
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 1057 / 2024    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 1057/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Γεώργιο Παπαγεωργίου και Αικατερίνη Χονδρορίζου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Απριλίου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Όλγας Σμυρλή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ε. Κ., για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Γ. Τ. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Ζαβιτσάνου, για αναίρεση της υπ'αριθμ.65/2024 αποφάσεως του Β' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Β' Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Φεβρουαρίου 2024 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 151/2024.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη ως προς την περί ενοχής διάταξή της για την πράξη της μη καταβολής προς το Δημόσιο του χρέους προστιθέμενης αξίας, συνολικού ύψους άνω των 50.000 ευρώ και ως προς την περί ενοχής διάταξη για την ως άνω πράξη, που αφορά έσοδα λοιπών περιπτώσεων υπέρ τρίτων, αμοιβές από επιχειρ. δραστηριότητες Ν.4172/13, προσωρ.φόρου μισθωτών υπηρεσιών Ν.4172/13 και εισφορές και τέλος επιτηδεύματος ν.3986/2011, των οποίων το συνολικό ύψος του ποσού αυτών των εσόδων, υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ και ως προς την περί επιβολής ποινής διάταξή της. 2)Να κηρυχθεί αθώος ο αναιρεσείων για το ως άνω αναιρούμενο μέρος, 3)Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από αυτούς, που δίκασαν προηγουμένως και να απορριφθεί κατά λοιπά και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 12/2024 από 2-2-2024 αίτηση του Γ. Τ. του Ι., κατοίκου ..., οδός ..., για αναίρεση της με αριθμό 65/2024 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, και καταδίκασε αυτόν (αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο) για την πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (άρθρ.25 παρ.1β' ν.1882/1990, όπως ισχύει) και ακολούθως του επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, η εκτέλεσης της οποίας ανεστάλη επί χρονικό διάστημα τριών ετών, ασκήθηκε νομότυπα, για λογαριασμό του κατηγορουμένου με δήλωση της συνηγόρου του Αλεξάνδρας Ζαβιτσάνου, ως παραστάσα συνήγορο υπεράσπισής του στη συζήτηση της υπόθεσης στο ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στις 2-2-2024 στη γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση συνταχθείσης συναφώς της με αριθμό 12/2024 έκθεσης αναίρεσης, εμπρόθεσμα εντός της προβλεπόμενης εικοσαήμερης προθεσμίας του άρθρου 473 παρ.2 και 3 Κ.Ποιν.Δ., δεδομένου ότι η ως άνω απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη, στις 25-1-2024, στο, κατ' άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠΔ, ειδικό βιβλίο, και παραδεκτά αφού ασκήθηκε από πρόσωπο που είχε το σχετικό έννομο συμφέρον, κατά απόφασης υποκείμενης στο συγκεκριμένο ένδικο (άρθρα 462, 464, 466 παρ.2 εδ.α', 473 παρ.2, 3, 504 παρ.1 και 505 παρ.1 περ.α' του Κ.Ποιν.Δ.). Η κρινόμενη αίτηση είναι επί πλέον παραδεκτή, αφού περιέχει σαφείς και ορισμένους λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ (της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης). Επομένως, η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τα άρθρα 18 παρ. 2 και 28 παρ. 2 - 4 του Ν. 2948/2001, 34 του Ν. 3016/2002, 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011, 20 του Ν. 4321/2015 και 8 του Ν. 4337/2015, "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων ...". Κατά τη σαφή διατύπωση του ανωτέρω άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, για κάθε πίνακα χρεών, ο οποίος υποβάλλεται στον εισαγγελέα με την αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη, που περιλαμβάνει, ως μία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο είναι δυνατόν να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς διάκριση πλέον και επιρροή, ανάλογα με το ύψος και την προέλευση του κάθε επιμέρους χρέους του πίνακα. Δεν πρόκειται, δηλαδή, λόγω της μη καταβολής καθενός χρέους του πίνακα, για κατ' εξακολούθηση έγκλημα, ήτοι για περισσότερες πράξεις τελεσθείσες με ενότητα δόλου, αλλά ο νόμος κυριαρχικά θεωρεί πλέον, ότι τα μη καταβληθέντα και περιεχόμενα σε κάθε πίνακα χρέη συνιστούν ένα και μόνο έγκλημα, της μη καταβολής του αθροίσματος των χρεών του πίνακα και μάλιστα με χρόνο τέλεσης τη συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο ταμειακής βεβαίωσης αυτών. Με τη ρύθμιση αυτή, η καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το Δημόσιο αποκτά τη μορφή ενός εν δυνάμει ιδιότυπου αθροιστικού εγκλήματος, αφού θεμελιώνεται πλέον ποινική ευθύνη στην περίπτωση κατά την οποία το μη καταβληθέν ποσό ξεπερνά το ελάχιστο όριο, ήδη το χρηματικό ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €) ή μετά από επανειλημμένη μη καταβολή χρεών συνολικού ποσού ανωτέρου των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000,00 €), χωρίς, όμως, τη συνδρομή του στοιχείου της καθ' έξη ή κατ' επάγγελμα τέλεσης στη νομοτυπική μορφή, που χαρακτηρίζει τα αθροιστικά εγκλήματα, γι' αυτό και γίνεται λόγος για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα (Α.Π. 721/2023, Α.Π. 1579/2022, Α.Π. 1012/2021, Α.Π. 181/2021, Α.Π. 818/2020). Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται: 1) ότι, αφού πρόκειται για έγκλημα που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ως χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από τον χρόνο ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του συνοδεύοντος την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου πίνακα χρεών, ο χρόνος δε αυτός καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπόλοιπων, εχόντων προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις, χρεών, τα οποία, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος, και 2) ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος είναι: α) η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από τον χρόνο που έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις, κατά τον χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών, να υπερβαίνει το οριζόμενο από τον νόμο χρηματικό ποσό με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις που προαναφέρθηκαν, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος (πρόθεση) με την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 του Π.Κ., ο οποίος πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφού δεν καθορίζεται στην οικεία διάταξη άλλη μορφή υπαιτιότητας (άμεσος ή υπερχειλής δόλος). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 23 του Ν.2523/1997 (Φ.Ε.Κ. 179/11-9-1997, τεύχος πρώτο), "2. Στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών, οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται και προκειμένου: α) Για ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες στους Προέδρους των Δ.Σ., διευθύνοντες ή εντεταλμένους συμβούλους (...) β) Για εταιρίες ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες, στους ομόρρυθμους εταίρους και στους διαχειριστές τους. (...). Για τα χρέη που ήταν ληξιπρόθεσμα κατά την απόκτηση της ιδιότητας αυτής από τους ανωτέρω, η ποινική δίωξη ασκείται μετά τρεις (3) μήνες από την απόκτησή της. Για τα πρόσωπα, που δεν υπείχαν ποινική ευθύνη κατά τις διατάξεις του άρθρου που αντικαθίσταται, όσον αφορά τα ήδη ληξιπρόθεσμα χρέη κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, το ποινικό αδίκημα διαπράττεται μόλις συμπληρωθούν τέσσερις (4) μήνες από την έναρξη της ισχύος του.". Με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 2 και 3 του Ν.1882/1990 προσδιορίζονται τα φυσικά πρόσωπα των ανωνύμων και λοιπών εμπορικών εταιρειών, συνεταιρισμών, κοινοπραξιών, κοινωνιών, αστικών εταιρειών, συμμετοχικών ή αφανών εταιρειών που ασκούν επιχείρηση, αλλοδαπών επιχειρήσεων γενικά, κάθε είδους αλλοδαπών οργανισμών, καθώς και των άλλων νομικών προσώπων και οντοτήτων, τα οποία υπέχουν ευθύνη για την καταβολή των χρεών προς το Δημόσιο, που ήταν βεβαιωμένα ή γεννήθηκαν ή κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά τον χρόνο που είχαν την ιδιότητα που αναφέρεται στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 του Ν. 1882/1990, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το κοινωνικό πρόβλημα της φορο-υπερημερίας, που δημιουργείται από τις αλλεπάλληλες μεταβολές, που υφίστανται τα νομικά πρόσωπα στην εκπροσώπηση, διοίκηση ή διαχείριση των υποθέσεών τους, με συνέπεια να επιβάλλεται, σε κάθε περίπτωση, να προσδιορίζεται η κατά τα άνω ιδιότητα του υπόχρεου για την καταβολή των χρεών και υπέχοντος προς τούτο ποινική ευθύνη (Α.Π. 565/2022, Α.Π. 190/2021). Τέλος, με το άρθρο 469 του ισχύοντος από 1-7-2019 Ποινικού Κώδικα, ορίζεται ότι "Μετά το εδάφιο β' της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 προστίθεται εδάφιο γ' ως εξής: "Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις, καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις". Με τη διάταξη αυτή του νέου Ποινικού Κώδικα ρυθμίζεται, με τον αναφερόμενο σ' αυτή τρόπο, το προβλεπόμενο από το άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη φορολογική διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού ρητά ορίζεται ότι στις (νέες) αιτήσεις και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών, κατά το άρθρο αυτό, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου οι οφειλές που αφορούν: α) χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση (αμιγώς) χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτές προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις και β) χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Ν. 4174/2013 (ΚΦΔ), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις. Για την ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω δεύτερης περίπτωσης περί του ποια χρέη δεν πρέπει να περιλαμβάνονται στον πίνακα χρεών γιατί τυποποιούνται στο άρθρο 66 του ΚΦΔ, σημειώνεται ότι όλες οι φορολογικές παραβάσεις δεν στοιχειοθετούν ποινικά αδικήματα ανεξαρτήτως ποσού ή χρονικού διαστήματος , αλλά τυποποιούνται ως εγκλήματα σε συνάρτηση με την υπέρβαση συγκεκριμένου ποσού, ανά είδος φόρου και ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος. Εξάλλου, από τη χρήση της λέξης "προκειμένου" στο κείμενο της ανωτέρω διάταξης του άρθρο 66 του ήδη ισχύοντος Ν. 4987/2022, παρόμοιες δε ήταν και οι ρυθμίσεις του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013, που έχουν καταργηθεί με το άρθρο 71 παρ. 4 του Ν. 4987/2022, συνάγεται ότι στις περιπτώσεις αυτές διαπλάθεται έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης (έγκλημα σκοπού) και ο φορολογούμενος πρέπει να ενεργεί με υπερχειλή δόλο (άρθρο 27 παρ. 2 εδ. β' του Π.Κ.), συγκεκριμένα δε θα πρέπει να αποκρύπτει και να μη δηλώνει στην αρμόδια φορολογική αρχή καθαρά φορολογητέα εισοδήματα, γνωρίζοντας και επιδιώκοντας να αποφύγει την πληρωμή του φόρου που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα. Αν δεν υπάρχει ο ανωτέρω εγκληματικός σκοπός στο πρόσωπο του φορολογουμένου, δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα του άρθρου 66 του ανωτέρω νόμου (Α.Π. 983/2021, Α.Π. 1015/2019). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 55Α παρ. 1 του ισχύοντος από 4-11-2022 Ν. 4987/2022, που ορίζει ότι: "Εάν, με βάση την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή την πράξη επιβολής προστίμου, συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 66, υποβάλλεται μηνυτήρια αναφορά από τον Διοικητή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 68. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως.", σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 68 παρ. 1 του ίδιου νόμου, που ορίζει ότι: "1. Εάν συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος του Κώδικα υποβάλλεται αμελλητί μηνυτήρια αναφορά από τον Διοικητή ή από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης ή από τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας της Ελληνικής Αστυνομίας. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως." (παρόμοιες ήταν και οι διατάξεις των άρθρων 55Α παρ. 1 και 68 παρ. 1 του Ν. 4174/2013 που καταργήθηκαν με το άρθρο 71 παρ. 4 του Ν. 4987/2022), σαφώς συνάγεται ότι η κίνηση της ποινικής δίωξης, στις περιπτώσεις των εγκλημάτων της φοροδιαφυγής, τόσο υπό το ισχύον νομικό καθεστώς όσο και υπό την ισχύ του Ν. 4174/2013 και του Ν. 2523/1997 (άρθρο 21), προϋποθέτει την πλήρωση των εξής όρων: α) τη διενέργεια ελέγχου από τη φορολογική αρχή, β) την έκδοση διοικητικής καταλογιστικής πράξης για το φόρο που προσπάθησε να διαφύγει ο φορολογούμενος και γ) την υποβολή μηνυτήριας αναφοράς από την αρμόδια αρχή, με συνυποβολή των αποδεικτικών εγγράφων για τη συνδρομή των προηγούμενων όρων. Περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 469 του Π.Κ., ερμηνευόμενη τελολογικά και γραμματικά επιβάλλει να δεχθούμε ότι αυτή δεν εκτείνεται οριζόντια, καταλαμβάνοντας και εξαιρώντας όλες τις περιπτώσεις χρεών που προκύπτουν από πράξεις φοροδιαφυγής στα διάφορα είδη φόρων που μνημονεύονται στο άρθρο 66 ΚΦΔ, ανεξαρτήτως δηλαδή του εκάστοτε ποσού διαφυγόντος φόρου και του εάν το ποσό αυτό είναι κατώτερο του ελάχιστου ορίου θεμελίωσης του αξιοποίνου, αλλά μόνο όσα εξ αυτών, προέρχονται από πράξη που πληρεί όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης του άρθρου 66 του ΚΦΔ, είναι δηλαδή αξιόποινη και αυτοτελώς με βάση το άρθρο 66, καθόσον δεν υπάρχει τυποποίηση αδικήματος εάν η πράξη που περιγράφεται σε αυτό δεν συνεπάγεται επιβολή ποινής. Κατ' ακολουθίαν των προαναφερομένων, η διάταξη του άρθρου 469 του Π.Κ., ως προς τα μη υπολογιζόμενα χρέη για τον προσδιορισμό της ευθύνης του οφειλέτη χρεών προς το Δημόσιο, εφαρμόζεται μόνο όταν τα περιλαμβανόμενα στον αντίστοιχο πίνακα χρέη αποτελούν αυτοτελώς και φορολογικό αδίκημα, που τυποποιείται στις διατάξεις του άρθρου 66 του ήδη ισχύοντος από 4-11-2022 Ν. 4987/2022 "Κύρωση Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας" (Φ.Ε.Κ. 206/4-11-2022, τεύχος πρώτο), προηγουμένως δε τυποποιούταν στις διατάξεις του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013 "Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις" (Φ.Ε.Κ. 170/26-7-2013, τεύχος πρώτο), όπως προστέθηκε και αναριθμήθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015, που καταργήθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, με το άρθρο 71 παρ. 4 του Ν. 4987/2022, τούτο δε προϋποθέτει αφενός να στοιχειοθετείται ως φορολογικό αδίκημα, αφετέρου δε να υπερβαίνει το οριζόμενο στο ανωτέρω άρθρο 66 του Ν. 4987/2022 ποσό για τη θεμελίωση του αξιοποίνου. Ο νομοθέτης με την ανωτέρω ρύθμιση αποσκοπούσε στην αποτροπή της διπλής τιμώρησης του φοροδιαφεύγοντος, η οποία ήταν γεγονός πριν την ισχύ του ανωτέρω άρθρου 469 του νέου Π.Κ., αφού, όταν επρόκειτο για χρέη προς το Δημόσιο, που λόγω του ύψους αυτών στοιχειοθετούσαν και αδίκημα φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, ο υπαίτιος τιμωρούνταν για αμφότερες τις πράξεις, με την αιτιολογία ότι συρρέουν αληθώς τα ανωτέρω αδικήματα, δηλαδή η μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο και η φοροδιαφυγή, αφού, τόσο κατά την αντικειμενική όσο και κατά την υποκειμενική τους υπόσταση, αποσκοπούν στον ποινικό κολασμό διαφορετικών εγκληματικών συμπεριφορών και συνεπώς μεταξύ αυτών δεν υπάρχει ταυτότητα πράξης, αλλά υφίσταται αληθής συρροή (Α.Π. 130/2016). Ήδη όμως, για τα μη στοιχειοθετούντα αδίκημα φοροδιαφυγής χρέη προς το Δημόσιο, κατά τα προαναφερόμενα, η ποινική δίωξη ήταν και είναι μία, συγκεκριμένα δε εκείνη για το αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990), καθόσον, σε αντίθετη περίπτωση, από την αποτροπή της διπλής τιμώρησης, στην οποία αποσκοπούσε ο νομοθέτης, καταλήγουμε στην παντελή ατιμωρησία του φοροδιαφεύγοντος, όταν οι φορολογικές παραβάσεις δεν στοιχειοθετούν φορολογικό αδίκημα, κάτι που προφανώς δεν ήταν στις προθέσεις του (νομοθέτη), καθόσον, η αποφυγή του ατόπου της διπλής αξιολόγησης αξιοποίνων πράξεων για την οποία θεσπίστηκε η ανωτέρω διάταξη, δεν μπορεί παρά να έχει κατά λογική αναγκαιότητα την έννοια της εφαρμογής μιας εκ των δύο ποινικών διατάξεων και όχι καμιάς εξ αυτών. Η διατύπωση στο άρθρο 469 του ισχύοντος Π.Κ. της φράσης "αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας" ουδόλως υποδηλώνει βούληση του νομοθέτη για πλήρη αποκλεισμό της τιμωρίας των οφειλετών του Δημοσίου για τα προερχόμενα από τις ανωτέρω αιτίες χρέη, όταν αυτά δεν πληρούν τα κριτήρια υπαγωγής στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Τουναντίον, η αληθής, συνεπής προς τη συνταγματική δικαιοταξία (άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος), βούληση του νομοθέτη είναι τα, κατά τα ως άνω, μη υπαγόμενα (λόγω ποσού ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, ή λόγω μη στοιχειοθέτησης της υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω αδικήματος), στη διάταξη του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας χρέη, να συνυπολογίζονται ή να συναθροίζονται με άλλες προερχόμενες από διάφορες αιτίες λοιπές οφειλές προς το Δημόσιο προς σχηματισμό του διαγραφομένου για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που προβλέπεται στο άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 ποσοτικού ορίου (Ολ.Α.Π.1/2023). Εξάλλου, ο Ν. 4738/2020 (Φ.Ε.Κ. 207/27-10-2020, τεύχος πρώτο) "Ρύθμιση οφειλών και παροχή δεύτερης ευκαιρίας και άλλες διατάξεις" στο άρθρο 5 παρ. 1 ορίζει ότι οι διατάξεις του Κεφαλαίου Α' του Δεύτερου Μέρους του Πρώτου Βιβλίου, με τον τίτλο "Εξωδικαστικός Μηχανισμός Ρύθμισης Οφειλών", αφορούν θέματα εξωδικαστικής ρύθμισης χρηματικών οφειλών προς χρηματοδοτικούς φορείς, το Δημόσιο και Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, ο εξωδικαστικός δε μηχανισμός αποσκοπεί να παρέχει στους συμμετέχοντες πιστωτές λειτουργικό περιβάλλον διαμόρφωσης προτάσεων ρύθμισης των οφειλών του οφειλέτη και αποφυγής του κινδύνου αφερεγγυότητάς του, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη ή έπειτα από δική τους πρωτοβουλία. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου (4738/2020) ορίζει ότι δυνατότητα υποβολής αίτησης για εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών έχει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα, η παρ. 2 του ίδιου άρθρου του ανωτέρω νόμου αναφέρει τις εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής του, ενώ οι παρ. 3 και 4 του αυτού άρθρου του ίδιου νόμου τους λόγους αποκλεισμού από την υποβολή της εν λόγω αίτησης. Ακόμη, το άρθρο 8 παρ. 1 του ίδιου ανωτέρω Ν. 4738/2020 ορίζει ότι η αίτηση για την εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών υποβάλλεται από τον οφειλέτη ηλεκτρονικά στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.), με τη χρήση της Ηλεκτρονικής Πλατφόρμας Εξωδικαστικής Ρύθμισης Οφειλών του άρθρου 29, το άρθρο 9 ορίζει το περιεχόμενο της εν λόγω αίτησης του οφειλέτη (στοιχεία ταυτότητάς του, κύκλος εργασιών του ή εισόδημά του κατά το τελευταίο οικονομικό έτος πριν από την υποβολή της αίτησης, συνολικές υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του, περιγραφή της δραστηριότητάς του, της οικονομικής του κατάστασης, των λόγων της οικονομικής του αδυναμίας και των προοπτικών της επιχείρησής του, κατάλογο όλων των προσώπων και φορέων που έχουν απαιτήσεις σε βάρος του, οφειλόμενα ποσά ανά πιστωτή, κατάλογο των κινητών και ακινήτων περιουσιακών στοιχείων του στην Ελλάδα και την αλλοδαπή, με αναφορά στην εκτιμώμενη εμπορική αξία των κινητών περιουσιακών στοιχείων, πλήρη περιγραφή των βαρών και λοιπών εξασφαλίσεων, δήλωση για κάθε μεταβίβαση ή επιβάρυνση περιουσιακού στοιχείου του που έγινε εντός των τελευταίων πέντε ετών πριν από την υποβολή της αίτησης), το άρθρο 10 παρ. 2 ορίζει το επιπλέον περιεχόμενο της αίτησης, όταν ο αιτών - οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο, το άρθρο 14 παραθέτει τους όρους και τις προϋποθέσεις υπογραφής σύμβασης αναδιάρθρωσης, μετά την υποβολή της αίτησης για εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών, μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών του, το άρθρο 16 ορίζει ως συνέπεια της μη κατάρτισης σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών εντός δύο (2) μηνών, από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, περατωθείσα τη διαδικασία, ως άκαρπη, περαιτέρω δε ότι οι συμμετέχοντες στην ανωτέρω διαδικασία πιστωτές, που είναι χρηματοδοτικοί φορείς, έχουν τη δυνατότητα να απορρίψουν την αίτηση του οφειλέτη και να μην καταθέσουν πρόταση ρύθμισης, με την κοινοποίηση δε της απόρριψης η διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης περαιώνεται άμεσα ως άκαρπη, ενώ το άρθρο 18 του ανωτέρω Ν. 4738/2020, όπως διαμορφώθηκε μετά τη συμπλήρωσή του με το άρθρο 84 παρ. 2 του Ν. 4821/2021 (Φ.Ε.Κ. 134/31-7-2021, τεύχος πρώτο), ορίζει ότι, από την υποβολή της αίτησης και μέχρι την με οποιονδήποτε τρόπο περάτωση της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 16, αναστέλλεται, μεταξύ άλλων, και η ποινική δίωξη για τα αδικήματα του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 (μη καταβολή ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο) και του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967 (μη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών ασφαλιστικών εισφορών), αναφορικά με τις οφειλές, των οποίων ζητείται η ρύθμιση, κατά το χρονικό δε διάστημα της αναστολής της ποινικής δίωξης αναστέλλεται η παραγραφή του αδικήματος, χωρίς να ισχύει ο χρονικός περιορισμός της παρ. 2 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα. Περαιτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 21 του ανωτέρω Ν. 4738/2020 ορίζουν τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις συμμετοχής του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης σε συμβάσεις αναδιάρθρωσης οφειλών οφειλετών τους, καθώς και διαγραφής των οφειλών τους προς αυτούς, το άρθρο 22 του ανωτέρω νόμου εκθέτει τους περιορισμούς που ισχύουν ως προς τις συμβάσεις αναδιάρθρωσης οφειλών προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, το άρθρο 23 δε του ίδιου παραπάνω νόμου ορίζει ότι η θέση σε ισχύ σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών στην οποία τεκμαίρεται η συναίνεση του Δημοσίου ή Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης σύμφωνα με την περ. γ' της παρ. 2 του άρθρου 21, συνεπάγεται την αναστολή της ποινικής δίωξης για τα αδικήματα του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 και του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967, την αναβολή της εκτέλεσης της ποινής που επιβλήθηκε σύμφωνα με αυτά ή, εφόσον άρχισε, η εκτέλεσή της διακόπτεται, κατά το χρονικό διάστημα δε της αναστολής της ποινικής δίωξης αναστέλλεται η παραγραφή του αδικήματος, χωρίς να ισχύει ο χρονικός περιορισμός της παρ. 2 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα. Από τις παραπάνω διατάξεις με σαφήνεια συνάγεται ότι στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών, που προβλέπεται στις διατάξεις του Ν. 4738/2020, μπορούν να υπαχθούν και ανώνυμες εταιρείες και εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, που έχουν πτωχευτική ικανότητα, με σχετική αίτησή τους, με την υποβολή της οποίας και μέχρι την με οποιονδήποτε τρόπο περάτωση της διαδικασίας, είτε με την υπογραφή σύμβασης αναδιάρθρωσης εντός χρονικού διαστήματος δύο (2) μηνών από την υποβολή της, είτε με την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας και περάτωσής της (διαδικασίας) ως άκαρπης, εφόσον δε σ' αυτήν (αίτηση) περιλαμβάνονται και βεβαιωμένα χρέη προς το Δημόσιο , τα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, που απορρέουν από την μη καταβολής βεβαιωμένων στη φορολογική διοίκηση χρεών για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών, αναστέλλεται η ποινική δίωξη για τα αντίστοιχα αδικήματα, που προβλέπονται στο άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη φορολογική διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών, αναφορικά με τις οφειλές, των οποίων ζητείται η ένταξη στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών, κατά το χρονικό δε διάστημα της αναστολής της (ποινικής δίωξης) αναστέλλεται η παραγραφή του αδικήματος, χωρίς να ισχύει ο χρονικός περιορισμός της παραγράφου 3 του άρθρου 113 του Π.Κ., που ορίζει την αναστολή της παραγραφής, όσο διαρκεί η κύρια διαδικασία, για τα πλημμελήματα, σε τρία (3) έτη (άρθρο 18 του Ν. 4738/2020), περαιτέρω δε, μετά την υπογραφή της σύμβασης αναδιάρθρωσης εξακολουθεί η αναστολή της ποινικής δίωξης σχετικά με τις ίδιες ανωτέρω οφειλές, κατά τη διάρκεια της οποίας επίσης αναστέλλεται η παραγραφή του αδικήματος, χωρίς να ισχύει ο χρονικός περιορισμός της παραγράφου 3 του άρθρου 113 του Π.Κ. όπως ορίζεται στο άρθρο 23 του Ν. 4738/2020 (Α.Π.1336/2022). Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., απαιτείται να υπάρχει όχι μόνον στην απόφαση για την ενοχή, δηλαδή στην καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε (Α.Π. 1336/2022, Α.Π.1306/2020). Ακόμη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 του Κ.Ποιν.Δ. παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, πλην όμως εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή αυτή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου κώδικα δικανική του πεποίθηση. Μεταξύ των αποδείξεων αυτών είναι και η προσκόμιση εγγράφων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και να συνεπάγονται ευνοϊκότερη ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου. Η αποδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού εναπόκειται στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Όταν όμως υποβληθεί από τον κατηγορούμενο τέτοιο αίτημα και υπό την προϋπόθεση ότι αυτό είναι σαφές και ορισμένο, το δικαστήριο οφείλει όχι μόνο να απαντήσει σ' αυτό, αλλά, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στη σχετική απόφασή του. Τούτο δε διότι η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., απαιτείται, όπως ήδη προαναφέρθηκε, όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους επαφίεται στην διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε (Α.Π.1336/2022, Α.Π. 238/2021). Έτσι η παρεμπίπτουσα απόφαση, που απορρίπτει το αίτημα του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, για να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να αναφέρει στο αιτιολογικό της τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, καθώς και τις σκέψεις, βάσει των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική του ανωτέρω αιτήματος κρίση του, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω αίτημα υποβλήθηκε παραδεκτώς και είναι ορισμένο, διαφορετικά δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα για την απορριπτική του κρίση, δεν απαιτείται δε πανηγυρική απόρριψη, αλλά μπορεί να συναχθεί αυτή εξ όλων των δεκτών γενομένων περιστατικών ως αποδειχθέντων (Α.Π. 1608/2022, Α.Π. 1253/2019). Επιπλέον, η απόρριψη χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία παραδεκτού αιτήματος αναβολής της δίκης, επειδή συνάπτεται άμεσα με την ανάγκη νόμιμης απόδειξης της ενοχής του κατηγορουμένου, προσβάλλει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, κατά τα άρθρα 6 παρ. 1, 2 και 3 περ. δ' της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε αρχικά με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974, που αποτελεί εγχώριο δίκαιο και, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, και επιφέρει, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του Κ.Ποιν.Δ., απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, στοιχειοθετεί δε τον ερευνώμενο και αυτεπαγγέλτως λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου κώδικα, καθώς και της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ' του ίδιου κώδικα (άρθρο 511 του Κ.Ποιν.Δ.), σε περίπτωση καταδίκης του κατηγορουμένου, εφόσον το δικαστήριο, απορρίπτοντας το παραδεκτώς υποβληθέν αίτημα για αναβολή της δίκης αναιτιολόγητα ή χωρίς απάντησή του, προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης και τον καταδικάζει (Α.Π. 1336/2022, Α.Π.225/2021). Στην προκείμενη περίπτωση το Β' Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη με αριθμό 65/10-1-2024 απόφασή του, απέρριψε αίτημα του κατηγορουμένου ήδη αναιρεσείοντος για αναβολή της δίκης, για κρείσσονες αποδείξεις, κατά τα άρθρα 352 και 353 του Κ.Ποιν.Δ., που υποβλήθηκε από τη συνήγορο υπεράσπισή του Αλεξάνδρα Ζαβιτσάνου, δικηγόρο Αθηνών (Α.Μ.24427), που τον εκπροσωπούσε στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφαση, και με την ίδια απόφασή του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, κατά τη δημόσια συνεδρίαση του ανωτέρω δικαστηρίου της ουσίας (Β' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών), την 10-1-2024, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, δια της νομίμως εκπροσωπούσας αυτόν συνηγόρου υπεράσπισής του Αλεξάνδρας Ζαβιτσάνου, δικηγόρου Αθηνών (Α.Μ.24427), υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης, κατά τα εκτιθέμενα στα ανωτέρω πρακτικά, "για το λόγο του ότι υπάρχει αίτηση ρύθμισης των χρεών και συγκεκριμένα αίτημα ρύθμισης οφειλών στις οποίες περιλαμβάνονται και τα επίδικα χρέη προς το Δημόσιο με τη διαδικασία εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών, προσκόμισε δε σε επίρρωση του σχετικού αιτήματος του εκκαλούντος κατηγορουμένου τα κάτωθι έγγραφα: 1. Την με αριθ.πρωτ. 187514 αίτησή του υπό την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "..." που εδρεύει στον ... επί της οδού ... με ΑΦΜ ... περί υπαγωγής στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι επίδικες οφειλές προς το Δημόσιο (υπ'αριθ.πρωτ.1980/30-1-2023 έγγραφο Δ.Ο.Υ. ...,), στην οποία αναφέρονται οι πιστωτές, το ποσό εξασφάλισης και το είδος της εμπράγματης ασφάλειας κάθε πιστωτή, οι πιστωτές, το είδος του χρηματοοικονομικού προϊόντος και η αξία αυτών, και η ημερομηνία αποτίμησης, καθώς και αίτηση η οποία αφορά σε συμπλήρωση στοιχείων της ως άνω ανώνυμης εταιρίας μετά του επιχειρησιακού σχεδίου και 2. Το από 9-1-2024 έγγραφο της Γ.Γ.Π.Σ. από το οποίο προκύπτει ότι η άνω αίτηση με όλα τα αναγκαία στοιχεία έχει υποβληθεί οριστικά στις 7-7-2022 και βρίσκεται στο στάδιο της επιτυχούς διαπραγμάτευσης, ήδη δε βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο της διαδικασίας" έγγραφα τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο. Ακολούθως η Εισαγγελέας επιφυλάχθηκε να προτείνει μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας. Στη συνέχεια, άρχισε η αποδεικτική διαδικασία με την ανάγνωση της πρωτοβάθμιας απόφασης και των πρακτικών της και των εγγράφων που αναγνώσθηκαν και στην πρωτοβάθμια δίκη, μεταξύ των οποίων και το υπ'αριθ.πρωτ. 1980/30-1-2023 έγγραφο της Δ.Ο.Υ. ..., από το οποίο προκύπτει ότι έχει υποβληθεί στις 7-7-2022 η υπ'αριθ.πρωτ.187514 αίτηση ένταξης της εταιρίας για τα επίδικα χρέη προς το Δημόσιο στον εξωδικαστικό μηχανισμό. Μετά το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας η Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε να απορριφθούν οι ισχυρισμοί-αιτήματα του κατηγορουμένου και να κηρυχθεί ένοχος, η δε συνήγορος του κατηγορουμένου ζήτησε την παραδοχή του αιτήματός του και την αθώωσή του. Ακολούθως, το δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλομένη απόφασή του απέρριψε το αίτημα-ισχυρισμό του κατηγορουμένου και τον κήρυξε ένοχο για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο του άρθρου 25 του ν.1882/1990 και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης ως άνω απόφασής του, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, δέχθηκε τα εξής: "Από την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, τα οποία καταχωρήθηκαν στα πρακτικά και γενικά από όλη τη συζήτησης της υπόθεσης (και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ.1 Κ.ΠΔ αρχή της ηθικής απόδειξης) αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στην Αθήνα στις 31-1-2016 ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία "...", της οποίας ο κατηγορούμενος τυγχάνει διευθύνων σύμβουλος διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου, στη Δ.Ο.Υ. ..., όπως ακριβώς αναφέρονται στον πίνακα χρεών της πιο πάνω Δ.Ο.Υ. (αρ.ειδ.βιβλίου 89/2016) και συνοδεύεται ως αναπόσπαστο μέρος αυτής, την από 19-2-2016 μηνυτήρια αναφορά, του Προισταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ., ηθελημένα ο κατηγορούμενος δεν κατέβαλε, το οφειλόμενο ποσό στην Δ.Ο.Υ. ..., ύψους 1.552.193,19 ευρώ, που αφορά βεβαιωμένα χρέη του προς το Ελληνικό Δημόσιο. Επομένως ο κατηγορούμενος τέλεσε το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, σύμφωνα με το διατακτικό.". Στη συνέχεια, απέρριψε τους ισχυρισμούς-αίτημα του κατηγορουμένου και τον κήρυξε ένοχο με το ακόλουθο διατακτικό
"Κηρύσσει τον παραπάνω κατηγορούμενο ένοχο του ότι στην Αθήνα, στις 31-1-2016, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του ν.3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα 200.000 ευρώ. Συγκεκριμένα ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της εταιρίας με την επωνυμία "...", της οποίας τυγχάνει διευθύνων σύμβουλος διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου, στη Δ.Ο.Υ. ..., όπως ακριβώς αναφέρονται στον πίνακα χρεών της πιο πάνω Δ.Ο.Υ. (αρ.ειδ.βιβλίου 89/2016) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής, την από 19-2-2016 μηνυτήρια αναφορά, του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ., ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό 1.552.193,19 ευρώ, που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο".
Απορρίπτει τους προβληθέντες ισχυρισμούς του κατηγορουμένους.
Και επισυνάπτεται πίνακας χρεών.".
Με βάση τα παραπάνω, αναφορικά με την απόρριψη του αιτήματος των αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, η προσβαλλομένη απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όπως η έννοιά της εκτέθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη, καθόσον αφενός το δικαστήριο της ουσίας για να καταλήξει στην ανωτέρω κρίση του δεν έλαβε υπόψη του, με βεβαιότητα, όλα τα αποδεικτικά μέσα που τέθηκαν υπόψη του, αφετέρου δε είναι ασαφής. Τούτο δε διότι, παρά την αναφορά στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα μνημονευόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, για την απόρριψη και του ανωτέρω αιτήματος αναβολής της δίκης, που υπέβαλε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος δια της συνηγόρου υπεράσπισής του, από τις παραδοχές του σκεπτικού της (προσβαλλομένης απόφασης) προκύπτει με βεβαιότητα ότι δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας η υπ'αριθ.πρωτ.187514 αίτηση της εταιρείας με την επωνυμία "...", της οποίας ο κατηγορούμενος τυγχάνει διευθύνων σύμβουλος και με την ιδιότητά του αυτή κατηγορείται στην παρούσα υπόθεση ότι δεν κατέβαλε τα προαναφερόμενα βεβαιωμένα στη Δ.Ο.Υ. ... υπέρ του Δημοσίου χρέη της, υπόχρεος για την καταβολή των οποίων είναι ο κατηγορούμενος υπό την εκτιθέμενη στην προσβαλλομένη απόφαση ιδιότητά του, περί υπαγωγής στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης των οφειλών της, στην οποία συμπεριλαμβάνονται οι επίδικες οφειλές της και η οποία έχει υποβληθεί οριστικά και βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο της διαδικασίας επιτυχούς διαπραγμάτευσης. Από την παραδεκτή δε επισκόπηση για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, της ανωτέρω αίτησης της ανώνυμης εταιρίας μετά του επιχειρησιακού σχεδίου και του υπ'αριθ.πρωτ.1980/30-1-2023 εγγράφου της Δ.Ο.Υ. ..., που αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο του δικαστηρίου της ουσίας, προκύπτει ότι σ' αυτήν (αίτηση) αναφέρονται οι πιστωτές της, μεταξύ των οποίων και το Ελληνικό Δημόσιο και οι οφειλές της προς το τελευταίο, μεταξύ των οποίων (οφειλών) και η απορρέουσα από τον πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. ... με αριθ. ειδ. βιβλίου 89/2016 που συνοδεύει την από 19-2-2016 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της ως άνω Δ.Ο.Υ. ύψους 1.552.193,19 ευρώ, ως εκ τούτου με βεβαιότητα συνάγεται ότι η προαναφερθείσα αίτηση δεν λήφθηκε υπόψη στο σύνολό της από το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να καταλήξει στην ανωτέρω απορριπτική απόφασή του για το αίτημα αναβολής της δίκης, που υπέβαλε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος δια της συνηγόρου υπεράσπισής του. Σημειώνεται ότι εφόσον από το περιεχόμενο της ανωτέρω αίτησης της ως άνω ανώνυμης εταιρίας, προκύπτει ότι σ' αυτήν είχαν περιληφθεί και οι επίδικες οφειλές προς το Δημόσιο, το δικαστήριο της ουσίας όφειλε όχι μόνον να αναβάλει την εκδίκασή της, αλλά να αναστείλει την εναντίον του κατηγορουμένου ασκηθείσα ποινική δίωξη, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Τούτο δε διότι, η υποβολή της ανωτέρω αίτησης, ήταν επαρκής λόγος αναστολής της εναντίον του ασκηθείσας ποινικής δίωξης, χωρίς κίνδυνο εξάλειψης του αξιόποινου της ανωτέρω διωκόμενης πράξεως, λόγω παραγραφής, καθόσον αυτή (παραγραφή) αναστέλλεται, χωρίς μάλιστα να ισχύει ο χρονικός περιορισμός της παρ. 2 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα, όταν διατάσσεται με βάση τις διατάξεις του Ν. 4738/2020, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας οδηγήθηκε σε συμπέρασμα αντίθετο με τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα, χωρίς να αιτιολογεί την περί τούτου κρίση του. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η ανωτέρω απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας για την απόρριψη του παραπάνω αιτήματος για αναβολή της δίκης, είναι ασαφής, καθόσον, με τις προαναφερθείσες παραδοχές της, δεν διευκρινίζεται επαρκώς αν η απορριπτική του κρίση στηρίζεται στο γεγονός ότι τα επίδικα χρέη προς το Δημόσιο δεν περιλαμβάνονται στην ανωτέρω αίτηση της ανώνυμης εταιρίας, για ρύθμιση των οφειλών της κατά τις διατάξεις του Ν. 4738/2020. Με βάση τα προαναφερόμενα η απόρριψη του ως άνω αιτήματος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, περί αναβολής της δίκης, για κρείσσονες αποδείξεις, ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ταυτόχρονα όμως, με την απόρριψη του ανωτέρου αιτήματος χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, έχει προσβληθεί και το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη, κατά το άρθρα 6 παρ. 1, 2 και 3 περ. δ' της Ε.Σ.Δ.Α., σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα νομική σκέψη, καθόσον περιορίστηκε το υπερασπιστικό του δικαίωμα να προσκομίσει πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία που θα συνέβαλαν στην ευνοϊκότερη ποινική του μεταχείριση, με συνέπεια να έχει επέλθει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει και τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης, που ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 511 του Κ.Ποιν.Δ.). Επομένως, είναι βάσιμος ο σχετικός πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Δ' του Κ.Ποιν.Δ., για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προαναφερθείσας απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης, κατά παραδοχή του οποίου πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την απορριπτική διάταξη του αιτήματος αναβολής, ταυτόχρονα δε θεμελιώνεται και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ. αυτεπαγγέλτως ερευνώμενος αναιρετικός λόγος της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Ακολούθως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί και ως προς την καταδικαστική της διάταξη, επειδή το δικαστήριο της ουσίας (Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών), προχωρώντας στην ουσιαστική εξέταση της υπόθεσης και αποφασίζοντας για την ενοχή του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, χωρίς προηγουμένως να έχει απορρίψει αιτιολογημένα το αίτημα του τελευταίου, περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, υπέπεσε σε (αρνητική) υπέρβαση της εξουσίας του, ιδρύοντας και τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης (Ολ. Α.Π. 1/2014), που επίσης ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 511 του Κ.Ποιν.Δ.). Κατ' ακολουθίαν των προαναφερομένων, κατά παραδοχή του σχετικού πρώτου λόγου της κρινόμενης αιτήσεως αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Δ' του Κ.Ποιν.Δ., για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και του αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενου από τον Άρειο Πάγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικού λόγου της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, καθόσον αφορά την απόφαση που απέρριψε αναιτιολόγητα το αίτημα του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, καθώς και του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ' του Κ.Ποιν.Δ. αυτεπαγγέλτως ερευνώμενου λόγου αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου (αναιρετικού λόγου) καλύπτει το σύνολο της υπόθεσης, πρέπει, χωρίς να ερευνηθεί ο έτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναίρεσης, που αφορά την περί ενοχής αυτού (αναιρεσείοντος) διάταξη της πληττόμενης απόφασης, η έρευνα του οποίου παρέλκει, πλέον, ως αλυσιτελής (Α.Π. 817/2020), να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της, ακολούθως δε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 519 και 522 [όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 159 του Ν. 4855/2021 (Φ.Ε.Κ. 215/12-11-2021, τεύχος πρώτο)] του Κ.Ποιν.Δ., να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθ.65/10-1-2024 απόφαση του Β' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και τούτου αποχωρήσαντος από την υπηρεσία η αρχαιότερη της συνθέσεως Αρεοπαγίτης, ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Αυγούστου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ