
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 848 / 2025    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 848/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σωκράτη Πλαστήρα, Σταύρο Μάλαινο, Αντιγόνη Τζελέπη και Ερασμία Λιούλη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Μαρτίου 2025, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Χ. Μ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Παπαδογιάννη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Σ. Ν. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο και 2) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "..." και ήδη "...", που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Δαρούδη, που δήλωσε στο ακροατήριο: α) ότι ανακαλεί την από 17-3-2025 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται και β) την ως άνω μεταβολή της επωνυμίας της αναιρεσίβλητης εταιρίας.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-7-2020 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... τελεσίδικη του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 17-1-2022 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Σωκράτη Πλαστήρα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο ο αναιρεσείων και η 2η των αναιρεσιβλήτων όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της 2ης αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση, από 17-1-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ...), αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η, αντιμωλία των διαδίκων, εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 614 αριθ. 6 του ΚΠολΔ), με αριθ. ... τελεσίδικη απόφαση του δικάσαντος ως Εφετείου, Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Αυτή είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ), διότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 564 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, εφόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος με το τρόπο που ορίζει ο νόμος, κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απολειπόμενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση, οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ή, αν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολειπόμενου διαδίκου, οπότε εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Ειδικότερα από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι επί αίτησης αναίρεσης στρεφόμενης κατά περισσότερων αναιρεσίβλητων, που συνδέονται μεταξύ τους με σχέση απλής ομοδικίας, εάν κάποιος από τους αναιρεσίβλητους αυτούς, παρότι έχει κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από το διάδικο που επισπεύδει τη συζήτηση, δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όλους τους αναιρεσίβλητους, παρά την απουσία εκείνου που έχει νομίμως κλητευθεί (ΑΠ 264/2025, ΑΠ 5/2024, ΑΠ 1227/2024, ΑΠ 1032/2024). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. β` και γ` του ΚΠολΔ, η οποία, κατ` άρθρο 575 εδ. β` του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη, αν η συζήτηση αναβληθεί ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας διάταξης η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ` αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και επομένως δεν χρειάζεται νέα κλήτευση για τη μετ` αναβολή δικάσιμο του απολειπόμενου διαδίκου, όταν ο τελευταίος είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση ή είχε παραστεί νομίμως κατά τη δικάσιμο αυτή (ΑΠ 1036/2024, AΠ 48/2023, ΑΠ 1504/2022, ΑΠ 1173/2022). Στην ερευνώμενη υπόθεση, τη συζήτηση της υπό κρίση, από 17-1-2022, αίτησης αναίρεσης, επισπεύδει ο αναιρεσείων Χ. Μ.. Αυτή είχε προσδιοριστεί ενώπιον του Δ' Τμήματος του Αρείου Πάγου αρχικά για τη δικάσιμο της 6-10-2023, με αύξ. αριθμό ..., ο δε πρώτος αναιρεσίβλητος Σ. Ν. κλήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα για την ως άνω δικάσιμο, όπως εμφαίνεται από τη με αριθ. ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στη περιφέρεια του Εφετείου Θεσσαλονίκης Δ. Τ., με επίδοση στον Γ. Δ., κάτοικο Θεσσαλονίκης, πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητο του ως άνω πρώτου αναιρεσίβλητου, ο οποίος φέρει, κατ` άρθρο 143 παρ. 1 του ΚΠολΔ, την ιδιότητα του αντικλήτου αυτού για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη συγκεκριμένη δίκη έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, καθόσον, όπως προκύπτει από την επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου (άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ), της με αριθ. ... οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης και της ... προσβαλλόμενης απόφασης, ο ως άνω δικηγόρος παρέστη ως πληρεξούσιος δικηγόρος του πρώτου αναιρεσίβλητου κατά τη δίκη ενώπιον των ως άνω δικαστηρίων(πρωτοβάθμιου και δευτεροβάθμιου) και δεδομένου, ότι δεν προκύπτει ότι γνωστοποιήθηκε με δικόγραφο από αυτόν προς τον αναιρεσείοντα η τυχόν αντικατάστασή του (ΑΠ 349/2025, ΑΠ 78/2025, ΑΠ 5/2024, ΑΠ 1032/2024). Κατά την ως άνω (αρχική) δικάσιμο ματαιώθηκε η συζήτηση της υπόθεσης "λόγω των Αυτοδιοικητικών εκλογών της 8ης Οκτωβρίου 2023 και των επαναληπτικών εκλογών της 15ης Οκτωβρίου 2023", σύμφωνα με το με αριθ. 46339οικ./22-9-2023 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης περί αναστολής λειτουργίας δικαστηρίων και εισαγγελιών της χώρας και επαναπροσδιορίστηκε, αυτεπαγγέλτως, για τη δικάσιμο της 21-3-2025, με αύξ. αριθμό ..., όπως προκύπτει από την από 16-10-2023 πράξη της Προέδρου του Δ' Τμήματος του Αρείου Πάγου, με γνωστοποίηση της ημερομηνίας της νέας αυτής δικασίμου με ανάρτησή της στη πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr, στο site του Αρείου Πάγου www.areiospagos.gr και στη διαδικτυακή πύλη της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων portal.olomeleia.gr (ΑΠ 1036/2024, ΑΠ 374/2021), κατά την οποία όμως παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε για συζήτηση, με τη σειρά της από το πινάκιο, ο ως άνω πρώτος αναιρεσίβλητος δεν εμφανίσθηκε ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ούτε κατέθεσε δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της αναιρετικής δίκης. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ), σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ), επισημαινόμενου περαιτέρω και του ότι στη θέση της αρχικώς ανώνυμης δεύτερης αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "...", υπεισήλθε, ως καθολική διάδοχός της, η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "....", λόγω απορρόφησης της πρώτης από τη δεύτερη, με συνέπεια η απορροφούσα εταιρία να υποκαθίσταται σε όλα γενικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της απορροφηθείσας εταιρίας (ΑΠ 351/2025, ΑΠ 174/2025, ΑΠ 1545/2024). Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδ. β`και 914 του ΑΚ, συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στη περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Υπαιτιότητα είναι ο ψυχικός δεσμός του δράστη προς την αδικοπραξία. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 του ΑΚ να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στη τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στη παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή από τη καλή πίστη, κατά τη κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται, κατ` αρχήν, από το γεγονός ότι στο επιζήμιο αυτό αποτέλεσμα συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ` ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημίωσης ή τη μείωση του ποσού της, κατά το πιο πάνω άρθρο 300 του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, γενικώς λαμβανόμενα, μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικώς ως πρόσφορη αιτία της ζημίας που επήλθε υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, κατά πόσο δηλαδή τα περιστατικά αυτά του πταίσματος επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, αντικειμενικά, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος, ενώ η κρίση για το αν πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη εκείνη αποτέλεσε την αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, καθόσον ανάγεται σε εκτίμηση πραγματικού υλικού, σύμφωνα με το άρθρ. 561 παρ.1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 80/2025, ΑΠ 457/2025, ΑΠ 1709/2024, ΑΠ 693/2024, ΑΠ 1032/2024, ΑΠ 224/2023, ΑΠ 1342/2023). Επίσης, οι έννοιες της υπαιτιότητας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και, επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς τη συνδρομή ή όχι υπαιτιότητας του ζημιώσαντος ή οικείου πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας. Εκφεύγει όμως του αναιρετικού ελέγχου η κρίση ως προς το βαθμό - τη βαρύτητα του πταίσματος και το ποσοστό, κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, διότι η κρίση αυτή σχηματίζεται από την κατ` άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων, χωρίς την υπαγωγή τους σε νομική έννοια (ΑΠ 80/2025, ΑΠ 457/2025, ΑΠ 1709/2024, ΑΠ 693/2024, ΑΠ 1032/2024, ΑΠ 1195/2023, ΑΠ 224/2023). Τα προαναφερόμενα έχουν εφαρμογή και στη περίπτωση του άρθρου 10 του ν. ΓπΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των αυτοκινήτων που συγκρούστηκαν, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ η οποία εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ζημίας, άρα και από αδικοπραξία κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ στις οποίες μπορεί να θεμελιωθεί και η ευθύνη για τη ζημία που προκαλείται κατά τη λειτουργία του αυτοκινήτου, κατ` άρθρ. 4 του ν. ΓπΝ/1911. Περαιτέρω, η παράβαση διατάξεων του Κ.Ο.Κ. δεν θεμελιώνει αυτή καθ`εαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του αποτελέσματος που επήλθε. Εξάλλου, κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του νόμου 2696/1999: "Αυτοί που χρησιμοποιούν τις οδούς πρέπει να αποφεύγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά που είναι ενδεχόμενο να εκθέσει σε κίνδυνο ή να παρεμβάλει εμπόδια στη κυκλοφορία, να εκθέσει σε κίνδυνο πρόσωπα ή ζώα ή να προκαλέσει ζημίες σε δημόσιες ή ιδιωτικές περιουσίες. Οι οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή... και να μην προκαλούν γενικά με τη συμπεριφορά τους τρόμο, ανησυχία ή παρενόχληση στους λοιπούς χρήστες των οδών...", ενώ στις διατάξεις του άρθρου 30 παρ. 1 του ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.) ορίζονται ότι: "Απαγορεύεται σε όλους να ανοίγουν ή να αφήνουν τις πόρτες του οχήματος ανοικτές ή να εισέρχονται/εξέρχονται αυτού, αν προηγουμένως δεν βεβαιωθούν ότι, εκ των ενεργειών τους, δεν προκαλείται κίνδυνος στους χρήστες της οδού ..". Ειδικότερα, η απαγόρευση από τη διάταξη του άρθρου 30 του Κ.Ο.Κ. (άνοιγμα των θυρών οχημάτων) εξηγείται για το λόγο ότι τέτοια ενέργεια, εφόσον γίνεται αιφνιδιαστικά και ανέλεγκτα, είναι επικίνδυνη. Ο κίνδυνος συνίσταται στο γεγονός ότι από μια τέτοια ενέργεια μπορεί να μειώνεται ο διαθέσιμος ελεύθερος χώρος για τη κυκλοφορία των λοιπών χρηστών της οδού. Οι τελευταίοι πριν το άνοιγμα της θύρας έχουν δεδομένο το διαθέσιμο ελεύθερο χώρο, ο οποίος όμως μειώνεται με το άνοιγμα της θύρας, το οποίο επιβάλλεται να γίνεται κατά τρόπο που να μη προκαλεί κίνδυνο στους χρήστες της οδού. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του αρθρ. 560 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 1/2016, Ολ.ΑΠ 2/2013). Με τον ως άνω λόγο αναίρεσης, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσία (Ολ.ΑΠ 2/2021, Ολ.ΑΠ 3/2020, ΑΠ 1709/2024). Τέλος, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, ιδρύεται όταν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, συνεπώς, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εάν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (Ολ.ΑΠ 1/2020, Ολ.ΑΠ 2/2019, ΑΠ 1100/2023). Αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις, στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ.ΑΠ 15/2006, ΑΠ 1209/2023). Δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα ή οι κρίσεις του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων, που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (Ολ.ΑΠ 2/2022, ΑΠ 457/2025, ΑΠ 1096/2021). Στην ερευνώμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από την με αριθ. ... (προσβαλλόμενη) απόφαση, το δικάσαν ως Εφετείο, Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ), ως αποδειχθέντα, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σχετικά με τις συνθήκες που έλαβε χώρα το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα: ''....... Την Παρασκευή, 19η Οκτωβρίου 2018 και περί την ώρα 18:30 μ.μ., εντός κατοικημένης περιοχής και δη, εντός του εμπορικού κέντρου της πόλεως της Θεσσαλονίκης, ο πρώτος εναγόμενος, γεννηθείς την 6η Δεκεμβρίου 1951 και δη, ηλικίας, κατά τον ως άνω χρόνο εξήκοντα επτά (67) ετών, κάτοχος της υπ' αριθμόν ... αδείας ικανότητος οδηγού, οδηγώντας το υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του - με επιβαίνουσα στην αριστερή οπίσθια θέση του οχήματος την σύζυγο του - και το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη, στη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, δυνάμει έγκυρης συμβάσεως ασφαλίσεως, με διάρκεια ισχύος αυτής από της 31ης Αυγούστου 2018 έως και την 30η Νοεμβρίου 2018, κινείτο αρχικά, με κατεύθυνση από νοτιοδυτικά προς βορειοανατολικά, επί της κατά μήκος ευθείας και υπό γωνία τεμνούσης οδού "..." - προσεγγίζοντας τον υφιστάμενο ισόπεδο οδικό κόμβο - διασταύρωση με την τεμνόμενη οδό "..." (άρθρο 2 § 1 Ν. 2696/1999 "Κύρωση του Κώδικα Οδικής κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ)"). Σημειωτέον δε, ότι η ως άνω οδός "..." καθ' όλο το μήκος της, που εκτείνεται βορειότερα μέχρι και τη συμβολή της με την οδό "...", αποτελεί μονόδρομο με ομόρροπη κίνηση των οχημάτων κατά την ίδια προαναφερόμενη κατεύθυνση από νοτιοδυτικά προς βορειοανατολικά. Επιπροσθέτως δε, η τέμνουσα οδός "...", ειδικά κατά τα όρια αυτής μεταξύ του νοτιοδυτικώς υφιστάμενου ισόπεδου οδικού κόμβου σχήματος "Τ", που σχηματίζεται στη συμβολή της με την τεμνόμενη ευθεία οριζόντια παραλιακή οδό "..." και του έτερου βορειοδυτικώς υφισταμένου ισόπεδου οδικού κόμβου (διασταυρώσεως), που σχηματίζεται επί της συμβολής της με την υπό γωνία τεμνόμενη ευθεία-οριζόντια οδό "...", διαθέτει τρεις (3) λωρίδες ομόρροπης οδικής κυκλοφορίας. Επί πλέον δε, καθημερινά, ως άλλωστε τούτο συνέβαινε και κατά τον προαναφερόμενο χρόνο (την 19η Οκτωβρίου 2018), ειδικά στο ενδιάμεσο τμήμα της οδού αυτής ("..."), μεταξύ των προαναφερομένων δύο ισόπεδων οδικών κόμβων (με την οδό "..." και με την οδό "...") υπάρχουν σταθερά σταθμευμένα οχήματα, εκατέρωθεν των πλευρών της οδού, που καταλαμβάνουν το οδόστρωμα, τόσο ειδικά επί της αριστερής πλευράς αυτού, όσον και επί της δεξιάς πλευράς μετά την υφιστάμενη λεωφορειολωρίδα κατά μήκος έως και τον προ του βορειοανατολικά ισόπεδου οδικού κόμβου δεξιά υφιστάμενο φωτεινό σηματοδότη, με βάση τον οποίον ρυθμίζεται η προτεραιότητα κινήσεως των οχημάτων (άρθρα 2§ 1, 6§ 1, 26§4 Ν. 2696/1999 "Κύρωση του Κώδικα Οδικής κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.)") και μάλιστα εν μέρει επί του ερείσματος της οδού εγγύς προς τα υφιστάμενα πεζοδρόμια και εν μέρει επί των δύο ακραίων λωρίδων οδικής κυκλοφορίας δεξιάς και αριστερής αντιστοίχως, με άμεση συνέπεια να μειώνεται σημαντικά το συνολικά ωφέλιμο πλάτος του οδοστρώματος επί των λωρίδων αυτών (αριστερής και δεξιάς). Περαιτέρω δε, αποδείχθηκε ότι εν όψει της ενεργοποιήσεως του προαναφερόμενου φωτεινού σηματοδότη με το έναυσμα του ερυθρού φωτός και αντιστοίχως με την ένδειξη υποχρεωτικής βραχείας ακινητοποιήσεως των οχημάτων, επί της τεμνούσης οδού "...", ο πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας το ως άνω όχημά του, αρχικά κινείτο εγγύτατα προς το αριστερό τμήμα του οδοστρώματος και σε μικρή απόσταση από τα σταθμευμένα οχήματα και εν συνεχεία, με την ενεργοποίηση του ερυθρού φωτεινού σηματοδότη ακινητοποίησε τούτο μεταξύ προπορευομένων και ακολουθούντων οχημάτων. Ταυτοχρόνως δε, εκμεταλλευόμενος την βραχύχρονη αναγκαία ακινητοποίηση (υποχρεωτική διακοπή πορείας και στάση) του οχήματός του, προ του φωτεινού σηματοδότη και εν όψει της ακινητοποιήσεως και των λοιπών οχημάτων επί του οδοστρώματος και την εγγύτητά του προς το ακραίο αριστερό τμήμα της οδού, επέτρεψε την αποβίβαση της επιβάτιδας - συζύγου του από την οπίσθια αριστερή θύρα του οχήματός του. Περαιτέρω δε, αποδείχθηκε ότι στον ως άνω τόπο και κατά τον ως άνω χρόνο ο ενάγων, γεννηθείς την 28η Νοεμβρίου 1948, ήτοι, ηλικίας κατά τον ως άνω χρόνο εβδομήκοντα (70) ετών περίπου, κάτοχος της υπ' αριθμόν ... αδείας ικανότητος οδηγού, φορώντας προστατευτικό κράνος (άρθρα 12§6 εδ. α' και 94§ 1 Ν. 2696/1999 "Κύρωση του Κώδικα Οδικής κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.)"), οδηγώντας την μεγάλου κυβισμού υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... δίκυκλη μοτοσικλέτα, τύπου "..., 800 κ.ε., ιδιοκτησίας του, με ημερομηνία μεταβιβάσεως σ' αυτόν την 23η Οκτωβρίου 2014 και η οποία (δίκυκλη μοτοσικλέτα) ήταν ασφαλισμένη για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, υπό την επωνυμία "...."- δυνάμει της υπ' αριθμόν ... έγκυρης συμβάσεως ασφαλίσεως, με διάρκεια ισχύος αυτής από της 20ης Νοεμβρίου 2017 έως και την 20" Νοεμβρίου 2018 (....), προσεγγίζοντας τον προαναφερόμενο ισόπεδο κόμβο, κινείτο επί της ιδίας ως άνω οδού "..." ομόρροπα, ακολουθώντας τα υπόλοιπα οχήματα μέχρι την ακινητοποίησή τους προ του προαναφερόμενου φωτεινού σηματοδότη. Εν τούτοις όμως, ο τελευταίος αντί να αναμείνει στην αρχική θέση του "εν στάσει" επί του οδοστρώματος την αλλαγή της ενδείξεως του φωτεινού σηματοδότη με το έναυσμα τον πράσινου φωτός και την εκ νέου εκκίνηση της κυκλοφορίας των οχημάτων επί της οδού αυτής και παρά το μεγάλο μέγεθος της δίκυκλης μοτοσικλέτας, τόσο κατά το μήκος, με την προέκταση και κατά το αναρτημένο επ' αυτής κιβώτιο-"βαλίτσα" αποσκευών, όσο και κατά το πλάτος, εν τούτοις όμως και χωρίς να συντρέχει οποιαδήποτε επείγουσα ανάγκη ή ανωτέρα βία,, επιχείρησε να προπορευθεί των λοιπών "κατά στοίχους" ακινητοποιημένων οχημάτων προκειμένου να προσεγγίσει τον ισόπεδο οδικό κόμβο, προκειμένου να προηγηθεί στη κίνηση του οχήματός του έναντι των υπόλοιπων οχημάτων κατά την αλλαγή της ένδειξης του φωτεινού σηματοδότη. Προς τούτο, ο ενάγων, παρά τους αντίθετους ουσία αβάσιμους ισχυρισμούς του, δεν είχε τεταμένη την προσοχή του, που όφειλε και ηδύνατο κατά τις περιστάσεις να καταβάλλει, κατά τη θέση και τη πορεία του οχήματός του επί της (τεμνούσης) οδού "...", δεν ήλεγχε πλήρως το όχημά του, τοιουτοτρόπως ώστε να δύναται ανά πάσα στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, αφ' ενός μεν, εκτίμησε εσφαλμένα τις επικρατούσες οδικές συνθήκες, αφ' ετέρου δε, εξ αιτίας της καθυστερημένης αντιλήψεως του, περί του ανακύψαντος κινδύνου, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12§ 1 εδ. α', β, 19§§1, 2 και 3 εδ. α', 20§1 Ν. 2696/1999 "Κύρωση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ)", δεν μείωσε και μάλιστα εγκαίρως και με ασφάλεια την ταχύτητα του οχήματός του (δίκυκλης μοτοσικλέτας), προκειμένου να ελέγχει πλήρως τούτο, κατά τρόπον ώστε να είναι σε θέση ακόμη και να διακόψει με ασφάλεια τη πορεία του, προ οποιουδήποτε πιθανού εμποδίου, που ήταν δυνατόν να προβλεφθεί στο ορατό από αυτόν εμπρόσθιο αλλά και στο πλάγιο αριστερό τμήμα της οδού, ειδικά δε, εν προκειμένω, κατά την έναρξη της κίνησης του οχήματός του και την επιδιωκόμενη σταδιακή προσέγγιση του υφισταμένου ισόπεδου οδικού κόμβου της τεμνούσης οδού "..." και της τεμνόμενης οδού "...". Επί πλέον δε, ο ενάγων, κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο, ουδόλως κατέστησε εγκαίρως γνωστή την πρόθεση του αυτή να κινηθεί προς τον ισόπεδο κόμβο, παρά την σταδιακή ακινητοποίηση όλων των λοιπών οχημάτων, προ του φωτεινού σηματοδότη και μάλιστα εκτός από τη χρήση των αριστερών φωτεινών δεικτών κατευθύνσεως (άρθρο 71§ 1 Ν. 2696/1999 "Κύρωση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.)") και με την ενεργοποίηση του ηχητικού προειδοποιητικού οργάνου του οχήματός του για την αποφυγή δυστυχήματος (άρθρο 37§ 1 περ. α, 81 §3 Ν. 2696/1999 "Κύρωση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.)") και τούτο ειδικά και μόνον επί έκτακτης ανάγκης την οποία όμως ουδόλως επικαλείται, ούτε όμως και ουσία βάσιμα αποδεικνύει. Εν τούτοις όμως, ο ενάγων αντί να παραμείνει "εν στάσει" εντός της λωρίδος κυκλοφορίας στην οποία αρχικά κινείτο αναμένοντας τη μεταβολή του φωτεινού σηματοδότη και την εκκίνηση της οδικής κυκλοφορίας των ακινητοποιημένων κατά στοίχους οχημάτων, επιχείρησε ανεπίτρεπτα ελιγμό (άρθρο 21§§1, 2εδ. Α, 3 Ν. 2696/1999 "Κύρωση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.)") προς την αριστερή πλευρά του οδοστρώματος και τούτο, προκειμένου να διέλθει κατά μήκος του εναπομένοντος ελευθέρου τμήματος του οδοστρώματος μεταξύ των σταθμευμένων στην αριστερή πλευρά οχημάτων και των δεξιά τούτων κατά στοίχους ακινητοποιημένων οχημάτων ενεργώντας ανεπίτρεπτα προσπέραση των οχημάτων αυτών (άρθρα 16§§1, 2, 3, 17§§1, 2εδ. α, 5 Ν. 2696/1999 "Κύρωση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.)"). Σημειωτέον δε, ότι κατά τον ελιγμό αυτόν προς τα αριστερά και τη προσπέραση των ως άνω οχημάτων εκκίνησε την διέλευση αυτή οδηγώντας την ως άνω υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... δίκυκλη μοτοσικλέτα της ιδιοκτησίας του χωρίς να υπολογίσει ορθά τόσο το πλάτος της τελευταίας, όσον και την κατά το πλάτος-επάρκεια ή μη του εναπομένοντος μεταξύ των οχημάτων αυτών (σταθμευμένων και ακινητοποιημένων) "ελεύθερου" ενδιαμέσου τμήματος του οδοστρώματος και σε όλο το μήκος του από το σημείο της αρχικής θέσης του οχήματόςη του έως και τον ισόπεδο κόμβο ή την τυχόν υφιστάμενη προ αυτού (του ισόπεδου οδικού κόμβου) διάβαση πεζών (άρθρα 2§1, 5§4, 12§1, 17§§1, 3, 39§ 1 περ. α, β Ν. 2696/1999 "Κύρωση του Κώδικα Οδικής κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.)"). Πλην όμως, λόγω και του μεταβαλλόμενου-περιορισμένου πλάτους του τμήματος αυτού του οδοστρώματος ήταν πρακτικά ανέφικτη η τήρηση της απαιτούμενης κατά το δυνατόν επαρκούς απόστασης ασφαλείας-πλαγίως τόσο σε σχέση προς τα αριστερά σταθμευμένα, όσο και σε σχέση προς τα δεξιά αυτών ακινητοποιημένα οχήματα, κατά τρόπον ώστε να καταστεί εφικτό ο ενάγων να αποφύγει ακόμη και την συνήθη και προβλεπτή και σε κάθε περίπτωση αναμενομένη και όχι αιφνίδια, ως ουσία αβάσιμα ισχυρίζεται αυτός (ο ενάγων), τυχαία αποβίβαση επιβατών, από τα ήδη ακινητοποιημένα οχήματα, ειδικά δε από το υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε, αυτοκίνητο που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος. Κατά την ως άνω συνεχόμενη ανεπίτρεπτη διέλευση του οχήματος του ενάγοντος, με προσπέραση των οχημάτων (σταθμευμένων και κατά στοίχους ακινητοποιημένων) και ανεξαρτήτως του γεγονότος της ενεργοποιήσεως ή μη υπ' αυτού των αριστερών φωτεινών δεικτών κατευθύνσεως (άρθρα 2§ 1 και 71 §1 Ν. 2696/1999 "Κύρωση του Κώδικα Οδικής κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.)"), όταν ήδη αυτός (ο ενάγων) είχε προσεγγίσει το όχημα του πρώτου εναγόμενου, η επιβάτης του οχήματος αυτού, προκειμένου να αποβιβασθεί από αυτό, άνοιξε την οπίσθια αριστερή θύρα του (του οχήματος αυτού). Αποτέλεσμα τούτων, ειδικά δε, τόσον της ως άνω αντικειμενικά μη αναμενόμενης για κάθε οδηγό οχήματος ακινητοποιημένου προ φωτεινού σηματοδότη ενέργειας του ενάγοντος-οδηγού της υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... δίκυκλης μοτοσικλέτας, όσο και της ανεπίτρεπτης κίνησης του οχήματος αυτού εγγύτατα πλαγίως τόσον προς τα σταθμευμένα, όσον και προς τα ακινητοποιημένα οχήματα, της μη τήρησης της απόστασης ασφαλείας εκατέρωθεν πλαγίως σε σχέση προς αυτά, ήταν, διαρκούντος του ελιγμού προς τα αριστερά, της προσπέρασης και της διέλευσης του μεταξύ των προαναφερόμενων οχημάτων να προσκρούσει, με το πλάγιο δεξιό τμήμα της δίκυκλης μοτοσικλέτας του, επί της ήδη ανοικτής οπίσθιας αριστερής θύρας του οχήματος του πρώτου εναγόμενου. Αμέσως μετά τη πρόσκρουση: I) αφ' ενός μεν, η δίκυκλη μοτοσικλέτα του ενάγοντος κατέπεσε επί της δεξιάς πλευράς και οπίσθιας δεξιάς γωνίας του πλαγίως αριστερά αυτής σταθμευμένου υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας του Δ. Ζ. του Ν., κατοίκου ... Θεσσαλονίκης και το οποίο σταθμευμένο όχημα ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη, στην ασφαλιστική εταιρία, υπό την επωνυμία "Ευρωπαϊκή Πίστη Α.Ε.Γ.Α." δυνάμει έγκυρης σύμβασης ασφάλισης, με διάρκεια ισχύος αυτής από της 28 Αυγούστου 2018 έως και την 28 Φεβρουάριου 2019 (...), II) αφ' ετέρου δε, ο ενάγων να επιπέσει αριστερά στο οδόστρωμα (...). Συνεπεία του ως άνω ζημιογόνου γεγονότος, κατά πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια προς αυτό, προκλήθηκαν φθορές στη δίκυκλη μοτοσικλέτα του ενάγοντος και ο τελευταίος υπέστη εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη και δη: "φλεγμονή περιοστέου της δεξιάς (ΔΕ) κνήμης" (..). Υπό τα περιστατικά αυτά, τόσον η πρόκληση του επίδικου αυτοκινητικού ατυχήματος, ως αυτοτελούς ζημιογόνου γεγονότος, όσον και η, κατ' είδος και έκταση, πρόκληση του ζημιογόνου αποτελέσματος και δη, της σωματικής βλάβης του ενάγοντος και των φθορών επί της υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... δίκυκλης μοτοσικλέτας, ιδιοκτησίας του τελευταίου, οφείλονται κατά πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια στην αποκλειστική υπαιτιότητα (αμέλεια) του τελευταίου (άρθρα 300 εδ. α', β' ΑΚ, 2§1, 5§4, 6§1, 12§1 εδ. α, β', 19§§ 1, 2 και 3 εδ. α, 16§§1, 2, 3, 17§§1, 2εδ. α, 5, 21§§1, 2εδ.α', 3, 26§4, 37§ 1 περ. α', 71 §1 και 81§3Ν. 2696/1999 "Κύρωση του Κώδικα Οδικής κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.)"), τούτο δε, διότι, κρίνεται ότι το ζημιογόνο γεγονός, θα αποφευγόταν: Α) εφ' όσον, ο ενάγων: I) αφ' ενός μεν, οδηγούσε την υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... δίκυκλη μοτοσικλέτα ιδιοκτησίας του και χωρίς να εκθέσει τους υπόλοιπους χρήστες της οδού/οδηγούς και πεζούς σε κίνδυνο, αρχικά τηρώντας το αναγκαίο και επιβαλλόμενο μέτρο επιμελείας και κατά τούτο τον πρωτεύοντα κανόνα της επιβαλλομένης οδικής συμπεριφοράς συνιστάμενο στην υποχρέωση βραχύχρονης ακινητοποιήσεως του οχήματός του με βάση και την ένδειξη του φωτεινού σηματοδότη, δια του οποίου καθορίζεται η προτεραιότητα της εναλλασσόμενης κίνησης των οχημάτων μέσου του ισόπεδου οδικού κόμβου (διασταυρώσεως), τόσον στην τέμνουσα οδό "...", όσον και στη τεμνόμενη οδό "...", παραμένοντας πάντοτε εντός των ορίων της λωρίδος κυκλοφορίας, που ήδη ευρίσκετο έως και τη μεταβολή του φωτεινού σηματοδότη από την ερυθρή φωτεινή ένδειξη "ακινητοποιήσεως/στάσεως", στη πράσινη φωτεινή ένδειξη "κινήσεως" και την σταδιακή ομόρροττη εκκίνηση της οδικής κυκλοφορίας όλων των κατά στοίχους ακινητοποιημένων οχημάτων επί της τεμνούσης οδού μέχρι και την είσοδό τους στον ισόπεδο κόμβο και την εξακολούθηση της πορείας του οχήματος του: α) είτε ανατολικά- στην τεμνόμενη οδό "...", β) είτε, μετά τον ισόπεδο κόμβο (διασταύρωση) με την ίδια αρχική κατεύθυνση προς βορειοανατολικά κατά μήκος της τεμνούσης οδού "..." έως και την επόμενη υπό γωνία τεμνόμενη οδό "..." η οποία μάλιστα είναι παράλληλη προς την προηγούμενη τεμνόμενη οδό "...". II) αφ' ετέρου δε, δεν εξέθετε τόσο τους τρίτους, όσο και εαυτόν σε κίνδυνο ("αυτοδιακινδυνεύοντας"), αλλά αντιθέτως τηρώντας το αναγκαίο και επιβαλλόμενο μέτρο επιμέλειας, ήλεγχε πλήρως το όχημά του και υπό την προϋπόθεση κατ' εξαίρεση της συνδρομής είτε έκτακτης ανάγκης ή κινδύνου, είτε ανωτέρας βίας στοιχείο άλλωστε το οποίο ο ενάγων ουδόλως επικαλείται, ούτε όμως και ουσία βάσιμα αποδεικνύει, επιχειρούσε ελιγμό προς τα αριστερά και με μικρή ταχύτητα προσεγγίζουσα κατά το δυνατόν την "ταχύτητα βαδίσματος" ελεγχόμενη διέλευση κατά μήκος του εναπομένοντος ελευθέρου τμήματος του οδοστρώματος μέχρι και του υφιστάμενου οδικού κόμβου, με προσπέραση τόσο των αριστερά του οχήματός του σταθμευμένων, όσο και των δεξιά αυτού ακινητοποιημένων προ του φωτεινού σηματοδότη οχημάτων, με παράλληλη επαναλαμβανόμενη χρονικά στιγμιαία χρήση του ηχητικού οργάνου του οχήματός του και κατά το αντικειμενικά αναγκαίο μέτρο, για τη προειδοποίηση και την αποτροπή του αιφνιδιασμού των οδηγών των ακινητοποιημένων οχημάτων για τη διέλευσή του με την προαναφερόμενη δίκυκλη μοτοσικλέτα του και μάλιστα εγγύτατα προς τα οχήματά τους, προς αποφυγή τόσον της πρόσκρουσης πλαγίως δεξιά προς τα σταθερά σημεία της εξωτερικής επιφάνειας των ακινητοποιημένων οχημάτων, αλλά και των αριστερά σταθμευμένων (οχημάτων), όσο και επί ενδεχόμενης αποβίβασης επιβατών από αυτά, της παράσυρσης και τραυματισμού αυτών ή τυχόν πεζών κινούμενων επί του οδοστρώματος. Τα προαναφερόμενα επιρρωνύονται και εκ της επισκοπήσεως του περιεχομένου του δελτίου στοιχείων ζημιών, της Ενώσεως Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος (Ε.Α.Ε.Ε.), που νομίμως μετ' επικλήσεως προσκομίζουν οι εναγόμενοι και στο οποίο καταγράφονται υπό την μορφή πίνακος, τα στοιχεία των επισυμβάντων τροχαίων ατυχημάτων, με αναφερόμενο τον ενάγοντα ως υπαίτιο οδηγό της ιδίας ως άνω υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... δίκυκλης μοτοσικλέτας της ιδιοκτησίας του, με αντίστοιχη αναφορά της "δηλώσεως υπαιτιότητος" του στοιχείο συναρτώμενο άμεσα τόσον προς την ηλικία του και την συνεπαγόμενη σημαντικά μειωμένη δυνατότητα αντιδράσεώς του προς αποφυγή οδικών ατυχημάτων, όσο προς την εν γένει αμελή και κατά τούτο επικίνδυνη συμπεριφορά του ως οδηγού. Συγκεκριμένα προκύπτει σαφώς η συχνή εμπλοκή/συμμετοχή του νυν ενάγοντος σε τροχαία οδικά ατυχήματα, κατά τη διάρκεια τεσσάρων (4) ετών και δη, των ετών 2014-2018, με ειδική αναφορά των αντιστοίχων ημεροχρονολογιών των ατυχημάτων αυτών: α) την 24η Οκτωβρίου 2014 και δη, την επομένη ημέρα της μεταβιβάσεως σ' αυτόν της ως άνω δίκυκλης μοτοσικλέτας, β) την 2α Μαρτίου 2016, γ) την 4η Ιουλίου 2018 και δ) την 19η Οκτωβρίου 2018 ήτοι, στο ένδικο ζημιογόνο γεγονός. Αντιθέτως δε, ουδόλως αποδείχθηκε ότι τόσο η πρόκληση του επιδίκου αυτοκινητικού ατυχήματος, ως αυτοτελούς ζημιογόνου γεγονότος, όσο και η, κατ' είδος και έκταση, πρόκληση του ζημιογόνου αποτελέσματος και δη, της εντελώς ελαφράς σωματικής βλάβης του ενάγοντος και των φθορών επί της υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... δίκυκλης μοτοσικλέτας ιδιοκτησίας του τελευταίου οφείλονται κατά πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια στην υπαιτιότητα και δη, στην αμέλεια (αποκλειστική υπαιτιότητα ή συντρέχον πταίσμα) (άρθρα 300 εδ. α', β' και 330ΑΚ) του πρώτου εναγομένου οδηγού του υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου. Τούτο δε, διότι παρά την ειδική υποχρέωση των οδηγών-και εν προκειμένω του νυν πρώτου εναγομένου τηρήσεως του κανόνος και επιδείξεως της αντίστοιχης επιμελούς συμπεριφοράς, που επιβάλλεται κατά την διάταξη του άρθρου 30§ 1 Ν. 2696/1999 "Κύρωση του Κώδικα Οδικής κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.)", πλην όμως, ως προαναφέρθηκε, τούτο συναρτάται πάντοτε με τις επικρατούσες οδικές συνθήκες. Ειδικά δε, εν προκειμένω, η ενέργεια του τελευταίου να επιτρέψει την αποβίβαση από την ακραία αριστερή πλευρά του οδοστρώματος της επιβάτιδος-συζύγου του από το υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητό του καθό χρονικό διάστημα όσον τούτο, όσον και όλα τα υπόλοιπα οχήματα υποχρεωτικά ήταν ακινητοποιημένα προ του φωτεινού σηματοδότη, αντικειμενικά ουδόλως συνάπτεται αιτιωδώς προς το ζημιογόνο γεγονός. Τούτο δε, διότι η επιβαλλόμενη κατά την αρχή της συνετής οδηγήσεως και κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας υποχρέωση όλων των οδηγών μεταξύ αυτών του ενάγοντος και του πρώτου εναγομένου, ήταν η αναγκαστική ακινητοποίηση των οχημάτων τους προ του ρυθμιστικού της οδικής κυκλοφορίας φωτεινού σηματοδότη και πάντοτε εντός των ορίων της λωρίδος οδικής κυκλοφορίας των οχημάτων τους. Αντιθέτως, ο ενάγων, ως προαναφέρθηκε ευθέως παραβίασε την υποχρέωση του αυτή, ενεργώντας ούτως, ως μη συνετός οδηγός η δε προπεριγραφείσα συμπεριφορά του ως αντικειμενικά και συγκεκριμένα (και όχι απλώς αφηρημένα) επικίνδυνη για την οδική κυκλοφορία αιτιωδώς πρόσφορα προκάλεσε το ζημιογόνο γεγονός, το οποίο ουδέποτε θα επισυνέβαινε εάν ο τελευταίος τηρούσε την βασική υποχρέωση ακινητοποιήσεως της υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... δίκυκλης μοτοσικλέτας, ιδιοκτησίας του, εντός των ορίων της λωρίδος οδικής κυκλοφορίας, στην οποία αρχικώς κινείτο και δεν επιχειρούσε να διέλθει από τμήμα του οδοστρώματος ανεπαρκούς πλάτους και χωρίς μάλιστα να προειδοποιήσει προηγουμένως τους λοιπούς χρήστες της οδού, μεταξύ αυτών και στον νυν πρώτο εναγόμενο καθ' όλη την διάρκεια της διελεύσεως του τοιουτοτρόπως ώστε να καταστήσει εμφανή και σαφή την κίνηση, την διαρκώς μεταβαλλόμενη θέση και τη κατεύθυνση του οχήματός του επί της οδού και κατά τούτο χωρίς να αιφνιδιάζει τους λοιπούς χρήστες της οδού.....''. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το, ως Εφετείο δικάσαν, δικαστήριο, έκρινε ότι αποκλειστικά υπαίτιος του ένδικου αυτοκινητικού ατυχήματος υπήρξε ο ενάγων οδηγός της με αριθ. κυκλοφορίας ... δίκυκλης μοτοσικλέτας και αφού δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσία την, από 2-3-2021 (αριθ. έκθ. κατάθ. 8061/3...), έφεση αυτού, εξαφάνισε την με αριθ. ...απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, που είχε κρίνει αντίθετα και ειδικότερα είχε δεχθεί ότι στη πρόκληση του εν λόγω ατυχήματος συνυπαίτιοι τυγχάνουν τόσο ο ενάγων οδηγός της ως άνω δίκυκλης μοτοσικλέτας κατά ποσοστό 80%, όσο και ο πρώτος εναγόμενος οδηγός του ασφαλισμένου στη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία με αριθ. κυκλοφορίας ... ιδιωτικής χρήσης επιβατηγού αυτοκινήτου, κατά ποσοστό 20%, κράτησε και δίκασε κατ' ουσία την, από 15-7-2020 (αριθ. έκθ. κατάθ. ...), αγωγή του [εκ παραδρομής αναγράφεται στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης η ομοίου περιεχομένου από 10-1-2019 (αριθ. έκθ. κατάθ. ...) αγωγή, από το δικόγραφο της οποίας είχε νομότυπα παραιτηθεί ο ενάγων) και απέρριψε κατ' ουσία την ως άνω αγωγή. Κρίνοντας έτσι όμως, το ως Εφετείο δικάσαν δικαστήριο, παραβίασε ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 300, 330 εδ. β', 914 του ΑΚ και 30 παρ. 1 του ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ) ως προς τα ουσιώδη ζητήματα των περιστάσεων και των ειδικότερων συνθηκών της σύγκρουσης, ενώ διέλαβε στη προσβαλλόμενη απόφαση, ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες σε σχέση με την αποκλειστική, όπως έκρινε, υπαιτιότητα του οδηγού της με αριθ. κυκλοφορίας ... δίκυκλης μοτοσικλέτας του ενάγοντος-αναιρεσείοντος και την έλλειψη συντρέχουσας αμέλειας (συνυπαιτιότητας) του οδηγού του με αριθ. κυκλοφορίας ... ιδιωτικής χρήσης επιβατηγού αυτοκινήτου-πρώτου αναιρεσίβλητου, σε τρόπο ώστε να μη μπορεί να ελεγχθεί αν ορθά εφαρμόσθηκαν οι ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις. Ειδικότερα, διέλαβε ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς τις συνθήκες της σύγκρουσης της δίκυκλης μοτοσικλέτας που οδηγούσε ο ενάγων, με την ανοιγμένη οπίσθια αριστερή θύρα του προαναφερόμενου σταματημένου αυτοκινήτου και την εν συνεχεία πρόσκρουση αυτής (θύρας) στη δεξιά πλευρά της μοτοσικλέτας και τη πτώση αυτής στη δεξιά πλευρά του σταθμευμένου με αριθ. κυκλοφορίας ... ιδιωτικής χρήσης επιβατηγού αυτοκινήτου και τη πτώση του ενάγοντος στο οδόστρωμα και συγκεκριμένα στα θέματα της (συν)υπαιτιότητας του οδηγού του σταματημένου με αριθ. κυκλοφορίας ... ιδιωτικής χρήσης επιβατηγού αυτοκινήτου και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του τελευταίου (πρώτου εναγόμενου και ήδη πρώτου αναιρεσίβλητου) και του επελθόντος ζημιογόνου αποτελέσματος, με συνέπεια να μην καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος. Πιο συγκεκριμένα, στη προσβαλλόμενη απόφαση δεν διευκρινίζεται, όπως θα έπρεπε: α) Ποίο ήταν ακριβώς το πλάτος του σταματημένου επί της οδού ..., με κατεύθυνση την οδό Λεωφόρο Νίκης, ... ιδιωτικής χρήσης επιβατηγού αυτοκινήτου, όπως και ποίο ήταν το πλάτος του οδοστρώματος της οδού ..., το οποίο εκείνο (επιβατηγό αυτοκίνητο) καταλάμβανε και ποια η απόσταση αυτού από το σταθμευμένο αριστερά του με αριθ. κυκλοφορίας ... ιδιωτικής χρήσης επιβατηγό αυτοκίνητο, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν το ελεύθερο μέρος του οδοστρώματος στο ίδιο παραπάνω ρεύμα κυκλοφορίας, κατά το χρόνο του επισυμβάντος ατυχήματος, ήταν επαρκές ή όχι για την ασφαλή κυκλοφορία της δίκυκλης μοτοσικλέτας, της οποίας μάλιστα δεν έχει προσδιορισθεί το πλάτος και β) Ποίο ήταν ακριβώς το πλάτος που καταλάμβανε η ανοιγείσα πίσω αριστερή θύρα του σταματημένου με αριθ. κυκλοφορίας ... επιβατηγού αυτοκινήτου και αν με το άνοιγμα αυτής υπήρχε και ποσό ελεύθερο μέρος του οδοστρώματος της οδού ..., προκειμένου να διερευνηθεί αν το ελεύθερο αυτό μέρος του οδοστρώματος, μεταξύ των δύο παραπάνω οχημάτων (σταθμευμένου και σταματημένου), ήταν επαρκές ή όχι για την ασφαλή κυκλοφορία της διερχόμενης δίκυκλης μοτοσικλέτας. Τα αμέσως προηγούμενα στοιχεία ήταν αναγκαία για την έρευνα: 1) της (συν)υπαιτιότητας του οδηγού του σταματημένου με αριθ. κυκλοφορίας ... ιδιωτικής χρήσης επιβατηγού αυτοκινήτου, το οποίο ήταν ασφαλισμένο στη δεύτερη αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "...", στη θέση της οποίας υπεισήλθε στη παρούσα δίκη, όπως προαναφέρθηκε, η ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "...." και 2) της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των αποδιδόμενων στον οδηγό της δίκυκλης μοτοσικλέτας (ενάγοντος) παραβάσεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και του επισυμβάντος τροχαίου ατυχήματος. Επομένως, ο τέταρτος και πέμπτος αναιρετικοί λόγοι, οι οποίοι επιτρεπτά ερευνώνται αρχικά, εφόσον ο Άρειος Πάγος δεν δεσμεύεται από τη σειρά των αναιρετικών λόγων, που καθορίζουν οι διάδικοι (ΑΠ 175/2025, ΑΠ 1712/2024, ΑΠ 1230/2023), με τους οποίους προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, με τις ως άνω παραδοχές του, όσον αφορά τα προαναφερόμενα με αριθμούς 1 και 2 ουσιώδη ζητήματα, υπέπεσε στη πλημμέλεια του άρθρου 560 αριθ. 1α'και 6 του ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών (πρώτου, δεύτερου και τρίτου) αναιρετικών λόγων, καθόσον η αναιρετική εμβέλεια των ως άνω (αναιρετικών) λόγων που έγιναν δεκτοί, καθιστά αλυσιτελή την εξέτασή τους, αφού η παραδοχή τους οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή στην αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατ`ακολουθία των παραπάνω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παραδοχή των ως άνω λόγων της αίτησης αναίρεσης, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου είναι δυνατή από άλλο Δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρ. 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ), να διαταχθεί η επιστροφή στον αναιρεσείοντα του κατατεθέντος από αυτόν, για την άσκηση της αναίρεσης, παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει) και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά του, όπως υποβλήθηκε με το αναιρετήριο [δεν κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 180, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ)], όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθ. ... τελεσίδικη απόφαση του δικάσαντος ως Εφετείου, Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών).
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλον Δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως. Διατάσσει την επιστροφή στον αναιρεσείοντα του παραβόλου που κατατέθηκε από αυτόν για την άσκηση της αναίρεσης.
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Μαΐου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Μαΐου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ