Υπόθεση T-246/24, RY κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 13ης Μαρτίου 2025
print
Τίτλος:
Υπόθεση T-246/24, RY κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 13ης Μαρτίου 2025
Υπόθεση T-246/24, RY κατά Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 13ης Μαρτίου 2025

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 13ης Μαρτίου 2025 (*)

« Αγωγή αποζημιώσεως – Καταγγελία της σύμβασης εργασίας έκτακτου υπαλλήλου – Σφάλμα ως προς το νομικό έρεισμα της αγωγής – Σχέση εργασίας μεταξύ του υπαλλήλου και του εναγόμενου θεσμικού οργάνου – Απαράδεκτο »

Στην υπόθεση T-246/24,

RY, εκπροσωπούμενος από τον Γ. Τράντα, δικηγόρο,

ενάγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους J.-F. Brakeland, Μ. Κωνσταντινίδη και L. Hohenecker,

εναγομένης,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Porchia, πρόεδρο, L. Madise και P. Nihoul (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: V. Di Bucci

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με την αγωγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο ενάγων, RY, ζητεί την αποκατάσταση των ζημιών τις οποίες ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της πρώτης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του το 2016.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Ο ενάγων εισήλθε στην υπηρεσία της Επιτροπής την 1η Νοεμβρίου 2014, ως έκτακτος υπάλληλος προσληφθείς σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο γ', του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο συμβάσεως αορίστου χρόνου. Εκεί άσκησε καθήκοντα αναπληρωτή προϊσταμένου του ιδιαίτερου γραφείου ενός μέλους της Επιτροπής, με κατάταξη στον βαθμό AD 12, κλιμάκιο 2.

3        Κατ’ εφαρμογήν συμβάσεως για την τροποποίηση της συμβάσεως προσλήψεως, η οποία υπογράφηκε στις 2 Οκτωβρίου 2015 και παρήγε αποτελέσματα από την 1η Οκτωβρίου του ίδιου έτους, τροποποιήθηκαν τα καθήκοντα του ενάγοντος, ο οποίος στο εξής κατείχε θέση εμπειρογνώμονα στο ιδιαίτερο γραφείο του μέλους της Επιτροπής, με κατάταξη στον βαθμό AD 13, κλιμάκιο 2.

4        Με απόφαση του γενικού διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρώπινων Πόρων και Ασφάλειας της 27ης Απριλίου 2016 (στο εξής: απόφαση της 27ης Απριλίου 2016), η Επιτροπή έλυσε, από την 1η Αυγούστου 2016, τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, δυνάμει του άρθρου 47, στοιχείο γ', σημείο i, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διοικητική ένσταση που υπέβαλε ο ενάγων κατά της απόφασης αυτής απορρίφθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2016 (στο εξής: απορριπτική απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2016).

5        Στις 17 Μαρτίου 2017 ο ενάγων άσκησε προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης της 28ης Νοεμβρίου 2016.

6        Στις 20 Νοεμβρίου 2018 η Επιτροπή δημοσίευσε την προκήρυξη του εσωτερικού διαγωνισμού COM/2/AD 12/18 (AD 12). Η υποψηφιότητα του ενάγοντος απορρίφθηκε αρχικώς για τον λόγο ότι, κατά τον χρόνο υποβολής της, δεν συνέτρεχε στο πρόσωπό του μία από τις προϋποθέσεις, ήτοι να έχει εν ισχύ σύμβαση εργασίας με την Επιτροπή.

7        Με απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2019, RY κατά Επιτροπής (T-160/17, στο εξής: ακυρωτική απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, EU:T:2019:1), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της 27ης Απριλίου 2016 λόγω προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως του ενάγοντος.

8        Κατόπιν της ακυρωτικής απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, ο ενάγων επανήλθε στα καθήκοντά του και η Επιτροπή τού κατέβαλε αποζημίωση της οποίας ούτε το ποσό, ούτε ο τρόπος υπολογισμού, ούτε η ημερομηνία καταβολής μνημονεύονται στο δικόγραφο της αγωγής.

9        Στις 13 Μαρτίου 2019 έγινε δεκτή η συμμετοχή του ενάγοντος στον εσωτερικό διαγωνισμό. Η προθεσμία που του τάχθηκε για την αποστολή του εντύπου του αξιολογητή ταλέντου έληξε την 12η μεσημβρινή της 19ης Μαρτίου 2019.

10      Με απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, η Επιτροπή, αφού άκουσε τον ενάγοντα, κατήγγειλε εκ νέου τη σύμβαση πρόσληψής του.

11      Στις 17 Μαΐου 2019 η εξεταστική επιτροπή του εσωτερικού διαγωνισμού ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι ενέμενε στην αρχική απόφασή της να μην τον καλέσει στα επόμενα στάδια του διαγωνισμού, η οποία του είχε κοινοποιηθεί σε ημερομηνία μη προσδιοριζόμενη στο δικόγραφο της αγωγής. Η απόφαση αυτή στηριζόταν στις πληροφορίες που παρέσχε ο ενάγων με το έντυπο του αξιολογητή ταλέντου.

12      Στις 14 Αυγούστου 2019 η Επιτροπή απέρριψε τη διοικητική ένσταση που υπέβαλε ο ενάγων κατά της απόφασης της 10ης Απριλίου 2019.

13      Με απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2021, RY κατά Επιτροπής (T-824/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:6), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμη την προσφυγή που άσκησε ο ενάγων κατά της απορριπτικής απόφασης της 14ης Αυγούστου 2019.

14      Με διάταξη της 9ης Δεκεμβρίου 2021, RY κατά Επιτροπής (C-193/21 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:1051), το Δικαστήριο απέρριψε ως προδήλως αβάσιμη την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε ο ενάγων κατά της απόφασης της 13ης Ιανουαρίου 2021, RY κατά Επιτροπής (T-824/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:6).

15      Στις 9 Μαΐου 2024 ο ενάγων άσκησε την υπό κρίση αγωγή.

 Αιτήματα των διαδίκων

16      Ο ενάγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να του αποδώσει το ποσό που συμψήφισε κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης που του κατέβαλε λόγω της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του από 1ης Αυγούστου 2016

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να του καταβάλει το ισόποσο των μισθών και επιδομάτων που θα ελάμβανε ως μόνιμος υπάλληλός της με βαθμό AD 12 από την 1η Νοεμβρίου 2019 έως και την αφυπηρέτησή του, με όλες τις προσδοκώμενες μισθολογικές αυξήσεις και την υπηρεσιακή του εξέλιξη εάν η Επιτροπή δεν του είχε στερήσει τη δυνατότητα επιτυχούς συμμετοχής και επιλογής του στον εσωτερικό διαγωνισμό COM/2/AD 12/18 (AD 12)

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να του καταβάλει το ποσό του 1 000 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη του

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να του καταβάλει το ποσό του 1 000 000 ευρώ για τη βλάβη από τη μόνιμη επιβάρυνση που προκλήθηκε στην υγεία του

–        να διατάξει τη δημοσίευση της άρσης της προσβολής στην προσωπικότητά του σε μέσα έντυπης και ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας, ευρείας κυκλοφορίας και επισκεψιμότητας των Βρυξελλών (Βέλγιο)

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

17      Με χωριστό δικόγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Αυγούστου 2024, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου, βάσει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, με την οποία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη

–        να καταδικάσει τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα.

18      Στις 30 Σεπτεμβρίου 2024 ο ενάγων κατέθεσε τις παρατηρήσεις του επί της ως άνω ενστάσεως απαραδέκτου, με τις οποίες ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

19      Κατά το άρθρο 130, παράγραφοι 1 και 7, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ο εναγόμενος το ζητήσει, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει επί του απαραδέκτου, χωρίς να εισέλθει στην ουσία.

20      Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο 126 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αγωγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

21      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο, εκτιμώντας ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας, αποφασίζει να αποφανθεί επί του αιτήματος αυτού χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

22      Με την ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι ο ενάγων δεν τήρησε τη διοικητική διαδικασία που προηγείται της άσκησης ενδίκου βοηθήματος. Η Επιτροπή εκτιμά συναφώς ότι οι αξιώσεις αποζημιώσεως του ενάγοντος που αφορούν τόσο τον αποκλεισμό του από τα επόμενα στάδια του εσωτερικού διαγωνισμού COM/2/AD 12/18 (AD 12) όσο και την επιδείνωση της υγείας του πηγάζουν από τη σχέση εργασίας που τον συνέδεε με θεσμικό όργανο της Ένωσης και, επομένως, το παραδεκτό της αγωγής εξαρτάται από την τήρηση της προ της ασκήσεως του ενδίκου αυτού βοηθήματος διαδικασίας. Δεδομένου ότι η διαδικασία αυτή δεν τηρήθηκε, η υπό κρίση αγωγή είναι, κατά την Επιτροπή, απαράδεκτη.

23      Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αγωγή είναι προδήλως εκπρόθεσμη ως προς την αξίωση του ενάγοντος που αφορά την απόφαση της 27ης Απριλίου 2016. Κατά το θεσμικό αυτό όργανο, η αγωγή θα έπρεπε να έχει ασκηθεί το αργότερο στις 27 Απριλίου 2021. Επιπλέον, το επιχείρημα του ενάγοντος σχετικά με την αναστολή των προθεσμιών για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων το 2020 και το 2021 λόγω της πανδημίας πρέπει να απορριφθεί ως στερούμενο οποιασδήποτε νομικής βάσεως.

24      Τρίτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι είναι απαράδεκτο το αίτημα με το οποίο ο ενάγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει τη δημοσίευση στα μέσα ενημέρωσης της άρσης της προσβολής της προσωπικότητάς του, δεδομένου ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν έχουν την εξουσία να εκδίδουν διαταγές.

25      Απαντώντας στα ανωτέρω επιχειρήματα, ο ενάγων υποστηρίζει, πρώτον, ότι με την αγωγή επιδιώκεται η αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από τη μη πλήρη συμμόρφωση της Επιτροπής προς την ακυρωτική απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και όχι η εκ νέου κρίση ως προς τη νομιμότητα της καταγγελίας της σύμβασής του. Κατά τον ενάγοντα, οι αξιώσεις του δεν απορρέουν από δικαιώματα που θα είχε βάσει του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), αλλά έχουν ως βάση αδικοπραξίες των οργάνων της Επιτροπής οι οποίες τελέστηκαν επ’ αφορμή της λύσεως της μεταξύ τους εργασιακής σχέσεως.

26      Δεύτερον, ο ενάγων υποστηρίζει, αφενός, ότι η παραγραφή της αξίωσης λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης άρχισε μετά τη δημοσίευση της ακυρωτικής απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου και ειδικότερα από τον χρόνο κατά τον οποίο συνέβησαν τα ζημιογόνα γεγονότα. Αφετέρου, υποστηρίζει ότι η παραγραφή διακόπηκε με την άσκηση της από 10 Μαρτίου 2017 προσφυγής του επί της οποίας εκδόθηκε η ακυρωτική απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Επιπλέον, τα ζημιογόνα γεγονότα έλαβαν χώρα σε χρονικό διάστημα εντός της πενταετίας που προηγήθηκε της άσκησης της υπό κρίση αγωγής.

27      Τρίτον, όσον αφορά το αίτημα δημοσίευσης στον Τύπο, ο ενάγων προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς το είδος της αποζημιώσεως.

 Επί του νομικού ερείσματος της αγωγής

28      Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, εναπόκειται στον ενάγοντα να επιλέξει το νομικό έρεισμα της αγωγής του και όχι στον δικαστή της Ένωσης να επιλέξει εκείνος την καταλληλότερη νομική βάση (βλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2022, JC κατά EUCAP Somalia, T-165/20, EU:T:2022:453, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Εν προκειμένω, η επιλογή αυτή όντως έγινε από τον ενάγοντα, ο οποίος διευκρινίζει στο εισαγωγικό μέρος του δικογράφου της αγωγής και επαναλαμβάνει ρητώς, με τις παρατηρήσεις του επί της ενστάσεως απαραδέκτου, ότι η υπό κρίση αγωγή ασκείται βάσει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Επιπλέον, ο ενάγων αμφισβητεί τα επιχειρήματα με τα οποία η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αγωγή θα έπρεπε να έχει ασκηθεί βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ.

30      Εντούτοις, από τη νομολογία προκύπτει ότι διαφορά μεταξύ μονίμου ή μη μονίμου υπαλλήλου και του θεσμικού οργάνου της Ένωσης στο οποίο υπάγεται ή υπαγόταν, με αντικείμενο την αποκατάσταση ζημίας, εμπίπτει, όταν πηγάζει από τη σχέση εργασίας που συνδέει τον ενδιαφερόμενο με το θεσμικό όργανο, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ και κείται, ιδίως όσον αφορά το παραδεκτό, εκτός του πεδίου εφαρμογής τόσο του άρθρου 268 ΣΛΕΕ και του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ όσο και του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2011, Επιτροπή κατά Q, T-80/09 P, EU:T:2011:347, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ο δε ΚΥΚ αποτελεί αυτοτελές νομοθέτημα που σκοπεί αποκλειστικά στη ρύθμιση των εννόμων σχέσεων μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους, δημιουργώντας αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2011, Επιτροπή κατά Q, T-80/09 P, EU:T:2011:347, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Υπενθυμίζεται επίσης ότι το παραδεκτό της αγωγής αποζημιώσεως είναι ζήτημα δημοσίας τάξεως και πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Γενικό Δικαστήριο (βλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018, Βακάκης και Συνεργάτες κατά Επιτροπής, T-292/15, EU:T:2018:103, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Επομένως, προς τον σκοπό της εξέτασης της συνδρομής των προϋποθέσεων του παραδεκτού της αγωγής, το Γενικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την επιλογή, εκ μέρους του ενάγοντος, του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ ως νομικού ερείσματος της αγωγής, αν προκύπτει ότι τα αγωγικά αιτήματα συνδέονται με τη σχέση εργασίας που υπήρχε μεταξύ του ενάγοντος και του εναγόμενου θεσμικού οργάνου.

33      Η αντίθετη άποψη θα καθιστούσε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τους κανόνες και τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 270 ΣΛΕΕ και στα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ για την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων στον τομέα των υπαλληλικών υποθέσεων, παρέχοντας στους προσφεύγοντες ή ενάγοντες τη δυνατότητα να παρακάμψουν τους εν λόγω κανόνες και απαιτήσεις.

34      Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί, όσον αφορά κάθε αίτημα της αγωγής, αν αυτό στηρίζεται στην ύπαρξη τέτοιας σχέσης εργασίας και να διαπιστωθεί επί της βάσεως αυτής κατά πόσον πρέπει να εκτιμηθεί, από απόψεως παραδεκτού, υπό το πρίσμα του άρθρου 340 ΣΛΕΕ, όπως θεωρεί ο ενάγων, ή υπό το πρίσμα των διατάξεων που αφορούν την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων στις υπαλληλικές υποθέσεις.

35      Επισημαίνεται συναφώς ότι, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κάθε πρόσωπο που υπόκειται στον ΚΥΚ δύναται, εντός προθεσμίας τριών μηνών, να υποβάλει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διοικητική ένσταση κατά οιασδήποτε πράξεως η οποία θίγει τα συμφέροντά του.

36      Επιπλέον, το άρθρο 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ προβλέπει ότι προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ασκείται παραδεκτώς μόνον εφόσον προηγουμένως έχει υποβληθεί διοικητική ένσταση, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή εντός της ως άνω προθεσμίας και εφόσον η ένσταση αυτή έχει αποτελέσει αντικείμενο ρητής ή σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως.

37      Συνεπώς, τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ εξαρτούν το παραδεκτό των ενδίκων βοηθημάτων, συμπεριλαμβανομένης της αγωγής αποζημιώσεως, από την προϋπόθεση της νομότυπης διεξαγωγής της προ της ασκήσεώς τους διοικητικής διαδικασίας την οποία προβλέπουν τα άρθρα αυτά. Ως εκ τούτου, για να κριθεί παραδεκτή η αγωγή, θα πρέπει να έχει διεξαχθεί νομότυπα η προ της ασκήσεώς της διαδικασία τόσο ως προς τις πράξεις στις οποίες όφειλε να προβεί ο ενάγων στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής όσο και ως προς την προθεσμία εντός της οποίας έπρεπε να τις διενεργήσει (πρβλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Σκουλίδη κατά Επιτροπής, F-4/07, EU:F:2008:22, σκέψεις 54 και 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 Επί των αποζημιωτικών αιτημάτων

 Επί της ζημίας που απορρέει από σφάλμα στο οποίο φέρεται ότι υπέπεσε η Επιτροπή κατά τον υπολογισμό του ποσού που συμψήφισε

38      Ο ενάγων υποστηρίζει ότι υπέστη υλική ζημία λόγω σφάλματος στο οποίο υπέπεσε, κατά την άποψή του, η Επιτροπή κατά τον υπολογισμό του ποσού το οποίο συμψήφισε στο πλαίσιο του υπολογισμού της αποζημίωσης την οποία του κατέβαλε για την πρώτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του. Κατά τον ενάγοντα, ο εν λόγω συμψηφισμός συνίστατο στην αφαίρεση από την οφειλόμενη σε αυτόν αποζημίωση του ποσού των απολαβών που αυτός είχε εισπράξει για την εργασία του ως κοινοβουλευτικός βοηθός κατά το διάστημα για το οποίο είχε καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας του με την Επιτροπή.

39      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του ενάγοντος.

40      Επισημαίνεται ότι η προβαλλόμενη από τον ενάγοντα ζημία, αν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, προκύπτει από παρανομία της απόφασης με την οποία η Επιτροπή καθόρισε το ποσό της αποζημίωσης που του οφειλόταν κατόπιν της πρώτης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του.

41      Επομένως, το αποζημιωτικό αίτημα πηγάζει από τη σχέση εργασίας που συνέδεε τον ενάγοντα με την Επιτροπή, πράγμα που δικαιολογεί την εφαρμογή, αφενός, του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, όπως προαναφέρθηκε.

42      Εξάλλου, η απόφαση με την οποία καθορίστηκε το ποσό της αποζημίωσης αποτελεί τη βλαπτική πράξη, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, η οποία προξένησε, κατά τον ενάγοντα, την υπό εξέταση υλική ζημία.

43      Πλην όμως, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, ο ενάγων δεν απέδειξε ότι τηρήθηκε νομοτύπως η προ της ασκήσεως της αγωγής διαδικασία μέσω της υποβολής διοικητικής ένστασης πριν από την άσκηση της υπό κρίση αγωγής και εντός της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας.

44      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο το αίτημα επιδίκασης αποζημίωσης για την προβαλλόμενη υλική ζημία που απορρέει από τον συμψηφισμό στον οποίο προέβη η Επιτροπή κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης που κατέβαλε στον ενάγοντα για την πρώτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του.

 Επί της ζημίας λόγω προβαλλόμενης απώλειας εισοδημάτων

45      Ο ενάγων υποστηρίζει ότι υπέστη υλική ζημία λόγω απώλειας των εισοδημάτων που θα αποκτούσε αν είχε γίνει δεκτός στα επόμενα στάδια του εσωτερικού διαγωνισμού και είχε προσληφθεί ως μόνιμος υπάλληλος στον βαθμό AD 12. Εκτιμά, εν συνόψει, ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας την απορριπτική απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2016, του στέρησε τη δυνατότητα να συμμετάσχει επιτυχώς στον εσωτερικό διαγωνισμό και, ως εκ τούτου, να επιλεγεί σε αυτόν και να προσληφθεί ως μόνιμος υπάλληλος στον βαθμό AD 12.

46      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του ενάγοντος.

47      Από το δικόγραφο της αγωγής προκύπτει ότι, με απόφαση της 17ης Μαΐου 2019, η εξεταστική επιτροπή του εσωτερικού διαγωνισμού απέρριψε το αίτημα του ενάγοντος για εκ νέου βαθμολόγηση και για συνυπολογισμό, ως πραγματικού χρόνου επαγγελματικής εμπειρίας, του διαστήματος κατά το οποίο είχε καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας του.

48      Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 29, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, τα θεσμικά όργανα δύνανται να διοργανώνουν εσωτερικούς διαγωνισμούς για κάθε ομάδα καθηκόντων βάσει τίτλων και εξετάσεων, στους οποίους μπορούν να συμμετέχουν μόνον οι έκτακτοι υπάλληλοι του θεσμικού οργάνου που διοργανώνει τον εσωτερικό διαγωνισμό. Ως εκ τούτου, προϋπόθεση για τη συμμετοχή στους εσωτερικούς διαγωνισμούς είναι ιδίως η ύπαρξη σχέσης εργασίας μεταξύ του υποψηφίου και του θεσμικού οργάνου που διοργανώνει τον διαγωνισμό.

49      Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι ο ενάγων έγινε δεκτός στον εσωτερικό διαγωνισμό μόνον αφού επανήλθε στα καθήκοντά του, δεδομένου ότι αρχικώς η υποψηφιότητά του είχε απορριφθεί για τον λόγο ότι δεν είχε εν ισχύ σύμβαση εργασίας με την Επιτροπή.

50      Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, και όσον αφορά την προβαλλόμενη υλική ζημία λόγω απώλειας των εισοδημάτων που θα αποκτούσε ο ενάγων αν είχε γίνει δεκτός στα επόμενα στάδια του εσωτερικού διαγωνισμού και είχε προσληφθεί ως μόνιμος υπάλληλος στον βαθμό AD 12, η διαφορά απορρέει από τη σχέση εργασίας που συνέδεε τον ενάγοντα με την Επιτροπή.

51      Η ανωτέρω διαπίστωση δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι η εξεταστική επιτροπή του εσωτερικού διαγωνισμού εξέδωσε την απόφαση της 17ης Μαΐου 2019 σε χρόνο κατά τον οποίο η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος είχε εκ νέου καταγγελθεί. Πράγματι, η ύπαρξη της σχέσης εργασίας δεν προσδιορίζεται, εν προκειμένω, από τον χρόνο έκδοσης της εν λόγω απόφασης, αλλά από το γεγονός ότι ο ενάγων έπρεπε, μεταξύ άλλων, να είναι υπάλληλος του θεσμικού οργάνου προκειμένου να μπορεί να συμμετάσχει στον εσωτερικό διαγωνισμό, προϋπόθεση την οποία πληρούσε όταν έγινε δεκτός σε αυτόν.

52      Κατά πάγια νομολογία, όταν υποψήφιος διαγωνισμού ζητεί την επανεξέταση απόφασης της εξεταστικής επιτροπής, συνιστά βλαπτική πράξη, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, ή ενδεχομένως του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, η απόφαση που λαμβάνει η επιτροπή αυτή μετά την επανεξέταση της περίπτωσης του υποψηφίου. Η απόφαση που λαμβάνεται μετά την επανεξέταση υποκαθιστά δηλαδή την αρχική απόφαση της εξεταστικής επιτροπής (βλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2021, JR κατά Επιτροπής, T-435/20, EU:T:2021:608, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53      Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η βλαπτική πράξη, εν προκειμένω, είναι η απόφαση της 17ης Μαΐου 2019.

54      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όσον αφορά και αυτό το αποζημιωτικό αίτημα, ο ενάγων δεν απέδειξε ότι είχε υποβάλει διοικητική ένσταση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.

55      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο το αίτημα αποκατάστασης της ζημίας λόγω προβαλλόμενης απώλειας εισοδημάτων.

 Επί της ηθικής βλάβης λόγω προβαλλόμενης προσβολής της προσωπικότητας και της φήμης

56      Ο ενάγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή τού προκάλεσε ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του, χαρακτηρίζοντάς τον ως ανεπαρκή για την εκπλήρωση των καθηκόντων του και ως πρόσωπο έναντι του οποίου διερράγη η σχέση εμπιστοσύνης. Υποστηρίζει ότι διαπομπεύθηκε στο «Κοινοτικό οικοσύστημα». Προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, ο ενάγων ζητεί την επιδίκαση χρηματικού ποσού και τη δημοσίευση στον Τύπο των Βρυξελλών ανακοίνωσης περί της άρσης της προσβολής της προσωπικότητάς του.

57      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του ενάγοντος.

58      Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται ότι, προς στήριξη των ισχυρισμών του, ο ενάγων δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ο ακριβής χρόνος επέλευσης της ηθικής βλάβης του. Ωστόσο, από το δικόγραφο της αγωγής προκύπτει ότι οι προβαλλόμενες αιτιάσεις της Επιτροπής σχετικά με τις ικανότητες του ενάγοντος και με την απώλεια της εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του περιέχονταν στην απόφαση της 27ης Απριλίου 2016 με την οποία λύθηκε η σύμβαση εργασίας του. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η διοικητική ένσταση που υπέβαλε ο ενάγων δυνάμει του άρθρου 90 του ΚΥΚ αποτέλεσε αντικείμενο της απορριπτικής απόφασης της 28ης Νοεμβρίου 2016. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απόφαση της 27ης Απριλίου 2016 αποτελεί τη βλαπτική πράξη εν προκειμένω.

59      Δεδομένου ότι η απόφαση της 27ης Απριλίου 2016 αφορά τη σχέση μεταξύ του ενάγοντος και του θεσμικού οργάνου στο οποίο εργαζόταν, πρέπει να θεωρηθεί ότι αποδεικνύεται και πάλι η ύπαρξη σχέσης εργασίας ως προς την υπό κρίση ένδικη διαφορά, κατά το μέρος που αυτή αφορά την ηθική βλάβη την οποία επικαλείται ο ενάγων, και ότι, ως εκ τούτου, οι εφαρμοστέες διατάξεις για την εκδίκασή της όσον αφορά την εν λόγω ηθική βλάβη είναι οι διατάξεις για τις υπαλληλικές διαφορές.

60      Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι ο ενάγων ωσαύτως δεν προσκομίζει στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η διοικητική ένσταση την οποία υπέβαλε δυνάμει του άρθρου 90 του ΚΥΚ και η οποία απορρίφθηκε με την απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2016 περιείχε αποζημιωτικά αιτήματα.

61      Αν υποτεθεί ότι η εν λόγω διοικητική ένσταση περιελάμβανε αίτημα ικανοποίησης της ηθικής βλάβης λόγω προσβολής της προσωπικότητας και της φήμης του ενάγοντος, διαπιστώνεται ότι η προθεσμία για την άσκηση αγωγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου έληξε στις 10 Μαρτίου 2017. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 60 του Κανονισμού Διαδικασίας, το ένδικο βοήθημα πρέπει να ασκείται εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της αποφάσεως η οποία ελήφθη προς απάντηση της διοικητικής ενστάσεως, η δε προθεσμία αυτή παρεκτείνεται λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπήν.

62      Δεδομένου ότι το δικόγραφο της αγωγής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Μαΐου 2024, είναι πρόδηλο ότι η αγωγή ασκήθηκε εκπρόθεσμα, κατά το μέρος που με αυτή ζητείται ικανοποίηση της εν λόγω ηθικής βλάβης.

63      Αν υποτεθεί ότι η διοικητική ένσταση δεν περιελάμβανε αίτημα ικανοποίησης της εν λόγω ηθικής βλάβης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο ενάγων δεν αποδεικνύει ότι τήρησε την προ της ασκήσεως της αγωγής διαδικασία.

64      Για τους ανωτέρω λόγους, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο το αίτημα ικανοποίησης της ηθικής βλάβης λόγω προβαλλόμενης προσβολής της προσωπικότητας και της φήμης του ενάγοντος.

 Επί της ζημίας λόγω προβαλλόμενης βλάβης της υγείας

65      Ο ενάγων υποστηρίζει ότι, από την απόφαση της 27ης Απριλίου 2016, με την οποία λύθηκε η σύμβαση εργασίας του, και μετά, υφίσταται «ψυχολογική και σωματική καταπόνηση και μόνιμη επιβάρυνση της υγείας [του]», πέραν μιας χειρουργικής επέμβασης της οποίας τα έξοδα καλύφθηκαν από το κοινό σύστημα υγειονομικής ασφάλισης (ΚΣΥΑ). Κατά τον ενάγοντα, η «παράνομη συμπεριφορά» της Επιτροπής τον ζημίωσε βλάπτοντας την υγεία του.

66      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του ενάγοντος.

67      Επισημαίνεται ότι, μολονότι η φράση «παράνομη συμπεριφορά» αφήνει να εννοηθεί ότι η προβαλλόμενη ζημία απορρέει από συμπεριφορά της Επιτροπής η οποία δεν συνιστά απόφαση, εντούτοις από το δικόγραφο της αγωγής προκύπτει ότι με τη φράση αυτήν ο ενάγων αναφέρεται στην απόφαση της 27ης Απριλίου 2016 με την οποία η Επιτροπή κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του. Όπως προβάλλει ο ενάγων, η εν λόγω καταγγελία προκάλεσε την επιδείνωση της υγείας του.

68      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ζημία αυτή, αν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, απορρέει από πράξη η οποία συνιστά απόφαση και η οποία αφορά τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος.

69      Το υπό κρίση αποζημιωτικό αίτημα πηγάζει επομένως από τη σχέση εργασίας που συνέδεε τον ενάγοντα με την Επιτροπή, πράγμα που δικαιολογεί την εξέτασή του υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ.

70      Πλην όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, και ως προς το αποζημιωτικό αίτημα που αφορά την αποκατάσταση της ζημίας λόγω βλάβης της υγείας του, ο ενάγων δεν απέδειξε τη νομότυπη τήρηση της προ της ασκήσεως της αγωγής διαδικασίας την οποία προβλέπει ο ΚΥΚ.

71      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο το αίτημα επιδίκασης αποζημίωσης για την εν λόγω ζημία.

72      Στο μέτρο που είναι αναγκαίο, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι ισχυρισμοί του ενάγοντος σχετικά με τη ζημία που υπέστη λόγω βλάβης της υγείας του δεν τεκμηριώνονται από κανενός είδους πιστοποιητικό, έκθεση ή ιατρική εξέταση που να μπορεί να αποδείξει την επιδείνωση της υγείας του, τον χρόνο κατά τον οποίο αυτή επήλθε, καθώς και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της επιδείνωσης της υγείας και των πράξεων που προσάπτονται στην Επιτροπή.

73      Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το αίτημα αποκατάστασης της ζημίας αυτής είναι επίσης προδήλως αβάσιμο.

74      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η αγωγή είναι απορριπτέα στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

75      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

76      Δεδομένου ότι ο ενάγων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Καταδικάζει τον RY στα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 13 Μαρτίου 2025.

Ο Γραμματέας

 

Η Πρόεδρος

V. Di Bucci

 

O. Porchia


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.