ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 1193/2024 (ΠΟΙΝΙΚΕΣ - ΣΤ)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 1193/2024 (ΠΟΙΝΙΚΕΣ - ΣΤ)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 1193/2024 (ΠΟΙΝΙΚΕΣ - ΣΤ)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1193 / 2024    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 1193/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Φραγκάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Κατσούλη, Δημήτριο Τράγκα, Ελένη Μπερτσιά-Εισηγήτρια και Διονύσιο Παλλαδινό, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Σεπτεμβρίου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Άννας Καλουτά (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χ. Α., για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Κ. του Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέργιο Γιαλάογλου, για αναίρεση της 622/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θράκης.

Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θράκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεσή της για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 29-3-2022 αίτησή του αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 350/2022.

Αφού άκουσε Α) Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: 1) να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης μόνο για τον 3° λόγο ως προς το β' σκέλος του και να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση μόνον όσον αφορά τα επιμέρους χρέη πίνακα με αύξοντες αριθμούς 2, 3, 4, 5 συνολικού ποσού 95.703,90 €, 2) να απορριφθεί κατά τα λοιπά η αίτηση αναίρεσης όσον αφορά το με αύξοντα αριθμό 1 του πίνακα χρέους ύψους 973.854,43 €, 3) να κηρυχθεί αθώος ο αναιρεσείων για την πράξη που του αποδίδεται, όσον αφορά τα άνω χρέη συνολικού ποσού 95.703,90 €, 4) να αναιρεθεί περαιτέρω η προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τη διάταξη επιβολής ποινής για το υπ' αριθμ. 1 του πίνακα χρέους ύψους 973.854,43 € και 5) να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, όσον αφορά την επιβολή ποινής, για τη διαπραττόμενη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, και Β) τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 29-3-2022 αίτηση αναιρέσεως του Κ. Κ. του Δ., κατοίκου ..., κατά της 622/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης που τον κήρυξε ένοχο της πράξης της παράβασης του άρθρου 25παρ1βΝ.1882/1990,έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο (άρθρο 473 παρ. 2, 3 ΚΠΔ) στις 10-3-2022 και η αναίρεση ασκήθηκε από τον αναιρεσείοντα στις 29-3-2022 με δήλωση του στο Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί ο αναιρεσείων (άρθρ. 466 παρ. 1, 474 παρ. 1,4 ΚΠΔ). Τυγχάνει επίσης παραδεκτή διότι ασκήθηκε από δικαιούμενο και έχοντα προς τούτο συμφέρον, στρέφεται κατά υποκείμενης στο ένδικο αυτό μέσο αποφάσεως και περιέχει ως λόγους αναιρέσεως 1) θετική υπέρβαση εξουσίας κατά την απόρριψη της ένστασης παραγραφής 2)παραβίαση δεδικασμένου 3) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης 4) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Θ', ΣΤ', Ε' και Δ' ΚΠΔ). Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί περαιτέρω για το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων της. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τα άρθρα 18 παρ. 2 και 28 παρ. 2 - 4 του Ν. 2948/2001, 34 του Ν. 3016/2002, 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011, 20 του Ν. 4321/2015 και 8 του Ν. 4337/2015, "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων...". Κατά τη σαφή διατύπωση του ανωτέρω άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, για κάθε πίνακα χρεών, ο οποίος υποβάλλεται στον εισαγγελέα με την αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη, που περιλαμβάνει, ως μία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο είναι δυνατόν να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς διάκριση πλέον και επιρροή, ανάλογα με το ύψος και την προέλευση του κάθε επιμέρους χρέους του πίνακα. Δεν πρόκειται, δηλαδή, λόγω της μη καταβολής καθενός χρέους του πίνακα, για κατ' εξακολούθηση έγκλημα, ήτοι για περισσότερες πράξεις τελεσθείσες με ενότητα δόλου, αλλά ο νόμος κυριαρχικά θεωρεί πλέον, ότι τα μη καταβληθέντα και περιεχόμενα σε κάθε πίνακα χρέη συνιστούν ένα και μόνο έγκλημα, της μη καταβολής του αθροίσματος των χρεών του πίνακα και μάλιστα με χρόνο τέλεσης τη συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο ταμειακής βεβαίωσης αυτών. Με τη ρύθμιση αυτή, η καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το Δημόσιο αποκτά τη μορφή ενός εν δυνάμει ιδιότυπου αθροιστικού εγκλήματος, αφού θεμελιώνεται πλέον ποινική ευθύνη στην περίπτωση κατά την οποία το μη καταβληθέν ποσό ξεπερνά το ελάχιστο όριο, ήδη το χρηματικό ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €) ή μετά από επανειλημμένη μη καταβολή χρεών συνολικού ποσού ανωτέρου των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000,00 €), χωρίς, όμως, τη συνδρομή του στοιχείου της καθ` έξη ή κατ' επάγγελμα τέλεσης στη νομοτυπική μορφή, που χαρακτηρίζει τα αθροιστικά εγκλήματα, γι' αυτό και γίνεται λόγος για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα (Α.Π. 1012/2021, Α.Π. 181/2021, Α.Π. 818/2020). Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται: 1) ότι, αφού πρόκειται για έγκλημα που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ως χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από τον χρόνο ταμειακής βεβαίωσης, (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη),του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του συνοδεύοντος την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου πίνακα χρεών, ο χρόνος δε αυτός καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπόλοιπων, εχόντων προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις, χρεών, τα οποία, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος, και 2) ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος είναι: α) η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από τον χρόνο που έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις, κατά τον χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών, να υπερβαίνει το οριζόμενο από τον νόμο χρηματικό ποσό με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις που προαναφέρθηκαν, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος (πρόθεση) με την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 του Π.Κ., ο οποίος πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφού δεν καθορίζεται στην οικεία διάταξη άλλη μορφή υπαιτιότητας (άμεσος ή υπερχειλής δόλος). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 περ. α' του ν. 1882/1990, "Στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων, πλην ιδιωτών, οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται, προκειμένου για ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, στους προέδρους των Δ.Σ., στους διευθύνοντες ή εντεταλμένους ή συμπράττοντες συμβούλους ή διοικητές ή γενικούς διευθυντές ή διευθυντές αυτών ή σε κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών, σωρευτικά ή μη. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, οι ποινές επιβάλλονται κατά των μελών των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω". Τέλος, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου "Για τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου (σημ. ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, κ.τ.λ.), η ποινική δίωξη ασκείται για τα χρέη προς το Δημόσιο και τρίτους, πλην ιδιωτών, που ήταν βεβαιωμένα κατά το χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν τη συγκεκριμένη ιδιότητα, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και για τα χρέη που βεβαιώθηκαν, ανεξάρτητα από τη λύση ή μη των νομικών προσώπων, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή...". Από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι αυτουργός του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που έχουν βεβαιωθεί σε βάρος ημεδαπής ανώνυμης εταιρείας, είναι εκείνος, ο οποίος ήταν, εκτός των άλλων, διευθύνων σύμβουλος αυτής κατά το χρόνο που γεννήθηκαν τα χρέη, έστω και αν αυτός δεν είχε την ιδιότητα αυτή κατά το χρόνο της βεβαίωσης αυτών. Από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 25 παρ. 2 και 3 του ν.1882/1990, προκύπτει ότι στην καταδικαστική απόφαση για την πληρότητα της αιτιολογίας της πρέπει να αναφέρεται, εκτός των άλλων, η ιδιότητα του κατηγορουμένου στην εταιρεία που αυτός εκπροσωπεί καθώς και η ταυτότητα της εταιρείας. Τέλος, στο άρθρο 469 του νέου Π.Κ., που ισχύει από 1-7-2019, ορίζεται ότι "Μετά το εδάφιο β' της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 προστίθεται εδάφιο γ' ως εξής: "Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις".". Με τη διάταξη αυτή του νέου Ποινικού Κώδικα ρυθμίζεται, με τον αναφερόμενο σ' αυτή τρόπο, το προβλεπόμενο από το άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη φορολογική διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού ρητά ορίζεται ότι στις (νέες) αιτήσεις και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών, κατά το άρθρο αυτό, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου οι οφειλές που αφορούν: χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Ν. 4174/2013 (ΚΦΔ), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις. Για την ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω δεύτερης περίπτωσης περί του ποια χρέη δεν πρέπει να περιλαμβάνονται στον πίνακα χρεών γιατί τυποποιούνται στο άρθρο 66 του ΚΦΔ, σημειώνονται τα ακόλουθα: κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 1 και 2 του Ν. 2523/1997, όπως ίσχυαν μετά την αντικατάστασή τους με την παρ. 2 εδ. α', β' και γ' του άρθρου 2 του Ν. 3943/2011 (Φ.Ε.Κ. 66/31-3-2011, τεύχος πρώτο), "1. Όποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, αποκρύπτει καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή, παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση, τελεί αδίκημα φοροδιαφυγής στη φορολογία εισοδήματος. Ως απόκρυψη καθαρών εισοδημάτων νοείται και η περίπτωση κατά την οποία καταχωρούνται στα βιβλία εικονικές ολικά ή μερικά δαπάνες ή γίνεται επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζονται καθαρά εισοδήματα ή να εμφανίζονται αυτά μειωμένα. 2. Ο δράστης του αδικήματος αυτού τιμωρείται: α) με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και β) με κάθειρξη, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη και η διάρκεια της απόκρυψης.". Οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 17 του Ν. 2523/1997 καταργήθηκαν με το άρθρο 71 του Ν. 4174/2013 (Φ.Ε.Κ. 170/26-7-2013, τεύχος πρώτο), όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015 (Φ.Ε.Κ. 129/17-10-2015, τεύχος πρώτο), και το ζήτημα του αδικήματος της φοροδιαφυγής στο εισόδημα ρυθμίστηκε από τις διατάξεις του άρθρου 66 παρ. 1 περ. α', 3 και 4 του Ν. 4174/2013 (Φ.Ε.Κ. 170/26-7-2013, τεύχος πρώτο), όπως ίσχυσαν μετά την προσθήκη και αναρίθμηση του ανωτέρω άρθρου 66 με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015 (Φ.Ε.Κ. 129/17-10-2015, τεύχος πρώτο), ήδη δε ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 66 παρ. 1 περ. α', 3 και 4 του ισχύοντος από 4-11-2022 Ν. 4987/2022 (Φ.Ε.Κ. 206/4-11-2022, τεύχος πρώτο), κατά το οποίο: "1. Έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση: α) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, ΕΝ.Φ.Ι.Α. ή ειδικού φόρου ακινήτων (Ε.Φ.Α.), αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, (...) 3. Όποιος διαπράττει έγκλημα φοροδιαφυγής από τα αναφερόμενα στην παρ. 1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών ή χρηματική ποινή σύμφωνα με το άρθρο 57 του Π.Κ.: α) αν ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, β) τις 50.000 ευρώ εφόσον αφορά ΦΠΑ (...). 4. Επιβάλλεται κάθειρξη, αν το ποσό του φόρου, τέλους ή εισφοράς της παρ. 3 υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, εφόσον αφορά Φ.Π.Α., ή τις εκατό πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, τέλους ή εισφοράς.". Από τις ανωτέρω νέες διατάξεις, που καλύπτουν τις σοβαρές περιπτώσεις φοροδιαφυγής και εξορθολογίζουν το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο με τον επαναπροσδιορισμό των προϋποθέσεων στοιχειοθέτησης των σχετικών εγκλημάτων, προκύπτει ότι, σε σχέση με το αδίκημα της αποφυγής πληρωμής φόρου εισοδήματος, ο υπαίτιος αυτού τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών ή χρηματική ποινή, αν ο φόρος που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα υπερβαίνει, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €),ή το ποσό των 50.000ευρώ αν αφορά ΦΠΑ, σε βαθμό δε κακουργήματος, με κάθειρξη, αν το ποσό του φόρου, τέλους ή εισφοράς της παρ. 3 υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, εφόσον αφορά Φ.Π.Α και το ποσό των εκατό πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000,00 €), σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, ενώ όταν ο φόρος που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα δεν υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), ή των 50.000 ευρώ αν αφορά ΦΠΑ, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, αλλά είναι μικρότερος αυτού, δεν υφίσταται αξιόποινη πράξη. Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι όλες οι φορολογικές παραβάσεις δεν στοιχειοθετούν ποινικά αδικήματα ανεξαρτήτως ποσού ή χρονικού διαστήματος, αλλά τυποποιούνται ως εγκλήματα σε συνάρτηση με την υπέρβαση συγκεκριμένου ποσού, ανά είδος φόρου και ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος. Εξάλλου, από τη χρήση της λέξης "προκειμένου" στο κείμενο της ανωτέρω διάταξης (άρθρο 66 του ήδη ισχύοντος Ν. 4987/2022, παρόμοιες δε ήταν και οι ρυθμίσεις του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013, που έχουν καταργηθεί με το άρθρο 71 παρ. 4 του Ν. 4987/2022), συνάγεται ότι στις περιπτώσεις αυτές διαπλάθεται έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης (έγκλημα σκοπού) και ο φορολογούμενος πρέπει να ενεργεί με υπερχειλή δόλο (άρθρο 27 παρ. 2 εδ. β' του Π.Κ.), συγκεκριμένα δε θα πρέπει να αποκρύπτει και να μη δηλώνει στην αρμόδια φορολογική αρχή καθαρά φορολογητέα εισοδήματα, γνωρίζοντας και επιδιώκοντας να αποφύγει την πληρωμή του φόρου που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα. Αν δεν υπάρχει ο ανωτέρω εγκληματικός σκοπός στο πρόσωπο του φορολογουμένου, δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα του άρθρου 66 του ανωτέρω νόμου (ΟΛΑΠ1/2023,Α.Π. 983/2021, Α.Π. 1015/2019).. Ειδικότερα όσον αφορά το έγκλημα της φοροδιαφυγής στο εισόδημα το αδίκημα αυτό στοιχειοθετείται αντικειμενικά είτε με την μη υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, είτε με την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, από την οποία όμως ο φόρος που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, οπότε η πράξη αυτή διώκεται σε βαθμό πλημμελήματος, ή το ποσό των εκατό πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000,00 €), ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, οπότε η εν λόγω πράξη διώκεται σε βαθμό κακουργήματος. Έτσι, όταν το ποσό του φόρου που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα υπολείπεται του ποσού των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, η πράξη είναι ανέγκλητη και δεν τυποποιείται στα αδικήματα του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Εξάλλου, η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της φοροδιαφυγής στο εισόδημα δεν στοιχειοθετείται, ακόμη και όταν ο φόρος, που αναλογεί σ' αυτό (εισόδημα) και δεν καταβλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, στην περίπτωση κατά την οποία ο φορολογούμενος υποβάλει νόμιμα και εμπρόθεσμα δήλωση φορολογίας εισοδήματος, ακολούθως όμως δεν αποδίδει τον φόρο που οφείλει στο Δημόσιο και αναλογεί στα εισοδήματά του, με βάση την ακριβή (όχι ανακριβή) δήλωσή του, καθόσον στην περίπτωση αυτή αποκλείεται εν τη γενέσει της η ύπαρξη του απαιτούμενου υπερχειλούς δόλου του, δηλαδή η επιδίωξή του να αποφύγει την καταβολή του φόρου που αναλογεί στα εισοδήματά του, αφού με την υποβολή της ακριβούς δήλωσής του, ελλείπει το στοιχείο της μερικής ή ολικής απόκρυψης των καθαρών εισοδημάτων του, που κατατείνει σ' αυτόν τον σκοπό. Γι' αυτό το λόγο, άλλωστε, οι μηνυτήριες αναφορές που αφορούν το αδίκημα της φοροδιαφυγής στο εισόδημα, αναφέρονται είτε στον συνολικό φόρο που δεν απέδωσε ο φορολογούμενος, έχοντας προηγουμένως παραλείψει να υποβάλει την οικεία δήλωση, είτε, επί υποβολής ανακριβούς εκ μέρους του δήλωσης, στον υπερβάλλοντα φόρο, που προκύπτει από τη διαφορά των μεγεθών, δηλαδή του φόρου που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα που δεν δηλώθηκαν και του φόρου που αναλογεί στα ανακριβώς δηλωθέντα εισοδήματα, ή σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης ο φόρος που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα, ύστερα από τον οικείο φορολογικό έλεγχο.

Συνεπώς, στην περίπτωση κατά την οποία ο φορολογούμενος δεν υποβάλει ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για την τέλεση εκ μέρους του της πράξης της φοροδιαφυγής στο εισόδημα, η οποία θα ενεργοποιούσε το φορολογικό ελεγκτικό μηχανισμό, θα κατέληγε δε στη σύνταξη έκθεσης ελέγχου και στην έκδοση διοικητικής καταλογιστής πράξης για το φόρο που προσπάθησε αυτός να διαφύγει, ή εφόσον δεν έχει προηγηθεί αυτεπάγγελτος φορολογικός έλεγχος που να διαπιστώνει με την οικεία έκθεση ελέγχου την ανακρίβεια της δήλωσης του φορολογουμένου και να προσδιορίζει το ακριβές ύψος του φόρου που αυτός απέφυγε να καταβάλει, δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του αντίστοιχου εγκλήματος που τυποποιείται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, με μόνη τη μη πληρωμή του φόρου που οφείλει να καταβάλει και αναλογεί στα εισοδήματά του με βάση την ακριβή δήλωση που ο ίδιος έχει υποβάλει, το ίδιο δε συμβαίνει και στην περίπτωση βεβαίωσης φόρου εισοδήματος, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3888/2010 περί περαίωσης των εκκρεμών ελεγμένων φορολογικών υποθέσεων, σύμφωνα με την υπό στοιχεία ΠΟΛ 1138/11-10-2010 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Φ.Ε.Κ. 1631/12-10-2010, τεύχος δεύτερο), που δεν καταβάλει ο φορολογούμενος, ανεξαρτήτως του ύψους του, καθόσον και στην περίπτωση αυτή η βεβαίωση γίνεται με σχετική αίτησή του και όχι ύστερα από έλεγχο της αρμόδιας φορολογικής αρχής (Α.Π. 189/2021). Περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 469 του Π.Κ., ερμηνευόμενη τελολογικά και γραμματικά επιβάλλει να δεχθούμε ότι αυτή δεν εκτείνεται οριζόντια, καταλαμβάνοντας και εξαιρώντας όλες τις περιπτώσεις χρεών που προκύπτουν από πράξεις φοροδιαφυγής στα διάφορα είδη φόρων που μνημονεύονται στο άρθρο 66 ΚΦΔ, ανεξαρτήτως δηλαδή του εκάστοτε ποσού διαφυγόντος φόρου και του εάν το ποσό αυτό είναι κατώτερο του ελάχιστου ορίου θεμελίωσης του αξιοποίνου, αλλά μόνο όσα εξ αυτών, προέρχονται από πράξη που πληροί όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης του άρθρου 66 του ΚΦΔ, είναι δηλαδή αξιόποινη και αυτοτελώς με βάση το άρθρο 66, καθόσον δεν υπάρχει τυποποίηση αδικήματος εάν η πράξη που περιγράφεται σε αυτό δεν συνεπάγεται επιβολή ποινής. Κατ' ακολουθίαν των προαναφερομένων, η διάταξη του άρθρου 469 του Π.Κ., ως προς τα μη υπολογιζόμενα χρέη για τον προσδιορισμό της ευθύνης του οφειλέτη χρεών προς το Δημόσιο, εφαρμόζεται μόνο όταν τα περιλαμβανόμενα στον αντίστοιχο πίνακα χρέη αποτελούν αυτοτελώς και φορολογικό αδίκημα, που τυποποιείται στις διατάξεις του άρθρου 66 του ήδη ισχύοντος από 4-11-2022 Ν. 4987/2022 "Κύρωση Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας" (Φ.Ε.Κ. 206/4-11-2022, τεύχος πρώτο), προηγουμένως δε τυποποιούταν στις διατάξεις του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013 "Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις" (Φ.Ε.Κ. 170/26-7-2013, τεύχος πρώτο), όπως προστέθηκε και αναριθμήθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015, που καταργήθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, με το άρθρο 71 παρ. 4 του Ν. 4987/2022, τούτο δε προϋποθέτει αφενός να στοιχειοθετείται ως φορολογικό αδίκημα, αφετέρου δε να υπερβαίνει το οριζόμενο στο ανωτέρω άρθρο 66 του Ν. 4987/2022 ποσό για τη θεμελίωση του αξιοποίνου. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η βούληση του νομοθέτη του ισχύοντος Π.Κ. εκφράστηκε με ενάργεια και η διάγνωσή της, με μέσο την ιστορική και βουλητική ερμηνεία, είναι ευχερέστατη. Ο νομοθέτης με την ανωτέρω ρύθμιση αποσκοπούσε στην αποτροπή της διπλής τιμώρησης του φοροδιαφεύγοντος, η οποία ήταν γεγονός πριν την ισχύ του ανωτέρω άρθρου 469 του νέου Π.Κ., αφού, όταν επρόκειτο για χρέη προς το Δημόσιο, που λόγω του ύψους αυτών στοιχειοθετούσαν και αδίκημα φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, ο υπαίτιος τιμωρούνταν για αμφότερες τις πράξεις, με την αιτιολογία ότι συρρέουν αληθώς τα ανωτέρω αδικήματα, δηλαδή η μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο και η φοροδιαφυγή, αφού, τόσο κατά την αντικειμενική όσο και κατά την υποκειμενική τους υπόσταση, αποσκοπούν στον ποινικό κολασμό διαφορετικών εγκληματικών συμπεριφορών και συνεπώς μεταξύ αυτών δεν υπάρχει ταυτότητα πράξης, αλλά υφίσταται αληθής συρροή (Α.Π. 130/2016). Ήδη όμως, για τα μη στοιχειοθετούντα αδίκημα φοροδιαφυγής χρέη προς το Δημόσιο, κατά τα προαναφερόμενα, η ποινική δίωξη ήταν και είναι μία, συγκεκριμένα δε εκείνη για το αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990), καθόσον, σε αντίθετη περίπτωση, από την αποτροπή της διπλής τιμώρησης, στην οποία αποσκοπούσε ο νομοθέτης, καταλήγουμε στην παντελή ατιμωρησία του φοροδιαφεύγοντος, όταν οι φορολογικές παραβάσεις δεν στοιχειοθετούν φορολογικό αδίκημα, κάτι που προφανώς δεν ήταν στις προθέσεις του (νομοθέτη), καθόσον, η αποφυγή του ατόπου της διπλής αξιολόγησης αξιοποίνων πράξεων για την οποία θεσπίστηκε η ανωτέρω διάταξη, δεν μπορεί παρά να έχει κατά λογική αναγκαιότητα την έννοια της εφαρμογής μιας εκ των δύο ποινικών διατάξεων και όχι καμιάς εξ αυτών. Περαιτέρω κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι η διατύπωση στο άρθρο 469 του ισχύοντος Π.Κ. της φράσης "αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας" ουδόλως υποδηλώνει βούληση του νομοθέτη για πλήρη αποκλεισμό της τιμωρίας των οφειλετών του Δημοσίου για τα προερχόμενα από τις ανωτέρω αιτίες χρέη, όταν αυτά δεν πληρούν τα κριτήρια υπαγωγής στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Τουναντίον, η αληθής, συνεπής προς τη συνταγματική δικαιοταξία (άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος), βούληση του νομοθέτη είναι τα, κατά τα ως άνω, μη υπαγόμενα (λόγω ποσού ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, ή λόγω μη στοιχειοθέτησης της υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω αδικήματος), στη διάταξη του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας χρέη, να συνυπολογίζονται ή να συναθροίζονται με άλλες προερχόμενες από διάφορες αιτίες λοιπές οφειλές προς το Δημόσιο προς σχηματισμό του διαγραφομένου για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που προβλέπεται στο άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 ποσοτικού ορίου. (ΟλΑΠ1/2023). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ' αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικές συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή που προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός εάν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου σκοπού περαιτέρω (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Το έγκλημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, με βάση τη νομοτυπική του μορφή και ειδικότερα την υποκειμενική υπόστασή του, δεν υπάγεται όπως προαναφέρθηκε στις τελευταίες περιπτώσεις (ΑΠ 2/2022)Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Ε' ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θράκης, που δίκασε την ένδικη υπόθεση σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη 622/2021 απόφασή του δέχθηκε ότι από τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, κατά πιστή μεταφορά πραγματικά περιστατικά: "Στην ..., την ... 2014, ο κατηγορούμενος όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα (150.000,00) ευρώ. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος τυγχάνει Διευθύνων Σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...", με ΑΦΜ ... Σε βάρος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...", βεβαιώθηκαν διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη Δ.Ο.Υ. ..., όπως ακριβώς αναφέρονται στον με αριθμό ειδ. Βιβλίου .../2013 πίνακα χρεών της ανωτέρω Δ.Ο.Υ., ο οποίος παρατίθεται κατωτέρω στο διατακτικό της παρούσας και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής. Με βάση τον ανωτέρω πίνακα χρεών, ο κατηγορούμενος με την προαναφερομένη ιδιότητά του, με πρόθεση δεν κατέβαλε ποσό των 1.069.558,37 ευρώ, που αφορά βεβαιωμένα χρέη προς το Δημόσιο. Ήδη, κατ' εφαρμογή του άρθρου 469 ΠΚ, από τον ως άνω πίνακα αφαιρούνται οι εγγραφές 2 και 3 και το χρέος ανέρχεται πλέον στο ποσό των 975.040,93 ευρώ. Στην ανωτέρω πράξη προέβη ο κατηγορούμενος, ενώ γνώριζε την οφειλή του και την προθεσμία εντός της οποίας όφειλε να καταβάλει τα σχετικά ποσά. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι για μη καταβολή του επιμέρους χρέους των 973.654,43 ευρώ (εγγραφή 1) έχει ήδη δικαστεί και αθωωθεί και, επομένως, είναι απαράδεκτη η ποινική δίωξη σε βάρος του λόγω εκκρεμοδικίας. Στην προκειμένη περίπτωση, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού προέκυψε ότι με τη με αριθμό ΙΕ/7846/ΝΝ 80653Ν. 1892/90/26-11-1998 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης ανακλήθηκε η με αριθμό ΙΕ/3328/ΝΝ 80653Ν.1892/90/21-11-1995 απόφαση του ιδίου για την υπαγωγή επένδυσης της (υπό σύσταση τότε) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "..." στις διατάξεις του Ν. 1892/1990, ενώ διατάχθηκε η επιστροφή στο Δημόσιο της καταβληθείσας επιχορήγησης ποσού 82.398.000 δραχμών. Η εν λόγω οφειλή της ανωτέρω εταιρείας βεβαιώθηκε ταμειακά και, λόγω μη καταβολής, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου ως διευθύνοντος συμβούλου της ανωτέρω οφειλέτριας εταιρείας. Ακολούθως, μετά από αίτηση ακύρωσης της προαναφερόμενης εταιρείας "..." εκδόθηκε η με αριθμό 1248/2004 απόφαση του ΣΤΕ, το οποίο ακύρωσε την προσβαλλόμενη με αριθμό ΙΕ/7846/ΝΝ 80653Ν. 1892/90/26-11-1998 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης λόγω παραβίασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας (άρθρο 20 παρ. 2 Σ) και ανέπεμψε την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση. Μετά την ακύρωση της ανακλητικής απόφασης του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης και την ανάκληση του σχετικού βεβαιωθέντος ποσού στη Δ.Ο.Υ. ..., ο κατηγορούμενος αθωώθηκε για την πράξη της μη καταβολής του εν λόγω χρέους προς το Δημόσιο, με τη με αριθμό 2133/2004 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ..., η οποία κατέστη αμετάκλητη. Μετά την τήρηση νέας διοικητικής διαδικασίας εκδόθηκε η με αριθμό αριθμό ΙΕ/5731/ΝΝ 80653Ν. 1892/90/10-9-2007 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης, η οποία ανακάλεσε (εκ νέου) τη με αριθμό ΙΕ/3328/ΝΝ 80653Ν. 1892/90/21-11-1995 απόφαση του ιδίου και γεννήθηκε εκ νέου υποχρέωση της ανωτέρω εταιρείας να αποδώσει στο Δημόσιο το ποσό της επιχορήγησης, πλέον τόκων. Κατόπιν τούτου, η εν λόγω οφειλή της ανωτέρω εταιρείας βεβαιώθηκε ταμειακά και, λόγω μη καταβολής, ασκήθηκε η επίδικη ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου ως διευθύνοντος συμβούλου της ανωτέρω οφειλέτριας εταιρίας. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η αθώωση του κατηγορούμενου οφείλεται στην ανάκληση του σχετικού βεβαιωθέντος ποσού στη Δ.Ο.Υ. ... λόγω ακύρωσης της ανακλητικής απόφασης ελλείψει της τήρησης νόμιμου τύπου και όχι σε λόγους που αφορούσαν την ύπαρξη της οφειλής. Η ακύρωση της αρχικής ανάκλησης της απόφασης του Γενικού Γραμματέα δεν κωλύει τον τελευταίο, εφόσον ακολούθησε τη νόμιμη διαδικασία, να προβεί εκ νέου σε ανάκληση της απόφασης περί υπαγωγής σε επένδυση, οπότε και γεννάται (εκ νέου) η υποχρέωση της εταιρίας να αποδώσει το ποσό της επιχορήγησης. Επομένως, δεν συντρέχει δεδικασμένο και ο σχετικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ομοίως απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός περί παραγραφής, καθόσον χρόνος τέλεσης της επίδικης πράξης είναι η 17-6-2014, όπως προκύπτει από τον οικείο πίνακα χρεών. Κατόπιν τούτων, πρέπει να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος της πράξης που του αποδίδεται.". Στη συνέχεια, το ανωτέρω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για το αδίκημα της παράβασης του αρθ. 25 παρ. 1β Ν.1882/1990 και αφού του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του άρ. 84 παρ.2 β ΠΚ, του επέβαλε ποινή φυλάκισης δώδεκα (12)μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς πέντε (5)ευρώ ημερησίως, με το ακόλουθο, κατά πιστή μεταφορά, διατακτικό:

"ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο Κ. Κ. του Δ. ένοχο του ότι: στην ... Έβρου, την ... 2014, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν. 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα (150.000,00) ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της εταιρίας με την επωνυμία "...", με ΑΦΜ ..., της οποίας τυγχάνει Διευθύνων Σύμβουλος, διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη Δ.Ο.Υ. ..., όπως ακριβώς αναφέρονται στο συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ. (αριθμ. ειδ. Βιβλίου .../2013) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την με αριθμό "πρωτοκόλλου από 17-9-2013 Αίτηση Ποινικής Δίωξης του Προϊσταμένου της ανωτέρω Δ.Ο.Υ., όπως κατωτέρω επισυνάπτεται, ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό των (1.069.558,37) €, που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο.
Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου για την ανωτέρω πράξη την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93παρ3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτουν τα εξής:Στο σκεπτικό αυτής αναφέρεται μεταξύ των άλλων ότι: "ο κατηγορούμενος ο οποίος τυγχάνει Διευθύνων Σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...", και ενώ σε βάρος της ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας βεβαιώθηκαν διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη Δ.Ο.Υ. ..., όπως ακριβώς αναφέρονται στον με αριθμό ειδ. Βιβλίου .../2013 πίνακα χρεών της ανωτέρω Δ.Ο.Υ. ο οποίος παρατίθεται κατωτέρω στο διατακτικό της παρούσας και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής, με την προαναφερομένη ιδιότητά του, με πρόθεση δεν κατέβαλε ποσό των 1.069.558,37 ευρώ, που αφορά βεβαιωμένα χρέη προς το Δημόσιο. Ήδη, κατ' εφαρμογή του άρθρου 469 ΠΚ, από τον ως άνω πίνακα αφαιρούνται οι εγγραφές 2 και 3 και το χρέος ανέρχεται πλέον στο ποσό των 975.040,93 ευρώ. Στην ανωτέρω πράξη προέβη ο κατηγορούμενος, ενώ γνώριζε την οφειλή του και την προθεσμία εντός της οποίας όφειλε να καταβάλει τα σχετικά ποσά του χρέους". Ακολούθως, στο διατακτικό αναφέρεται ότι τον κηρύσσει ένοχο του ότι "ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της εταιρίας με την επωνυμία "...", με ΑΦΜ ..., της οποίας τυγχάνει Διευθύνων Σύμβουλος, διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη Δ.Ο.Υ. ...,, ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό των (1.069.558,37) €, για χρέη υπέρ του Δημοσίου στη Δ.Ο.Υ. ..., όπως ακριβώς αναφέρονται στο συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ. (αριθμ. ειδ. Βιβλίου .../2013) που συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την με αριθμό " πρωτοκόλλου από 17-9-2013 Αίτηση Ποινικής Δίωξης του Προϊσταμένου της ανωτέρω Δ.Ο.Υ., για το ποσό των (1.069.558,37) € συνολικά, στον οποίο περιλαμβάνονται και τα χρέη που αφορούν οι εγγραφές 2 και 3 ποσών 5620,74 ευρώ και 88.886,70 ευρώ αντίστοιχα (αφορούν ΦΠΑ),τα οποία κατά το σκεπτικό είχαν αφαιρεθεί κατ' εφαρμογή του άρθρου 469 ΠΚ., και το χρέος ανερχόταν κατά μεν το σκεπτικό σε 975.040,93 ευρώ κατά δε το διατακτικό σε 1.069.558,37 €. Από τα ανωτέρω εκτιθέμενα προκύπτει ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ των παραδοχών του σκεπτικού και του διατακτικού για το ίδιο ζήτημα (ύψος του χρέους)και συγκεκριμένα όπως προεκτέθηκε, ενώ στο σκεπτικό κατ' εφαρμογή του άρθρου 469 ΠΚ αφαιρούνται τα χρέη που αφορούν οι εγγραφές 2 και 3 του πίνακα χρεών της ΔΥΟ ... που επισυνάπτεται ποσών 5.620.74 και 88.886,70 ευρώ αντίστοιχα, και, σαφώς αναφέρεται ότι το ύψος του συνολικού χρέους ανέρχεται μετά ταύτα στο ποσό των 975.040,93 ευρώ, (παρότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα φορολογικής διαδικασίας, μη υπαγόμενα, το μεν υπ' αριθμ 2 χρέος του πίνακα λόγω ποσού ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος και λόγω μη στοιχειοθέτησης της υποκειμενικής υποστάσεως του συγκεκριμένου αδικήματος το υπ' αριθμ 3 του πίνακα χρέος, η μη πληρωμή τους όμως στοιχειοθετεί, κατά τα προαναφερθέντα την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25 Ν. 1882/90, εφόσον αυτά συναθροιζόμενα με το με αριθμό 1 του πίνακα χρέος ποσού 973.654,43 ευρώ, σχηματίζουν το διαγραφομένο για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που προβλέπεται στο άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 ποσοτικό όριο), στο διατακτικό συνυπολογίζονται και συναθροίζονται και τα ποσά αυτά και κηρύσσεται ένοχος για το ποσό των 1.069.558,37 ευρώ. Η αντίφαση αυτή μεταξύ των παραδοχών του σκεπτικού και του διατακτικού για το ίδιο ζήτημα ως προς το ύψος του χρέους, αφορά στην ταυτότητα της εγκληματικής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, ήτοι στην πραγματική έκτασή της που συναρτάται με τις επιμέρους πράξεις της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτού Κατόπιν των ανωτέρω, προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ως εκ τούτου νόμιμης βάσης, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου. Επομένως οι σχετικοί λόγοι αναίρεσης είναι βάσιμοι, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων αναίρεσης. Το ως άνω ένδικο ενοποιημένο χρέος, όπως προκύπτει από τον πίνακα χρεών που είναι αναπόσπαστο τμήμα του διατακτικού της προσβαλλομένης απόφασης, είχε χρόνο τέλεσης την ... του έτους 2014, που συμπίπτει με τη συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο ταμειακής βεβαίωσης του μερικότερου χρέους με την εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του σχετικού πίνακα χρεών, ο οποίος χρόνος καλύπτει, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν και τους αντίστοιχους χρόνους των υπολοίπων χρεών που έχουν προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις.

Συνεπώς, από τον άνω χρόνο τέλεσης (17-6-2014) μέχρι τη συζήτηση της υποθέσεως (20-9-2022) παρήλθε χρόνος μείζων της οκταετίας, που είναι ο πενταετής χρόνος παραγραφής των πλημμελημάτων, προσαυξημένος κατά τρία έτη που είναι ο χρόνος αναστολής της προθεσμίας παραγραφής αυτών (ΑΠ 138/2020,ΑΠ1229/2019). Έτσι το αξιόποινο της πράξεως αυτής έχει εξαλειφθεί λόγω της παραγραφής. Κατ' ακολουθίαν, επειδή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχει δε και ένα τουλάχιστον παραδεκτό λόγο αναιρέσεως,, θα πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατ' αρθ 511 ΚΠΔ και να παύσει οριστικά η κατά του αναιρεσείοντος ασκηθείσα ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, όπως αυτή περιγράφεται λεπτομερώς στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ' αριθ. 622/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης
Παύει οριστικά λόγω παραγραφής την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του αναιρεσείοντος Κ.... Κ. του Δ., κατοίκου ..., για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, ήτοι ότι αυτός "στην ... Έβρου, την ... 2014, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν. 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα (150.000,00) ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της εταιρίας με την επωνυμία "...", με ΑΦΜ ..., της οποίας τυγχάνει Διευθύνων Σύμβουλος, διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη Δ.Ο.Υ. ..., όπως ακριβώς αναφέρονται στο συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ. (αριθμ. ειδ. Βιβλίου .../2013) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την με αριθμό "πρωτοκόλλου από 17-9-2013 Αίτηση Ποινικής Δίωξης του Προϊσταμένου της ανωτέρω Δ.Ο.Υ., δεν κατέβαλε το ποσό των (1.069.558,37) €, που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο".

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 2023.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Και τούτης αποχωρήσασας από την υπηρεσία, η αρχαιότερη της συνθέσεως Αρεοπαγίτης και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Οκτωβρίου 2024.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή