25 ευρώ, ενώ ο σύζυγός της ήταν άνεργος, με μηδενικά εισοδήματα και προβλήματα υγείας που αποτελούσαν ανασταλτικό παράγοντα εύρεσης εργασίας, καθώς και από την εξακολούθηση του τραπεζικού δανεισμού της, παρά την απουσία αύξησης των εισοδημάτων της (992,40 ευρώ καθαρές μηνιαίες αποδοχές το έτος 2007, 1.110,10 ευρώ το έτος 2008, 1.186,94 ευρώ το έτος 2009 και 1.236,20 ευρώ το έτος 2010) και την συνεχιζόμενη ανεργία του συζύγου της, προκύπτει ότι η δημιουργία των πιο πάνω χρεών οφείλεται σε δόλο της αιτούσας, διότι αυτή προέβη σε δανεισμό προκειμένου να εξασφαλίσει ανώτερο επίπεδο διαβίωσης από αυτό που επέτρεπε το εισόδημά της, υπερβαίνοντας το μέτρο και τη σύνεση του μέσου καταναλωτή. Πράγματι, η αιτούσα, ενεργώντας με ενδεχόμενο δόλο, προέβη στη λήψη περισσοτέρων δανείων, συνολικού ύψους 132.383,68 ευρώ, ενώ εκ των προτέρων γνώριζε την εισοδηματική κατάσταση αυτής και του συζύγου της και προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός της με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές της δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών της, θα την οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και προέβη στην σύναψη των ανωτέρω συμβάσεων αποδεχόμενη το αποτέλεσμα αυτό. Ενόψει των ανωτέρω, η κατάφαση της υποδειχθείσας ως άνω δόλιας περιέλευσης της αιτούσας σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της αναιρεί την ιδιότητα του καλόπιστου υπερχρεωμένου οφειλέτη που δικαιούται να υπαχθεί στις προστατευτικές διατάξεις του Ν. 3869/2010 και, συνεπώς, η αίτηση είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη. Δεν έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια, αποδεχόμενο την σχετικώς προβληθείσα ένσταση της κυρίως παρεμβαίνουσας και ήδη τρίτης εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, η οποία προβλήθηκε προφορικώς στο ακροατήριο του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστηρίου και όπως αναπτύχθηκε στις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της ήταν αρκούντως ορισμένη, σύμφωνα με τα αναλυτικώς αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης......''. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ` ουσία την, από 4-1-2018 (αριθ. έκθ. κατάθ. ...), έφεση της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, κατά της με αριθ. ... οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί ως κατ`ουσία αβάσιμη η από 18-1-2012 (αριθ. έκθ. κατάθ. ...) αίτηση της αναιρεσείουσας, για την υπαγωγή της στο ν. 3869/2010 και τη ρύθμιση των οφειλών της, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, κρίνοντας ότι περιήλθε εκ δόλου (ενδεχόμενου) σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Κρίνοντας έτσι το ως άνω δικαστήριο, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της αιτούσας και ήδη αναιρεσείουσας στις ευεργετικές διατάξεις του ν. 3869/2010, διότι αυτή, κατά το χρόνο ανάληψης των δανειακών της υποχρεώσεων, είχε προβλέψει την αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων οφειλών της ως οφειλέτρια και αποδέχθηκε αυτό, δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, είτε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή είτε με εσφαλμένη υπαγωγή, ούτε εκ πλαγίου την ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1εδ. α', β' του ν. 3869/2010 (η αναιρεσείουσα δεν επικαλείται άλλες διατάξεις), την οποία εφάρμοσε ορθώς, ενώ διέλαβε επαρκή και σαφή αιτιολογία ως προς το κρίσιμο ζήτημα της περιέλευσής της από ενδεχόμενο δόλο σε αδυναμία πληρωμής των δανειακών της υποχρεώσεων, δεν ήταν δε αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών και, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Πιο συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη απόφαση, με επαρκή και χωρίς αντίφαση αιτιολογία προσδιορίζει αναλυτικά: α) το ύψος των δανειακών υποχρεώσεων (στεγαστικών, καταναλωτικών) που ανέλαβε η αιτούσα και ήδη αναιρεσείουσα, το έτος 2006, από τρία τραπεζικά ιδρύματα, οι οποίες ανέρχονται, κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης, στο ποσό των 132.383,68 ευρώ, β) το κατά μήνα εισόδημα της αιτούσας το οποίο ανέρχονταν στο ποσό των 948,25 ευρώ, (ο σύζυγός της κατά το χρόνο δανεισμού είχε μηδενικό εισόδημα λόγω ανεργίας και ασθένειας, ενώ κατά το χρόνο συζήτηση της αίτησης εργαζόταν ως υπάλληλος με κατά μήνα αποδοχές 691,20 ευρώ), γ) την ηλικία της, δ) το κατά μήνα εισόδημά της κατά τα έτη 2007-2010, ε) ότι συμβλήθηκε στις συμβάσεις στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, γνωρίζοντας, ενόψει των κατά μήνα αποδοχών της, την οικονομική αδυναμία της να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, που ανέρχονταν στο παραπάνω ποσό και στ) ότι οι ως άνω οικονομικές υποχρεώσεις, που ανέλαβε έναντι των πιστωτών της, προβαίνοντας σε συνεχή δανεισμό με λήψεις δανείων, χωρίς να υφίσταται εμφανής λόγος γι' αυτό, υπερέβαιναν τις δυνατότητές της, όπως αυτές θα διαμορφώνονταν, εν γνώσει της ότι το εισόδημά της δεν επαρκεί για την εξόφληση των δανείων και μη προσδοκώντας βάσιμα σε βελτίωση της γενικότερης οικονομικής της θέσης ή προσωπικής της κατάστασης, ώστε να ανταποκριθεί στα χρέη της. Τα περιστατικά αυτά που η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε, ότι αποδείχθηκαν, πληρούσαν το πραγματικό της ουσιαστικού κανόνα διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010 και του άρθρου 330 του ΑΚ, τις οποίες εφάρμοσε και αρκούσαν για να καταγνωσθεί σε βάρος της αναιρεσείουσας ενδεχόμενος δόλος κατά την ανάληψη των δανειακών της υποχρεώσεων, σύμφωνα με τις ως άνω παραδοχές, που στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα, κατά το οποίο η αναιρεσείουσα, μπορούσε να προβλέψει ότι ο ως άνω δανεισμός της, με βάση τις υφιστάμενες και τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές της δυνατότητες, θα την οδηγήσει σε αδυναμία αποπληρωμής των χρεών της και εντούτοις αποδέχτηκε και επιδοκίμασε τη συμπεριφορά αυτή δηλ. η αναιρεσείουσα, έχουσα πάντα ως μοναδικό της εισόδημα το μισθό της και γνωρίζοντας τη πρόδηλη αναντιστοιχία των εισοδημάτων της προς τις οφειλές της, την αποπληρωμή των οποίων με ιδία πρωτοβουλία ανέλαβε, προέβλεψε την αδυναμία της να ανταποκριθεί στη πληρωμή των χρεών της και παρά ταύτα αποδέχτηκε το ως άνω αποτέλεσμα. Οι περαιτέρω αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, με τις οποίες ειδικότερα διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει ελλιπή αιτιολογία, καθόσον δεν προσδιορίζεται ο χρόνος ανάληψης των δανειακών της υποχρεώσεων από τις καθών η αίτηση και δεν τεκμηριώνεται αν η αιτούσα είχε προβλέψει ή θεωρούσε αρκετά πιθανό ότι με βάση τις υφιστάμενες, κατά το χρόνο ανάληψης των χρεών της, οικονομικές δυνατότητές της και δυνάμει των μελλοντικών οικονομικών δυνατοτήτων της, θα ήταν αδύνατη η αποπληρωμή των χρεών της και παρόλα αυτά προχώρησε στη κατάρτιση αυτών, αποδεχόμενη το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, αποτελούν επιχειρήματα αυτής (αναιρεσείουσας) για τη πληρέστερη κατά την άποψή της ανάλυση του αποδεικτικού υλικού και συνεπώς, προβάλλονται απαραδέκτως, κατά το άρθρο 561 αριθ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 456/2025, ΑΠ 1536/2024, ΑΠ 1339/2024, ΑΠ 1544/2023, ΑΠ 1225/2023), πέραν του ότι, υπό την επίφαση της αναιρετικής πλημμέλειας της έλλειψης νόμιμης βάσης, επιχειρείται να πληγεί η ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού από το δικαστήριο της ουσίας. Σε κάθε περίπτωση είναι και ουσιαστικά αβάσιμες, εφόσον, στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού της πορίσματος, στο οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε ανέλεγκτα, εξειδικεύονται αναλυτικά, οι δανειακές συμβάσεις και τα πιστωτικά ιδρύματα με τα οποία είχαν συναφθεί αυτές, το οικογενειακό εισόδημά της κατά το χρονικό διάστημα 2007-2010, όπως και η οικογενειακή της κατάσταση και η περιουσία της, καθώς και ότι η υπαιτιότητά της είχε τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, καθόσον αυτή συμφώνησε με τις πιστώτριες την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός της, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές της δυνατότητες σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών της, θα την οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, το οποίο διατυπώνεται σαφώς. Συνακόλουθα, οι αναιρετικοί λόγοι με τους οποίους προσάπτεται στη προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τους αριθ. 1 και 6 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι κατά εσφαλμένη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, δέχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ως ορισμένη(και συνακόλουθα ως και κατ' ουσία βάσιμη), την προβληθείσα, με την από 31-5-2017 παρέμβαση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, από την ήδη τρίτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρία, ένσταση δόλιας περιέλευσής της (αιτούσας) σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών της προς τις πιστώτριες, καθώς αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί η ως άνω διάταξη, κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι και απαράδεκτοι κατά τις διακρίσεις που προαναφέρθηκαν. Το άρθρο 560 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α` 87/23-7-2015), οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από την 1-1-2016 ένδικα μέσα, ορίζει: "Κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου .... Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν μπορεί να προβληθεί σε μικροδιαφορές, 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόμος..., 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ` ύλην αρμοδιότητα, 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας, 5) αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και 6) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Όπως προκύπτει από τη σαφή διατύπωση των ως άνω διατάξεων, οι λόγοι αναίρεσης κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται επί εφέσεων κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων, απαριθμούνται περιοριστικά σ` αυτές (Ολ.ΑΠ 45/1987, ΑΠ 175/2025, ΑΠ 1713/2024, ΑΠ 1913/2024, ΑΠ 602/2023, ΑΠ 1197/2023, ΑΠ 1513/2022), οι οποίες είναι ειδικές, ως προς τους επιτρεπόμενους λόγους αναίρεσης κατά των αναφερόμενων εκεί αποφάσεων και αποκλείουν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, που αναφέρονται στους λόγους αναίρεσης των αποφάσεων των λοιπών δικαστηρίων (ΑΠ 1034/2024, ΑΠ 1713/2024, ΑΠ 1197/2023, ΑΠ 602/2023), αντιστοιχούν δε προς τους λόγους αναίρεσης που προβλέπονται από τους αριθμούς 1, 2, 4, 5, 7, 8 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, προς τους οποίους, όμως, δεν ταυτίζονται απολύτως (ΑΠ 175/2025, ΑΠ 1913/2024, ΑΠ 1197/2023, ΑΠ 602/2023, ΑΠ 1513/2022). Στην ερευνώμενη υπόθεση, η αναιρεσείουσα, επικαλείται στο αναιρετήριο (3η σελίδα), αριθμητικά χωρίς παράθεση αντίστοιχου πραγματικού, πλημμέλειες από τα άρθρα 559 αριθ. 8, 10, 11 και 12 του ΚΠολΔ. Οι λόγοι αυτοί κρίνονται απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, καθόσον δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των περιοριστικά προβλεπόμενων στη διάταξη του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, λόγων αναίρεσης και επομένως δεν εφαρμόζονται σε δίκες που αφορούν αναίρεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται επί εφέσεων κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων (Ολ.ΑΠ 45/1987, ΑΠ 175/2025, ΑΠ 1034/2024, ΑΠ 1197/2023, ΑΠ 602/2023, ΑΠ 1513/2022). Αν δε ο επικαλούμενος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 ήθελε εκτιμηθεί ως πλημμέλεια από τον αριθ. 5 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος εξαιτίας της αοριστίας του, καθόσον στο λόγο αυτόν δεν περιέχονται πραγματικά περιστατικά που να τον στοιχειοθετούν, αλλά εξαντλείται στην αναφορά μόνο της υπόψη διάταξης (ΑΠ 78/2025, ΑΠ 1033/2024, ΑΠ 804/2023, ΑΠ 1230/2023, ΑΠ 235/2019, ΑΠ 209/2019, ΑΠ 1491/2009). Μετά τα παραπάνω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει). Διάταξη περί δικαστικής δαπάνης δεν ορίζεται, έστω και εάν πρόκειται για υπόθεση που κρίνεται κατά τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 εδ. β`του ν. 3869/2010), διότι η δικαστική διαδικασία του εν λόγω νόμου δεν επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου 746 του ΚΠολΔ, καθόσον επικρατεί η ειδικότερη ρύθμιση, που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 εδ. β` του ν. 3869/2010, κατά την οποία "δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται..." και το οποίο εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 173/2025, ΑΠ 557/2025).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 8-9-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. ...), αίτηση για αναίρεση της με αριθ. ... απόφασης του, ως Εφετείου δικάσαντος, Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που έχει κατατεθεί για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Μαΐου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Μαΐου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή