
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 504 / 2025    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 504/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Λεπενιώτη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Οικονόμου-Εισηγήτρια, Δημήτριο Τράγκα, Κωστούλα Πρίγγουρη και Παρασκευή Τσούμαρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Ιανουαρίου 2025, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αναστάσιου Σκάρα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: Ι..Σ. - Μ. Α. του Ε., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, 2.Μ. Κ. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μάριο Σπανάκη, 3.Π. - Π. Π. του Μ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη και 4. Γ. Μ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Καντιάνη, για αναίρεση της απόφασης 7/2023 του Πενταμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου. Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ" ως ειδικός εκκαθαριστής του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία "... Υπό Ειδική Εκκαθάριση", η οποία εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Τσουμάνη. Το Πενταμελές Εφετείο Βορείου Αιγαίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και oι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις: α) από 31.8.2023 αίτηση αναιρέσεως που κατατέθηκε με αρ. πρωτ. ...2023 των αναιρεσειόντων Σ.-Μ. Α. και Π.-Π. Π., β) από 31.8.2023 αίτηση αναιρέσεως που κατατέθηκε με αρ. πρωτ. ...2023 και τους από 24.10.2023 πρόσθετους λόγους αυτής του αναιρεσείοντος Μ. Κ. και γ) από 25.7.2023 αίτηση του αναιρεσείοντος Γ. Μ., που κατατέθηκε με αρ.πρωτ....2023, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 769/23.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι του 2ου αναιρεσείοντος και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: 1) Η από 1-8-2023 αίτηση - δήλωση των: α) Π. - Π. Π. του Μ., κατοίκου ... και β) Σ. - Μ. Α. του Ε., κατοίκου ..., που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, την 1-9-2023, 2) Η από 1-8-2023 αίτηση - δήλωση του Μ. Κ. του Π., κατοίκου ..., που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στις 3-8-2023, 3) το από 24-10-2023 δικόγραφο Προσθέτων Λόγων του προαναφερομένου, που κατατέθηκε στη Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, στις 17-11-2023 και 4) Η από 25-7-2023 αίτηση - δήλωση του Γ. Μ. του Δ., κατοίκου ..., που επιδόθηκε αυθημερόν στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της με αρ. 7/2-3-2023 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου (καταχωρηθείσα στο ειδικό βιβλίο στις 12-7-2023), με την οποία καταδικάστηκαν σε β'βαθμό, οι τρεις πρώτοι, για κατ' εξακολούθηση και κατά συναυτουργία τελεσθείσα κακουργηματική απιστία (άρθρο 390 παρ.1β'-α' ΠΚ), στις αναφερόμενες σ'αυτή ποινές φυλάκισης, με τριετή αναστολή και ο τέταρτος, για ηθική αυτουργία σε κακουργηματική απιστία κατ'εξακολούθηση και κατά συναυτουργία, (άρθρα 46 παρ.1 και 390 παρ.1β'-α' ΠΚ), στην αναφερόμενη σ'αυτή ποινή φυλάκισης, μετατραπείσα σε χρηματική ποινή. Οι ανωτέρω αιτήσεις και πρόσθετοι λόγοι ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχουν λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α', Δ', Ε' και Θ' του ΚΠΔ (άρθρα 462, 464, 466, 473 παρ.2 και 3, 474 παρ.1 και 4, 504 παρ.1 εδ.α' και 509 ΚΠΔ). Επομένως, είναι παραδεκτοί και πρέπει να ερευνηθούν ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.
Ι) Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ.α' του Κ.Π.Δ., απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας ακόμη και στον Άρειο Πάγο και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, προκαλείται και όταν δεν έχουν τηρηθεί οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του οργανισμού δικαστηρίων και κώδικα δικαστικών λειτουργών και του κώδικα ποινικής δικονομίας, για ακυρότητα εξ αιτίας κακής σύνθεσής του. Τοιαύτη ακυρότητα προκαλείται και όταν στη σύνθεση του δικαστηρίου συμμετέχουν δικαστικά πρόσωπα, που είναι εξαιρετέα κατά τις διατάξεις των άρθρων 14 και 15 ΚΠΔ. Εξάλλου, στις διατάξεις του άρθρου 14 του ΚΠΔ, αναφέρονται οι λόγοι αποκλεισμού δικαστικών προσώπων από την άσκηση δικαιοδοτικών έργων στην ίδια ποινική υπόθεση, καθώς και από τη σύμπραξή τους στην έκδοση ποινικής αποφάσεως, ενώ, ειδικότερα, στην παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου ορίζεται ότι ο δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση απόφασης, κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση ή αναίρεση, αποκλείεται να δικάσει στις δύο τελευταίες περιπτώσεις. Από την τελευταία αυτή διάταξη σε συνδυασμό με τις λοιπές διατάξεις των παρ. 1 και 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, προκύπτει ότι δεν αποκλείεται ο δικαστής από την άσκηση των δικαστικών του καθηκόντων σε ποινική υπόθεση, όταν έχει δικάσει σε πρώτο ή σε δεύτερο βαθμό άλλες συναφείς με αυτή υποθέσεις, που έχουν την ίδια ιστορική αιτία, έστω και αν αφορούν τον ίδιο κατηγορούμενο. Ο σχετικός λόγος αποκλεισμού δημιουργείται, κατά το άρθρο 14 παρ. 3, όταν πρόκειται να δικάσει την έφεση ή την αναίρεση, που ασκήθηκε κατά της απόφασης, στην έκδοση της οποίας συνέπραξε. Εξάλλου, με το άρθρο 15 του ίδιου Κώδικα, προβλέπεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου και των λοιπών αναφερόμενων σ' αυτό παραγόντων της δίκης, να ζητήσουν την εξαίρεση των δικαστικών προσώπων, αν υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους. Με τη διάταξη αυτή εξασφαλίζεται το δικαίωμα του προσώπου να δικασθεί η υπόθεσή του με δίκαιο τρόπο, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, σύμφωνα με την αρχή της δίκαιης δίκης, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου, η οποία επικυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974. Οι υπόνοιες μεροληψίας, κατά την σαφή έννοια της διάταξης του άρθρου 15 ΚΠΔ, πρέπει να στηρίζονται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, ικανά να δικαιολογήσουν αντικειμενικά και μάλιστα εμφανώς και όχι υποκειμενικά, κατά την αντίληψη του αιτούμενου την εξαίρεση, δυσπιστία για την αμεροληψία του δικαστικού προσώπου, τέτοια δε γεγονότα δεν μπορεί να θεωρηθούν, δυσμενείς, σε σχέση με τις απόψεις εκείνου που ζητεί την εξαίρεση, κρίσεις ή νομικές γνώμες, που εξέφρασε το δικαστικό πρόσωπο κατά την εκτέλεση των δικαστικών καθηκόντων του (Α.Π 504/2021, ΑΠ 69/2018, ΑΠ 578/2017, ΑΠ 231/2005, ΑΠ 84/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι τρεις πρώτοι αναιρεσείοντες, με τον 1ο λόγο των αιτήσεων αναιρέσεώς τους, διατείνονται ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την συμπροσβαλλόμενη παρεμπίπτουσα απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αίτηση που υπέβαλαν παραδεκτά, για εξαίρεση των δύο εκ των δικαστών της συνθέσεως του δικάζοντος Δικαστηρίου λόγω υπονοιών μεροληψίας τους, υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες: α) της έλλειψης της απαιτούμενης από το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και β) της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, κατ'άρθρο 171 παρ.1α' ΚΠΔ λόγω κακής συνθέσεως του Δικαστηρίου και παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητάς τους ως στοιχείου διεξαγωγής δίκαιης δίκης κατ'άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ.
Από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά την εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και συγκεκριμένα, την παραμονή της ορισθείσας μετά από προηγούμενη διακοπή, νέας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, για τις 31 Ιανουαρίου 2023, οι συνήγοροι των ανωτέρω αναιρεσειόντων και τότε κατηγορουμένων - εκκαλούντων, εγχείρισαν στην Εισαγγελέα της έδρας, έχοντας προς τούτο σχετική εξουσιοδότηση των εντολέων τους, την από 30-1-2023 αίτηση για εξαίρεση των μελών της συνθέσεως του δικάζοντος Δικαστηρίου, Μαρίας Κατέχη και Στυλιανής Σπυριδωνίδου, Εφετών Βορείου Αιγαίου, εξαιτίας συνδρομής στο πρόσωπό τους λόγων που μπορούσαν να δικαιολογήσουν υπόνοιες μεροληψίας, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σ'αυτή. Την ως άνω δε αίτηση, παραδεκτώς ασκηθείσα κατ'άρθρο 16 παρ.1 και 2 γ'ΚΠΔ εισήγαγε η Εισαγγελέας στο Δικαστήριο την επομένη, κατά την έναρξη της συνεδρίασης ( 31 -1-2023). Κατόπιν τούτου, το Δικαστήριο διέκοψε για λίγα λεπτά τη συνεδρίαση και μετά τη διακοπή, επανήλθε στην έδρα, χωρίς να συμμετέχουν στη σύνθεσή του οι ανωτέρω δύο Εφέτες, τις οποίες αντικατέστησαν οι νόμιμες αναπληρώτριες αυτών, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, Εφέτης Πειραιώς και Σοφία Τσιβούλη, Εφέτης Βορείου Αιγαίου και επαναλήφθηκε νομότυπα η συνεδρίαση, προκειμένου το Δικαστήριο να εκδικάσει την αίτηση εξαιρέσεως. Στη συνέχεια, οι συνήγοροι των κατηγορουμένων, ανέπτυξαν προφορικά την αίτηση και κατέθεσαν σχετικό γραπτό σημείωμα στα πρακτικά, στο οποίο εκτίθενται, κατά το πραγματικό του μέρος, τα ακόλουθα: <<... όπως προκύπτει από το απόσπασμα της υπ'αριθμ. 18/10-02-2022 έως 12-1-2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου, οι ανωτέρω δύο (2) εφέτες α) Μαρία Κατέχη, Εφέτης του Εφετείου Βορείου Αιγαίου και β) Στυλιανή Σπυριδωνίδου, Εφέτης του Βορείου Αιγαίου, συμμετείχαν στη σύνθεση του Δικαστηρίου και με την απόφαση αυτών, όπως και του τρίτου μέλους της συνθέσεως, κηρυχθήκαμε: α) ένοχοι για την πράξη από κοινού ως προς την πράξη της συμβασιοποίησης των επιταγών πράξη που έγινε από τον Μάιο του 2004 έως τον Νοέμβριο του 2004, πράξεις οι οποίες είναι ίδιες (κακουργηματική απιστία) με αυτές για τις οποίες κατηγορούμαστε στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης που εκδικάζεται ενώπιον του Δικαστηρίου Σας ( έφεσή μας κατά της υπ'αριθμ. 124/2018/27-09-2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Βορείου Αιγαίου, παραπομπή μας, βάσει του υπ'αριθμ. 58/2015 Βουλεύματος) τα περιστατικά ταυτίζονται κατά τόπο και χρόνο (έγκριση σύναψης συμβάσεων χορήγησης πιστώσεων από Μάιο του 2004 έως Νοέμβριο του 2004) και διαφοροποιούνται μόνο τα ονόματα των δανειοληπτών, ενώ πρόκειται ουσιαστικά για την ίδια υπόθεση. Έχουμε δηλαδή ουσιαστικά περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 14 παρ.3 του ΚΠΔ, καθώς οι ανωτέρω δύο (2) Εφέτες έχουν συμπράξει στην έκδοση απόφασης (επί της ίδιας ουσιαστικά υπόθεσης), κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση.
Συνεπώς, ως προς τις ανωτέρω δύο (2) εφέτες, τίθεται προφανές θέμα αμφισβήτησης της αντικειμενικής και ανεπηρέαστης κρίσης τους και τίθεται σε αμφιβολία η ανεξαρτησία και αμεροληψία τους, καθώς: α) έχουν εκφράσει γνώμη επί όμοιας (και όχι απλώς συναφούς) υπόθεσής μας και υπάρχει σε εμάς η βεβαιότητα (και όχι απλά η αμφιβολία) ότι δεν θα έχουν ελεύθερη κρίση (βλ. ΑΠ 1401/2019), β) έχουν προβεί σε λεπτομερή αξιολόγηση του ρόλου μας και έχουν ήδη μετά βεβαιότητος, καταλήξει σε προειλημμένη άποψη για την ενοχή μας [βλ. Απόφαση ΕΔΔΑ επί υπόθεσης Meng κατά Γερμανίας της 16.02. 2021(αρ. προσφ. 1128/17)] γ) έχουν υιοθετήσει το εσφαλμένο σκεπτικό της υπ'αριθμ. 124/2018/27-09-2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Βορείου Αιγαίου, παρά το γεγονός ότι ως προς εμάς η απόφαση αυτή δεν είναι αμετάκλητη, και προφανώς, αν δεν εξαιρεθούν θα το πράξουν ξανά. Είναι προφανές λοιπόν ότι οι ανωτέρω δύο (2) εφέτες έχουν ήδη λάβει την απόφασή τους, όσον αφορά εμάς, πριν ακόμη εκκινήσει η αποδεικτική διαδικασία και η απόφαση αυτή είναι καταδικαστική. Και τούτο όχι μόνο λόγω του ότι έχουν καταλήξει σε προειλημμένη άποψη για την ενοχή μας, αλλά διότι και προφανώς θα εμμείνουν στην άποψή τους περί ενοχής, παραμένοντας συνεπείς προς την ήδη εκφρασθείσα κρίση τους στην προηγούμενη υπόθεση, της οποίας την ορθότητα επιθυμούν να αποδείξουν. Επομένως δεν μπορούν να κρίνουν κατά τρόπο αντικειμενικό και ανεπηρέαστο>>. Μετά ταύτα και αφού η Πρόεδρος έδωσε το λόγο στην Εισαγγελέα, η οποία πρότεινε την απόρριψη της αίτησης ως αβάσιμης, καθώς και το λόγο στους συνηγόρους των κατηγορουμένων, οι οποίοι ζήτησαν να γίνει δεκτή, το Δικαστήριο εξέδωσε, μετά από μυστική διάσκεψη, την ταυτάριθμη με την προσβαλλόμενη, παρεμπίπτουσα απόφαση, με την οποία απέρριψε την αίτηση. Στο σκεπτικό της ως άνω απόφασης, μετά από παράθεση νομικών σκέψεων όμοιων με τις προεκτεθείσες νομικές σκέψεις της παρούσας απόφασης, εκτίθενται τα ακόλουθα: <<Στην προκειμένη περίπτωση, οι ανωτέρω δικαστές συμμετείχαν μεν σε συναφή υπόθεση με κατηγορουμένους τους έξι εν προκειμένω πρώτους κατηγορουμένους, άλλους όμως από τον παρόντα έβδομο κατηγορούμενο δανειολήπτες, γεγονός που δεν αποκλείει, σύμφωνα με τα ανωτέρω, την συμμετοχή τους στην παρούσα δίκη. Εξάλλου, στην ανωτέρω αίτηση πλην του γεγονότος ότι οι ανωτέρω δικαστικοί λειτουργοί συμμετέχουν σε άλλη συναφή δίκη, δεν διαλαμβάνονται σε αυτή τα αναγκαία προς τούτο στοιχεία, τα οποία είναι ικανά να προκαλέσουν, έστω και υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή δεν εκτίθενται συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία να δικαιολογούν εμφανώς τη δυσπιστία για την αμεροληψία των αναφερομένων δικαστικών προσώπων, ούτε δε αποδείχθηκαν και τέτοια στοιχεία, ήτοι ότι οι ανωτέρω δικαστικοί λειτουργοί δεν θα ασκήσουν απροκατάληπτα και αμερόληπτα το υπηρεσιακό τους καθήκον. Ως εκ τούτου δεν προκύπτει κίνδυνος δημιουργίας υπονοιών μεροληψίας στο πρόσωπό τους, αφού επιπλέον δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση με τα διάδικα μέρη.
Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η αίτηση εξαίρεσης των ανωτέρω Δικαστικών Προσώπων>>. Με τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, διέλαβε την απαιτούμενη από το νόμο, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την απόρριψη της αιτήσεως εξαιρέσεως, αφού εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα, και κατ'ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 14 και 15 ΚΠΔ, ότι μόνη η συμμετοχή των υπό εξαίρεση εφετών και η καταδικαστική κρίση την οποία εξέφεραν για τους αιτούντες -κατηγορουμένους, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, στην αναφερόμενη ετέρα, συναφή, ποινική δίκη [ κατά την οποία εκδικάσθηκε όμοια κατηγορία σε βάρος των αιτούντων - κατηγορουμένων, αλλά με πρόσωπα δανειοληπτών, διαφορετικά του νυν συγκατηγορουμένου τους, δανειολήπτη Γ.. Μ.], δεν μπορεί αντικειμενικά να στηρίξει υπόνοιες μεροληψίας, εφόσον δεν γίνεται επίκληση άλλων περιστατικών που μπορούσαν να δημιουργήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία των ανωτέρω δικαστών, ούτε αποδείχθηκαν τέτοια περιστατικά, καθώς και οποιαδήποτε σχέση αυτών, με τα διάδικα μέρη.
Συνεπώς, με την ανωτέρω αιτιολογημένη απόρριψη της αίτησης και την εκδίκαση στη συνέχεια της υπόθεσης από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την νομίμως ορισθείσα εξ αρχής, σύνθεση των τακτικών δικαστών αυτού, στην οποία συμμετείχαν και οι ανωτέρω εφέτες (Μαρία Κατέχη και Στυλιανή Σπυριδωνίδου), δεν προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω κακής συνθέσεως αυτού και δεν παραβιάσθηκε το τεκμήριο αθωότητας των αιτούντων - κατηγορουμένων, κατ'άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (και κατ'άρθρο 71 ΚΠΔ). Συνακόλουθα, ο 1ος λόγος των παραπάνω αιτήσεων αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α'και Δ' ΚΠΔ, είναι αβάσιμος.
ΙΙ) Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.3 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α'ΚΠΔ, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Τέτοια δε ακυρότητα υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του υποστηρίζοντος την κατηγορία οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την παράστασή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 66 του ΚΠΔ. Απόλυτη ακυρότητα επίσης επέρχεται και όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο διατύπωσης της παράστασης για υποστήριξη της κατηγορίας κατά το άρθρο 67 παρ.1 ΚΠΔ. Η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται από την μη υποβολή αντιρρήσεων κατά της παράνομης παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας, αν από την ίδια διαδικασία προκύπτει έλλειψη νομιμοποίησης, η οποία ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και οδηγεί στην απόρριψη της παράστασης αυτής ως απαράδεκτης. Άλλες ελλείψεις ή πλημμέλειες, που αφορούν στην παράσταση ή την εκπροσώπηση του υποστηρίζοντος την κατηγορία δεν ασκούν επιρροή στη νομιμότητα της παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας και δεν επιφέρουν απόλυτη ακυρότητα, αφού αυτές οι ελλείψεις ή πλημμέλειες θίγουν απλώς το συμφέρον του δικαιούχου και όχι του κατηγορουμένου, ούτε πλήττουν τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1699/2016, ΑΠ 909/2016). Εξάλλου, κατά τα άρθρα 63, 66, 67 και 82-84 του ΚΠΔ, νομιμοποιείται να παραστεί προς υποστήριξη της κατηγορίας κατά την ποινική διαδικασία εκείνος που δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση ή αποκατάσταση, ως παθών από το έγκλημα ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, τέτοιος δε είναι, όπως συνάγεται από τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ, μόνο εκείνος ο οποίος άμεσα ζημιώθηκε ή υπέστη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από αυτό. Το επιτρεπτό της παραστάσεως του υποστηρίζοντος την κατηγορία κρίνεται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο που διαλαμβάνει την άδικη πράξη, ενώ η ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως, από την αποδεικτική διαδικασία (ΑΠ 244/2023, ΑΠ 220/2019). Περαιτέρω, για την περίπτωση ζημιωθέντος νομικού προσώπου, σημειώνονται τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 72 του ΑΚ, <<Μόλις το νομικό πρόσωπο διαλυθεί, βρίσκεται αυτοδικαίως σε εκκαθάριση. Ωσότου περατωθεί η εκκαθάριση και για τις ανάγκες της θεωρείται ότι υπάρχει>>. Εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 145 παρ.1 και 2 του Ν.4261/2014 για τα πιστωτικά ιδρύματα, προβλέπεται ότι στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, αυτό τίθεται υποχρεωτικώς υπό ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, ότι τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος, κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης, αναλαμβάνει ειδικός εκκαθαριστής, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που ορίζεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος και ότι με απόφαση της ίδιας Τράπεζας μπορεί να εξειδικεύονται οι όροι εφαρμογής του ως άνω άρθρου. Περαιτέρω, στο άρθρο 1 παρ/φοι 1 και 2 της 180/2016 Απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΑΠΟΦ. 180/3 ΦΕΚ 717/2016: Κανονισμός ειδ. εκκαθάρισης πιστωτ.ιδρυμάτων κ.λπ.), με την οποία, σύμφωνα με το προοίμιό της, ασκείται η κανονιστική αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος εκ του άρθρου 145 παρ.2 Ν. 4261/2014, προβλέπεται ότι διαχειριστικό όργανο της ειδικής εκκαθάρισης πιστωτικού ιδρύματος είναι ο ειδικός εκκαθαριστής, ο οποίος επιλέγεται μεταξύ προσώπων αναγνωρισμένου κύρους και επαγγελματικής εμπειρίας σε τραπεζικά θέματα και στο άρθρο 2 αυτής ότι <<ο ειδικός εκκαθαριστής, αμελλητί μετά την κοινοποίηση σε αυτόν της απόφασης ορισμού του και καθόλη τη διάρκεια της ειδικής εκκαθάρισης λαμβάνει όλα τα αναγκαία εξασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η ακεραιότητα και να προστατευθεί η αξία της υπό ειδική εκκαθάριση περιουσίας>>. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας πιστωτικού ιδρύματος και θέσης αυτού υπό ειδική εκκαθάριση (η οποία δεν καταλύει τη νομική του προσωπικότητα) και εκπροσώπησης τούτου από ειδικό εκκαθαριστή, ο τελευταίος υπό την ιδιότητά του αυτή και στο πλαίσιο της λήψης, κατ'άρθρο 2 της ανωτέρω 180/2016 Απόφασης, των αναγκαίων μέτρων για τη διασφάλιση της αξίας της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος οφείλει να προβεί [και ανεξάρτητα από την μη ειδική περί τούτου πρόβλεψη, στις παραγράφους 2-6 του άρθρου 1 της ανωτέρω 180/2016 Απόφασης], τόσο σε υποβολή εγκλήσεως, σε περίπτωση τέλεσης αξιόποινης πράξης σε βάρος της περιουσίας του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, όσο και σε δήλωση στο ποινικό δικαστήριο παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας για την αξιόποινη πράξη. Επομένως, είναι νόμιμη η δήλωση παράστασης του υπό ειδική εκκαθάριση νομικού προσώπου πιστωτικού ιδρύματος, η οποία υποβάλλεται προς υποστήριξη της κατηγορίας, δια του εκπροσωπούντος αυτό ειδικού εκκαθαριστή του (ΑΠ 556/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον 2ο λόγο αναιρέσεως των δύο πρώτων αναιρεσειόντων και τον 3ο πρόσθετο λόγο του τρίτου αναιρεσείοντος, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για την αναιρετική πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, κατ'άρθρο 171 παρ.3 ΚΠΔ: α) λόγω μη νομότυπης παράστασης στο ακροατήριο του υποστηρίζοντος την κατηγορία και υπό ειδική εκκαθάριση τελούντος, πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία <<....>>, αφενός, διότι η σχετική δήλωση παράστασης διατυπώθηκε αορίστως [ήτοι χωρίς αναφορά στην αποδιδόμενη στους αναιρεσείοντες κατηγορία, στην προκληθείσα από τον καθένα τους ζημία, στο είδος και το ύψος της ζημίας που το πιστωτικό ίδρυμα υπέστη, καθώς και στους λόγους στους οποίους στηρίζεται η αστική του αξίωση] και αφετέρου, διότι παρέστη δια του ειδικού εκκαθαριστή του, για την υποστήριξη της κατηγορίας, χωρίς ο τελευταίος να νομιμοποιείται να παραστεί, δεδομένου ότι η δήλωση παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας, δεν εντάσσεται στους σκοπούς της ειδικής εκκαθάρισης των πιστωτικών ιδρυμάτων και δεν περιλαμβάνεται στις ρητώς προβλεπόμενες ενέργειες, στις οποίες οφείλει να προβεί ο ειδικός εκκαθαριστής, με την ως άνω ιδιότητα, σύμφωνα με τις 180/2016 και 182/2016 σχετικές αποφάσεις της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, και β) λόγω έλλειψης υποβολής σε βάρος τους εγκλήσεως εκ μέρους του ανωτέρω πιστωτικού ιδρύματος. Από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, υποβλήθηκε (όπως και πρωτοδίκως) δήλωση παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας, ως δικαιούμενου χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, του παθόντος πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία <<....>>, που εδρεύει στη ... και τέθηκε υπό ειδική εκκαθάριση με την 34/1/18.3.2012 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, δια της εκπροσωπούσας αυτό, ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία << ..., Ειδικός Εκκαθαριστής Πιστωτικών Ιδρυμάτων>> και τον διακριτικό τίτλο << ... Α.Ε.>>, η οποία εδρεύει στο ... και νομίμως εκπροσωπείται και η οποία διορίσθηκε ειδική εκκαθαρίστρια του ανωτέρω πιστωτικού ιδρύματος, με την ...2016 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος. Στη δήλωση αυτή αναφέρονται τα απαιτούμενα τυπικά νομιμοποιητικά της στοιχεία, οι αξιόποινες πράξεις για τις οποίες κατηγορήθηκε έκαστος των κατηγορουμένων, ότι η άμεση περιουσιακή ζημία του δηλούντος, η οποία προκλήθηκε από τις ανωτέρω πράξεις υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ και ανέρχεται σε 3.077.000 ευρώ, καθώς και ότι το πιστωτικό ίδρυμα υπέστη ηθική βλάβη από τις πράξεις αυτές, λόγω της μείωσης του κύρους, της φήμης του και της εν γένει πίστης του στην αγορά, ενώ για όλα τα ειδικότερα πραγματικά περιστατικά, τα οποία στοιχειοθετούν το πραγματικό της κατηγορίας και της ζημίας του, γίνεται επιτρεπτώς αναφορά στο με αρ. 58/2015 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Βορείου Αιγαίου (κατηγορητήριο), με το οποίο εισήχθη η κατηγορία στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθώς και στην πρωτοβάθμια καταδικαστική απόφαση (με αρ. 124/27-9-2019 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Β. Αιγαίου), με την οποία έγινε δεκτή η παράστασή του αυτή (βλ. πρακτικά συνεδριάσεως σελ. 2-9). Με αυτό το περιεχόμενο η ως άνω δήλωση, διαλαμβάνει όλα τα απαιτούμενα από τη διάταξη του άρθρου 84 ΠΚ στοιχεία, χωρίς να απαιτείται για το παραδεκτό αυτής η μνεία άλλων ειδικότερων στοιχείων. Εξάλλου, το δηλούν πιστωτικό ίδρυμα παραδεκτώς παρέστη προς υποστήριξη της κατηγορίας, δια της νομίμως εκπροσωπούσας αυτό ανωτέρω ειδικής εκκαθαρίστριας ανώνυμης εταιρείας, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην ανωτέρω νομική σκέψη, από τις διατάξεις του άρθρου 145 του Ν. 4261/2014, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της 180/2016 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, προκύπτει ότι δεν απαγορεύεται στον ειδικό εκκαθαριστή του πιστωτικού ιδρύματος να παραστεί στο ποινικό δικαστήριο, εκπροσωπώντας το εν λόγω ίδρυμα προς υποστήριξη της κατηγορίας, σε περίπτωση που προκλήθηκε ζημία του τελευταίου από την αξιόποινη πράξη, αντιθέτως, επιβάλλεται να παραστεί, στο πλαίσιο της λήψης των απαιτούμενων μέτρων, για τη διασφάλιση της αξίας της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος, στην οποία περιλαμβάνονται και το κύρος, η φήμη και η εν γένει πίστη του στην αγορά.
Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου, σχετικές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, είναι αβάσιμες. Περαιτέρω, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν και τα ακόλουθα: Η ποινική δίωξη σε βάρος των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων και των συγκατηγορουμένων τους για το ένδικο αδίκημα της απιστίας, ασκήθηκε αυτεπαγγέλτως, υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος ΠΚ, κατά τα σχετικώς προβλεπόμενα από τις διατάξεις αυτού. Κατά τη διάρκεια εκδίκασης της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η οποία άρχισε στις 20-9-2018 και συνεχιζόταν κατά την έναρξη ισχύος του νέου ΠΚ, την 1-7-2019, η ανωτέρω ειδική εκκαθαρίστρια του υποστηρίζοντος την κατηγορία πιστωτικού ιδρύματος, η οποία εκπροσωπήθηκε νόμιμα από τον εξουσιοδοτημένο προς τούτο Δημήτριο Ρούσση, υπέβαλε, υπό την ανωτέρω ιδιότητά της, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συνεδρίαση της 24ης -9-2019, δήλωση προόδου της δίκης κατ'άρθρο 464 του νΠΚ (βλ. σελ. 410 επ. πρακτικά συνεδριάσεως πρωτοβάθμιας απόφασης) και μετά ταύτα, η δίκη συνεχίστηκε κανονικά. Η τοιαύτη δήλωση, η οποία υποβλήθηκε από την ειδική εκκαθαρίστρια, νομότυπα κατά τα προεκτεθέντα και εντός της προβλεπόμενης από το ανωτέρω άρθρο τετράμηνης προθεσμίας από της ενάρξεως ισχύος του, επέχει θέση της απαιτούμενης από το άρθρο 405 παρ.1 του νΠΚ εγκλήσεως, για την ποινική δίωξη του αδικήματος αυτού. Επομένως η περί του αντιθέτου αιτίαση των ανωτέρω αναιρεσειόντων, ότι δεν υποβλήθηκε έγκληση για το ένδικο αδίκημα, είναι αβάσιμη. Τέλος, από τα ίδια ως άνω πρακτικά συνεδριάσεως προκύπτει ότι το δικάσαν Δικαστήριο με την ταυτάριθμη με την προσβαλλόμενη, απόφασή του, απέρριψε αιτιολογημένα την υποβληθείσα από τους αναιρεσείοντες ένσταση αποβολής του παρισταμένου πιστωτικού ιδρύματος προς υποστήριξη της κατηγορίας, με το ακόλουθο κατά το πραγματικό του μέρος σκεπτικό: <<... Στην προκειμένη περίπτωση το πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία <<...>>, δια του νομίμου εκπροσώπου του, ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία << ..., Ειδικός Εκκαθαριστής Πιστωτικών Ιδρυμάτων>> και τον διακριτικό τίτλο << ... Α.Ε.>>, ως ειδικής εκκαθαρίστριας με βάση την υπ'αριθμ. ...2016 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ ...2016, τεύχος Β'), δήλωσε ότι παρίσταται προς υποστήριξη της κατηγορίας, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τον αντίκτυπο που έχουν στην πίστη, το κύρος και τη φήμη της οι αξιόποινες πράξεις που τελέστηκαν σε βάρος της από τους κατηγορουμένους. Από το περιεχόμενο της απαιτήσεώς του προκύπτει ότι το δηλούν πιστωτικό ίδρυμα είναι αμέσως ζημιούμενο στις πράξεις της απιστίας κατά συναυτουργία με ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, της ηθικής αυτουργίας και της άμεσης συνέργειας στην πράξη αυτή, που αποδίδονται στους κατηγορουμένους. Σύμφωνα δε με τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη νομική σκέψη, το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα διατηρεί τη νομική προσωπικότητά του, παρά το γεγονός ότι τελεί υπό ειδική εκκαθάριση, εκπροσωπείται δε νομίμως από την ως άνω ειδική εκκαθαρίστρια ανώνυμη εταιρεία ως προς την παράσταση της πολιτικής αγωγής. Κατά συνέπεια νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει στο παρόν Δικαστήριο παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας των ως άνω αξιόποινων πράξεων. Στην έγγραφη εξάλλου, δήλωση περί παραστάσεως προς υποστήριξη της κατηγορίας του ανωτέρω πιστωτικού ιδρύματος, περιέχεται συνοπτική έκθεση της υπόθεσης και των λόγων στήριξης της κατηγορίας. Όσον αφορά το ιστορικό της υπόθεσης ευλόγως, λόγω του μεγάλου όγκου αυτού, γίνεται αναφορά στο περιεχόμενο του υπ'αριθμ. 58/2015 βουλεύματος δια του οποίου παραπέμφθηκαν οι κατηγορούμενοι και για ποια αιτία έναντι τρίτων , καθώς και στα όσα δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, γεγονός που δεν αφήνει αμφιβολία ως προς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η κατηγορία, ενώ πλέον τούτων στην ανωτέρω δήλωση παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας αναφέρεται ότι η υπόθεση εισήχθη την 20-8-2018 στο τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, ότι εκδικάστηκε και εκδόθηκε η υπ'αριθμ. 124/27-9-2019 απόφαση, για ποια αιτία οι κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν ένοχοι, καθώς και ότι κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η Τράπεζα είχε δηλώσει παράσταση για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τις πράξεις από τις πράξεις και παραλείψεις των κατηγορουμένων, συνισταμένης στη μείωση του κύρους, της φήμης και της πίστης της εν γένει στην αγορά, με επιφύλαξη να διεκδικήσει πέραν των 44 ευρώ που αιτούνταν, αποζημίωση και στα πολιτικά δικαστήρια, ότι ακόμη η τράπεζα ετέθη υπό ειδική εκκαθάριση και ότι διορίστηκε ειδικός εκκαθαριστής η ... Α.Ε και ότι η συνεταιριστική τράπεζα είναι δικαιούχος του δικαιώματος έγκλησης κατά την πράξη της απιστίας που διεπράχθη εις βάρος της από τους κατηγορουμένου, κατά το περιεχόμενο του βουλεύματος. Ενόψει αυτών, η ένσταση των 1ου, 2ου, 3ου, 4ου και 5ου κατηγορουμένων περί αποβολής της παρισταμένης για την υποστήριξη της κατηγορίας, πρέπει να απορριφθεί, όπως ορίζεται στο διατακτικό>>. Συνακόλουθα όλων των ανωτέρω, ο 2ος λόγος αναιρέσεως των δύο πρώτων αναιρεσειόντων και ο 3ος πρόσθετος λόγος του τρίτου αναιρεσείοντος, για αναιρετικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α'του ΚΠΔ, είναι αβάσιμοι.
ΙΙΙ) Κατά τη διάταξη του άρθρου 390 του ισχύσαντος μέχρι την 30-6-2019 ΠΚ, όπως το άρθρο αυτό έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 15 του Ν.3242/2004 << όποιος με γνώση ζημιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη) τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Εάν η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών >> [ Με το άρθρο 25 παρ.2 στοιχ.ε του Ν.4055/2012 αναπροσαρμόστηκε το πιο πάνω ποσό των 15.000 ευρώ στο ποσό των 30.000 ευρώ]. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 390 παρ.1 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ (Ν. 4619/2019), <<Όποιος κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης προκαλεί εν γνώσει του βέβαιη ζημία στην περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή>>. Από την αντιπαραβολή των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 390 παρ.1 εδ.β'-α' του νέου ΠΚ για την κακουργηματική απιστία, είναι επιεικέστερη, έναντι της προϊσχύσασας ως προς το ύψος της προκληθείσας ζημίας, αφού πλέον απαιτείται αυτή να υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 120.000 ευρώ, καθώς και ως προς το ότι η επέλευσή της πρέπει να είναι βέβαιη και να τελεί εν γνώσει και του στοιχείου τούτου ο δράστης, είναι όμως δυσμενέστερη, ως προς την ποινή, αφού εκτός από την στερητική της ελευθερίας ποινή κάθειρξης έως δέκα (10) έτη, προβλέπει και την επιβολή χρηματικής ποινής.
Συνεπώς, στις εκκρεμείς υποθέσεις για το ανωτέρω αδίκημα, για πράξεις που τελέστηκαν προ της ισχύος του νέου ΠΚ (ήτοι μέχρι 30-6-2019) εφαρμόζεται κατ'άρθρο 2 παρ.1 ΠΚ, η ανωτέρω νέα διάταξη ως ευμενέστερη ως προς τη νομοτυπική της μορφή και η προϊσχύσασα διάταξη ως ευμενέστερη ως προς την ποινή (ΑΠ 735/2023, ΑΠ 872/2021). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κακουργηματικής απιστίας, απαιτείται αντικειμενικώς: α) πρόσωπο που έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (εν όλω ή εν μέρει) της περιουσίας άλλου, ιδιότητα , η οποία μπορεί να πηγάζει από δικαιοπραξία ή εκ του νόμου (όπως στην περίπτωση διαχειριστή νομικού προσώπου) και υπάρχει στο δράστη κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης και β) πράξη ή παράλειψη προκαλούσα βέβαιη ζημία στην περιουσία άλλου, η οποία να υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, η πράξη δε αυτή να εμφανίζεται ως εξωτερική, να είναι δικαιοπρακτικού χαρακτήρα και να επιφέρει την ανωτέρω ζημία στην ξένη περιουσία, χωρίς όμως σκοπό ιδιοποίησης, γιατί τότε πρόκειται για υπεξαίρεση (ΑΠ 532/2011). Ως περιουσία νοείται η κινητή ή ακίνητη, την οποία ο δράστης διαχειρίζεται ή έχει την επιμέλεια της, η δε ζημία μπορεί να είναι θετική ή αποθετική. Συνιστά δε ζημία και η διακινδύνευση, η οποία πρέπει να προκαλείται με την κατάχρηση της παραπάνω εξουσίας του δράστη και δεν αίρεται η ζημία εκ του ότι ο ζημιωθείς έχει αξίωση αποζημίωσης. Ειδικότερα, διαχειριστής ξένης περιουσίας είναι εκείνος που ενεργεί όχι απλώς "υλικές" πράξεις, αλλά "νομικές" διαχειριστικές πράξεις επί της ξένης περιουσίας, έχοντας δυνατότητα πρωτοβουλίας λήψης αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη του ιδίου. Η εξουσία του διαχειριστή μπορεί να θεμελιώνεται στο νόμο ή τη σύμβαση. Σύμφωνα με την επικρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία του Α.Π. θεωρία της καταχρήσεως, η εγκληματική συμπεριφορά πραγματώνεται, όταν ο διαχειριστής καταχράται της προς τρίτους αντιπροσωπευτικής εξουσίας του, ήτοι, εν γνώσει του υπερβαίνει τα όρια της επιτρεπτής έννομης δράσης του, τα οποία οφείλει να τηρεί στα πλαίσια της αντιπροσωπευτικής του εξουσίας, παραβαίνοντας τους κανόνες επιμελούς διαχείρισης. Τους τελευταίους (κανόνες) προσδιορίζει ο νόμος, η σύμβαση μεταξύ του κυρίου της περιουσίας και του διαχειριστή (π.χ σύμβαση εντολής, σύμβαση χρηματιστηριακής παραγγελίας κ.λ.π.), οι στόχοι της διαχείρισης και οι διαμορφούμενοι στις συναλλαγές κανόνες επιμέλειας. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που πρέπει να είναι άμεσος, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του παραπάνω άρθρου, "με γνώση", ήτοι πρόκειται για έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση επαγωγής της ζημίας, δηλαδή της βλάβης της περιουσίας, ενώ τα κίνητρα και ο περαιτέρω σκοπός είναι αδιάφορα και δεν απαιτείται σκοπός οφέλους, όπως νοσφισμού (ΑΠ 1133/2023, ΑΠ 261/2022, ΑΠ 203/2020, ΑΠ 593/2019). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του προϊσχύσαντος ΠΚ, όμοια με αυτή της παρ. 1 του άρθρου 46 του ισχύοντος ΠΚ, κατά την οποία << με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε>>, προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας, απαιτείται αντικειμενικά η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της απόφασης να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία ο τελευταίος και τέλεσε. Η πρόκληση της απόφασης αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως με συμβουλές, απειλή, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητάς του και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό, υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού ότι προκαλεί σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξης, στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξης αυτής μέχρι λεπτομερειών. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 98 του ΠΚ, προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδεόμενες μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως (ΑΠ 561/2018).
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ'αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, δηλαδή άμεσος δόλος ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω "σκοπού" (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στα στοιχεία αυτά. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί αυτά να αναφέρονται κατ" είδος γενικώς, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών και χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται από ποιο συγκεκριμένα αποδεικτικό μέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων), ούτε απαιτείται να ορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπ' όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά κατ' επιλογήν, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 § 1 και 178 ΚΠΔ. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες Π.. Π. και Σ.. Α. με τους 3ο, 4ο και 5ο λόγους αναιρέσεώς τους και ο αναιρεσείων Μ.. Κ. με τους 2ο κύριο λόγο και 2ο πρόσθετο λόγο αναιρέσεώς του, αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση: α) έλλειψη της επιβαλλόμενης από το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την στοιχειοθέτηση της ενοχής τους (ήτοι τον άμεσο δόλο τους ως προς την παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης, το βέβαιο της ζημίας της Συνεταιριστικής Τράπεζας και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της επιδειχθείσας πλημμελούς διαχείρισης και της προκληθείσας ζημίας), καθώς και ως προς τα αποδεικτικά μέσα, λόγω λήψης υπόψη επιλεκτικώς μόνον ορισμένων από αυτά και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 390 παρ.1 β'- α'του ΠΚ, λόγω εκ πλαγίου παραβίασης της διάταξης αυτής. Επίσης, ο αναιρεσείων Γ.. Μ. με τον 1ο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεώς του αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις ίδιες ως άνω αναιρετικές πλημμέλειες λόγω ελλιπούς και ασαφούς αιτιολόγησης της ενοχής του και ειδικότερα του στοιχείου της πρόκλησης βέβαιης ζημίας στην Τράπεζα, καθώς και του τρόπου και των μέσων, με τα οποία προκάλεσε ως ηθικός αυτουργός την απόφαση, στον συγκατηγορούμενό του Μ. Π., να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και ως προς την μη λήψη υπόψη όλων των καταθέσεων των εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Πενταμελές Εφετείο Βορείου Αιγαίου, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του και μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των εισφερθέντων αποδεικτικών μέσων που κατ'είδος, μνημονεύει ( ήτοι ένορκες καταθέσεις εξετασθέντων μαρτύρων, αναγνωσθέντα έγγραφα και πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, απολογίες παρόντων κατηγορουμένων), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με την από 5-4-1995 ιδρυτική συνέλευση συστήθηκε πιστωτικός συνεταιρισμός με την επωνυμία "...", ο οποίος θα λειτουργούσε ως πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία "....", βάσει αδείας της Τράπεζας της Ελλάδος σύμφωνα με τον νόμο 2076/1992, με έδρα ... και αόριστη διάρκεια ζωής. Ο Συνεταιρισμός αυτός είχε κυρίως οικονομικούς σκοπούς και απέβλεπε, στα πλαίσια του αμιγώς πιστωτικού σκοπού, στην οικονομική ανάπτυξη των μελών του. Μετά την μετατροπή του σε πιστωτικό ίδρυμα, στις δραστηριότητές του προστέθηκαν αυτομάτως όλες οι τραπεζικές εργασίες που (τηρουμένων των νόμων και των σχετικών αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος) επιτρέπεται να διεξάγονται από τους πιστωτικούς συνεταιρισμούς που αποκτούν και την ιδιότητα του "Πιστωτικού Ιδρύματος". Στο συνολικό μετοχικό κεφάλαιο του εν λόγω Συνεταιρισμού συμμετείχαν και οι εξής φορείς (ΟΤΑ): Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση ..., με ποσοστό 2,89%, Δήμος Λουτρόπολης Θερμής, με ποσοστό 0,06%, Δήμος Αγίας Παρασκευής με ποσοστό 0,03%, Δήμος ..., με ποσοστό 0,17%, Δήμος Μανταμάδου, με ποσοστό 0,03%, Δήμος ..., με ποσοστό 0,15%, Δήμος Ερεσού, με ποσοστό 0,05%, Δήμος Μηθύμνης με ποσοστό 0,01% και Δήμος Αγιάσου, με ποσοστό 0,04%. Με βάση το άρθρο 11 του Καταστατικού, Τη διοίκηση του Συνεταιρισμού ασκούσε το διοικητικό συμβούλιο, το οποίο απαρτιζόταν από εννέα (9) συνεταίρους, οι οποίοι εκλέγονταν από την Τακτική Γενική Συνέλευση και η θητεία τους ήταν τριετής. Το διοικητικό συμβούλιο ήταν αρμόδιο για κάθε πράξη που αφορούσε στη διοίκηση και εκπροσώπηση του Συνεταιρισμού, καθώς και στη διαχείριση της περιουσίας του και επίσης αποφάσιζε για όλα τα ζητήματα που αφορούσαν τον Συνεταιρισμό μέσα στα πλαίσια του σκοπού του, με εξαίρεση εκείνα που, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό, ανήκαν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Γενικής Συνέλευσης. Σύμφωνα με το άρθρο 13 § 3 του Καταστατικού, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όφειλαν να καταβάλουν την επιμέλεια που κατέβαλαν στις δικές τους υποθέσεις και να προστατεύουν τα συμφέροντα του συνεταιρισμού, με όλα τα νόμιμα μέσα που προσφέρονται. Στις αρμοδιότητες του διοικητικού συμβουλίου περιλαμβάνονταν, εκτός των άλλων, και ο καθορισμός όρων και προϋποθέσεων χορήγησης δανείων. Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου εκπροσωπούσε δικαστικά και εξώδικα το Συνεταιρισμό, μαζί με τον γραμματέα ή τον ταμία σε θέματα χρηματικής διαχείρισης, υπέγραφε δε τα έγγραφα του Συνεταιρισμού, εκτός αν το διοικητικό συμβούλιο αποφάσιζε διαφορετικά. Εισηγητής των θεμάτων στο διοικητικό συμβούλιο ήταν ο πρόεδρος ή ο νόμιμος αναπληρωτής του, όταν κωλυόταν ή απουσίαζε, ήταν όμως δυνατόν οι εισηγήσεις να γίνονται και από άλλο μέλος ή από υπάλληλο του συνεταιρισμού που θα όριζε ο πρόεδρος. Σύμφωνα με το άρθρο 36 του Καταστατικού ο Συνεταιρισμός θα χορηγούσε δάνεια στα μέλη του και μόνο υπέρ αυτών θα παρείχε εγγυήσεις, ασφάλειες και άλλες οικονομικές διευκολύνσεις, το ύψος δε των διευκολύνσεων θα καθοριζόταν σύμφωνα με τα εκάστοτε καθοριζόμενα από τις σχετικές αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος. Για τα χορηγούμενα δάνεια ο Συνεταιρισμός θα διασφαλιζόταν, κατά την κρίση του διοικητικού συμβουλίου, με προσωπική εγγύηση ενός ή περισσότερων φερέγγυων προσώπων, με ενεχυρίαση καταθέσεων, τίτλων του Ελληνικού δημοσίου και επιταγές ελεγμένης φερεγγυότητας, με ενέχυρο εισηγμένων στο χρηματιστήριο μετοχών και με πρώτη προσημείωση υποθήκης ή με πρώτη υποθήκη σε ακίνητα, η αξία των οποίων, προσδιοριζόμενη από όργανα της εμπιστοσύνης του Συνεταιρισμού, θα ήταν κατά 50% τουλάχιστον μεγαλύτερη του αντίστοιχου δανείου, ασφάλειας κλπ. Η επιλογή των παρεχόμενων διασφαλίσεων θα γινόταν από το διοικητικό συμβούλιο ή, κατόπιν εξουσιοδότησης του, από υπηρεσιακά στελέχη του Συνεταιρισμού. Η Συνεταιριστική Τράπεζα άρχισε να λειτουργεί την 17- 11-1999 και διέθετε ιδιόκτητο κτίριο ..., όπου στεγαζόταν το κεντρικό της κατάστημα, ενώ διέθετε δύο υποκαταστήματα στην ... και στην ..., καθώς και έξι θυρίδες, στην ..., στο ..., ..., ..., ... και .... Το Φεβρουάριο του έτους 2004 διενεργήθηκε στη Συνεταιριστική Τράπεζα έλεγχος από κλιμάκιο επιθεωρητών της Τράπεζας της Ελλάδος και συντάχθηκε σχετικό πόρισμα. Κατά τον έλεγχο αυτό διαπιστώθηκε ότι η λειτουργική δομή της Τράπεζας παρουσίαζε κενά και επικαλύψεις. Ειδικότερα, στο τμήμα των χορηγήσεων δεν είχε γίνει κατανομή αρμοδιοτήτων και δεν είχε τοποθετηθεί αρμόδιος προϊστάμενος. Η υπηρεσία καθυστερήσεων διέθετε έναν υπάλληλο, χωρίς όμως σχετική εμπειρία, επιφορτισμένο και με παράλληλα καθήκοντα. Ο διευθυντής της Τράπεζας συγκέντρωνε πολλές αρμοδιότητες πρώτου βαθμού και το προσωπικό είχε αριθμητική ανεπάρκεια. Η πιστοδοτική λειτουργία παρουσίαζε κενά τεκμηρίωσης και κανόνων εφαρμογής. Ειδικότερα, δεν συλλέγονταν συστηματικά τα οικονομικά στοιχεία των πιστούχων και δεν αξιολογούνταν η οικονομική τους κατάσταση πριν την έγκριση της πιστοδότησης. Η έγκριση των πιστοδοτήσεων, σε αρκετές περιπτώσεις, δινόταν εκ των υστέρων από το ανώτερο κλιμάκιο στο οποίο ενέπιπτε, ενώ σε άλλες περιπτώσεις πιστοδοτήσεων παρατηρήθηκε υπέρβαση του εγκεκριμένου ορίου. Επίσης διαπιστώθηκε ότι, ενώ σύμφωνα με την υπ'αριθμ. Π.Δ.Τ.Ε. 2258/1993 Πράξη Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, τα τραπεζικά ιδρύματα με τη μορφή Πιστωτικού Συνεταιρισμού συναλλάσσονται αποκλειστικά με τα μέλη τους, που απαραιτήτως πρέπει να έχουν την έδρα των δραστηριοτήτων τους στο γεωγραφικό διαμέρισμα, για το οποίο έχει δοθεί η άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος (...-...ς), η ανωτέρω Τράπεζα είχε εγγράψει ως μέλη και παρείχε πιστοδοτήσεις στις εταιρείες "... Ε.Π.Ε." και "... Α.Ε.Β.Ε.", οι οποίες δεν είχαν την έδρα τους στον νομό ..., αλλά στην Αθήνα. Ειδικότερα, είχε παράσχει στην εταιρεία "... Ε.Π.Ε." κεφάλαιο κίνησης 878.0006. Επίσης ενώ με την υπ'αριθμ. 71/44/7.8.98 απόφαση της Ε.Τ.Π.Θ. για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα καθορίστηκε το ανώτατο όριο του συνολικού χρηματοδοτικού ανοίγματος των Συνεταιριστικών Τραπεζών προς τον ίδιο συνεταίρο ή προς κάθε ομάδα συνδεδεμένων πελατών σε 15% των ίδιων κεφαλαίων τους διαπιστώθηκε ότι κατά παράβαση της παραπάνω απόφασης είχε χρηματοδοτηθεί η εταιρία "... ΕΠΕ" με το προαναφερόμενο ποσό των 878.000€ (ανώτερο ύψος αλληλόχρεου λογαριασμού την 31.12.2003), καθώς και ο φυσικός εταίρος της Γ. Μ. (έβδομος κατηγορούμενος), με 150.000€, δηλαδή το συνολικό άνοιγμα ανέρχονταν σε 1.028.000€. Ο Γ. Μ. καταγόταν από την ..., ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών, η επαγγελματική του δραστηριότητα ήταν άγνωστη, δεν είχε ακίνητη περιουσία, άρχισε όμως από την 29- 8-2000 και εντεύθεν να αγοράζει σταδιακά μετοχές της Συνεταιριστικής Τράπεζας. Σύμφωνα με το παράρτημα του προαναφερόμενου πορίσματος, η εταιρία "... ΕΠΕ" είχε ταξινομηθεί στην κατηγορία "ΕΚ", δηλαδή στην κατηγορία των πιστοδοτήσεων εκτός κριτηρίων. Αυτή περιελάμβανε τις πιστοδοτήσεις που δεν ικανοποιούσαν τα πιστωτικά κριτήρια, δηλαδή αυτές που οι ενδείξεις αδυναμιών των πιστούχων τους είχαν γίνει ορατές και πιθανολογούνταν ή παρατηρούνταν καθυστέρηση ως προς τον συμβατικό χρόνο εξυπηρέτησης των οφειλών τους. Συγκεκριμένα, η ανωτέρω επιχείρηση είχε χρηματοδοτηθεί με το ποσό των 910.000€, ανώτερο ύψος ανοιχτού λογαριασμού την 31.12.2003, καθ' υπέρβαση του ορίου των 640.000€, που είχε εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο στη συνεδρίαση με αριθμό 60/7.3.2003, έχοντας μάλιστα την έδρα της σ.... Από τα διαθέσιμα στοιχεία, ισολογισμό 2001 και ισοζύγιο του 4/2003 προέκυπταν δυσμενείς οικονομικοί δείκτες ρευστότητα σε χαμηλά επίπεδα και μικρά λειτουργικά κέρδη. Το υπόλοιπο του δανείου, το οποίο κρινόταν υψηλότερο εκείνου που δικαιολογούσαν τα διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία παρελθόντων ετών, ήταν καλυμμένο με επιταγές και εκτιμάτο ότι, σε περίπτωση κάποιας δυσμενούς ή απρόβλεπτης εξέλιξης θα υπήρχε πρόβλημα αποπληρωμής. Το παραπάνω πόρισμα κοινοποιήθηκε στη Συνεταιριστική Τράπεζα με το υπ'αριθμ. ...2004 εμπιστευτικό έγγραφο της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος και τέθηκε υπόψη του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της συνεταιριστικής τράπεζας Θ. Κ.. Στη συνέχεια, κατόπιν της υπ' αριθμ. 6/21.2.2005 εντολής της Διεύθυνσης Εποπτείας του Τραπεζικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος διενεργήθηκε νέος έλεγχος στη Συνεταιριστική Τράπεζα προς διερεύνηση ύπαρξης μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων (Μ.Χ.Α.), ποσοστού άνω του 15% των ιδίων κεφαλαίων της Τράπεζας και συντάχθηκε το από 28.2.2005 πόρισμα ειδικού ελέγχου, καθώς και το από 23.3.2005 πόρισμα ελέγχου των επιθεωρητών Γ. Μ. και Θ. Δ.. Σύμφωνα με τα πορίσματα αυτά, η Τράπεζα λειτουργούσε με σοβαρές αδυναμίες στην οργανωτική δομή και στις διαδικασίες ανάληψης και παρακολούθησης των πιστοδοτικών κινδύνων, καθώς το διοικητικό συμβούλιο ενέκρινε τα χρηματοδοτικά όρια που εισηγείτο ο διευθυντής με συνοπτικές διαδικασίες χωρίς να ενημερώνεται για το συνολικό ύψος των αναλαμβανομένων πιστωτικών κινδύνων για κάθε πελάτη, την ύπαρξη δυνατότητας αποπληρωμής τη φερεγγυότητα του δανειολήπτη, αλλά και των λοιπών παραμέτρων, που πρέπει να διέπουν τη συνεπή και αποδοτική λειτουργία μιας τράπεζας ενώ οι ανωτέρω αδυναμίες και παραλείψεις σχετικά με την έγκριση και Φεβρουαρίου 2004 πόρισμα ελέγχου, πλην, όμως, δεν ελήφθησαν υπόψη από τη διοίκηση της Τράπεζας. Σχετικά με τη διακίνηση επιταγών, από τον ίδιο έλεγχο διαπιστώθηκε ότι, κατά παράβαση της απόφασης Ε.Ν.Π.Θ. 502/23.6.1992, η Συνεταιριστική Τράπεζα, κατά την περίοδο Μαρτίου - Νοεμβρίου 2004, δεν σφράγισε ελλείψει υπολοίπου τουλάχιστον 120 επιταγές, συνολικού ποσού 2.246.298 ευρώ, εισερχόμενες μέσω του γραφείου συμψηφισμού, οι οποίες είχαν εκδοθεί από πελάτες της, που τηρούσαν λογαριασμούς όψεως στην Τράπεζα και δεν είχαν το αντίστοιχο υπόλοιπο στις ημερομηνίες εμφάνισής τους. Τις επιταγές αυτές η Τράπεζα δεν τις ανήγγειλε στα διατραπεζικά συστήματα Τειρεσίας, αλλά τις διατήρησε σε εκκρεμότητα στο λογαριασμό ενεργητικού 38.22 για μεγάλο χρονικό διάστημα, από δέκα ημέρες έως επτά μήνες, μέχρι να υπάρξει υπόλοιπο στους αντίστοιχους λογαριασμούς όψεως. Οι επιταγές αυτές εξοφλήθηκαν στις πληρώτριες τράπεζες από τα ίδια κεφάλαια της Συνεταιριστικής Τράπεζας, ενώ οι λογαριασμοί όψεως πιστώθηκαν από τη δημιουργία ή αύξηση υπαρχόντων πιστοδοτικών ορίων χωρίς εφαρμογή τραπεζικών κριτηρίων. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι ο έκτος κατηγορούμενος, Μ. Π., ο οποίος ως διευθυντής της Συνεταιριστικής Τράπεζας είχε βάσει δικαιοπραξίας την επιμέλεια και διαχείριση των εργασιών και της περιουσίας της, ενώ όφειλε τις παρακάτω αναφερόμενες επιταγές, που εμφανίστηκαν στην Τράπεζα προς πληρωμή διά μέσου του γραφείου συμψηφισμού και δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στον λογαριασμό των εκδοτών τους να δώσει εντολή να σφραγιστούν και να αναγγελθούν στην εταιρία "Τραπεζικά Συστήματα Πληρωμών-Τειρεσίας Α.Ε." εντός της επόμενης εργάσιμης ημέρας από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας εμφάνισης προς πληρωμή τους, κατά το άρθρο 29 του Ν, 5960/1033, αυτός έδωσε εντολή στον αρμόδιο υπάλληλο του γραφείου συμψηφισμού της Τράπεζας, Γ. Ζ. να πληρωθούν αυτές από ίδια διαθέσιμα της Τράπεζας και να μην αναγγελθούν στην εταιρία "Τραπεζικά Συστήματα Πληρωμών-Τειρεσίας Α.Ε." εντός της επόμενης εργάσιμης ημέρας από την ημερομηνία λήξης τους, κατά παράβαση α)της υπ'αριθμ. ...1992 συνεδρίασης της Επιτροπής Νομισματικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με την οποία τα πιστωτικά ιδρύματα, στα οποία τηρούνται οι λογαριασμοί επί των οποίων σύρονται επιταγές, υποχρεούνται, εφόσον εμφανιστεί προς πληρωμή ακάλυπτη επιταγή, να την αναγγείλουν (μέσω του καταστήματος στο οποίο τηρείται ο λογαριασμός) στην εταιρία "Τραπεζικά Συστήματα Πληρωμών-Τειρεσίας Α.Ε." εντός της επόμενης εργάσιμης ημέρας από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας εμφάνισης προς πληρωμή της επιταγής κατά το άρθρο 29 Ν. 5960/1933 και εφόσον εντός της προθεσμίας αυτής, η επιταγή δεν έχει πληρωθεί και β)του άρθρου 8 του Καταστατικού Γραφείου Συμψηφισμού, του οποίου η ανωτέρω τράπεζα ήταν μέλος και ως εκ τούτου είχε αποδεχτεί τους όρους του καταστατικού του, εάν η τράπεζα εις βάρος της οποίας έχει εκδοθεί μία επιταγή (συμψηφισθείσα ήδη υπό του γραφείου και αποσταλείσα εις αυτήν) αποκρούει εκ τινός λόγου την πληρωμή της, οφείλει να επιστρέψει αυτήν εντός της επόμενης εργάσιμης ημέρας αφ'ής έλαβε γνώση κατά τα ως άνω, του συμψηφισμού, εις το γραφείο δι' ιδιαίτερου πινακίου εις διπλούν, φέροντος με μεγάλα γράμματα την λέξη "επιστροφή", στο οποίο έπρεπε να αναφέρει τους λόγους της αρνήσεως της πληρωμής, τον αριθμό της επιταγής, ποσό, ονοματεπώνυμο, όνομα πατρός, επάγγελμα, διεύθυνση και αριθμό λογαριασμού του εκδότη. Έτσι, εν γνώσει του ζημίωσε την περιουσία της Τράπεζας κατά τη συνολική αξία των επιταγών αυτών, που ανέρχεται στο ποσό των 504.474,60 ευρώ. [Σημειωτέον ότι για επιμέρους πράξεις της εξακολουθητικής απιστίας με βάση δεκαεπτά (17) από τις ακάλυπτες αυτές επιταγές, συνολικού ύψους 427.597,66 ευρώ, έχει ήδη παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, αφού ο χρόνος τέλεσης ήταν πριν την 24.5.2004 (βλ. υπ' αριθμ. 58/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Βορείου Αιγαίου)]. Ειδικότερα, οι επιταγές αυτές είναι οι ακόλουθες: 1) υπ'αριθμ. ...-8 επιταγή έκδοσης Γ. Μ., με ημερομηνία έκδοσης 31-10-2004, ποσού 11.000€, που είχε εκδοθεί σε διαταγή "... Ε.Π.Ε.", η οποία ήταν και η τελευταία κομίστρια της επιταγής, που πληρώθηκε μέσω του Γραφείου Συμψηφισμού την 5-11-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11-2004, 2) υπ' αριθμ. ...-4 επιταγή έκδοσης Γ. Μ., με ημερομηνία έκδοσης 5-11-2004, ποσού 18.500€, που είχε εκδοθεί σε διαταγή του Ν. Ι., ο οποίος ήταν και ο τελευταίος κομιστής αυτής που πληρώθηκε μέσω του Γραφείου Συμψηφισμού την 16-11-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11-2004, 3) υπ'αριθμ. ...-1 επιταγή έκδοσης Φ. Μ., με ημερομηνία έκδοσης 10-11-2004, ποσού 10.000€, που είχε εκδοθεί σε διαταγή Φ. Σ., ο οποίος ήταν και ο τελευταίος κομιστής αυτής πληρώθηκε μέσω του Γραφείου Συμψηφισμού την 17-11-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11-2004, καθώς και οι ακόλουθες επιταγές έκδοσης της εταιρίας με την επωνυμία "... Ε.Π.Ε.", με αντικείμενο εργασιών γενικό εμπόριο τροφίμων και έδρα ... 4) υπ'αριθμ. ...-5 επιταγή με ημερομηνία έκδοσης 31-5- 2004, ποσού 15.000€, εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρίας "... Ο.Ε.", η οποία ήταν και η τελευταία κομίστρια αυτής, που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την ...2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 5-10-2004, 5) υπ'αριθμ. ...-7 επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης 21-10-2004, ποσού 11.000€, εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρίας "... Ε.Π.Ε.", η οποία ήταν και η τελευταία κομίστρια αυτής, που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την 29-10-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11-2004, 6) υπ'αριθμ. ...-1 επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης 30-9-2004, ποσού 16.435,47€, εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρίας "...", η οποία ήταν και η τελευταία κομίστρια αυτής, που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την 6-10-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11-2004, 7) υπ'αριθμ. ...-7 επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης 10-11-2004, ποσού 18.000€, εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρίας "... Ο.Ε.", η οποία ήταν και η τελευταία κομίστρια αυτής, που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την 12-11-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11-2004, 8) υπ'αριθμ. ...-0 επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης 22-10-2004, ποσού 23.514€, εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρίας "...", η οποία ήταν και η τελευταία κομίστρια αυτής, που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την 29-10-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11-2004, 9) υπ'αριθμ. ...-5 επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης 10-6-2004, ποσού 9.600€, εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρίας "... Ε.Π.Ε.", η οποία ήταν και η τελευταία κομίστρια αυτής, που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την 14-6-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11-2004, 10) υπ'αριθμ. ...-3 επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης 18-5-2004, ποσού 15.000€, εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρίας "... Ο.Ε." η οποία ήταν και η τελευταία κομίστρια αυτής, που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την 26-5-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11-2004, 11) υπ'αριθμ. ...-0 επιταγή, ποσού 30.000€, με ημερομηνία έκδοσης 31-5-2004, εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρίας "... Ο.Ε.", η οποία ήταν και η τελευταία κομίστρια αυτής, που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την 8-6-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11- 2004, 12) υπ'αριθμ. ...-6 επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης 24-5-2004, ποσού 50.000€, εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρίας "... Ο.Ε.", η οποία ήταν και η τελευταία κομίστρια αυτής, που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την 28-5-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11-2004, 13) υπ'αριθμ. ...-1 επιταγή, ποσού 11.900€, με ημερομηνία έκδοσης 31-7-2004, εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρίας "... Ε.Π,Ε." η οποία ήταν και η τελευταία κομίστρια αυτής, που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την 9-8-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11-2004, 14) υπ'αριθμ. ...-7 επιταγή, ποσού 30.000€, με ημερομηνία έκδοσης 10-7-2004, εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρίας "... Ο.Ε.", η οποία ήταν και η τελευταία κομίστρια αυτής που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την 19-7-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11-2004, 15) υπ'αριθμ. ...-2 επιταγή, ποσού 30.000€, με ημερομηνία έκδοσης 20-6-2004, εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρίας "... Ο.Ε.", η οποία ήταν και η τελευταία κομίστρια αυτής, που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την 22-6-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11-2004, 16) υπ'αριθμ. ...-1 επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης 15-7-2004, ποσού 13.150€, εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρίας "... Ε.Π.Ε.", η οποία ήταν και η τελευταία κομίστρια αυτής που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την 19-7-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11-2004, 17) υπ'αριθμ. ...-2 επιταγή, ποσού 14.000€, με ημερομηνία έκδοσης την 10-6-2004, εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρίας "... Ε.Π.Ε." η οποία ήταν και η τελευταία κομίστρια αυτής, που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την 14-6-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11-2004, 18) υπ'αριθμ. ...-6 επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης 5-8-2004, ποσού 9.650€, εκδοθείσα σε διαταγή Π. Α., με τελευταία κομίστρια την εταιρία "... Ε.Π,Ε.", που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την 11-8- 2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11-2004, 19) υπ'αριθμ. ...-4 επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης 31-7-2004 ποσού 30.000€, εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρίας "... Ο.Ε.", η οποία ήταν και η τελευταία κομίστρια αυτής, που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την 4-8-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11-2004, 20) υπ'αριθμ. ...-0 επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης 30-6-2004, ποσού 13.900€, εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρίας "... Ε.Π.Ε.", με τελευταίο κομιστή τον Κ..Π., που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την 13-7-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11-2004, 21) υπ'αριθμ. ...-7 επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης 31-10-2004, ποσού 21.000€, εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρίας "... Ο.Ε.", η οποία ήταν και η τελευταία κομίστρια αυτής, που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την 3-11-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11-2004, 22) υπ'αριθμ. ...-9 επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης 30-9-2004, ποσού 22.000€, εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρίας "... Ο.Ε.", η οποία ήταν και η τελευταία κομίστρια αυτής που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την 4-10-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11- 2004, 23) υπ'αριθμ. ...-2 επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης 30-9-2004, ποσού 7.900€, εκδοθείσα σε διαταγή "... Ε.Π.Ε." η οποία ήταν και η τελευταία κομίστρια αυτής, που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την 4-10-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11-2004, 24) υπ'αριθμ. ...-4 επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης 30-9-2004, ποσού 13.500€, εκδοθείσα σε διαταγή "... Ε.Π.Ε." η οποία ήταν και η τελευταία κομίστρια αυτής, που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την 11-10-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11-2004, 25) υπ'αριθμ. ...-2 επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης 31-7-2004, ποσού 24.911,13€, εκδοθείσα σε διαταγή της ..., η οποία ήταν και η τελευταία κομίστρια αυτής, που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την 4-8-2009 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11-2004, 26) υπ'αριθμ. ...-1 επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης 12-10-2004, ποσού 23.514€, εκδοθείσα σε διαταγή της ..., η οποία ήταν και η τελευταία κομίστρια αυτής, που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την 15-10-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11-2004 και 27) υπ'αριθμ. ...-1 επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης την 31-10- 2004, ποσού 11.000€, σε διαταγή της εταιρίας "... Ε.Π.Ε.", η οποία ήταν και η τελευταία κομίστρια αυτής, που πληρώθηκε μέσω του γραφείου συμψηφισμού την 3-11-2004 και καλύφθηκε στην συνεταιριστική τράπεζα την 25-11- 2004. Προκειμένου να καλυφθούν οι επιταγές αυτές, η Τράπεζα συνήψε με την εταιρία "... ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" την υπ'αριθμ. ... 2004 σύμβαση χορήγησης πίστωσης, ποσού. 600.000€, καθώς και την υπ'αριθμ. ...2005 σύμβαση χορήγησης πίστωσης, ποσού 1.000.000€, πλην, όμως, τα χρήματα αυτά ποτέ δεν επιστράφησαν στην Τράπεζα από τους εκδότες των επιταγών, ενώ η Τράπεζα πρέπει να επιδοθεί σε δαπανηρούς δικαστικούς αγώνες για τη διεκδίκησή τους. Περαιτέρω, διαπιστώθηκε από τον προαναφερόμενο ειδικό έλεγχο της Τράπεζας της Ελλάδος ότι, προκειμένου να μειωθεί το αρχικό ποσό χορηγήσεων της Συνεταιριστικής Τράπεζας προς την εταιρία "... ΕΠΕ", είχαν ιδρυθεί άλλες εταιρίες συμφερόντων του Γ. Μ., τις οποίες η Τράπεζα συνέχιζε να χρηματοδοτεί, ώστε, ναι μεν το χορηγούμενο ποσό στην παραπάνω εταιρεία να μειωθεί, πλην, όμως, το συνολικό ποσό που είχε χορηγηθεί προς τις εταιρείες του ομίλου Μ. να υπερδιπλασιαστεί. Συγκεκριμένα, ο όμιλος Μ. αποτελείτο από τέσσερις επιχειρήσεις. Η πρώτη ήταν η εταιρεία "... ΕΠΕ", με αντικείμενο εργασιών το χονδρικό εμπόριο τροφίμων, με έδρα ... και νόμιμο εκπρόσωπο το Γ. Μ., η οποία, αν και είχε έδρα ... και όχι το νομό ..., είχε χρηματοδοτηθεί με την υπ'αριθμ. ...2003 απόφαση της Συνεταιριστικής Τράπεζας με το ποσό των 840.000€ για κεφάλαιο κίνησης με ενέχυρο επιταγές πελατείας, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων ήταν της ίδιας της εταιρίας και του φυσικού μετόχου Γ. Μ.. Το υπόλοιπο του λογαριασμού αυτού μειώθηκε σταδιακά σε 52.000C μέχρι την 25-2-2005 με νέα δάνεια που δόθηκαν από την τράπεζα για τις παρακάτω ανφερόμενες επιχειρήσεις Μ.. Η δεύτερη επιχείρηση ήταν η εταιρία "Γ.Μ. ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ - ...", με αντικείμενο εργασιών την επεξεργασία, παραγωγή και εμπορία ειδών χάρτου κλπ. και διαχειριστές τους Γ. Μ. και τη σύζυγο του, Φ. Μ., που ιδρύθηκε την 21-1-2004 με έδρα το δήμο ... Αττικής και χρηματοδοτήθηκε από την Τράπεζα την 5-8-2004 με το ποσό των 900.000€ για κεφάλαιο κίνησης, με ενέχυρο επιταγές. Η χορήγηση αυτή έγινε κατά παράβαση της Π.Δ.Τ.Ε. με αριθμό 2258/1993, με την οποία απαγορευόταν στις συνεταιριστικές τράπεζες να χρηματοδοτούν φυσικά πρόσωπα ή επιχειρήσεις με έδρα εκτός του νομού για τον οποίο είχαν λάβει άδεια λειτουργίας. Με την υπ'αριθμ. 78/5-2-2005 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας μετατράπηκε το υπόλοιπο του ανοικτού τρεχούμενου λογαριασμού από 920.000€ σε δύο τοκοχρεωλυτικά δάνεια, ένα ποσού 600.000€, εξοφλητέο σε 10 έτη και ένα ποσού 400.000€, εξοφλητέο σε 5 έτη. Επισημαίνεται ότι ουδέποτε το ποσό αυτό εξοφλήθηκε προς την Τράπεζα. Η τρίτη επιχείρηση ήταν ατομική επιχείρηση του Γ. Μ., με αντικείμενο εργασιών οδικές μεταφορές, η οποία ιδρύθηκε στη ... την 15-4-2004. Με την υπ' αριθμ. 77/18-12-2004 απόφαση του διοικητικού της συμβουλίου η Τράπεζα ενέκρινε πιστοδοτικό όριο 900.000€, με ενεχυρίαση επιταγών πελατείας της, χωρίς να λάβει λοιπές εγγυήσεις, μολονότι η εταιρία ήταν νέα. Από τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι το όριο χρησιμοποιήθηκε για την κάλυψη επιταγών με εκδότη τον ίδιο πιστούχο, οι οποίες είχαν εκδοθεί από το λογαριασμό όψεως που τηρούσε στη Συνεταιριστική Τράπεζα και είχαν πληρωθεί από ίδια διαθέσιμα της Τράπεζας στο διάστημα Απριλίου - Νοεμβρίου 2004. Την 3-2-2005 ο ανωτέρω λογαριασμός παρουσίαζε υπόλοιπο 1.064.000€ και η Τράπεζα με την υπ'αριθμ. 78/...2005 απόφαση του διοικητικού της συμβουλίου τον μετέτρεψε σε δύο τοκοχρεωλυτικά δάνεια, ύψους 400.000€ το πρώτο, εξοφλητέο σε 5 έτη και 600.000€ το δεύτερο, εξοφλητέο σε 10 έτη. Τη μετατροπή αυτή χαρακτήρισε ρύθμιση χωρίς όμως να υπάρχει στοιχείο οικονομικής μελέτης και βιωσιμότητας της επιχείρησης. Στον φάκελο του πιστούχου υπήρχε φωτοτυπία της εκκαθαριστικής δήλωσης ΦΠΑ έτους 2004 με πωλήσεις 157.000€ και αγορές παγίων 356.000€. Επίσης υπήρχαν τρεις φωτοτυπίες αδειών κυκλοφορίας στο όνομα του πιστούχου για αντίστοιχα φορτηγά ψυγεία διεθνών μεταφορών. Κατά δήλωση του πιστούχου στον έλεγχο, τα φορτηγά ψυγεία κόστισαν περίπου 800.000€. Η τέταρτη επιχείρηση ήταν η εταιρία με την επωνυμία "... ΕΠΕ", με αντικείμενο εργασιών εμπόριο οδών διατροφής και οικιακής χρήσεως, με διαχειρίστρια τη Φ. Μ., που είχε ιδρυθεί την 21-10-2004 στην ... ..., με κεφάλαιο 30.000€, Με την υπ' αριθμ. ...2004 απόφαση του διοικητικού της συμβουλίου η Τράπεζα, χωρίς να έχει στην διάθεσή της οποιοδήποτε οικονομικό στοιχείο ή μελέτη βιωσιμότητας (βλ. σχετ. υπ'αριθμ, 76/02- 11-2004 πρακτικά συνεδφρίασης του Δ,Σ της Τράπεζας) , ενέκρινε χορήγηση σε ανοιχτό τρεχούμενο λογαριασμό, ποσού 950.000€, με ενεχυρίαση επιταγών, ενώ η επιχείρηση δεν είχε ακόμη λειτουργήσει και χωρίοε καμία εμπράγματη εξασφάλιση. Όπως διαπιστώθηκε από τον έλεγχο και αυτό το ποσό χρησιμοποιήθηκε για την κάλυψη επιταγών, που είχαν εκδοθεί από το Γ. Μ. ή από άλλες εταιρίες συμφερόντων του την περίοδο Μαΐου - Νοεμβρίου 2004 και, ενώ είχαν πληρωθεί από τα ίδια διαθέσιμα της Τράπεζας, παρέμεναν σε εκκρεμότητα μέχρι που καλύφθηκαν από το ανωτέρω ποσό του δανείου (βλ. σχετ. και την υπ αριθμ. πρωτ. 151/23 ΙΑΝ 2012 έκθεση ελέγχου "ΟΜΙΛΟΣ Μ."). Την ...2005 με την υπ'αριθμ. 78 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας μετατρέπεται το υπόλοιπο, ποσού 971.000€ σε τοκοχρεωλυτικά δάνειο, ύψους 1.000.000€, εξοφλητέο σε 7 έτη με τριμηνιαίες δόσεις. Το συνολικό υπόλοιπο των παραπάνω δανείων του ομίλου ανήλθε την 31-12-2004 στο ποσό των 3.077.000€, που ήταν κατά πολύ ανώτερο του επιτρεπόμενου ορίου 15% των εποπτικών κεφαλαίων της Τράπεζας, ενώ οι ληφθείσες εξασφαλίσεις ήταν ανεπαρκείς. Συγκεκριμένα, η Τράπεζα για το σύνολο των δανείων του ομίλου αυτού είχε λάβει εξασφαλίσεις, συνολικής αξίας 425.000€, ως εξής: 1)Επιταγές πελατείας, λήξης από 25/2/2005 έως 30/4/2005, αξίας 179.300, μεταξύ των οποίων και μία σφραγισμένη επιταγή, αξίας 35.000€, αξίας ρευστοποίησης κατ' εκτίμηση του ελέγχου 90,000€ (179.300 Χ 50%). Επίσης, τρεις επιταγές της συγγενούς εταιρίας "... ΕΠΕ", συνολικού ποσού 180.000€, οι οποίες δεν υπολογίστηκαν ως αξία εξασφάλισης. 2)Πρώτη προσημείωση σε οικόπεδο σ..., εκτιμηθείσας αξίας 250.000€ και ρευστοποιήσιμης αξίας 200.000€ περίπου. 3)Συνεταιριστικές μερίδες 1.040 τεμαχίων, συνολικής αξίας 135.000€ και 4)Προσωπική εγγύηση του επιχειρηματία Γ. Μ.. Σύμφωνα δε με το ως άνω πόρισμα, με βάση την οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων του ομίλου και τα διαθέσιμα στοιχεία που προαναφέρθηκαν, δεν υπήρχε δυνατότητα λειτουργικής εξυπηρέτησης των δανείων και επομένως υπήρχε μεγάλη πιθανότητα αθέτησης πληρωμής των χρηματοδοτήσεων, η οποία θα προκαλούσε ζημία στην Τράπεζα, ύψους, κατά την εκτίμηση του ελέγχου, στο ποσό των 2.849.000€, ήτοι στη διαφορά μεταξύ του οφειλομένου υπολοίπου και της αξίας των εξασφαλίσεων (3.274.000€ - 425.000€), Τελικά οι επιχειρήσεις του ομίλου Μ. δεν αποδείχθηκαν αξιόχρεες, με αποτέλεσμα η διακινδύνευση της περιουσίας της Τράπεζας να υλοποιηθεί και να υποστεί αυτή ζημία, συνολικού ποσού 3.077.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στο οφειλόμενο υπόλοιπο των ανωτέρω επιχειρήσεων προς την Τράπεζα την 31.12.2004. Ειδικότερα, με τις ως ως άνω επιχειρήσεις συνήφθησαν οι εξής επιμέρους συμβάσεις:
Α) Με την εταιρία "... Ε.Π.Ε.": 1) η υπ' αριθμ. ...2002 σύμβαση χορήγησης πίστωσης, ποσού 88.000€, 2) η υπ' αριθμ. .../22.8.2002 σύμβαση χορήγησης (αύξηση ορίου) πίστωσης σε 132.000€, με την οποία αυξήθηκε το όριο του λογαριασμού προεξόφλησης επιταγών από 29.347€ σε 75.000€, ενώ το όριο του κεφαλαίου κίνησης παρέμενε σταθερό. 3) Η υπ' αριθμ. 1451/4.11.2002 σύμβαση χορήγησης (αύξηση ορίου) πίστωσης σε 205.429€, με την οποία αυξήθηκε το όριο του λογαριασμού προεξόφλησης επιταγών από 75.000€ σε 150.000€, ενώ το όριο του κεφαλαίου κίνησης παρέμενε σταθερό. 4) Η υπ' αριθμ. ...2002 σύμβαση χορήγησης (αύξηση ορίου) πίστωσης σε 240.000€, αυξάνοντας το όριο του λογαριασμού προεξόφλησης επιταγών από 150.000€ σε 200.000€, ενώ το όριο του κεφαλαίου κίνησης παρέμενε σταθερό, 5) η υπ'αριθμ. ...2003 σύμβαση χορήγησης (αύξηση ορίου) πίστωσης σε 640.000€, αυξάνοντας το όριο του λογαριασμού προεξόφλησης επιταγών από 200.000€ σε 610.000€, ενώ το όριο του κεφαλαίου κίνησης παρέμενε σταθερό, 6) η υπ' αριθμ. ...2003 πρόσθετη σύμβαση (συμφωνητικό) χορήγησης (αύξηση ορίου) πίστωσης σε 840.000€, αυξάνοντας το όριο του λογαριασμού προεξόφλησης επιταγών από 610.000€ σε 810.000€, ενώ το όριο του κεφαλαίου κίνησης παρέμενε σταθερό [Σημειωτέον ότι για επιμέρους πράξεις της απιστίας κατ' εξακολούθηση, που αφορούν στις ανωτέρω έξι (6) συμβάσεις, έχει παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής (βλ. υπ' αριθμ. 58/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Βορείου Αιγαίου)], 7) η με αριθμό ...05 πρόσθετη σύμβαση (συμφωνητικό) για την αύξηση ορίου πίστωσης της προηγούμενης με αριθμό ...2003 αυξητικής σύμβασης κατά το ποσό των 110,000€, ήτοι συνολικά σε 950.000€, αυξάνοντας το όριο του λογαριασμού προεξόφλησης επιταγών από 810.000€ σε 920.0006, ενώ το όριο του κεφαλαίου κίνησης παρέμενε σταθερό. Στη σύμβαση αυτή συμβαλλόμενη ήταν η εταιρία "... Ε.Π.Ε.", αν και αποτελούσε αυξητική της προηγούμενης σύμβασης στην οποία συμβαλλόμενη ήταν η εταιρία "... ΕΠΕ". Η σύμβαση αυτή υπογράφτηκε μετά από έγκριση του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας που δόθηκε ομόφωνα με το υπ' αριθμ. ...2004 πρακτικό του, σύμφωνα με την εισήγηση του διευθυντή της Τράπεζας, Μ. Π., ως "αίτημα ενεχυρίασης επιταγών συνολικού ορίου 950.000€ (της εταιρίας "... ΕΠΕ". Υπό τον τίτλο "ΣΧΟΛΙΑ" και τον υπότιτλο "Α.ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ" αναφέρεται "είναι νέος επιχειρηματίας, δραστήριος και τολμηρός προσπαθεί να είναι συνεργάσιμος", χωρίς όμως από την μέχρι τότε συμπεριφορά του να προκύπτει κάτι τέτοιο, καθόσον σύμφωνα με το από 23.3.2005 πόρισμα ελέγχου της τράπεζας της Ελλάδος το οφειλόμενο υπόλοιπο του ομίλου την 31-12-2004 ήταν 3,077.000€. Στον υπότιτλο "Β.ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ, ΠΗΓΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ" αναφερόταν "λειτουργία ενεχυρίασης επιταγών εξάμηνης διάρκειας", ενώ η ενεχυρίαση προσωπικών επιταγών ή επιταγών ευκολίας, ως εξασφάλιση, ήταν παράνομη. Στον υπότιτλο "Γ.ΕΓΓΥΗΤΗΣ" αναφερόταν "προσημείωση και προσωπική εγγύηση", χωρίς όμως να υπάρχει εξασφάλιση. Στον φάκελο δανειοδότησης (πιστοδοτικό φάκελο) δεν υπήρχε κανένα άλλο στοιχείο και έγγραφο από αυτό που προβλέπει ο κανονισμός πιστοδοτήσεων. Από τα παραστατικά της τράπεζας προκύπτει ότι η εταιρία "... ΕΠΕ", κατά το χρονικό διάστημα από 17.12.2003 μέχρι την 23.11.2004, δηλαδή προ της 11.1.2005, είχε λάβει σε μετρητά από τον λογαριασμό ενεχυρίασης επιταγών 909.9986, ενεχυριάζοντας και προεξοφλώντας αντίστοιχου ύψους επιταγές, δηλαδή στην ουσία η ανωτέρω αύξηση ορίου έγινε παράνομα για να καλύψει ήδη υφιστάμενη αύξηση του ορίου χρηματοδότησης από ενεχυρίαση επιταγών.
Β) Με την εταιρία "... ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΑΥΘΥΝΗΣ" και τον διακριτικό τίτλο "... Ε.Π.Ε.": 1) Η με αριθμό ...2004 σύμβαση χορήγησης πίστωσης προεξόφλησης επιταγών μέχρι του ποσού των 600.0006. Η σύμβαση αυτή υπογράφτηκε μετά από ομόφωνη έγκριση του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας, που δόθηκε με το υπ' αριθμ. ...2004 πρακτικό, σύμφωνα με την εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας, Μ. Π.. Το σύνολο του ποσού χρησιμοποιήθηκε για προεξόφληση επιταγών και για τον λόγο αυτό ανοίχθηκε ο λογαριασμός με αριθμό 000542120018. Για την σύμβαση αυτή υπήρχε το από 3-11- 2004 εισηγητικό έγκρισης δανείου, που είχε συντάξει ο Μ. Π., το οποίο δεν ανέφερε καμία έγκριση διοικητικού συμβουλίου. Στην αναφορά ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ αναφερόταν "παλαιός πελάτης", ενώ αυτή ήταν η πρώτη σύμβαση που συνήψε η ανωτέρω εταιρία. Υπό τον τίτλο "σχόλια" του προαναφερόμενου εισηγητικού εγγράφου και τον υπότιτλο "Α.ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ" αναφερόταν "λόγω τζίρου", χωρίς κανέναν άλλο προσδιορισμό ή έγγραφο. Στον υπότιτλο "Β.ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ, ΠΗΓΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ" αναφερόταν "προσημείωση 900.000€" και υπό τον υπότιτλο "Γ.ΕΓΓΥΗΤΗΣ" αναφερόταν "Γ.Μ.-Φ..Μ.", ενώ σύμφωνα με τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων έπρεπε να υπάρχει και άλλος πλην του εταίρου εγγυητής. Στον φάκελο δανειοδότησης (πιστοδοτικό φάκελο) υπήρχε μόνο η με αριθμό ...2004 σύσταση εταιρίας περιορισμένης ευθύνης της ... Ε.Π.Ε. και η έναρξη στην εφορία και δεν υπήρχε κανένα άλλο στοιχείο και έγγραφο από αυτά που προέβλεπε ο Κανονισμός Πιστοδοτήσεων και ειδικότερα δεν υπήρχαν η αίτηση- πληροφοριακό δελτίο, τα οικονομικά στοιχεία, το πληροφοριακό δελτίο και η λογιστική απεικόνιση. Από τα παραστατικά της τράπεζας της 25.11.2004 προέκυπτε ότι η ανωτέρω εταιρία, από τον πιο πάνω λογαριασμό ενεχυρίασης επιταγών έλαβε 720.000€ αν και το όριο ήταν 600.000€, ενεχυριάζοντας και προεξοφλώντας αντίστοιχου ύψους επιταγές. Η έδρα και η δραστηριότητα της εταιρίας αυτής ήταν εικονική, καθόσον ουδέποτε λειτούργησε ως βιοτεχνία στην ... και συστάθηκε μόνο για να εξυπηρετήσει την προϋπόθεση της έδρας στην ..., στην πραγματικότητα δε όλη η επαγγελματική της δραστηριότητα περιορίστηκε στην σύναψη με την συνεταιριστική τράπεζα τριών συμβάσεων ενεχυρίασης επιταγών.
Συνεπώς η ανωτέρω σύμβαση συνήφθη παράνομα, διότι δεν υπήρχαν τα προβλεπόμενα από τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων έγγραφα και στοιχεία, η εταιρία δεν είχε πραγματική έδρα στην ..., η εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας ήταν ελλιπής και έγινε εκταμίευση και πληρωμή μετρητών και του ισόποσου των επιταγών που προεξοφλήθηκαν, χωρίς καμία εξασφάλιση της Τράπεζας, υπήρχε δε και υπέρβαση του ορίου χρηματοδότησης, δυνάμει του ποσοστού των ιδίων κεφαλαίων. Για την σύμβαση αυτή ο Γ. Μ. την 21.12.2004 συνήνεσε αυτοπροσώπως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ... στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης μέχρι του ποσού των 800.000€, σε ένα ακίνητο του, ήτοι στα 2/3 εξ αδιαιρέτου ενός άρτιου και οικοδομήσιμου οικοπέδου στην περιοχή ..., εκδοθείσας σχετικά της υπ'αριθμ. ...2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ... πλην όμως η ανωτέρω σύμβαση αντικαταστάθηκε με την υπ'αριθμ. ...2005 σύμβαση, για την οποία δεν υπήρχε προσημείωση και ο Γ. Μ. δεν συναινούσε ξανά σε εγγραφή προσημείωσης με βάση τη νέα σύμβαση. 2) Η υπ' αριθμ. ...2005 σύμβαση χορήγησης πίστωσης μέχρι του ποσού του 1.000.000€, η οποία εγκρίθηκε ομόφωνα από το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας με το υπ'αριθμ. ...2005 πρακτικό αυτού, μετά από εισήγηση του Μ. Π., ως "δάνειο κεφαλαίου κίνησης 1.000.000€ με μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις". Η σύμβαση αυτή αφορούσε σε τοκοχρεωλυτικά δάνειο ύψους 1.000.000€, με αριθμό δανείου ..., με το οποίο αγοράστηκαν τα σώματα των προεξοφληθεισών επιταγών. Για την σύμβαση αυτή υπήρχε το από 3.2.2005 εισηγητικό έγκρισης δανείου, που δεν ανέφερε καμία έγκριση διοικητικού συμβουλίου, το οποίο είχε συντάξει ο διευθυντής της τράπεζας Μ. Π.. Στην αναφορά ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ αναφερόταν "παλαιός πελάτης" και στην αναφορά ΚΥΚΛΟΣ ΕΡΓΑΣΙΩΝ αναφερόταν 2004: 1.000.000€, το οποίο ήταν αναληθές, αφού η επιχείρηση αυτή είχε κάνει έναρξη προ 4 μηνών και είχε ως μόνη δραστηριότητα την ενεχυρίαση επιταγών. Υπό τον τίτλο "ΣΧΟΛΙΑ" του ανωτέρω εισηγητικού και τον υπότιτλο "Α.ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ" αναφερόταν "Η χορήγηση του κεφαλαίου κίνησης χορηγείται κατ' εξαίρεση για 7 χρόνια, ύστερα από αίτημα του πελάτη", χωρίς κανέναν άλλο ειδικότερο προσδιορισμό ή έγγραφο, από το οποίο να προκύπτει αυτή η πιστωτική ανάγκη. Στον υπότιτλο "Β.ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ, ΠΗΓΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ" αναφερόταν: "Η εξόφληση θα γίνει με τριμηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις-υπάρχει προσημείωση 800.000€, θα ακολουθήσει κι άλλη", η οποία δεν ακολούθησε ποτέ. Στον υπότιτλο "Γ.ΕΓΓΥΗΤΗΣ" αναφερόταν "ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΓΓΎΗΣΗ Μ.", ενώ σύμφωνα με τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων δεν αρκούσε αυτή και έπρεπε να υπάρχει και άλλος πλην του εταίρου εγγυητής. Στον φάκελο δανειοδότησης (πιστοδοτικό φάκελο) υπήρχαν μόνο τα έγγραφα της προηγούμενης συμβάσεως και κανένα άλλο στοιχείο και έγγραφο από αυτά που προέβλεπε ο Κανονισμός Πιστοδοτήσεων και ειδικότερα δεν υπήρχαν η αίτηση-πληροφοριακό δελτίο, τα οικονομικά στοιχεία, το πληροφοριακό δελτίο και η λογιστική απεικόνιση.
Συνεπώς η ανωτέρω σύμβαση συνήφθη παράνομα, διότι δεν υπήρχαν τα προβλεπόμενα από τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων έγγραφα και στοιχεία, η εταιρία δεν είχε πραγματική έδρα στην ..., η εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας ήταν ελλιπής και έγινε εκταμίευση και πληρωμή μετρητών και του ισόποσου των επιταγών που προεξοφλήθηκαν, χωρίς καμία εξασφάλιση της Τράπεζας υπήρχε δε και υπέρβαση του ορίου χρηματοδότησης δυνάμει του ποσοστού των ιδίων κεφαλαίων. Το δάνειο αυτό έκλεισε την 20.1.2006, μπήκε σε εμπλοκή για υπόλοιπο 1.101.543,75€ και καταγγέλθηκε την 8-2-2006.
Γ) Με την εταιρία "...": 1) Η υπ'αριθμ. ...2004 σύμβαση χορήγησης πίστωσης ποσού 400.000C, η οποία εγκρίθηκε ομόφωνα από το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας με το υπ' αριθμ. ...2004 πρακτικό αυτού, μετά από εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας Μ. Π. ως "αύξηση ορίου επιταγών κατά 200.000€ και ανοιχτού λογαριασμού κατά 30.000€", 2) Η υπ'αριθμ. 1816/19-2-2004 σύμβαση δανείου για πάγιες εγκαταστάσεις ποσού 50.000€ [Σημειωτέον ότι για επιμέρους πράξεις της απιστίας κατ' εξακολούθηση, που αφορούν στις ανωτέρω δύο (2) συμβάσεις έχει παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής (βλ. υπ' αριθμ. 58/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Βορείου Αιγαίου)]. 3) Η υπ' αριθμ. ...2004 σύμβαση αύξησης πίστωσης ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού ποσού 200.000€, στην παραπάνω με αριθμό ...2003 σύμβαση, ήτοι συνολικά 600.000€. Η σύμβαση αυτή υπογράφτηκε μετά από ομόφωνη έγκριση του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας με το υπ' αριθμ. ...2004 πρακτικό αυτού, μετά από εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας, Μ. Π. και συγκεκριμένα: "Υπάρχει έγκριση ενεχυρίασης επιταγών 200.000€ και ζητά αύξηση του ορίου κατά 170.000€ (σύνολο ορίου 370.000€). Κατέχει 535 μερίδες (ο μεγαλύτερος μέτοχος)". Για την σύμβαση αυτή υπήρχε το από 10.3.2004 εισηγητικό έγκρισης δανείου που είχε συντάξει ο Μ. Π. ανυπόγραφο, στο οποίο η σύμβαση αναφέρεται ως "Πρόσθετο Σύμφωνο Αύξησης Σύμβασης + 170.000€, Συνολική Σύμβαση 400.000€". Δεν αναφερόταν έδρα επιχείρησης. Στην αναφορά "ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ" αναφερόταν "παλαιός πελάτης", στον υπότιτλο "Β.ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ, ΠΗΓΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ" δεν αναφερόταν τίποτα, όπως επίσης και στον υπότιτλο "Γ.ΕΓΓΥΗΤΗΣ". Στον φάκελο δανειοδότησης (πιστοδοτικό φάκελο) δεν υπήρχε κανένα στοιχείο και έγγραφο από αυτά που προέβλεπε ο Κανονισμός Πιστοδοτήσεων και ειδικότερα δεν υπήρχαν η αίτηση-πληροφοριακό δελτίο, τα οικονομικά στοιχεία, το πληροφοριακό δελτίο και η λογιστική απεικόνιση. Από τα παραστατικά της τράπεζας, προέκυπτε ότι η ανωτέρω εταιρία, από τον πιο πάνω λογαριασμό ενεχυρίασης επιταγών, από την 10.2.2004 μέχρι την 30.9.2004 (πριν δηλαδή την υπογραφή της σύμβασης την 5.10.2004) ανέλαβε συνολικό ποσό 671.840€, ενεχυριάζοντας και προεξοφλώντας αντίστοιχου ύψους επιταγές. Η σύμβαση αυτή εξυπηρετούσε προεξόφληση επιταγών ευκολίας και κυρίως τριγωνικές εκδόσεως των άλλων εταιριών του ομίλου. Και αυτή η σύμβαση συνήφθη παράνομα, διότι η εταιρία "..." είχε έδρα εκτός ..., δεν κάλυπτε τα οριζόμενα από τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων κριτήρια, στον φάκελο δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα έγγραφα και στοιχεία, η εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας ήταν ελλιπής και παράνομα εκταμιεύτηκαν και πληρώθηκαν τα μετρητά και το ισόποσο των επιταγών που προεξοφλήθηκαν (που μάλιστα είναι άνω του ορίου) χωρίς καμία εξασφάλιση της Τράπεζας. Επίσης, ενώ στην συνεδρίαση κατά την οποία συντάχθηκε το πρακτικό με αριθμό ...2004 εγκρίθηκε όριο προεξόφλησης επιταγών 370.000€, στην σύμβαση αναφέρεται ότι υπογράφεται για ποσό 570.000€. 4) Την 2-11-2004 εγκρίθηκε ομόφωνα από το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας, μετά από εισήγηση του διευθυντή αυτής Μ. Π., αύξηση του ορίου πίστωσης λογαριασμού ενεχυρίασης επιταγών που είχε συναφθεί με την υπ' αριθμ. 1803/30.1,2004 σύμβαση κατά το ποσό των 230.000€, προς την ανωτέρω εταιρία, συνταχθέντος σχετικά του υπ' αριθμ. ... 2004 πρακτικού του διοικητικού συμβουλίου της, 5) Η υπ' αριθμ. ...2005 αύξηση πίστωσης ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού για ποσό 300.000€, επί της παραπάνω, με αριθμό ...2004 σύμβασης, ήτοι συνολικά 900,000€. Η σύμβαση αυτή υπογράφτηκε μετά από ομόφωνη έγκριση του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας με το υπ'αριθμ. 74/5.8.2004 πρακτικό αυτού, μετά από εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας, Μ. Π., ως "Αίτημα ενεχυρίασης επιταγών πελατείας συνολικού ορίου 900.000€". Για την σύμβαση αυτή υπήρχε το από 5.8.2004 εισηγητικό έγκρισης δανείου, ανυπόγραφο, στο οποίο η σύμβαση αναφερόταν ως "Πρόσθετο Σύμφωνο Αύξησης Ορίου Επιταγών", στο οποίο αναφερόταν η έγκριση από το διοικητικό συμβούλιο με το πρακτικό αριθμό 74, το οποίο είχε συντάξει ο διευθυντής της τράπεζας, δεν αναφερόταν έδρα επιχείρησης, στον υπότιτλο "Β. ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ, ΠΗΓΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ" αναφερόταν "Ενεχυρίαση επιταγών της πελατείας", στον υπότιτλο "Γ. ΕΓΓΥΗΤΗΣ" αναφερόταν "προσωπική εγγύηση Γ.. Μ.". Στον φάκελο δανειοδότησης (πιστοδοτικό φάκελο) δεν υπήρχε κανένα στοιχείο και έγγραφο από αυτά που προέβλεπε ο Κανονισμός Πιστοδοτήσεων και ειδικότερα δεν υπήρχαν η αίτηση-πληροφοριακό δελτίο, τα οικονομικά στοιχεία, το πληροφοριακό δελτίο και η λογιστική απεικόνιση. Από τα παραστατικά της τράπεζας προέκυπτε ότι η ανωτέρω εταιρία, από τον πιο πάνω λογαριασμό ενεχυρίασης επιταγών, από την 5.10.2004 μέχρι την 22.12.2004, δηλαδή πριν την υπογραφή της σύμβασης που έλαβε χώρα την 11.1.2005, ανέλαβε συνολικό ποσό 666.000€, ενεχυριάζοντας και προεξοφλώντας αντίστοιχου ύψους επιταγές. Η σύμβαση αυτή εξυπηρετούσε προεξόφληση επιταγών ευκολίας και κυρίως τριγωνικές εκδόσεως των άλλων εταιριών του ομίλου. Και αυτή η σύμβαση συνήφθη παράνομα, διότι η εταιρία "..." είχε έδρα εκτός ..., δεν κάλυπτε τα οριζόμενα από τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων κριτήρια, στον φάκελο δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα έγγραφα και στοιχεία, η εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας ήταν ελλιπής, ενώ παράνομα εκταμιεύτηκαν και πληρώθηκαν τα μετρητά και το ισόποσο των επιταγών που προεξοφλήθηκαν (που μάλιστα είναι άνω του ορίου) χωρίς καμία εξασφάλιση της Τράπεζας. 6) Η υπ'αριθμ. ...2005 σύμβαση στεγαστικού δανείου (για αγορά παγίων) για ποσό 400.000€, η οποία υπογράφτηκε μετά από έγκριση του διοικητικού συμβουλίου, που δόθηκε με το υπ'αριθμ. ...2005 πρακτικό αυτού ομόφωνα μετά από την εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας, Μ. Π. ως "Δάνειο παγίων 400,000€ σε μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις πενταετές". Για την σύμβαση αυτή υπήρχε το από 11.2.2005 εισηγητικό έγκρισης δανείου, που είχε συντάξει ο Μ. Π. ανυπόγραφο, στο οποίο η σύμβαση αναφερόταν ως "Παγίων Εγκαταστάσεων 5 χρόνια". Δεν αναφερόταν έδρα επιχείρησης. Υπό τον τίτλο "ΣΧΟΛΙΑ" του ανωτέρω εισηγητικού, στον υπότιτλο "Α.ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ" αναφερόταν "ρύθμιση με απόφαση Δ.Σ. προσκόμιση τιμολογίων για πάγια", στον υπότιτλο "Β. ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ, ΠΗΓΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ" αναφερόταν "εξοφλητέο εντός πενταετίας με μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις" και στον υπότιτλο "Γ.ΕΓΓΥΗΤΗΣ" αναφερόταν "ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΓΓΎΗΣΗ". Στον φάκελο δανειοδότησης υπήρχαν οι εκτιμήσεις εκ μέρους του Α. Γ. (εβδόμου κατηγορουμένου) τριών ακινήτων του Γ. Μ., η ύπαρξη του πρώτου εκ των οποίων δεν έχει προκύψει, ενώ στα άλλα δύο αναφερόταν η ύπαρξη προσημειώσεων υποθήκης 800.000€ και 600.000€, τα ίδια ήταν εμπορικής αξίας 348.000€ και 200.000€ αντίστοιχα, ενώ δεν υπήρχε κανένα άλλο στοιχείο και έγγραφο από αυτά που προέβλεπε ο Κανονισμός Πιστοδοτήσεων και ειδικότερα δεν υπήρχαν η αίτηση-πληροφοριακό δελτίο, τα οικονομικά στοιχεία, το πληροφοριακό δελτίο και η λογιστική απεικόνιση. Και αυτή η σύμβαση συνήφθη παράνομα, διότι η εταιρία "..." είχε έδρα εκτός ..., δεν κάλυπτε τα οριζόμενα από τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων κριτήρια, στον φάκελο δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα έγγραφα και στοιχεία, η εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας ήταν ελλιπής παράνομα δε εκταμιεύτηκαν και πληρώθηκαν τα μετρητά και το ισόποσο των επιταγών που προεξοφλήθηκαν (που μάλιστα είναι άνω του ορίου) χωρίς καμία εξασφάλιση της Τράπεζας. 7) Η υπ'αριθμ....2005 σύμβαση χορήγησης πίστωσης ανοιχτού λογαριασμού για ποσό 600.000€, η οποία υπογράφτηκε μετά από ομόφωνη έγκριση του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας που δόθηκε με το υπ'αριθμ. ...2005 πρακτικό, σύμφωνα με εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας, Μ. Π. ως "κεφάλαιο κίνησης 600.000€, εξοφλητέο εντός δεκαετίας με ισόποσες εξαμηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις". Για την σύμβαση αυτή υπήρχε το από 11.2.2005 εισηγητικό έγκρισης δανείου, που είχε συντάξει ο Μ. Π. ανυπόγραφο, στο οποίο η σύμβαση αναφερόταν ως "Παγίων Εγκαταστάσεων 5 χρόνια". Δεν αναφερόταν έδρα επιχείρησης. Υπό τον τίτλο "ΣΧΟΛΙΑ" του ανωτέρω εισηγητικού, στον υπότιτλο "Α.ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ" αναφερόταν "ρύθμιση με απόφαση Δ.Σ.", στον υπότιτλο "Β. ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ, ΠΗΓΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ" αναφερόταν "εξοφλητέο εντός δεκαετίας με ισόποσες τοκοχρεωλυτικές δόσεις" και στον υπότιτλο "Γ.ΕΓΓΎΗΤΗΣ" αναφερόταν "Προσωπική και προσημείωση διαμέρισμα-μεζονέτα", η οποία δεν έγινε ποτέ. Στον φάκελο δανειοδότησης (πιστοδοτικό φάκελο) δεν υπήρχε κανένα στοιχείο και έγγραφο από αυτά που προέβλεπε ο Κανονισμός Πιστοδοτήσεων και ειδικότερα δεν υπήρχαν η αίτηση-πληροφοριακό δελτίο, τα οικονομικά στοιχεία, το πληροφοριακό δελτίο και η λογιστική απεικόνιση. Και αυτή η σύμβαση συνήφθη παράνομα, διότι η εταιρία "..." είχε έδρα εκτός ..., δεν κάλυπτε τα οριζόμενα από τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων κριτήρια, στον φάκελο δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα έγγραφα και στοιχεία, η εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας ήταν ελλιπής και παράνομα εκταμιεύτηκαν και πληρώθηκαν τα μετρητά και το ισόποσο των επιταγών που προεξοφλήθηκαν (που μάλιστα είναι άνω του ορίου) χωρίς καμία εξασφάλιση της Τράπεζας.
Δ) Με την ατομική επιχείρηση του Γ. Μ.: 1) Η υπ'αριθμ. ...2004 σύμβαση χορήγησης πίστωσης ποσού 100.000€, η οποία υπογράφτηκε με ομόφωνη έγκριση του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας, που δόθηκε εκ των υστέρων με το υπ' αριθμ. ...2004 πρακτικό αυτού, σύμφωνα με εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας, Μ. Π. [Σημειωτέον ότι για επιμέρους πράξη της απιστίας κατ' εξακολούθηση, που αφορά στην ανωτέρω σύμβαση, έχει παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής (βλ. υπ' αριθμ. 58/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Βορείου Αιγαίου)]. 2) Η υπ' αριθμ. ...2004 σύμβαση αύξησης πίστωσης ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού, κατά το ποσό των 300.000€, ώστε το σύνολο να ανέλθει σε 400.000€, η οποία εγκρίθηκε εκ των υστέρων ομόφωνα από το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας με το υπ'αριθμ. ...2004 πρακτικό αυτού, με εισήγηση του διευθυντή της Μ. Π. ως "αίτηση μεταφοράς του ορίου του .... Λόγω έδρας παύση της δραστηριότητας και μεταφορά στην εταιρία Γ. Μ. με έδρα την .... Σύνολο σύμβασης 400.000€ σε ενεχυρίαση επιταγών". Για την σύμβαση αυτή υπήρχε το από 18.6.2004 εισηγητικό έγκρισης δανείου, ανυπόγραφο, που είχε συντάξει ο Μ. Π., το οποίο ανέφερε "Μεταφέρεται ο .... Θα γίνει πρόσθετο σύμφωνο σύνολο σύμβασης 400.000€". Στην αναφορά ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ αναφερόταν "παλαιός πελάτης". Στον τίτλο "ΣΧΟΛΙΑ" του ανωτέρω εισηγητικού και στον υπότιτλο "Α.ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ" αναφερόταν "Η εταιρία ... μεταφέρεται στην Γ.. Μ. επειδή λόγω έδρας της στην Αθήνα δεν είναι δυνατόν να χρηματοδοτείται και ως εκ τούτου μεταφέρεται και το εγκριτικό της όριο". Στον υπότιτλο "Β. ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ, ΠΗΓΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ" αναφερόταν "Λειτουργία ενεχυρίασης επιταγών λόγω αδυναμιών η τράπεζα ζητά προσημείωση, βρίσκεται σε εξέλιξη προς αντιμετώπιση των κινδύνων αν παρουσιαστούν". Στον φάκελο δανειοδότησης (πιστοδοτικό φάκελο) δεν υπήρχε κανένα άλλο στοιχείο ή έγγραφο από αυτά που προέβλεπε ο Κανονισμός Πιστοδοτήσεων και ειδικότερα δεν υπήρχαν η αίτηση-πληροφοριακό δελτίο, τα οικονομικά στοιχεία, το πληροφοριακό δελτίο και η λογιστική απεικόνιση. Η παραπάνω σύμβαση αύξανε το όριο της πίστωσης της ατομικής επιχείρησης του Γ. Μ., που είχε δηλώσει ως έδρα την ... πράγμα που είχε γίνει σκοπίμως, καθόσον η πραγματική έδρα της ήταν ... γεγονός απαγορευτικό για την χρηματοδότηση από την συνεταιριστική τράπεζα. Και αυτή η σύμβαση συνήφθη παράνομα, διότι η επιχείρηση δεν κάλυπτε τα οριζόμενα από τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων κριτήρια, στον φάκελο δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα έγγραφα και στοιχεία, η εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας ήταν ελλιπής και παράνομα εκταμιεύτηκαν και πληρώθηκαν τα μετρητά και το ισόποσο των επιταγών που προεξοφλήθηκαν (που μάλιστα είναι άνω του ορίου) χωρίς καμία εξασφάλιση της Τράπεζας. 3) Η υπ' αριθμ. ...2004 σύμβαση αύξησης πίστωσης ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού, κατά το ποσό των 200.000€, ώστε το σύνολο να ανέλθει σε 600,000€, η οποία εγκρίθηκε εκ των υστέρων ομόφωνα από το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας με το υπ'αριθμ. ...2004 πρακτικό αυτού με εισήγηση του διευθυντή της Μ. Π. ως "αίτημα αύξησης ορίου ενεχυρίασης επιταγών 200.0006". Για την σύμβαση αυτή υπήρχε το από 6.8.2004 ανυπόγραφο εισηγητικό έγκρισης δανείου, που είχε συντάξει ο Μ. Π. στο οποίο αναφερόταν η έγκριση από το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας με το πρακτικό 75/30-9-2004. Στην αναφορά ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ αναφερόταν "παλαιός πελάτης". Στον τίτλο "ΣΧΟΛΙΑ" του ανωτέρω εισηγητικού και στον υπότιτλο "Α.ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ" αναφερόταν "Η εταιρία ... μεταφέρεται στην Γ.. Μ., επειδή λόγω έδρας της στην Αθήνα δεν είναι δυνατόν να χρηματοδοτείται και ως εκ τούτου μεταφέρεται και το εγκριτικό της όριο". Στους υπότιτλους Β. ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ, ΠΗΓΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ, Γ.ΕΓΓΎΗΤΗΣ Δ.ΑΓΟΡΑ ΜΕΡΙΔΙΩΝ δεν αναφερόταν τίποτα. Στον φάκελο δανειοδότησης (πιστοδοτικό φάκελο) δεν υπήρχε κανένα άλλο στοιχείο ή έγγραφο από αυτά που προέβλεπε ο Κανονισμός Πιστοδοτήσεων και ειδικότερα δεν υπήρχαν η αίτηση-πληροφοριακό δελτίο, τα οικονομικό στοιχεία, το πληροφοριακό δελτίο και η λογιστική απεικόνιση. Η ανωτέρω σύμβαση ήταν σύμβαση αύξησης ορίου της ατομικής επιχείρησης Γ. Μ., όπου αυτή αναφερόταν ως παλαιός πελάτης. Στην συνεδρίαση για την οποία συντάχθηκε το πρακτικό με αριθμό ... 2004 αποφασίστηκε και εγκρίθηκε ομόφωνα αίτημα ενεχυρίασης επιταγών πελατείας συνολικού ορίου 900.000€ της εταιρίας ... Ο.Ε.. Και αυτή η σύμβαση συνήφθη παράνομα, διότι η επιχείρηση δεν κάλυπτε τα οριζόμενα από τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων κριτήρια, στον φάκελο δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα έγγραφα και στοιχεία, η εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας ήταν ελλιπής και παράνομα εκταμιεύτηκαν και πληρώθηκαν τα μετρητά και το ισόποσο των επιταγών που προεξοφλήθηκαν (που μάλιστα είναι άνοο του ορίου) χωρίς καμία εξασφάλιση της Τράπεζας. 4) Η υπ'αριθμ. ...2.005 σύμβαση αύξησης πίστωσης ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού κατά το ποσό των 300.000€, ώστε το σύνολο να ανέλθει σε 900.000€. Η σύμβαση αυτή εγκρίθηκε εκ των υστέρων ομόφωνα από το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας, με το υπ' αριθμ. ...2004 πρακτικό του, σύμφωνα με την εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας, Μ. Π. ως "αίτημα ενεχυρίασης επιταγών πελατείας 900,000€ εξαμήνου διάρκειας". Για τη σύμβαση αυτή υπήρχε το από 18-12-2005 ανυπόγραφο εισηγητικό έγκρισης δανείου, που είχε συντάξει ο διευθυντής της τράπεζας Μ. Π., στο οποίο αναφερόταν "πρόσθετο σύμφωνο αύξησης ορίου επιταγών", Στην αναφορά ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ αναφερόταν "παλαιός πελάτης", Στους υπότιτλους Α.ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ, Γ.ΕΓΓΥΗΤΗΣ Δ.ΑΓΟΡΑ ΜΕΡΙΔΙΩΝ δεν αναφερόταν τίποτα. Στον υπότιτλο "Β. ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ, ΠΗΓΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ" αναφερόταν "ενεχυρίαση επιταγών πελατείας εξάμηνης διάρκειας", ενώ στην πραγματικότητα ενεχυριάζονταν επιταγές του ομίλου Μ.. Στον φάκελο δανειοδότησης (πιστοδοτικό φάκελο) δεν υπήρχε κανένα άλλο στοιχείο ή έγγραφο από αυτά που προέβλεπε ο Κανονισμός Πιστοδοτήσεων και ειδικότερα δεν υπήρχαν η αίτηση- πληροφοριακό δελτίο, τα οικονομικά στοιχεία, το πληροφοριακό δελτίο και η λογιστική απεικόνιση. Και αυτή η σύμβαση συνήφθη παράνομα, διότι η επιχείρηση δεν κάλυπτε τα οριζόμενα από τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων κριτήρια, στον φάκελο δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα έγγραφα και στοιχεία, η εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας ήταν ελλιπής και παράνομα εκταμιεύτηκαν και πληρώθηκαν τα μετρητά και το ισόποσο των επιταγών που προεξοφλήθηκαν (που μάλιστα είναι άνω του ορίου) χωρίς καμία εξασφάλιση της Τράπεζας. 5) Η υπ'αριθμ. ...2005 σύμβαση στεγαστικού δανείου ποσού 400.000€, η οποία υπογράφτηκε με ομόφωνη έγκριση του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας που δόθηκε με το υπ'αριθμ. ...2005 πρακτικό αυτού, σύμφωνα με την εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας, Μ. Π. ως "αίτημα για ρύθμιση οφειλών του πελάτη. Κατόπιν διαλογικής συζήτησης αποφασίστηκε να του χορηγηθούν μακροπρόθεσμα δάνεια εξοφλητέα με τοκοχρεωλυτικές δόσεις...δάνειο 400.000€ εξοφλητέο εντός πενταετίας με ισόποσες μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις". Για τη σύμβαση αυτή υπήρχε το από 3-2-2005 ανυπόγραφο εισηγητικό έγκρισης δανείου, στο οποίο αναφερόταν "Παγίων εγκαταστάσεων 5 χρόνια", που είχε συντάξει ο διευθυντής της τράπεζας, Μ. Π.. Στην αναφορά ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ αναφερόταν "παλαιός πελάτης". Υπό τον τίτλο "ΣΧΟΛΙΑ" του εισηγητικού και στον υπότιτλο "Α.ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ" αναφερόταν "Είναι παλαιός πελάτης της τράπεζας, δεν έχει δημιουργήσει πρόβλημα προς το παρόν, διατηρεί εταιρία διεθνών μεταφορών με έδρα την ..., με τρία φορτηγά αυτοκίνητα δημοσίας χρήσεως, ψυγεία και εθνικών μεταφορών. Στον υπότιτλο "Β. ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ, ΠΗΓΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ" αναφέρεται "εξοφλητέο εντός πενταετίας με ισόποσες τοκοχρεωλυτικές μηνιαίες δόσεις", στον υπότιτλο "Γ.ΕΓΓΥΗΤΗΣ" αναφερόταν "ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΓΓΥΗΣΗ (Γ.. Μ.) προσκόμιση τιμολογίων για πάγια". Υπό τον τίτλο "ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑ" αναφερόταν "έχουν γίνει ασφάλειες αυτοκινήτων", χωρίς από τον σχετικό φάκελο να προκύπτει η ύπαρξη κάποιου σχετικού εγγράφου. Στον φάκελο δανειοδότησης (πιστοδοτικό φάκελο) δεν υπήρχε τίποτα πρόσθετο, ενδεχομένως ταυτιζόταν με έγγραφα που αναφερόταν στην προαναφερόμενη, υπ'αριθμ. ...2005 σύμβαση, ήτοι τιμολόγια αγοράς οχημάτων από Ελλάδα και εξωτερικό, ασφαλιστική και φορολογική ενημερότητα και μία ιδιόγραφη εκτύπωση της οικονομικής κατάστασης του Γ. Μ. από την εκμετάλλευση των φορτηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης από τον Μάϊο (ενδεχομένως του έτους 2005 έως τον Δεκέμβριο) με σύνολο καθαρών αξιών για αυτή την περίοδο 162.892,97€. Δεν υπήρχε κανένα άλλο στοιχείο ή έγγραφο από αυτό που προέβλεπε ο Κανονισμός Πιστοδοτήσεων και ειδικότερα δεν υπήρχαν η αίτηση-πληροφοριακό δελτίο, τα οικονομικά στοιχεία, το πληροφοριακό δελτίο και η λογιστική απεικόνιση. Και αυτή η σύμβαση συνήφθη παράνομα, διότι η επιχείρηση δεν κάλυπτε τα οριζόμενα από τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων κριτήρια, στον φάκελο δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα έγγραφα και στοιχεία, η εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας ήταν ελλιπής και παράνομα εκταμιεύτηκαν και πληρώθηκαν και τα μετρητά και το ισόποσο των επιταγών που προεξοφλήθηκαν (που μάλιστα είναι άνω του ορίου) χωρίς καμία εξασφάλιση της Τράπεζας, 6) Η υπ'αριθμ. ...2005 σύμβαση χορήγησης πίστωσης ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού για κεφάλαιο κίνησης, ποσού 600.000€, η οποία υπογράφτηκε με ομόφωνη έγκριση του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας, σύμφωνα με την εισήγηση του διευθυντή αυτής, Μ. Π. ως "Ύστερα από αίτημα του πελάτη παρουσιάστηκε στο Συμβούλιο για ρύθμιση των οφειλών του. Κατόπιν διαλογικής συζήτησης αποφασίστηκε να του χορηγηθούν μακροπρόθεσμα δάνεια εξοφλητέα με τοκοχρεωλυτικές δόσεις...δάνειο 600.000€, εξοφλητέο εντός επταετίας με ισόποσες μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις". Για την ανωτέρω σύμβαση υπήρχε το από 3-2- 2005 εισηγητικό έγκρισης δανείου, που είχε συντάξει ο Μ. Π., ανυπόγραφο. Στην αναφορά ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ αναφερόταν "παλαιός πελάτης". Υπό τον τίτλο "ΣΧΟΛΙΑ" του εισηγητικού και στον υπότιτλο "Α.ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ" αναφερόταν "Είναι παλαιός πελάτης της τράπεζας, δεν έχει δημιουργήσει πρόβλημα προς το παρόν, διατηρεί εταιρία διεθνών μεταφορών με έδρα την ..., με τρία φορτηγά αυτοκίνητα δημοσίας χρήσεως, ψυγεία και εθνικών μεταφορών". Στον υπότιτλο "Β. ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ ΠΗΓΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ" αναφερόταν "εξοφλητέο εντός επταετίας με ισόποσες τοκοχρεωλυτικές δόσεις (μηνιαία)". Στον υπότιτλο "Γ.ΕΓΓΥΗΤΗΣ" αναφερόταν "ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΓΓΥΗΣΗ". Στον φάκελο της ανωτέρω σύμβασης υπήρχαν τιμολόγια αγοράς οχημάτων από Ελλάδα και εξωτερικό, ασφαλιστική και φορολογική ενημερότητα και μία ιδιόγραφη εκτύπωση της οικονομικής κατάστασης του Γ. Μ. από την εκμετάλλευση των φορτηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης από τον Μάϊο (ενδεχομένως του έτους 2005 έως τον Δεκέμβριο) με σύνολο καθαρών αξιών για αυτή την περίοδο 162.892,97€. Δεν υπήρχε κανένα άλλο στοιχείο ή έγγραφο από αυτά που προέβλεπε ο Κανονισμός Πιστοδοτήσεων και ειδικότερα δεν υπήρχαν η αίτηση-πληροφοριακό δελτίο, τα οικονομικά στοιχεία, το πληροφοριακό δελτίο και η λογιστική απεικόνιση. Και αυτή η σύμβαση συνήφθη παράνομα, διότι η επιχείρηση δεν κάλυπτε τα οριζόμενα από τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων κριτήρια, στον φάκελο δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα έγγραφα και στοιχεία, η εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας ήταν ελλιπής και παράνομα εκταμιεύτηκαν και πληρώθηκαν και τα μετρητά και το ισόποσο των επιταγών που προεξοφλήθηκαν (που μάλιστα είναι άνω του ορίου) χωρίς καμία εξασφάλιση της Τράπεζας.
Από τα ανωτέρω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά και τα ως άνω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι το πρόσωπο, που εισηγείτο στο διοικητικό συμβούλιο της Συνεταιριστικής Τράπεζας όλες τις προαναφερόμενες παροχές πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις του ομίλου Μ., ήταν ο διευθυντής της Τράπεζας, Μ. Π. (έκτος κατηγορούμενος), ο οποίος, ως εισηγητής, έργο του ήταν να ελέγχει τη φερεγγυότητα κάθε πελάτη της Τράπεζας και τις δυνατότητες αυτού να ανταποκριθεί στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων που θα αναλάμβανε έναντι αυτής. Με βάση δε τα στοιχεία που συνέλεγε, έκανε προτάσεις προς το διοικητικό συμβούλιο της Τράπεζας για το εάν έπρεπε ή όχι να δοθεί πίστωση σε κάποιον πελάτη, ποιό θα ήταν το ύψος, η χρονική διάρκεια αυτής κ.λ.π. Με αυτόν τον τρόπο είχε την επιμέλεια της περιουσίας της Τράπεζας ως προς την εξασφάλιση αυτής από αφερέγγυους και αναξιόχρεους πιστούχους. Ο ανωτέρω κατηγορούμενος, όμως, παρά το γεγονός ότι γνώριζε ότι ο συγκατηγορούμενός του, Γ. Μ. δεν ήταν φερέγγυο πρόσωπο, ότι δεν είχε προσκομίσει επαρκείς εξασφαλίσεις για τη χορήγηση δανείων προς τις εταιρείες του, ότι δεν αρκούσε η προσωπική εγγύηση αυτού, ότι οι επιταγές που προσκομίζονταν προς ενεχυρίαση δεν ήταν πελατών του αλλά του ομίλου του (μάλιστα από μπλοκ επιταγών που η ίδια η συνεταιριστική τράπεζα του είχε χορηγήσει), ότι στο φάκελο δανειοδότησης δεν υπήρχε κανένα άλλο στοιχείο ή έγγραφο από αυτά που προέβλεπε ο Κανονισμός Πιστοδοτήσεων και ειδικότερα δεν υπήρχαν η αίτηση- πληροφοριακό δελτίο, τα οικονομικά στοιχεία, το πληροφοριακό δελτίο και η λογιστική απεικόνιση των δανειοδοτούμενων επιχειρήσεων, εν τούτοις αυτός με ελλειπή στοιχεία εισηγείτο πρς το διοικητικό συμβούλιο, διαβεβαιώνοντας ότι ο Γ. Μ. είναι παλαιός πελάτης και αξιόχρεος, τη χορήγηση δανείων και με τον τρόπο αυτό πέτυχε την έγκριση των ως άνω χρηματοδοτήσεων προς τις επιχειρήσεις του συγκατηγορουμένου του, Γ. Μ., ζημιώνοντας την περιουσία της Τράπεζας, της οποίας είχε την επιμέλεια, κατά το προαναφερόμενο ποσό των 3.077.000 ευρώ, στο οποίο ανήλθε το οφειλόμενο υπόλοιπο των ανωτέρω επιχειρήσεων του ομίλου Μ. προς τη Συνεταιριστική Τράπεζα την 31.12.2004, το οποίο ουδέποτε επεστράφη στην Τράπεζα. Τελικά, με την υπ'αριθμ. ...2012 συνεδρίαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 790/19-3-2012, ανακλήθηκε η άδεια, η οποία είχε παρασχεθεί στη Συνεταιριστική Τράπεζα με την 30/7/2.4.1999 απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων, τέθηκε αυτή σε ειδική εκκαθάριση σύμφωνα με το άρθρο 68 Ν. 3601/2007 και επιτράπηκε στην Τράπεζα να διενεργεί μόνο τις πράξεις που υπηρετούν τον σκοπό της εκκαθάρισης, ενώ απαγορεύτηκαν όλες οι δραστηριότητες του άρθρου 11§1 Ν. 3601/2007. Στο κείμενο της συνεδρίασης αυτής αναφέρεται ότι το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα αντιμετώπιζε ανυπέρβλητα προβλήματα, εξαιτίας των υψηλών ποσοστών μη εξυπηρετούμενων δανείων (μεταξύ των οποίων ήταν και αυτά του ομίλου Μ.) και επί μακρόν αδυναμία να αναλάβει πρωτοβουλίες που θα αποκαθιστούσαν την βιωσιμότητα αυτού και συνεπώς προέκυψε αδυναμία αύξησης των ίδιων κεφαλαίων του, ώστε να αρθεί η παρούσα ανεπάρκειά τους. Ο άμεσος δόλος του κατηγορουμένου Μ. Π., που προϋποθέτει το αδίκημα της απιστίας για τη στοιχειοθέτησή του, αποδεικνύεται από τις υπερβολικές χορηγήσεις που εισηγήθηκε να δοθούν στις επιχειρήσεις του ομίλου Μ., με τον προπεριγραφόμενο παράνομο τρόπο, χωρίς καμία εξασφάλιση της Τράπεζας για την επιστροφή σ'αυτή των χρημάτων από τους εκδότες των επιταγών, αλλά και της εντολής που έδωσε στο γραφείο συμψηφισμού για την πληρωμή των χωρίς αντίκρυσμα επιταγών του ίδιου ομίλου από ίδια κεφάλαια της Τράπεζας, χωρίς καμία εξασφάλιση αυτής για την επιστροφή σ'αυτή των χρημάτων από τους εκδότες των επιταγών, που καταδεικνύει ότι γνώριζε ότι ο ανωτέρω δανειλήπτης δεν ήταν οικονομικά ικανός να επιστρέψει τα ανωτέρω χρηματικα ποσά που του χορηγούνταν και συνεπώς θα ζημιωνόταν η περιουσία της τράπεζας πράγμα που αποδέχθηκε (βλ. σχετ. ως προς το στοιχείο του δόλου ΑΠ 479/2021, 1531/2013). Στις διαμαρτυρίες μάλιστα του εσωτερικού ελεγκτή (Ν. Σ.), ότι δεχόταν ως πελάτες άτομα που είχαν απολέσει την φερεγγυότητά τους έναντι των υπολοίπων τραπεζών ή παρέλειπε κατά την διαδικασία έγκρισης να απαιτήσει απαραίτητα πιστοποιητικά (φορολογική, ασφαλιστική ενημερότητα κλπ.), εκείνος δικαιολογούσε τις κινήσεις αυτές ως απολύτως απαραίτητες για τη δημιουργία σταθερής πελατείας της Τράπεζας, η οποία, κατά τη γνώμη του, έπρεπε να δείξει ελαστικότητα στις χορηγήσεις, ωστόσο η πρακτική αυτή ήταν πολύ επικίνδυνη για την μελλοντική ρευστότητα της Τράπεζας σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής των χορηγήσεων. Επιβαρυντικό στοιχείο για το δόλο του είναι ότι, ως εκ της θέσεως του, γνώριζε τις εγκυκλίους, εντολές, οδηγίες και κανόνες της χρηματοπιστωτικής πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος αλλά και το πόρισμα της Τράπεζας της Ελλάδος που συντάχθηκε το Φεβρουάριο 2004, στο οποίο η Διεύθυνση Εποπτείας του Τραπεζικού Συστήματος είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με τις παραλείψεις κατά την έγκριση και διαχείριση των δανείων, γι' αυτό και ήταν αδύνατο να μην αντιλήφθηκε τη ζημία που με βεβαιότητα θα προκαλείτο στην Τράπεζα από τη χορήγηση τόσο μεγάλων χρηματικών ποσών προς τις επιχειρήσεις του ομίλου Μ. και μάλιστα χωρίς επαρκείς εξασφαλίσεις της Τράπεζας για την αποπληρωμή τους, που και αποδέχθηκε. Κίνητρο που οδήγησε αυτόν στις παραπάνω παράνομες χρηματοδοτήσεις ήταν η οικονομική διευκόλυνση των ανωτέρω επιχειρήσεων και η εξυπηρέτηση των συμφερόντων του έβδομου κατηγορουμένου, με τον οποίο είχε προσωπικές επαφές, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον ίδιο ότι ουδεμία προσωπική επαφή είχε μαζί του, καθόσον, όπως αποδείχθηκε, ο έβδομος κατηγορούμενος επισκεπτόταν την Τράπεζα και είχε επαφές και με αυτόν, όπως εξάλλου ήταν φυσικό, αφού τούτος (Π.) ήταν ο εισηγητής στα αιτήματα χορηγήσεως δανείων. Οι ισχυρισμοί του ανωτέρω (έκτου) κατηγορουμένου ότι έπραττε με τον ανωτέρω τρόπο, ήτοι ότι εισηγούνταν την χορήγηση μεγάλων ποσών δανείων χωρίς τα απαραίτητες εξασφαλίσεις για την προσέλκυση πελατών στην τράπεζα και συνεπώς προς το συμφέρον της, αντιβαίνουν στην κοινή λογική και κρίνονται απορριπτέοι.
Συνεπώς, πρέπει ο ανωτέρω (έκτος) κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της απιστίας κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση με ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ με το πρωτοδίκως αναγνωρισθέν ελαφρυντικό της διάταξης του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α του ΠΚ, κατά τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
Περαιτέρω, ο έβδομος κατηγορούμενος (Μ.), με πρόθεση προκάλεσε την απόφαση στον έκτο κατηγορούμενο (Π.), δηλαδή με προτροπές παραινέσεις και συμβουλές συνοδευόμενες με πειθώ και φορτικότητα, ώστε να προβεί στις προαναφερόμενες ενέργειες και παραλείψεις, από τις οποίες τούτος (έβδομος) ωφελήθηκε ατομικά και ως εκπρόσωπος των ανωτέρω επιχειρήσεων. Σκοπός του (έβδομου κατηγορούμενου) ήταν να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας της Συνεταιριστικής Τράπεζας αφού καρπώθηκε το προαναφερόμενο ποσό των 3.077.000 ευρώ, κατά το οποίο ζημιώθηκε η Τράπεζα, το οποίο αρνήθηκε να επιστρέψει, ήταν δε ο μοναδικός άνθρωπος που είχε συμφέρον να ωθήσει με τις προτροπές και παραινέσεις του τον έκτο κατηγορούμενο να προβεί στις προπεριγραφόμενες πράξεις και παραλείψεις του, δεδομένου ότι αυτός, όπως προειπώθηκε, καρπώθηκε το προαναφερόμενο ποσό των 3.077.000 ευρώ και ενδεικτικό της πρόθεσής του να ζημιώσει την τράπεζα με την μη επιστροφή των δανείων που έλαβε ήταν, ότι, ενώ, κατά την κατάρτιση με την εταιρία αυτού "... ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" και τον διακριτικό τίτλο "... Ε.Π.Ε." της με αριθμό ...2004 σύμβασης χορήγησης πίστωσης προεξόφλησης επιταγών μέχρι του ποσού των 600.000€, την 21.12.2004 είχε συναινέσει αυτοπροσώπως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ... στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης μέχρι του ποσού των 800.000€ (όπως καθ' υπέρβασιν της αξίας του τότε εκτιμήθηκε), σε ένα ακίνητο του, ήτοι στα 2/3 εξ αδιαιρέτου ενός άρτιου και οικοδομήσιμου οικοπέδου στην περιοχή ..., εκδοθείσας σχετικά της υπ' αριθμ. ...2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ..., στη συνέχεια (ήταν και το μόνο κάποιας αξίας που διέθετε), όταν η σύμβαση αυτή αντικαταστάθηκε με την υπ'αριθμ. ...2005 σύμβαση, για την οποία δεν υπήρχε προσημείωση, αυτός αρνήθηκε να συναινέσει εκ νέου σε εγγραφή προσημείωσης στο ανωτέρω ακίνητο με βάση τη νέα αυτή σύμβαση. Επομένως, αυτός πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη της κακουργηματικής απιστίας κατ' εξακολούθηση, κατά το άρθρο 98§2 του ΠΚ, σύμφωνα και με όσα έχουν εκτεθεί στην νομική σκέψη της παρούσας, θα του επιβληθεί, όμως μειωμένη ποινή κατά το άρθρο 83, καθώς αυτός δεν έχει την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας σύμφωνα με το άρθρο 49 παρ. 1 εδ. α του νέου ΠΚ. Περαιτέρω, όσον αφορά στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Συνεταιριστικής Τράπεζας, Σ. Α. (πρώτο κατηγορούμενο), Μ. Κ. (δεύτερο κατηγορούμενο), Θ. Α. (τρίτο κατηγορούμενο), Π. Π. (τέταρτο κατηγορούμενο), Α. Γ. (πέμπτο κατηγορούμενο), από τα ίδια αναφερόμενα ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω κατηγορούμενοι, μέλη του ΔΣ της συνεταιριστικής τράπεζας, το οποίο, σύμφωνα με το καταστατικό, είχε αναλάβει τη διαχείριση αυτής και αποφάσιζε για όλα τα ζητήματα που αφορούσαν στην τράπεζα, μέσα στα πλαίσια του σκοπού της, οφείλοντας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους να καταβάλλουν την επιμέλεια που κατέβαλαν και στις δικές τους υποθέσεις και να προστατεύουν τα συμφέροντα της τράπεζας με όλα τα νόμιμα μέσα (άρθρ.13 παρ.3 του Καταστατικού), εν γνώσει τους παρέβησαν το καταστατικό αυτής, το νόμο και το κανονιστικό πλαίσιο της Τράπεζας της Ελλάδος, προκαλώντας την αναφερόμενη στο διατακτικό της απόφασης ζημία στην περιουσία τόσο της τράπεζας κατά το προαναφερόμενο ποσό των 3.077.000 ευρώ, στο οποίο ανήλθε το οφειλόμενο υπόλοιπο των ανωτέρω επιχειρήσεων του ομίλου Μ. προς τη Συνεταιριστική Τράπεζα την 31.12.2004, το οποίο ουδέποτε επεστράφη στην Τράπεζα- όσο και των φυσικών προσώπων - μεριδιούχων, οι οποίοι μάλιστα θα υποστούν επιπλέον ζημία , αφού σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 του Καταστατικού της Τράπεζας, "ο συνεταίρος ευθύνεται μέχρι του διπλάσιου της ονομαστικής αξίας των μεριδίων του για τις υποχρεώσεις του Συνεταιρισμού που δημιουργήθηκαν, τόσο από την εγγραφή του, όσο και κατά το διάστημα που είναι μέλος του". Ειδικότερα οι ανωτέρω κατηγορούμενοι, με την ιδιότητά τους ως μέλη του ΔΣ της τράπεζας και, συνεπώς διαθέτοντας αποφασιστική αρμοδιότητα για τη χορήγηση πιστώσεων, ενέκριναν τις ειδικότερα αναφερόμενες ο καθένας αυτών στο διατακτικό συμβάσεις με τις επιχειρήσεις του ομίλου Μ., οι οποίες ήταν παράνομες και ζημιογόνες γι'αυτήν, καταχρώμενοι την εξουσία διαχείρισης που διέθεταν. Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ναι μεν το μόνο πρόσωπο που εισηγούνταν στο διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας όλες τις ανωτέρω αναφερόμενες παροχές πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις του ομίλου Μ. και έδινε την εντολή στον υπεύθυνο του γραφείου συμψηφισμού για την πληρωμή των επιταγών του ομίλου, που δεν είχαν αντίκρυσμα από τα διαθέσιμα της τράπεζας, αντί για τη σφράγιση αυτών, ήταν ο διευθυντής της τράπεζας Μ. Π., ωστόσο, όμως χωρίς την αποφασιστική αρμοδιότητα των ανωτέρω κατηγορουμένων, οι οποίοι, με την ιδιότητά τους ως μέλη του ΔΣ, εν γνώσει τους δεν έλαβαν τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση της περιουσίας που εκταμιευόταν, δεν θα επερχόταν η ανωτέρω σημαντικού ύψους ζημία της τράπεζας και τελικά η ανάκληση της άδειάς της από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ειδικότερα, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι μολονότι γνώριζαν, λόγω και της επαγγελματικής του ιδιότητας αλλά και από την κοινή πείρα και λογική, παρά τα αντιθέτως αβασίμως υποστηριζόμενα από αυτούς περί άγνοιας, ότι η δανειοδότηση μίας επιχείρησης και δη των συγκεκριμένων επιχειρήσεων του ομίλου Μ. προϋποθέτει τη φερεγγυότητα αυτών και τη λήψη εξασφαλίσεων για την επιστροφή του εκταμιευόμενου ποσού και ότι, οι ακάλυπτες επιταγές έπρεπε να σφραγιστούν ελλείψει υπολοίπου και να αναγγελθούν στο διατραπεζικό σύστημα Τειρεσίας και ότι, τυχόν εξόφληση από τα ίδια διαθέσιμα της τράπεζας θα επιφέρει ισόποση με τις επιταγές ζημία της τράπεζας εντούτοις ενεργώντας κατά παράβαση του καταστατικού του ιδρύματος, του νόμου και του κανονιστικού πλαισίου της Τράπεζας της Ελλάδος ενέκριναν τα ανωτέρω χρηματοδοτικά όρια που εισηγούνταν ο Διευθυντής, με συνοπτικές διαδικασίες χωρίς ενημέρωση για το ύψος του αναλαμβανόμενου κινδύνου, χωρίς να ελέγχουν τη δυνατότητα αποπληρωμής, χωρίς τη λήψη των απαιτούμενων εμπραγμάτων εξασφαλίσεων, με καταστρατήγηση των διατάξεων που προβλέπουν τις παρεπόμενες διοικητικές κυρώσεις σε περίπτωση έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, ήτοι αναγγελία στα συστήματα της Α.Ε.ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ, άμεση επιστροφή των υπολοίπων επιταγών και απαγόρευση εκ νέου χορήγησης για ορισμένο χρονικό διάστημα. Αντιθέτως, γνωρίζοντας οι ανωτέρω κατηγορούμενοι την πληρωμή των ακάλυπτων επιταγών του ομίλου Μ. από τα ίδια διαθέσιμα της τράπεζας, ενέκριναν, μέσω συμβασιοποίησης, κατά παράβαση κάθε τραπεζικής πρακτικής, τη μετατροπή των οφειλών από τις ανωτέρω επιταγές, σε ισόποσες χρηματοδοτήσεις του ομίλου, γνωρίζοντας ότι η ενέργεια αυτή θα προκαλούσε αντίστοιχη ζημία στην περιουσία της τράπεζας. Ο δε άμεσος δόλος, που προϋποθέτει το αδίκημα της απιστίας για τη στοιχειοθέτηση του (ήτοι απαιτείται ο διαχειριστής είτε να επιδιώκει είτε να προβλέπει ως αναγκαία και να αποδέχεται την πρόκληση ζημίας στην ξένη περιουσία, βλ. ΑΠ 479/2021, ΑΠ 289/1999), αποδεικνύεται ότι συντρέχει στο πρόσωπο των ανωτέρω κατηγορουμένων λόγω των υπερβολικών χορηγήσεων που δόθηκαν στις επιχειρήσεις του ομίλου Μ. με τον προπεριγραφόμενο παράνομο τρόπο, χωρίς συλλογή και έλεγχο των οικονομικών στοιχείων των επιχειρήσεων του ομίλου, χωρίς αξιολόγηση της οικονομικής τους καστάτασης, χωρίς εξασφαλίσεις της τράπεζας για αποπληρωμή των χρημάτων και μάλιστα με συμβασιοποίηση των ποσών των ακάλυπτων επιταγών των επιχειρήσεων, που πληρώθηκαν από τα διαθέσιμα της Τράπεζας, ενέργειες που ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσαν ως αναγκαία συνέπεια την οικονομική ζημία της τράπεζας και που οι κατηγορούμενοι με βάση και μόνο την κοινή λογική γνώριζαν και αποδέχονταν τις συνέπειες αυτές. Εξάλλου, από τα οικονομικά στοιχεία των επιχειρήσεων του ομίλου Μ. και τα διαθέσιμα στοιχεία που είχαν οι κατηγορούμενοι κατά την έγκριση των ανωτέρω πιστώσεων και στα οποία (διαθέσιμα στοιχεία) είχαν πρόσβαση, καθόσον ο καθένας αυτών μπορούσε να ζητήσει από τον εισηγητή το φάκελο εισηγήσεως και να ελέγξει αυτά (στοιχεία), σε συνδυασμό με το γεγονός της ύπαρξης των ακάλυπτων επιταγών των επιχειρήσεων του ομίλου,-που καταδεικνύει αδυναμία αποπληρωμής αυτών, προέκυπτε αναμφίβολα, η μη δυνατότητα λειτουργικής εξυπηρέτησης των ανωτέρω δανείων του ομίλου Μ.. Ενισχυτικό της παραπάνω κρίσεως του Δικαστηρίου είναι και το γεγονός ότι ο Γ. Μ. ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών, ήταν νέος επιχειρηματίας και η επαγγελματική του δραστηριότητα ήταν άγνωστη, άρχισε δε από την 29-8-2000 και εντεύθεν να αγοράζει σταδιακά μετοχές της συνεταιριστικής τράπεζας και, συνεπώς όφειλαν οι κατηγορούμενοι να είναι πιο προσεκτικοί στην τήρηση των, υπό του Κανονισμού χρηματοδοτήσεων, προβλεπομένων διαδικασιών. Πλην, όμως αυτοί, παραβλέποντας όλα τα ανωτέρω στοιχεία, συνέχισαν να προβαίνουν κατ' εξακολούθηση όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα στην παράνομη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων του ομίλου Μ. και μάλιστα ποσοστού 44,72ο/ο των συνολικών κεφαλαίων της τράπεζας γνωρίζοντας κατά την έγκριση για υπογραφή των αποδιδόμενων και διαλαμβανόμενων στο διατακτικό συμβάσεων ότι ήταν βέβαιη η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων εκ μέρους του ανωτέρω δανειολήπτη και συνεπώς η πρόκληση εκ των συμβάσεων αυτών της ανωτέρω περιουσιακής ζημίας της τράπεζας την οποία και αποδέχονταν. Οι ανωτέρω ενέργειες των κατηγορουμένων δεν μπορεί να αποδοθούν στην άγνοιά τους ή σε αμέλεια αυτών, αφού υπήρχαν κατ' επανάληψη συστάσεις της τράπεζας της Ελλάδος. Συγκεκριμένα ήδη από τον Φεβρουάριο του 2004 είχε επισημανθεί και καταγραφεί στο πόρισμα ελέγχου του Φεβρουαρίου 2004, που πραγματοποιήθηκε στην τράπεζα τον Φεβρουάριο του 2004, οι αδυναμίες και παραλείψεις σχετικά με την έγκριση και διαχείριση των δανείων, πλην, όμως οι ανωτέρω κατηγορούμενοι συνέχισαν την ίδια τακτική (βλ.το από 23-3-2005 πόρισμα ελέγχου της ΤτΕ). Εξάλλου, η κατά παράβαση χρηματοδότηση της εταιρείας ... ΜΟΝ/ΠΗ ΕΠΕ, είχε επισημανθεί στη Συνεταιριστική Τράπεζα με το υπ'αριθμ. ...2004 εμπιστευτικό έγγραφο της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος. Περαιτέρω, αντίστοιχη ενημέρωση υπήρχε και από τον εσωτερικό ελεγκτή της συνεταιριστικής τράπεζας Ν. Σ.. Ειδικότερα, ήδη από τις 15-5-2003 ο ανωτέρω απέστειλε ειδικό σημείωμα όπου έκανε διάφορες επισημάνσεις για την καλή λειτουργία της τράπεζας. Όταν μάλιστα στις 19-7-2004 ο ανωτέρω διαπίστωσε ότι, η συνεταιριστική τράπεζα είχε πληρώσει, μεταξύ άλλων, 41 επιταγές του ομίλου Μ., 822.567,66 ευρώ, ενημέρωσε αμέσως τον Πρόεδρο και το ΔΣ της τράπεζας. Μάλιστα μετά πάροδο περίπου ενός μήνα και ενώ οι πληρωμένες επιταγές του ομίλου Μ. ανέρχονταν σε 724.708,79 ευρώ, ο Ν. Σ. ενημέρωσε το ΔΣ της τράπεζας με την υπ' αριθμ. ...2004 συστημένη επιστολή του. Παρά ταύτα όμως οι ανωτέρω κατηγορούμενοι, και μετά την ανωτέρω ενημέρωση, δεν έλαβαν υπόψη τους όλα τα ανωτέρω στοιχεία, αλλά συνέχισαν την ίδια τακτική, γνωρίζοντας και αποδεχόμενοι ότι, ως αναγκαία συνέπεια αυτής θα επέλθει μετά βεβαιότητας η ανωτέρω ζημία. Αντί δε, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι να συγκαλέσουν, ως όφειλαν από την ιδιότητά τους άμεσα ΔΣ για να εξετάσουν την επιστολή αυτή και να σταματήσουν τις παράνομες χρηματοδοτήσεις των επιχειρήσεων του ομίλου Μ., συνέχισαν να προβαίνουν σε νέες χρηματοδοτήσεις προς τις επιχειρήσεις του ομίλου, με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία της τράπεζας και μόλις στις 18-12-2004 (συνεδρίαση 77/18-12-2004), ήτοι τέσσερις μήνες μετά την επιστολή, το θέμα φέρεται προς συζήτηση στο ΔΣ. Η γνώση των ανωτέρω κατηγορουμένων, μελών του ΔΣ για τη μη σφράγιση ακάλυπτων επιταγών και την πληρωμή αυτών από διαθέσιμα της ίδιας της τράπεζας αποδεικνύεται και από το υπ' αριθμ. ...2004 πρακτικό συνεδριάσεων του ΔΣ αυτής, καθώς στην ανωτέρω συνεδρίαση ο ίδιος ο κατηγορούμενος Α. ρωτάει τον διευθυντή Π., παρουσία των λοιπών μελών του ΔΣ κατά λέξει τα εξής: "επί τη ευκαιρία θέλω να ρωτήσω αν είμαστε εξασφαλισμένοι έναντι ορισμένων πελατών μας, που δεν έχουμε σφραγισμένες επιταγές τους", και ο Π. απαντάει τα εξής : " Όπως και οι άλλες τράπεζες έτσι και εμείς το έχουμε κάνει, δηλαδή δεν έχουμε σφραγίσει εντός του οκταημέρου επιταγές τους αλλά σε εξειδικευμένους πελάτες μας, όπως π.χ. πελάτης μας με 100 μερίδες, ο οποίος ζητά να μη σφραγιστεί επιταγή του 5.000 € και θα μας εξοφλήσει σε μερικές ημέρες, εκεί σαφώς υπάρχει ρίσκο, αν δεν τα δώσει. Μας "κρεμάει", από την άλλη όμως μεριά αν του την σφραγίσουμε, οπότε αναγράφεται στο "Τειρεσία", τον καταστρέφουμε", το υπ'αριθμ. ...2005 πρακτικό συνεδριάσεων του ΔΣ, που κατά τη συνεδρίαση αυτού παρίστανται όλοι οι ανωτέρω κατηγορούμενοι πλην του πρώτου (Α.), κατά την οποία, σε τοποθέτηση του εσωτερικού ελεγκτή Σ. για το ζήτημα των μεγάλων δανειοδοτήσεων, των μη σφραγισθέντων επιταγών (κυρίως στον όμιλο Μ. και λοιπούς άλλους δανειολήπτες), όπου γίνεται αναφορά και στην αποστολή της επιστολής αυτού (Σ.) τον Αύγουστο του 2004, ο πρόεδρος του Δ.Σ της τράπεζας απαντά προς τον ανωτέρω: "Με συγχωρείς κ. Σ. μην λες ότι δεν σε ακούμε. Εγώ προσωπικά αυτά δεν τα ήξερα. Ένα Συμβούλιο απασχολείται τρεις μήνες γι 'αυτήν την ιστορία. Μπορεί να μην είσαι παρών. Αλλά το θέμα ετέθη. Μην προσπαθείτε να κρίνεται το ΔΣ. Από τον Αύγουστο, που μου έδωσες αυτήν την επιστολή, το θέμα είναι εν γνώσει του Συμβουλίου.". Σ. "Αυτό σας λέω. Σας έδωσα την επιστολή 19 Αυγούστου το ποσόν ήταν 2.025.000 € και σήμερα 4/1/05 είναι 3.170.000 ευρώ", γεγονός που αναιρεί τους ισχυρισμούς των ανωτέρω κατηγορουμένων περί άγνοιάς τους και ότι πληροφορήθηκαν το θέμα των μη σφραγισθέντων ακάλυπτων επιταγών λίγο πριν την συνεδρίαση της 18-12-2004 (βλ. πρακτικό ΔΣ 77/18-12-2004), καθώς στην τελευταία αυτή συνεδρίαση του Δ.Σ. (02-02-2005) κανείς από τους παρόντες ανωτέρω κατηγορουμένους, μέλη του Δ.Σ., δεν αντιδρά στην τοποθέτηση του προέδρου αυτού (Δ.Σ.) ότι από τον Αύγουστο που εδόθη η επιστολή Σ. που τους ενημέρωνε για την κατάσταση Μ. και τις μη σφαγισμένες ακάλυπτες επιταγές αυτού και λοιπών δανειοληπτών, το θέμα ήταν εν γνώσει του Συμβουλίου. Και ναι μεν οι ανωτέρω κατηγορούμενοι επικαλούνται ότι τα ως άνω πρακτικά δεν είναι υπογεγραμμένα από όλους πλην, όμως αυτοί ουδέποτε αμφισβήτησαν το περιεχόμενο των μεταξύ τους διαλαμβανόμενων σ' αυτά διαλόγων, στα οποία κανείς δεν αναφέρεται ότι διαφώνησε και αρνήθηκε την έγκριση χορήγησης των διαλαμβανόμενων στο διατακτικό δανείων προς τον όμιλο Μ., παρά μόνο συλλήβδην αρνούνταν, όταν ερχόταν προς υπογραφή καθαρογραμμένα τα πρακτικά, πολύ αργότερα από τον χρόνο συνεδρίασης του Δ.Σ., να υπογράψουν αυτά χωρίς να αναφέρουν με ποιά σημεία του περιεχομένου αυτών ειδικότερα διαφωνούσαν. Εξάλλου, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι και αν ακόμη δεν διέθεταν εξιδεικευμένες γνώσεις όπως επικαλούνται, είναι βέβαιο, σύμφωνα με την κοινή λογική και την εμπειρία αυτών στις συναλλαγές, καθώς ήταν έμποροι, επιχειρηματίες τραπεζικοί υπάλληλοι, ο δεύτερος αυτός ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας, ότι γνώριζαν τουλάχιστον ότι η δανειοδότηση μίας επιχείρησης ή ενός φυσικού προσώπου προϋποθέτει τη φερεγγυότητα του και ότι οι ακάλυπτες επιταγές πρέπει να σφραγίζονται, τυχόν δε αποπληρωμή αυτών από τα διαθέσιμα της τράπεζας προκαλεί άνευ ετέρου ισόποση ζημία στην περιουσία αυτής. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου, επιβεβαιώνεται και από τις καταθέσεις των μαρτύρων του κατηγορητηρίου στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο που περιέχονται στα αναγνωστέα αυτού πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και στο Παρόν Δικαστήριο και ιδίως από τις παρακάτω καταθέσεις: α) κατάθεση ελεγκτή Θ. Δ., στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ο οποίος κατέθεσε τα εξής: "Κανονικά το ΔΣ πρέπει να ελέγχει τα στοιχεία... Ήταν απλό ο διευθυντής και το ΔΣ να προβλέψουν τον κίνδυνο αδυναμίας αποπληρωμής.... Οι συμβάσεις έπρεπε να προηγηθούν. Το ότι τις υπέγραψαν μετά δε βοήθησε σε κάτι, τα δάνεια είχαν δοθεί ενώ δεν έπρεπε. .... Τότε πως υπογράφουν, αφού δεν είχαν πλήρη στοιχεία; '', β) κατάθεση του μάρτυρα, στελέχους της ΤτΕ, Χ. Β. στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο "Από τα στοιχεία του φακέλου δεν δικαιολογούνταν ένα δάνειο ύψους 900.000€. Δεν υπήρχαν τα απαραίτητα οικονομικά στοιχεία και οι εξασφαλίσεις. Επίσης η έδρα της εταιρείας ήταν εκτός του νομού της .... Το πόρισμα του ελέγχου κοινοποιήθηκε/γνωστοποιήθηκε στη Συνεταιριστική τράπεζα, μέσω του Κ. και απάντησαν ότι θα ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα....Ο καθένας όμως είχε θέση ευθύνης....Πρέπει να ξέρεις ότι δε γίνεται να μην έχεις λεφτά, να κόψεις επιταγή και να την πληρώσει η τράπεζα. Απλή λογική είναι, το γνωρίζει ο μέσος άνθρωπος.... Οι αποφάσεις για δανειοδοτήσεις ήταν ομόφωνες, τα μέλη ήξεραν τι έκαναν. Τι γινόταν δεν ξέρω, τις μέρες που παρακολούθησα εγώ τις συζητήσεις ήταν άψογες... Υπήρχε διάλογος, ξέρανε, το συμβούλιο αποφάσιζε, κάνανε διάλογο τα μέλη του ΔΣ, σε ορισμένες περιπτώσεις απέρριπταν τη χορήγηση δανείου άπαξ και υπήρχε ένα άτομο, που διατηρούσε επιφυλάξεις τότε αποσύρονταν το δάνειο....Λέγοντας άψογη λειτουργία εννοώ ότι όλοι είχαν άποψη, ήξεραν όλα τα μέλη του ΔΣ τι γίνεται.... Τα μέλη του ΔΣ διάβασαν το πόρισμα; Αν όχι, τότε δεν ήταν σωστά μέλη. Ο καθένας καταλαβαίνει, διαβάζει και καταλαβαίνει ότι υπάρχει πρόβλημα/ζήτημα....Αυτοί που δεν ήξεραν έπρεπε να επαναστατήσουν, όταν είδαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν ξέρω αν υπήρχε ιδιοτελής σκοπός. Αφότου ανέλαβα, από τα πρακτικά φαίνεται ότι όλοι ήξεραν. Όταν υπάρχει τράπεζα, που λειτουργεί, υπάρχουν πρόσωπα υπεύθυνα για τη λειτουργία της. Ένα ΔΣ έχει ευθύνες. ...Δεν χρειάζεται τραπεζική γνώση, απλή γνώση χρειάζεται'''. Στο Παρόν Δικαστήριο "Η γνώμη που σχημάτισα ήταν ότι στο ΔΣ ξέρανε τι κάνανε. Κάποιος ο οποίος έχει θέση ταμία ή γραμματέα πρέπει να ενημερώνεται γιατί τα χρήματα ήταν χρήματα τρίτων. Μετά από δύο μήνες εξελέγη νέο ΔΣ με τέσσερα νέα μέλη και τέσσερα παλαιά. Οι παλαιοί ήταν ο αναπληρωματικός Α., ο Κ. και ο Γ......Υπήρχαν και πλήρεις φάκελοι άλλων επιχειρήσεων. Τα μέλη του ΔΣ μπορούσαν να ζητήσουν τους φακέλους, εννοείται ότι αυτό ήταν εύκολο, και εννοείται ότι αυτό έπρεπε να κάνουν. Και οι υπάλληλοι της Τράπεζας καταλάβαιναν τι γίνεται. Κάνανε δάνειο για λεφτά που ήδη είχαν δώσει.....Δεν ξέρω τα βιογραφικά των μελών του ΔΣ και έτσι δεν ξέρω αν είχαν τις γνώσεις που απαιτούνταν. Γνώριζαν όμως την αγορά και γνώριζαν το τι έκαναν σε ποσοστό 99%. Στο ΔΣ συζητούσαν αν θα δινόταν πχ ένα δάνειο στον Π., και λέγανε όλοι ναι. Αν ήταν πχ για τον Γ. θα έλεγαν όχι, κι αυτό γιατί τους ξέρανε..." γ) οπό την κατάθεση του Ν. Σ., ο οποίος ήταν εσωτερικός ελεγκτής από το έτος 2003 έως το έτος 2007,και ο οποίος κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο τα εξής: "Στις 19-7-2004 συνέταξα μία χειρόγραφη επιστολή, στην οποία επισύναψα και την κατάσταση με τις επιταγές του Ζ.. ...
Επειδή, όμως, δεν έγινε τίποτα, στις 25-8-2004 έστειλα στον πρόεδρο με το ταχυδρομείο χειρόγραφη συστημένη επιστολή (για να έχω απόδειξη), για να ενημερώσει το ΔΣ.....Στις χορηγήσεις θα πρέπει να υπάρχει εξασφάλιση όπως μία σκέτη υπογραφή, κάλυμμα επιταγών, να υπάρχει εμπράγματη εξασφάλιση, ακίνητα, που θα συνοδεύονται από έγγραφο του υποθηκοφυλακείου. Όλα αυτό είναι γνωστό στον πρόεδρο, τον διευθυντή και τα μέλη του ΔΣ.....Ο Μ. είχε έδρα στην Αθήνα, αυτό δεν ήταν σωστό. Το γνώριζαν όλοι. ....Στις 25-8-2004 απέστειλα την συστημένη επιστολή μου στο ΔΣ, μέσω του προέδρου του ΔΣ. Τι να κάνει ο πρόεδρος τις σημειώσεις μου; Η δουλειά μου ήταν να ενημερώσω το ΔΣ. Έστειλα την επιστολή στον πρόεδρο Κ., δεν μπορώ να κάνω 15 επιστολές. Στις 31-10- 2004 συνέταξα την ανεπίσημη αναφορά μου, για να αποδείξω ότι παρακολουθούσα τις κινήσεις της τράπεζας. Την απηύθυνα προς το ΔΣ, μέσω του προέδρου και όχι ξεχωριστά σε κάθε μέλος του ΔΣ. Έστελνα αναφορές..... Όταν έχουμε μεγάλα ποσά, δε χρειάζεται να έχεις μεγάλες γνώσεις για να καταλάβεις ότι πρέπει να δοθούν εγγυήσεις.....Επανειλημμένα έστειλα επιστολές μου. Ένα σωρό επιστολές έκανα....Σε κάθε έκθεση, που έκανα και αφορούσε στις χορηγήσεις και τον Μ., ενημερώνονταν όλα τα μέλη.... Στο ΔΣ απευθυνόμουν κι όχι στον καθένα ξεχωριστά. Πήγαινα δέκα αντίγραφα της αναφοράς που έκανα και τις έδινα να τις μοιραστούν τα μέλη του ΔΣ. Εγώ έβγαζα τις φωτοτυπίες. Έγραφαν οι κοπέλες στο κομπιούτερ την έκθεση, την έβγαζαν αντίγραφα και τα έδινα. Στο συμβούλιο απευθυνόμουν....,δ) από την κατάθεση του Π. Τ., Διευθυντή της Τράπεζας από ... 2011 έως τον Μάρτιο του 2012, ο οποίος τόσο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο όσο και στο Παρόν κατέθεσε μεταξύ άλλων τα εξής: Στο πρωτοβάθμιο "Κατά τη χρηματοδότηση του συγκεκριμένου ομίλου Μ., όπως αναφέρεται στις εκθέσεις, στο πόρισμα και στο παραπεμπτικό βούλευμα, έγιναν παραβάσεις διατάξεων της τράπεζας και της τραπεζιτικής τακτικής. Έγινε υπέρβαση της νομοθεσίας, που αφορά στο όριο του 15% του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας. Όταν η τράπεζα έχει μαζέψει ένα κεφάλαιο, χρειάζεται η διαφύλαξη του. Δεν ήταν απλά υπέρβαση του 15%, η υπέρβαση πλησίαζε το 47% του κεφαλαίου. Από τα 6.600.000€, που είχε συγκεντρώσει η τράπεζα, τα 3.500.000€ δόθηκαν στον όμιλο Μ. και τα υπόλοιπα σε άλλον όμιλο.....Ήταν γνωστό ότι δεν πρέπει οι συμβάσεις να υπερβαίνουν το όριο του 15%. Υπήρχαν πολλές οδηγίες από την Τράπεζα της Ελλάδος το 1993, καθώς και το 1995 και το 1998. Είναι από τις βασικές αρχές των χρηματοδοτήσεων. ....Το 2004 η Τράπεζα της Ελλάδος επεσήμανε εκ νέου ότι είχε γίνει υπέρβαση του ορίου. Όφειλε να το γνωρίζει από συγκεκριμένες επιστολές ο εισηγητής και όφειλαν να το γνωρίζουν τα μέλη. Γνώριζαν ότι δεν έπρεπε να γίνεται υπέρβαση του ορίου του 15%, γιατί στο παρελθόν απέρριψαν χορήγηση δανείου, επειδή υπερέβαινε το 15%, δεν έκαναν, όμως, το ίδιο και στην περίπτωση του Μ.....Το πρακτικό 41 με ημερομηνία 30-5-2001 αναφέρεται εμμέσως...Στις 30-3-2004 είναι η επιστολή του εσωτερικού ελεγκτή Σ., ο οποίος αναφέρει για το όριο του 15% και απευθύνεται στο ΔΣ της τράπεζας. Υπάρχει μεταγενέστερο πρακτικό του 2008, μετά την τέλεση της πράξης. Ο εισηγητής και το ΔΣ όφειλαν να γνωρίζουν... ήταν εν γνώσει τους δεν υπήρχαν εγγυήσεις. .... Δεν δικαιολογείται μία επιχείρηση με τζίρο 500.000-600.0006 να παίρνει δάνειο ύψους ενός εκατομμυρίου ευρώ. Έπρεπε να αξιολογηθεί η επιχείρηση σύμφωνα με τις ανάγκες της, με βάσει τα βιβλία, τον ισολογισμό, το τι εξυπηρετεί το κεφάλαιο κίνησης και ποιες απαιτήσεις καλύπτει.... Το καταστατικό αναφέρει τι έγγραφα χρειάζεται να προσκομιστούν, για τη χορήγηση δανείου.... Το 2003 έως το τέλος του 2004 δεν είχε γίνει προσημείωση, ενώ είχε δοθεί χρηματικό ποσό γύρω στα 3 εκατομμύρια ευρώ....Τα μέλη του ΔΣ όφειλαν να γνωρίζουν ότι κρατούνταν επιταγές απ' όσα προκύπτουν από τα έγγραφα, το γνώριζαν κι αυτό δεν είναι προσωπική μου εκτίμηση. Προκύπτει από τα πρακτικό του ΔΣ ότι τον Απρίλιο με Μάιο 2004,.... Δεν ήταν μόνο συμβασιοποίηση χρεών αλλά και νέες χορηγήσεις δανείων. Η εταιρεία ... ΕΠΕ έκανε έναρξη εργασιών, στις 21-10- 2004 και ενώ δεν είχε τζίρο, δανειοδοτήθηκε με 1.000.000€, χωρίς καλύμματα, στις 2-11-2004....Αρμόδιο για την έγκριση ήταν το ΔΣ. Ο κανονισμός αναφέρει μέσα τα καθήκοντα του ΔΣ, ως εγκριτικού οργάνου, καθώς και τα δικαιολογητικά που πρέπει τα μέλη του ΔΣ να ζητάνε και να υπάρχουν σε κάθε φάκελο, κατά την εισήγηση....Δόθηκαν νέες χρηματοδοτήσεις εκ των οποίων ένα μέρος των χρημάτων κάλυψαν τις επιταγές, που πληρώνονταν από το γραφείο συμψηφισμού, ένα μέρος πήγε στα χέρια του Μ. και ένα άλλο μέρος εξόφλησε επιταγές, που ήταν στα χέρια τρίτων, για να μην σφραγιστούν.....Οι έλεγχοι (τα πορίσματα) απευθύνονται στο ΔΣ, υποτίθεται ότι λαμβάνουν γνώση αυτών όλα τα μέλη του ΔΣ, τώρα αν ο πρόεδρος τα βάζει στη τσέπη του, δεν μπορώ να το γνωρίζω αλλά και πάλι τα μέλη του ΔΣ δεν οφείλουν να ρωτήσουν τι έγινε, τι έδειξε ο έλεγχος; ....Όταν ξεκινάς μια δανειοδότηση ποσού ενός εκατομμυρίου, χωρίς ο δανειολήπτης να έχει τίποτα, κατευθείαν αυτός ο δανεισμός είναι ζημιογόνος δεν θέλει ιδιαίτερο μυαλό, για να το καταλάβεις. Η 2η εταιρεία ... είχε έδρα στη .... Ο Μ. με τα λεφτά του δανείου αγόρασε ακίνητα". Στο Παρόν Δικαστήριο "Το ΔΣ ήταν υποχρεωμένο να ελέγχει τις κινήσεις του Δ/ντή.... Υπήρχαν περιπτώσεις που απορρίφθηκαν δανειοδοτήσεις επιχειρήσεων εκτός ......Τον Αύγουστο του 2004 ο Σ. στέλνει επιστολή προς τον Πρόεδρο του ΔΣ κι αναφέρει το θέμα των επιταγών....Οι επιταγές του Μ. που ήταν σε εκκρεμότητα ήταν του ποσού των 640.000 ευρώ. Αν ο σκοπός ήταν να καλυφθούν οι επιταγές θα του έδιναν το ποσό των 640.000 ευρώ, αλλά του έδωσαν και ένα επιπλέον ποσό, δόθηκαν επιπλέον χρήματα...Ξέρω ότι ο Π. ήταν δ/ντής στην Εμπορική Τράπεζα, είχε εμπειρία ενός επαρχιακού καταστήματος τράπεζας. Ο Γ. είναι πολιτικός μηχανικός. Ο Α. είχε επιχειρήσεις και ξενοδοχεία, ο Κ. ήταν ανώτερος αξιωματικός της ΕΛΑΣ και ο Α. ήταν για χρόνια έμπορος. Ο Π. ήταν υπάλληλος στην .... Τους γνωρίζω, όλοι έντιμοι και γνωστοί στη ..., έμπειροι στις συναλλαγές τους θεωρώ ότι γνώριζαν τα βασικά πράγματα....Η επιστολή Σ. δόθηκε στο πρόεδρο στα τέλη Αυγούστου 2004 και αυτό αναφέρεται στο πρακτικό ..(εννοεί την συνεδρίαση του Δ.Σ. στις ...2005) σελ ... όπου ο Κ. αναφέρει μεταξύ άλλων απευθυνόμενος στον Σ. "ένα συμβούλιο απασχολείται 3 μήνες από τον Αύγουστο που μου έδωσες αυτήν την επιστολή το θέμα είναι εν γνώσει του Συμβουλίου" Κανένας δεν διέψευσε αυτό το γεγονός, και απόντες ήταν ο Κ. και ο Α.. Στο πρακτικό ...2004 στη … σελ. ο κ Π. λέει " εν πάσει περιπτώσει πριν 2 συμβούλια είχα εξουσιοδοτηθεί να βρω τρόπο να βγει όσο το γίνεται πιο ανώδυνα από την κατάσταση αυτή η τράπεζα χωρίς αν είναι δυνατόν, να καταστρέψουμε τους συνεταίρους και πελάτες μας. Όπως βλέπεται σήμερα δεν υπάρχει καμία έκθετη επιταγή των παραπάνω πελατών μας (Μ., Μ. Α. και Α.)...Ο Α. ήταν έμπορος, ο Κ. αξιωματικός της Αστυνομίας, ο Α. έμπορος, ο Π. υπάλληλος της ... και ο Γ. ήταν πολιτικός μηχανικός. Δεν υπήρχαν εγκρίσεις δανείων, δεν ήταν δάνεια, ήταν πληρωμές επιταγών.", ε) από την κατάθεση του Μ. Β., ο οποίος κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο: "Διαπίστωσα ότι υπήρχε μια κακοδιαχείριση και κακή έγκριση δανεισμού. Τον Οκτώβριο του 2004 ενημερώθηκα από τον Α. και από επιστολή του Σ.. Όταν κατάλαβα ότι το κακό είχε γίνει, μίλησα με τον Ζ., από το γραφείο συμψηφισμού, πήρα τις καρτέλες και διαπίστωσα το κακώς έχειν, δηλαδή το μεγάλο άνοιγμα, τις επιταγές που κρατούνταν και τις χαμηλές εξασφαλίσεις. Έκρινα ότι η τράπεζα δεν ήταν ένας κεραυνός εν αιθρία, προσπαθούσα να συμβάλω στη βελτίωση του περιβάλλοντος. Έστειλα επιστολές στο ΔΣ''. Οι ανωτέρω, δε, κατηγορούμενοι προέβησαν στην έγκριση κατάρτισης των διαλαμβανόμενων στο διατακτικό συμβάσεων με σκοπό και μόνο να διαφυλάξουν μελλοντικά του εαυτούς από τυχόν αιτούμενες ευθύνες και όχι προς το συμφέρον της τράπεζας όπως αβάσιμα επικαλούνται, ήτοι για να μπορέσει η τράπεζα βάσει των συμβάσεων αυτών να επιδιώξει τη δικαστική ικανοποίηση των αξιώσεων της καθόσον από την μέχρι τότε αφερεγγυότητα του εβδόμου κατηγορουμένου ήταν βέβαιο και αυτοί το γνώριζαν ότι αυτός δεν θα μπορούσε λόγω των υπέρογκων ποσών που όφειλε να ανταποκριθεί στις δανειακές του εξ αυτών των συμβασιοποιήσεων υποχρεώσεις. Όταν μάλιστα οι συμβάσεις αυτές καταρτίσθηκαν με νεοσυσταθείσες επιχειρήσεις του ανωτέρω στην περιοχή ... που κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω δεν είχαν αντικείμενο εργασιών, δεν είχαν περιουσιακά στοιχεία και δεν υπήρχαν οικονομικά στοιχεία βιωσιμότητας αυτών, ήταν βέβαιο ότι η τράπεζα δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί από τις εταιρείες αυτές που φέρονταν ως δανειολήπτες και όταν ο εσωτερικός ελεγκτής της Τράπεζας Ν. Σ. με την από 25/8/2004 επιστολή του απευθυνόμενη προς το Δ.Σ δια του προέδρου αυτού τους συνιστούσε ότι για την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί μεταξύ άλλων δανειοληπτών και με τον έβδομο κατηγορούμενο έπρεπε άμεσα να ενημερωθούν οι ορκωτοί λογιστές που είχαν επιλεχθεί από τη γενική συνέλευση, σύσταση την οποία δεν ακολούθησαν (βλ. σχετ. επιστολή Σ.). Τέλος, επισημαίνεται, ότι ο ισχυρισμός του δευτέρου κατηγορουμένου ότι δεν έχει υπογράψει ως είχε αρμοδιότητα δεύτερης υπογραφής όλες τις διαλαμβανόμενες στο διατακτικό συμβάσεις δανείων είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, καθόσον δεν του αποδίδεται κατηγορία και για τις συμβάσεις που δεν φέρουν την υπογραφή του. Οι 1ος, 3ος και 4ος κατηγορούμενοι (Α., Α. και Π.) ισχυρίζονται ότι οι ίδιοι βοήθησαν τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος στην αποκάλυψη των ως άνω αξιόποινων πράξεων, γεγονός που καταδεικνύει την άγνοιά τους για την μη σφράγιση των επιταγών και την πληρωμή αυτών από ίδια κεφάλαια της τράπεζας και την προσπάθειά τους με την έγκριση χορήγησης των ανωτέρω δανείων να περισωθεί η περιουσία της τράπεζας. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου η όποια βοήθεια προσέφεραν οι ανωτέρω στα ελεγκτικά όργανα της τράπεζας δεν αναιρεί την τέλεση εκ μέρους αυτών των αποδιδόμενων πράξεων και έγινε με σκοπό να μειώσουν οι ανωτέρω τις εκ της τέλεσης των ανωτέρω πράξεών τους συνέπειες, αφού ήδη είχε αρχίσει ο έλεγχος από την Τράπεζα της Ελλάδος και ήδη είχε επέλθει η αναφερόμενη ανωτέρω ζημία στην Τράπεζα. Επομένως, από προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι, με την ιδιότητα τους ως μέλη του ΔΣ της τράπεζας, έχοντας βάσει των άρθρων 11 και 13 του καταστατικού αυτής, τη διοίκηση, εκπροσώπηση και διαχείριση της περιουσίας της, προέβησαν στις παραπάνω αναφερόμενες πράξεις, κατά παράβαση του καταστατικού του Συνεταιρισμού, του νόμου, του κανονιστικού πλαισίου της ΤτΕ και των κανόνων της επιμελούς διαχείρισης, με τις οποίες ζημίωσαν την περιουσία της, γεγονός το οποίο γνώριζαν ως βέβαιο να συμβεί και αποδέχτηκαν. Πρέπει, συνεπώς, να κηρυχθούν ένοχοι των αποδιδόμενων σε αυτούς πράξεων, των οποίων στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση κατά τα ειδικώς οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Η συνολική ζημία της "....", από τις προπεριγραφόμενες πράξεις των εννέα πρώτων κατηγορουμένων ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 3.077.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στο οφειλόμενο υπόλοιπο των ανωτέρω επιχειρήσεων προς την Τράπεζα την 31-12-2004 που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ" Στη συνέχεια, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο : Α) Κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους Σ.. Α., Π.. Π. και Μ.. Κ., για την πράξη της κακουργηματικής απιστίας, τελεσθείσας κατ'εξακολούθηση και κατά συναυτουργία με τους συγκατηγορουμένους τους (μη διαδίκους στην παρούσα δίκη) Θ. Α., Α. Γ. και Μ. Π., με το ακόλουθο διατακτικό: <<Στη ..., στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενεργώντας από κοινού ... με γνώση ζημίωσαν την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου είχαν την ολική διαχείριση, η ζημία δε που προξένησαν υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, όντες ο πρώτος κατηγορούμενος Σ. - Μ. Α., αναπληρωτής γραμματέας, ο δεύτερος κατηγορούμενος Μ. Κ. ταμίας, ο τρίτος ... , ο τέταρτος κατηγορούμενος Π. - Π. Π., μέλος, ο πέμπτος ..., του διοικητικού συμβουλίου της εδρεύουσας στη ... <<....>>, ο δε έκτος ... διευθυντής της τράπεζας αυτής, έχοντες βάσει των άρθρων 11 και 13 του Καταστατικού αυτής την διοίκηση, εκπροσώπηση αυτής και την διαχείριση της περιουσίας της, προέβησαν στις παρακάτω αναφερόμενες πράξεις, με τις οποίες ζημίωσαν την περιουσία της με χρηματικό ποσό που υπερβαίνει συνολικά τα 120.000 ευρώ, πράγμα το οποίο γνώριζαν, προέβλεπαν ως βέβαιο να συμβεί και αποδέχονταν, ενεργώντας κατά παράβαση 1) της υπ'αριθμ. ...1993 Πράξης Διοικητή Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται στις Συνεταιριστικές Τράπεζες να έχουν μέλη που έχουν κατοικία ή έδρα (προκειμένου για νομικά πρόσωπα) εκτός του νομού για τον οποίο έχουν πάρει άδεια λειτουργίας, 2)της υπ' αριθμ. ...1993 Πράξης Διοικητή Τράπεζας της Ελλάδος (Π.Δ.Τ.Τ.), σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται στις Συνεταιριστικές Τράπεζες να χρηματοδοτούν μία επιχείρηση ή ομάδα συνδεδεμένων επιχειρήσεων (όμιλος) με πιστώσεις άνω του ποσοστού 15% των ίδιων κεφαλαίων της Τράπεζας, 3) του Καταστατικού της ...., που ίσχυε κατά την χρονική περίοδο 2003-2005, σύμφωνα με το άρθρο 5§1 του οποίου, μέλη της τράπεζας, μπορούσαν να γίνουν έλληνες πολίτες ανεξαρτήτως φύλου, που κατοικούσαν ή κατάγονταν από την περιοχή μέσα στην οποία ο συνεταιρισμός ανέπτυσσε τις δραστηριότητές του (νομό ...) και σύμφωνα με το άρθρο 36 του οποίου, περί δανειοδοτήσεων και λοιπών διευκολύνσεων, ο Συνεταιρισμός χορηγούσε δάνεια μόνο προς τα μέλη του και μόνο υπέρ αυτών παρείχε εγγυήσεις, ασφάλειες και άλλες οικονομικές διευκολύνσεις, το είδος, το ύψος και οι όροι των οποίων καθορίζονταν από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και με διασφάλιση της τράπεζας που παρεχόταν α)με προσωπική εγγύηση ενός ή περισσότερων φερέγγυων προσώπων, β)ενεχυρίαση καταθέσεων, τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου και επιταγών ελεγμένης φερεγγυότητας, γ)ενέχυρο εισηγμένων στο χρηματιστήριο μετοχών, η αγοραστική αξία των οποίων, κατά την προηγούμενη της καταθέσεως τους ημέρα ήταν τουλάχιστον διπλάσια της αντίστοιχης δανειακής επιβάρυνσης που κάλυπτε και δ)με πρώτη προσημείωση υποθήκης ή με πρώτη υποθήκη σε ακίνητα, η αξία των οποίων, προσδιοριζόμενη από όργανα εμπιστοσύνης του Συνεταιρισμού, με δαπάνη όμως του δανειοδοτούμενου, ήταν κατά 50% τουλάχιστον μεγαλύτερη του αντίστοιχου δανείου, ασφάλειας κλπ., 4)του άρθρου 27§2 του νόμου 2076/1992 και της υπ' αριθμ. ...1992 παρ.3 εγκυκλίου της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με τα οποία απαγορευόταν σε Πιστωτικό Ίδρυμα να χορηγεί νέα δάνεια για την πληρωμή οφειλόμενων σε αυτό ληξιπρόθεσμων τόκων, καθώς και ρύθμιση οφειλών ισοδύναμου αποτελέσματος, εκτός αν επρόκειτο για σύμβαση γενικότερης ρύθμισης οφειλών του δανειολήπτη που θα στηριζόταν σε εμπεριστατωμένη μελέτη από το Πιστωτικό Ίδρυμα, της δυνατότητας εξυπηρέτησης των ρυθμιζόμενων οφειλών με βάση συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, 5)του Κανονισμού Πιστοδοτήσεων της Συνεταιριστικής Τράπεζας, κατά τον οποίο, εκτός των άλλων, για να δοθεί πίστωση σε μία επιχείρηση έπρεπε να διαπιστωθεί η φερεγγυότητα, η βιωσιμότητα και η ρευστότητα αυτής και να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση, πράγμα που ήταν από τις σπουδαιότερες φροντίδες της Τράπεζας. Λόγω δε των κινδύνων που περιείχε κάθε πιστοδότηση, έπρεπε να εξασφαλίζεται και από δεύτερη πηγή αποπληρωμής (εκχώρηση αξιογράφων, εμπράγματες εξασφαλίσεις, προσωπικές εγγυήσεις μόνο όμως όταν αποτελούσαν βέβαιη πηγή αποπληρωμής πιστοδοτήσεων και 6)του εσωτερικού κανονισμού της Συνεταιριστικής Τράπεζας. Ειδικότερα: 1)Οι Α. Γ. (πέμπτος κατηγορούμενος), Θ. Α. (τρίτος κατηγορούμενος), Μ. Κ. (δεύτερος κατηγορούμενος) και Σ. Μ. Α. (πρώτος κατηγορούμενος), την 2-11-2004 ενέκριναν ομόφωνα με το υπ' αριθμ. ...2004 πρακτικό, την σύναψη της με αριθμό ...05 πρόσθετης σύμβασης (συμφωνητικού) με την εταιρία "... Ε.Π.Ε." που είχε έδρα την ... ..., για την αύξηση ορίου πίστωσης προηγούμενης σύμβασης με αριθμό ...2003 αυξητικής σύμβασης που είχε συναφθεί με την εταιρία "... ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ", που είχε έδρα ... και νόμιμη εκπρόσωπο την ενδέκατη κατηγορούμενη, Φ. Μ., κατά το ποσό των 110.000€, ήτοι συνολικά σε 950.000€, αυξάνοντας το όριο του λογαριασμού προεξόφλησης επιταγών από 810.000€ σε 920.000€, ενώ το όριο του κεφαλαίου κίνησης παρέμενε σταθερό. Ο δε έκτος κατηγορούμενος, Μ. Π. την 3.11.2004 εισηγήθηκε γραπτώς στο διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας την έγκριση της σύμβασης αυτής ως "αίτημα ενεχυρίασης επιταγών συνολικού ορίου 950.000€ της εταιρίας "... ΕΠΕ". Οι κατηγορούμενοι Θ. Κ. και Μ. Κ. ως πρόεδρος και ταμίας του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας, αντίστοιχα, συμβλήθηκαν και υπέγραψαν από την πλευρά της. Στο εισηγητικό έγγραφο υπό τον τίτλο "ΣΧΟΛΙΑ" και τον υπότιτλο "Α.ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ" αναφερόταν "είναι νέος επιχειρηματίας, δραστήριος και τολμηρός προσπαθεί να είναι συνεργάσιμος", χωρίς όμως από την μέχρι τότε συμπεριφορά του να προκύπτει κάτι τέτοιο, καθόσον σύμφωνα με το από 23.3.2005 πόρισμα ελέγχου της τράπεζας της Ελλάδος το οφειλόμενο υπόλοιπο του ομίλου την 31-12-2004 ήταν 3.077.000€. Στον υπότιτλο "Β.ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ, ΠΗΓΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ" αναφερόταν "λειτουργία ενεχυρίασης επιταγών εξάμηνης διάρκειας", ενώ η ενεχυρίαση προσωπικών επιταγών ή επιταγών ευκολίας, ως εξασφάλιση, ήταν παράνομη. Στον υπότιτλο "Γ.ΕΓΓΥΗΤΗΣ" αναφερόταν "προσημείωση και προσωπική εγγύηση", χωρίς όμως να υπάρχει εξασφάλιση. Στον φάκελο δανειοδότησης (πιστοδοτικό φάκελο) δεν υπήρχε κανένα άλλο στοιχείο και έγγραφο από αυτά που προβλέπει ο κανονισμός πιστοδοτήσεων. Από τα παραστατικά της τράπεζας, προέκυπτε ότι καταρχήν η εταιρία "... ΕΠΕ" κατά το χρονικό διάστημα από 17.12.2003 μέχρι την 23.11.2004, δηλαδή προ της 11.1.2005, είχε λάβει σε μετρητά από τον λογαριασμό ενεχυρίασης επιταγών 909.998€, ενεχυριάζοντας και προεξοφλώντας αντίστοιχου ύψους επιταγές, δηλαδή στην ουσία η ανωτέρω αύξηση ορίου έγινε παράνομα για να καλύψει ήδη υφιστάμενη αύξηση του ορίου χρηματοδότησης από ενεχυρίαση επιταγών. Επίσης η ανωτέρω σύμβαση έγινε με λάθος συμβαλλόμενο, ενώ φαίνεται ως αυξητική κατά το ποσό των 110.000€ στην πραγματικότητα ήταν νέα σύμβαση ορίου 950.000€ για ενεχυρίαση επιταγών και μάλιστα επιταγών που είχαν ήδη ενεχυριαστεί και προεξοφληθεί. Η σύμβαση αυτή συνήφθη κατά παράβαση των Π.Δ.Τ.Ε., του καταστατικού και του κανονισμού πιστοδοτήσεων καθόσον α)παράνομη εγκρίθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, διότι δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα από τον κανονισμό πιστοδοτήσεων έγγραφα και η εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας ήταν ελλιπής, πράγμα που σαφώς γνώριζαν τα μέλη της διοίκησης της τράπεζας που συνεβλήθησαν, β) υπογράφτηκε παράνομα με λάθος συμβαλλόμενο, γ)η εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας ήταν ελλιπής και δ)παράνομα εγκρίθηκε η πίστωση και παράνομα έγινε εκταμίευση και πληρωμή του ισόποσου των επιταγών που προεξοφλήθηκαν (που μάλιστα είναι πάνω από το όριο) χωρίς καμία εξασφάλιση. Επιπλέον με αυτήν την χρηματοδότηση υπήρχε και υπέρβαση του ορίου χρηματοδότησης δυνάμει του ποσοστού των ιδίων κεφαλαίων. Το υπόλοιπο του λογαριασμού προεξόφλησης της εταιρίας "... Ε.Π.Ε." έφτασε μέχρι του ποσού των 909.000€, στο πλαφόν αυτό προεξοφλούνταν επιταγές διαφόρων εκδοτών, μεταξύ των οποίων και επιταγές της Φ. Μ. και του Γ. Μ.. Ο λογαριασμός προεξόφλησης επιταγών μεταφέρθηκε σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης την 20-1-2006 με υπόλοιπο 44.029€, το οποίο διαμορφώθηκε τόσο από απλήρωτους τόκους, όσο και από την σφράγιση της επιταγής με αριθμό ...-4 της τράπεζας Πειραιώς, εκδόσεως Ν. Π., ποσού 22.000€, με ημερομηνία έκδοσης 31-5-2003. Ο ανοιχτός αλληλόχρεος λογαριασμός της εταιρίας εξοφλήθηκε ολοσχερώς την 10-2-2005.
2) Οι Α. Γ. (πέμπτος κατηγορούμενος), Θ. Α. (τρίτος κατηγορούμενος), Μ. Κ. (δεύτερος κατηγορούμενος) και Σ. Μ. Α. (πρώτος κατηγορούμενος) την 2-11-2004 συνεδριάζοντας ως διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας, με το υπ' αριθμ. ...2004 πρακτικό ενέκριναν ομόφωνα την σύναψη της με αριθμό ...2004 σύμβασης χορήγησης πίστωσης προεξόφλησης επιταγών μέχρι του ποσού των 600.000€ με την εταιρία "... ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" και τον διακριτικό τίτλο "... Ε.Π.Ε.", που έδρευε στην ... ..., της οποίας διαχειρίστρια και νόμιμη εκπρόσωπος ήταν η ενδέκατη κατηγορούμενη, Φ. Μ., έκανε δε έναρξη στην Δ.Ο.Υ. ... την 21-10-2004 και είχε αντικείμενο την κατασκευή χάρτου και χαρτονιού, το σύνολο δε του ανωτέρω ποσού χρησιμοποιήθηκε για προεξόφληση επιταγών και για τον λόγο αυτό ανοίχθηκε ο λογαριασμός με αριθμό 000542120018. Οι Θ. Κ. και Μ. Κ. συμβλήθηκαν και υπέγραψαν από την πλευρά της τράπεζας ως πρόεδρος και ταμίας του διοικητικού της συμβουλίου, αντίστοιχα. Ο έκτος κατηγορούμενος Μ. Π., ως διευθυντής της τράπεζας συνέταξε το από 3-11-2004 εισηγητικό έγκρισης δανείου, το οποίο δεν ανέφερε καμία έγκριση διοικητικού συμβουλίου. Στο εισηγητικό αυτό στην αναφορά ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ αναφερόταν "παλαιός πελάτης", ενώ αυτή ήταν η πρώτη σύμβαση που σύναψε η ανωτέρω εταιρία. Υπό τον τίτλο "σχόλια" του προαναφερόμενου εισηγητικού εγγράφου και τον υπότιτλο "Α.ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ" αναφερόταν "λόγω τζίρου", χωρίς κανέναν άλλο προσδιορισμό η έγγραφο. Στον υπότιτλο "Β.ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ, ΠΗΓΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ" αναφερόταν "προσημείωση 900.000€" και υπό τον υπότιτλο "Γ.ΕΓΓΥΗΤΗΣ" αναφερόταν "Γ.. Μ. - Φ.. Μ.", ενώ σύμφωνα με τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων έπρεπε να υπάρχει και άλλος πλην του εταίρου εγγυητής. Στον φάκελο δανειοδότησης (πιστοδοτικό φάκελο) υπήρχε μόνο η με αριθμό ...2004 σύσταση εταιρίας περιορισμένης ευθύνης της ... Ε. Π.Ε. και η έναρξη στην εφορία και δεν υπήρχε κανένα άλλο στοιχείο και έγγραφο από αυτά που προέβλεπε ο Κανονισμός Πιστοδοτήσεων και ειδικότερα δεν υπήρχαν η αίτηση-πληροφοριακό δελτίο, τα οικονομικά στοιχεία, το πληροφοριακό δελτίο και η λογιστική απεικόνιση. Από τα παραστατικά της τράπεζας της 25.11.2004 προέκυπτε ότι η ανωτέρω εταιρία, από τον πιο πάνω λογαριασμό ενεχυρίασης επιταγών έλαβε 720,000€ αν και το όριο ήταν 600.000€, ενεχυριάζοντας και προεξοφλώντας αντίστοιχου ύψους επιταγές. Η έδρα και η δραστηριότητα της εταιρίας αυτής ήταν εικονική, καθόσον ουδέποτε λειτούργησε ως βιοτεχνία στην ... και συστάθηκε μόνο για να εξυπηρετήσει την προϋπόθεση της έδρας στην ..., στην πραγματικότητα δε όλη η επαγγελματική της δραστηριότητα περιορίστηκε στην σύναψη με την συνεταιριστική τράπεζα τριών συμβάσεων ενεχυρίασης επιταγών.
Συνεπώς η ανωτέρω σύμβαση συνήφθη παράνομα, διότι δεν υπήρχαν τα προβλεπόμενα από τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων έγγραφα και στοιχεία, η εταιρία δεν είχε πραγματική έδρα στην ..., η εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας ήταν ελλιπής και έγινε εκταμίευση και πληρωμή μετρητών και του ισόποσου των επιταγών που προεξοφλήθηκαν, χωρίς καμία εξασφάλιση της τράπεζας, υπήρχε δε και υπέρβαση του ορίου χρηματοδότησης, δυνάμει του ποσοστού των ιδίων κεφαλαίων.
3) Οι Μ. Κ. (δεύτερος κατηγορούμενος), Α. Γ. (πέμπτος κατηγορούμενος), Θ. Α. (τρίτος κατηγορούμενος), Π.-Π. Π. (τέταρτος κατηγορούμενος), την ...2005 ενέκριναν ομόφωνα με το υπ'αριθμ. ...2005 πρακτικό διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας την υπ' αριθμ. ...2005 σύμβαση χορήγησης πίστωσης μέχρι του ποσού του 1.000.000€ στην εταιρία "... ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΑΥΘΥΝΗΣ" και τον διακριτικό τίτλο "... Ε.Π.Ε.", που έδρευε στην ... ..., ο δε έκτος κατηγορούμενος Μ. Π. ως διευθυντής τράπεζας την 3-2-2005 εισηγήθηκε την σύναψη αυτής, ως "δάνειο κεφαλαίου κίνησης 1.000.000€ με μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις" με το αττό 3.2.2005 εισηγητικό έγκρισης δανείου, που δεν ανέφερε καμία έγκριση διοικητικού συμβουλίου. Η σύμβαση αυτή αφορούσε σε τοκοχρεωλυτικό δάνειο ύψους 1.000.000€, με αριθμό δανείου ..., με το οποίο αγοράστηκαν τα σώματα των προεξοφληθέντων επιταγών. Οι Θ. Κ. και Μ. Κ. συμβλήθηκαν και υπέγραψαν από την πλευρά της τράπεζας, ως πρόεδρος και ταμίας του διοικητικού της συμβουλίου, αντίστοιχα. Στο εισηγητικό έγγραφο στην αναφορά ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ αναφερόταν "παλαιός πελάτης" και στην αναφορά ΚΥΚΛΟΣ ΕΡΓΑΣΙΩΝ αναφερόταν 2004 1.000.000€, το οποίο ήταν αναληθές, αφού είχε έναρξη προ 4 μηνών και μόνη δραστηριότητα την ενεχυρίαση επιταγών. Υπό τον τίτλο "ΣΧΟΛΙΑ" του ανωτέρω εισηγητικού και τον υπότιτλο "Α.ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ" αναφερόταν "Η χορήγηση του κεφαλαίου κίνησης χορηγείται κατ'εξαίρεση για 7 χρόνια, ύστερα από αίτημα του πελάτη", χωρίς κανέναν άλλο ειδικότερο προσδιορισμό ή έγγραφο, εκ του οποίου να προκύπτει αυτή η πιστωτική ανάγκη. Στον υπότιτλο "Β.ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ, ΠΗΓΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ" αναφερόταν "Η εξόφληση θα γίνει με τριμηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις-υπάρχει προσημείωση 800.000€, θα ακολουθήσει κι άλλη", η οποία δεν ακολούθησε ποτέ. Στον υπότιτλο "Γ.ΕΓΓΥΗΤΗΣ" αναφερόταν "ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΓΓΥΗΣΗ M.", ενώ σύμφωνα με τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων δεν αρκούσε αυτή και έπρεπε να υπάρχει και άλλος, πλην του εταίρου εγγυητής. Στον φάκελο δανειοδότησης (πιστοδοτικό φάκελο) υπήρχαν μόνο τα έγγραφα της προηγούμενης συμβάσεως και κανένα άλλο στοιχείο και έγγραφο από αυτά που προέβλεπε ο Κανονισμός Πιστοδοτήσεων και ειδικότερα δεν υπήρχαν η αίτηση-πληροφοριακό δελτίο, τα οικονομικά στοιχεία, το πληροφοριακό δελτίο και η λογιστική απεικόνιση.
Συνεπώς η ανωτέρω σύμβαση συνήφθη παράνομα, διότι δεν υπήρχαν τα προβλεπόμενα από τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων έγγραφα και στοιχεία, κάτι το οποίο σαφώς γνώριζαν τα μέλη της διοίκησης που συνεβλήθησαν, η εταιρία δεν είχε πραγματική έδρα στην ..., η εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας ήταν ελλιπής και έγινε εκταμίευση και πληρωμή μετρητών και του ισόποσου των επιταγών που προεξοφλήθηκαν, χωρίς καμία εξασφάλιση της τράπεζας, υπήρχε δε και υπέρβαση του ορίου χρηματοδότησης, δυνάμει του ποσοστού των ιδίων κεφαλαίων. Το δάνειο αυτό έκλεισε την 20.1.2006, μπήκε σε εμπλοκή για υπόλοιπο 1.101.543,75€ και καταγγέλθηκε την 8-2-2006. Οι ανωτέρω κατηγορούμενοι γνώριζαν για τους κινδύνους που διαφαινόταν για την τράπεζα εξαιτίας της χρηματοδότησης της επιχείρησης αυτής, διότι κατά την διάρκεια της σχετικής συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου είχαν ενημερωθεί από τον Ν. Σ., εσωτερικό ελεγκτή της Συνεταιριστικής Τράπεζας.
5)Οι Μ. Κ. (τρίτος κατηγορούμενος), Α. Γ. (πέμπτος κατηγορούμενος), Σ. - Μ. Α. (πρώτος κατηγορούμενος), Θ. Α. (τρίτος κατηγορούμενος), συνεδριάζοντας ως διοικητικό συμβούλιο της ανωτέρω τράπεζας την 2-11-2004, συνταχθέντος σχετικά του υπ' αριθμ. ...2004 πρακτικού αυτού, ενέκριναν ομόφωνα αύξηση του ορίου πίστωσης λογαριασμού ενεχυρίασης επιταγών που είχε συναφθεί με την υπ' αριθμ. ...2004 σύμβαση με την εταιρία "...", που είχε έδρα ... και διαχειριστές τους Γ. Μ. και Φ. Μ. κατά το ποσό των 230.000€, ο δε έκτος κατηγορούμενος, Μ. Π. εισηγήθηκε την σύναψη της ανωτέρω σύμβασης, παρά το γεγονός ότι η εταιρία αυτή δεν είχε έδρα στον νομό ....
6)Οι Μ. Κ. δεύτερος κατηγορούμενος), Α. Γ. (πέμπτος κατηγορούμενος), Θ. Α. (τρίτος κατηγορούμενος) ως διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας την 5-8-2004 ενέκριναν ομόφωνα με το υπ'αριθμ. 74/5.8.2004 πρακτικό, την σύναψη της υπ' αριθμ. ...2005 αύξησης πίστωσης ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού με την εταιρία "Γ.Μ. ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.- ...", που είχε έδρα ... και διαχειριστές τους Γ. Μ. και Φ. Μ., για ποσό 300.000€, επί της προαναφερόμενης με αριθμό ...2004 σύμβασης, ήτοι συνολικά 900.000€. Η σύμβαση αυτή υπογράφτηκε μετά από ομόφωνη έγκριση του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας, μετά από εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας, Μ. Π. ως "Αίτημα ενεχυρίασης επιταγοον πελατείας συνολικού ορίου 900.0006". Ο Μ. Π. (έκτος κατηγορούμενος) μαζί με τον Μ. Β. την 11.1.2005 συμβλήθηκε και υπέγραψε από την πλευρά της τράπεζας, ως διευθυντής αυτής, εξουσιοδοτημένος ρητά για την υπογραφή της από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου αυτής, Θ. Κ., δυνάμει του υπ'αριθμ. ... ειδικού πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου ..., Α. Σ.. Ο έκτος κατηγορούμενος, Μ. Π. συνέταξε για την σύμβαση αυτή το από 5.8.2004 εισηγητικό έγκρισης δανείου, ανυπόγραφο, στο οποίο η σύμβαση αναφερόταν ως "Πρόσθετο Σύμφωνο Αύξησης Ορίου Επιταγών", στο οποίο αναφερόταν η έγκριση από το διοικητικό συμβούλιο με το πρακτικό αριθμό 74, δεν αναφερόταν έδρα επιχείρησης, στον υπότιτλο "Β. ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ, ΠΗΓΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ" αναφερόταν "Ενεχυρίαση επιταγών της πελατείας", στον υπότιτλο "Γ.ΕΓΓΥΗΤΗΣ" αναφερόταν "προσωπική εγγύηση Γ..Μ.". Στον φάκελο δανειοδότησης (πιστοδοτικό φάκελο) δεν υπήρχε κανένα στοιχείο και έγγραφο από αυτά που προέβλεπε ο Κανονισμός Πιστοδοτήσεων και ειδικότερα δεν υπήρχαν η αίτηση- πληροφοριακό δελτίο, τα οικονομικά στοιχεία, το πληροφοριακό δελτίο και η λογιστική απεικόνιση. Από τα παραστατικά της τράπεζας προέκυπτε ότι η ανωτέρω εταιρία, από τον πιο πάνω λογαριασμό ενεχυρίασης επιταγών, από την 5.10.2004 μέχρι την 22.12.2004, δηλαδή πριν την υπογραφή της σύμβασης που έλαβε χώρα την 11.1.2005, ανέλαβε συνολικό ποσό 666.000€, ενεχυριάζοντας και προεξοφλώντας αντίστοιχου ύψους επιταγές. Η σύμβαση αυτή εξυπηρετούσε προεξόφληση επιταγών ευκολίας και κυρίως τριγωνικές εκδόσεως των άλλων εταιριών του ομίλου. Και αυτή η σύμβαση συνήφθη παράνομα, διότι η εταιρία "..." είχε έδρα εκτός ..., δεν κάλυπτε τα οριζόμενα από τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων κριτήρια, στον φάκελο δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα έγγραφα και στοιχεία, η εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας ήταν ελλιπής, κάτι το οποίο σαφώς γνώριζαν τα μέλη της διοίκησης που συμβλήθηκαν και παράνομα εκταμιεύτηκαν και πληρώθηκαν και τα μετρητά και το ισόποσο των επιταγών που προεξοφλήθηκαν (που μάλιστα είναι άνω του ορίου) χωρίς καμία εξασφάλιση.
7)Οι Μ. Κ. (δεύτερος κατηγορούμενος), Α. Γ. (πέμπτος κατηγορούμενος), Θ. Α. (τρίτος κατηγορούμενος), και Π. Π. Π. (τέταρτος κατηγορούμενος), την ...2.005 συνεδριάζοντας ως διοικητικό συμβούλιο της ανωτέρω τράπεζας με το υπ' αριθμ. ...2005 πρακτικό, ομόφωνα ενέκριναν την σύναψη της υπ'αριθμ. ...2005 σύμβασης στεγαστικού δανείου (για αγορά παγίων) για ποσό 400.000€ με την εταιρία "...", που είχε έδρα ..., η οποία υπογράφτηκε μετά από έγκριση του διοικητικού συμβουλίου, που δόθηκε αυτού ομόφωνα μετά από την εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας, Μ. Π. ως "Δάνειο παγίων 400.000€ σε μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις πενταετές". Οι Μ. Π. και Μ. Κ., έκτος και δεύτερος κατηγορούμενος αντίστοιχα, συμβλήθηκαν και υπέγραψαν από την πλευρά της τράπεζας την 11.1.2005 ως διευθυντής και ταμίας αυτής, αντίστοιχα. Ο έκτος κατηγορούμενος Μ. Π. επίσης συνέταξε για την σύμβαση αυτή το από 11.2.2005 εισηγητικό έγκρισης δανείου, ανυπόγραφο, στο οποίο η σύμβαση αναφερόταν ως "Παγίων Εγκαταστάσεων 5 χρόνια". Δεν αναφερόταν έδρα επιχείρησης. Υπό τον τίτλο "ΣΧΟΛΙΑ" του ανωτέρω εισηγητικού, στον υπότιτλο "Α.ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ" αναφερόταν "ρύθμιση με απόφαση Δ.Σ. προσκόμιση τιμολογίων για πάγια", στον υπότιτλο "Β. ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΔΑΝΕ
ΙΙΟΥ, ΠΗΓΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ" αναφερόταν "εξοφλητέο εντός πενταετίας με μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις" και στον υπότιτλο "Γ.ΕΓΓΥΗΤΗΣ" αναφερόταν "ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΓΓΥΗΣΗ". Στον φάκελο δανειοδότησης υπήρχαν οι εκτιμήσεις εκ μέρους του Α. Γ., μέλους του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας) τριών ακινήτων του Γ. Μ., η ύπαρξη του πρώτου εκ των οποίων δεν έχει προκύψει, ενώ στα άλλα δύο αναφερόταν η ύπαρξη προσημειώσεων υποθήκης 800.000€ και 600.000€, τα ίδια ήταν εμπορικής αξίας 348.000€ και 200.000€, ενώ δεν υπήρχε κανένα άλλο στοιχείο και έγγραφο από αυτά που προέβλεπε ο Κανονισμός Πιστοδοτήσεων και ειδικότερα δεν υπήρχαν η αίτηση-πληροφοριακό δελτίο, τα οικονομικά στοιχεία, το πληροφοριακό δελτίο και η λογιστική απεικόνιση. Η σύμβαση αυτή εμφανιζόταν ως στεγαστικό δάνειο-αγοράς παγίων, στην ουσία όμως ήταν τακτοποίηση-ρύθμιση υφιστάμενων οφειλών λίγες ημέρες πριν να έρθει ο Επίτροπος και ενώ είχε ξεκινήσει η επιθεώρηση. Και αυτή η σύμβαση συνήφθη παράνομα, διότι η εταιρία "..." είχε έδρα εκτός ..., δεν κάλυπτε τα οριζόμενα από τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων κριτήρια, στον φάκελο δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα έγγραφα και στοιχεία, η εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας ήταν ελλιπής, κάτι το οποίο σαφώς γνώριζαν τα μέλη της διοίκησης που συμβλήθηκαν και παράνομα εκταμιεύτηκαν και πληρώθηκαν και τα μετρητά και το ισόποσο των επιταγών που προεξοφλήθηκαν (που μάλιστα είναι άνω του ορίου) χωρίς καμία εξασφάλιση.
8)Οι Μ. Κ. (δεύτερος κατηγορούμενος), Α. Γ. (πέμπτος κατηγορούμενος), Θ. Α. (τρίτος κατηγορούμενος), Π. Π. Π. (τέταρτος κατηγορούμενος), την ...2005 συνεδριάζοντας ως διοικητικό συμβούλιο με το υπ'αριθμ. ...2005 πρακτικό, ενέκριναν την σύναψη της υπ'αριθμ. ...2005 σύμβασης χορήγησης πίστωσης ανοιχτού λογαριασμού για ποσό 600.000€ με την εταιρία "Γ.Μ. ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε. - ...", σύμφωνα με εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας, Μ. Π. ως "κεφάλαιο κίνησης 600.000€, εξοφλητέο εντός δεκαετίας με ισόποσες εξαμηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις". Οι Θ. Κ. και Μ. Κ., ως πρόεδρος και ταμίας του διοικητικού συμβουλίου αντίστοιχα, συμβλήθηκαν και υπέγραψαν από την πλευρά της τράπεζας την 11.2.2005. Ο έκτος κατηγορούμενος, Μ. Π., συνέταξε το από 11.2.2005 εισηγητικό έγκρισης δανείου, ανυπόγραφο, στο οποίο η σύμβαση αναφερόταν ως "Παγίων Εγκαταστάσεων 5 χρόνια". Δεν αναφερόταν έδρα επιχείρησης. Υπό τον τίτλο "ΣΧΟΛΙΑ" του ανωτέρω εισηγητικού, στον υπότιτλο "Α.ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ" αναφερόταν "ρύθμιση με απόφαση Δ.Σ.", στον υπότιτλο "Β. ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ, ΠΗΓΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ" αναφερόταν "εξοφλητέο εντός δεκαετίας με ισόποσες τοκοχρεωλυτικές δόσεις" και στον υπότιτλο "Γ.ΕΓΓΥΗΤΗΣ" αναφερόταν "Προσωπική και προσημείωση διαμέρισμα-μεζονέτα", η οποία δεν έγινε ποτέ. Στον φάκελο δανειοδότησης (πιστοδοτικό φάκελο) δεν υπήρχε κανένα στοιχείο και έγγραφο από αυτά που προέβλεπε ο Κανονισμός Πιστοδοτήσεων και ειδικότερα δεν υπήρχαν η αίτηση-πληροφοριακό δελτίο, τα οικονομικά στοιχεία, το πληροφοριακό δελτίο και η λογιστική απεικόνιση. Μέσα στον φάκελο υπήρχε η εκτίμηση του μέλους του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας, Α. Γ., σχετικά με δύο ακίνητα του Γ. Μ., των οποίων η ύπαρξη δεν προέκυψε. Η σύμβαση αυτή εμφανιζόταν ως δάνειο κίνησης, στην ουσία όμως ήταν τακτοποίηση- ρύθμιση υφιστάμενων οφειλών λίγες ημέρες πριν να έρθει ο Επίτροπος και ενώ είχε ξεκινήσει η επιθεώρηση. Και αυτή η σύμβαση συνήφθη παράνομα, διότι η εταιρία "..." είχε έδρα εκτός ..., δεν κάλυπτε τα οριζόμενα από τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων κριτήρια, στον φάκελο δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα έγγραφα και στοιχεία, η εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας ήταν ελλιπής, κάτι το οποίο σαφώς γνώριζαν τα μέλη της διοίκησης που συμβλήθηκαν και παράνομα εκταμιεύτηκαν και πληρώθηκαν και τα μετρητά και το ισόποσο των επιταγών που προεξοφλήθηκαν (που μάλιστα είναι άνω του ορίου) χωρίς καμία εξασφάλιση.
9) Οι Μ. Κ. (δεύτερος κατηγορούμενος), Θ. Α. (τρίτος κατηγορούμενος), Π. Π. Π. (τέταρτος κατηγορούμενος) και Σ. Μ. Α. (πρώτος κατηγορούμενος), την 23-6-2004, συνεδριάζοντας ως διοικητικό συμβούλιο με το υπ'αριθμ. ...2004 πρακτικό, ενέκριναν ομόφωνα εκ των υστέρων την σύναψη της υπ' αριθμ. ...2004 σύμβασης αύξησης πίστωσης ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού κατά το ποσό των 300.000€ στην ατομική επιχείρηση του Γ. Μ., που είχε έδρα την ..., ώστε το σύνολο να ανέλθει σε 400.000€. με εισήγηση του διευθυντή της, Μ. Π. ως "αίτηση μεταφοράς του ορίου του .... Λόγω έδρας παύση της δραστηριότητας και μεταφορά minv frnmln Γ. Μ. με έδρα την .... Σύνολο σύμβασης 400.000€ σε ενεχυρίαση επιταγών". Οι Θ. Κ. και Μ. Κ., ως πρόεδρος και ταμίας του διοικητικού συμβουλίου αντίστοιχα, την 18.6.2004 συμβλήθηκαν και υπέγραψαν από την πλευρά της τράπεζας την σύμβαση αυτή. Ο έκτος κατηγορούμενος, Μ. Π., συνέταξε το από 18.6.2004 εισηγητικό έγκρισης δανείου, ανυπόγραφο, στο οποίο ανέφερε "Μεταφέρεται ο .... Θα γίνει πρόσθετο σύμφωνο σύνολο σύμβασης 400.000€". Στην αναφορά ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ αναφερόταν "παλαιός πελάτης". Στον τίτλο "ΣΧΟΛΙΑ" του ανωτέρω εισηγητικού και στον υπότιτλο "Α.ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ" αναφερόταν "Η εταιρία ... μεταφέρεται στην Γ.. Μ., επειδή λόγω έδρας της στην Αθήνα δεν είναι δυνατόν να χρηματοδοτείται και ως εκ τούτου μεταφέρεται και το εγκριτικό της όριο". Στον υπότιτλο "Β. ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ, ΠΗΓΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ" αναφερόταν "Λειτουργία ενεχυρίασης επιταγών λόγω αδυναμιών η τράπεζα ζητά προσημείωση, βρίσκεται σε εξέλιξη προς αντιμετώπιση των κινδύνων αν παρουσιαστούν". Στον φάκελο δανειοδότησης (πιστοδοτικό φάκελο) δεν υπήρχε κανένα άλλο στοιχείο ή έγγραφο από αυτά που προέβλεπε ο Κανονισμός Πιστοδοτήσεων και ειδικότερα δεν υπήρχαν η αίτηση-πληροφοριακό δελτίο, τα οικονομικά στοιχεία, το πληροφοριακό δελτίο και η λογιστική απεικόνιση. Η παραπάνω σύμβαση αύξανε το όριο της πίστωσης της ατομικής επιχείρησης του Γ. Μ., που είχε δηλώσει ως έδρα την ..., πράγμα που είχε γίνει σκοπίμως, καθόσον η πραγματική έδρα της ήταν ..., πράγμα απαγορευτικό για την χρηματοδότηση από την συνεταιριστική τράπεζα. Και αυτή η σύμβαση συνήφθη παράνομα, διότι η επιχείρηση δεν κάλυπτε τα οριζόμενα από τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων κριτήρια, στον φάκελο δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα έγγραφα και στοιχεία, η εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας ήταν ελλιπής, κάτι το οποίο σαφώς γνώριζαν τα μέλη της διοίκησης που συμβλήθηκαν και παράνομα εκταμιεύτηκαν και πληρώθηκαν και τα μετρητά και το ισόποσο των επιταγών που προεξοφλήθηκαν (που μάλιστα είναι άνω του ορίου) χωρίς καμία εξασφάλιση.
10) Οι Μ. Κ. (δεύτερος κατηγορούμενος), Α. Γ. (πέμπτος κατηγορούμενος), Θ. Α. (τρίτος κατηγορούμενος), Π. Π. Π. (τέταρτος κατηγορούμενος), την 30-9-2.004, συνεδριάζοντας ως διοικητικό συμβούλιο της ανωτέρω τράπεζας, με το υπ' αριθμ. ...2004 πρακτικό, ενέκριναν εκ των υστέρων την υπ' αριθμ. ...2004 σύμβαση αύξησης πίστωσης ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού με την ατομική επιχείρηση του Γ. Μ., που είχε έδρα την ..., κατά το ποσό των 200.000€, ώστε το σύνολο να ανέλθει σε 600.000€ αυτού με εισήγηση του διευθυντή της, Μ. Π. ως "αίτημα αύξησης ορίου ενεχυρίασης επιταγών 200.000€". Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και ο ταμίας της τράπεζας, Θ. Κ. και Μ. Κ., αντίστοιχα την 6.8.2004 συμβλήθηκαν και υπέγραψαν από την πλευρά της τράπεζας στην σύμβαση αυτή. Ο έκτος κατηγορούμενος, Μ. Π. εισηγήθηκε στο διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας την 6.8.2004 την έγκριση της σύμβασης αυτής, στο εισηγητικό έγγραφο δε αναφερόταν η έγκριση από το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας με το πρακτικό 75/30-9-2004. Στην αναφορά ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ αναφερόταν "παλαιός πελάτης". Στον τίτλο "ΣΧΟΛΙΑ" του ανωτέρω εισηγητικού και στον υπότιτλο "Α.ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ" αναφερόταν "Η εταιρία ... μεταφέρεται στην Γ.. Μ., επειδή λόγω έδρας της στην Αθήνα δεν είναι δυνατόν να χρηματοδοτείται και ως εκ τούτου μεταφέρεται και το εγκριτικό της όριο". Στους υπότιτλους Β. ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ, ΠΗΓΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ, Γ.ΕΓΓΥΗΤΗΣ Δ.ΑΓΟΡΑ ΜΕΡΙΔΙΩΝ δεν αναφερόταν τίποτα. Στον φάκελο δανειοδότησης (πιστοδοτικό φάκελο) δεν υπήρχε κανένα άλλο στοιχείο ή έγγραφο από αυτά που προέβλεπε ο Κανονισμός Πιστοδοτήσεων και ειδικότερα δεν υπήρχαν η αίτηση-πληροφοριακό δελτίο, τα οικονομικά στοιχεία, το πληροφοριακό δελτίο και η λογιστική απεικόνιση. Η ανωτέρω σύμβαση ήταν σύμβαση αύξησης ορίου της ατομικής επιχείρησης Γ. Μ., όπου αυτή αναφερόταν ως παλαιός πελάτης, όπως όμως προέκυπτε από το πρακτικό της από 23-6-2004 με αριθμό 73 συνεδρίασης, σ'αυτήν δεν είχε εισαχθεί, όπως θα έπρεπε, η έγκριση της αύξησης του πιστωτικού ορίου των 200.000€ για την παραπάνω με αριθμό ...2004 σύμβαση αύξησης πίστωσης (εισήχθη και ενεκρίθη στο επόμενο Διοικητικό Συμβούλιο), με αποτέλεσμα η υπογραφή της με αριθμό ...2004 σύμβασης αύξησης πίστωσης που υπέγραψαν οι Θ. Κ. και Μ. Κ., πρόεδρος και ταμίας του διοικητικού συμβουλίου της συνεταιριστικής τράπεζας αντίστοιχα, να μην έχει την προηγούμενη έγκριση του διοικητικού συμβουλίου, όπως απαιτούνταν. Στην συνεδρίαση για την οποία συντάχθηκε το πρακτικό με αριθμό ...2004 αποφασίστηκε και εγκρίθηκε ομόφωνα αίτημα ενεχυρίασης επιταγών πελατείας συνολικού ορίου 900.000€ της εταιρίας ... Ο.Ε.. Και αυτή η σύμβαση συνήφθη παράνομα, διότι η επιχείρηση δεν κάλυπτε τα οριζόμενα από τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων κριτήρια, στον φάκελο δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα έγγραφα και στοιχεία, η εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας ήταν ελλιπής, κάτι το οποίο σαφώς γνώριζαν τα μέλη της διοίκησης που συμβλήθηκαν και παράνομα εκταμιεύτηκαν και πληρώθηκαν και τα μετρητά και το ισόποσο των επιταγών που προεξοφλήθηκαν (που μάλιστα είναι άνω του ορίου) χωρίς καμία εξασφάλιση.
11) Οι Μ. Κ. (δεύτερος κατηγορούμενος), Α. Γ. (πέμπτος κατηγορούμενος), Θ. Α. (τρίτος κατηγορούμενος), Π. Π. Π. (τέταρτος κατηγορούμενος), Σ. Μ. Α. (πρώτος κατηγορούμενος), την 18-12-2004 συνεδριάζοντας ως διοικητικό συμβούλιο της ανωτέρω τράπεζας, ενέκριναν ομόφωνα με το υπ'αριθμ. ...2004 πρακτικό συνεδρίασης εκ των υστέρων την υπ'αριθμ. ...2005 σύμβαση αύξησης πίστωσης ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού στην ατομική επιχείρηση του Γ. Μ., που είχε έδρα την ... κατά το ποσό των 300.000€, ώστε το σύνολο να ανέλθει σε 900.000€. Η σύμβαση αυτή εγκρίθηκε εκ των υστέρων ομόφωνα από το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας, σύμφωνα με την εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας, Μ. Π. ως "αίτημα ενεχυρίασης επιταγών πελατείας 900.000€ εξαμήνου διάρκειας". Οι Θ. Κ. και Μ. Κ., πρόεδρος και ταμίας του διοικητικού συμβουλίου αντίστοιχα, συμβλήθηκαν και υπέγραψαν από την πλευρά της τράπεζας την 11.1.2005. Ο έκτος κατηγορούμενος, Μ. Π., διευθυντής της τράπεζας συνέταξε το από 18-12-2005 ανυπόγραφο εισηγητικό έγκρισης δανείου προς το διοικητικό συμβούλιο, στο οποίο αναφερόταν "πρόσθετο σύμφωνο αύξησης ορίου επιταγών", εισηγούμενος την έγκριση της σύμβασης αυτής. Στην αναφορά ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ αναφερόταν "παλαιός πελάτης". Στους υπότιτλους Α.ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ, Γ. ΕΓΓΥΗΤΗΣ Δ.ΑΓΟΡΑ ΜΕΡΙΔΙΩΝ δεν αναφερόταν τίποτα. Στον υπότιτλο "Β. ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ, ΠΗΓΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗ!" αναφερόταν "ενεχυρίαση επιταγών πελατείας εξάμηνης διάρκειας", ενώ στην πραγματικότητα ενεχυριαζόταν επιταγές του ομίλου Μ.. Στον φάκελο δανειοδότησης (πιστοδοτικό φάκελο) δεν υπήρχε κανένα άλλο στοιχείο ή έγγραφο από αυτά που προέβλεπε ο Κανονισμός Πιστοδοτήσεων και ειδικότερα δεν υπήρχαν η αίτηση-πληροφοριακό δελτίο, τα οικονομικά στοιχεία, το πληροφοριακό δελτίο και η λογιστική απεικόνιση. Και αυτή η σύμβαση συνήφθη παράνομα, διότι η επιχείρηση δεν κάλυπτε τα οριζόμενα από τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων κριτήρια, στον φάκελο δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα έγγραφα και στοιχεία, η εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας ήταν ελλιπής, κάτι το οποίο σαφώς γνώριζαν τα μέλη της διοίκησης που συμβλήθηκαν και παράνομα εκταμιεύτηκαν και πληρώθηκαν και τα μετρητά και το ισόποσο των επιταγών που προεξοφλήθηκαν (που μάλιστα είναι άνω του ορίου) χωρίς καμία εξασφάλιση.
12)Οι Μ. Κ. (δεύτερος κατηγορούμενος), Α. Γ. (πέμπτος κατηγορούμενος), Θ. Α. (τρίτος κατηγορούμενος), Π. Π. Π. (τέταρτος κατηγορούμενος) συνεδριάζοντας ως διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας την ...2005 ενέκριναν ομόφωνα με το υπ'αριθμ. ...2005 πρακτικό την υπ'αριθμ. ...2005 σύμβαση στεγαστικού δανείου ποσού 400.000€ προς την ατομική επιχείρηση του Γ. Μ., που είχε έδρα την ..., σύμφωνα με την εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας, Μ. Π. ως "αίτημα για ρύθμιση οφειλών του πελάτη. Με την σύμβαση αυτή χορηγήθηκε δάνειο δάνειο 400.000€ εξοφλητέο εντός πενταετίας με ισόποσες μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις". Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας, Θ. Κ. και ο ταμίας αυτής, Μ. Κ. την 3.2.2005 συμβλήθηκαν και υπέγραψαν στην σύμβαση αυτή από την πλευρά της τράπεζας. Ο Μ. Π. (έκτος κατηγορούμενος) για την σύμβαση αυτή συνέταξε το από 3-2-2005 ανυπόγραφο εισηγητικό έγκρισης δανείου, στο οποίο αναφερόταν "Παγίων εγκαταστάσεων 5 χρόνια", που είχε συντάξει ο διευθυντής της τράπεζας, Στην αναφορά ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ αναφερόταν "παλαιός πελάτης". Υπό τον τίτλο "ΣΧΟΛΙΑ" του εισηγητικού και στον υπότιτλο "Α.ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ" αναφερόταν "Είναι παλαιός πελάτης της τράπεζας, δεν έχει δημιουργήσει πρόβλημα προς το παρόν, διατηρεί εταιρία διεθνών μεταφορών με έδρα την ..., με τρία φορτηγά αυτοκίνητα δημοσίας χρήσεως, ψυγεία και εθνικών μεταφορών. Στον υπότιτλο "Β. ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ, ΠΗΓΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ" αναφερόταν "εξοφλητέο εντός 5ετίας με ισόποσες τοκοχρεωλυτικές μηνιαίες δόσεις", στον υπότιτλο "Γ.ΕΓΓΥΗΤΗΣ" αναφερόταν "ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΓΓΥΗΣΗ (Γ.. Μ.) προσκόμιση τιμολογίων για πάγια". Υπό τον τίτλο "ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑ" αναφερόταν "έχουν γίνει ασφάλειες αυτοκινήτων", χωρίς από τον σχετικό φάκελο να προκύπτει η ύπαρξη κάποιου σχετικού εγγράφου. Στον φάκελο δανειοδότησης (πιστοδοτικό φάκελο) δεν υπήρχε τίποτα πρόσθετο, ενδεχομένως ταυτιζόταν με έγγραφα που αναφερόταν στην προαναφερόμενη, υπ'αριθμ. ...2005 σύμβαση, ήτοι τιμολόγια αγοράς οχημάτων από Ελλάδα και εξωτερικό, ασφαλιστική και φορολογική ενημερότητα και μία ιδιόγραφη εκτύπωση της οικονομικής κατάστασης του Γ. Μ. από την εκμετάλλευση των φορτηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης από τον Μάϊο (ενδεχομένως του έτους 2005 έως τον Δεκέμβριο) με σύνολο καθαρών αξιών για αυτή την περίοδο 162.892,97€. Δεν υπήρχε κανένα άλλο στοιχείο ή έγγραφο από αυτά που προέβλεπε ο Κανονισμός Πιστοδοτήσεων και ειδικότερα δεν υπήρχαν η αίτηση-πληροφοριακό δελτίο, τα οικονομικά στοιχεία, το πληροφοριακό δελτίο και η λογιστική απεικόνιση. Η ανωτέρω σύμβαση εμφανιζόταν ως στεγαστικό δάνειο αγοράς παγίων, στην ουσία όμως ήταν τακτοποίηση-ρύθμιση υφιστάμενων οφειλών λίγες ημέρες πριν να έρθει ο Επίτροπος και ενώ είχε ξεκινήσει η επιθεώρηση. Και αυτή η σύμβαση συνήφθη παράνομα, διότι η επιχείρηση δεν κάλυπτε τα οριζόμενα από τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων κριτήρια, στον φάκελο δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα έγγραφα και στοιχεία, η εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας ήταν ελλιπής, κάτι το οποίο σαφώς γνώριζαν τα μέλη της διοίκησης που συμβλήθηκαν και παράνομα εκταμιεύτηκαν και πληρώθηκαν και τα μετρητά και το ισόποσο των επιταγών που προεξοφλήθηκαν (που μάλιστα είναι άνω του ορίου) χωρίς καμία εξασφάλιση.
13) Οι Μ. Κ. (δεύτερος κατηγορούμενος), Α. Γ. (πέμπτος κατηγορούμενος), Θ. Α. (τρίτος κατηγορούμενος), Π. Π. Π. τέταρτος κατηγορούμενος), την 3-2-2005 ενέκριναν ομόφωνα την σύναψη της υπ'αριθμ. ...2005 σύμβασης χορήγησης πίστωσης ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού για κεφάλαιο κίνησης ποσού 600.000€, με την ατομική επιχείρηση του Γ. Μ., που είχε έδρα την ..., σύμφωνα με την εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας, Μ. Π. ως "Ύστερα από αίτημα του πελάτη παρουσιάστηκε στο Συμβούλιο για ρύθμιση των οφειλών του. Κατόπιν διαλογικής συζήτησης αποφασίστηκε να του χορηγηθούν μακροπρόθεσμα δάνεια εξοφλητέα με τοκοχρεωλυτικές δόσεις...δάνειο 600.000€, εξοφλητέο εντός επταετίας με ισόποσες μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις". Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας, Θ. Κ. και ο ταμίας αυτής, Μ. Κ. την 3.2.2005 συμβλήθηκαν στην σύμβαση αυτή και υπέγραψαν από την πλευρά της τράπεζας. Ο έκτος κατηγορούμενος, Μ. Π., την 3-2-2005 συνέταξε εισηγητικό έγκρισης δανείου, για την ανωτέρω σύμβαση, το οποίο ήταν ανυπόγραφο. Στην αναφορά ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ αναφερόταν "παλαιός πελάτης". Υπό τον τίτλο "ΣΧΟΛΙΑ" του εισηγητικού και στον υπότιτλο "Α.ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ" αναφερόταν "Είναι παλαιός πελάτης της τράπεζας, δεν έχει δημιουργήσει πρόβλημα προς το παρόν, διατηρεί εταιρία διεθνών μεταφορών με έδρα την ..., με τρία φορτηγά αυτοκίνητα δημοσίας χρήσεως, ψυγεία και εθνικών μεταφορών". Στον υπότιτλο "Β. ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ ΠΗΓΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ" αναφερόταν "εξοφλητέο εντός επταετίας με ισόποσες τοκοχρεωλυτικές δόσεις (μηνιαία)". Στον υπότιτλο "Γ.ΕΓΓΥΗΤΗΣ" αναφερόταν "ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΓΓΥΗΣΗ". Στον φάκελο της ανωτέρω σύμβασης υπήρχαν τιμολόγια αγοράς οχημάτων από Ελλάδα και εξωτερικό, ασφαλιστική και φορολογική ενημερότητα και μία ιδιόγραφη εκτύπωση της οικονομικής κατάστασης του Γ. Μ. από την εκμετάλλευση των φορτηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης από τον Μάιο (ενδεχομένως του έτους 2005 έως τον Δεκέμβριο) με σύνολο καθαρών αξιών για αυτή την περίοδο 162.892,97€. Δεν υπήρχε κανένα άλλο στοιχείο ή έγγραφο από αυτά που προέβλεπε ο Κανονισμός Πιστοδοτήσεων και ειδικότερα δεν υπήρχαν η αίτηση-πληροφοριακό δελτίο, τα οικονομικά στοιχεία, το πληροφοριακό δελτίο και η λογιστική απεικόνιση. Η παραπάνω σύμβαση εμφανιζόταν ως στεγαστικό δάνειο-αγοράς παγίων, στην ουσία όμως ήταν τακτοποίηση-ρύθμιση υφιστάμενων οφειλών λίγες ημέρες πριν να έρθει ο Επίτροπος και ενώ είχε ξεκινήσει η επιθεώρηση. Και αυτή η σύμβαση συνήφθη παράνομα, διότι η επιχείρηση δεν κάλυπτε τα οριζόμενα από τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων κριτήρια, στον φάκελο δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα έγγραφα και στοιχεία, η εισήγηση του διευθυντή της τράπεζας ήταν ελλιπής, κάτι το οποίο σαφώς γνώριζαν τα μέλη της διοίκησης που συμβλήθηκαν και παράνομα εκταμιεύτηκαν και πληρώθηκαν και τα μετρητά και το ισόποσο των επιταγών που προεξοφλήθηκαν (που μάλιστα είναι άνω του ορίου) χωρίς καμία εξασφάλιση".
Β) Κήρυξε ένοχο τον τέταρτο αναιρεσείοντα (7ο τότε κατηγορούμενο) Γ. Μ. του εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της κακουργηματικής απιστίας του συγκατηγορουμένου του Μ. Π., τελεσθείσας από τον τελευταίο, κατ'εξακολούθηση και κατά συναυτουργία, με τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του, με το ακόλουθο διατακτικό:: << Σ... κατά το χρονικό διάστημα από 26-5-2004 μέχρι 3-2-2005, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη, που αυτός διέπραξε. Συγκεκριμένα, όντας νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της εταιρείας με την επωνυμία <<... Ε.Π.Ε. >> που εδρεύει σ... και ιδιοκτήτης μιας ατομικής επιχείρησης που είχε έδρα την ..., καθώς και νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της εταιρείας << Γ.. Μ. ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε. - ...>>, που είχε έδρα ..., με πειθώ και φορτικότητα και προτροπές και παραινέσεις προκάλεσε την απόφαση στον 6ο κατηγορούμενο Μ. Π. του Ι. και της Ά., κάτοικο ..., να τελέσει την άδικη πράξη της απιστίας κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση, σε βάρος της <<....>>, της οποίας η περιουσιακή ζημία ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 3.077.000 ευρώ , ήτοι υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ, όπως η πράξη αυτή περιγράφεται ανωτέρω>>. Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την κατάφαση της ενοχής των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκαν, τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία εισφέρθηκαν στη δίκη και από τα οποία συνήγαγε το Δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18 εδ.α', 26 παρ.1α', 27, 45, 46 παρ.1, 51, 52, 53, 79, 84 παρ.2α' εδ. α', δ', ε' και παρ. 3 και 390 παρ.1 εδ. β'-α' του νΠκ και 390 του πΠκ, κατά τις προεκτεθείσες διακρίσεις, τις οποίες -διατάξεις- ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, ώστε να στερήσει την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, διαλαμβάνονται στην απόφαση: Α) πλήρεις και σαφείς παραδοχές για όλα τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν το ένδικο αδίκημα της κακουργηματικής απιστίας κατ'εξακολούθηση και κατά συναυτουργία που τέλεσαν οι τρεις πρώτοι των αναιρεσειόντων, καθώς και τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως αυτού και δη: 1) Ότι το πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία <<....>> και έδρα τη ... ..., ασκούσε από το έτος 1999, υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, όλες τις επιτρεπόμενες για τα πιστωτικά ιδρύματα τραπεζικές εργασίες (μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων στα μέλη του) και διοικείτο από 9μελές διοικητικό συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχαν μέλη αυτού, με τριετή θητεία, εκλεγόμενα από την γενική του συνέλευση. 2) Ότι το ΔΣ ήταν αρμόδιο για κάθε πράξη που αφορούσε τη διοίκηση και εκπροσώπηση της Συνεταιριστικής Τράπεζας και τη διαχείριση της περιουσίας της, μέσα στα πλαίσια του σκοπού της, εκτός από τα αναφερόμενα στο καταστατικό της θέματα για τα οποία αποφάσιζε η Γ.Σ. 3) Οτι τα μέλη του ΔΣ, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, είχαν την εκ του Καταστατικού της υποχρέωση να προστατεύουν τα συμφέροντα της Συνεταιριστικής Τράπεζας με όλα τα προσφερόμενα νόμιμα μέσα, καταβάλλοντας την επιμέλεια που κατέβαλαν και στις δικές τους υποθέσεις και να ενεργούν μέσα στα πλαίσια των προβλεπόμενων από το Καταστατικό και τον Κανονισμό Πιστοδοτήσεων της Τράπεζας, καθώς και τις Πράξεις του Διοικητή και τις εγκυκλίους της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με τα οποία, για τη χορήγηση σχετικών δανείων, έπρεπε οι χρηματοδοτούμενες από την Συνεταιριστική Τράπεζα επιχειρήσεις των μελών της, να λειτουργούν με έδρα τη ... (ή τη ...), οι υποψήφιοι δανειολήπτες να εξυπηρετούν επαρκώς, προηγούμενα ληφθέντα δάνεια και να παρέχουν επαρκείς οικονομικές εξασφαλίσεις για την έγκριση των υπό χορήγηση δανείων ( ήτοι, προσωπική εγγύηση ενός ή περισσοτέρων φερέγγυων προσώπων, ενεχυρίαση καταθέσεων και επιταγών ελεγμένης φερεγγυότητας, προσημείωση πρώτης υποθήκης σε ακίνητά τους κ.ά.), καθώς και να προσκομίζουν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά που να αποδεικνύουν τη φερεγγυότητά τους. 3) Ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, στο ΔΣ της Συνεταιριστικής Τράπεζας συμμετείχαν μεταξύ άλλων, ο αναιρεσείων Σ.. Α., ως αναπληρωτής γραμματέας, ο αναιρεσείων Μ.. Κ. ως ταμίας και ο αναιρεσείων Π.. Π., ως μέλος, ενώ ο Μ.. Κ. είχε επιπλέον την αρμοδιότητα να συνυπογράφει μαζί με τον Πρόεδρο του ΔΣ, τις καταρτιζόμενες συμβάσεις των χορηγούμενων δανείων, εκπροσωπώντας την Συνεταιριστική Τράπεζα. 4) Ότι ο αναιρεσείων Γ.. Μ., καταγόμενος από τη ... και μόνιμος κάτοικος Αθηνών, ασκούσε επιχειρηματική δραστηριότητα, με αντικείμενο το χονδρεμπόριο ειδών τροφίμων και χάρτου και εκπροσωπούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο, τέσσερις επιχειρήσεις συμφερόντων του, συναφούς αντικειμένου δραστηριότητας, ήτοι α) την εταιρεία <<... ΜΟΝ/ΠΗ ΕΠΕ>>, με έδρα ..., β) την ομόρρυθμη εταιρεία <<Γ.. Μ. ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε. - ...>>, με έδρα, ομοίως, ..., γ) την πρόσφατα τότε, ιδρυθείσα ατομική επιχείρηση, με έδρα την ... της ... και δ) την πρόσφατα τότε, ιδρυθείσα << ... ΕΠΕΞ/ΣΙΑ ΧΑΡΤΟΥ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑ ΕΙΔΩΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΕΠΕ>>, με έδρα την ... της .... 5) Ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, από 23-6-2004 έως ...2005, το ΔΣ της Συνεταιριστικής Τράπεζας, κατά τις συνεδριάσεις του στις ειδικότερα αναφερόμενες στις διατάξεις του διατακτικού της απόφασης (με αρ. Α: 1-3 και 5-13), ημεροχρονολογίες, στις οποίες συμμετείχαν, κατά περίπτωση, οι ανωτέρω αναιρεσείοντες, έλαβε ομόφωνα, αντίστοιχες αποφάσεις, καταχωρισθείσες στα πρακτικά αυτού [εγκρίνοντας σχετικές εισηγήσεις του συγκατηγορουμένου τους Μ. Π., Δ/ντή της Τράπεζας], να συναφθούν οι αναφερόμενες συμβάσεις χορήγησης δανείων στις ανωτέρω εταιρείες του Γ.. Μ., για ποσά, κατά περίπτωση, από 200.000 έως 1.000.000 ευρώ, με τη μορφή χορήγησης επαγγελματικών στεγαστικών δανείων, ανοίγματος νέων λογαριασμών πίστωσης, αύξησης ορίων πιστοδότησης ήδη ανοιγμένων λογαριασμών πίστωσης, καθώς και λογαριασμών πίστωσης με προεξόφληση ακάλυπτων επιταγών, οι οποίες (συμβάσεις) ακολούθως και καταρτίστηκαν. 6) Ότι τα παραπάνω ποσά δανείων, χορηγήθηκαν για την εξυπηρέτηση των ανωτέρω εταιρειών του Γ.. Μ., χωρίς τις απαιτούμενες από το καταστατικό και τον κανονισμό της Συνεταιριστικής Τράπεζας, αλλά και τις εγκυκλίους της Τράπεζας της Ελλάδος, προϋποθέσεις, αφού: α) οι δύο από τις παραπάνω εταιρείες του δεν είχαν έδρα τη ..., αλλά ..., ενώ οι λοιπές δύο, είχαν πολύ πρόσφατα ιδρυθεί στη ... και δεν είχαν αναπτύξει κάποιο κύκλο εργασιών, β) ο προαναφερόμενος δεν εξυπηρετούσε επαρκώς τα προηγούμενα δάνεια που είχε λάβει από την ως άνω Τράπεζα, τα οποία εμφάνιζαν μεγάλο χρεωστικό υπόλοιπο, ενώ είχε ενεχυριάσει επιταγές που δεν είχαν αντίκρυσμα κατά το χρόνο εκδόσεώς τους και οι διάφορες αυξήσεις των πιστωτικών ορίων των τηρούμενων λογαριασμών του στην Τράπεζα, γίνονταν προς το σκοπό εξυπηρετήσεως της πληρωμής των προηγούμενων δανείων του, καθώς και της κάλυψης του χρεωστικού υπολοίπου από τις ενεχυριασθείσες ακάλυπτες επιταγές του και ότι γ) για τις επίμαχες χρηματοδοτήσεις δεν παρέσχε στην Τράπεζα οικονομικές εξασφαλίσεις, ούτε προσκόμισε τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, από τα οποία να προκύπτει η φερεγγυότητά του. 7) Ότι τον Φεβρουάριο του έτους 2004, είχε διενεργηθεί έλεγχος από κλιμάκιο επιθεωρητών της Τράπεζας της Ελλάδος και είχαν επισημανθεί στο σχετικό πόρισμά τους, σοβαρές παραλείψεις στις μέχρι τότε χρηματοδοτήσεις, τόσο προς τον Γ.. Μ., όσο και σε άλλους δανειολήπτες, πόρισμα το οποίο κοινοποιήθηκε ακολούθως στο ΔΣ της Συνεταιριστικής Τράπεζας, αλλά δεν ελήφθη υπόψη από τα μέλη αυτού, τα οποία συνέχισαν και κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα να εγκρίνουν τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων του Γ.. Μ., με ανεπαρκείς ή καθόλου οικονομικές εξασφαλίσεις. 8) Ότι η Τράπεζα της Ελλάδος με τα από 28-2-2005 και από 23-3-2005 πορίσματα ελέγχου των επιθεωρητών της διαπίστωσε τις γενόμενες παραλείψεις στις χρηματοδοτήσεις του προαναφερομένου, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα και ειδικότερα ότι δεν σφραγίσθηκαν οι ενεχυριασθείσες ακάλυπτες επιταγές του, μεγάλου συνολικού ποσού, οι οποίες εξοφλήθηκαν στις πληρώτριες τράπεζες από ίδια κεφάλαια της Συνεταιριστικής Τράπεζας, ότι οι χρεωστικοί του λογαριασμοί όψεως, πιστώθηκαν από τη δημιουργία ή την αύξηση υπαρχόντων πιστοδοτικών ορίων, χωρίς εφαρμογή των προβλεπόμενων τραπεζικών κριτηρίων, ότι για να μειωθεί το αρχικό ποσό χορηγήσεων προς την εδρεύουσα ... εταιρεία του, ... ΜΟΝ/ΠΗ ΕΠΕ, χρηματοδοτήθηκαν από την Τράπεζα οι νεοϊδρυθείσες από τον Γ.. Μ. εταιρείες με έδρα τη ..., ώστε μειώθηκε μεν το χορηγηθέν προς την ως άνω εταιρεία ποσό, αλλά το ποσό που χορηγήθηκε συνολικά στις παραπάνω εταιρείες του, υπερδιπλασιάσθηκε. Έτσι, το συνολικό υπόλοιπο των δανείων του ανωτέρω ομίλου ανήλθε στις 31-12-2004, σε 3.077.000 ευρώ, που υπερέβαινε κατά πολύ το επιτρεπόμενο ανώτερο όριο χρηματοδότησης που έπρεπε να ανέρχεται μέχρι το 15% των εποπτικών κεφαλαίων της Τράπεζας, ενώ οι εξασφαλίσεις, που έπρεπε να δοθούν, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση, ήταν ανεπαρκείς ή ανύπαρκτες 9) Ότι οι επιχειρήσεις του ομίλου Γ.. Μ. αποδείχθηκαν αναξιόχρεες, με αποτέλεσμα, η διακινδύνευση της περιουσίας της Τράπεζας από τη χρηματοδότησή τους, να υλοποιηθεί και να υποστεί αυτή ζημία ποσού 3.077.000 ευρώ, σύμφωνα με το τελικό από 23-3-2005 πόρισμα των επιθεωρητών της Τράπεζας της Ελλάδος, ποσό το οποίο ουδέποτε εξοφλήθηκε. 10) Ότι τα μέλη του ΔΣ της Συνεταιριστικής Τράπεζας, μεταξύ των οποίων και οι τρεις πρώτοι αναιρεσείοντες, με την έγκριση της σύναψης των παραπάνω συμβάσεων, παρέβησαν εν γνώσει τους, τους κανόνες της οφειλόμενης επιμελούς διαχείρισης της περιουσίας της, οι οποίοι απέρρεαν από το Καταστατικό της και το κανονιστικό πλαίσιο της Τράπεζας της Ελλάδος, ως προς τη χορήγηση δανείων, προκαλώντας βέβαιη ζημία στην περιουσία της ως άνω Τράπεζας, κατά το προαναφερόμενο ποσό των 3.077.000 ευρώ. Ειδικότερα, αιτιολογείται επαρκώς, ο άμεσος δόλος των αναιρεσειόντων, ήτοι η γνώση τους, η οποία προκύπτει από τη θέση τους ως μελών του ΔΣ της Συνεταιριστικής Τράπεζας, που είχε την διοίκηση και την διαχείριση της περιουσίας της, αλλά και ειδικώς, από τις παραπάνω διαπιστώσεις και συστάσεις του από Φεβρουαρίου του 2004 πορίσματος των επιθεωρητών της Τράπεζας της Ελλάδος, που τους γνωστοποιήθηκε στη συνέχεια, καθώς και από το με αρ. 5967/19-4-2004 εμπιστευτικό έγγραφο της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος και την από 15-5-2003 επιστολή προς το ΔΣ του διενεργούντος σχετικό εσωτερικό έλεγχο Ν. Σ., με ανάλογες επισημάνσεις και συστάσεις, που επίσης τους γνωστοποιήθηκαν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα [ ήτοι ότι τα χορηγούμενα δάνεια θα προκαλούσαν την ανωτέρω βέβαιη ζημία στην Τράπεζα, αφού η προεξόφληση των ακάλυπτων επιταγών που είχε ενεχυριάσει ο Γ.. Μ., γινόταν από ίδια κεφάλαια της Τράπεζας, ότι οι λοιπές χορηγήσεις δανείων, γίνονταν για να μειωθεί το χρεωστικό υπόλοιπο των επιταγών, καθώς και το ήδη υπάρχον χρεωστικό υπόλοιπο των λοιπών λογαριασμών του δανειολήπτη Γ.. Μ., ο οποίος δεν διέθετε επαρκείς εξασφαλίσεις για την πληρωμή των δανείων και ήταν αφερέγγυος], καθώς και από το ότι οι εισηγήσεις του συγκατηγορουμένου τους Διευθυντή της Τράπεζας Μ. Π., για έγκριση των υπό χορήγηση δανείων, ήταν ελλιπείς και ως εκ τούτου δεν έπρεπε να εγκριθούν, καθώς ο προαναφερόμενος δεν διελάμβανε σε αυτές τα απαιτούμενα οικονομικά στοιχεία που δικαιολογούσαν τη λήψη των επίμαχων δανείων και τις απαραίτητες οικονομικές εξασφαλίσεις του ανωτέρω δανειολήπτη προς την Τράπεζα και πάντα ταύτα οι προαναφερόμενοι, παρότι προέβλεπαν την βέβαιη ζημία της Τράπεζας, τα αποδέχθηκαν, με την έγκριση της χορήγησης των δανείων αυτών.
Συνεπώς, είναι αβάσιμες οι ειδικότερες αιτιάσεις των ανωτέρω αναιρεσειόντων ότι από τις παραδοχές της απόφασης δεν προκύπτει η γνώση τους ότι οι ενέργειές τους συνιστούσαν πλημμελή διαχείριση της περιουσίας της ως άνω Τράπεζας, η οποία οδηγούσε σε βέβαιη ζημία της. Εξάλλου, οι αρνητικοί της κατηγορίας ισχυρισμοί που προέβαλαν οι ανωτέρω αναιρεσείοντες στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δηλαδή, ότι δεν υπέγραψαν τα πρακτικά του ΔΣ που συντάχθηκαν για τις επίμαχες αποφάσεις, διότι διαφώνησαν με διάφορα καταχωρηθέντα σε αυτά στοιχεία, αλυσιτελώς προτάθηκαν, καθόσον και αληθείς υποτιθέμενοι, δεν αναιρούν το ότι οι ίδιοι συνέπραξαν στην λήψη των αποφάσεων για την έγκριση χορήγησης των σχετικών δανείων, την οποία (έγκριση εκ μέρους τους) δεν αρνούνται, ενώ άλλωστε, δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει ότι προσέβαλαν τα πρακτικά αυτά ως πλαστά. [ Σημειωτέον ότι για την εγκυρότητα και αποδεικτική ισχύ των πρακτικών του ΔΣ νομικού προσώπου, σχετικά με τις περιεχόμενες σε αυτά αποφάσεις του, αρκεί η υπογραφή τους από τον Πρόεδρο αυτού ή το ειδικώς εξουσιοδοτημένο προς τούτο πρόσωπο (πρβλε άρθρο 20 παρ.8 του προϊσχύσαντος Ν. 2190/1920) και δεν είναι αναγκαία η υπογραφή τους και από τα λοιπά συμπράξαντα σε αυτές, μέλη του ΔΣ ].Ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στους ισχυρισμούς αυτούς και οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμες. Ακόμη, ο αναιρεσείων Μ.. Κ. με ειδικότερη αιτίαση του 2ου κύριου λόγου αναιρέσεως διατείνεται ότι από τις παραδοχές της απόφασης δεν προκύπτει η ύπαρξη αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παραβίασης των κανόνων επιμελούς διαχείρισης που τους αποδόθηκε και της προκληθείσας ζημίας της Τράπεζας, δεδομένου ότι ο ίδιος και τα λοιπά μέλη του ΔΣ, επέλεξαν να εγκρίνουν τη χορήγηση των επίμαχων δανείων, υπό συνθήκες αβεβαιότητας, ως προς το ποια ήταν, κατ' εκείνο τον χρόνο, η πλέον επωφελής για τα συμφέροντα της Τράπεζας επιλογή, ενόψει του ότι κατ'εντολή άλλων διοικητικών στελεχών της, οι ενεχυριασθείσες ακάλυπτες επιταγές του ομίλου Μ. δεν είχαν σφραγισθεί και τα ποσά τους είχαν ήδη πληρωθεί στις πληρώτριες τράπεζες, με συνέπεια να μένει ακάλυπτη η Τράπεζα ως προς την εξασφάλιση της είσπραξης των ποσών αυτών από τον δανειολήπτη. Η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη, δεδομένου ότι οι εκτιθέμενοι πραγματικοί ισχυρισμοί για την επιστήριξή της αποτελούν περιεχόμενο αυτοτελούς ισχυρισμού περί κατάλυσης του ανωτέρω αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της πλημμελούς διαχείρισης και της προκληθείσας ζημίας, ο οποίος (ισχυρισμός) έπρεπε να προταθεί στο Δικαστήριο της ουσίας, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο με όλα τα απαιτούμενα πραγματικά περιστατικά για τη θεμελίωσή του, προκειμένου να αποτελέσει αντικείμενο διερεύνησης εκ μέρους του Δικαστηρίου, πλην όμως, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός δεν προτάθηκε ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου. Τέλος, οι ειδικότερες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων ότι η προσβαλλόμενη απόφαση προσδιορίζει το ποσό της ζημίας που κρίνει ότι προκλήθηκε σε βάρος της Συνεταιριστικής Τράπεζας σε 3.077.000 ευρώ, με ελλιπείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες και χωρίς να αναφέρει ποια στοιχεία ήταν εκείνα που κατά βέβαιο τρόπο καθορίζουν το ακριβές ύψος της ζημίας, καθώς δεν έχει ολοκληρωθεί η εκκαθάριση αυτής, είναι αβάσιμες, δεδομένου ότι η σχετική παραδοχή της απόφασης περί του ακριβούς και βέβαιου ύψους της ζημίας, ανερχόμενου στο ανωτέρω ποσό, προκύπτει από τα επικαλούμενα από αυτήν στοιχεία, που προέρχονται από επίσημα αναγνωρισμένη εποπτική αρχή, ήτοι κλιμάκιο επιθεωρητών - ελεγκτών της Τράπεζας της Ελλάδος, οι οποίοι με το από 23-5-2005 πόρισμά τους καθόρισαν, κατά τα προεκτεθέντα, το ανωτέρω ποσό της ζημίας, μετά από σχετικό οικονομικό έλεγχο. Β) Περαιτέρω, διαλαμβάνονται στην απόφαση πλήρεις και σαφείς παραδοχές σχετικά με την κατ'εξακολούθηση και κατά συναυτουργία τελεσθείσα πράξη κακουργηματικής απιστίας του αυτουργού Μ. Π., την εκτέλεση της οποίας προκάλεσε στον προαναφερόμενο, ως ηθικός αυτουργός, ο αναιρεσείων Γ.. Μ.. Ειδικότερα, γίνεται δεκτό στην απόφαση, ότι ο Διευθυντής της εγκαλούσας Συνεταιριστικής Τράπεζας, κατηγορούμενος Μ.. Π., κατά παράβαση των προαναφερόμενων κανόνων της επιμελούς διαχείρισης της περιουσίας της, τους οποίους όφειλε ως εκ της ως άνω ιδιότητάς του, πρωτίστως ο ίδιος να τηρεί, προέβη, με προτροπή και υπόδειξη του αναιρεσείοντος Γ.. Μ., σε θετικές εισηγήσεις προς το ΔΣ της Τράπεζας, κατά τις ανωτέρω συνεδριάσεις του (οι οποίες και εγκρίθηκαν από τα μέλη αυτού), για τη χορήγηση των επίμαχων δανείων προς τις επιχειρήσεις συμφερόντων του προαναφερομένου, εν γνώσει του ότι οι επιχειρήσεις αυτές, δεν πληρούσαν τις απαιτούμενες, κατά τα ανωτέρω, προϋποθέσεις για τη λήψη των εν λόγω δανείων και ότι ο προαναφερόμενος δανειολήπτης δεν προσέφερε τις απαραίτητες οικονομικές εξασφαλίσεις που όφειλε να παρέχει στην Τράπεζα, και ως εκ τούτου ότι ήταν βέβαιη η περιουσιακή ζημία αυτής, ποσού 3.077.000 ευρώ, η οποία προκλήθηκε συνεπεία της χορήγησης των δανείων αυτών. Τέλος, αιτιολογούνται με επάρκεια, ο δόλος του αναιρεσείοντος Γ.. Μ., για την ηθελημένη πραγματοποίηση των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση του ανωτέρω αδικήματος που του αποδόθηκε, καθώς και τα μέσα που χρησιμοποίησε (πειθώ, φορτικότητα, παραινέσεις και προτροπές) και με τα οποία προκάλεσε στον συγκατηγορούμενό του (Μ.. Π.), με τον οποίο διατηρούσε κοινωνική γνωριμία, την απόφαση να τελέσει την διαπραχθείσα αξιόποινη πράξη, χωρίς για την πληρότητα της αιτιολογίας να απαιτείται να εξειδικεύονται περαιτέρω τα μέσα αυτά. Επίσης, διαλαμβάνονται και τα περιστατικά από τα οποία συνήγαγε το Δικαστήριο τις ανωτέρω παραδοχές, δεχόμενο ότι ο αναιρεσείων Γ.. Μ. ήταν ο μόνος που ωφελείτο από την πράξη αυτή του συγκατηγορουμένου του, δεδομένου ότι έλαβε παρανόμως, μέσω των εταιρειών του, τα ποσά των χορηγηθέντων δανείων, στα οποία αποσκοπούσε προς εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων και τα οποία καρπώθηκε, χωρίς ουδέποτε να τα επιστρέψει. Εξάλλου, από τη μνεία στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, τα αναγνωσθέντα έγγραφα και τα αναγνωσθέντα πρακτικά της πρωτοβάθμιας απόφασης (στα οποία περιέχονται και οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), καθώς και οι απολογίες όλων των παρόντων κατηγορουμένων, προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της καταδικαστικής του κρίσης, εκτίμησε και αξιολόγησε, όλα ανεξαιρέτως τα εισφερθέντα αποδεικτικά μέσα, τα οποία στάθμισε μεταξύ τους προσηκόντως και εξήγαγε το αποδεικτικό του πόρισμα, χωρίς από την μνεία, στην απόφαση, ενδεικτικώς, στοιχείων των αναγνωσθέντων εγγράφων, καθώς και αποσπασμάτων συγκεκριμένων μαρτυρικών καταθέσεων, να συνάγεται ότι έλαβε υπόψη του μόνον τα έγγραφα αυτά ή μόνο τα αποσπάσματα αυτά των καταθέσεων ή μόνο τις καταθέσεις αυτές, επιλεκτικά.
Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις των ανωτέρω αναιρεσειόντων, είναι αβάσιμες. Κατόπιν αυτών, οι 3ος , 4ος και 5ος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, των αναιρεσειόντων Π.. Π.υ και Σ.. Α., από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, ο 2ος κύριος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Μ.. Κ.υ, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'και Ε'ΚΠΔ και ο 2ος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως του προαναφερομένου, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, καθώς και ο 1ος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Γ.. Μ., από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'και Ε'ΚΠΔ, είναι αβάσιμοι.
Ενόψει των ανωτέρω, α) η από 31-8-2023 αίτηση αναιρέσεως των δύο πρώτων αναιρεσειόντων, β) η από 31-8-2023 αίτηση αναιρέσεως του τρίτου αναιρεσείοντος και γ) οι από 24-10-2023 πρόσθετοι επί αυτής λόγοι, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες αυτοί στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, όπως ορίζεται στο διατακτικό ( αρθρο 578 παρ.1 ΚΠΔ).
ΙV) Η, κατά τα προαναφερόμενα, προβλεπόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ¨ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, επιβάλλεται να υπάρχει και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου που αφορούν στη συνδρομή ελαφρυντικών περιστάσεων, εφόσον βέβαια οι ισχυρισμοί αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, διότι διαφορετικά το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε αυτούς και να αιτιολογήσει την απόρριψή τους (ΑΠ 565/2021). Κατά το άρθρο 84 παρ. 2 του ισχύοντος ΠΚ, ελαφρυντικές περιστάσεις, που επιφέρουν μείωση της ποινής στο μέτρο που προβλέπει το άρθρο 83 ΠΚ, θεωρούνται ιδίως: α)..., δ) το ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του και ε) το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του. Η αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης της περ.δ', προϋποθέτει ότι ο δράστης επέδειξε έμπρακτη μετάνοια και επιδίωξε ειλικρινά και όχι προσχηματικά να άρει τις συνέπειες της πράξης του, με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών που μαρτυρούν το γεγονός αυτό (ΑΠ 1181/2019). Διαφέρει δε από τη μετάνοια που προβλέπεται από το άρθρο 79 παρ.3 ΠΚ ως στοιχείο επιμέτρησης της ποινής, ως προς την ένταση αυτής, η οποία είναι κατά πολύ μεγαλύτερη. Εξάλλου, η αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης της περ.ε' [η οποία με την ισχύουσα διάταξη του νέου ΠΚ, καθίσταται ευμενέστερη, καθώς η κατά τα ανωτέρω καλή συμπεριφορά του υπαιτίου αξιολογείται και κατά το χρονικό διάστημα που αυτός κρατείται στις φυλακές], προϋποθέτει, επίκληση κατά τρόπο ορισμένο και απόδειξη, θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπαιτίου, με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης (ΑΠ 1371/2022, ΑΠ 130/2022, ΑΠ 622/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, μετά την απαγγελία της απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου επί της ενοχής των κατηγορουμένων, [και της αναγνώρισης σ'αυτούς των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2α και παρ.3 ΠΚ και στον τελευταίο τον εκ του άρθρου 49 ΠΚ λόγου μείωσης της ποινής] ο αναιρεσείων Γ.. Μ., προέβαλε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου δια του συνηγόρου του, με γραπτό σημείωμα που κατέθεσε και καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, και που ανέπτυξε και προφορικά, τους αυτοτελείς ισχυρισμούς αναγνώρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 δ'και ε'ΠΚ. Ειδικότερα: α) Σχετικά με την ελαφρυντική περίσταση της περίπτωσης δ'του ως άνω άρθρου, ο αναιρεσείων εκθέτει στο έγγραφο σημείωμά του, ότι πρέπει να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική αυτή περίσταση διότι έχει επιδιώξει ειλικρινώς να άρει εμπράκτως τις συνέπειες της πράξης του. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι κατά τα έτη 2007 και 2008 εκπλειστηριάστηκαν δύο ακίνητα της κυριότητάς του, και ότι προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της Τράπεζας προέβη οικειοθελώς και αυτοβούλως, όπως βεβαίωσαν στις καταθέσεις τους στο δικαστήριο ο εσωτερικός ελεγκτής της Τράπεζας Σ. και ο μάρτυρας Τριανταφύλλου, στην παροχή εμπράγματων εξασφαλίσεών της, καίτοι είχαν πληρωθεί από τα διαθέσιμά της οι επιταγές εκδόσεώς του. Ήτοι, ότι μετά την τέλεση της πράξεως πραγματοποιήθηκε συναινετικά κατάσχεση επί 2 φορτηγών αυτοκινήτων του δημόσιας χρήσης (ΤΙΡ) Διεθνών Μεταφορών, πραγματικής αξίας 919.000 ευρώ, συναίνεσε δε στην εγγραφή δύο προσημειώσεων υποθήκης ακινήτων του αξίας 800.000 και 300.000 ευρώ αντιστοίχως, που διατάχθηκαν με τις υπ'αριθμ. ...2004 και 331/2005 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου ..., παραχώρησε την αξία των συνεταιριστικών μεριδίων του στην τράπεζα, που ανερχόταν στο ποσό των 135.000 ευρώ και ότι με τις εξασφαλίσεις αυτές είχε καλυφθεί το 50% της συνολικής οφειλής του στην τράπεζα. Ακολούθως σημειώνει ότι οι εξασφαλίσεις που παρείχε στην τράπεζα αναδεικνύουν την πρόθεσή του για την ικανοποίησή της και όχι για τη βλάβη της. Ότι η βούλησή του αυτή και οι ανωτέρω ενέργειές του, δεν οριοθετούν αξιόποινη συμπεριφορά, αλλά προσπάθεια ικανοποίησης των απαιτήσεων της Τράπεζας. β) Σχετικά με την ελαφρυντική περίσταση της περίπτωσης ε' του ως άνω άρθρου, ο αναιρεσείων, εκθέτει στο σημείωμα του ότι συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του, δηλαδή για πάνω από δεκαοκτώ (18) έτη, γεγονός που καταδεικνύει την ποιότητα του χαρακτήρα του και ότι δεν ρέπει προς την εγκληματικότητα, ενώ τούτο αποδεικνύεται από τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων, αλλά και από το δελτίο του ποινικού του μητρώου. Περαιτέρω, εκθέτει ότι είναι παντρεμένος με την Φ. Μ. και έχει τρία τέκνα, ότι εργάζεται από την ηλικία των είκοσι (20) ετών, ότι μετά την τέλεση της πράξεως και έως και σήμερα, δεν έχει υποπέσει σε καμία παραβατική συμπεριφορά και ότι διατηρεί ατομική επιχείρηση με την επωνυμία <<Γ. Μ. οδικές μεταφορές>>, η οποία είναι βιώσιμη και από τα έσοδα της οποίας διατρέφει και συντηρεί την οικογένειά του. Ότι η άψογη συμπεριφορά του, δεν συνίσταται σε παθητική του στάση, αλλά σε ενεργητική θετική συμπεριφορά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα και δη αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού, όπως προκύπτει από τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής διαβιώσεώς του. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος διαλαμβάνοντας στη σχετική απόφασή του, την ακόλουθη, ως προς το πραγματικό της μέρος αιτιολογία: <<...δεν αποδείχθηκαν περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεως του ... και του έβδομου κατηγορουμένου επί μακρόν χρόνο μετά την τέλεση των πράξεών τους για τις οποίες καταδικάστηκαν, από τα οποία να προκύπτει σαφής μεταστροφή του χαρακτήρα τους και τα οποία να θεμελιώνουν τις προϋποθέσεις εφαρμογής της σχετικής διάταξης και να δικαιολογούν τη χορήγηση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2 ε'ΠΚ, καθώς η συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά τους με την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό του ιδίου και της οικογένειας όσον αφορά τον έβδομο κατηγορούμενο ...καθώς και η καλή μετέπειτα διαγωγή αυτών με την απουσία εκ μέρους αυτών παραβατικότητας, δεν αρκούν, χωρίς την επιπλέον επίκληση και απόδειξη πραγματικών περιστατικών που καταδεικνύουν ηθική μεταστροφή του χαρακτήρα τους, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτούς των συνεπειών της πράξης τους και σταθερού εναρμονισμού τους προς τις επιταγές της έννομης τάξης υπό καθεστώς ελεύθερης κοινωνικής διαβίωσης, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσής τους επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξης, τα οποία εν προκειμένω οι κατηγορούμενοι δεν επικαλέσθηκαν, ώστε η συμπεριφορά τους να διακρίνεται της συνήθους συμπεριφοράς.
Συνεπώς ο ανωτέρω αυτοτελής ισχυρισμός των ... και έβδομου κατηγορουμένων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Όπως ως ουσία αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί και ο αυτοτελής ισχυρισμός του έβδομου κατηγορούμενου, για τη χορήγηση του ελαφρυντικού της ειλικρινούς μεταμέλειας, καθώς δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένα περιστατικά δηλωτικά της μετάνοιας, καθώς για τη χορήγηση του ελαφρυντικού της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς δεν αρκεί η συνήθης ομαλή επαγγελματική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή, ενώ όπως αποδείχθηκε ο κατηγορούμενος μη καταβάλλοντας ουδέν ποσό προς εξόφληση των οφειλών του προς την τράπεζα, παρά την απασχόλησή του με οδικές μεταφορές, με αυτοκίνητα που σημειωτέων αγόρασε από τις δανειοδοτήσεις της τράπεζας, για δεκαεννέα (19) έτη μετά την τέλεση της πράξης του, καταδεικνύει μη μεταμέλεια αυτού και η κρίση αυτή του δικαστηρίου ενισχύεται και εκ του γεγονότος, όπως αναφέρεται ανωτέρω στο σκεπτικό της ενοχής του, ότι ενώ κατά την κατάρτιση με την εταιρεία αυτού <<... ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ >> και τον διακριτικό τίτλο <<... Ε.Π.Ε.>> της με αριθμό ...2004 σύμβασης χορήγησης πίστωσης προεξόφλησης επιταγών μέχρι του ποσού των 600.000 ευρώ, την 21-12-2004 είχε συναινέσει αυτοπροσώπως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ... στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης μέχρι του ποσού των 800.000 ευρώ (όπως καθ'υπέρβαση της αξίας του τότε εκτιμήθηκε), σε ένα ακίνητό του, ήτοι στα 2/3 εξ αδιαιρέτου, ενός άρτιου και οικοδομήσιμου οικοπέδου, στην περιοχή ... του Δήμου ..., εκδοθείσας σχετικά της υπ'αριθμ. ...2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ..., στη συνέχεια όταν η σύμβαση αυτή αντικαταστάθηκε με την υπ'αριθμ. ...2005 σύμβαση, για την οποία δεν υπήρχε προσημείωση, αρνήθηκε να συναινέσει εκ νέου σε εγγραφή προσημείωσης με βάση τη νέα σύμβαση αυτή>>. Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, διέλαβε στην απόφασή του, την επιβαλλόμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, σχετικά με την απόρριψη της αναγνώρισης των ανωτέρω ελαφρυντικών περιστάσεων, και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 84 παρ.2 δ'και ε'ΠΚ, χωρίς να την παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, αφού σχετικά με την περίπτωση ε', αιτιολογεί με επάρκεια ότι πέραν των περιστατικών της έλλειψης παραβατικής συμπεριφοράς και της συνήθους κοινωνικής διαβίωσης, ο αναιρεσείων δεν επικαλείται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, δηλωτικά της σαφούς μεταστροφής του χαρακτήρα του και διακριτής αλλαγής του τρόπου ζωής του προς το σκοπό αρμονικής κοινωνικής διαβίωσής του, για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του, ενώ σχετικά με την περίπτωση δ', με τα παρατιθέμενα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ανελέγκτως ότι αποδείχθηκαν, το Δικαστήριο αιτιολογεί επαρκώς την κρίση του ότι ο αναιρεσείων δεν επιδίωξε οικειοθελώς και αυτοβούλως να άρει τις συνέπειες της πράξης του και ως εκ τούτου δεν συντρέχει στο πρόσωπό του η ανωτέρω ελαφρυντική περίσταση. Επομένως, ο 2ος λόγος αναιρέσεως του Γ.. Μ. με τον οποίο προβάλλονται αιτιάσεις για αναιρετικές πλημμέλειες της ανωτέρω απόφασης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'και Ε'του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος. V) Στο άρθρο 79 του ισχύοντος ΠΚ, όπως η παρ.7 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 περ.1 Ν. 4637/2019, και όπως τούτο διαμορφώθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 4855/2021, ορίζεται ότι << 1. Με την επιμέτρηση της ποινής καθορίζεται η ανάλογη και δίκαιη τιμωρία του εγκλήματος με βάση τη βαρύτητα της πράξης και το βαθμό ενοχής του υπαιτίου γι' αυτή. Το δικαστήριο σταθμίζει τα στοιχεία που λειτουργούν υπέρ και σε βάρος του υπαιτίου και συνεκτιμά τις συνέπειες της ποινής για τον ίδιο και τους οικείους του. 2. Για την εκτίμηση της βαρύτητας της πράξης το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του: α) τη βλάβη που αυτή προξένησε ή τον κίνδυνο που προκάλεσε, β) τη φύση, το είδος και το αντικείμενο της πράξης, καθώς επίσης όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευσαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεσή της. 3. Για την εκτίμηση του βαθμού ενοχής του υπαιτίου, το δικαστήριο εξετάζει: α) την ένταση του δόλου ή το βαθμό της αμέλειάς του, β) τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που του δόθηκε και τον σκοπό που επιδίωξε, γ) τον χαρακτήρα του και τον βαθμό της ανάπτυξής του που επηρέασαν την πράξη, δ) τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του στο μέτρο που σχετίζονται με την πράξη, ε) τον βαθμό της δυνατότητας και της ικανότητάς του να πράξει διαφορετικά, στ) τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του. 4. Στοιχεία που λειτουργούν υπέρ του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως: α) το ότι αυτός διαδραμάτισε έναν σαφώς υποδεέστερο ρόλο σε πράξη που τελέστηκε από πολλούς, β) το ότι τέλεσε την πράξη σε δικαιολογημένη συναισθηματική φόρτιση, γ) το ότι έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση των αρχών χωρίς σημαντική καθυστέρηση, ενώ μπορούσε να διαφύγει, δ) το ότι διευκόλυνε ουσιωδώς την εξιχνίαση του εγκλήματος. 5. Στοιχεία που λειτουργούν σε βάρος του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως: α) η κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξης, β) η ιδιαίτερη σκληρότητα, γ) η εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του θύματος, δ) το γεγονός ότι το θύμα δεν μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό του, ε) το ότι ο υπαίτιος διαδραμάτισε ιθύνοντα ρόλο σε πράξη που τελέστηκε με συμμετοχή πολλών. 6. Στοιχεία που έχουν αξιολογηθεί από τον νομοθέτη για τον προσδιορισμό της απειλούμενης ποινής δεν λαμβάνονται από το δικαστήριο επιπροσθέτως υπόψη κατά την επιμέτρησή της. 7. Στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε >>. Από τις διατάξεις του ως άνω άρθρου προκύπτει ότι στις παραγράφους 1 έως 6 προβλέπονται γενικοί κανόνες για τον τρόπο επιμέτρησης των ποινών, στους οποίους περιλαμβάνονται τα κριτήρια αξιολόγησης της βαρύτητας της πράξης και του βαθμού ενοχής του υπαιτίου, τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη υπέρ και εις βάρος αυτού, καθώς και οι συνέπειες της ποινής για τον ίδιο και τους οικείους του, ενώ στην τελευταία διάταξη (αρ. 7) ορίζονται τα αναγκαία στοιχεία αιτιολόγησης της απόφασης. Για την αιτιολογία της απόφασης ως προς την επιμέτρηση της ποινής, η οποία ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση των αιτιολογιών, που αναφέρονται στο οικείο μέρος της απόφασης, με αυτές του αιτιολογικού και του διατακτικού της για την ενοχή του κατηγορουμένου, με τις οποίες αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ θεωρείται ότι η απόφαση έχει την απαιτούμενη από την παρ/φο 7 του ανωτέρω άρθρου αιτιολογία, αν από το σύνολο των αιτιολογιών αυτής προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη τα στοιχεία που ορίζουν οι κανόνες των παρ.1 έως 6 του ανωτέρω άρθρου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του κατηγορουμένου, χωρίς να έχει υποχρέωση το Δικαστήριο να διαλάβει στη σχετική με την ποινή απόφασή του, άλλη ειδικότερη αιτιολογία για τα στοιχεία αυτά (ΑΠ 627/2022, ΑΠ 1376/2020, ΑΠ 716/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο της ουσίας μετά την απαγγελία της απόφασής του για τις ελαφρυντικές περιστάσεις που δέχθηκε ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Γ.. Μ., προέβη στην επιμέτρηση της ποινής του, λαμβάνοντας υπόψη το προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής από το άρθρο 390 παρ.1 ΠΚ (ποινή κάθειρξης από 5 έως 10 έτη), ακολούθως το πλαίσιο ποινής του άρθρου 83 περ.δ' ΠΚ, (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 του Ν.4855/2021) λόγω αναγνώρισης του λόγου μείωσης της ποινής του από το άρθρο 49 εδ.α'ΠΚ (ως μη έχοντα την απαιτούμενη από το άρθρο 390 παρ.1 ΠΚ, ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας) και τέλος το πλαίσιο της ποινής από το άρθρο 85 περ.γ'ΠΚ λόγω αναγνώρισης στο πρόσωπό του, συρροής λόγων μείωσης της ποινής, (ήτοι, επιπλέον, την ελαφρυντική περίσταση εκ του άρθρου 84 παρ.2 α' ΠΚ, και του λόγου μείωσης της ποινής εκ του άρθρου 84 παρ.3 ΠΚ) και του επέβαλε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών, με το ακόλουθο, κατά το πραγματικό του μέρος σκεπτικό (το οποίο αναφέρεται και στους λοιπούς κατηγορουμένους) : << Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία, όπως όλα αυτά προκύπτουν από τα κατά τα άνω αποδεικτικά μέσα, και εν όψει των όσων εκτενώς αναπτύσσονται στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, με βάση τη βαρύτητα των πράξεων που τέλεσαν οι κατηγορούμενοι και το βαθμό ενοχής τους, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος εκάστου οι αναφερόμενες ειδικότερα στο διατακτικό ποινές για τις πράξεις τους, που αποτελούν την ανάλογη και δίκαιη τιμωρία τους(γι'αυτές), ύστερα από συνεκτίμηση των συνεπειών των συγκεκριμένων ποινών για τους ίδιους και τους οικείους τους και αφού λήφθηκαν, ιδίως υπόψη μεταξύ των άλλων, η φύση και το είδος των εν λόγω πράξεών τους, τα αίτια που τους ώθησαν στην εκτέλεσή τους, καθώς επίσης και όλες τις προπεριγραφόμενες περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευσαν την εκτέλεσή τους, σε συνδυασμό με την όλη στάση και διαγωγή τους κατά τη διάρκεια και μετά απ'αυτές>>.
Με τις ανωτέρω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας ρητά αναφέρει τους λόγους που δικαιολογούν την κρίση του για την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο. Ειδικότερα στο ανωτέρω σκεπτικό διαλαμβάνεται ότι για την επιβολή της ανωτέρω ποινής, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τη βαρύτητα της πράξεως που τέλεσε ο αναιρεσείων και το βαθμό της ενοχής του, τα στοιχεία που λειτουργούν υπέρ και εις βάρος αυτού, καθώς και τις συνέπειες της ποινής για τον ίδιο και τους οικείους του, καθώς και τις ατομικές και κοινωνικές του περιστάσεις , όπως όλα τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και εκτίθενται στο σκεπτικό και διατακτικό της περί της ενοχής του απόφασης, στην οποία παραπέμπει και με την οποία, αλληλοσυμπληρώνεται, αποτελώντας ενιαίο σύνολο αιτιολογίας, καθώς επίσης (διαλαμβάνονται) και οι συλλογισμοί, σύμφωνα με τους οποίους το Δικαστήριο έκανε την υπαγωγή, ως προς την επιμέτρηση της ποινής, στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 του ΠΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 49 εδ.α', 83 περ.δ' (όπως τούτο τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 του Ν. 4855/2021) 84 παρ/φος 2 α' και παρ.3 και 85 περ.γ'του ΠΚ, τις οποίες - διατάξεις- αναφέρει στο προοίμιο του ανωτέρω σκεπτικού του και τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'ΚΠΔ, προβαλλόμενος 3ος αναιρετικός λόγος του Γ.. Μ., με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας ως προς την επιμέτρηση της ποινής, είναι αβάσιμος.
V) Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Θ' του Κ.Π.Δ., υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή έχει μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή, όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι' αυτό κατά το νόμο όροι. Στην πρώτη περίπτωση, που το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, που παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας (Ολ. ΑΠ 3/2005, 1/2008). Εξάλλου, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 465 παρ.1 εδ.α' του νέου ΠΚ, για τις πράξεις που τελέστηκαν μέχρι την έναρξη της ισχύος του, εφαρμόζονται ως προς τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική ποινή, την αναστολή εκτέλεσης της ποινής και της απόλυσης υπό όρο, οι διατάξεις του προϊσχύσαντος ΠΚ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 100 παρ.1 του πΠΚ <<Αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη από τρία έτη και μέχρι πέντε έτη και συντρέχει στο πρόσωπό του η προϋπόθεση του άρθρου 99 παρ.1, το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής υπό όρους και με την επιμέλεια και επιτήρηση επιμελητή κοινωνικής αρωγής, για ορισμένο διάστημα που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός εάν κρίνει με ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων>>. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επί επιβολής ποινής φυλακίσεως μεγαλύτερης των τριών και μέχρι πέντε ετών, το δικαστήριο, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 99 παρ.1 του πΠΚ (μη προηγούμενη καταδίκη σε στερητική της ελευθερίας ποινή υπερβαίνουσα το έτος), είναι υποχρεωμένο και χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος, να αναστείλει την εκτέλεση της ποινής υπό όρους και μόνο εάν κρίνει, με την προβλεπόμενη από το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, τότε μπορεί να μην χορηγήσει την αναστολή(ΑΠ 1337/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, μετά την απαγγελία της απόφασης του Δικαστηρίου για την επιβληθείσα ποινή (φυλάκιση τεσσάρων ετών) στον αναιρεσείοντα Γ.. Μ., ο τελευταίος υπέβαλε, δια του συνηγόρου του, αίτημα για χορήγηση του ευεργετήματος της αναστολής, το οποίο ανέπτυξε προφορικά και το οποίο καταχωρήθηκε στα πρακτικά μαζί με σχετικό γραπτό σημείωμα, με το οποίο (αίτημα) μετά από παράθεση του περιεχομένου της διάταξης του άρθρου 100 παρ.1 του πΠΚ, ισχυρίσθηκε ειδικότερα τα ακόλουθα: <<...2) Εκ της ανωτέρω διατάξεως, προδήλως προκύπτει η αναγκαιότητα παράθεσης πραγματικών περιστατικών ειδικώς μνημονευομένων στο σκεπτικό, προκειμένου να απορριφθεί το αίτημα για την εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως. 3) Είναι αυταπόδεικτο ότι ουδέν περιστατικό ή στοιχείο προέκυψε εκ του αποδεικτικού υλικού. Τουναντίον προέκυψε αδιστάκτως ότι μετά την πάροδο 19 ετών ουδέν αδίκημα τέλεσα. Η οικογενειακή, κοινωνική και επαγγελματική ζωή μου αναδεικνύουν αναμφισβήτητα τον άμεμπτο βίο μου. 4) Κατά τα λοιπά αναφέρομαι στους αυτοτελείς ισχυρισμούς περί των ελαφρυντικών περιστάσεων που κατέθεσα και ειδικότερα στο κεφάλαιο περί της αναγνωρίσεως της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 ε', το οποίο να θεωρηθεί αναπόσπαστο μέρος του παρόντος>>. Το Δικαστήριο στη συνέχεια και αφού η Εισαγγελέας είχε προτείνει προηγουμένως να μην ανασταλεί και να μην μετατραπεί η ποινή του αναιρεσείοντος, απέρριψε, κατά πλειοψηφία, το αίτημα χορήγησης αναστολής και μετέτρεψε την ποινή σε χρηματική προς πέντε ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης, καταβλητέα εντός προθεσμίας δύο (2) ετών και σε τέσσερις εξαμηνιαίες ισόποσες δόσεις. Στο σκεπτικό δε της απόφασής του, μετά από παράθεση σχετικών νομικών σκέψεων, διέλαβε τα ακόλουθα: <<Περαιτέρω, όσον αφορά τον έβδομο κατηγορούμενο Γ.. Μ., από τις περιστάσεις τελέσεως της ως άνω πράξεώς του και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής, τα οποία περιγράφηκαν παραπάνω, το Δικαστήριο κρίνει κατά πλειοψηφία ότι η εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον άνω καταδικασθέντα από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων και δεν πρέπει να χορηγηθεί αναστολή υπό επιτήρηση στον ανωτέρω κατηγορούμενο, κατ'άρθρο 100 ΠΚ. Συντρέχει ωστόσο περίπτωση μετατροπής της παραπάνω επιβληθείσας ποινής φυλάκισης σε χρηματική και πρέπει λαμβάνοντας υπόψη και τους οικονομικούς όρους του καταδικασθέντος, η κάθε ημέρα φυλάκισης να υπολογισθεί προς πέντε (5) ευρώ>>.
Με τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε, ως προς τη μη χορήγηση του ευεργετήματος της αναστολής της ποινής που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα, την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, παραπέμποντας και στις προηγηθείσες αιτιολογίες του, για τις αποφάσεις του περί της ενοχής και περί της απόρριψης του αιτήματος της αναγνώρισης καλής συμπεριφοράς του μετά την πράξη, αναφέρεται στα προδιαληφθέντα συγκεκριμένα αρνητικά στοιχεία συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος μετά την πράξη του για την αποκόμιση οικονομικού οφέλους, με βάση τα οποία έκρινε ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να τον αποτρέψει από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Επομένως, με την αιτιολογημένη απόρριψη του ως άνω αιτήματος, δεν υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ' ΚΠΔ, προβαλλόμενος 3ος αναιρετικός λόγος του Γ.. Μ., με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας, είναι αβάσιμος. Ενόψει των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, η από 25-7-2023 αίτηση αναιρέσεως του Γ.. Μ., πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, όπως ορίζεται στο διατακτικό (άρθρο 578 παρ.1 ΚΠΔ).-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει α) την από 31-8-2023 αίτηση αναιρέσεως των Π. - Π. Π. του Μ. και Σ. - Μ. Α. του Ε., που κατατέθηκε με αρ. πρωτ. 6215/1-9-23 β) την από 01-8-2023 αίτηση αναιρέσεως του Μ. Κ. του Π., που κατατέθηκε με αρ. πρωτ. 5752/3-8-23 γ) το από 24-10-2023 δικόγραφο Προσθέτων Λόγων του προαναφερομένου, και δ) την από 25-7-2023 αίτηση αναιρέσεως του Γ. Μ. του Δ., κατά της με αρ. 7/2-3-2023 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου.
Επιβάλλει στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας τα οποία ορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ