ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 565/2025 (ΠΟΙΝΙΚΕΣ - Ζ)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 565/2025 (ΠΟΙΝΙΚΕΣ - Ζ)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 565/2025 (ΠΟΙΝΙΚΕΣ - Ζ)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 565 / 2025    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 565/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Κατσούλη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνα Νάκου, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Γεώργιο Παπαγεωργίου και Αικατερίνη Χονδρορίζου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Μαριάννας Ψαρουδάκη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Δ. Π. του Ε., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρίνα Δαλιάνη, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 231/2023 & 6, 23/2024 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς. Το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11.06.2024 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 04.11.2024 πρόσθετους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 653/24.

Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθ.1/2024 από 11-6-2024 αίτηση του Δ. Π. του Ε., κατοίκου ... (οδός ...), για αναίρεση της με αριθμ.23/2024 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, και κήρυξε αυτόν ένοχο για τις αξιόποινες πράξεις 1)Συγκρότηση και ένταξη ως μέλος σε εγκληματική οργάνωση κατά συναυτουργία, 2) Ιδιαίτερα διακεκριμένη διακίνηση ναρκωτικών (κατοχή και αποθήκευση) τελεσθείσα κατ' επάγγελμα, με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ και στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, κατά συναυτουργία, 3)διακεκριμένη περίπτωση κατοχής όπλου και 4) απλή κατοχή όπλων- μαχαιριών (άρθρ.187 παρ.1,2 Π.Κ. 20, 23 του Ν.4139/2013, 7 και 15 Ν. 2168/1993), και, ύστερα από αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 εδ.δ' ΠΚ, τον καταδίκασε σε συνολική ποινή κάθειρξης δέκα τριών (13) ετών και έξι (6) μηνών, ασκήθηκε νομότυπα, με δήλωση του Χαρίλαου Λαδή, δικηγόρου Θεσσαλονίκης, ως παρασταθέντος συνηγόρου του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στις 11-6-2024 στο Γραμματέα του Εφετείου Πειραιά, ως δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση συνταχθείσης σχετικώς της με αριθ.1/2024 έκθεσης, και εμπρόθεσμα στις 11-6-2024, ήτοι εντός της προβλεπόμενης εικοσαήμερης προθεσμίας από τότε που καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη η απόφαση, στις 22-5-2024 με αυξ.αριθ.21, στο κατ' άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠΔ ειδικό βιβλίο, κατά τη σχετική επ'αυτής υπηρεσιακή βεβαίωση, από πρόσωπο που είχε το σχετικό έννομο συμφέρον και κατά απόφασης υποκείμενης στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο (άρθρα 466 παρ.2, 473 παρ. 2, 3, 474 παρ.1, 505 παρ.1 περ. α' του ΚΠΔ). Η κρινόμενη αίτηση περιέχει επί πλέον σαφείς και ορισμένους αναιρετικούς λόγους (άρθρ.474 παρ.4 ΚΠΔ), 1) την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 20 Ν. 4139/2013, 2) την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 20 Ν. 4139/2013 σε συνδυασμό με το άρθρο 42 ΠΚ, 3) την εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 20 Ν. 4139/2013 σε συνδυασμό με το άρθρο 43 παρ. 1 ΠΚ, 4) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικά με την στοιχειοθέτηση του αδικήματος της κατοχής και αποθήκευσης ναρκωτικών ουσιών, 5) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικά με την στοιχειοθέτηση της τετελεσμένης κατοχής και αποθήκευσης ναρκωτικών ουσιών, 6) την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω αποδεικτικής αξιοποίησης αποδεικτικών στοιχείων συλλεγέντων από άκυρη ανακριτική πράξη λόγω μη τήρησης των νόμιμων προϋποθέσεων ελεγχόμενης μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών και 7) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την απόρριψη της ελαφρυντικής περίστασης της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη (άρθρα 510 παρ.1 στοιχ.Α', Δ' και Ε' του ΚΠΔ). Επομένως, η κρινόμενη αίτηση είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της. Με την ανωτέρω αίτηση πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης συνάφειας, και οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, που ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, με το από 4-11-2024 ιδιαίτερο δικόγραφο, που υπογράφεται για λογαριασμό του αναιρεσείοντος από τον ίδιο ως άνω συνήγορό του Χαρίλαο Λαδή, δικηγόρο Θεσσαλονίκης, όπως προεκτέθηκε, και κατατέθηκε στον γραμματέα της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου στις 4-11-2024, δηλαδή δέκα πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισθείσα δικάσιμο για την συζήτηση της ως άνω αναίρεσης (άρθρ.466 παρ.2, 509 ΚΠΔ), το οποίο περιέχει σαφείς και ορισμένους λόγους αναίρεσης 1) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εκ πλαγίου παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ ως προς το αδίκημα της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Δ' και Ε' ΚΠΔ), 2) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εκ πλαγίου παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ ως προς το αδίκημα της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Δ' και Ε' ΚΠΔ), 3) την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω αποδεικτικής αξιοποίησης αποδεικτικών στοιχείων συλλεγέντων από άκυρη ανακριτική πράξη λόγω υπέρβασης συγκεκαλυμμένης αστυνομικής δραστηριότητας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ), 4) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εκ πλαγίου παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 23 Ν. 4139/2013 (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Δ' και Ε' ΚΠΔ), 5) την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή και εκ πλαγίου παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 27 του Ν. 4139/2013 (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Ε' και Δ' ΚΠΔ), 6) την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω έλλειψης ακρόασης και παραβίασης της δημοσιότητας της διαδικασίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Γ' ΚΠΔ) και 7) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αιτήματος απόδοσης των κατασχεθέντων χρημάτων (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ). Σημειώνεται ότι αναφορικά με τις πράξεις της διακεκριμένης περίπτωσης κατοχής (βαρέως) όπλου και της απλής κατοχής όπλων (μαχαιριών), για τις οποίες επίσης, όπως προαναφέρθηκε, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, δεν προβάλλονται λόγοι με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τους πρόσθετους επ' αυτής λόγους και συνεπώς, εφόσον ως προς τις διατάξεις της αυτές δεν πλήττεται η προμνημονευόμενη απόφαση, αυτή κατά τούτο κατέστη αμετάκλητη (ΑΠ 619/2022, ΑΠ 443/2020, ΑΠ 1428/2018, ΑΠ 343/2018).
Κατά την διάταξη του άρθρου 187 παρ.1 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση τριών ή περισσοτέρων προσώπων, που επιδιώκει την τέλεση περισσοτέρων κακουργημάτων τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. Η παραπάνω διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα είχε θεσπιστεί αρχικά για την προστασία της κοινωνίας από τις τρομοκρατικές οργανώσεις, αλλά ισχύει και για κάθε μορφή ομαδικής εγκληματικής δράσης, που βάλλει κατά της οργανωμένης κοινωνίας και της έννομης τάξης. Προβλέπει δύο εγκλήματα, την συγκρότηση εγκληματικής ομάδας (στιγμιαίο έγκλημα) και την ένταξη σε ήδη δομημένη εγκληματική ομάδα νέων μελών (διαρκές έγκλημα). Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι τόσο η συγκρότηση εγκληματικής ομάδας, που σημαίνει πρωτοβουλία και αρχικές κινήσεις για τη δημιουργία της ομάδας (στιγμιαίο έγκλημα) όσο και η ένταξη σε ήδη δομημένη εγκληματική ομάδα, που σημαίνει την ενεργητική συμμετοχή στην ομάδα (διαρκές έγκλημα), αποτελούν έγκλημα κατά της δημόσιας τάξης αλλά και κατά αόριστου αριθμού εννόμων αγαθών, τα οποία είναι υποψήφια προσβολής σε περίπτωση που θα πραγματοποιηθούν οι στόχοι της ομάδας και υπαλλακτικώς μικτό, αφού η συγκρότηση ή η ένταξη μπορούν να εναλλαχθούν ως τρόποι τέλεσης, χωρίς να δημιουργείται νέα εγκληματική μονάδα. Εάν πληρωθούν και οι δύο τρόποι τέλεσης του εγκλήματος αυτού υφίσταται πραγματική φαινομένη συρροή και ένα μόνο έγκλημα υφίσταται για τον συγκροτήσαντα την εγκληματική οργάνωση που συνεχίζει να παραμένει μέλος της (ΑΠ 767/2022). Ειδικότερα, συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης είναι η καθοδηγητική και κατευθυντήρια συμβολή στη δημιουργία της. Οι συγκροτούντες την οργάνωση δεν είναι αναγκαίο να είναι και οι ίδιοι μέλη, ούτε όμως αρκεί μόνη η ιδιότητα του μέλους στο στάδιο της συγκρότησης της οργάνωσης. Εγκληματική οργάνωση είναι αυτή που συγκροτείται με διάρκεια δράσης, με τη συναπόφαση τουλάχιστον τριών προσώπων, τα οποία, με την υποταγή της βούλησης τους, στη βούληση της ολότητας, επιδιώκουν κοινό σκοπό και μεταξύ τους τελούν σε τέτοια σχέση, ώστε αυτά να αισθάνονται έναντι αλλήλων ως ενιαία μονάδα. Η απαιτούμενη ως αναγκαία προϋπόθεση για την συγκρότηση του εγκλήματος από την ως άνω διάταξη της παρ.1 του άρθρου 187 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., ύπαρξη επιχειρησιακά δομημένης οργάνωσης, έχει την έννοια ότι η ομάδα πρέπει να έχει εσωτερική διάρθρωση και ιεραρχική δομή, με την έννοια ότι τα νεότερα ή κατώτερα μέλη υποτάσσουν τη βούλησή τους στα παλιότερα ή ανώτερα και όλοι μαζί, αδιαφόρως αν αυτό επιτυγχάνεται ελεύθερα ή με την καλλιέργεια σχέσεων επιβολής - υποταγής, διαμορφώνουν μια νέα, ενιαία βούληση, αυτή της οργάνωσης, που κατευθύνεται στην επίτευξη ενός κοινού σκοπού. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4619/2019, ως "επιχειρησιακή" νοείται η δομή ομάδας, της οποίας τα μέλη αναλαμβάνουν διακριτούς και αλληλοϋποστηριζόμενους ή αυτοτελείς ρόλους ή διακριτούς και συνδυασμένους ή ανεξάρτητους στόχους, με σκοπό να αυξήσουν την αποτελεσματικότητά τους είτε ατομικά είτε στο πλαίσιο της συλλογικής τους δράσης, ανεξαρτήτως της γνώσης εκάστου για τα συγκεκριμένα καθήκοντα των άλλων ή και για τον συγκεκριμένο σε κάθε περίπτωση στόχο της οργάνωσης. Με τον όρο αυτό αποδίδεται επίσης ο "πραγματοπαγής" χαρακτήρας της οργάνωσης, που τη διακρίνει σαφώς από τις ομάδες με προσωποπαγή δομή, η επικινδυνότητα των οποίων είναι σαφώς μειωμένη, όπως και η εμβέλεια της εγκληματικής τους δράσης. Ο όρος αυτός θεωρείται ως το πιο ουσιαστικό στοιχείο διαφοροποίησης των εγκληματικών οργανώσεων από τις απλές συμμορίες (ΑΠ 597/2022). Η χρονική διάρκεια δράσης της εγκληματικής ομάδας δεν μπορεί να είναι εκ των προτέρων καθορισμένη, μπορεί να είναι αόριστης διάρκειας ή η διάρκεια αυτής να μην έχει επακριβώς υπολογιστεί, αρκεί να εκτείνεται σε βάθος χρόνου και αντιδιαστέλλεται από τις περιστασιακές οργανώσεις προς διάπραξη εγκλημάτων. Δομημένη ομάδα, είναι εκείνη που δεν σχηματίζεται περιστασιακά για την άμεση διάπραξη ενός εγκλήματος και η οποία δεν απαιτείται να έχει τυπικά καθορισμένους ρόλους για τα μέλη της ή ανεπτυγμένη δομή, ούτε απαιτείται η ιδιότητα του μέλους να εμφανίζεται ως συνεχής. Μέλος της οργάνωσης είναι εκείνος που υποτάσσει τη βούληση του στην οργάνωση, χωρίς να είναι αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή του μέλους στις κατ' ιδίαν πράξεις της οργάνωσης. Απλή όμως υποστήριξη των σκοπών της οργάνωσης από έναν "extraneus" δεν τον καθιστά μέλος. Το έγκλημα που προβλέπεται από την ανωτέρω διάταξη είναι πραγματοπαγές, για το λόγο αυτό τα μέλη μπορούν να αντικατασταθούν ή να εναλλαχθούν μεταξύ τους. Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος συγκρότησης ή ένταξης σε εγκληματική ομάδα απαιτείται να υφίσταται μεταξύ των μελών πειθαρχία και ενεργός δράση, χωρίς να είναι αναγκαία και επικοινωνία των μελών μεταξύ τους αρκεί τα μέλη να εκτελούν ανατιθέμενα σ' αυτά καθήκοντα χωρίς να απαιτείται το κάθε μέλος να συμμετέχει και στον σχηματισμό της εγκληματικής δράσης. Η απλή συμφωνία των μελών, δηλαδή η σύμπτωση των βουλήσεων των μελών για την τέλεση ορισμένων κακουργημάτων δεν αρκεί, γιατί τότε κάθε μορφή συναυτουργίας θα μπορούσε να αναχθεί και στο ιδιώνυμο έγκλημα της συγκρότησης ή ένταξης σε δομημένη εγκληματική ομάδα. Σκοπός των δραστών των παραπάνω εγκλημάτων είναι η συστηματική διάπραξη επιλεγμένων αξιοποίνων πράξεων, που διακρίνονται για την αυξημένη απαξία και αντικοινωνικότητά τους και βάλλουν κατά της οργανωμένης κοινωνίας. Οι δράστες των ανωτέρω εγκλημάτων πρέπει να έχουν σκοπό να τελέσουν απεριόριστο αριθμό κακουργημάτων. Η δραστηριότητα των μελών της εγκληματικής ομάδας δεν είναι αναγκαίο να περιορίζεται εντός εθνικών ορίων αλλά μπορεί να εκτείνεται και πέραν αυτών προσβάλλοντας την κοινωνία και τα θεμέλια της οργανωμένης πολιτείας και οικονομικής ζωής των μελών αυτής (πολιτείας). Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική ομάδα με διαρκή δράση, δεν είναι αναγκαία και η πραγμάτωση των επιδιωκόμενων να τελεστούν εγκλημάτων, αρκεί να αποδεικνύεται η βεβαιότητα του σκοπού της τελέσεως αυτών. Το έγκλημα στοιχειοθετείται πλήρως, μόλις επιτευχθεί το αποτέλεσμα της συγκρότησης της οργάνωσης ή της ένταξης κάποιου ως μέλους της, έστω και αν δεν τελέσθηκε τελικώς, ούτε έγινε απόπειρα των σχεδιαζόμενων αξιόποινων πράξεων (ΑΠ 33/2024, ΑΠ 954/2022, ΑΠ 1377/2020). Στην περίπτωση αυτή τιμωρείται η βούληση των μελών της εγκληματικής ομάδας, η οποία προέβη στον σχεδιασμό της διάπραξης ενός εγκλήματος ή εγκλημάτων που αναφέρονται στην παραπάνω διάταξη (ΑΠ 468/2024, ΑΠ 308/2024). Το έγκλημα της κατά το άρθρο 187 παρ.1 του Ποινικού Κώδικα εγκληματικής οργάνωσης, τελεί σε αληθινή πραγματική συρροή με τα λοιπά εγκλήματα που διαπράττουν τα μέλη της εγκληματικής ομάδας για υλοποίηση των σκοπών της, αφού στο έγκλημα αυτό τιμωρείται, όπως αναφέρθηκε, μόνη η συγκρότηση ή η ένταξη κάποιου ως μέλους σε επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα τριών και άνω ατόμων (οργάνωση), ενώ η διάπραξη των (περισσοτέρων) κακουργημάτων συνιστά το περιεχόμενο του άμεσου δόλου α' βαθμού (επιδίωξη), ως στοιχείου της υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος. Ο άμεσος αυτός δόλος, πρέπει να νοηθεί ως γενικός και ενιαίος μεταξύ των μελών. Τα μέλη δηλαδή, πρέπει να έχουν αποφασίσει ήδη κατά την ίδρυση της οργάνωσης ή την ένταξή τους σ' αυτή, ότι η δράση τους θα εκδηλωθεί με την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων, χωρίς όμως να είναι απαραίτητο να έχουν καταστρωθεί σχέδια ή να έχουν αποφασισθεί οι λεπτομέρειες κλπ.(ΑΠ 468/2024, ΑΠ 308/2024, ΑΠ 263/2024, ΑΠ 33/2024). Περαιτέρω, στο άρθρο 20 του Ν. 4139/2013 "Νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις" ορίζεται, ότι "1. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 21, 22 και 23, διακινεί παράνομα ναρκωτικά, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον οκτώ (8) ετών και με χρηματική ποινή μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ. 2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 2Α και 29, ως έγκλημα διακίνησης ναρκωτικών νοείται κάθε πράξη με την οποία συντελείται η κυκλοφορία ναρκωτικών ουσιών ή πρόδρομων ουσιών που αναφέρονται στους πίνακες της παραγράφου 2 του άρθρου 1 και ιδίως η εισαγωγή, η εξαγωγή, η διαμετακόμιση, η πώληση, η αγορά, η προσφορά, η διανομή, η διάθεση, η αποστολή, η παράδοση, η αποθήκευση, η παρακατάθεση, η παρασκευή, η κατοχή, η μεταφορά, η νόθευση, η πώληση νοθευμένων ειδών μονοπωλίου ναρκωτικών ουσιών.... 3. Αν περισσότερες πράξεις διακίνησης αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικών συντρέχει μόνο ένα έγκλημα διακίνησης. Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των επί μέρους πράξεων διακίνησης, το είδος, η συνολική ποσότητα και η καθαρότητα του ναρκωτικού, καθώς και η βαρύτητα των σχετικών επιπτώσεων στην υγεία ". Με το ανωτέρω άρθρο τυποποιείται το βασικό έγκλημα της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, στο οποίο αναφέρονται ενδεικτικά οι διάφοροι τρόποι τέλεσής του, που αποτελούν ένα μόνο έγκλημα αν αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικών, περιέχεται δε μεταξύ αυτών η κατοχή και η αποθήκευση ναρκωτικών ουσιών (ΑΠ 449/2022, ΑΠ 127/2022, ΑΠ 376 /2021, ΑΠ 1084/2020, ΑΠ 884/2019). Κατά την έννοια της διάταξης του άνω άρθρου, η κατοχή των ναρκωτικών ουσιών, στις οποίες περιλαμβάνεται και η κοκαΐνη (άρθρο 4 παρ. 3 πιν. Β, αριθ. 3 του ΚΝΝ 3459/2006), πραγματώνεται με την φυσική εξουσίασή τους από το δράστη, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξή τους και κατά τη δική του βούληση να τις διαθέτει σε τρίτους (ΑΠ 1385/2023, ΑΠ 127/2022, ΑΠ 483/2020, ΑΠ 56/2020). Η φυσική εξουσίαση δεν πληρούται μόνο με την σωματική επαφή του δράστη με τη ναρκωτική ουσία, αλλά αρκεί το γεγονός ότι ο δράστης βρέθηκε σε τοπική εγγύτητα προς την συγκεκριμένη ποσότητα των ναρκωτικών, η οποία του επέτρεπε να την διαθέτει κατά βούληση (ΑΠ 422/2023, ΑΠ 1094/2022, ΑΠ 78/2021). Περαιτέρω, κατά την έννοια του ίδιου ως άνω άρθρου, την αποθήκευση των ναρκωτικών τελεί εκείνος που φυλάσσει με κάποιους όρους ασφαλείας σε κάποιο χώρο τα ναρκωτικά, έστω και αν δεν ασκεί ευθέως επ' αυτών κατοχή, αλλά έχει τη δυνατότητα να τα αναλάβει οποτεδήποτε θελήσει (ΑΠ 884/2019, ΑΠ 2/2012, ΑΠ 76/2007, ΑΠ 1065/2004, ΑΠ 1690/2003). Η αποθήκευση, δηλαδή είναι πράξη εξασφάλισης της κατοχής του ναρκωτικού, ενώ τελείται με εξασφάλιση κάποιων όρων ασφαλείας για τα ναρκωτικά, έστω και αν δεν ασκεί ευθέως, ως προαναφέρθηκε, επ' αυτών κατοχή ο δράσης, αλλά έχει τη δυνατότητα να τα αναλάβει οποτεδήποτε θελήσει (ΑΠ 1207/1992). Για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών απαιτείται δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση της ιδιότητος των ουσιών ως ναρκωτικών και τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να τελέσει την πράξη, με την οποία πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση. Ειδικότερη αιτιολογία για το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου, δεν απαιτείται, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση του δράστη να πραγματώσει τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και επομένως εξυπακούεται ότι υπάρχει αυτός στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή (ΑΠ 866/2022, ΑΠ 750/2020, ΑΠ 884/2019, ΑΠ 950/2019). Περαιτέρω, στο άρθρο 22 του ίδιου ως άνω ν. 4139/2013, που αναφέρεται σε διακεκριμένες περιπτώσεις και ειδικότερα στην παρ. 2 περ. β' αυτού, ορίζεται, ότι με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και με χρηματική ποινή από 50.000 ευρώ μέχρι 500.000 ευρώ τιμωρείται όποιος "ενεργεί κάποια από τις πράξεις των άρθρων 20 και 21 παρ.1α στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα" (ΑΠ 1960/2018), ενώ στο άρθρο 23 του ίδιου ως άνω (ν. 4139/2013), τυποποιούνται ιδιαίτερα διακεκριμένες περιπτώσεις διακίνησης ναρκωτικών και ειδικότερα, στην παρ. 2 περ. α' αυτού, ορίζεται, ότι "με ισόβια κάθειρξη, καθώς και με χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ τιμωρείται ο δράστης των πράξεων των άρθρων 20 και 22: α) όταν κατ' επάγγελμα διακινεί ναρκωτικές ουσίες και το προσδοκώμενο όφελος του δράστη στις ανωτέρω περιπτώσεις υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ...". Για την εφαρμογή του άρθρου αυτού και την επιβολή της ως άνω ποινής, δεν αρκεί ο υπαίτιος να διακινεί ναρκωτικά κατ' επάγγελμα, αλλά απαιτείται και το συνολικό παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδιώχθηκε από τη διακίνηση να υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ (ΑΠ 777/2022). Το προσδοκώμενο όφελος δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της ιδιαίτερα διακεκριμένης περίπτωσης διακίνησης ναρκωτικών ή πρόσθετη επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 23 παρ. 2 του ν.4139/2013, αλλά διευκρίνιση προϋπόθεσης που προϋπήρχε σιωπηρά και στις περιπτώσεις της κατ' επάγγελμα διακίνησης ναρκωτικών των άρθρων 23 και 23Α του Ν.3459/2005, ενόψει του ότι ο σκοπός οφέλους αποτελεί κατά το άρθρο 13 εδ. στ' και ήδη ε' του ΠΚ βασικό στοιχείο της τέλεσης μιας πράξης κατ' επάγγελμα (Ολ ΑΠ 1/2015, ΑΠ 1049/2024, ΑΠ 422/2023, ΑΠ 78/2021). Η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου για το ότι το σωρευτικά απαιτούμενο από τη διάταξη αυτή ύψος του προσδοκώμενου οφέλους υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, είναι ανέλεγκτη αναιρετικά, πλην όμως πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. Δηλαδή πρέπει να εκτίθενται πραγματικά περιστατικά, από τα οποία δικαιολογείται η προσδοκία κέρδους (οφέλους, αμοιβής), ήτοι περιστατικά διακίνησης συγκεκριμένης ποσότητας και είδους ναρκωτικών, που αντικειμενικά είναι πρόσφορα να προσπορίσουν στον συγκεκριμένο δράστη το προσδοκώμενο από αυτόν όφελος, που ανέρχεται πάνω από 75.000 ευρώ, στο οποίο ο εν λόγω δράστης αποβλέπει, όπως τέτοιο περιστατικό είναι το αντίτιμο ανά γραμμάριο από την πώληση της διακινούμενης ποσότητας του συγκεκριμένου ναρκωτικού είδους στην παράνομη αγορά ναρκωτικών ουσιών, χωρίς να είναι απαραίτητο για τον προσδιορισμό του εν λόγω προσδοκώμενου οφέλους, να αφαιρεθεί από την αγοραία αυτή τιμή πώλησης το κόστος αγοράς, εισαγωγής ή μεταφοράς της συγκεκριμένης διακινούμενης ποσότητας ναρκωτικών, καθόσον πρόκειται για παράνομο όφελος από εγκληματική δραστηριότητα, η οποία μάλιστα τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος και όχι για νόμιμο κέρδος από νόμιμη φορολογούμενη εμπορική δραστηριότητα, που προσδιορίζεται, αφού αφαιρεθούν από την τιμή πώλησης οι δαπάνες κτήσης του νόμιμου εμπορεύματος, όπως είναι το κόστος αγοράς, εισαγωγής και μεταφοράς του (ΑΠ 1049/2024, ΑΠ 422/2023, ΑΠ 78/2021), το οποίο, άλλωστε, υπολογίζεται συνήθως βάσει των νομίμως εκδιδομένων σχετικών τιμολογίων. Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε άτοπα αποτελέσματα και ο εφαρμοστής του δικαίου θα ήταν υποχρεωμένος να διεισδύει στις εσωτερικές συμφωνίες μεταξύ του δράστη παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και των αγνώστων επίσης παρανόμως δρώντων προμηθευτών ή μεταφορέων, οι οποίες, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, είναι άδηλες έναντι των τρίτων και δικαστικώς αναπόδεικτες (Ολ ΑΠ 1/2015). Ακριβώς για τον ίδιο όπως παραπάνω λόγο, επειδή δηλαδή οι συμφωνίες για τη διανομή του οφέλους μεταξύ των περισσοτέρων δραστών είναι άδηλες, όταν η διακίνηση των ναρκωτικών ουσιών διαπράττεται από περισσότερους δράστες "από κοινού" το προσδοκώμενο όφελος, το ύψος του οποίου υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, προσδιορίζεται μία φορά και αντιστοιχεί σε όλους μαζί τους δράστες, ανεξάρτητα από τη μορφή συμμετοχής εκάστου και ανεξάρτητα πόσοι εξ αυτών είναι γνωστής ταυτότητας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και πόσοι εξ αυτών έχουν συλληφθεί ή έχουν παραπεμφθεί σε δίκη, χωρίς το όφελος να επιμερίζεται μεταξύ τους (Ολ ΑΠ 1/2015, ΑΠ 308/2024, ΑΠ 449/2022, ΑΠ 390/2020). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. ε' ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος απαιτείται, αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Ακόμη, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος (ΑΠ 422/2023, ΑΠ 357/2023, ΑΠ 777/2022, ΑΠ 449/2022, ΑΠ 299/2020). Εξάλλου, με το άρθρο 45 ΠΚ, με το οποίο εκφράζεται η έννοια της συναυτουργίας, αν δύο ή περισσότεροι πραγμάτωσαν από κοινού εν όλω ή εν μέρει, τα στοιχεία της περιγραφόμενης στο νόμο αξιόποινης πράξης, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή, ότι κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος, η σύμπραξη δε στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες ή επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να απαιτείται εξειδίκευση των ενεργειών καθενός συναυτουργού. Ειδικότερα, απαιτείται καθένας από τους συναυτουργούς να θέλει ή να γνωρίζει και να αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας παράλληλα, ότι και οι λοιποί συναυτουργοί πράττουν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος. Επίσης, απαιτείται καθένας από τους συναυτουργούς να συμπράττει, ταυτόχρονα ή διαδοχικά, στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, υλοποιώντας, αυτοπροσώπως και αμέσως, είτε ολόκληρη την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος είτε επί μέρους πράξεις, συγκλίνουσες στην πραγμάτωση αυτού, ενώ, για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης και της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 Π.Κ., αρκεί να αναφέρονται σ` αυτήν τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχτηκε, ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος, ως συναυτουργός (Α.Π. 1471/2022, Α.Π.1130/2022, Α.Π.94/2020, Α.Π. 199/2020). Αρκεί δηλαδή στην καταδικαστική απόφαση να αναφέρεται ότι οι δράστες της αξιόποινης πράξης ενήργησαν με κοινό δόλο, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και να εξειδικεύονται οι επί μέρους υλικές ενέργειες του καθενός από αυτούς, για την από κοινού πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ούτε δημιουργείται έλλειψη νόμιμης βάσης από τη μη εξειδίκευση αυτή. Είναι δηλαδή αδιάφορο, αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος τελείται από όλους κατά τον αυτό τρόπο και με την αυτή ενέργεια. Αρκεί ότι όλοι τελούν εν γνώσει της πρόθεσης μεταξύ τους για την τέλεση του ίδιου εγκλήματος. Με τον τρόπο αυτό καθίσταται πλέον αδιαμφισβήτητη η δυνατότητα κατανομής εργασίας ως είδος "συνεκτέλεσης" στο πλαίσιο της συναυτουργίας, εφόσον βέβαια καλύπτεται από συνολικό δόλο όλων των συναυτουργών για τη τέλεση της συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης (ΑΠ 488/2024, ΑΠ 422/2023, ΑΠ 131/2023, ΑΠ 81/2023, ΑΠ 1302/2022, ΑΠ 253/2021, ΑΠ 1416/2020, ΑΠ 527/2020, ΑΠ 375/2019). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 4 του άρθρου 27 του Ν. 4139/2013 "1. Αν ο υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των άρθρων 20 έως 22 πριν από την αμετάκλητη καταδίκη του, κρίνεται ότι με δική του πρωτοβουλία συντέλεσε με παροχή πληροφοριών στην ανακάλυψη ή εξάρθρωση εγκληματικής οργάνωσης διακίνησης ναρκωτικών ή στην ανακάλυψη και σύλληψη διακινητή ναρκωτικών, η δε ευθύνη του υπαιτίου και η βαρύτητα της πράξης του είναι καταδήλως μικρότερες από την ευθύνη των προσώπων στην ανακάλυψη και σύλληψη των οποίων συντέλεσε και τη βαρύτητα των πράξεων που τέλεσαν, το δικαστήριο αναγνωρίζει στο πρόσωπο του ελαφρυντική περίσταση. Παράλληλα μπορεί να διατάξει και την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για διάστημα από δύο (2) έως είκοσι (20) ετών, ανεξάρτητα από τη συνδρομή των όρων των άρθρων 99 επ. του Ποινικού Κώδικα. 2....3....4. Για τις χορηγηθείσες από τον υπαίτιο πληροφορίες, συντάσσεται έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα, η οποία αποστέλλεται στον εποπτεύοντα τις υποθέσεις ναρκωτικών εισαγγελέα εφετών κατ' άρθρο 44 προκειμένου να λάβει γνώση. Η έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα τηρείται σε ειδικό αρχείο της εισαγγελίας, όπου επίσης αποστέλλεται και τηρείται έκθεση της αρμόδιας αρχής, η οποία προέβη με βάση τις ανωτέρω πληροφορίες στην εξάρθρωση εγκληματικής οργάνωσης διακίνησης ναρκωτικών ή στη σύλληψη διακινητή ναρκωτικών ουσιών. Των ανωτέρω εκθέσεων λαμβάνουν γνώση μόνο τα μέλη του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου ή δικαστηρίου τα οποία εξετάζουν και αυτεπαγγέλτως τη χορήγηση ή μη των προβλεπόμενων στις προηγούμενες παραγράφους ευεργετημάτων. Οι διατάξεις των άρθρων 9 και 10 του ν. 2928/2001 εφαρμόζονται και για τις αξιόποινες πράξεις του άρθρου 23 του παρόντος". Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για να τύχει εφαρμογής η εν λόγω διάταξη, που έχει τίτλο "Ευνοϊκά Μέτρα", είναι να συντρέχουν αθροιστικά: α) έγκλημα διακίνησης ναρκωτικών που προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 20 και 22, εξαιρουμένης έτσι της ιδιαίτερα διακεκριμένης διακίνησης ναρκωτικών του άρθρου 23 του Ν. 4139/2013, β) η συμβολή του κατηγορουμένου στην ανακάλυψη ή εξάρθρωση εγκληματικής οργάνωσης διακίνησης ναρκωτικών ή στην ανακάλυψη και σύλληψη διακινητή ναρκωτικών με την παροχή πληροφοριών με πρωτοβουλία του δράση και γ) η ευθύνη του υπαιτίου και η βαρύτητα της πράξης του να είναι καταδήλως μικρότερες από την ευθύνη των προσώπων στην ανακάλυψη και σύλληψη των οποίων συνετέλεσε και τη βαρύτητα των πράξεων που τέλεσαν (ΑΠ 965/2023, ΑΠ 399/2019), ενώ η παράγραφος 4 προβλέπει την διαδικασία που ακολουθείται για την παροχή πληροφοριών και την σχετική με αυτές γνώση του αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου ή δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, οι παρεχόμενες πληροφορίες αποτυπώνονται σε έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα που δίδεται από αυτόν (τον παρέχοντα τις πληροφορίες υπαίτιο, ΑΠ 965/2023, ΑΠ 1329/2014) κατά τις διατάξεις του άρθρου 148 ΚΠΔ, η οποία αποστέλλεται στον εποπτεύοντα τις υποθέσεις ναρκωτικών εισαγγελέα εφετών προκειμένου να λάβει γνώση, ενώ για τη διασφάλιση του μεταμεληθέντος, αυτή παραμένει μυστική και φυλάσσεται σε ειδικό αρχείο της εισαγγελίας εφετών, όπου επίσης αποστέλλεται και τηρείται έκθεση της αρμόδιας αρχής, η οποία προέβη με βάση τις ανωτέρω πληροφορίες στην εξάρθρωση εγκληματικής οργάνωσης διακίνησης ναρκωτικών ή στη σύλληψη διακινητή ναρκωτικών ουσιών. Εάν δεν συντρέχουν οι ανωτέρω ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 27 του Ν. 4139/2013 (ΑΠ 1169/2019, ΑΠ 399/2019, ΑΠ 1814/2017). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί αυτά να αναφέρονται κατ' είδος γενικώς και να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπ' όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά κατ' επιλογήν, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 ΚΠΔ. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών στοιχείων καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Ολ. Α.Π. 1/2005, ΑΠ 151/2021, ΑΠ 999/2020, ΑΠ 332/2020, ΑΠ 41/2020). Επίσης, η κατά τις ανωτέρω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να υπάρχει και για τους παραδεκτά προβαλλόμενους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή, αυτούς, που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.2 του ΚΠΔ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 333 παρ.2 εδ. α και β ίδιου Κώδικα και κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιόποινου ή στη μείωση της ποινής. Ωστόσο, ισχυρισμοί, οι οποίοι αποτελούν άρνηση αντικειμενικού ή υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλά υπερασπιστικά επιχειρήματα, δεν είναι αυτοτελείς, υπό την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια, ως εκ τούτου το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αποφανθεί επ' αυτών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Οι αρνητικοί αυτοί ισχυρισμοί, λόγω της φύσης τους, αντιμετωπίζονται με την κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή, όμως υπό το πρίσμα των ρυθμίσεων του νέου ΚΠΔ, που με την πρόβλεψη, κατά την διάταξη του άρθρου 171, απόλυτης ακυρότητας στις περιπτώσεις παραβίασης υπερασπιστικών εκφάνσεων του δικαιώματος ακρόασης, που παρέχεται στον κατηγορούμενο, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 177 ΚΠΔ, στο οποίο τυποποιείται ιστορικά η αρχή της ηθικής απόδειξης και 178 ΚΠΔ και αφορά στο απεριόριστο των αποδεικτικών μέσων και στην υποχρέωση των δικαστικών προσώπων να ερευνούν με επιμέλεια κάθε στοιχείο ή αποδεικτικό μέσο που επικαλέστηκε υπέρ αυτού ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια, αλλά και να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητα του κατηγορούμενου στα πλαίσια των αυτονόητα απορρεουσών από το τεκμήριο αθωότητας αρχών της μη υποχρέωσης του κατηγορουμένου να αποδείξει την αθωότητά του και της αρχής in dubio pro reo, απαιτούν ευρύτερη και αυτεπάγγελτη έρευνα, εντασσόμενοι στην παραπάνω κεντρική αρχή για τη διαχείριση του αποδεικτικού υλικού κατά τον σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης στα πλαίσια των ως άνω αρχών έρευνας κάθε αποδεικτικού στοιχείου για την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και τη θεμελίωση σε αυτή της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου (ΑΠ 32/2021, ΑΠ 2036/2019, Α.Π. 101/2018, Α.Π.1821/2016). Η επιβαλλόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στις επιβαρυντικές περιστάσεις και περιλαμβάνει, ειδικότερα, έκθεση των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην έννοιά τους, όπως όταν ο υπαίτιος κατ' επάγγελμα διακινεί ναρκωτικές ουσίες και το προσδοκώμενο όφελος υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ (ΑΠ 449/2022, ΑΠ 390/2020). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (ΟλΑΠ 1/2020, ΑΠ 809/2023, ΑΠ 1/2020, ΑΠ 127/2022, ΑΠ 212/2022, ΑΠ 210/2022, ΑΠ 872/2021). Ως αντίφαση η οποία συνεπάγεται έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, νοείται η προκύπτουσα είτε μεταξύ των εκτιθέμενων στο σκεπτικό της απόφασης είτε μεταξύ των τελευταίων και εκείνων που αναφέρονται στο διατακτικό αυτής (Ολ ΑΠ 1/2020, ΑΠ 809/2023, ΑΠ 185/2022, ΑΠ 1700/2019). Επίσης, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ ως λόγος για να αναιρεθεί η απόφαση μπορεί - πλην των λοιπών - να προταθεί η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρ. 171 ΚΠΔ). Σύμφωνα δε με την παρ. 1 εδ. δ' του άρθρ. 171 ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πράξη κατά την προκαταρκτική εξέταση και την άσκηση των δικαιωμάτων που τους παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και τον Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της ΕΕ. Ανακριτική διείσδυση, όπως η διείσδυση προβλέπεται στο άρθρο 28 του Ν.4139/2013, είναι η κεκαλυμμένη δράση ανακριτικών και αστυνομικών οργάνων που εμφανίζονται ως πολίτες και δρουν ως agents provocateurs, ήτοι ως ηθικοί αυτουργοί ή συμμέτοχοι τέλεσης εγκληματικών πράξεων, αιρουμένου του αδίκου χαρακτήρα των πράξεων αυτών, εφόσον γίνονται με εντολή του αρμοδίου για τη δίωξη ναρκωτικών προϊσταμένου τους. Οι πράξεις όμως των αστυνομικών υπαλλήλων που ενεργούν ως agents provocateurs, για ανακάλυψη ή σύλληψη προσώπου που διαπράττει εγκλήματα από τα αναφερόμενα στα άρθρα 20 και 23 του Ν.4139/2013, πρέπει, να μη υπερβαίνουν τα όρια της ανωτέρω επιτρεπόμενης κεκαλυμμένης δράσης τους. Δηλαδή, πρέπει τα διωκτικά όργανα που διεισδύουν να περιορίζονται στις πράξεις που είναι απολύτως αναγκαίες για τη διακρίβωση εγκλημάτων παράβασης του Ν.4139/2013, την τέλεση των οποίων ο δράστης είχε προαποφασίσει και θα τελούσε προς τρίτους και χωρίς την αστυνομική διείσδυση, ήτοι να μη είναι εκείνοι, οι οποίοι αποκλειστικά παρότρυναν τον κατηγορούμενο να τελέσει την αξιόποινη πράξη, διότι τότε πρόκειται για υφαρπαγή ενοχής και παραβίαση της δίκαιης διαδικασίας, χωρίς να είναι και αναγκαίο να αποδεικνύεται, ότι η αξιόποινη πράξη θα είχε διαπραχθεί ακόμα και εάν δεν είχε μεσολαβήσει η επέμβαση και διείσδυση των αστυνομικών οργάνων. Διαφορετικά επέρχεται παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης και ειδικότερα της τηρήσεως μιας δίκαιης διαδικασίας, που απαιτεί το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Σε περίπτωση που οι ανακριτικές πράξεις δεν έγιναν με τις προϋποθέσεις που διαγράφονται στον ανωτέρω νόμο και αφού τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 253 Α παρ.3 ήδη 254 του ΚΠΔ, η οποία προβλέπεται για τη διενέργεια των αναφερομένων στην παρ.1 ανακριτικών πράξεων στις οποίες περιλαμβάνονται η ανακριτική διείσδυση (περ.β) και οι ελεγχόμενες μεταφορές όπως αυτές προβλέπονται στο άρθρο 38 του Ν.2145/1993 (περ.γ), καθίστανται άκυρες και έτσι τα εξ αυτών συλλεγέντα στοιχεία δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ενώπιον του δικαστηρίου, αλλιώς προκαλείται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ.δ' του ΚΠΔ και ιδρύεται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' του ίδιου Κώδικα. Όταν όμως η αξιόποινη πράξη είχε προαποφασισθεί από τους δράστες και θα είχε διαπραχθεί ακόμη και εάν δεν είχε μεσολαβήσει η επέμβαση και διείσδυση των αστυνομικών οργάνων, οι τελευταίοι δεν θεωρούνται agents provocateurs και δεν είναι αναγκαία η τήρηση των ως άνω διατυπώσεων, στην περίπτωση δε αυτή, οι μάρτυρες αστυνομικοί, που ενήργησαν τη διείσδυση, είναι νόμιμα αποδεικτικά μέσα και οι καταθέσεις τους παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο (ΑΠ 1121/2023, ΑΠ 2221/2018, ΑΠ 1354/2018, ΑΠ 726/2017, ΑΠ 1122/2014). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 1,2,3,4,5 του Ν. 2145/1993 "Ρύθμιση θεμάτων εκτελέσεων ποινών επιταχύνσεως και εκσυγχρονισμού των διαδικασιών απονομής της δικαιοσύνης και άλλων θεμάτων" (Α'88), όπως οι παράγραφοι 1 και 3 αντικαταστάθηκαν και η παρ. 5 προστέθηκε με το άρθρο 15 του Ν. 2331/1995 (Α' 173), προκύπτει ότι "ελεγχόμενη μεταφορά" ναρκωτικών ουσιών κατά την έννοια της προαναφερόμενης διάταξης, λαμβάνει χώρα μετά από εμπιστευτικό έγγραφο του Συντονιστικού Οργάνου Δίωξης Ναρκωτικών (ΣΟΔΝ) προς τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ο οποίος ειδοποιεί αμέσως τους εισαγγελείς πλημμελειοδικών από τις περιφέρειες των οποίων προβλέπεται ότι θα γίνει μεταφορά, προκειμένου αυτοί να απόσχουν από την άσκηση ποινικής δίωξης και να ενεργήσουν ό,τι είναι αναγκαίο για να μη διακοπεί η μεταφορά. Για το νομότυπο της ελεγχόμενης, κατά το άρθρο 38 Ν.2145/1993 μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών, η οποία είναι ανακριτική πράξη, όπως και η ανακριτική διείσδυση, απαιτείται, κατά το άρθρο 254 παρ. 3 του ν. ΚΠΔ (αλλά και το άρθρο 253Α παρ. 3 π.ΚΠΔ) η έκδοση ειδικού αιτιολογημένου βουλεύματος από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, με το οποίο ορίζεται και η διάρκεια της ισχύος της (ΑΠ 607/2023, ΑΠ 1027/2022, ΑΠ 1158/2020, ΑΠ 902/2018, ΑΠ 796/2017). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 254 του ΚΠΔ (ν. 4620/2019), όπως ίσχυε κατά τον εν προκειμένω κρίσιμο χρόνο, "για τις αξιόποινες πράξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα η έρευνα μπορεί να συμπεριλάβει και τη διενέργεια: α)... β) ανακριτικής διείσδυσης, κατά την οποία ανακριτικός υπάλληλος με συγκαλυμμένα στοιχεία ταυτότητας αναλαμβάνει διεκπεραιωτικά καθήκοντα σε εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση με σκοπό την εξιχνίαση της δομής της, την αποκάλυψη των μελών της, καθώς και τη διακρίβωση των εγκλημάτων της παρ. 1, την τέλεση των οποίων τα μέλη της οργάνωσης είχαν προαποφασίσει.. Ο ενεργών την ανακριτική διείσδυση μπορεί να φέρει συγκαλυμμένα στοιχεία ταυτότητας και φορολογικά ή άλλα στοιχεία και να συναλλάσσεται με αυτά για τις ανάγκες της έρευνας που διεξάγει. Οι λεπτομέρειες και η διαδικασία έκδοσης των εν λόγω στοιχείων συγκάλυψης ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Προστασίας του Πολίτη. Η διενέργεια της ανακριτικής διείσδυσης γίνεται υπό την εποπτεία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, για δε τις ενέργειες του συγκαλυμμένα δρώντος ανακριτικού υπαλλήλου ή του ιδιώτη συντάσσεται αναλυτική έκθεση κατά τα άρθρα 148 έως 153. Αποδεικτικό στοιχεία που αποκτήθηκαν με ενέργειες του συγκαλυμμένα δρώντος ανακριτικού υπαλλήλου, οι οποίες δεν μνημονεύονται αναλυτικά στην έκθεση, δεν λαμβάνονται υπόψη για την καταδίκη του κατηγορουμένου, γ) ελεγχόμενων μεταφορών, όπως οι μεταφορές αυτές προβλέπονται στο άρθρο 38 του ν. 2145/1993 (Α' 88), δ)., ε).. στ)... 2. Οι ανακριτικές πράξεις της προηγούμενης παραγράφου διεξάγονται, με την τήρηση των εγγυήσεων και τις διαδικασίες των επόμενων παραγράφων, μόνο: α) αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι έχει τελεσθεί αξιόποινη πράξη από τις αναφερόμενες στην παρ. 1 του άρθρου αυτού, β) αν η εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης ή η εξιχνίαση των τρομοκρατικών πράξεων των άρθρων 187Α ΠΚ ή των λοιπών πράξεων που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου αυτού είναι διαφορετικά αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής. 3. Για τη διενέργεια των αναφερόμενων στην παρ. 1 ανακριτικών πράξεων, καθώς και για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα που απαιτείται για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού αποφαίνεται με ειδικά αιτιολογημένο βούλευμά του το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο μετά από πρόταση του εισαγγελέα. Στην αιτιολογία του βουλεύματος γίνεται ειδική μνεία: α) της αξιόποινης πράξης, β) των σοβαρών ενδείξεων ενοχής σε βάρος του προσώπου κατά του οποίου διενεργείται η ανακριτική πράξη, γ) του σκοπού αυτής, δ) της αδυναμίας ή ιδιαίτερης δυσχέρειας διακρίβωσης του εγκλήματος με άλλο τρόπο, και ε) της απόλυτα αναγκαίας χρονικής διάρκειας της ανακριτικής πράξης. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις την έρευνα μπορεί να διατάξει ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής. Στην περίπτωση αυτή ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής είναι υποχρεωμένοι να εισαγάγουν το ζήτημα μέσα σε προθεσμία τριών ημερών στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, το οποίο ελέγχει παράλληλα την συνδρομή των εξαιρετικά επειγουσών περιστάσεων. Διαφορετικά η ισχύς της σχετικής διάταξης αίρεται αυτοδικαίως. Αν εντός ευλόγου χρόνου, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις πέντε (5) ημέρες, δεν εκδοθεί βούλευμα, τα τυχόν ευρήματα δεν είναι αξιοποιήσιμα.4.... 5. Κάθε στοιχείο ή γνώση που αποκτάται κατά τη διενέργεια των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 ανακριτικών πράξεων αξιοποιείται στο πλαίσιο της αυτής ποινικής δίκης, υπό τον όρο ότι αφορά πράξη για την οποία επιτρέπεται η διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων.... 6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και κατά την διενέργεια των αντίστοιχων ερευνών που προβλέπονται σε ειδικούς ποινικούς νόμους, των οποίων οι ρυθμίσεις εξακολουθούν να ισχύουν, εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του παρόντος". Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης με αριθμό 23/2024 απόφασής του, το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά, που δίκασε, σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, μετά την παράθεση σχετικής νομικής σκέψης, ότι προέκυψαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα: "Στην προκειμένη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας στο ακροατήριο, που περιέχονται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, από τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά, τις φωτογραφίες που επισκοπήθηκαν, τις εκθέσεις εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και γενικά από όλη τη συζήτηση της υπόθεσης, καθώς και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 § 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής απόδειξης, αποδείχθηκαν τα εξής: Περί τον Σεπτέμβριο του 2020, στο Τμήμα Γενικών Υποθέσεων της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ναρκωτικών Θεσσαλονίκης, το οποίο διατηρεί από ετών συνεργασία με το γραφείο D.E.A Αθηνών (Drug Enforcement Administration - πρόκειται για Κυβερνητικό Οργανισμό που ιδρύθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες για την καταπολέμηση των ναρκωτικών και διατηρεί γραφεία σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη), είχαν περιέλθει πληροφορίες ότι ένα καλά οργανωμένο και επικίνδυνο διεθνές κύκλωμα πρόκειται να εισάγει στην Ελλάδα από τη Λατινική Αμερική, και συγκεκριμένα από το Εκουαδόρ, μεγάλη ποσότητα κοκαΐνης, άνω των 200 κιλών, με σκοπό την περαιτέρω διακίνησή της από μέλη αυτού (διεθνούς κυκλώματος), που διαμένουν στην Ελλάδα, είτε εντός της ελληνικής, είτε εντός της ευρωπαϊκής επικράτειας. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η εν λόγω εισαγωγή θα γινόταν στο λιμάνι του Πειραιά με τη χρήση εμπορευματοκιβωτίων (κοντέινερ) με μπανάνες, εντός των οποίων αποκρύπτονται τα ναρκωτικά, εν αγνοία της εταιρείας που έχει παραγγείλει το σχετικό φορτίο. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε η παραπάνω Υπηρεσία το συγκεκριμένο κύκλωμα δρούσε ως εξής: Εντόπιζε, μέσω των μελών του, τέτοιου είδους κοντέινερ στο Εκουαδόρ, τα οποία επρόκειτο να μεταφερθούν με πλοία στο λιμάνι της επιλογής τους, κατέγραφε τον αριθμό των δύο σφραγίδων ασφαλείας του κοντέινερ και δημιουργούσε αντίγραφα αυτών, ακολούθως δε παραβίαζε τις σφραγίδες και τοποθετούσε εντός του κοντέινερ τα ναρκωτικά, στη συνέχεια το σφράγιζε και πάλι, με τις κατασκευασμένες πλαστές σφραγίδες που έφεραν τον ίδιο αριθμό ασφαλείας, ενώ ένα άλλο ζευγάρι σφραγίδων με τον ίδιο αριθμό το τοποθετούσε εντός του κοντέινερ μαζί με τα ναρκωτικά, ώστε τα μέλη του κυκλώματος, που θα βγάλουν τα ναρκωτικά στο λιμάνι προορισμού, να τοποθετήσουν εκ νέου καινούργιες σφραγίδες με τον ίδιο αριθμό προκειμένου να μην αποκαλύπτεται η παραβίαση. Από τις έρευνες της παραπάνω Υπηρεσίας, αλλά και από τις πληροφορίες της D.E.A Αθηνών, προέκυψε ότι στην Ελλάδα, ένα εκ των μελών του εν λόγω διεθνούς κυκλώματος είναι άτομο, ελληνικής καταγωγής, ονόματι «Δ.», με καταγωγή από την Βέροια, που ο ρόλος του ήταν να οργανώσει την παραλαβή των ναρκωτικών, που επρόκειτο να έρθουν με κοντέινερ στο Λιμάνι του Πειραιά, προς το σκοπό περαιτέρω διακίνησής τους είτε εντός, είτε εκτός της ελληνικής επικράτειας. Μετά από διασταύρωση στοιχείων διαπιστώθηκε ότι το άτομο αυτό είναι ο κατηγορούμενος, ο οποίος γεννήθηκε το έτος 1983, στο Αμβούργο της Γερμανίας, όπου και διέμενε για μεγάλο χρονικό διάστημα και ο οποίος είχε απασχολήσει στο παρελθόν τις Γερμανικές Αρχές για διακίνηση ναρκωτικών και δη μεγάλης ποσότητας κοκαΐνης προερχομένης από την Λατινική Αμερική. Μάλιστα, ενόψει του ότι εκκρεμούσε σε βάρος του Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, που είχε εκδοθεί από τις Γερμανικές Αρχές, ο κατηγορούμενος δύο χρόνια πριν την τέλεση της παρούσας αξιόποινης πράξης, όπως κατωτέρω θα αναλυθεί, και συγκεκριμένα στις 21-2-2018 συνελήφθη στη Θεσσαλονίκη από αστυνομικούς του Τμήματος Αναζητήσεων της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, η δε σύλληψή του διενεργήθηκε διότι, μολονότι τα Γερμανικά Δικαστήρια με την υπό στοιχεία 615Kls1/16/13-10-2016 απόφαση του Πρωτοδικείου του Αμβούργου τον είχαν καταδικάσει σε ποινή φυλάκισης έξι (6) ετών, αυτός είχε διαφύγει στην Ελλάδα προκειμένου να μην εκτίσει εκεί την ποινή του. Η ως άνω καταδίκη του αφορούσε το αδίκημα της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών υπό τη μορφή της απόπειρας μεταφοράς πενήντα (50) κιλών κοκαΐνης από το Εκουαδόρ στη Γερμανία, καθώς και της αγοράς και μεταπώλησης δυόμιση (2,5) κιλών περίπου κοκαΐνης στη γερμανική επικράτεια, πράξεις, που είχαν τελεστεί από αυτόν κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2014 έως τον Ιούλιο του 2015, στη Γερμανία. Μετά τη σύλληψή του, με το υπ' αριθ. 208/14-3-2018 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης αποφασίσθηκε η μη εκτέλεση του ως άνω Ευρωπαϊκού Εντάλματος και διατάχθηκε η εκτέλεση στην Ελλάδα της ως άνω αμετάκλητης απόφασης και η έκτιση της ποινής του στην ημεδαπή. Τελικά, ο κατηγορούμενος αποφυλακίσθηκε την 8-11-2018, δυνάμει της υπ' αριθ. 387/2018 Διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής, κατ' άρθρο 43 § 1 του Ν. 4489/2017, όπως η ισχύς του είχε παραταθεί με το άρθρο13 § 3 του Ν. 4571/2018 (βλ. το από 8-11-2018 αποφυλακιστήριο του Αγροτικού Καταστήματος Κράτησης Κασσάνδρας). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος διέμενε άλλοτε στη Βέροια και άλλοτε στην Αθήνα, αλλάζοντας συνεχώς οικίες, ώστε να μην είναι εύκολος ο εντοπισμός του από τις Αρχές. Επιπλέον, ασχολείτο, χωρίς ουδέποτε να έχει κάνει έναρξη εργασιών στην αρμόδια φορολογική αρχή είτε στην Ελλάδα είτε στην Γερμανία (όπως αβάσιμα ο ίδιος ισχυρίσθηκε), με τη διακίνηση και έλεγχο κινητών τηλεφώνων ΣΚΥ, των οποίων οι επικοινωνίες δεν μπορούν να εντοπισθούν ή να καταγραφούν από τα συστήματα που διαθέτουν οι αρμόδιες ημεδαπές και αλλοδαπές διωκτικές Αρχές, χρησιμοποιούνται δε κατά κόρον από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες για να μην εντοπίζονται και ακούγονται οι μεταξύ τους παράνομες επικοινωνίες. Επίσης, σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά στην Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών, το υπό έρευνα παράνομο διεθνές κύκλωμα δεν διέθετε συνεργάτες στην Ελλάδα για την εξαγωγή των ποσοτήτων κοκαΐνης, που θα αποστέλλονταν με εμπορευματοκιβώτιο στο λιμάνι του Πειραιά, γι' αυτό και ο κατηγορούμενος αναζητούσε άτομα με πρόσβαση στο συγκεκριμένο λιμάνι, τα οποία θα φρόντιζαν για την εξαγωγή τους και την εν συνεχεία παράδοσή τους στον ίδιο, με σκοπό την περαιτέρω διακίνησή τους. Έτσι, η παραπάνω Υπηρεσία, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, αιτήθηκε τη διενέργεια ειδικής ανακριτικής πράξης και δη αυτής της ανακριτικής διείσδυσης, σύμφωνα με όσα προβλέπει το άρθρο 28 § 1 του Ν. 4139/2013, με τη διαδικασία της ειδικότερης πρόβλεψης του "εξαιρετικά επείγοντος", κατ' άρθρο 254 § 1 εδάφιο α' και 3 του ΚΠΔ, οπότε και εκδόθηκε η υπ' αριθ. 230/9-11-2020 Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, που επικυρώθηκε με το υπ' αριθμ ...2020 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, προκειμένου αστυνομικοί της άνω Υπηρεσίας να εμφανιστούν στο υπό έρευνα διεθνές κύκλωμα ως άτομα που έχουν πρόσβαση στο Λιμένα του Πειραιά, να εξάγουν για λογαριασμό του διεθνούς κυκλώματος τις κρυμμένες στο εμπορευματοκιβώτιο ποσότητες κοκαΐνης και να τις παραδώσουν ακολούθως στον κατηγορούμενο, σε σημείο που αυτός θα τους υποδείκνυε. Από την παραδεκτή επισκόπηση του ως άνω βουλεύματος προκύπτει ότι κατά την έκδοσή του τηρήθηκαν όλες οι αναφερόμενες στη διάταξη του άρθρου 254 του νέου ΚΠΔ προϋποθέσεις, ειδικότερα δε σε αυτό αναφέρεται η υπό διερεύνηση αξιόποινη πράξη (εξάρθρωση ενός πολύ καλά οργανωμένου και επικίνδυνου διεθνούς κυκλώματος που εισάγει στην Ελλάδα από την Λατινική Αμερική μεγάλες ποσότητες κοκαΐνης, τις οποίες κατέχει και διακινεί τόσο εντός της ελληνικής όσο και ευρύτερα της ευρωπαϊκής επικράτειας, αποτελούμενου από Κολομβιανούς, Έλληνες και Αλβανούς υπηκόους), οι σοβαρές ενδείξεις εμπλοκής στο συγκεκριμένο κύκλωμα ελλήνων και αλλοδαπών δραστών, ο σκοπός της απαιτούμενης ανακριτικής διείσδυσης, η δυσχέρεια διακρίβωσης του εγκλήματος με άλλο τρόπο, καθώς και η χρονική διάρκεια της αιτούμενης ανακριτικής πράξης.
Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, ότι το υπ' αριθμ...2020 Βούλευμα ήταν αναιτιολόγητο, ότι ουδεμία δικαστική έρευνα για την υπό κρίση υπόθεση είχε ακόμη ξεκινήσει κατά το χρόνο έναρξης της ανακριτικής διείσδυσης και ότι τα στοιχεία του ιδίου δεν εξειδικεύονταν με ακρίβεια εντός αυτού (βουλεύματος) ως εμπλεκομένου στην εν λόγω υπόθεση, κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι, δοθέντος ότι βούλευμα ήταν πλήρως αιτιολογημένο, η διερεύνηση της υπόθεσης είχε ήδη ξεκινήσει με την φυσική παρακολούθηση του κατηγορουμένου (βλ. κατάθεση αστυνομικού Σ.. Κ. ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου), πλην όμως βρισκόταν σε εξέλιξη και συνεπώς τα στοιχεία του ιδίου αλλά και των λοιπών εμπλεκομένων στο κύκλωμα προσώπων ήταν αδύνατον να είναι με βεβαιότητα γνωστά στην ως άνω Υπηρεσία κατά το χρονικό σημείο της υποβολής της οικείας αίτησης, η οποία σε αυτό ακριβώς απέβλεπε, ήτοι στην ανακάλυψη των πραγματικών δραστών. Τελικά, οι αστυνομικοί, που επιλέχθηκαν για να παραστήσουν τα άτομα που έχουν πρόσβαση στο λιμάνι του Πειραιά, ήταν οι δύο πρώτοι μάρτυρες κατηγορίας, ήτοι οι Σ. Κ. και Α. Λ., που υπηρετούν στο Τμήμα Γενικών Υποθέσεων της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ναρκωτικών Θεσσαλονίκης και οι οποίοι, κάνοντας χρήση των κωδικών ονομάτων «Ά.» και «Ά.», παρουσιάσθηκαν ως άτομα με πρόσβαση στο Λιμένα Πειραιά, προκειμένου να εξαγάγουν τις ποσότητες κοκαΐνης και στη συνέχεια να τις παραδώσουν στα εν Ελλάδι μέλη του κυκλώματος προς περαιτέρω διακίνησή τους. Κατά τις πληροφορίες, οι ποσότητες κοκαΐνης θα αποκρύπτονταν σε εμπορευματοκιβώτιο με μπανάνες, ο αριθμός του οποίου ήταν ..., τούτο δε θα ήταν φορτωμένο σε πλοίο με την ονομασία .... Το εν λόγω πλοίο πράγματι αφίχθη στο λιμένα του Πειραιά, περί ώρα 03:00 της 16ης-11-2020 και η εκφόρτωση των εμπορευματοκιβωτίων ολοκληρώθηκε περί ώρα 12:30 της ιδίας ημέρας. Ακολούθως, την 16-11-2020 και περί ώρα 13.00 οι αστυνομικοί, σε συνεργασία με υπαλλήλους του Γ' Τελωνείου Πειραιά, προέβησαν σε διάνοιξη του με αριθμό ... εμπορευματοκιβωτίου, όπου διαπιστώθηκε ότι στο πίσω μέρος αυτού είχαν τοποθετηθεί πάνω σε κουτιά από μπανάνες (που ήταν το νόμιμο εμπόρευμα) έξι (6) τσουβάλια, που περιείχαν μεγάλη ποσότητα κοκαΐνης, ενώ δίπλα υπήρχαν και δύο καινούργιες σφραγίδες με τον ίδιο αριθμό αυτών, που είχαν παραβιαστεί κατά το άνοιγμα του εμπορευματοκιβωτίου και οι οποίες θα έπρεπε να τοποθετηθούν στα ίδια σημεία, ώστε να μη φαίνεται η παραβίαση. Σύμφωνα με τις οδηγίες του κυκλώματος, τα ναρκωτικά έπρεπε να παραδοθούν στον κατηγορούμενο, ο οποίος εκείνο το χρονικό διάστημα διέμενε στο ..., επί της οδού ..., σε μισθωμένο AIRBNB διαμέρισμα, ιδιοκτησίας της εταιρείας με την επωνυμία "..." και ο οποίος για τις ανάγκες της παράδοσης είχε μισθώσει από την ίδια ως άνω εταιρία και για χρονικό διάστημα από 15-11-2020 έως 25-11-2020, ένα άλλο AIRBNB διαμέρισμα, απέναντι από το προηγούμενο και συγκεκριμένα επί της οδού .... Την 17-11-2020 και περί ώρα 9:45, οι αστυνομικοί μετέβησαν με δύο συμβατικά οχήματα στην επί της οδού ... πολυκατοικία, την οποία ο ίδιος ο κατηγορούμενος είχε υποδείξει στα μέλη του κυκλώματος, τα δε έξι (6) τσουβάλια με την κοκαΐνη ήταν φορτωμένα στο ένα εκ των παραπάνω οχημάτων. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος ανέμενε τα οχήματα έμπροσθεν της πολυκατοικίας, προέβη σε καταμέτρηση των έξι (6) τσουβαλιών και ακολούθως ζήτησε να τα μεταφέρουν στο μισθωμένο διαμέρισμα του 2ου ορόφου, το οποίο υπέδειξε ο ίδιος, έχοντας προηγηθεί κατά την ανάβαση. Μάλιστα, όταν όλα τα τσουβάλια είχαν τοποθετηθεί εντός του διαμερίσματος, αυτός τα έβγαλε φωτογραφία με το κινητό του τηλέφωνο, την οποία εν συνεχεία προώθησε στο "group" του κυκλώματος, προκειμένου να διασφαλισθεί από τα μέλη του κυκλώματος η παραλαβή των ναρκωτικών από τον κατηγορούμενο, στην ποσότητα που αυτά είχαν σταλεί και να ειδοποιηθούν άλλα μέλη του κυκλώματος για να τα παραλάβουν. Μετά την τοποθέτηση όλων των τσουβαλιών, οι αστυνομικοί του δήλωσαν την ιδιότητά τους, τον ακινητοποίησαν και τον συνέλαβαν, ενώ ταυτόχρονα προέβησαν και σε κατάσχεση των ναρκωτικών ουσιών που είχαν τοποθετήσει μέσα στο μισθωμένο από αυτόν διαμέρισμα. Πάνω του και συγκεκριμένα εσωτερικά του παντελονιού του βρέθηκε ένα (1) πιστόλι, μάρκας GLOCK, με σειριακό αριθμό ..., το οποίο ήταν οπλισμένο, φέροντας φυσίγγιο στη θαλάμη, διαμετρήματος 9 mm, με διαστελλόμενο βλήμα τύπου HOLLOW POINT (πρόκειται για επιβαρυντική περίπτωση του Νόμου περί όπλων), με γεμιστήρα που έφερε εννιά (9) φυσίγγια διαμετρήματος 9mm, με διαστελλόμενα βλήματα τύπου HOLLOW POINT και προσαρτημένη μία (1) συσκευή λέιζερ - φακού. Επίσης, έφερε πάνω του μία (1) γεμιστήρα με δεκατρία (13) φυσίγγια, διαμετρήματος 9mm, με διαστελλόμενα βλήματα τύπου HOLLOW POINT, μία (1) θήκη όπλου, ένα (1) αναδιπλούμενο μαχαίρι τύπου σουγιά, συνολικού μήκους 21cm και μήκος λάμας 8cm, στη δεξιά τσέπη του μπουφάν του και ένα (1) αναδιπλούμενο μαχαίρι τύπου σουγιά, συνολικού μήκους 8cm και μήκος λάμας 3,5cm εντός του παντελονιού του στη δεξιά εσωτερική τσέπη. Τα όπλα αυτά ο κατηγορούμενος κατείχε χωρίς να κατέχει άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου της κατοικίας του. Ακόμη, κατά τη διενεργηθείσα σωματική έρευνα βρέθηκαν και κατασχέθηκαν, στην αριστερή τσέπη του παντελονιού του, το χρηματικό ποσό των χιλίων τετρακοσίων δέκα (1.410,00) ευρώ, ένα πορτοφόλι χρώματος μαύρο, που περιείχε το χρηματικό ποσόν των χιλίων εξακοσίων πενήντα (1.650,00) ευρώ, μία πλαστική θήκη για κάρτες SIM που περιείχε πέντε (5) κάρτες και τρία (3) κινητά τηλέφωνα με αντίστοιχες κάρτες SIM. Επίσης, εντός του ιδίου διαμερίσματος κατασχέθηκαν τα έξι (6) τσουβάλια, που περιείχαν διακόσια σαράντα πέντε (245) δέματα κοκαΐνης, συνολικού βάρους διακοσίων πενήντα τεσσάρων (254) κιλών και τετρακοσίων ενενήντα πέντε (495) γραμμαρίων, επιμελώς συσκευασμένα [βλ. την από 17-11-2020 έκθεση κατ' οίκον ερεύνης - κατάσχεσης και γνωστοποίησης (σε καιρό ημέρας) ΚΠΔ του Υπαστυνόμου Α' Δήμου Τ. του Τμήματος Γενικών Υποθέσεων της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ναρκωτικών Θεσσαλονίκης]. Ακολούθησε έρευνα και στο μισθωμένο από αυτόν παραπλήσιο διαμέρισμα, στο ..., επί της οδού ... διαμέρισμα, που βρίσκεται στον 5° όροφο και εντός του οποίου διέμενε και συγγενικό πρόσωπο του κατηγορουμένου, ονόματι Μ. Ι., και εκεί βρέθηκαν και κατασχέθηκαν χρηματικό ποσό 33.000 ευρώ εντός χρηματοκιβωτίου, είκοσι μία (21) κάρτες SIM, δέκα εννέα (19) κινητά τηλέφωνα, δύο (2) φορητοί υπολογιστές, ένα μηχάνημα καταμέτρησης χρημάτων και μια ηλεκτρική μηχανή συσκευασίας (vacuum), η οποία χρησιμοποιείται για την αφαίρεση του αέρα από διάφορες νάιλον συσκευασίες. Σύμφωνα με τις καταθέσεις των εξετασθέντων στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αστυνομικών Σ.. Κ. και Α.. Λ., η αξία των κατασχεθέντων ναρκωτικών, ενόψει και της υψηλής καθαρότητας σε περιεκτικότητα της κοκαΐνης, ανέρχεται σε πολλά εκατομμύρια ευρώ, ειδικότερα δε κατέθεσαν ότι η τιμή πώλησης της κοκαΐνης κυμαίνεται από 32.000 έως 60.000 ευρώ ανά κιλό όταν πωλείται χονδρικά (ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου ο αστυνομικός Σ.. Κ.ς προσδιόρισε την τιμή του κιλού από 32.000 έως 40.000 ευρώ το κιλό) και από 35.000 έως 120.000 ευρώ όταν πωλείται τμηματικά ανά γραμμάριο και ότι συνεπώς, το προσδοκώμενο όφελος του εν λόγω διεθνούς κυκλώματος θα ανέρχονταν, στη μεν περίπτωση της χονδρικής πώλησης των 254.495 κιλών από 8 έως 15 εκατομμύρια (ή 10.000.000) ευρώ περίπου, στη δε περίπτωση της τμηματικής πώλησης από 9 έως 30 εκατομμύρια ευρώ περίπου, ήτοι πολύ περισσότερο από το ποσό των 75.000 ευρώ που απαιτεί ο νόμος 4139/2013 για τη θεμελίωση της ιδιαίτερα διακεκριμένης περίπτωσης διακίνησης ναρκωτικών του άρθρου 23 § 2 εδαφιο α'. Στο εν λόγω ιδιαιτέρως επικίνδυνο κύκλωμα, το οποίο αποτελούνταν από μεγάλο αριθμό ατόμων διαφορετικής μεταξύ τους εθνικότητας και δρούσε διεθνώς ως επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση και το οποίο είχε συσταθεί προς το σκοπό να επιδίδονται τα μέλη του σε βάθος χρόνου στην εγκληματική δραστηριότητα της διακίνησης και μεταφοράς μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών από χώρες της Λατινικής Αμερικής σε χώρες της Ευρώπης, με τη χρήση εμπορευματοκιβωτίων που με πλοία μεταφέρουν εμπορεύματα σε διάφορα ευρωπαϊκά λιμάνια, ο κατηγορούμενος εντάχθηκε ως μέλος κατά προτροπή και υπόδειξη του E. S., Γερμανού υπηκόου, ο οποίος, καθ' ομολογία του ιδίου του κατηγορουμένου (βλ. την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου απολογία του), διέμενε στην ίδια με αυτόν γειτονιά του Αμβούργου, ενώ αμφότεροι οι κατηγορούμενοι ταυτίζονται μεταξύ τους και ηλικιακά, δοθέντος ότι ο μεν πρώτος γεννήθηκε στο Αμβούργο, το 1983, ενώ ο δεύτερος γεννήθηκε στο Αμβούργο, το 1981. Ο κατηγορούμενος μάλιστα περιέγραψε στους αστυνομικούς, όταν συνελήφθη, με ακρίβεια τα χαρακτηριστικά του ως άνω Γερμανού υπηκόου, ο οποίος μέχρι σήμερα παραμένει ασύλληπτος (ξανθός, κοντό μαλλί και μούσι, ελαφρώς γεμάτος, ύψος 1,85 και με καταγωγή από τη Γερμανία), ενώ κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου απολογία του διευκρίνισε ότι η περιγραφή αφορά στον συγκατηγορούμενό του E. S., και ότι το όνομα "L." που είχε αναφέρει προανακριτικά οφείλεται σε "λάθος", ενώ ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατέθεσε ότι το όνομα "L." είναι το διαδικτυακό ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ο ανωτέρω Γερμανός υπήκοος στις επικοινωνίες του που είχε στο SKY. Ο E. S. επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο, περί τον Ιούλιο του 2020, ζητώντας αρχικά να προμηθευτεί μία συσκευή κρυπτογραφημένου κινητού SKY, στη συνέχεια δε (τέλος Αυγούστου με Σεπτέμβριο του 2020) του έκανε πρόταση να τον βοηθήσει να βγάλει σε οποιοδήποτε λιμάνι της Ελλάδος υπήρχε πρόσβαση ποσότητα κοκαΐνης, που θα έστελνε από την Αμερική. Ο κατηγορούμενος, με τη σειρά του, έφερε τον S. σε επαφή με μια γυναίκα, που ήταν γνωστή κάποιων φίλων του (δεν τους κατονόμασε), η οποία είχε γνωριμίες στους χώρους των λιμανιών και η οποία αποδέχθηκε την παραπάνω πρόταση. Υπήρχαν δε και άλλα μέλη του κυκλώματος, τα οποία επικοινωνούσαν μεταξύ τους, ως "group", μέσω της κρυπτογραφημένης εφαρμογής SKY, ειδικότερα δε α) ένας Κοσοβάρος, συνεργάτης του S., ο οποίος διέμενε στη Λατινική Αμερική και οργάνωνε τις αποστολές κοκαΐνης και ο οποίος ήταν αυτός που νωρίτερα τους είχε ενημερώσει πως είχε τοποθετήσει ποσότητες κοκαΐνης σε ένα κοντέινερ, β) ένας δεύτερος άνδρας, μελαχρινός, αξύριστος, αδύνατος με ύψος 1,75, με τον οποίο είχε συναντηθεί ο κατηγορούμενος στο επί της οδού ... διαμέρισμα με σκοπό να παραλάβει τα ναρκωτικά, πλην όμως αυτός έφυγε τελικώς από το εν λόγω διαμέρισμα, διότι αργούσε να πραγματοποιηθεί η παράδοση και γ) ένας τρίτος άνδρας, αλβανικής υπηκοότητας (45 ετών περίπου, με ύψος 1,85, μελαχρινό, που μιλούσε καλά ελληνικά), με τον οποίο ο κατηγορούμενος συναντήθηκε στο ..., καθ' υπόδειξη του Κοσοβάρου, και ο οποίος του υπέδειξε σε κινητό τηλέφωνο, το οποίο στη συνέχεια του παρέδωσε, τρία ή έξι βίντεο, στα οποία εμφαίνονται τρία άτομα να τοποθετούν στο κοντέινερ έξι (6) σάκους με κοκαΐνη, ενώ εμφαίνεται και ο αριθμός του κοντέινερ, τον οποίο, μάλιστα, αριθμό απέστειλε ο ίδιος στο "group". Εξ όλων των ανωτέρω αποδεικτικών στοιχείων με σαφήνεια προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος, περί το θέρος του 2020 και σε κάθε περίπτωση κατά το τελευταίο δίμηνο μέχρι και την 18-11-2020, εντάχθηκε ηθελημένα στην ως άνω επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση, ως μέλος, έχοντας δηλαδή προαποφασίσει ότι σε βάθος χρόνου θα διαπραχθούν και με το δικό του υποστηρικτικό ρόλο περισσότερα από ένα κακουργήματα, σχετιζόμενα με τη, σε διεθνές επίπεδο, διακίνηση ναρκωτικών ουσιών. Ειδικότερα, η προαναφερόμενη οργάνωση επρόκειτο για επιχειρησιακά δομημένη, με πραγματοπαγή χαρακτήρα και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση και τούτο αποδεικνύεται α) από το ότι η ομάδα αποτελείτο από περισσότερα από τρία πρόσωπα, ευρισκόμενα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην αλλοδαπή, που συμμετείχαν ενεργά και υπέτασσαν τη βούλησή τους στους κατ' ιδίαν σκοπούς της οργάνωσης, έχοντας ιεραρχικό σχήμα, με διακριτούς και αλληλοϋποστηριζόμενους ρόλους με σκοπό να αυξήσουν την αποτελεσματικότητα της οργάνωσης, αφού άλλα μέλη του κυκλώματος φρόντιζαν για την εισαγωγή, κατοχή και αποθήκευση της κοκαΐνης στα διεθνή ύδατα μεταξύ Ισημερινού και Ελλάδας, στα διεθνή ύδατα όλων των ενδιάμεσων χωρών, στα ελληνικά χωρικά ύδατα, στον Πειραιά και στην Αθήνα, με σκοπό την εμπορία (βλ. και τα με στοιχεία ...2022, ...2022, ...2022 εντάλματα σύλληψης σε βάρος κάποιων από τα λοιπά μέλη, E. S., F. D. J. και A. N. M., τα οποία ως διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, βλ. ΑΠ 916/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 477/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1354/2013 ΝΟΜΟΣ), ο δε κατηγορούμενος φρόντισε για την κατοχή και αποθήκευση αυτής στην Αθήνα, με περαιτέρω σκοπό τη διακίνησή της, όλα δε τα μέλη είχαν πειθαρχία και υποτάσσονταν σε εσωτερικούς κανονισμούς και κυρώσεις [βλ. την επικοινωνία μέσω SKY με κωδικές ονομασίες (πχ L.), την αποστολή βίντεο κατά τη φόρτωση για τη διασφάλιση της ποσότητας του αποκρυβέντος κάτω από τις μπανάνες επίμαχου φορτίου (έξι τσουβαλιών), ώστε να μην υπάρχει αμφισβήτηση κατά την παραλαβή αυτής αλλά και την αποστολή φωτογραφίας μετά την παραλαβή των ναρκωτικών, ώστε να διασφαλισθεί η οργάνωση ότι ο κατηγορούμενος παρέλαβε το σύνολο των ναρκωτικών], β) από το ότι διέθετε προηγμένα υλικοτεχνικά μέσα, αφού τα μέλη της χρησιμοποιούσαν για τη μεταξύ τους επικοινωνία κινητά τηλέφωνα τύπου SKY, με κρυπτογραφημένο λογισμικό, που δεν δύναται να ανιχνευτεί από τις αρμόδιες Υπηρεσίες του Κράτους, γ) από το ότι διέθετε ένα ευρύ διεθνές δίκτυο συνεργατών και πληροφοριοδοτών στην αλλοδαπή αλλά και στην Ελλάδα, που τους εξασφάλιζε σημαντική βοήθεια σε κάθε στάδιο της όλης διαδικασίας, δ) από το ότι τα μέλη της επιδίωκαν, όχι ευκαιριακά και παροδικά, αλλά την σε βάθος χρόνου διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών, ιδίως κοκαΐνης, από τις χώρες παραγωγής τους στη Λατινική Αμερική, όπως είναι το Εκουαδόρ, προς την ελληνική επικράτεια μέσω του λιμένα του Πειραιά και την περαιτέρω διάθεσή τους, αποκομίζοντας κέρδη που ανέρχονταν τουλάχιστον σε 8.000.000 ευρώ (ο ίδιος κατηγορούμενος κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι στο "group" η αξία της αφιχθείσας ποσότητας είχε προσδιοριστεί σε 10.000.000 ευρώ) και χρησιμοποιώντας για τη μεταφορά αυτών διάφορα τεχνάσματα, όπως την μεταφόρτωση των ναρκωτικών ουσιών εν πλω και την απόκρυψή τους εντός εμπορευματοκιβωτίου με μπανάνες, που μεταφέρονταν νόμιμα με πλοίο, τις σφραγίδες του οποίου είχαν φροντίσει να αντικαταστήσουν με άλλες πλαστές σφραγίδες, που είχαν τοποθετήσει εντός αυτού και ε) από το ότι τα μέλη της επιδίωκαν τη στρατολόγηση προσώπων, που είχαν ακώλυτη και ελεύθερη πρόσβαση στις τελωνειακές ζώνες φύλαξης των εμπορευματοκιβωτίων στο λιμένα του Πειραιά, προκειμένου αυτά να αναλάβουν για λογαριασμό της οργάνωσης την εξαγωγή, μεταφορά και παράδοσή τους σε σημεία και σε πρόσωπα που θα τους υποδείκνυαν, όπως ήταν το επί της οδού ... διαμέρισμα του 2ου ορόφου πολυκατοικίας στην Αθήνα (περιοχή ...), το οποίο ο κατηγορούμενος είχε μισθώσει για το σκοπό αυτό και εντός του οποίου αυτός προέβη στην παραλαβή και αποθήκευση της, κατά την 17η-11-2020, κατασχεθείσας ποσότητας κοκαΐνης, συνολικού βάρους 254.595 κιλών [....] Την ανωτέρω κατασχεθείσα ποσότητα ο κατηγορούμενος την κατείχε υπό την έννοια της φυσικής εξουσίασης και της ανά πάσα στιγμή δυνατότητάς του να διαπιστώνει την ύπαρξή της και να τη διαθέτει περαιτέρω σε τρίτους κατά βούλησή του, η φυσική δε εξουσίαση δεν πληρούται μόνο με τη σωματική επαφή, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, ότι δηλαδή δήθεν δεν κατείχε αυτά, επειδή δεν βρέθηκαν αποτυπώματά του στα τσουβάλια που περιείχαν τα ναρκωτικά, σύμφωνα και με το υπ' αριθ. πρωτ. ...2020 έγγραφο της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών, αλλά αρκεί ότι αυτός βρέθηκε έστω και για μικρό χρονικό διάστημα σε τοπική εγγύτητα προς την συγκεκριμένη ποσότητα των ναρκωτικών, η οποία (εγγύτητα) οριστικοποιήθηκε με την εισαγωγή και εναπόθεση των ναρκωτικών στο μισθωμένο από αυτόν διαμέρισμα και του επέτρεπε έτσι ανά πάσα στιγμή να τα διαθέτει κατά βούληση [...]. Επίσης, τα ναρκωτικά βρέθηκαν όχι μόνο στην πρώτη σφαίρα κατοχής του κατηγορουμένου, υπό την έννοια ότι αυτός είχε τη δυνατότητα να τα εξουσιάζει άμεσα (όπως αναλύθηκε ανωτέρω) αλλά και στη δεύτερη σφαίρα κατοχής του, αφού τα ναρκωτικά βρέθηκαν σε χώρο εξουσιαζόμενο αποκλειστικά από τον ίδιο και συγκεκριμένα σε μισθωμένο στο όνομά του διαμέρισμα, στο ..., επί της οδού ..., στην Αθήνα. Επίσης, την ίδια ως άνω ποσότητα ο κατηγορούμενος τοποθέτησε στο παραπάνω διαμέρισμα προς φύλαξη, με πρόσθετους όρους ασφάλειας, αφού μόνον αυτός διέθετε κλειδιά και είχε ακώλυτη πρόσβαση σε αυτό, ώστε να έχει τη δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να την αναλάβει για περαιτέρω διακίνησή της, με σκοπό την εμπορία, κατά την παραλαβή δε των ναρκωτικών ο κατηγορούμενος ήταν βαριά οπλισμένος καθόσον γνώριζε ότι συναλλάσσεται με ιδιαίτερα επικίνδυνους ανθρώπους διεθνούς κυκλώματος ναρκωτικών. Επομένως, ο κατηγορούμενος κατείχε και αποθήκευσε εντός του ανωτέρω διαμερίσματος τις προαναφερόμενες ναρκωτικές ουσίες, το γεγονός δε ότι αυτό έλαβε χώρα για μικρό χρονικό διάστημα, δοθέντος ότι οι αστυνομικοί δήλωσαν την ιδιότητά τους και τον συνέλαβαν μετά πάροδο κάποιων λεπτών από την τοποθέτηση και του τελευταίου τσουβαλιού, ουδόλως αναιρεί την εκ μέρους του διάπραξη του αποδιδόμενου δια του κατηγορητηρίου εγκλήματος της διακίνησης ναρκωτικών, τόσο υπό την μορφή της κατοχής, όσο και υπό την μορφή της αποθήκευσης, καθόσον, όπως αποδείχθηκε, εντός του ως άνω χρονικού διαστήματος, αυτός, όχι μόνο βρέθηκε σε τοπική εγγύτητα με αυτά αλλά προέβη και σε καταμέτρηση των τσουβαλιών, τα φωτογράφισε με το κινητό του τηλέφωνο και απέστειλε τη φωτογραφία πάραυτα στο "group" του κυκλώματος, προκειμένου να ενημερωθούν τα μέλη του κυκλώματος και να στείλουν άλλα μέλη του κυκλώματος για να τα παραλάβουν. Επομένως, η εκ μέρους του κατηγορουμένου φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών, έστω κι αν δεν είχε μεγάλη χρονική διάρκεια, ήταν πραγματική και ο ισχυρισμός τούτου, ότι δεν υπήρξε από πλευράς του κατοχή των ναρκωτικών ούτε για ένα δευτερόλεπτο, καθόσον καθ' όλη τη διάρκεια της επιχείρησης αυτά βρίσκονταν υπό τον έλεγχο και την εξουσίαση της αστυνομίας, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος [....]. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι η μετάβασή του στο διαμέρισμα της οδού ... και η στιγμιαία και εξ αποστάσεως επαφή του με τα επίδικα κλειστά τσουβάλια χωρίς την παραμικρή επισκόπηση του περιεχομένου τους ή υλική αφή τους, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απόπειρα, πλην όμως η απόπειρα αυτή θα ήταν προδήλως απρόσφορη, αφού η επίδικη ποσότητα είχε ήδη κατασχεθεί από τους αστυνομικούς μία ημέρα πριν την παραλαβή τους από τον ίδιο, πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσία αβάσιμος, καθόσον όπως αποδείχθηκε η ποσότητα των ναρκωτικών κατασχέθηκε μέσα στο μισθωμένο από τον κατηγορούμενο διαμέρισμα μετά την τοποθέτηση όλων των τσουβαλιών σε αυτό και αφού οι αστυνομικοί δήλωσαν στον κατηγορούμενο την ιδιότητά τους, τον ακινητοποίησαν και τον συνέλαβαν (βλ. και την από 17-11-2020 έκθεση κατ' οίκον έρευνας και κατάσχεσης - σε καιρό ημέρας ΚΠΔ του Υπαστυνόμου Α' Δήμου Τ., που υπηρετεί στο Τμήμα Γενικών Υποθέσεων της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ναρκωτικών Θεσσαλονίκης). Τη διακίνηση των ναρκωτικών αυτών υπό τις δύο προαναφερθείσες μορφές της, ο κατηγορούμενος διέπραξε με σκοπό την εμπορία, ήτοι την επ' ανταλλάγματι πώλησή της σε τρίτους είτε εντός είτε εκτός της ελληνικής επικράτειας και τον πορισμό παράνομου περιουσιακού οφέλους, που υπερέβαινε κατά πολύ το ποσό των 75.000 ευρώ, όσα δε κατέθεσε ο κατηγορούμενος ότι δήθεν θα αποκόμιζε για τη διαμεσολάβησή του αυτή 100.000 ευρώ (όπως ανέφερε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), ποσό που στη συνέχεια μείωσε σε 60.000 ευρώ ή σε 50.000 ευρώ (όπως κατέθεσε ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου) ελέγχονται απορριπτέα ως μη ανταποκρινόμενα στην πραγματικότητα, δοθέντος ότι, ενόψει του ότι τελούσε σε πλήρη γνώση ότι η αφιχθείσα ποσότητας κοκαΐνης ανερχόταν σε 200 κιλά το λιγότερο και η αξία της σε τουλάχιστον 10.000.000 ευρώ, κρίνεται πως ανάλογες θα ήταν και οι όποιες απαιτήσεις του σε σχέση με τη δική του αμοιβή. Άλλωστε, όταν η διακίνηση των ναρκωτικών ουσιών διαπράττεται από περισσότερους από έναν δράστες, όπως εν προκειμένω, το υπερβαίνον το ποσό των 75.000 ευρώ προσδοκώμενο όφελος, προσδιορίζεται μια φορά και αφορά όλους τους δράστες, ανεξάρτητα από τη μορφή συμμετοχής του καθενός και ανεξάρτητα του πόσοι εξ αυτών είναι γνωστής ταυτότητας ή έχουν συλληφθεί ή έχουν παραπεμφθεί σε δίκη, χωρίς δηλαδή το όφελος να επιμερίζεται μεταξύ τους [...]. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι την ως άνω διακίνηση ο κατηγορούμενος τέλεσε κατ' επάγγελμα [...], καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης αλλά και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει, προκύπτει σκοπός τούτου για πορισμό εισοδήματος. Ειδικότερα, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τις καταθέσεις των δύο πρώτων μαρτύρων κατηγορίας (αστυνομικών) και την ομολογία του ιδίου του κατηγορουμένου προκύπτει ότι ο τελευταίος είχε και άλλη φορά διαπράξει το αυτό αδίκημα στη Γερμανία κατά το χρονικό διάστημα 2014-2015 (βλέπε ανωτέρω: απόπειρα μεταφοράς 50 κιλών κοκαΐνης από το Εκουαδόρ στη Γερμανία, καθώς και αγορά και πώληση 2,5 κιλών περίπου κοκαΐνης εντός της γερμανικής επικράτειας), για το οποίο μάλιστα είχε καταδικαστεί από τα Γερμανικά δικαστήρια σε ποινή φυλάκισης έξι (6) ετών, την οποία, όπως προαναφέρθηκε, εξέτισε στις φυλακές της Κασσάνδρας Χαλκιδικής μετά την σύλληψή του στη Θεσσαλονίκη, σε εκτέλεση του σε βάρος του εκδοθέντος διεθνούς εντάλματος σύλληψης. Αποδεικτικά στοιχεία, εξάλλου, της εκ μέρους του αναπτυχθείσας υποδομής αποτελούν: α) η ενασχόλησή του με τη διακίνηση και τον έλεγχο κινητών τηλεφώνων SKY, των οποίων οι επικοινωνίες δεν μπορούν να εντοπισθούν ή να καταγραφούν από τα συστήματα που διαθέτουν οι αρμόδιες ημεδαπές και αλλοδαπές διωκτικές Αρχές και τα οποία χρησιμοποιούνται κατά κόρον από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες για να μην εντοπίζονται οι μεταξύ τους παράνομες επικοινωνίες, β) η μίσθωση του επί της οδού ... AIRBNB διαμερίσματος, εντός του οποίου αποθηκεύτηκαν τα ναρκωτικά (κοκαΐνη βάρους άνω των 254 κιλών), καθώς και του επί της ιδίας οδού (...) ετέρου AIRBNB διαμερίσματος, το οποίο δήθεν χρησιμοποιούσε για την άσκηση της εμπορίας των τηλεφώνων SKY, γ) η συνεχής επικοινωνία του, μέσω των τηλεφώνων SKY, με άλλα μέλη του κυκλώματος, που διαμένουν σε διάφορες χώρες, έχουν διακριτούς ρόλους και ιεραρχική μεταξύ τους δομή, και ειδικότερα αρχικώς με τον συγκατηγορούμενό του E. S., ο οποίος εμφανίζεται ως ένα εκ των παλαιοτέρων μελών της οργάνωσης, που τη διευθύνει και στρατολογεί και άλλα μέλη προς επίτευξη της εγκληματικής δραστηριότητάς της, εν συνεχεία με έναν Κοσοβάρο, που διοργάνωνε τις αποστολές κοκαΐνης από τη Λατινική Αμερική στην οποία διέμενε, ακολούθως με έναν δεύτερο άνδρα μελαχρινό, αξύριστο, αδύνατο με ύψος 1,75 (πιθανόν αλβανικής καταγωγής), με τον οποίο συναντήθηκε ο ίδιος στο προαναφερθέν διαμέρισμα μία ημέρα πριν την παράδοση των ναρκωτικών, καθώς και με έναν τρίτο άνδρα, αλβανικής υπηκοότητας, με τον οποίο συναντήθηκε στο ..., πριν 10 ή 15 ημέρες από τη σύλληψή του και ο οποίος του υπέδειξε σε κινητό τηλέφωνο τον τρόπο φόρτωσης των ναρκωτικών στο εμπορευματοκιβώτιο και τέλος, με μία "χοντρή", όπως την αποκαλεί, γυναίκα με βουλγάρικη προφορά, η οποία ήταν γνώριμη κάποιων φίλων του (κατηγορουμένου) και η οποία φέρεται να έχει προσβάσεις στο λιμάνι του Πειραιά (είναι αυτή, για την οποία ο κατηγορούμενος υποστήριξε μετά τη σύλληψή του ότι είναι πράκτορας της DEA) και δ) η εκ μέρους του λήψη μέτρων προφύλαξης και ειδικότερα η κατοχή στιλέτου και όπλου (πιστολιού), βαρέως τύπου, με γεμιστήρα και διαστελλόμενα βλήματα τύπου HOLLOW POINT, που απαγορεύονται εκ του νόμου και το οποίο όπλο αυτός, καθ' ομολογία του, κατείχε "για προσωπική του ασφάλεια και δη για τα χρήματα, που θα είχε επάνω του", ε) η κατοχή μηχανήματος καταμέτρησης χρημάτων, το οποίο, μετά βεβαιότητας, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, θα χρησιμοποιούσε για την μέτρηση των χρημάτων που θα παραλάμβανε, στ) η κατοχή μεγάλου αριθμού καρτών SIM και κινητών τηλεφώνων, καθώς και μιας ηλεκτρικής μηχανής συσκευασίας (vacuum), με την οποία αφαιρείται ο αέρας από διάφορες νάιλον συσκευασίες και η οποία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, θα χρησίμευε για την αφαίρεση του αέρα από τις δεσμίδες των χρημάτων, που θα του κατέβαλαν οι παραλήπτες των ναρκωτικών. Από όλα τα ανωτέρω στοιχεία αποδεικνύεται ότι πληρούται πλήρως η σε βάρος του κατηγορουμένου, αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ιδιαίτερα διακεκριμένης περίπτωσης διακίνησης ναρκωτικών του άρθρου 23 § 2 περ. α' του Ν. 4139/2013, ήτοι αυτής που τελείται κατ' επάγγελμα και με προσδοκώμενο όφελος του δράστη που υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ και για την οποία (διακίνηση), [....], απειλείται πλέον διαζευκτικά, εκτός από την στερητική της ελευθερίας ποινή της ισόβιας κάθειρξης και τη χρηματική ποινή από 50.000 έως 1.000.000 ευρώ και ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών, απορριπτομένου ως ουσία αβασίμου του ισχυρισμού του κατηγορουμένου ότι δήθεν ούτε "το κατ' επάγγελμα" συντρέχει εν προκειμένω, ούτε το σωρευτικά απαιτούμενο από την παραπάνω διάταξη ύψος του άνω των 75.000 ευρώ προσδοκώμενου οφέλους καθώς και των λοιπών αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών του, οι οποίοι επίσης πρέπει να απορριφθούν ως κατ' ουσία αβάσιμοι. Συνακόλουθα, εφόσον αυτός κρίνεται υπαίτιος διάπραξης της ως άνω ιδιαίτερα διακεκριμένης περίπτωσης διακίνησης ναρκωτικών, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 23 του Ν. 4139/2013, δεν μπορεί να τύχει εν προκειμένω εφαρμογής η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 27 του ιδίου νόμου, που προβλέπει ευνοϊκή μεταχείριση όσων με δική τους πρωτοβουλία συντελούν με παροχή πληροφοριών στην ανακάλυψη ή εξάρθρωση εγκληματικής οργάνωσης διακίνησης ναρκωτικών ή στην ανακάλυψη και σύλληψη διακινητή ναρκωτικών, με την προϋπόθεση βεβαίως ότι η δική τους ευθύνη και η βαρύτητα της πράξης τους είναι καταδήλως μικρότερες από την ευθύνη των προσώπων στην ανακάλυψη και σύλληψη των οποίων συνετέλεσαν, με δική τους συμβολή, ο δε σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον δεν συντρέχει μία εκ των ουσιαστικών προϋποθέσεων που προβλέπεται στη διάταξη αυτή και συγκεκριμένα να πρόκειται για έγκλημα διακίνησης που προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 20 έως και 22 του Ν. 4239/2013 [....]. Ακόμη, όμως, και αν υποτεθεί ερμηνευτικά ότι το άρθρο 27 του Ν. 4139/2013 έχει εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 23 του ίδιου Νόμου (όπως αρχικά είχε προβλεφθεί στο σχέδιο του Νόμου περί Ναρκωτικών), ο παραπάνω ισχυρισμός θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτος καθόσον δεν προκύπτει ότι τηρήθηκε η τυπική προϋπόθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 27 και συγκεκριμένα η διαδικασία που τηρείται υποχρεωτικά στην περίπτωση αυτή, ήτοι η αποτύπωση των παρεχόμενων πληροφοριών του κατηγορουμένου σε έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα, που συντάσσεται κατά τις διατάξεις του ΚΠΔ 148, η οποία αποστέλλεται στη συνέχεια στον εποπτεύοντα τις υποθέσεις ναρκωτικών εισαγγελέα εφετών, προκειμένου να λάβει γνώση. Περαιτέρω, απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί υπέρβασης των ορίων της προβλεπομένης στις διατάξεις των άρθρων 28 του Ν. 4139/20.3.2013 και 254 § 3 ΚΠΔ κεκαλυμμένης αστυνομικής δράσης, διότι εξ ουδενός αποδεικτικού στοιχείου αποδείχθηκε ότι υπήρξε οιαδήποτε υπέρβαση. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι λόγω των πληροφοριών που υπήρχαν στην Υποδιεύθυνση Δίωξης Ναρκωτικών Θεσσαλονίκης με τη συνεργασία του γραφείου D.E.A. Αθηνών για διεθνές κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, το οποίο επρόκειτο να εισάγει μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών ουσιών στην ελληνική επικράτεια, αυτός (ο κατηγορούμενος) αρχικά, περί τον Σεπτέμβριο του 2020, παρακολουθείτο νόμιμα, με φυσική - διακριτική παρακολούθηση, όπως προβλέπεται στις περιπτώσεις αυτές, από κλιμάκιο της παραπάνω Υπηρεσίας, χωρίς ουδεμία επαφή με τους αστυνομικούς της ως άνω Υποδιεύθυνσης (βλ. κατάθεση αστυνομικού Σ.. Κ. ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου), η πρωτοβουλία δε για την τέλεση της ως άνω εγκληματικής πράξης ανήκε αποκλειστικά στον ίδιο τον κατηγορούμενο και ήταν προαποφασισμένη, με την έννοια ότι θα είχε διαπραχθεί και εάν ακόμη δεν είχε μεσολαβήσει η επέμβαση και η διείσδυση των αστυνομικών οργάνων, καθόσον ο ίδιος, πριν τη διαταχθείσα αστυνομική διείσδυση είχε έρθει σε επαφή με τον συγκατηγορούμενό του, E. S., ο οποίος του πρότεινε να τον βοηθήσει να βγάλει σε οποιοδήποτε λιμάνι της Ελλάδος υπάρχει πρόσβαση ποσότητα κοκαΐνης, την οποία θα έστελνε από την Αμερική. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος, αποδεχόμενος την άνω πρόταση, έφερε τον S. σε επαφή με μία γυναίκα και αφού ο τελευταίος έκανε τεστ στην εν λόγω γυναίκα για να καταλάβει εάν πράγματι είχε σχέση με το λιμάνι, ζητώντας από αυτήν σχετικές φωτογραφίες, ξεκίνησε την συνεργασία του με τον κατηγορούμενο, ο τελευταίος δε μετά μεγάλης βεβαιότητας θα αποκόμιζε τεράστιο κέρδος από την όλη επιχείρηση, ενόψει της πολύ μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών και συνακόλουθα της τεράστιας εμπορικής αξίας τους. Η αστυνομική διείσδυση αποφασίστηκε πολύ μεταγενέστερα δυνάμει του υπ' αριθμ...2020 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, οι δε επιληφθέντες δύο αστυνομικοί περιορίστηκαν σε πράξεις που ήταν απολύτως αναγκαίες και νόμιμες για τη διακρίβωση του εγκλήματος και την ανακάλυψη των διακινητών - δραστών της προαναφερόμενης εξαιρετικά μεγάλης για τα ελληνικά δεδομένα ποσότητας κοκαΐνης, μεταξύ δε των αποκαλυφθέντων διακινητών συγκαταλέγονται πέραν του κατηγορουμένου και του μη εισέτι συλληφθέντος E. S., σε βάρος του οποίου εκκρεμεί διεθνές ένταλμα σύλληψης, όπως προαναφέρθηκε, και οι D. F. και N. A., πλοίαρχος και πρώτος μηχανικός αντιστοίχως του εμπορικού πλοίου "...", ως προς τους οποίους έχει σχηματιστεί χωριστή δικογραφία, διότι κατά τη διάρκεια της ανάκρισης προέκυψε (κατόπιν πληροφοριών του παρόντος κατηγορουμένου), ότι η τοποθέτηση της κοκαΐνης στο εμπορευματοκιβώτιο έγινε εν πλω (δηλαδή ενόσω το πλοίο ταξίδευε) με την προσέγγιση πλοιαρίου ανήκοντος στο κύκλωμα των διακινητών, ενώ ακόμη μέχρι και σήμερα η έρευνα συνεχίζεται προς ανακάλυψη των αληθών στοιχείων και άλλων μελών του κυκλώματος. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δήθεν ενεπλάκη στην υπόθεση μετά από μεγάλη πίεση και παρότρυνση της γυναίκας, που είχε πρόσβαση στο τελωνείο, η οποία ήταν, κατά τους ισχυρισμούς του, αστυνομικός συνεργαζόμενη με την DEA, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον όπως αποδείχθηκε από την κατάθεση του μάρτυρα αστυνομικού Σ.. Κ., από την φυσική παρακολούθηση του κατηγορουμένου που έλαβε χώρα (και) από τον ίδιο, πράγματι ο κατηγορούμενος το τελευταίο δίμηνο πριν τη σύλληψή του συναντήθηκε με πράκτορα της DEA Αθηνών και όχι με αστυνομικό της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ναρκωτικών Θεσσαλονίκης, όπως αβάσιμα ο τελευταίος ισχυρίζεται, χωρίς όμως ο εν λόγω αστυνομικός να είναι σε θέση να επιβεβαιώσει όσα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος (περί δήθεν πίεσης από την γυναίκα αυτή για να εμπλακεί στην υπόθεση της εισαγωγής ναρκωτικών ουσιών και απειλών σε βάρος του και σε βάρος της οικογένειάς του) αφού η διακριτική παρακολούθηση γινόταν από απόσταση (όπως εξάλλου συνηθίζεται) και δεν ήταν σε θέση να ακούσει τις συνομιλίες που έλαβαν χώρα. Ο ισχυρισμός δε αυτός διατυπώθηκε οψίμως προς θεμελίωση της επικαλούμενης υπέρβασης της κεκαλυμμένης αστυνομικής δράσης και ακυρότητας της διενεργηθείσας ανακριτικής διείσδυσης, με συνέπεια τα εξ αυτής συλλεγέντα στοιχεία να μην επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν, ενώ θα πρέπει να επισημανθεί πως τυγχάνει πέραν πάσης λογικής να τίθεται σε διακινδύνευση μία ποσότητα ναρκωτικών, τόσο μεγάλης αξίας, μόνο και μόνο για να υφαρπαχθεί η ενοχή ενός ατόμου σαν τον κατηγορούμενο, ο οποίος σε κάθε περίπτωση, εάν όντως συνέβαιναν τα παραπάνω μπορούσε ευχερώς να προσφύγει στην Ελληνική Αστυνομία και συγκεκριμένα στην Διεύθυνση Δίωξης Ναρκωτικών, καταγγέλλοντας τα προαναφερόμενα, προκειμένου να απεμπλακεί από την δήθεν πίεση που του είχε ασκήσει η εν λόγω πράκτορας, γεγονός που δεν έπραξε και φυσικά δεν μπόρεσε ουδόλως να αιτιολογήσει ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου την παράλειψή του αυτή, αποδίδοντάς την σε "λάθος", αν και ο ίδιος δεν είναι άβουλος ούτε αδαής ούτε άσχετος με τον υπόκοσμο και εν γένει με το περιβάλλον της φυλακής και της παρανομίας. Αντίθετα, όπως προαναφέρθηκε, αποδείχθηκε ότι η συγκεκριμένη πράξη είχε προαποφασιστεί από αυτόν και θα είχε διαπραχθεί ακόμη και εάν δεν είχε μεσολαβήσει η επέμβαση και η διείσδυση των δύο αστυνομικών οργάνων (Κ. και Λ.), το γεγονός δε, ότι κατά τη στιγμή της σύλληψής του βρέθηκε στην κατοχή του το ποσό των 34.410 ευρώ, το οποίο είναι βέβαιο ότι προέρχεται από την εμπορία των ναρκωτικών, απορριπτομένου ως ουσία αβασίμου του ισχυρισμού του περί δήθεν προέλευσής του από τις μηνιαίες εισπράξεις της εμπορίας των κινητών τηλεφώνων ΣΚΥ (καθόσον από τα έγγραφα που προσκόμισε ουδόλως αποδεικνύεται νόμιμη απασχόλησή του), αποδεικνύει ότι, παρά την όποια διακινδύνευση, ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε να διαπράξει την ως άνω αξιόποινη πράξη σε συνεργασία με τον E. S., ένα από τα ηγετικά στελέχη του ως άνω διεθνούς κυκλώματος καθώς και με τα λοιπά μέλη του κυκλώματος και τούτο διότι το οικονομικό του όφελος θα ήταν εξαιρετικά μεγάλο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι γεννήθηκαν στο Αμβούργο Γερμανίας, διέμεναν στην ίδια γειτονιά και ταυτίζονται ηλικιακά, ενώ, επιπλέον, ο κατηγορούμενος είχε εμπλακεί σε όμοια με την υπό κρίση εγκληματική δραστηριότητα και στο έδαφος της Γερμανίας, τη χρονική περίοδο 2014-2015, όπως προαναφέρθηκε. Τέλος, ως αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου δήθεν περί μη τήρησης των νομίμων προϋποθέσεων της ελεγχόμενης μεταφοράς των επίμαχων ναρκωτικών ουσιών, καθόσον ουδέποτε έλαβε χώρα τέτοια ανακριτική πράξη, όπως είναι και η ελεγχόμενη μεταφορά, που προβλέπεται στο άρθρο 38 του Ν. 2145/1993, [.....], οποιαδήποτε δε αναφορά του μάρτυρα αστυνομικού Σ.. Κ. περί "τύπου ελεγχόμενης μεταφοράς" στην υπό κρίση υπόθεση, διευκρινίσθηκε από τον ίδιο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ότι δεν εννοούσε αυτή που διεξάγεται με την διαδικασία του προαναφερόμενου άρθρου (βλ. σελ. 152 της παρούσας απόφασης).
Συνεπώς, ενόψει όλων των ανωτέρω που αποδείχθηκαν, ο κατηγορούμενος πρέπει, απορριπτομένων των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 27 του Ν. 4139/2013, περί υπέρβασης των ορίων της αστυνομικής συγκεκαλυμμένης δράσης και περί μη τήρησης των νομίμων προϋποθέσεων ελεγχόμενης μεταφοράς ναρκωτικών, να κηρυχθεί ένοχος: α) της συγκρότησης και ένταξης ως μέλος σε επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση, που έλαβε χώρα στον Πειραιά, στο Κερατσίνι, στην Αθήνα, αλλά και σε έτερες άγνωστες εισέτι περιοχές της Αττικής, αλλά και εν γένει της ημεδαπής και αλλοδαπής, σε μη επακριβώς προσδιορισθέντα κατά την ανάκριση χρόνο και σε κάθε περίπτωση κατά το τελευταίο τουλάχιστον δίμηνο μέχρι και 18η-11-2020, β) της με σκοπό την εμπορία ιδιαίτερα διακεκριμένης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών (υπό την μορφή της κατοχής και της αποθήκευσης) τελεσθείσα κατ' επάγγελμα, εκ της οποίας το προσδοκώμενο όφελος του δράστη υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ και στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης κατά συναυτουργία, που έλαβε χώρα στην Αθήνα, στο επί της οδού ... διαμέρισμα, στο ... Αττικής, στις 17-11-2020, γ) της κατοχής βαρέως όπλου, χωρίς την άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου κατοικίας του, που έλαβε χώρα στην Αθήνα στις 17-11-2020 και δ) της κατοχής όπλου και δη μαχαιριών, χωρίς την άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου της κατοικίας του, που έλαβε χώρα στην Αθήνα στις 17-11-2020, όπως οι πράξεις αυτές περιγράφονται αναλυτικά κατά τη νομοτυπική τους μορφή και τα κατ' ιδίαν πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση στο πιο κάτω διατακτικό, να αναγνωρισθεί δε σε αυτόν η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2δ του ΠΚ, η οποία αναγνωρίσθηκε και πρωτοδίκως, προκειμένου να μην γίνει χειρότερη η θέση του (άρθρο 470 ΚΠΔ).". Στη συνέχεια το άνω Δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο, με το ακόλουθο, επί λέξει, διατακτικό: "
Κηρύσσει τον κατηγορούμενο ένοχο, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2 εδάφιο δ' ΠΚ, του ότι: Α) Στον Πειραιά, στο Κερατσίνι, στην Αθήνα, αλλά και σε έτερες άγνωστες εισέτι περιοχές της Αττικής, αλλά εν γένει της ημεδαπής και αλλοδαπής, σε μη επακριβώς προσδιορισθέντα κατά την ανάκριση χρόνο, αλλά σε κάθε περίπτωση κατά το τελευταίο τουλάχιστον δίμηνο μέχρι και την 18/11/2020, οι κατηγορούμενοι, Δ. Π. και E. S., ενεργώντας από κοινού, δηλαδή ύστερα από συναπόφαση καθώς και με άλλα άγνωστα κατά την κύρια ανάκριση πρόσωπα, συγκρότησαν και εντάχθηκαν ως μέλη σε επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση περισσότερων των τριών προσώπων που επιδίωκε την τέλεση περισσοτέρων κακουργημάτων και ειδικότερα, αναπτύσσοντας καθοδηγητική και κατευθυντήρια συμβολή δημιούργησαν και επιπλέον συμμετείχαν ενεργά στηρίζοντας τους σκοπούς και την εν γένει δραστηριότητα ομάδας αποτελούμενης από περισσότερα των τριών προσώπων που συμμετείχαν ενεργά και υπέτασσαν τη βούλησή τους στους κατ' ιδίαν σκοπούς της έχοντας ιεραρχικό σχήμα με πειθαρχία, εσωτερικούς κανονισμούς και κυρώσεις, ευρισκόμενα τόσο στην ελληνική επικράτεια, όσο και στην αλλοδαπή, διαθέτοντας υλικοτεχνικά μέσα, όπως μεγάλα χρηματικά ποσά, τα οποία χρησιμοποιούσαν για την αγορά κινητών τηλεφώνων που χρησιμοποιούσαν κρυπτογραφημένο λογισμικό προκειμένου να μην αποκαλύπτεται το περιεχόμενο της μεταξύ τους επικοινωνίας, την μίσθωση διαμερισμάτων, καθώς και ευρύ διεθνές δίκτυο συνεργατών και πληροφοριοδοτών που τους εξασφάλιζε σημαντική βοήθεια επιδίωκαν, όχι ευκαιριακά και παροδικά, αλλά την σε βάθος χρόνου διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών, ιδίως κοκαΐνης, από τις χώρες παραγωγής τους στη λατινική Αμερική, όπως το Εκουαδόρ, προς την ελληνική επικράτεια μέσω του λιμένα του Πειραιά και την περαιτέρω διάθεσή τους, αποκομίζοντας κέρδη που ανέρχονταν σε τουλάχιστον 8.143.840 ευρώ, χρησιμοποιώντας για την μεταφορά αυτών διάφορα τεχνάσματα, όπως την απόκρυψή τους εντός εμπορευματοκιβωτίων που μεταφέρονταν με πλοίο και περιείχαν νόμιμα εμπορεύματα, είχαν δε αναλάβει να στρατολογούν πρόσωπα που είχαν ακώλυτη και ελεύθερη πρόσβαση στις τελωνειακές ζώνες φύλαξης των εμπορευματοκιβωτίων στο λιμένα του Πειραιά, προκειμένου αυτά να αναλαμβάνουν για λογαριασμό τους την μεταφορά και την παράδοσή τους σε σημεία που τους υποδείκνυαν μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η κάτωθι αναλυτικά περιγραφόμενη υπό το στοιχείο (Β) της παρούσας απόφασης πράξη της ιδιαιτέρα διακεκριμένης διακίνησης κοκαΐνης συνολικού βάρους διακοσίων πενήντα τεσσάρων κιλών και τετρακοσίων ενενήντα πέντε γραμμαρίων (254.595) που βρέθηκε και κατασχέθηκε στο επί της οδού ... διαμέρισμα 2ου ορόφου πολυκατοικίας στην Αθήνα (στο ...) την 17/11/2020. Β) Στους κατωτέρω αναφερόμενους τόπους και χρόνους, ο κατηγορούμενος Δ. Π. ενεργώντας από κοινού, δηλαδή ύστερα από συναπόφαση, με τον E. S., με περισσότερες πράξεις τέλεσαν περισσότερα του ενός εγκλήματα ως ακολούθως: Β1) Στον Πειραιά Αττικής, στις 17/11/2020, στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, κατείχαν με σκοπό την εμπορία, ναρκωτικές ουσίες, ενήργησαν δε κατ' επάγγελμα και το προσδοκώμενο όφελός τους υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ και ειδικότερα, ο κατηγορούμενος ως μέλος της περιγραφόμενης υπό το στοιχείο (Α) της παρούσας απόφασης εγκληματικής οργάνωσης και ο E. S., ως διευθύνων αυτήν, κατείχαν υπό την έννοια της φυσικής εξουσίασης με δυνατότητα περαιτέρω διάθεσης την αναφερόμενη κατωτέρω ποσότητα κοκαΐνης, επί της οδού ..., στην Αθήνα, σε διαμέρισμα του β' ορόφου πολυκατοικίας. Συγκεκριμένα: (Ι) εντός ενός (1) σάκου χρώματος μαύρου, που έφερε στην εξωτερική επιφάνεια τον αριθμό (50), περιέχονταν πενήντα (50) δέματα κοκαΐνης με λογότυπο "BJ", βάρους (1.183), (1.195), (1.192), (1.197), (1.208), (1.210), (1.200), (1.203), (1.226), (1.218), (1.234), (1.230), (1.193), (1.217), (1.205), (1.199), (1.208), (1.222), (1.197), (1.223), (1.193), (1.210), (1.229), (1.224), (1.207), (1.195), (1.190), (1.189), (1.186), (1.200), (1.200), (1.184), (1.230), (1.227), (1.220), (1.195), (1.200), (1.193), (1.193), (1.222), (1.200), (1.242), (1.191), (1.200), (1.195), (1.183), (1.189), (1.201), (1.185), και (1.211) γραμμαρίων αντίστοιχα, (
ΙΙ) εντός ενός (1) σάκου ριγέ πολύχρωμου που έφερε στην εξωτερική επιφάνεια τον αριθμό "60", περιέχονταν εξήντα (60) δέματα κοκαΐνης με λογότυπο "SR8", βάρους αντίστοιχα (1.129), (1.139), (1.146), (1.139), (1.133), (1.155), (1.143), (1.141), (1.135), (1.136), (1.147), (1.132), (1.133), (1.138), (1.144), (1.142), (1.141), (1.131), (1.136), (1.140), (1.150), (1.153), (1.152), (1.151), (1.148), (1.150), (1.157), (1.143), (1.148), (1.139), (1.139), (1.145), (1.141), (1.128), (1.148), (1.135), (1.141), (1.131), (1.146), (1.131), (1.133), (1.140), (1.147), (1.147), (1.133), (1.139), (1.136), (1.120), (1.147), (1.145), (1.139), (1.144), (1.138), (1.124), (1.137), (1.140), (1.147), (1.136), (1.146) και (1.139) γραμμαρίων, (

ΙΙΙ) εντός ενός (1) σάκου χρώματος μαύρου, περιέχονταν είκοσι πέντε (25) δέματα κοκαΐνης με λογότυπο "MSC" και "ERKING" βάρους αντίστοιχα, (1.100), (1.160), (1.160), (1.150), (1.159), (1.097), (1.153), (1.152), (1.096), (1.110), (1.159), (1.162), (1.171), (1.163), (1.171), (1.101), (1.097), (1.102), (1.157), (1.095), (1.112), (1.104), (1.155), (1.104) και (1.121) γραμμαρίων, (IV) εντός ενός (1) σάκου χρώματος μαύρου, που έφερε στην εξωτερική του επιφάνεια τον αριθμό "50", περιέχονταν είκοσι πέντε (25) δέματα κοκαΐνης με λογότυπο "MSC" και "ERKING", βάρους αντίστοιχα (1.150), (1.155), (1.158), (1.107), (1.104), (1.163), (1.153), (1.104), (1.160), (1.155), (1.106), (1.114), (1.106), (1.164), (1.155), (1.163), (1.161), (1.157), (1.162), (1.099), (1.161), (1.170), (1.153), (1.101) και (1.102) γραμμαρίων, (V) εντός ενός (1) σάκου χρώματος μαύρου περιέχονταν τριάντα (30) δέματα κοκαΐνης με λογότυπο "MSC" και "ERKING", βάρους αντίστοιχα (1.129), (1.167), (1.169), (1.153), (1.100), (1.108), (1.168), (1.167), (1.176), (1.160), (1.161), (1.149), (1.157), (1.110), (1.163), (1.105), (1.185), (1.199), (1.171), (1.185), (1.158), (1.169), (1.169), (1.159), (1.160), (1.136), (1.166), (1.138), (1.124), και (1.171) γραμμαρίων και (VI) εντός ενός (1) σάκου χρώματος μαύρου περιέχονταν τριάντα (30) δέματα κοκαΐνης με λογότυπο "MSC" και "ERKING", βάρους αντίστοιχα (1.196), (1.156), (1.111), (1.168), (1.161), (1.156), (1.162), (1.163), (1.106), (1.119), (1.162), (1.179), (1.121), (1.093), (1.183), (1.116), (1.158), (1.155), (1.155), (1.200), (1.161), (1.103), (1.159), (1.161), (1.114), (1.152), (1.104), (1.172), (1.155) και (1.096) γραμμαρίων και συνολικά 254.495 γραμμάρια. Ενήργησαν δε όχι ευκαιριακά, αλλά στο πλαίσιο της περιγραφόμενης στην υπό στοιχείο (Α) της παρούσας απόφασης εγκληματικής οργάνωσης και περαιτέρω υπό την υποδομή που είχαν αναπτύξει και ειδικότερα τη διάθεση υλικοτεχνικών μέσων, όπως μεγάλα χρηματικά ποσά τα οποία διέθεσαν για την αγορά κινητών τηλεφώνων που χρησιμοποιούσαν κρυπτογραφημένο λογισμικό προκειμένου να μην αποκαλύπτεται το περιεχόμενο της μεταξύ τους επικοινωνίας, την μίσθωση διαμερισμάτων, καθώς και ευρύ διεθνές δίκτυο συνεργατών και πληροφοριοδοτών που τους εξασφάλιζε σημαντική βοήθεια σε κάθε στάδιο της διαδικασίας επιδίωκαν την επανειλημμένη τέλεση του κακουργήματος της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών εκ των οποίων προκύπτει σαφώς ο πορισμός εισοδήματος που υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη ότι η αξία της ως άνω ποσότητας ναρκωτικών στην μεν χονδρική αγορά κυμαίνεται από 32.000 έως 60.000 ευρώ το κιλό, στη δε τμηματική πώληση ανά γραμμάριο κυμαίνεται από 35.000 έως 120.000 ευρώ το κιλό. (Β2) Στον Πειραιά Αττικής, στις 17/11/2020, στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης αποθήκευσαν με σκοπό την εμπορία, ναρκωτικές ουσίες, κοκαΐνη, ενήργησαν δε κατ' επάγγελμα και το προσδοκώμενο όφελος του δράστη υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ και ειδικότερα, ο κατηγορούμενος ως μέλος της περιγραφόμενης υπό το στοιχείο (Α) της παρούσας απόφασης εγκληματικής οργάνωσης και ο E. S., ως διευθύνων αυτήν, αποθήκευσαν την ως άνω περιγραφόμενη ποσότητα κοκαΐνης στο επί της οδού ..., στην Αθήνα, διαμέρισμα β' ορόφου πολυκατοικίας. Ενήργησαν δε όχι ευκαιριακά, αλλά στο πλαίσιο της περιγραφόμενης υπό στοιχείο (Α) της παρούσας απόφασης εγκληματικής οργάνωσης και περαιτέρω υπό την υποδομή που είχαν αναπτύξει και ειδικότερα τη διάθεση υλικοτεχνικών μέσων, όπως μεγάλα χρηματικά ποσά τα οποία διέθεσαν για την αγορά κινητών τηλεφώνων που χρησιμοποιούσαν κρυπτογραφημένο λογισμικό προκειμένου να μην αποκαλύπτεται το περιεχόμενο της μεταξύ τους επικοινωνίας, την μίσθωση διαμερισμάτων, καθώς και ευρύ διεθνές δίκτυο συνεργατών και πληροφοριοδοτών που τους εξασφάλιζε σημαντική βοήθεια σε κάθε στάδιο της διαδικασίας επιδίωκαν την επανειλημμένη τέλεση του κακουργήματος της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών εκ των οποίων προκύπτει σαφώς ο πορισμός εισοδήματος που υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη ότι η αξία της ως ποσότητας ναρκωτικών στην μεν χονδρική αγορά κυμαίνεται από 32.000 έως 60.000 ευρώ το κιλό, στη δε τμηματική πώληση ανά γραμμάριο κυμαίνεται από 35.000 έως 120.000 ευρώ το κιλό. Γ) Στην Αθήνα, την 17/11/2020, ο κατηγορούμενος Δ. Π., κατείχε βαρύ όπλο μετά των φυσιγγίων και λοιπών εξαρτημάτων αυτού χωρίς να κατέχει άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου της κατοικίας του και ειδικότερα, κατελήφθη να κατέχει σε εσωτερική θήκη του παντελονιού του ένα (1) πιστόλι εργοστασίου κατασκευής GLOCK που έφερε σειριακό αριθμό ... και γεμιστήρα που περιείχε εννέα (9) φυσίγγια διαμετρήματος 9mm με διαστελλόμενα βλήματα τύπου "Hollow Point", των οποίων η διάθεση απαγορεύεται (αρ. 12 του Ν. 3944/2011) επί του οποίου είχε τοποθετηθεί μια (1) συσκευή λέιζερ - φακού που προοριζόταν για το φωτισμό του στόχου, καθώς και επιπλέον μια (1) γεμιστήρα φέρουσα δεκατρία (13) φυσίγγια διαμετρήματος 9mm με διαστελλόμενα βλήματα τύπου "Hollow Point". Δ) Στην Αθήνα, την 17/11/2020, ο κατηγορούμενος Δ. Π., κατείχε στιλέτο χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου της κατοικίας του, καθόσον δεν προοριζόταν για αλιεία, θήρα, τέχνη ή οικιακή, επαγγελματική ή άλλη συναφή χρήση και ειδικότερα, κατείχε ένα (1) αναδιπλούμενο μαχαίρι τύπου σουγιά, συνολικού μήκους λάμας 8εκ. και ένα (1) αναδιπλούμενο μαχαίρι τύπου σουγιά, συνολικού μήκους 8εκ. και μήκος λάμας 3,5εκ., χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, καθόσον δεν προοριζόταν για αλιεία, θήρα, τέχνη ή οικιακή, επαγγελματική ή άλλη συναφή χρήση.". Ακολούθως, επέβαλε στον κατηγορούμενο ήδη αναιρεσείοντα ποινή κάθειρξης έξι (6) ετών για την πράξη της συγκρότησης και ένταξης ως μέλος σε εγκληματική οργάνωση κατά συναυτουργία, κάθειρξης οκτώ (8) ετών για την πράξη της ιδιαίτερα διακεκριμένης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών (υπό την μορφή της κατοχής και της αποθήκευσης) τελεσθείσα κατ' επάγγελμα, με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ και στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης κατά συναυτουργία, (ως και ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών για την πράξη της διακεκριμένης περίπτωσης κατοχής βαρέως όπλου και ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους για την πράξη της κατοχής όπλου και δη μαχαιριών, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω) και στη συνέχεια συνολική ποινή κάθειρξης δέκα τριών (13) ετών και έξι (6) μηνών. Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν ενιαίο σύνολο, η προσβαλλόμενη απόφαση, αναφορικά με τις πράξεις α) συγκρότησης και ένταξης ως μέλος σε εγκληματική οργάνωση κατά συναυτουργία, και β)ιδιαίτερα διακεκριμένης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών με την μορφή κατοχής και αποθήκευσης, τελεσθείσα κατά επάγγελμα με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ και στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, κατά συναυτουργία- για τις οποίες και μόνον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση και ενδιαφέρουν εν προκειμένω, όπως προεκτέθηκε- περιέχει την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. επιβαλλόμενη, κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέπονται τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων, που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, της συγκρότησης και ένταξης ως μέλος σε επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή δράση εγκληματική οργάνωση κατά συναυτουργία και της ιδιαίτερα διακεκριμένης διακίνησης ναρκωτικών, με τις μορφές της κατοχής και αποθήκευσης, τελεσθείσας κατ'επάγγελμα, με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ και στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, κατά συναυτουργία, για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, με παράθεση όλων των στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή των εγκλημάτων αυτών. Παρατίθενται δε όλα τα κατά το είδος τους αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, τα οποία συνεκτίμησε το Δικαστήριο για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς επίσης και τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 δ.α', 27 παρ.1, 45, 68,76, 84 παρ. 2δ, 94, 187 παρ. 1, 463 παρ.4,5 του ν.ΠΚ και των άρθρων 1 παρ. 1,2 (Πιν. Β' αρ. 3) του ν. 3459/2006, άρθρ. 20 παρ. 1- 2, 22 παρ. 2 περ. β, 23 παρ. 2 περ. α', 40, 41 του ν. 4139/2013, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία, οπότε δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρεται ο τρόπος τέλεσης των ανωτέρω πράξεων κατά τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις και με ιδιαίτερες σκέψεις και λεπτομερειακή παράθεση των περιστατικών που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και την προσήκουσα κατά τούτο αιτιολογική επάρκεια θεμελιώνεται η στοιχειοθέτηση αντικειμενικώς και υποκειμενικώς των άνω εγκλημάτων. Ειδικότερα για το αδίκημα του άρθρου 187 παρ.1 Π.Κ., συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, στην προσβαλλομένη απόφαση παρατίθενται όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν την νομοτυπική του ανωτέρω εγκλήματος, που είναι υπαλλακτικώς μικτό και το στοιχειοθετούν, και ειδικότερα, με τις παραδοχές της πληρούνται τα τρία κριτήρια (εννοιολογικά γνωρίσματα), που συνθέτουν την εικόνα της εγκληματικής οργάνωσης, ήτοι το ποιοτικό δηλαδή επιχειρησιακά δομημένη οργάνωση, το ποσοτικό δηλαδή τρία ή περισσότερα πρόσωπα και το χρονικό δηλαδή διάρκεια εγκληματικής δράσης. Πιο συγκεκριμένα στις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης διαλαμβάνεται η "επιχειρησιακά" δομημένη και με διαρκή "εγκληματική" δράση οργάνωση, καθώς και ο επιδιωκόμενος σκοπός και ο συνολικός (ενιαίος) δόλος, του αναιρεσείοντος και των αναφερομένων λοιπών, πέραν των τριών προσώπων, για την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, χωρίς να είναι αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή εκάστου μέλους σε επί μέρους πράξεις, οι οποίες άγουν στην επίτευξη του σκοπού της οργάνωσης, όσα δε αντίθετα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων με τους πρώτο και δεύτερο πρόσθετους λόγους αναίρεσης είναι αβάσιμα. Ειδικότερα, εκτίθεται ότι ο αναιρεσείων και τα αναφερόμενα λοιπά, πέραν των τριών, πρόσωπα, μέλη πολυπρόσωπου διεθνούς κυκλώματος διακίνησης μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών, διαφορετικής μεταξύ τους εθνικότητας, ευρισκόμενα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην αλλοδαπή, μεταξύ των οποίων ήταν ο συγκατηγορούμενός του E. S., οι F. D. J. και A. N. M., πλοίαρχος και πρώτος μηχανικός, αντίστοιχα του εμπορικού πλοίου "...", ένας Κοσοβάρος συνεργάτης του S., που διοργάνωνε τις αποστολές κοκαΐνης από την Λατινική Αμερική όπου διέμενε, ένας άνδρας μελαχρινός, αδύνατος, με ύψος 1,75 αγνώστων στοιχείων, ένας άνδρας αλβανικής υπηκοότητας 45 ετών, με ύψος 1,85, μελαχρινός που μιλούσε καλά ελληνικά, αγνώστων στοιχείων, μια γυναίκα με βουλγάρικη προφορά, αγνώστων λοιπών στοιχείων και έτεροι άγνωστοι δράστες (μη διάδικοι στην παρούσα αναιρετική δίκη), συγκρότησαν ομάδα με διαρκή δράση, στην οποία εντάχθηκαν ως μέλη, ότι η ομάδα αυτή ήταν επιχειρησιακά δομημένη με κατανεμημένες αρμοδιότητες μεταξύ των μελών της, τα οποία δεν είχαν ενωθεί ευκαιριακά, αλλά με σκοπό την σε βάθος χρόνου τέλεση του εγκλήματος της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Αναφέρεται επίσης με την απαιτούμενη σαφήνεια και πληρότητα η συνδρομή του χρονικού κριτηρίου της διάρκειας δράσης της ως άνω οργάνωσης με τις παραδοχές "σε μη επακριβώς προσδιορισθέντα χρόνο, σε κάθε δε περίπτωση κατά το τελευταίο τουλάχιστον δίμηνο μέχρι την 18-11-2020", συγκροτηθείσας πάντως, κατά τις σαφείς και επαρκώς αιτιολογημένες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, με σκοπό την τέλεση σε βάθος χρόνου αόριστου αριθμού διακεκριμένων κακουργημάτων που προβλέπονται στη νομοθεσία περί ναρκωτικών και την επίτευξη οικονομικού οφέλους των μελών της, τα οποία είχαν διακριτούς ρόλους και ιεραρχική διάρθρωση, επιδιώκοντας οικονομικό όφελος με τη διακίνηση με τις μορφές εισαγωγής, αγοράς, κατοχής, μεταφοράς, μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών κυρίως κοκαΐνης από τις χώρες παραγωγής τους στη Λατινική Αμερική, όπως είναι το Εκουαδόρ, σε χώρες της Ευρώπης, μέσω διαφόρων ευρωπαϊκών λιμένων και στην ελληνική επικράτεια, μέσω του λιμένα του Πειραιά, με τη χρήση εμπορευματοκιβωτίων που μεταφέρονταν με πλοία και περιείχαν νόμιμα εμπορεύματα, με τη συνεργασία μεταξύ των μελών αυτής και με τη στρατολόγηση προσώπων που είχαν ακώλυτη και ελεύθερη πρόσβαση στις τελωνειακές ζώνες φύλαξης των εμπορευματοκιβωτίων προκειμένου αυτά να αναλαμβάνουν για λογαριασμό τους την μεταφορά και την παράδοση των ναρκωτικών σε υποδεικνυόμενα σημεία, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που προβάλλονται με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο αναίρεσης είναι αβάσιμες. Ακόμη, περιγράφεται και αιτιολογείται με πληρότητα και επάρκεια ο τρόπος δράσης της οργάνωσης στα πλαίσια προμελετημένου εγκληματικού σχεδίου, υπό την διεύθυνση και καθοδήγηση του συγκατηγορουμένου του αναιρεσείοντος, φυγόδικου E. S., καθώς και ο επιδιωκόμενος σκοπός και ο συνολικός (ενιαίος) δόλος του αναιρεσείοντος και των ως άνω μελών για την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων διακίνησης ναρκωτικών, χωρίς να είναι αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή εκάστου μέλους σε επί μέρους πράξεις, οι οποίες άγουν στην επίτευξη του σκοπού της οργάνωσης, όπως προεκτέθηκε στη σχετική νομική σκέψη. Περαιτέρω, εκτίθενται και αιτιολογούνται με επάρκεια οι διακριτοί ρόλοι του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος και των λοιπών μελών στην συγκρότηση, οργάνωση και λειτουργία της ως άνω εγκληματικής οργάνωσης, η οποία θα ήταν αδύνατη χωρίς τη συμμετοχή τους, ενώ επισημαίνεται η υποβολή των μελών σε πειθαρχία και υποταγή σε εσωτερικούς κανονισμούς και κυρώσεις. Με αιτιολογική επάρκεια εκτίθεται, επίσης, ότι η εν λόγω οργάνωση διέθετε προηγμένα υλικοτεχνικά μέσα, αφού τα μέλη της χρησιμοποιούσαν για τη μεταξύ τους επικοινωνία κινητά τηλέφωνα τύπου SΚΥ με κρυπτογραφημένο λογισμικό, που δεν δύναται να ανιχνευτεί από τις αρμόδιες αρχές του Κράτους, και ευρύ διεθνές δίκτυο συνεργατών και πληροφοριοδοτών στην αλλοδαπή και στην Ελλάδα, που τους εξασφάλιζε σημαντική βοήθεια σε κάθε στάδιο της όλης διαδικασίας για την διάπραξη του επιδιωκόμενου ανωτέρω κακουργήματος, που στόχευαν προκειμένου να αποκομίσουν οικονομικό όφελος. Ουδεμία δε ασάφεια ή αντίφαση δημιουργείται από την παραδοχή, στο σκεπτικό και στο διατακτικό, και των δύο τρόπων τέλεσης του εγκλήματος, ήτοι συγκρότηση και ένταξη (σωρευτικά), ενόψει του χαρακτήρα του εγκλήματος αυτού, σύμφωνα με τη προεκτεθείσα σχετική νομική σκέψη, ως υπαλλακτικώς μικτού, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που προβάλλονται με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης είναι αβάσιμες. Κατόπιν τούτων, το δικάσαν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν υπέπεσε στις από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε' πλημμέλειες και οι πρώτος και δεύτερος πρόσθετοι λόγοι της αναίρεσης με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 187 παρ.1 Π.Κ. και έλλειψη νόμιμης βάσης, ως προς την καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας αναφορικά με το αδίκημα της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση κατά συναυτουργία, είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις, που περιέχονται διάσπαρτες στους ίδιους λόγους και αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, συνιστώσες αμφισβήτηση των ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της, είναι απαράδεκτες, αφού, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττουν ανεπιτρέπτως την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Πλέον συγκεκριμένα, η προβαλλόμενη από τον αναιρεσείοντα αντίθεση, κατ' αυτόν, των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης προς τις επισημαινόμενες με τους ως άνω λόγους μαρτυρικές καταθέσεις και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, με παράθεση σκέψεων και συλλογισμών του που κατά την άποψή του οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα από εκείνα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο τα ουσίας και αιτιάσεων που αποτελούν επιχειρήματα προς απόσειση της ενοχή του και αμφισβήτηση των σε βάρος του ουσιαστικών παραδοχών της καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της, δεν αποτελεί αναιρετική πλημμέλεια με την έννοια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά πλήττει την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Άλλωστε, ως αντίφαση, η οποία συνεπάγεται έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, νοείται η προκύπτουσα είτε μεταξύ των εκτιθέμενων στο σκεπτικό της απόφασης είτε μεταξύ των τελευταίων και εκείνων που αναφέρονται στο διατακτικό αυτής και όχι η τυχόν αντίθεση ορισμένων αποδεικτικών μέσων προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της απόφασης, καθόσον το τελευταίο ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ελέγχεται αναιρετικά. Περαιτέρω, για το αδίκημα της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών διαλαμβάνονται στην απόφαση ο τόπος, χρόνος, τρόπος δράσης και οι ακριβείς περιστάσεις και συνθήκες τέλεσης από τον αναιρεσείοντα της ως άνω πράξης της ιδιαίτερα διακεκριμένης περίπτωσης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών από κοινού και κατ' επάγγελμα με επιδιωχθέν περιουσιακό όφελος άνω των 75.000 ευρώ και στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, με την παράθεση πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν τις παραδοχές της απόφασης και αιτιολογείται επαρκώς η συνδρομή των εν λόγω περιστάσεων. Παρατίθενται δε στην απόφαση όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν τη νομοτυπική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, τελεσθέντος κατά συναυτουργία, υπό τις μορφές της κατοχής και της αποθήκευσης, στην τετελεσμένη μορφή τους, που δέχθηκε το Δικαστήριο και για τις οποίες καταδίκασε τον αναιρεσείοντα. Επίσης, το Δικαστήριο της ουσίας εκθέτει στην ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφασή του, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, που ανελέγκτως έκρινε ότι αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, με βάση τα οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και την διάταξη της παρ. 2 περ. α' του άρθρου 23 Ν. 4139/2013, με την οποία προβλέπεται η διακεκριμένη περίπτωση της ενέργειας του δράστη κατ' επάγγελμα με προσδοκώμενο όφελος που υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000,00) ευρώ, αφού στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αιτιολογείται με σαφήνεια και πληρότητα η συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της κατ' επάγγελμα τέλεσης της πράξης της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει ο αναιρεσείων, με την παράθεση πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τις παραδοχές της απόφασης, ήτοι την προηγούμενη καταδίκη του για πράξη διακίνησης ναρκωτικών, το σκοπό πορισμού εισοδήματος, την πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, την οργάνωση και το συντονισμό των ενεργειών του, σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις συνθήκες τέλεσης της πράξης στα πλαίσια εγκληματικής οργάνωσης, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις που προβάλλονται με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης προσάπτοντας στην προσβαλλομένη τις από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ'και Ε' ΚΠΔ σχετικές πλημμέλειες, είναι αβάσιμες. Ειδικότερα εκτίθεται με σαφήνεια, πληρότητα και αιτιολογική επάρκεια ότι από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης από τον αναιρεσείοντα, που είχε και άλλη φορά διαπράξει το αυτό αδίκημα, της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών υπό τη μορφή της απόπειρας μεταφοράς πενήντα (50) κιλών κοκαΐνης από το Εκουαδόρ στη Γερμανία καθώς και της αγοράς και μεταπώλησης δυόμιση (2,5) κιλών περίπου κοκαΐνης στη γερμανική επικράτεια κατά το χρονικό διάστημα 2014-2015 και είχε καταδικαστεί από τα Γερμανικά δικαστήρια σε ποινή φυλάκισης έξι (6) ετών, αλλά και από την αναπτυχθείσα εκ μέρους του υποδομή, την οποία είχε διαμορφώσει στα πλαίσια της ανωτέρω εγκληματικής οργάνωσης και τα χρησιμοποιούμενα μέσα (ενασχόληση με τη διακίνηση και τον έλεγχο κινητών τηλεφώνων SKY, των οποίων οι επικοινωνίες δεν μπορούν να εντοπισθούν ή να καταγραφούν από τα συστήματα που διαθέτουν οι αρμόδιες διωκτικές αρχές και τα οποία χρησιμοποιούνται κατά κόρον από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες για να μην εντοπίζονται οι μεταξύ τους παράνομες επικοινωνίες, μίσθωση του AIR BNB διαμερίσματος δήθεν για την εμπορική του δραστηριότητα, συνεχής επικοινωνία του μέσω των τηλεφώνων SKY με άλλα μέλη του κυκλώματος, η εκ μέρους του λήψη μέτρων προφύλαξης με την κατοχή στιλέτου και όπλου - πιστολιού, βαρέως τύπου, η κατοχή μηχανήματος καταμέτρησης χρημάτων, η κατοχή μεγάλου αριθμού καρτών SIM και κινητών τηλεφώνων καθώς και μιας ηλεκτρικής μηχανής συσκευασίας για την αφαίρεση του αέρα από τις δεσμίδες των χρημάτων που θα του κατέβαλαν οι παραλήπτες των ναρκωτικών), προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος και τέλεση του προκειμένου αδικήματος κατ' επάγγελμα. Τέλος, εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα ότι η αξία των κατασχεθεισών ποσοτήτων κοκαΐνης, που κατείχε και αποθήκευσε ο αναιρεσείων από κοινού με τον ως άνω συγκατηγορούμενό του, των διακοσίων πενήντα τεσσάρων (254) κιλών και τετρακοσίων ενενήντα πέντε (495) γραμμαρίων, ανέρχεται στην μεν χονδρική αγορά από 32.000 έως 60.000 ευρώ το κιλό, στη δε τμηματική πώληση ανά γραμμάριο από 35.000 έως 120.000 ευρώ το κιλό, ώστε το προκύπτον και προσδοκώμενο όφελος από την διακίνηση αυτών υπερβαίνει αυτό των 75.000 ευρώ- χωρίς να είναι αναγκαίο για την πληρότητα των ανωτέρω παραδοχών να προσδιοριστεί ο αριθμός των συμμετεχόντων στη διακίνηση της ανωτέρω ναρκωτικής ουσίας και ο επιμερισμός του οφέλους στους συμμετέχοντες- και σαφώς εμπεριέχει σκοπό πορισμού εισοδήματος από αυτούς, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που προβάλλονται με τον ίδιο ως άνω τέταρτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης είναι αβάσιμες. Ακόμη, με αιτιολογική επάρκεια, πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά και κατ' ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ο αναιρεσείων τις προαναφερόμενες ναρκωτικές ουσίες κατείχε, υπό την έννοια της φυσικής εξουσίασης και της ανά πάσα στιγμή δυνατότητάς του να διαπιστώνει την ύπαρξή τους και να τις διαθέτει περαιτέρω σε τρίτους κατά βούλησή του, σε χώρο εξουσιαζόμενο άμεσα και αποκλειστικά από τον ίδιο, εντός του επί της οδού ... AIR BNB διαμερίσματος, 2ου ορόφου, μισθωμένου για το σκοπό αυτό στο όνομά του για το χρονικό διάστημα από 15-11-2020 έως 25-11-2020, αφού τις παρέλαβε από τους μάρτυρες κατηγορίας-αστυνομικούς Σ. Κ. και Α. Λ., υπηρετούντες στο Τμήμα Γενικών Υποθέσεων της Υποδιεύθυνσης Ναρκωτικών Θεσσαλονίκης, οι οποίοι ενεργούσαν στο πλαίσιο νόμιμα διενεργούμενης ανακριτικής διείσδυσης, με τη χρήση των κωδικών ονομάτων «Ά.» και «Ά.», αναμένοντάς τους έμπροσθεν της ως άνω πολυκατοικίας βαριά οπλισμένος και αφού τις καταμέτρησε εν συνεχεία ζήτησε να μεταφερθούν εντός του εν λόγω διαμερίσματος, το οποίο υπέδειξε, έχοντας ο ίδιος προηγηθεί κατά την ανάβαση, ακολούθως δε και αφού μεταφέρθηκαν και οι έξι (6) σάκοι (τσουβάλια) φωτογράφησε αυτούς με το κινητό του τηλέφωνο και στη συνέχεια τη φωτογραφία αυτή προώθησε στο "group" του κυκλώματος προκειμένου να διασφαλιστεί από τα μέλη του κυκλώματος η παραλαβή των ναρκωτικών από τον ίδιο, στην ποσότητα που αυτά είχαν σταλεί και να ειδοποιηθούν άλλα μέλη του κυκλώματος για να τα παραλάβουν, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που προβάλλονται με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης είναι αβάσιμες. Διαλαμβάνεται, επίσης, με αιτιολογική επάρκεια ότι τις ναρκωτικές αυτές ουσίες αποθήκευσε εκεί προς φύλαξη, με πρόσθετους όρους ασφαλείας, αφού μόνον αυτός διέθετε κλειδιά και είχε ακώλυτη πρόσβαση στον ως άνω χώρο, ώστε να έχει τη δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να τις αναλάβει για περαιτέρω διακίνησή τους με σκοπό την εμπορία και ότι μετά την τοποθέτηση όλων των σάκων οι αστυνομικοί του δήλωσαν την ιδιότητά τους, τον ακινητοποίησαν και τον συνέλαβαν, ενώ ταυτόχρονα προέβησαν και σε κατάσχεση των ναρκωτικών που είχαν μεταφέρει και τοποθετήσει καθ' υπόδειξή του στο μισθωμένο από αυτόν διαμέρισμα, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που προβάλλονται με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, είναι αβάσιμες. Ορθά δε, σύμφωνα με τις προηγηθείσες αναπτύξεις, και με πλήρη και σαφή αιτιολογία, χωρίς κενά ή αντιφάσεις, το δικάσαν Δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε ότι ουδόλως αναιρείται η εκ μέρους του διάπραξη του αποδιδόμενου εγκλήματος της διακίνησης ναρκωτικών τόσο υπό την μορφή της τετελεσμένης κατοχής όσο και υπό την μορφή της τετελεσμένης αποθήκευσης, από το γεγονός ότι αυτές έλαβαν χώρα για μικρό χρονικό διάστημα δοθέντος ότι οι ενεργούντες στο πλαίσιο της νόμιμα διαταχθείσας και διενεργηθείσας ανακριτικής διείσδυσης αστυνομικοί δήλωσαν την ιδιότητά τους και τον συνέλαβαν μετά πάροδο κάποιων λεπτών από την τοποθέτηση και του τελευταίου σάκου, διαλαμβάνοντας στην προσβαλλόμενη απόφασή του την σαφή παραδοχή ότι η εκ μέρους του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών, έστω και αν δεν είχε μεγάλη διάρκεια, ήταν πραγματική, καθώς η φυσική εξουσίαση δεν πληρούται μόνο με τη σωματική επαφή, όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων, αλλά αρκεί ότι αυτός βρέθηκε, έστω και για μικρό χρονικό διάστημα σε τοπική εγγύτητα προς την συγκεκριμένη ποσότητα των ναρκωτικών η οποία (εγγύτητα) οριστικοποιήθηκε με την εισαγωγή και εναπόθεση των ναρκωτικών στο μισθωμένο από αυτόν διαμέρισμα και του επέτρεπε έτσι ανά πάσα στιγμή να τα διαθέτει κατά βούληση, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που προβάλλονται με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης είναι αβάσιμες. Μάλιστα δε κατά τις σαφείς παραδοχές της απόφασης, εντός του ως άνω χρονικού διαστήματος, αυτός, όχι μόνο βρέθηκε σε τοπική εγγύτητα με τα ναρκωτικά, αλλά προέβη και σε καταμέτρηση των τσουβαλιών, τα φωτογράφησε με το κινητό του τηλέφωνο και απέστειλε τη φωτογραφία πάραυτα στο "group" του κυκλώματος προκειμένου να ενημερωθούν τα μέλη του κυκλώματος και να στείλουν άλλα μέλη του για να τα παραλάβουν, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που προβάλλονται, επίσης, με τους τέταρτο και πέμπτο λόγο αναίρεσης, είναι αβάσιμες. Ουδεμία δε αντίφαση εμφιλοχώρησε μεταξύ της παραδοχής αυτής της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι δηλαδή η επίδικη ποσότητα ναρκωτικών ουσιών τέθηκε για μικρό χρονικό διάστημα υπό την φυσική του εξουσίαση, κατά το οποίο είχε τη δυνατότητα της διάθεσής κατά τη βούλησή του, και των παραδοχών της ότι η επίδικη ποσότητα ναρκωτικής ουσίας βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο των αστυνομικών αρχών ήδη από την προηγούμενη της σύλληψής του ημέρα, ήτοι από τις 16-11-2020, δεδομένου ότι το τελευταίο έλαβε χώρα στο πλαίσιο της νόμιμα διενεργηθείσας ανακριτικής διείσδυσης, η διαδικασία όμως αυτή, σκοπούσα στην εξακρίβωση της ταυτότητας και στη σύλληψη των εμπλεκομένων στην παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, εντάσσεται στο δικονομικό δίκαιο και δεν διαφοροποιεί τους όρους διάπραξης του εγκλήματος, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που επίσης προβάλλονται με τους τέταρτο και πέμπτο λόγο αναίρεσης, είναι αβάσιμες. Ακόμη, αβάσιμη είναι και η αιτίαση του αναιρεσείοντος, που προβάλλεται με τους τρίτο και τέταρτο λόγους αναίρεσης ότι η παραδοχή του Δικαστηρίου πως η επίδικη ποσότητα ναρκωτικών τέθηκε για μικρό χρονικό διάστημα υπό την φυσική εξουσίασή του, αντιφάσκει με την παραδοχή ότι η σύλληψή του πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονα με την εναπόθεση του τελευταίου τσουβαλιού περιέχοντος ναρκωτικά στο έδαφος του διαμερίσματος που αυτός μίσθωνε χωρίς να μεσολαβήσει ούτε ο ελάχιστος χρόνος ώστε να μπορεί να στοιχειοθετηθεί η κατοχή του επί της ποσότητας αυτής, ως στηριζόμενη επί εσφαλμένης προυπόθεσης. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο δεν διέλαβε τέτοια παραδοχή αλλά δέχτηκε ότι "Μετά την τοποθέτηση όλων των τσουβαλιών, οι αστυνομικοί του δήλωσαν την ιδιότητά τους, τον ακινητοποίησαν και τον συνέλαβαν, ενώ ταυτόχρονα προέβησαν και σε κατάσχεση των ναρκωτικών ουσιών που είχαν τοποθετήσει μέσα στο μισθωμένο από αυτόν διαμέρισμα" και "οι αστυνομικοί δήλωσαν την ιδιότητά τους και τον συνέλαβαν μετά πάροδο κάποιων λεπτών από την τοποθέτηση και του τελευταίου τσουβαλιού" (σελ.254, 260 της προσβαλλόμενης απόφασης). Περαιτέρω, με τις παραπάνω παραδοχές της (δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά), με επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατ' ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 20 του Ν. 4139/2013 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 42 και 43 παρ. 1 ΠΚ, αιτιολογείται η τέλεση από τον αναιρεσείοντα της ως άνω πράξης της διακίνησης ναρκωτικών υπό την μορφή της τετελεσμένης κατοχής και της τετελεσμένης αποθήκευσης, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που προβάλλονται με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους αναίρεσης, είναι αβάσιμες. Επιπροσθέτως, με πλήρη και σαφή αιτιολογία, κατ' ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμος από το δικάσαν Εφετείο ο προβληθείς αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι η μετάβασή του στο διαμέρισμα της ... και η στιγμιαία και εξ αποστάσεως επαφή του με τα επίδικα κλειστά τσουβάλια χωρίς την παραμικρή επισκόπηση του περιεχομένου τους ή υλική αφή τους, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απόπειρα, πλην όμως η απόπειρα αυτή θα ήταν προδήλως απρόσφορη, αφού η επίδικη ποσότητα είχε ήδη κατασχεθεί από τους αστυνομικούς μια ημέρα πριν την παραλαβή τους από τον ίδιο. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό με την ειδικώς αιτιολογημένη και χωρίς αντιφάσεις παραδοχή ότι "πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσία αβάσιμος, καθόσον όπως αποδείχθηκε η ποσότητα των ναρκωτικών κατασχέθηκε μέσα στο μισθωμένο από τον κατηγορούμενο διαμέρισμα μετά την τοποθέτηση όλων των τσουβαλιών σε αυτό και αφού οι αστυνομικοί δήλωσαν στον κατηγορούμενο την ιδιότητά τους, τον ακινητοποίησαν και τον συνέλαβαν (βλ. και την από 17-11-2020 έκθεση κατ' οίκον έρευνας και κατάσχεσης σε καιρό ημέρας ΚΠΔ του Υπαστυνόμου Α' Δήμου Τ., που υπηρετεί στο Τμήμα Γενικών Υποθέσεων της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ναρκωτικών Θεσσαλονίκης"- σελ.261 της προσβαλλόμενης απόφασης), οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που προβάλλονται με τους ίδιους ως άνω πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους αναίρεσης, είναι αβάσιμες. Αβάσιμη, επίσης, είναι και η ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντος που προβάλλεται με τον ίδιο δεύτερο λόγο αναίρεσης, ότι το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, υπέπεσε στην πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 20 Ν. 4139/2013 σε συνδυασμό με το άρθρο 42 ΠΚ αφού, όπως υποστηρίζει, ενόψει της ρητής παραδοχής της απόφασης στη μείζονα πρότασή της ότι στην περίπτωση που η επίδικη ποσότητα έχει εισαχθεί σε κάποια σφαίρα εξουσίασης του φερόμενου ως δράστη χωρίς όμως να έχει οριστικοποιηθεί επ' αυτής η φυσική εξουσίαση για λόγους ανεξάρτητους της θέλησής του στοιχειοθετείται απόπειρα και όχι τετελεσμένη κατοχή ναρκωτικών ουσιών, ευχερώς προκύπτει ότι στην προκειμένη περίπτωση το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δεχόμενο ότι η αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη συμπεριφορά συνιστά τετελεσμένη κατοχή ναρκωτικών ουσιών και όχι απόπειρα, εσφαλμένως εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρο 20 παρ. 1 Ν 4139/2013 σε συνδυασμό με το άρθρο 42 ΠΚ οπότε η απόφαση τυγχάνει αναιρετέα λόγω εσφαλμένης εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων. Είναι δε αβάσιμη, ως στηριζόμενη σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον το δικάσαν Δικαστήριο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν διέλαβε στο σκεπτικό του τέτοια παραδοχή (δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά), καταδίκασε δε τον αναιρεσείοντα για διακίνηση ναρκωτικών με τη μορφή της τετελεσμένης κατοχής, διαλαμβάνοντας σαφείς περί τούτου παραδοχές και απορρίπτοντας αιτιολογημένα τον ισχυρισμό του περί απόπειρας και δη απρόσφορης. Πρέπει δε να σημειωθεί επιπροσθέτως, ότι ακόμη και στην περίπτωση που το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο αποτελεί την ουσία της, είναι ορθό, εσφαλμένη δε μόνο η νομική σκέψη, με την οποία ο δικαστής κατέληξε σε αυτό, ο Άρειος Πάγος υποκαθιστά σ' αυτήν την ορθή αιτιολογία και δεν αναιρεί την απόφαση, όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων, καθόσον την νομική ατέλεια ή ανεπάρκεια των νομικών σκέψεων δύναται να αναπληρώσει ο Άρειος Πάγος με βάση πάντοτε τα δεκτά γενόμενα από την απόφαση πραγματικά περιστατικά, περίπτωση όμως που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Ακόμη, το δικάσαν Δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα ειδικά μνημονευόμενα στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης κατ' είδος αποδεικτικά μέσα (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, έγγραφα μεταξύ των οποίων και φωτογραφίες που επισκοπήθηκαν, εκθέσεις εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, απολογία κατηγορουμένου), χωρίς να εξαιρέσει κανένα από αυτά, και χωρίς να προβεί σε επιλεκτική αξιολόγησή τους. Ειδικότερα λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν για την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, όλα τα αποδεικτικά μέσα, που προαναφέρθηκαν, κατέληξε δε στην καταδικαστική του κρίση μετά από επιμελή έρευνα, αξιολόγηση και αξιοποίησή τους, προκειμένου να εξακριβωθεί η αλήθεια, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠοινΔ., και τα άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), από τα οποία απορρέει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Δεν ήταν δε αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης απόφασης, να διευκρινίζεται με αναλυτική παράθεσή τους από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή, ούτε να γίνεται ειδική μνεία του τί προέκυψε από το καθένα από αυτά ή προσδιορισμός της αποδεικτικής βαρύτητας εκάστου, ούτε επίσης να γίνεται συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση και εκτίμηση του περιεχομένου τους, αφού ουδόλως συνάγεται ότι το δικάσαν δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης περιορίσθηκε επιλεκτικά σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα και αγνόησε τα υπόλοιπα. Από το όλο δε περιεχόμενο της απόφασης καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι λήφθηκαν υπόψη, συνεκτιμήθηκαν και αξιολογήθηκαν μεταξύ των αποδεικτικών αυτών μέσων και τα επισημαινόμενα στο δικόγραφο της αναίρεσης. Εξάλλου, για τη βεβαιότητα ότι δεν αγνοήθηκαν τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα που διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο, αρκεί ότι αυτά, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αναφέρονται κατά το είδος και την κατηγορία τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερου προσδιορισμού τους και μνείας του τί προέκυψε από αυτά, το δε γεγονός, ότι δεν έγινε δεκτό το περιεχόμενό τους ή ότι το Δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε μείζονα αποδεικτική βαρύτητα σε άλλα στοιχεία, που προέκυψαν από τις αποδείξεις, δεν σημαίνει, ότι για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης περιορίστηκε επιλεκτικά σε ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα και αγνόησε ή δεν συνεκτίμησε τα υπόλοιπα, σαφώς δε συνάγεται ότι τα έλαβε υπόψη του στο σύνολό τους, αφού δεν εξαίρεσε κανένα, καταλήγοντας κυριαρχικά στην καταδικαστική του κρίση. Καθόσον αφορά τους αρνητικούς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, που αποτελούν αμφισβήτηση της συνδρομής των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε, και τα συναφή με αυτούς επιχειρήματά του, δεν απαιτείτο ιδιαίτερη αιτιολογία για την απόρριψή τους. Ωστόσο, εκτίθεται στην προσβαλλομένη ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αβάσιμοι κατά τις επιμέρους περιλαμβανόμενες αιτιολογίες, ιδίως δε διέλαβε για την απορριπτική κρίση του την σαφή και επαρκή αιτιολογία που προεκτέθηκε. Επίσης, ως προς τους αυτοτελείς ισχυρισμούς με συγκεκριμένη αναφορά στα αποδεικτικά μέσα αιτιολόγησε τις παραδοχές του και την καταδικαστική του κρίση και απάντησε αιτιολογημένα, λαμβάνοντας αντίθετη θέση, την οποία με επάρκεια και πληρότητα αιτιολόγησε. Ειδικότερα, με πλήρη και σαφή αιτιολογία, ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο, απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου ήδη αναιρεσείοντος περί αναγνώρισης σ' αυτόν της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 27 του Ν. 4139/2013, αλλά και αυτούς περί υπέρβασης των ορίων της αστυνομικής συγκεκαλυμμένης δράσης και περί μη τήρησης των νομίμων προϋποθέσεων ελεγχόμενης μεταφοράς ναρκωτικών και ως εκ της ακυρότητας των ανακριτικών αυτών πράξεων ανεπίτρεπτη αποδεικτική αξιοποίηση των συλλεγέντων στοιχείων σε βάρος του και προσβολή των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του και της δίκαιης δίκης, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που προβάλλονται με τους πέμπτο πρόσθετο λόγο, τρίτο πρόσθετο λόγο και έκτο αναιρετικό λόγο του κύριου δικογράφου, αντίστοιχα, προσάπτοντας στην προσβαλλομένη τις από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α', Δ' και Ε' πλημμέλειες, είναι αβάσιμες. Ειδικότερα με ορθές και πλήρως αιτιολογημένες, σαφείς και χωρίς κενά ή αντιφάσεις, σκέψεις δέχτηκε: Α) σε σχέση με τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 27 του Ν. 4139/2013, ότι αυτός ήταν αβάσιμος, διότι, εφόσον ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε υπαίτιος διάπραξης της προβλεπόμενης στο άρθρο 23 του Ν. 4139/2013 ιδιαίτερα διακεκριμένης περίπτωσης διακίνησης ναρκωτικών, δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής η ελαφρυντική αυτή περίσταση αφού δεν συνέτρεχε μια εκ των ουσιαστικών προϋποθέσεων που προβλέπεται στη εν λόγω διάταξη και συγκεκριμένα να πρόκειται για έγκλημα διακίνησης προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 20 έως και 22 του Ν. 4139/2013 και ότι σε περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ερμηνευτικά ότι το άρθρο 27 του ως άνω νόμου έχει εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 23 του ίδιου Νόμου (όπως αρχικά είχε προβλεφθεί στο σχέδιο του Νόμου περί Ναρκωτικών), τότε ο παραπάνω ισχυρισμός θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτος, καθόσον δεν προκύπτει ότι τηρήθηκε η τυπική προϋπόθεση που αναφέρεται στην παρ. 4 του άρθρου 27 και συγκεκριμένα η διαδικασία που τηρείται υποχρεωτικά στην περίπτωση αυτή, ήτοι η αποτύπωση των παρεχόμενων υπό του κατηγορουμένου πληροφοριών σε έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα, συντασσόμενη κατ' άρθρο 148 ΚΠΔ, η οποία αποστέλλεται στη συνέχεια στον εποπτεύοντα τις υποθέσεις ναρκωτικών εισαγγελέα εφετών προκειμένου να λάβει γνώση. Έτσι το Δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλομένη απόφασή του απέρριψε το αίτημα του αναιρεσείοντος να αναγνωριστεί ότι συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προβλεπόμενες από το άρθρο 27 του ν. 4139/2013 διατάξεις, με το σκεπτικό που ήδη προεκτέθηκε. Με όσα, κατά τα ανωτέρω, δέχθηκε το Δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτούμενη από τις προεκτεθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα εν λόγω περιστατικά και οι συλλογισμοί τους, με βάση τους οποίους κατ'ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου έκανε την υπαγωγή τους στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 27 του ν. 4139/2013, την οποία δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Το πιο πάνω αίτημα ορθώς και με αιτιολογική επάρκεια κρίθηκε πρωτίστως ως αβάσιμο, σε κάθε δε περίπτωση απορριπτέο ως απαράδεκτο, λόγω μη τήρησης της ως άνω αναγκαίας τυπικής προϋπόθεσης κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που προβάλλονται με τον ίδιο πέμπτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης με επίκληση προς εδραίωση του ισχυρισμού του τις καταθέσεις του Σ. Κ., είναι αβάσιμες διότι οι καταθέσεις αυτές δεν πληρούν την απαίτηση του νόμου, ο οποίος κάνει λόγο για ένορκη κατάθεση του μεταμεληθέντος. Ενόψει αυτών, ο σχετικός πέμπτος πρόσθετος αναιρετικός λόγος από το άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ευθεία και εκ πλαγίου της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 27 του Ν.4139/2013 και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Β) Σε σχέση με τους δεύτερο και τρίτο ισχυρισμούς -αιτήματα για ακυρότητα των ανακριτικών πράξεων λόγω υπέρβασης των ορίων της αστυνομικής συγκεκαλυμμένης δράσης και λόγω μη τήρησης των νομίμων προϋποθέσεων ελεγχόμενης μεταφοράς των ναρκωτικών και ως τούτου ανεπίτρεπτη κατά τον αναιρεσείοντα αποδεικτική αξιοποίηση των ευρημάτων τους (καταθέσεις μαρτύρων αστυνομικών Σ.. Κ. και Α..Λ. κλπ) σε βάρος του, το Δικαστήριο για την απορριπτική του κρίση διέλαβε το ακόλουθο σκεπτικό: "Περαιτέρω, απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί υπέρβασης των ορίων της προβλεπομένης στις διατάξεις των άρθρων 28 του Ν. 4139/20.3.2013 και 254 § 3 ΚΠΔ κεκαλυμμένης αστυνομικής δράσης, διότι εξ ουδενός αποδεικτικού στοιχείου αποδείχθηκε ότι υπήρξε οιαδήποτε υπέρβαση. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι λόγω των πληροφοριών που υπήρχαν στην Υποδιεύθυνση Δίωξης Ναρκωτικών Θεσσαλονίκης με τη συνεργασία του γραφείου D.E.A. Αθηνών για διεθνές κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, το οποίο επρόκειτο να εισάγει μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών ουσιών στην ελληνική επικράτεια, αυτός (ο κατηγορούμενος) αρχικά, περί τον Σεπτέμβριο του 2020, παρακολουθείτο νόμιμα, με φυσική - διακριτική παρακολούθηση, όπως προβλέπεται στις περιπτώσεις αυτές, από κλιμάκιο της παραπάνω Υπηρεσίας, χωρίς ουδεμία επαφή με τους αστυνομικούς της ως άνω Υποδιεύθυνσης (βλ. κατάθεση αστυνομικού Σ.. Κ. ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου), η πρωτοβουλία δε για την τέλεση της ως άνω εγκληματικής πράξης ανήκε αποκλειστικά στον ίδιο τον κατηγορούμενο και ήταν προαποφασισμένη, με την έννοια ότι θα είχε διαπραχθεί και εάν ακόμη δεν είχε μεσολαβήσει η επέμβαση και η διείσδυση των αστυνομικών οργάνων, καθόσον ο ίδιος, πριν τη διαταχθείσα αστυνομική διείσδυση είχε έρθει σε επαφή με τον συγκατηγορούμενό του, E. S., ο οποίος του πρότεινε να τον βοηθήσει να βγάλει σε οποιοδήποτε λιμάνι της Ελλάδος υπάρχει πρόσβαση ποσότητα κοκαΐνης, την οποία θα έστελνε από την Αμερική. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος, αποδεχόμενος την άνω πρόταση, έφερε τον S. σε επαφή με μία γυναίκα και αφού ο τελευταίος έκανε τεστ στην εν λόγω γυναίκα για να καταλάβει εάν πράγματι είχε σχέση με το λιμάνι, ζητώντας από αυτήν σχετικές φωτογραφίες, ξεκίνησε την συνεργασία του με τον κατηγορούμενο, ο τελευταίος δε μετά μεγάλης βεβαιότητας θα αποκόμιζε τεράστιο κέρδος από την όλη επιχείρηση, ενόψει της πολύ μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών και συνακόλουθα της τεράστιας εμπορικής αξίας τους. Η αστυνομική διείσδυση αποφασίστηκε πολύ μεταγενέστερα δυνάμει του υπ' αριθμ...2020 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, οι δε επιληφθέντες δύο αστυνομικοί περιορίστηκαν σε πράξεις που ήταν απολύτως αναγκαίες και νόμιμες για τη διακρίβωση του εγκλήματος και την ανακάλυψη των διακινητών - δραστών της προαναφερόμενης εξαιρετικά μεγάλης για τα ελληνικά δεδομένα ποσότητας κοκαΐνης, μεταξύ δε των αποκαλυφθέντων διακινητών συγκαταλέγονται πέραν του κατηγορουμένου και του μη εισέτι συλληφθέντος E. S., σε βάρος του οποίου εκκρεμεί διεθνές ένταλμα σύλληψης, όπως προαναφέρθηκε, και οι D. Z. F. και N. A., πλοίαρχος και πρώτος μηχανικός αντιστοίχως του εμπορικού πλοίου "...", ως προς τους οποίους έχει σχηματιστεί χωριστή δικογραφία, διότι κατά τη διάρκεια της ανάκρισης προέκυψε (κατόπιν πληροφοριών του παρόντος κατηγορουμένου), ότι η τοποθέτηση της κοκαΐνης στο εμπορευματοκιβώτιο έγινε εν πλω (δηλαδή ενόσω το πλοίο ταξίδευε) με την προσέγγιση πλοιαρίου ανήκοντος στο κύκλωμα των διακινητών, ενώ ακόμη μέχρι και σήμερα η έρευνα συνεχίζεται προς ανακάλυψη των αληθών στοιχείων και άλλων μελών του κυκλώματος. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δήθεν ενεπλάκη στην υπόθεση μετά από μεγάλη πίεση και παρότρυνση της γυναίκας, που είχε πρόσβαση στο τελωνείο, η οποία ήταν, κατά τους ισχυρισμούς του, αστυνομικός συνεργαζόμενη με την DEA, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον όπως αποδείχθηκε από την κατάθεση του μάρτυρα αστυνομικού Σ.. Κ., από την φυσική παρακολούθηση του κατηγορουμένου που έλαβε χώρα (και) από τον ίδιο, πράγματι ο κατηγορούμενος το τελευταίο δίμηνο πριν τη σύλληψή του συναντήθηκε με πράκτορα της DEA Αθηνών και όχι με αστυνομικό της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ναρκωτικών Θεσσαλονίκης, όπως αβάσιμα ο τελευταίος ισχυρίζεται, χωρίς όμως ο εν λόγω αστυνομικός να είναι σε θέση να επιβεβαιώσει όσα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος (περί δήθεν πίεσης από την γυναίκα αυτή για να εμπλακεί στην υπόθεση της εισαγωγής ναρκωτικών ουσιών και απειλών σε βάρος του και σε βάρος της οικογένειάς του) αφού η διακριτική παρακολούθηση γινόταν από απόσταση (όπως εξάλλου συνηθίζεται) και δεν ήταν σε θέση να ακούσει τις συνομιλίες που έλαβαν χώρα. Ο ισχυρισμός δε αυτός διατυπώθηκε οψίμως προς θεμελίωση της επικαλούμενης υπέρβασης της κεκαλυμμένης αστυνομικής δράσης και ακυρότητας της διενεργηθείσας ανακριτικής διείσδυσης, με συνέπεια τα εξ αυτής συλλεγέντα στοιχεία να μην επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν, ενώ θα πρέπει να επισημανθεί πως τυγχάνει πέραν πάσης λογικής να τίθεται σε διακινδύνευση μία ποσότητα ναρκωτικών, τόσο μεγάλης αξίας, μόνο και μόνο για να υφαρπαχθεί η ενοχή ενός ατόμου σαν τον κατηγορούμενο, ο οποίος σε κάθε περίπτωση, εάν όντως συνέβαιναν τα παραπάνω μπορούσε ευχερώς να προσφύγει στην Ελληνική Αστυνομία και συγκεκριμένα στην Διεύθυνση Δίωξης Ναρκωτικών, καταγγέλλοντας τα προαναφερόμενα, προκειμένου να απεμπλακεί από την δήθεν πίεση που του είχε ασκήσει η εν λόγω πράκτορας, γεγονός που δεν έπραξε και φυσικά δεν μπόρεσε ουδόλως να αιτιολογήσει ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου την παράλειψή του αυτή, αποδίδοντάς την σε "λάθος", αν και ο ίδιος δεν είναι άβουλος ούτε αδαής ούτε άσχετος με τον υπόκοσμο και εν γένει με το περιβάλλον της φυλακής και της παρανομίας. Αντίθετα, όπως προαναφέρθηκε, αποδείχθηκε ότι η συγκεκριμένη πράξη είχε προαποφασιστεί από αυτόν και θα είχε διαπραχθεί ακόμη και εάν δεν είχε μεσολαβήσει η επέμβαση και η διείσδυση των δύο αστυνομικών οργάνων (Κ. και Λ.), το γεγονός δε, ότι κατά τη στιγμή της σύλληψής του βρέθηκε στην κατοχή του το ποσό των 34.410 ευρώ, το οποίο είναι βέβαιο ότι προέρχεται από την εμπορία των ναρκωτικών, απορριπτομένου ως ουσία αβασίμου του ισχυρισμού του περί δήθεν προέλευσής του από τις μηνιαίες εισπράξεις της εμπορίας των κινητών τηλεφώνων ΣΚΥ (καθόσον από τα έγγραφα που προσκόμισε ουδόλως αποδεικνύεται νόμιμη απασχόλησή του), αποδεικνύει ότι, παρά την όποια διακινδύνευση, ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε να διαπράξει την ως άνω αξιόποινη πράξη σε συνεργασία με τον E. S., ένα από τα ηγετικά στελέχη του ως άνω διεθνούς κυκλώματος καθώς και με τα λοιπά μέλη του κυκλώματος και τούτο διότι το οικονομικό του όφελος θα ήταν εξαιρετικά μεγάλο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι γεννήθηκαν στο Αμβούργο Γερμανίας, διέμεναν στην ίδια γειτονιά και ταυτίζονται ηλικιακά, ενώ, επιπλέον, ο κατηγορούμενος είχε εμπλακεί σε όμοια με την υπό κρίση εγκληματική δραστηριότητα και στο έδαφος της Γερμανίας, τη χρονική περίοδο 2014-2015, όπως προαναφέρθηκε.... Τέλος, ως αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου δήθεν περί μη τήρησης των νομίμων προϋποθέσεων της ελεγχόμενης μεταφοράς των επίμαχων ναρκωτικών ουσιών, καθόσον ουδέποτε έλαβε χώρα τέτοια ανακριτική πράξη, όπως είναι και η ελεγχόμενη μεταφορά, που προβλέπεται στο άρθρο 38 του Ν. 2145/1993, ..., οποιαδήποτε δε αναφορά του μάρτυρα αστυνομικού Σ.. Κ. περί "τύπου ελεγχόμενης μεταφοράς" στην υπό κρίση υπόθεση, διευκρινίσθηκε από τον ίδιο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ότι δεν εννοούσε αυτή που διεξάγεται με την διαδικασία του προαναφερόμενου άρθρου (βλ. σελ. 152 της παρούσας απόφασης).
Συνεπώς, ενόψει όλων των ανωτέρω που αποδείχθηκαν, ο κατηγορούμενος πρέπει, απορριπτομένων των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 27 του Ν. 4139/2013, περί υπέρβασης των ορίων της αστυνομικής συγκεκαλυμμένης δράσης και περί μη τήρησης των νομίμων προϋποθέσεων ελεγχόμενης μεταφοράς ναρκωτικών.. ". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας με πλήρη αιτιολογία και νομική θεμελίωση απέρριψε τους ανωτέρω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος και ουδεμία ακυρότητα επήλθε στη διαδικασία στο ακροατήριο από την αποδεικτική αξιοποίηση των αναφερομένων ως άνω αποδεικτικών μέσων και ευρημάτων τους, τα οποία νομίμως λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο, με τις σαφείς παραδοχές ως προς τον ισχυρισμό περί υπέρβασης των ορίων της προβλεπόμενης στις διατάξεις των άρθρων 28 του Ν.4139/2013 και 254 παρ.3 ΚΠΔ κεκαλυμμένης αστυνομικής δράσης, ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε υπέρβαση, ότι οι επιληφθέντες δύο αστυνομικοί περιορίστηκαν σε πράξεις που ήταν απολύτως αναγκαίες και νόμιμες για τη διακρίβωση του εγκλήματος και την ανακάλυψη των διακινητών δραστών του, ότι ο αναιρεσείων δεν ενεπλάκη στην υπόθεση μετά από μεγάλη πίεση και παρότρυνση της γυναίκας που κατά τους ισχυρισμούς του ήταν αστυνομικός συνεργαζόμενη με την DΕΑ, ότι η αστυνομική διείσδυση αποφασίστηκε πολύ μετά, δυνάμει του υπ' αριθ. ...2020 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, ως προς δε τον ισχυρισμό περί μη τήρησης των νομίμων προϋποθέσεων ελεγχόμενης μεταφοράς ναρκωτικών με τις σαφείς παραδοχές ότι ουδέποτε έλαβε χώρα τέτοια ανακριτική πράξη, όπως είναι και η ελεγχόμενη μεταφορά που προβλέπεται στο άρθρο 38 του ν. 2145/1993. Ειδικότερα το Δικαστήριο με την αιτιολογία, η οποία επαρκώς στηρίζει την απορριπτική του κρίση δέχθηκε ως προς τον ισχυρισμό περί υπέρβασης των ορίων της προβλεπόμενης στις διατάξεις των άρθρων 28 του Ν.4139/2013 και 254 παρ.3 ΚΠΔ κεκαλυμμένης αστυνομικής δράσης ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε υπέρβαση, καθώς κατά τις επαρκώς αιτιολογημένες παραδοχές του, λόγω πληροφοριών που υπήρχαν στην Υποδιεύθυνση Δίωξης Ναρκωτικών Θεσσαλονίκης με τη συνεργασία του γραφείου DEA Αθηνών για διεθνές κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών ουσιών στην ελληνική επικράτεια, ο κατηγορούμενος αναιρεσείων αρχικά περί το Σεπτέμβριο του 2020 παρακολουθείτο νόμιμα με φυσική-διακριτική παρακολούθηση, ότι η πρωτοβουλία για την τέλεση της ως άνω εγκληματικής πράξης της διακίνησης ναρκωτικών ανήκε αποκλειστικά στον ίδιο και ήταν προαποφασισμένη από αυτόν με την έννοια ότι θα είχε διαπραχθεί και εάν ακόμη δεν είχε μεσολαβήσει η επέμβαση και διείσδυση των αστυνομικών οργάνων, αιτιολογώντας πλήρως την παραδοχή του αυτή και δεχόμενο περαιτέρω ότι δεν ενεπλάκη στην υπόθεση μετά από μεγάλη πίεση και παρότρυνση της γυναίκας, που κατά τους ισχυρισμούς του ήταν αστυνομικός συνεργαζόμενη με την DEA, απορρίπτοντας τον αντίθετο ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, και περαιτέρω δεχόμενο με σαφήνεια και αιτιολογική επάρκεια ότι η αστυνομική διείσδυση αποφασίστηκε πολύ μετά, δυνάμει του υπ' αριθ. ...2020 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά και ότι οι επιληφθέντες δύο αστυνομικοί Κ. και Λ., περιορίστηκαν σε πράξεις που ήταν απολύτως αναγκαίες και νόμιμες για τη διακρίβωση του εγκλήματος και την ανακάλυψη των διακινητών-δραστών της προαναφερόμενης εξαιρετικά μεγάλης για τα ελληνικά δεδομένα ποσότητας κοκαΐνης. Τέλος, δεχόμενο κατά τις επαρκώς αιτιολογημένες παραδοχές του ότι ουδέποτε έλαβε χώρα τέτοια ανακριτική πράξη, όπως είναι και η ελεγχόμενη μεταφορά που προβλέπεται στο άρθρο 38 του ν. 2145/1993. Με βάση τα παραπάνω, δεν προσβλήθηκαν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του αναιρεσείοντος και το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη με την αποδεικτική αξιοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων που συνελέγησαν από τις ανακριτικές πράξεις της αστυνομικής διείσδυσης, ενώ δεν υπήρξε ελεγχόμενη μεταφορά ναρκωτικών, και έτσι δεν προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Ενόψει αυτών, οι σχετικοί τρίτος πρόσθετος αναιρετικός λόγος και έκτος λόγος του κύριου δικογράφου της αναίρεσης, από το άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ. Α', Δ' σε συνδ.με άρθρ.254 παρ.3 και 171 παρ.1 εδ.δ' ΚΠΔ και 6 της ΕΣΔΑ, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις, που περιέχονται διάσπαρτες στο κύριο δικόγραφο και στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων αναίρεσης και αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, συνιστώσες αμφισβήτηση των ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της, είναι απαράδεκτες, αφού, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττουν ανεπιτρέπτως την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Πλέον συγκεκριμένα, η προβαλλόμενη από τον αναιρεσείοντα αντίθεση, κατ' αυτόν, των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης προς τις επισημαινόμενες με τους ως άνω λόγους μαρτυρικές καταθέσεις και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, με παράθεση σκέψεων και συλλογισμών του που κατά την άποψή του οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα από εκείνα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο τα ουσίας και αιτιάσεων που αποτελούν επιχειρήματα προς απόσειση της ενοχή του και αμφισβήτηση των σε βάρος του ουσιαστικών παραδοχών της καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της, δεν αποτελεί αναιρετική πλημμέλεια με την έννοια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά πλήττει την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Άλλωστε, ως αντίφαση, η οποία συνεπάγεται έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, νοείται η προκύπτουσα είτε μεταξύ των εκτιθέμενων στο σκεπτικό της απόφασης είτε μεταξύ των τελευταίων και εκείνων που αναφέρονται στο διατακτικό αυτής και όχι η τυχόν αντίθεση ορισμένων αποδεικτικών μέσων προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της απόφασης, καθόσον το τελευταίο ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ελέγχεται αναιρετικά.
Συνεπώς, οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγοι του κύριου δικογράφου της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης και οι τρίτος, τέταρτος και πέμπτος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Ε', Δ' και Α' του Κ.Π.Δ', με τους οποίους, κατά τα προαναφερθέντα, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του άρθρου 20 του Ν. 4139/2013 σε συνδυασμό με τα άρθρα 42 και 43 παρ. 1 ΠΚ, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή και για εκ πλαγίου παραβίαση των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 23 και 27 του Ν. 4139/2013 και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, αντίστοιχα, και υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.
Περαιτέρω, η επιβαλλομένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προτείνονται από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορο του. Αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ, και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, η απόρριψη του οποίων πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικών περιστάσεων από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 Π.Κ., αφού η παραδοχή τους οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Η προβολή των αυτοτελών περί της συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων ισχυρισμών απαιτείται να γίνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, που απαιτούνται κατά το νόμο για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, ούτε πολύ περισσότερο να διαλάβει στην απόφασή του ειδική αιτιολογία γι' αυτούς (ΑΠ 297/2020). Ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται, μεταξύ άλλων, κατά το άρθρο 84 παρ. 2 περ. ε' του Π.Κ., το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του. Για να συντρέξει δε η ελαφρυντική περίσταση που προβλέπεται από το άρθρο 84 παρ. 2 περ. ε του Π.Κ., η συμπεριφορά του υπαιτίου, πρέπει να είναι θετική και επωφελής για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη και να αναφέρονται πραγματικά περιστατικά δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης του δράστη. Η αναγνώριση δηλαδή της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε' του ισχύοντος Π.Κ. προϋποθέτει επίκληση και απόδειξη θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπαιτίου, με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης, ακόμα και κατά την κράτησή του. Η δυνατότητα της κατάφασης των προυποθέσεων της άνω ελαφρυντικής περίστασης ακόμα και κατά την κράτηση του καταδικασθέντος επιβάλλεται από τον ειδικοπροληπτικό σκοπό της ποινής κατά της ελευθερίας. Η παραδοχή δε της συνδρομής της περίστασης αυτής αναμφιβόλως τελεί υπό την αυτονόητη προυπόθεση ότι η συμπεριφορά του εντός του σωφρονιστικού καταστήματος είναι προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς του κρατούμενου και η οποία συνέχεται με την εξαιρετική και οπωσδήποτε βελτίωση της συμπεριφοράς του. Η καλή δηλαδή συμπεριφορά δεν εννοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως μη κακή ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας. Περιλαμβάνει και τη θετική δραστηριότητα του υπαιτίου η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού και οπωσδήποτε βελτίωση της συμπεριφοράς του. Έτσι, εν όψει του εγκληματοπροληπτικού και σωφρονιστικού σκοπού της θεσπίσεως της οικείας διατάξεως, που διατρέχει την όλη, και υπό καθεστώς ελευθερίας και υπό καθεστώς κράτησης, διαβίωση του υπαιτίου μετά την τέλεση της πράξεως, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω ελαφρυντικού η καλή και συνήθης συμπεριφορά και μόνον, αλλά απαιτούνται πραγματικά περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσής του και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Απαιτείται, δηλαδή, για την αναγνώριση του ανωτέρω ελαφρυντικού, συγκεκριμένη, μετά την πράξη, θετική προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική συμπεριφορά, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη, η οποία με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, να είναι ενδεικτική όχι μόνον έλλειψης έκνομης συμπεριφοράς, διότι σε τέτοια περίπτωση αυτός που δεν τέλεσε κάποια αξιόποινη πράξη μετά την αποκάλυψη της παράνομης δραστηριότητάς του, θα είχε εξασφαλισμένη την αναγνώριση της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, αλλά ατόμου, το οποίο αποτίναξε το παρελθόν, άλλαξε τρόπο ζωής, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης απ' αυτόν των συνεπειών της πράξης του και του σταθερού εναρμονισμού του πλέον προς τις επιταγές της έννομης τάξης (ΟλΑΠ 2/2022, ΑΠ 835/2023, ΑΠ 188/2022, ΑΠ 416/2022), ακόμα και κατά την κράτησή του (ΟλΑΠ 2/2022), διότι τότε μόνο η επιλογή του αυτή μαρτυρά την πραγματική του διάθεση και ενέχει σοβαρή στάση για την βελτιωμένη και χωρίς παραπτώματα διαβίωσή του (ΑΠ 174/2021, ΑΠ 28/2021), πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει, όταν εξακολουθεί να ζει όπως και πριν, εξαιρουμένης της παραβίασης των νόμων και ιδιαίτερα του Ποινικού Κώδικα (ΑΠ 1596/2023, ΑΠ 88/2023, ΑΠ 290/2022, ΑΠ 188/2022, ΑΠ 13/2022). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης ως άνω απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά, τα οποία δεν έχουν διορθωθεί, ούτε έχουν προσβληθεί για πλαστότητα και επομένως αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σε αυτά (άρθρ.141 παρ.3 Κ.Π.Δ.), προκύπτει ότι, μετά την απαγγελία της περί ενοχής απόφασης του ως άνω δικάσαντος Δικαστηρίου, έλαβαν τον λόγο από την Πρόεδρο, οι συνήγοροι του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος και προέβαλαν προφορικά, μεταξύ άλλων, και τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς επικαλούμενοι προς υποστήριξή του τα εξής: "από την πρώτη στιγμή της σύλληψής του υπήρξε συνεργάσιμος με τις Αρχές, αποδεικνύοντας με λόγια και έργα τη διάθεσή του να βοηθήσει όχι μόνο στη διαλεύκανση της συγκεκριμένης υπόθεσης, αλλά και εν γένει το έργο της Αστυνομίας στη μάχη κατά του οργανωμένου εγκλήματος και της εμπορίας ναρκωτικών. Η συνεργασία του αυτή και τα απτά της αποτελέσματα επιβεβαιώνονται πλήρως από τα στοιχεία της δικογραφίας. Ειδικότερα, στα πλαίσια της προσπάθειάς του να άρει τις συνέπειες της καταστροφικής εμπλοκής του στην επίδικη υπόθεση, ήδη κατά την προανάκρισή του και στη συνέχεια κατά την απολογία ενώπιον του Ανακριτή, περιέγραψε τον αρχηγικό ρόλο του Γερμανού υπηκόου E. S. στην όλη υπόθεση, τα στοιχεία του οποίου στη συνέχεια όχι μόνο γνωστοποίησε στις αρχές, αλλά και εφοδίασε αυτές με αντίγραφο του διαβατηρίου του, όπως βεβαιώνεται στην από 11-12-2020 ένορκη εξέταση του μάρτυρα αστυνομικού Σ. Κ.. Σε συνέχεια και σε επιβεβαίωση των ως άνω στοιχείων, η Υποδιεύθυνση Δίωξης Ναρκωτικών Θεσσαλονίκης με το υπ' αριθ. πρωτ. 3008/12/1/627-κστ' διαβιβαστικό της έγγραφο διαβεβαίωσε ότι ανέφερε στις αρχές όχι μόνο τα στοιχεία του διαβατηρίου του E. S., αλλά και τους αριθμούς των τηλεφωνικών γραμμών που αυτός χρησιμοποιεί. Κατόπιν σχετικού αιτήματος της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ναρκωτικών Θεσσαλονίκης προς τον σύνδεσμο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Ελλάδα, αποκτήθηκαν τα πλήρη στοιχεία του ως άνω ατόμου και γνωστοποιήθηκε στις Ελληνικές Αρχές ότι η Περιφερειακή Υπηρεσία Δίωξης Εγκλήματος του Αμβούργου διεξάγει έρευνες σε βάρος του εν λόγω ατόμου για τα αδικήματα της εισαγωγής και διακίνησης μεγάλων ποσοτήτων κοκαΐνης και κάνναβης, ενώ αυτός εμπλέκεται στη δημιουργία παγκοσμίου δικτύου διακίνησης κοκαΐνης. Η ακρίβεια των πληροφοριών που έδωσε επιβεβαιώθηκε περαιτέρω από το γεγονός ότι ο E. S. εμφανίζεται στην ηλεκτρονική εφαρμογή της ελληνικής αστυνομίας (police on line) να αναχωρεί από την Ελλάδα για την Τουρκία μέσω του συνοριακού σταθμού Κήπων Αλεξανδρούπολης στις 14.10.2020, έναν μήνα σχεδόν πριν τη σύλληψή του. Κατόπιν επιβεβαίωσης των ως άνω πληροφοριών εκδόθηκε το υπ' αριθ. ΑΝΓ/ΕΣ/24 ένταλμα σύλληψης του Γ' Ανακριτού Πειραιώς σε βάρος του ως άνω Γερμανού υπηκόου, ο οποίος αναζητείται έως σήμερα. Ότι με τα αιτήματα που έθεσε ενώπιον του Ανακριτού τόσο κατά την αρχική όσο και κατά τη συμπληρωματική του απολογία, πέτυχε να προσδιοριστεί η ευθύνη του πλοιάρχου και του Α' μηχανικού στη μεταφορά της επίδικης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών, σε βάρος τρων οποίων έχουν ήδη εκδοθεί τα υπ' αριθ. 1/2022 και 2/2022 εντάλματα σύλληψης του Ανακριτή του Γ' Τμήματος Πλημμελειοδικών Πειραιά. Επιπλέον, από το βιντεοληπτικό υλικό που ο ίδιος έθεσε στη διάθεση των προανακριτικών αρχών, όπως προκύπτει από την από 11-12-2020 ένορκη κατάθεση του αστυνομικού Σ. Κ., αποδεικνύεται ότι τουλάχιστον τρία (3) άτομα πραγματοποιούν όλη τη φόρτωση με γυμνά χέρια, ενώ παράλληλα ο ίδιος αιτήθηκε την δακτυλοσκόπηση των κατασχεθέντων τσουβαλιών με τις επίδικες ναρκωτικές ουσίες προκειμένου να διακριβωθεί η ταυτότητα αυτών. Την εξαιρετική συμπεριφορά του και την πραγματική μεταστροφή του κατά το διάστημα του εγκλεισμού του, ρητά και χωρίς αμφιβολία επιβεβαίωσε ο μάρτυρας αστυνομικός Σ. Κ. κατά την κατάθεσή του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Ότι ο μάρτυρας συγκεκριμένα κατέθεσε "...δεν μου έδωσε την εντύπωση ότι αυτός ο άνθρωπος το έκανε μόνο για να σπάσει τα ισόβια. Μας έχει τύχει σε άλλες 2, 3 περιπτώσεις στα 16 χρόνια που υπηρετώ στα Ναρκωτικά άνθρωποι να ταυτιστούν μαζί μας και να θέλουν πραγματικά από άσπρο να γίνουν μαύρο και το ανάποδο...Αν αυτός ο άνθρωπος γινόταν αστυνομικός, ίσως ήταν από τους καλύτερους...το κατέθεσα ότι έχει συστρατευθεί με την άλλη πλευρά". Σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα Κ. ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η κατά τα ανωτέρω πολυετής πλέον συνεργασία του με τις αρχές, η οποία συνεχίζεται με τον ίδιο ζήλο μέχρι και σήμερα, γίνεται με τεράστιο κίνδυνο για τη ζωή τη δική του και της οικογένειάς του. Όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε ο μάρτυρας ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου "όλα αυτά τα λέω κι εγώ με χαμηλότερη φωνή, δηλαδή φοβάμαι και τον τυχαίο περαστικό έξω, είναι με έναν τεράστιο κίνδυνο της ζωής του, των κορών του και της γυναίκας του". Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της κράτησής του, έχει κάνει σειρά δωρεών για τους πεσόντες αστυνομικούς στη Γερμανία, για παιδάκια με σοβαρά προβλήματα υγείας, για αγορά εξοπλισμού πρώτων βοηθειών στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού και για τον Φιλανθρωπικό σύλλογο Αγάπη, που δημιουργήθηκε για να προσφέρει σε άτομα με αναπηρία της περιοχής τους τις προϋποθέσεις για μία αξιοπρεπή και ποιοτική διαβίωση, εκπαίδευση και εξέλιξη". Προς επίρρωση δε των ισχυρισμών του προσκόμισε σχετικά έγγραφα από τα οποία προκύπτει ότι αυτός έχει προβεί σε δωρεές μικροποσών (50, 15, 50,88, 25 και 287 ευρώ), ενώ σύμφωνα με το από 12-1-2024 σημείωμα της κοινωνικής λειτουργού του Σωφρονιστικού Καταστήματος Κορυδαλλού Ι, Α.. Π., "όσον αφορά στην συμπεριφορά του στο χώρο κράτησης, όπως προκύπτει και από τα τηρούμενα βιβλία ηθικού ελέγχου, ο κατηγορούμενος έχει επιδείξει καλή διαγωγή και δεν έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά, οι σχέσεις του τόσο με το προσωπικό της υπηρεσίας όσο και με τους συγκρατούμενούς του είναι άριστες καθώς διακρίνεται από ευγένεια και διάθεση να βοηθήσει όπου υπάρχει ανάγκη. Κατά την κράτησή του έχει εργασθεί με ευεργετικό υπολογισμό ημερών κράτησης, για τρεις μήνες ως ηλεκτρολόγος πτέρυγας και για άλλους είκοσι ένα μήνες ως τραυματιοφορέας, συνεχίζοντας να εργάζεται σε αυτή τη θέση, Ανταποκρίνεται στα καθήκοντά του με μεγάλη προθυμία, συνέπεια και υπευθυνότητα και καθώς έχει κάνει πολλές εκπαιδεύσεις στη Γερμανία πάνω στην παροχή Πρώτων Βοηθειών, η συνεισφορά του έχει αποδειχθεί πολύτιμη, καθώς σε πολλές περιπτώσεις έχει σώσει ζωές. Για το λόγο αυτό ή υπηρεσία τον εμπιστεύεται ανανεώνοντας την παραμονή του σε αυτήν την υπεύθυνη θέση. Συμπερασματικά, η συμπεριφορά του κρατούμενου, όπως προκύπτει από τις κατ' ιδίαν συναντήσεις μας όσο και από τη γενικότερη στάση του μέσα στο χώρο κράτησης, δείχνει άτομο το οποίο, συνειδητοποιώντας την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, κάνει προσπάθεια προκειμένου να μπορέσει μελλοντικά να επανενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο". Επίσης, από το Απόσπασμα Πειθαρχικού του Σωφρονιστικού Καταστήματος Κορυδαλλού Ι, με ημερομηνία 8-12-2023, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει πειθαρχικά, ενώ από την με ημερομηνία 11-12-2023 βεβαίωση του ίδιου πιο πάνω καταστήματος κράτησης προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος πραγματοποίησε κατά το διάστημα κράτησής του 602 ευεργετικά ημερομίσθια.". Το άνω Δικαστήριο απέρριψε τον προβαλλόμενο ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό, διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, μετά την αναλυτική παράθεση της σχετικής νομικής σκέψης, κατά λέξη, τα εξής: " Από τα παραπάνω έγγραφα, τις καταθέσεις των μαρτύρων και εν γένει από όλη τη συζήτηση της υπόθεσης προκύπτουν τα ακόλουθα: Όλα τα περιστατικά περί παροχής πληροφοριών για ναρκωτικά και συνεργασία του κατηγορουμένου με τις αρχές ο τελευταίος τα επικαλέσθηκε και στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προκειμένου να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2 εδάφιο δ' του ΠΚ, γεγονός που πέτυχε, αφού η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε, κατά λέξη ότι "ο αυτοτελής ισχυρισμός των συνηγόρων του κατηγορουμένου να αναγνωριστεί στο πρόσωπο του εντολέως τους η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 δ' του ΠΚ πρέπει να γίνει δεκτός διότι αποδείχθηκε ότι αυτός επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε πράγματι να άρει και να μειώσει τις συνέπειες των πράξεών του, βοηθώντας τις Αρχές για την ανακάλυψη και άλλων μελών του κυκλώματος και παρέχοντας πληροφορίες για άλλες διεθνείς οργανώσεις διακίνησης ναρκωτικών. Ειδικότερα, όπως κατέθεσε ο πρώτος μάρτυρας κατηγορίας, ο παρών κατηγορούμενος παρείχε πληροφορίες για τον συγκατηγορούμενό του, E. S., και έτσι κατέστη δυνατή η έκδοση σε βάρος του υπ' αριθμ. ΑΝΓ/ΕΣ/24 εντάλματος σύλληψης του Γ' Ανακριτή Πειραιά, δυνάμει του οποίου αυτός μέχρι σήμερα αναζητείται. Επίσης, με την επίδειξη βιντεοληπτικού υλικού καταχωρημένου στα κρυπτογραφημένα τηλέφωνα SKY, κατέδειξε τον τρόπο δράσης των διεθνών κυκλωμάτων και βοήθησε τις Αρχές να εντοπίσουν και να εξαρθρώσουν κύκλωμα μεταφοράς μεγάλης ποσότητας κοκαΐνης που δρούσε στη Γερμανία και στη Δανία. Ακόμη παρείχε πληροφορίες για ομάδα Σέρβων, που εισάγουν μέσω Βελγίου κοκαΐνη και στη συνέχεια μέσω Κροατίας την εισάγουν στην Ευρώπη, για μέλη κυκλώματος Κούρδων της οικογένειας "S.", που ασχολούνται με τη διακίνηση κάνναβης και ηρωίνης, για κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών εντός του σωφρονιστικού καταστήματος Κορυδαλλού, καθώς και για άτομο αλβανικής καταγωγής που διαμένει στην Αγγλία και θεωρείται αρχηγικό μέλος διεθνούς κυκλώματος διακίνησης κοκαΐνης και ακατέργαστης κάνναβης. Οι παραπάνω πληροφορίες θεωρήθηκαν ιδιαιτέρως σημαντικές και τελούν υπό αστυνομική διερεύνηση προς εντοπισμό των δραστών, είτε εντός είτε εκτός της ελληνικής επικράτειας.
Συνεπώς, εφόσον η μετάνοια του κηρυχθέντος ενόχου κατηγορουμένου εκδηλώθηκε έμπρακτα, θεωρείται ειλικρινής και γι' αυτό πρέπει να του αναγνωριστεί η ως άνω ελαφρυντική περίσταση". Παρόλα αυτά όμως, τα ίδια ως άνω περιστατικά, για τα οποία κατηγορούμενος αιτείται εκ νέου (διπλή) αξιολόγηση, η μη επιλήψιμη συμπεριφορά του εντός της φυλακής μετά την τέλεση των πράξεών του και οι δωρεές μικροποσών, στις οποίες αυτός προέβη, δεν είναι αποτέλεσμα της ηθικής και ψυχικής μεταστροφής του ή της ελεύθερης βούλησής του, αλλά εκτιμάται ότι η εν γένει συμπεριφορά του είναι προσχηματική, προκειμένου να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις υποβολής ενός τέτοιου ισχυρισμού, ενόψει της αναμενόμενης και ήδη παρούσας δικαστικής κρίσης, ώστε να μπορεί ευπρόσωπα να υποστηρίξει αίτημα αναγνώρισης στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 § 2ε του ΠΚ, αφού και η απολογία του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου διακρίνεται από την κυνική παραδοχή ότι έκανε ένα "λάθος", αν και στο πρόσφατο παρελθόν είχε υποπέσει στο ίδιο "λάθος", όπως αυτός επιμένει να χαρακτηρίζει την ένταξή του σε διεθνές κύκλωμα εμπορίας ναρκωτικών πολύ επικίνδυνο (βλ. ιδίως κατάθεση της αστυνομικού Α.. Λ.) και την διακίνηση από μέρους του πολύ μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών και δη κοκαΐνης στην ελληνική επικράτεια με αποτέλεσμα τις βαρύτατες επιπτώσεις στην υγεία και ιδίως στον νεανικό πληθυσμό της χώρας μας. Εξάλλου, η πραγματοποίηση από αυτόν εντός της φυλακής 602 ημερομισθίων και η χωρίς πειθαρχικά συμπεριφορά του είναι μία ευεργετική επιλογή για τον ίδιο, αφού αντικειμενικά αποσκοπούν στη συντομότερη απόλυσή του από τις φυλακές και μετά βεβαιότητας δεν υποδηλώνουν ουσιαστική βελτίωση του χαρακτήρα του, αφού η όλη συμπεριφορά του κατά το διάστημα αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο ίδιος πραγματικά μεταστράφηκε ηθικά και ψυχικά, έχοντας αντιληφθεί τις συνέπειες των αξιόποινων πράξεών του. Σε κάθε δε περίπτωση η ως άνω συμπεριφορά του εντός του καταστήματος κράτησης δεν είναι διακριτή έναντι των άλλων κρατουμένων, αλλά η συνήθης και συνεπώς, σύμφωνα και με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσία αβάσιμο στο σύνολό του το αίτημά του περί αναγνώρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 § 2δ και 2ε του ΠΚ.". Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Δικαστήριο της ουσίας, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 84 παρ.2 εδ.ε' ΠΚ, διέλαβε δε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, ως προς την απόρριψη του σχετικού ισχυρισμού του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος την επιβαλλόμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις άρθρ. 93παρ.3 Συντ και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστα¬τωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, το Δικαστήριο, αξιολογώντας όλα τα αποδεικτικά μέσα, όπως αναφέρονται κατ' είδος στην αρχή του σκεπτικού της, μεταξύ των οποίων και τα επισημαινόμενα από τον αναιρεσείοντα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο μεταξύ των οποίων το υπ'αριθ.πρωτ.1399/12-1-2024 σημείωμα της Κοινωνικής Λειτουργού του Σωφρονιστικού Καταστήματος Κορυδαλλού, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αυτοτελούς ισχυρισμού, την επιβαλλόμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις (93 παρ. 3 του Συντ. και 139 ΚΠοινΔ) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, κατά τις παραδοχές της, η θετική συμπεριφορά αυτού μετά την επιβολή της κράτησής του, καλή διαγωγή και πραγματοποίηση ημερομισθίων στο κατάστημα κράτησης, μη πειθαρχική τιμώρησή του αποσκοπούσε στη στοιχειώδη και αυτονόητη εκπλήρωση υποχρεώσεών του ως κρατουμένου και στη συμμόρφωσή του προς τον κανονισμό λειτουργίας των σωφρονιστικών καταστημάτων και επιδείχθηκε προς απόλαυση των σχετικών ευεργετημάτων για τον ευεργετικό υπολογισμό των ημερομισθίων στο χρόνο έκτισης της ποινής, χωρίς από μόνες τους να συνιστούν, κατά την ανέλεγκτη πάντα περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς του κρατουμένου που συνέχεται με την εξαιρετική βελτίωση αυτής και να υποδηλώνει μεταστροφή του χαρακτήρα του ή ποιοτική μεταβολή του ήθους του και πραγματική επίγνωση των συνεπειών των πράξεών του. Δέχθηκε δε ανέλεγκτα, ότι δεν αποδείχθηκαν τέτοια περιστατικά εκ των οποίων να υποδηλώνεται η ουσιαστική μεταστροφή του κατηγορούμενου προς ενστερνισμό των κανόνων της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης και η στάση του να παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιάθεσής του, η δε συμπεριφορά που έχει επιδείξει μετά την τέλεση των πράξεων δεν υποδηλώνει πραγματική ψυχική και ηθική μεταστροφή του χαρακτήρα του αλλά είναι προσχηματική προκειμένου να δημιουργήσει τις προυποθέσεις υποβολής τέτοιου ισχυρισμού ενόψει της αναμενόμενης και ήδη προκείμενης δικαστικής κρίσης και ότι η τυπική και συνήθης συμμόρφωσή του στο εξαναγκαστικό πλαίσιο του σωφρονιστικού καταστήματος δεν αρκεί για τη χορήγηση του εν λόγω ελαφρυντικού, αφού δεν υποδηλώνει ουσιαστική βελτίωση του χαρακτήρα του, αλλά αποτελεί μία ευεργετική επιλογή για τον ίδιο για τη συντομότερη απόλυσή του από τη φυλακή και δεν είναι διακριτή έναντι των άλλων κρατουμένων. Έτσι, μετά από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, κατέληξε ανέλεγκτα στις ουσιαστικές παραδοχές, ότι δεν αποδείχθηκαν οι κατά τα άνω απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση του προαναφερθέντος ελαφρυντικού από την διάταξη του άρθρου 84 παρ.2 ε', την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε αφού δέχθηκε ότι δεν αρκεί η καλή συνήθης συμπεριφορά και κατά την κράτησή του. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ. έβδομος λόγος της αίτησης αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη ως προς την απόρριψη του προβληθέντος από τον αναιρεσείοντα αυτοτελούς ισχυρισμού από το άρθρο 84 παρ.2 εδ.ε' του Π.Κ. για την αναγνώριση σ' αυτόν της ελαφρυντικής περίστασης της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς, είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί η κατά το άρθρο 171 παρ. 2 ίδιου Κώδικα έλλειψη ακρόασης του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται κατά το 171 παρ. 2 ΚΠΔ στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Η ακυρότητα αυτή υπό το καθεστώς του ισχύοντος ΚΠΔ είναι απόλυτη (ενώ υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ ήταν σχετική- ΑΠ 409/2023, ΑΠ 383/2023). Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου, ο οποίος κατά το άρθρο 362 παρ. 1 του ίδιου κώδικα υποβάλλει αίτημα ανάγνωσης εγγράφου που υπάρχει στο φάκελο της δικογραφίας ή που υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Η παραδοχή ή μη τέτοιου αιτήματος του κατηγορουμένου απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο όμως οφείλει να απαντήσει στο αίτημα αυτό αιτιολογώντας την απόφασή του, άλλως αν αρνηθεί ή παραλείψει να αποφανθεί δημιουργείται έλλειψη ακροάσεως. Για να επέλθει όμως η από το άρθρο 171 παρ. 2 ΚΠΔ και 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω έλλειψης ακρόασης του κατηγορουμένου απαιτείται να υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του και επί πλέον, σε περίπτωση μη αποδοχής τούτου από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, άμεση προσφυγή τους σε ολόκληρο το δικαστήριο (κατά το άρθρο 335 παρ. 2 ΚΠΔ) και απόρριψη παρά το νόμο υπό τούτου της προσφυγής ή παράλειψη του δικαστηρίου να αποφανθεί, η υποβολή δε αιτήματος ανάγνωσης εγγράφου, πρέπει να προκύπτει σαφώς από τα πρακτικά της συνεδρίασης (ΑΠ 1661/2022, ΑΠ 1100/2015, ΑΠ 916/2014), χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών, παρά μόνο η προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους, κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 παρ.3 ΚΠΔ (ΑΠ 1211/2023, 1178/2022, ΑΠ 1157/2022 ΑΠ 301/2020). Με τη διάταξη του άρθρου 362 ΚΠΔ εφαρμόζεται η αρχή της προφορικότητας στη χρησιμοποίηση των εγγράφων ως αποδεικτικών στοιχείων στην ποινική δίκη και επιβάλλεται η υποχρεωτική ανάγνωσή τους στο ακροατήριο, για να μπορούν αυτά να αξιοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα και να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο κατά την έκδοση σχετικής απόφασης, η οποία επιτρέπεται να στηριχθεί μόνο σε όσα αναπτύχθηκαν και συζητήθηκαν προφορικά στο ακροατήριο και όχι σε έγγραφα που δεν αναγνώσθηκε το περιεχόμενό τους ενώπιον των παραγόντων της δίκης. Κατ' αυτόν τον τρόπο το περιεχόμενο των κάθε είδους εγγράφων τίθεται υπό τον έλεγχο όλων των συμμετασχόντων στη δίκη και κυρίως του κατηγορουμένου, με συνέπεια να ικανοποιείται κατ' επέκταση και το γενικότερο δικαίωμα του σε δικαστική ακρόαση και προστασία (άρθρο 20 Συντ.), καθώς και σε μια δίκαιη ποινική δίκη (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ). Ομοίως η εν λόγω διάταξη εξυπηρετεί και την αρχή της δημοσιότητας στην ποινική δίκη και μάλιστα υπό την ειδικότερη μορφή της δημοσιότητας των μερών και περισσότερο του κατηγορουμένου ως προς τη δυνατότητά του να έχει σαφή επίγνωση των εις βάρος του αποδεικτικών στοιχείων, για να μπορεί να διαμορφώσει κατάλληλα την υπεράσπισή του. Αυτό συμβαίνει, εφόσον στην ποινική δίκη μπορούν τα έγγραφα να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά μέσα και να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο για την έκδοση απόφασης, μόνον όταν υποβληθούν στον έλεγχο της δημόσιας συζήτησης, για να μπορέσουν οι παράγοντες της ποινικής δίκης να υποβάλουν τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις τους επ' αυτών (ΑΠ 809/2022). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 362 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορουμένου ή περί της επιβλητέας σ'αυτόν ποινής, εγγράφων που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματός του να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠΔ), ενώ επίσης παραβιάζονται και οι αρχές περί προφορικότητας της συζήτησης στο ακροατήριο και κατ' αντιμωλίαν διεξαγωγής της δίκης, οι οποίες περιλαμβάνονται στην έννοια της δημοσιότητας της διαδικασίας, οπότε συνάμα ιδρύεται και ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Γ' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 1383/2023, ΑΠ 558/2023, ΑΠ 998/2022, ΑΠ 79/2021, ΑΠ 464/2021). Εξάλλου, η ανάγνωση εγγράφου δεν απαιτείται να προκύπτει μόνο από τη ρητή μνεία του στο οικείο μέρος των πρακτικών της δίκης, όπου αναφέρονται τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αλλά αρκεί να προκύπτει αυτή από το όλο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης ή από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 560/2020, ΑΠ 496/2014). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 172 ΚΠΔ, "2. Σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται επίσης και όταν ο εισαγγελέας ή ο παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από τον νόμο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για την σχετική αίτηση". Την έλλειψη δε ακρόασης του εισαγγελέα, δεν δικαιούται να προτείνει ο κατηγορούμενος ως λόγο αναίρεσης (ΑΠ 503/2021, ΑΠ 754/2019, ΑΠ 1318/2017, ΑΠ 619/2013, ΑΠ 843/2010, ΑΠ 1232/2009, ΑΠ 1415/2006).
Με τον έκτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για τους από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Γ' του ΚΠΔ, αναιρετικούς λόγους ήτοι της απόλυτης (υπό την ισχύ του ν.ΚΠΔ και όχι σχετικής όπως ίσχυε υπό τον προισχύσαντα) ακυρότητας λόγω έλλειψης ακρόασης αυτού και της παραβίασης της αρχής της δημοσιότητας, με την αιτίαση ότι δεν αναγνώσθηκε και δεν λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο η από 12-01-2024 επιστολή της DEA περί των παρασχεθεισών εκ μέρους του πληροφοριών και της αξιοποίησής τους, την οποία προσκόμισε στο δικαστήριο ο μάρτυρας κατηγορίας αστυνομικός Σ. Κ. κατά τη μετά διακοπή συνεδρίαση της 15-01-2024, μολονότι η ανάγνωσή της ζητήθηκε από τον Εισαγγελέα χωρίς να προβληθεί αντίρρηση από την υπεράσπιση και έτσι προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα λόγω έλλειψης ακρόασης αυτού και παραβίαση της αρχής της δημοσιότητας, καθώς δεν του δόθηκε η δυνατότητα να προβεί στον σχολιασμό του εγγράφου κατ' άρθρο 358 ΚΠΔ. Από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο μάρτυρας κατηγορίας αστυνομικός Σ. Κ., διαρκούσης της αποδεικτικής διαδικασίας, κατά την κατάθεσή του στη μετά διακοπή συνεδρίαση της 15-01-2024, προσκόμισε στο Δικαστήριο το από 12 Ιανουαρίου 2024 έγγραφο της DEA (Drug Enforcement Administration) στην Αγγλική γλώσσα, νόμιμα μεταφρασμένο. Συγκεκριμένα στη σελίδα 166 των παραδεκτώς επισκοπούμενων ως άνω πρακτικών αναφέρονται τα ακόλουθα:" -Κυρία Πρόεδρε, πριν να ρωτήσω κάτι. Την προηγούμενη φορά με ρωτήσατε αν μπορώ να προσκομίσω κάτι. Έκανα ένα αίτημα. -Δεν σας είπα αυτό. Σας είπα αν έχετε βεβαιωμένα...-Αν προκύπτει από κάπου αλλού.-Αν προκύπτει από έγγραφα, ναι. -Έκανα ένα αίτημα στον προϊστάμενο του γραφείου DEA, ο οποίος έλειπε στη Αμερική. Μου έστειλε από το email του στο email το υπηρεσιακό. Μπροστά είναι τα Αγγλικά από πίσω η μετάφραση είναι από δικό μου άνθρωπο του γραφείου μου. Στα Ελληνικά είναι από πίσω, το έχω βάλει. -Κύριε Εισαγγελέα;-Ναι, να αναγνωστεί κυρία Πρόεδρε....(ΕΚΤΟΣ ΜΙΚΡΟΦΩΝΟΥ) -Προσκομίζεται. Κυρία Γραμματέα; -Να τεθεί υπ' όψιν της υπεράσπισης.-Εννοείται θα το δώσω. Προσκόμισε το από 12 Ιανουαρίου 2024 έγγραφο στην Αγγλική, νόμιμα μεταφρασμένο. (ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ)". Επίσης, στη σελίδα 206 των ως άνω πρακτικών αναφέρεται: "Η Πρόεδρος ρώτησε τον Εισαγγελέα, τους συνηγόρους υπεράσπισης και τον κατηγορούμενο αν θέλουν να προβούν σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις σχετικά με τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο και αυτοί απάντησαν αρνητικά". Από τα αναφερόμενα στα ως άνω πρακτικά, τα οποία, εφόσον δεν έχουν προσβληθεί ως πλαστά ούτε έχουν διορθωθεί, αποδεικνύουν όλα όσα έχουν καταχωρισθεί σ' αυτά (ΑΠ 952/2023, ΑΠ 877/2023 ΑΠ 64/2023), προκύπτει ότι το επίμαχο, ως άνω από 12-1-2024, έγγραφο που προσκομίστηκε από τον παραπάνω μάρτυρα κατά την αποδεικτική διαδικασία στο Δικαστήριο, μετά πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας και χωρίς αντίρρηση του κατηγορουμένου, αναγνώστηκε αμέσως μετά την προσκόμισή του και, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, ενώ επίσης ο κατηγορούμενος δεν στερήθηκε τα εκ του άρθρου 358 ΚΠΔ δικαιώματά του. Κατά τα αναφερόμενα δε στην προηγηθείσα νομική σκέψη, η ανάγνωση εγγράφου δεν απαιτείται να προκύπτει μόνο από τη ρητή μνεία του στο οικείο μέρος των πρακτικών της δίκης, όπου αναφέρονται τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αλλά αρκεί να προκύπτει αυτή από το όλο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης (ΑΠ 560/2020). Επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ότι δηλαδή το έγγραφο αυτό δεν αναγνώστηκε και ότι δεν λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο και ότι συνεπεία της μη ανάγνωσης παραβιάστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας και ο ίδιος αποστερήθηκε του δικαιώματος του να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο κατ' άρθρο 358 ΚΠΔ. είναι αβάσιμες. Επίσης, αβάσιμη ως ερειδόμενη σε εσφαλμένη προϋπόθεση, είναι και η αιτίαση ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα εκ του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠΔ λόγω έλλειψης ακρόασης του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος, αφού δεν προκύπτει από τα πρακτικά ότι υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο ή τους συνηγόρους του αίτημα ανάγνωσης του ως άνω εγγράφου και αυτό δεν ικανοποιήθηκε ή δεν απαντήθηκε. Αλλά, ούτε και έλλειψη ακρόασης του Εισαγγελέα έλαβε χώρα, αφού το έγγραφο αναγνώσθηκε, την οποία, εξάλλου, και σε περίπτωση τυχόν επέλευσής της, ο αναιρεσείων, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, δεν είχε δικαίωμα να προτείνει ως λόγο αναίρεσης. Συνακόλουθα το δικάσαν Δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του, δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω έλλειψης ακρόασης και παραβίασης της αρχής της δημοσιότητας της διαδικασίας, λόγω μη ανάγνωσης του ως άνω αναφερομένου εγγράφου. Κατόπιν τούτων, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Α' και Γ' ΚΠΔ έκτος πρόσθετος λόγος της αναίρεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για απόλυτη ακυρότητας της διαδικασίας λόγω έλλειψης ακρόασης του αναιρεσείοντος και παραβίασης της αρχής της δημοσιότητας της διαδικασίας λόγω μη ανάγνωσης του ως άνω εγγράφου, είναι αβάσιμος.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 311 παρ. 2 και 372 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι το δικαστήριο με την τελειωτική του απόφαση αποφαίνεται και περί της τύχης των πραγμάτων και πειστηρίων, που κατασχέθηκαν κατά τη διάρκεια της ανακρίσεως, διατάσσοντας την απόδοση των μη υποχρεωτικώς κατά νόμο δημευτέων πραγμάτων στον από τη διαδικασία αποδεικνυόμενο ιδιοκτήτη τους, τον οποίο και πρέπει ρητώς να καθορίζει στην απόφασή του. Διατάσσει επίσης τη δήμευση των αντικειμένων που πρέπει να δημευτούν (ΑΠ 858/2023, ΑΠ 225/2023, ΑΠ 745/2020). Από τον συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 504 παρ. 3 και 495 του ΚΠΔ σαφώς προκύπτει ότι, κατά του μέρους της ποινικής απόφασης, που αναφέρεται στην απόδοση ή τη δήμευση των αφαιρεθέντων πραγμάτων ή των δεσμευθέντων περιουσιακών στοιχείων και πειστηρίων, επιτρέπεται η άσκηση αναίρεσης στον κατηγορούμενο, τον παραστάντα για την υποστήριξη της κατηγορίας και τον τρίτο, του οποίου τις αξιώσεις επί των κατασχεθέντων έκρινε η απόφαση. Επίσης, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 60 παρ.1, 261, 266, 280, 311 παρ. 2, 372 και 373 του ΚΠΔ προκύπτει ότι το ποινικό δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να κρίνει για την τύχη των κατασχεθέντων και δεσμευθέντων πραγμάτων και όσων κρίνει ότι πρέπει να κατασχεθούν, καθώς επίσης για τα ζητήματα αστικής φύσης, που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της δίκης. Υποχρεούται δε αυτεπαγγέλτως, με την τελειωτική απόφασή του, να διατάξει την επικύρωση της κατάσχεσης ή την κατάσχεση ή την άρση της κατάσχεσης και την απόδοση των μη υποχρεωτικώς κατά νόμο δημευτέων πραγμάτων, που αφαιρέθηκαν και των πειστηρίων και όσων κατασχέθηκαν και δεν έγινε άρση της κατάσχεσής τους, στον αποδεικνυόμενο από τη διαδικασία ιδιοκτήτη τους (ΑΠ 858/2023). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 68 του ΠΚ "1. Αντικείμενα ή περιουσιακό στοιχεία που είναι προϊόντα κακουργήματος ή πλημμελήματος το οποίο πηγάζει από δόλο, καθώς και το τίμημά τους, και όσα αποκτήθηκαν με αυτά αμέσως ή εμμέσως, επίσης και αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία που χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την εκτέλεση τέτοιας πράξης μπορούν να δημευθούν αν αυτά ανήκουν στον αυτουργό ή σε κάποιον από τους συμμέτοχους. Αν τα παραπάνω αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία έχουν αναμειχθεί με περιουσία που αποκτήθηκε από νόμιμες πηγές, η σχετική περιουσία υπόκειται σε δήμευση μέχρι την καθορισμένη αξία των αναμειχθέντων αντικειμένων. 2. Δήμευση δεν επιβάλλεται, όταν το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτημα διαδίκου ή τρίτου, κρίνει ότι αυτή είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη, όπως όταν υπάρχει κίνδυνος να αποστερήσει τον καταδικασθέντα ή τρίτο, ιδίως την οικογένειά τους, από πράγμα που εξυπηρετεί τον αναγκαίο βιοπορισμό τους ή να προκαλέσει σε αυτούς υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη. Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ανάλογα περιορισμένη δήμευση ή να επιβάλει χρηματική ποινή, σύμφωνα με την παράγραφο 4. 3. Αν τα αντικείμενα ή τα περιουσιακά στοιχεία της παραγράφου 1 δεν υπάρχουν πλέον ή δεν έχουν βρεθεί, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει δήμευση (αναπληρωματική δήμευση) σε ίσης, κατά το χρόνο έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης, αξίας περιουσιακά στοιχεία του δράστη. 4.Αν το δικαστήριο δεν μπορεί να επιβάλει δήμευση στα αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία των προηγούμενων παραγράφων, επειδή αυτά δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν ή ανήκουν εν όλω ή εν μέρει σε τρίτο, στον οποίο δεν μπορεί να επιβληθεί δήμευση, μπορεί να επιβάλει στον δράστη χρηματική ποινή μέχρι του ποσού που αντιστοιχεί στην αξία των αντικειμένων αυτών. 5. Η δήμευση επιβάλλεται σε τρίτο αν τα αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία μεταβιβάσθηκαν, άμεσα ή έμμεσα, από τον δράστη σε αυτόν ή αν αποκτήθηκαν από αυτόν ή περιήλθαν με άλλο τρόπο σε αυτόν, εφόσον κατά το χρόνο κτήσης των περιουσιακών στοιχείων γνώριζε ότι ενδέχεται να προέρχονται από κακούργημα ή πλημμέλημα εκ δόλου και ότι σκοπός της μεταβίβασής τους ήταν να αποφευχθεί η δήμευση. Η γνώση, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, πρέπει να προκύπτει από το συνδυασμό περισσότερων ειδικά αναφερόμενων στην απόφαση του δικαστηρίου περιστατικών, όπως ιδίως ότι η μεταβίβαση ή η απόκτηση του περιουσιακού στοιχείου πραγματοποιήθηκε χωρίς αντάλλαγμα ή με αντάλλαγμα σημαντικά κατώτερο από την αγοραία αξία ή από εκείνο που θα προέκυπτε, με βάση τη συνήθη πρακτική, στις οικείες βιοτικές σχέσεις. Η δήμευση επιβάλλεται στον τρίτο μόνο εφόσον δεν μπορεί να επιβληθεί σε βάρος του δράστη δήμευση του ανταλλάγματος που έλαβε για τη μεταβίβαση ή αναπληρωματική δήμευση. Όταν ο τρίτος είναι νομικό πρόσωπο, εξετάζεται αν υπήρχε η προβλεπόμενη γνώση σχετικά με την προέλευση των περιουσιακών στοιχείων, σε όποιον έχει εξουσία εκπροσώπησής του ή είναι εξουσιοδοτημένος για τη λήψη αποφάσεων ή για την άσκηση ελέγχου, στο πλαίσιο του νομικού προσώπου ή της επιχείρησης ή σε όποιον ασκεί εν τοις πράγμασι τα καθήκοντα αυτά. 6. Σε κάθε περίπτωση δήμευσης, το δικαστήριο αποφασίζει αν αυτά που δημεύθηκαν, επιβάλλεται να καταστραφούν ή αν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το δημόσιο συμφέρον ή για κοινωνικούς σκοπούς ή για την ικανοποίηση του θύματος". Ακόμη, η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, απαιτείται όχι μόνον για την απόφαση περί της ενοχής, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε Ειδικότερα δε, στην περίπτωση που διατάσσεται με την απόφαση η δήμευση των κατασχεθέντων, απαιτείται να περιλαμβάνει και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες το δικαστήριο της ουσίας έκρινε, με αναφορά στη συγκεκριμένη διάταξη νόμου που την προβλέπει, ότι συντρέχει νόμιμη κατ' ουσίαν περίπτωση για να δημευθούν τα κατασχεθέντα (ΑΠ 1030/2021). Στην προκείμενη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιά, με την προσβαλλόμενη 23/2024 απόφασή του κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για τις αξιόποινες πράξεις: 1) της συγκρότησης και ένταξης ως μέλος σε επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση κατά συναυτουργία, 2) της ιδιαίτερα διακεκριμένης διακίνησης ναρκωτικών (κατοχής και αποθήκευσης) τελεσθείσας κατ' επάγγελμα, εκ της οποίας το προσδοκώμενο όφελος του δράστη υπερβαίνει τις 75.000 ευρώ και στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης κατά συναυτουργία, 3) της κατοχής βαρέως όπλου χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου κατοικίας του και 4) της κατοχής όπλων και δη μαχαιριών, χωρίς την άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου της κατοικίας του, με τη συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. δ του ΠΚ και του επέβαλε συνολική ποινή κάθειρξης δέκα τριών (13) ετών και έξι (6) μηνών. Μετά την έκδοση της παραπάνω απόφασης, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης, οι συνήγοροι του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, ζήτησαν αμφότεροι την απόδοση στον εντολέα τους (πλην άλλων που δεν ενδιαφέρουν εδώ) και των κατασχεθέντων χρηματικών ποσών, ισχυριζόμενοι ότι προέρχεται από επαγγελματικές δραστηριότητες αυτού και όχι από διακίνηση ναρκωτικών ουσιών. Το Δικαστήριο ακολούθως, μετά την παράθεση σχετικής νομικής σκέψης, απέρριψε το ως άνω αίτημα του κατηγορουμένου περί απόδοσης των κατασχεθέντων χρημάτων ως ουσία αβάσιμο, επικύρωσε: α) την από 17-11-2020 έκθεση κατ' οίκον έρευνας και κατάσχεσης την οποία συνέταξε ο Υπαστυνόμος Α' Τ. Δήμος που υπηρετεί στο Τμήμα Γενικών Υποθέσεων της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ναρκωτικών Θεσσαλονίκης παρισταμένου και του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Ηλιόπουλου Παναγιώτη και β) την από 17-11-2020 έκθεση σωματικής έρευνας και κατάσχεσης την οποία συνέταξε ο Αστυνόμος Β' Ε. Α. που υπηρετεί στο Τμήμα Γενικών Υποθέσεων της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ναρκωτικών Θεσσαλονίκης παρισταμένου και του Αστυνόμου Β' Π. Α. της ίδιας υπηρεσίας και διέταξε την δήμευση των κατασχεθέντων με αυτές, ήτοι αντίστοιχα, του χρηματικού ποσού των τριάντα τριών χιλιάδων (33.000) ευρώ και του χρηματικού ποσού των χιλίων τετρακοσίων δέκα (1.410) ευρώ και των χιλίων εξακοσίων πενήντα (1.650) ευρώ, με το ακόλουθο, κατά λέξει, σκεπτικό: "...Ο κατηγορούμενος δια των συνηγόρων του υπέβαλε αίτημα να του αποδοθούν ..... και το κατασχεθέν χρηματικό ποσό, το οποίο προέρχεται από τις επαγγελματικές δραστηριότητές του και όχι από διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, όπως ισχυρίζεται. Το παραπάνω αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσία αβάσιμο. Και τούτο ....επειδή τα χρήματα που βρέθηκαν προέρχονται από την αξιόποινη δραστηριότητα του κατηγορουμένου (άρθρο 68 § 1 του ΠΚ) και συγκεκριμένα από την διακίνηση των ναρκωτικών και συνεπώς πρέπει να δημευθούν, απορριπτομένου ως αβασίμου του ισχυρισμού του κατηγορουμένου ότι τα ως άνω χρηματικά ποσά προέρχονται από την επαγγελματική του δραστηριότητα, και συγκεκριμένα από την πώληση τέτοιων συσκευών και προγραμμάτων. Και τούτο διότι ουδόλως προέκυψε τέτοια νόμιμη φορολογούμενη επαγγελματική δραστηριότητά του, αντίθετα προέκυψε ότι η ενασχόλησή του αυτή ήταν παροδική και με μοναδικό σκοπό την εξυπηρέτηση της εγκληματικής οργάνωσης για τη διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών στην Ελλάδα, αφού και ο ίδιος όταν συνελήφθη δήλωσε άνεργος. Σημειώνεται δε ότι ο κατηγορούμενος προς απόδειξη του ισχυρισμού του προσκόμισε α) καταστάσεις τιμολογίων, των μηνών Μαΐου έως και Δεκεμβρίου 2020, και καταστάσεις πληρωμών (αμετάφραστες) πελατών των τηλεφώνων SKY, από τις οποίες ουδόλως προκύπτει ότι συναλλασσόμενος είναι ο κατηγορούμενος, αντίθετα ως εκπρόσωπος φέρεται αλλοδαπό άτομο με το όνομα J., β) μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ δύο αλλοδαπών προσώπων (J. και L.), για τα οποία όμως δεν προκύπτει πως σχετίζονται με τον κατηγορούμενο και την δήθεν επαγγελματική του δραστηριότητα και γ) τρία εμβάσματα χρηματικών ποσών 5.000, 10.000 και 10.000 ευρώ του κατηγορουμένου μέσω internet banking προς έναν λογαριασμό (τον ίδιο) στον Καναδά με αντίστοιχες αναλήψεις από τον λογαριασμό του που τηρεί στην Εθνική Τράπεζα, από τα οποία (εμβάσματα) ουδόλως προκύπτει σε τι αφορούν (βλ. και το υπ' αριθ. 647/2021 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το οποίο απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη η αίτηση που είχε υποβάλει ο κατηγορούμενος για άρση κατάσχεσης και οριστικής απόδοσης στον ίδιο των χρηματικών ποσών 1.410, 1.650 και 33.000 ευρώ, τα οποία κατασχέθηκαν δυνάμει των από 27-11-2020 και 17-11-2020 εκθέσεων σωματικής έρευνας και κατάσχεσης και κατ' οίκον έρευνας και κατάσχεσης αντίστοιχα). Επομένως, ο παραπάνω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσία αβάσιμος και να επικυρωθεί η κατάσχεση των παραπάνω αντικειμένων και να διαταχθεί η δήμευσή τους.". Με τις άνω παραδοχές, η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς λογικά κενά, ασάφειες ή αντιφάσεις, υπάγοντας ορθά τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 68 του ΠΚ, αφού εκθέτει ότι τα κατασχεθέντα χρηματικά ποσά των 1.410, 1.650 και 33.000 ευρώ, προέρχονταν από την αξιόποινη δραστηριότητα του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος της διακίνησης των ναρκωτικών για την οποία αυτός κηρύχθηκε ένοχος. Με σαφήνεια δε και αιτιολογική επάρκεια το δικάσαν Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι τα ως άνω χρηματικά ποσά προέρχονταν από την επαγγελματική του δραστηριότητα και συγκεκριμένα από την πώληση κινητών τηλεφώνων με λογισμικό SKY και προγραμμάτων, διαλαμβάνοντας στην προσβαλλόμενη απόφασή του τις σαφείς και πλήρως αιτιολογημένες παραδοχές ότι ουδόλως προέκυψε τέτοια νόμιμη φορολογούμενη επαγγελματική δραστηριότητά του και ότι αντίθετα προέκυψε ότι η ενασχόλησή του αυτή ήταν παροδική και με μοναδικό σκοπό την εξυπηρέτηση της εγκληματικής οργάνωσης για τη διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών στην Ελλάδα, αφού και ο ίδιος όταν συνελήφθη δήλωση άνεργος. Παρέθεσε δε πλήρεις και σαφείς αιτιολογικές σκέψεις ότι τα προσκομισθέντα από τον αναιρεσείοντα έγγραφα και δη καταστάσεις τιμολογίων μηνών Μαϊου έως και Δεκεμβρίου 2020, καταστάσεις πληρωμών πελατών των τηλεφώνων SΚΥ, μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ δύο αλλοδαπών προσώπων, τρία εμβάσματα μέσω internet banking, ουδόλως αποδεικνύουν τον προβληθέντα ως άνω ισχυρισμό του. Το δικάσαν δε δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ασκώντας την εκ των προαναφερομένων άρθρων δικαιοδοσία του και επιλαμβανόμενο του ζητήματος της τύχης των κατασχεθέντων, αφού ερεύνησε τον προβληθέντα σχετικώς ως άνω ισχυρισμό του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος και εξέτασε τα αποδεικτικά μέσα που αυτός προσκόμισε για τη θεμελίωσή του, ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολόγησε την επ' αυτού ως άνω κρίση του και με πλήρες, όπως προεκτέθηκε, σκεπτικό, απέρριψε αυτόν ως ουσιαστικά αβάσιμο. Με βάση τα παραπάνω το Δικαστήριο ήχθη στην σχετική απορριπτική κρίση του, δεχόμενο ότι αποδείχτηκε ότι τα κατασχεθέντα χρηματικά αυτά ποσά προέρχονταν από την εκ μέρους του αναιρεσείοντος αξιόποινη δραστηριότητα της διακίνησης ναρκωτικών και όχι επειδή δεν αποδείχθηκε η προέλευση αυτών από την επικαλούμενη επαγγελματική του δραστηριότητα, όπως αβάσιμα αυτός ισχυρίζεται, ενώ, από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλομένης ουδόλως προκύπτουν αμφιβολίες του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την προέλευση των κατασχεθέντων χρημάτων από την διακίνηση των ναρκωτικών για την οποία τον κήρυξε ένοχο. Συνακόλουθα το δικάσαν Δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς το κεφάλαιο της απόρριψης του αιτήματος του αναιρεσείοντος για απόδοση σ' αυτόν των κατασχεθέντων χρηματικών ποσών (1.410, 1.650 και 33.000 ευρώ). Συνακόλουθα ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ έβδομος πρόσθετος αναιρετικός λόγος με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Μετά από αυτά, και αφού δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, να απορριφθούν στο σύνολό τους και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 του Κ.Ποιν.Δ., όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το ν.5090/2024), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 11-6-2024 αίτηση και τους από 4-11-2024 πρόσθετους αυτής λόγους, του Δ. Π. του Ε., κατοίκου ... (οδός ...), για αναίρεση της με αριθμό 23/2024 καταδικαστικής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2025.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή