Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1054 / 2024    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 1054/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Γεώργιο Παπαγεωργίου και Αικατερίνη Χονδρορίζου-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Απριλίου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ελένης Κοντακτσή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ε. Κ., για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1.Α. Π. του Α., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κ. Κ. Γρεβενών, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Σύψα και 2.Χ. Β. του Θ., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενης στο Κ.Κ. Γυναικών Ελεώνα Θηβών, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Πέτρου, για αναίρεση της υπ'αριθμ.180, 183Α & 186, 193/2023 απόφασης του Μ.Ο.Ε. Λάρισας. Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την Π. Π. του Α., κάτοικο ..., η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως χωρίς να έχει ιδιότητα δικηγόρου.

Το Μ.Ο.Ε. Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και oι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις: α)από 05 Ιανουαρίου 2024 αίτηση αναιρέσεως του 1ου αναιρεσείοντος, η οποία ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του αναπληρωτή διευθυντή του Κ.Κ. Γρεβενών, Ι. Κ. και έλαβε αριθμό 2/2024 και β)από 04 Ιανουαρίου 2024 αίτηση αναιρέσεως της 2ης αναιρεσείουσας, η οποία ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του προϊσταμένου της διεύθυνσης του Σωφρονιστικού Κ.Κ. Γυναικών Ελεώνα Θηβών, έλαβε αριθμό 1/2024, και οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 86/2024.

Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να επιβληθούν τα έξοδα στους αναιρεσείοντες και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπό κρίση αιτήσεις αναίρεσης και συγκεκριμένα: α) η από 5-1-2024 έκθεση αναίρεσης του πρώτου αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Α. Π. του Α., κατοίκου ..., ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα κράτησης Γρεβενών, για αναίρεση της με αριθμό 180-183Α, 186-193/7-7-2023 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, και καταδίκασε αυτόν για την πράξη της κατάχρησης ανηλίκου σε ασελγείς πράξεις κατ' εξακολούθηση, ύστερα από αναγνώριση συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 α' και ε' Π.Κ., σε ποινή κάθειρξης επτά (7) ετών, η οποία ασκήθηκε νομότυπα, αυτοπροσώπως από τον ίδιο με δήλωσή του στον Προϊστάμενο Διεύθυνσης του Καταστήματος Κράτησης Γρεβενών, με συνημμένο σε αυτήν έγγραφο "δήλωση αναιρέσεως", και εμπρόθεσμα, εντός της προβλεπόμενης εικοσαήμερης προθεσμίας από τότε που καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη, στις 20-12-2023 με αριθμό 32, στο κατ' άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠΔ ειδικό βιβλίο, κατά τη σχετική επ'αυτής υπηρεσιακή βεβαίωση και β) η από 4-1-2024 έκθεση αναίρεσης της δεύτερης αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ. Β. του Θ., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενης στο Κατάστημα κράτησης Γυναικών Ελεώνα-Θηβών, για αναίρεση της ίδιας ως άνω με αριθμό 180-183Α, 186-193/2023 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, και καταδίκασε αυτήν για την πράξη της συνέργειας στον αυτουργό σε κατάχρηση ανηλίκου σε ασελγείς πράξεις, κατ'εξακολούθηση, ύστερα από αναγνώριση συνδρομής στο πρόσωπό της των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 α' και ε' Π.Κ., σε ποινή κάθειρξης επτά (7) ετών, η οποία ασκήθηκε νομότυπα, αυτοπροσώπως από την ίδια με δήλωσή της στον Προϊστάμενο Διεύθυνσης του Καταστήματος Κράτησης Γυναικών Ελεώνα Θηβών, με συνημμένο σε αυτήν έγγραφο "αίτηση αναιρέσεως", και εμπρόθεσμα, εντός της προβλεπόμενης εικοσαήμερης προθεσμίας από τότε που καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη, στις 20-12-203 με αριθμό 32, στο κατ' άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠΔ ειδικό βιβλίο, κατά τη σχετική επ'αυτής υπηρεσιακή βεβαίωση, όπως ήδη προαναφέρθηκε, και ασκήθηκαν από πρόσωπο που είχε το σχετικό έννομο συμφέρον, κατά απόφασης υποκείμενης στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο (άρθρα 462 παρ.1, 464, 466 παρ.1 εδ.α', 473 παρ.2, 3, 474 παρ.1,3, 504 παρ.1 και 505 παρ.1 περ.α' του Κ.Ποιν.Δ.) είναι παραδεκτές αφού περιέχουν σαφείς και ορισμένους λόγους αναίρεσης συνισταμένους σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της ανωτέρω προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ.Δ') η πρώτη και σε απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρ.510 παρ.1 στοιχ.Α') η δεύτερη. Επομένως, πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης συναφείας τους, καθόσον στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης, και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων τους. Σημειώνεται ότι η συζήτηση της υπόθεσης γίνεται σαν να ήταν παρούσα και η υποστηρίζουσα την κατηγορία Π. Π. του Α. κάτοικος ..., Β.Π. α/α, η οποία, μολονότι κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα για να παραστεί στην παρούσα αναιρετική δίκη (βλ. τα από 9-2-2024 και από 13-2-2024, αποδεικτικά επίδοσης του Μ. Ι. Ανθυπαστυνόμου που υπηρετεί στο Α.Τ.... και του Μ. Ν. Αρχιφύλακα που υπηρετεί στο Α.Τ. Λάρισας, αντίστοιχα, στην ίδια με παραλαβόντα τον σύνοικο αδελφό της Π. Σ. και εκ περισσού στον αντίκλητό της Ιωάννη Γιαγλάρα δικηγόρο Λάρισας, αντίστοιχα), δεν εμφανίστηκε με δικηγόρο κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (άρθρο 515 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ.).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 342 παρ.1 περ. α' και β' του Π.Κ., όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το ν.4855/2021, η οποία εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση κατ' άρθρο 2 παρ. 1 του ιδίου ΠΚ, ως περιέχουσα ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο διάταξη, ορίζεται ότι: "Ο ενήλικος ο οποίος ενεργεί γενετήσιες πράξεις με ανήλικο, τον οποίο του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών β)αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη.". Από τις ως άνω διατάξεις, που έχουν σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της γενετήσιας πράξης με ανήλικο (αποπλάνησης παιδιού κατά τον προϊσχύσαντα ΠΚ), απαιτείται η τέλεση γενετήσιας πράξης με πρόσωπο νεότερο των δεκατεσσάρων ετών, κατά τις σε αυτήν ως προς την ηλικία διακρίσεις και προβλεπόμενες αντίστοιχα ποινές, η οποία, αντικειμενικά μεν, προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Για τη στοιχειοθέτηση δε του εγκλήματος της κατάχρησης ανηλίκων απαιτείται εκτός άλλων ο παθών να είναι ανήλικος, τον οποίο έχουν εμπιστευθεί στο δράστη για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει έστω και προσωρινά, ενώ η επιβαρυντική περίσταση της τέλεσης της ως άνω πράξης από εκπαιδευτικό δεν αποτελεί πλέον στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Επίσης, δεν είναι αναγκαίο στοιχείο αυτής η σχέση της εμπιστοσύνης προς επίβλεψη ή φύλαξη του ανηλίκου, την οποία καταχράται ο δράστης, να είναι μακράς διάρκειας, αφού αρκεί και προσωρινή ανάθεση προς επίβλεψη ή φύλαξη του ανηλίκου (Α.Π.1507/2022, Α.Π.288/2021). Εξάλλου, η κατά τις διατάξεις του δέκατου ένατου κεφαλαίου του ΠΚ με τίτλο "Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής", ποινικοποίηση των πράξεων κατά της γενετήσιας ελευθερίας πρέπει να αφορά όχι μόνο τη "διάπραξη μη συναινετικής, κολπικής ή στοματικής διείσδυσης σεξουαλικού χαρακτήρα στο σώμα άλλου ατόμου με τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε οργάνου του σώματος ή αντικειμένου", αλλά και "τη διάπραξη άλλων μη συναινετικών πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα". Υπό το πρίσμα αυτό, ο όρος της "γενετήσιας πράξης" δεν παρεκκλίνει ουσιωδώς από τον ορισμό της "ασελγούς πράξης" του προϊσχύσαντος ΠΚ, όπως ερμηνευόταν, υπό την αυστηρή της εκδοχή, από τη μέχρι τώρα νομολογία των Δικαστηρίων στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, στα οποία περιλαμβάνονται και οι περιπτώσεις των προαναφερομένων διατάξεων των άρθρων 339 παρ.1 και 342 παρ.1 και 2 του ΠΚ. Επί πλέον απαιτείται δόλος, δηλαδή, ο δράστης πρέπει να γνωρίζει, ότι το πρόσωπο κατά του οποίου κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 15 ετών, ενώ ως προς το σημείο αυτό αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος, που υπάρχει όταν ο δράστης αμφιβάλλει ως προς την ηλικία του παθόντος (Ολ.ΑΠ. 3/2018, Α.Π.288/2021, Α.Π. 474/2020). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 47 του ισχύοντος Π.Κ. "Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου, πρόσφερε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται με μειωμένη ποινή (άρθρο 83). Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει την ποινή του αυτουργού, αν ο υπαίτιος προσφέρει άμεση συνδρομή κατά την τέλεση και στην εκτέλεση της πράξης, θέτοντας το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του φυσικού αυτουργού". Για τη στοιχειοθέτηση της συνέργειας τρίτου σε άδικη πράξη του αυτουργού, απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις: α) πράξη υλικής συνδρομής τρίτου, η οποία συνδρομή μπορεί να είναι είτε υλική είτε ψυχική, θετική ή αποθετική, β) τέλεση (ως προς την αντικειμενική της υπόσταση) από τον αυτουργό άδικης πράξης ή απόπειρας άδικης πράξης, γ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμμετοχικής πράξης του συνεργού και της άδικης πράξης του αυτουργού, ο οποίος υπάρχει όταν, χωρίς την πρώτη, δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση της δεύτερης υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε, δηλαδή, η συμβολή του συνεργού πρέπει να ήταν αποφασιστική για την τέλεση της πράξης του αυτουργού, υπό τις περιστάσεις και τις συνθήκες που τελέστηκε, ή υπό τις οποίες ο αυτουργός αποπειράθηκε να τελέσει αυτήν, και δ) δόλος του συνεργού, ο οποίος έγκειται στη θέληση ή αποδοχή παροχής συνδρομής στον αυτουργό, για να τελέσει την άδικη πράξη, καθώς και γνώση αυτού (με την έννοια της επίγνωσης - συνείδησης) ότι η συνδρομή του παρέχεται για την τέλεση της κύριας πράξης, ενώ άμεσος δόλος είναι αναγκαίος μόνο αν ανάλογο είδος δόλου απαιτείται για την κύρια πράξη. Για τη στοιχειοθέτηση επομένως της συνέργειας απαιτείται οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, που παρέχεται στον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξης πριν από την τέλεση αυτής ή κατά την τέλεσή της, εφόσον εκείνος που την παρέχει με θετική ή αρνητική μορφή ενεργεί από πρόθεση, για την εξ υποκειμένου δε στοιχειοθέτηση της συνέργειας απαιτείται δόλος του συνεργού, συνιστάμενος στη γνώση της τέλεσης από τον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξης και στη βούληση ή αποδοχή να συμβάλει με τη συνδρομή του στην πραγμάτωση του εγκλήματος. Για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, πρέπει να προσδιορίζεται στην απόφαση ο χρόνος τέλεσης της πράξης του αυτουργού ή ο χρόνος που αυτός αποπειράθηκε να τελέσει αυτή και της πράξης του συνεργού, που ως τέτοιος νοείται ο χρόνος της ενέργειας ή της παράλειψης, που συνιστά τη δική του συμμετοχική δράση. Επίσης, πρέπει να αιτιολογείται ειδικά ο δόλος του συνεργού, μόνο ως προς το ότι αυτός γνώριζε την τέλεση της κύριας πράξης ενώ, ως προς τα λοιπά στοιχεία (θέληση ή αποδοχή συμβολής στην τέλεση της κύριας πράξης), ο δόλος προκύπτει από την πραγμάτωση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης του και αρκεί η γενική αιτιολογία για την ενοχή του (Α.Π. 267/2023, Α.Π.1417/2022, Α.Π.289/2022, Α.Π.387/2021, Α.Π. 28/ 2021, Α.Π.678/2020, Α.Π. 126/2020). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί αυτά να αναφέρονται κατ' είδος γενικώς και να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπ' όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά κατ' επιλογήν, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 ΚΠΔ. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 523/2024, ΑΠ 858/2023, ΑΠ 1679/2022, ΑΠ 41/2020). Ακόμη, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., "απόλυτη ακυρότητα υπάρχει: 1. αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν: α) ... δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και το Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της ΕΕ". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο δικαιωμάτων αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προυποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς προηγούμενη σχετική αίτηση του κατηγορουμένου (Α.Π.1205/2023, Α.Π.681/2023, Α.Π.1175/2022, Α.Π.302/2020). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, "παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του", σύμφωνα δε με το άρθρο 14 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.), που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2462/1997, "κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο". Με τις ως άνω διατάξεις, στα πλαίσια της έννοιας της "δίκαιης δίκης" επί ποινικών υποθέσεων, καθιερώνεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου καθ' όλα τα διαδικαστικά στάδια μέχρι να εκδοθεί καταδικαστική απόφαση επί της δίωξης που ασκήθηκε εις βάρος του, κατοχυρώνεται, δηλαδή, το δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου να θεωρείται (τεκμαίρεται) αθώος, εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί νομίμως. Κατ' αυτό, η Πολιτεία, μέσω των οργάνων της, οφείλει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου και όχι ο κατηγορούμενος την αθωότητά του και μέσω των οργάνων της οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι. Αλλά και κατά τη διάταξη του άρθρου 178 παρ. 2 εδαφ. γ του Κ.Π.Δ. οι δικαστές και οι εισαγγελείς είναι υποχρεωμένοι να ερευνούν με επιμέλεια κάθε στοιχείο ή αποδεικτικό μέσο που επικαλέσθηκε υπέρ αυτού ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια. Απόρροια του τεκμηρίου αθωότητας είναι η αρχή της επιείκειας προς τον κατηγορούμενο, η οποία επιβάλλει στο δικαστήριο εν αμφιβολία να αποφανθεί υπέρ του κατηγορουμένου (in dubio pro reo). Η παραβίαση του τεκμηρίου αυτού επάγεται, πέραν της αναίρεσης της απόφασης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, οπότε ιδρύεται και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', σε συνδυασμό με το προπαρατεθέν άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ', ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης (Α.Π.294/2022, Α.Π.861/2022, Α.Π.1363/2020, Α.Π. 1289/2019).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας (Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας) που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από αξιολόγηση και συνεκτίμηση των ειδικώς αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν, κατά το ενδιαφέρον εδώ μέρος του σκεπτικού της, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα: "Από την ανωμοτί κατάθεση της παρισταμένης για την υποστήριξη των κατηγοριών, τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που ενόρκως εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, και περιέχονται ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, την ανάγνωση της κατάθεσης απολιπόμενης μάρτυρα, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά, σε συνδυασμό με την απολογία των κατηγορουμένων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αριθμό 1/6.4.2020 Διάταξης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών ..., διατάχθηκε η εισαγωγή και φιλοξενία των ανηλίκων αδελφών, Α. Β. (με ημερομηνία γέννησης ....2013) και θήλεος, αβάπτιστου, τέκνου με το επώνυμο Β. (και ημερομηνία γέννησης ....2018) στο Τμήμα "..." του ... Τα ανωτέρω ανήλικα, τέκνα γεννηθέντα εντός του γάμου του Χ. Β. και της Ε. Π., απομακρύνθηκαν από το οικογενειακό τους περιβάλλον, μετά από έρευνα της κοινωνικής λειτουργού της Κινητής Μονάδας Ψυχικής Υγείας του Νομού ..., Ε. Γ., η οποία διενεργήθηκε μετά από καταγγελίες για παραμέληση των ανηλίκων και έκθεσή τους σε κίνδυνο και συγκεκριμένα μετά από επώνυμη καταγγελία στην Πρόνοια από τη μητρική θεία της Ε. Π., Ε. Β., αδελφή της δεύτερης κατηγορουμένης. Η μετάβαση των ανηλίκων στο νηπιοτροφείο πραγματοποιήθηκε την ....2020, συνοδεία της μητέρας τους, η οποία επιβιβάσθηκε στο ασθενοφόρο που μετέφερε τα ανήλικα στην ..., ενώ ακολουθούσε η κοινωνική λειτουργός με συνάδελφό της. Μετά την παράδοση των ανηλίκων και την επιστροφή τους στην πόλη των ..., η μητέρα, Ε. Π., επιβιβάστηκε στο υπηρεσιακό όχημα της Κινητής Μονάδας Ψυχικής Υγείας, προκειμένου να διευκολυνθεί η επιστροφή της στα ..., όπου και η πατρική της οικία, στην οποία φιλοξενούνταν το τελευταίο χρονικό διάστημα με τα τέκνα της και μετά από τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης με το σύζυγό της. Κατά τη διαδρομή της επιστροφής, η Ε. Π., ευρισκόμενη σε συναισθηματική φόρτιση και διακατεχόμενη από συναισθήματα θυμού, άρχισε να επιρρίπτει ευθύνες στη μητέρα της, ήδη δεύτερη κατηγορουμένη, καταλογίζοντάς της ότι " ... αυτή με κατέστρεψε ... ". Σε σχετικές ερωτήσεις της κοινωνικής λειτουργού, προς διερεύνηση των συνθηκών ανατροφής και διαβίωσής της, για τις οποίες θα γίνει εκτενώς λόγος κατωτέρω, η Ε. Π. κατηγόρησε τη μητέρα της ότι, ενώ ήταν παντρεμένη, διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις και προέβαινε σε σεξουαλική επαφή με άλλους άνδρες, ενώ, περαιτέρω, φέρεται να ανακάλεσε στη μνήμη της ένα περιστατικό που αφορούσε στη μικρότερη αδελφή της Π. (και ήδη παρισταμένη προς υποστήριξη των κατηγοριών), σύμφωνα με το οποίο, ενώ η αδελφή της ήταν ηλικίας έντεκα (11) περίπου ετών, την είχε παραδώσει σε έναν άνδρα, ο οποίος την επιβίβασε σε αγροτικό όχημα, από το οποίο η ανήλικη Π. εξήλθε μετά από κάποιο χρονικό διάστημα τρέχοντας και με αίματα στα πόδια της. Περαιτέρω, ανέφερε στην κοινωνική λειτουργό ότι η μητέρα της είχε πάει την Π. στο σπίτι του ιδίου ανδρός, ενώ η μητέρα της βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο, χωρίς να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες αναφορικά με τη συνεύρεση αυτή. Σε περαιτέρω ερώτηση της κοινωνικής λειτουργού η Ε. απάντησε ότι επρόκειτο για συνταξιούχο και τότε δάσκαλο του σχολείου ... Παρότι η ανωτέρω λειτουργός επιχείρησε να εκμαιεύσει περισσότερες πληροφορίες προκειμένου να βοηθήσει την Ε. και την αδελφή της Π., η μητέρα των ανηλίκων της απάντησε ότι προτιμούσε να μην εμπλακεί το όνομα της Π., διότι, κατά το χρόνο κείνο, ήταν μνηστευμένη και έτοιμη να νυμφευθεί. Τα ανωτέρω αναφέρθηκαν από την κοινωνική λειτουργό κατά τη σύνταξη του ιστορικού για τη φιλοξενία των ανηλίκων στο Πρότυπο Εθνικό Νηπιοτροφείο και βεβαιώθηκαν κατά την, από 6 Ιουλίου 2020, εξέτασή της ενώπιον των υπηρετούντων στο Τμήμα Ασφαλείας .... Τα στοιχεία αυτά συμπεριλήφθηκαν στο με αριθμό πρωτ. 154/12.6.2020 έγγραφο του "...", υπογεγραμμένο από την Πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου, τον ψυχολόγο και την κοινωνική λειτουργό του ιδρύματος, το οποίο διαβιβάσθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών ..., με αναφορά ότι, από συντάξασες πληροφορίες από την κοινωνική λειτουργό, ανέκαθεν υπήρχαν μαρτυρίες από τον περίγυρο που αφορούσαν σε τέτοια περιστατικά για την οικογένεια Π., ενώ σύμφωνα με το, δημοσίως αναγνωσθέν, με αριθμό πρωτ. 71/8.10.2019 ενημερωτικό σημείωμα της ιδίας ως άνω κοινωνικής λειτουργού, σύμφωνα με πληροφορίες που συνέλεξε από κατοίκους των ... " ... από μικρή η Ε. άρχισε να έχει ερωτικές επαφές με άτομα μεγαλύτερης ηλικίας επί πληρωμή, αφού η ίδια η μητέρα της την έσπρωχνε σ' αυτές τις πράξεις και την καθοδηγούσε πόσα χρήματα θα πάρει, αναφέρει χαρακτηριστικά η κα Μ.....". Κατόπιν διαβίβασης των ανωτέρω στοιχείων στην Εισαγγελία Πρωτοδικών ..., όπου εκκρεμούσε η δικογραφία για την οριστική αφαίρεση της γονικής μέριμνας των ανηλίκων, διενεργήθηκε αυτεπαγγέλτως προκαταρκτική εξέταση προς διερεύνηση αυτεπαγγέλτως διωκόμενων αδικημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας σε βάρος του πρώτου κατηγορουμένου. Η οικογένεια Π. διέμενε στον οικισμό ..., αποτελούμενη από τον πατέρα Α. Π., γεννηθέντα στις 9.10.1967, τη μητέρα Χ. Β., γεννηθείσα στις 5.9.1975 και τα τέσσερα τέκνα τους, Ε., Π., Σ. και Θ., γεννηθέντα στις 24.5.1996, 22.5.1997, 19.12.1999 και 14.11.2001, αντίστοιχα. Αναφορικά με τις συνθήκες διαβίωσης των μελών της οικογένειας Π., από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, αποδείχθηκε ότι ο πατέρας, Α. Π., προέβαινε συστηματικά σε χρήση αλκοόλ, χωρίς να έχει σταθερή εργασία, ενώ οι οικονομικοί πόροι διαβίωσης της οικογένειας ήταν περιορισμένοι, γεγονός που δυσχέρανε ακόμη περισσότερο τις συνθήκες ζωής τους και κυρίως αυτές ανατροφής των τέκνων τους. Η επικοινωνία των γονέων της οικογένειας Π. ήταν ανύπαρκτη, αφού κανένας εξ αυτών δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει με ωριμότητα τις ανάγκες και απαιτήσεις ανατροφής των τεσσάρων (4) τέκνων τους, τα οποία, κατά τις διηγήσεις των κατοίκων της τοπικής κοινότητας ..., όπως αυτές αποτυπώνονται στο από 8.10.2019 ενημερωτικό σημείωμα της κοινωνικής λειτουργού Ε. Γ., ήταν πάντα "παρατημένα". Η προπεριγραφόμενη κατάσταση και οι συνθήκες διαβίωσής τους ήταν γνωστά εντός των ορίων του οικισμού ..., καθώς και εντός της σχολικής κοινότητας του δημοσίου δημοτικού σχολείου, αφού την ίδια εικόνα εμφάνιζαν και εντός του σχολείου και μάλιστα τέτοια (εικόνα) μη πειθαρχίας και ανυπακοής, κυρίως τα αγόρια της οικογένειας Π., χωρίς, ωστόσο, να προσάπτεται τέτοια συμπεριφορά στην ανήλικη Π. Ο πρώτος κατηγορούμενος, Α. Π., δάσκαλος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, ουδένα δεσμό διατηρούσε με την κοινότητα ..., ωστόσο, λόγω της εγγύτητας του οικισμού με την πόλη των ..., αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί με τις δύο (2) θυγατέρες του, όντας διαζευγμένος και με τη μετέπειτα σύζυγό του, Ζ. Π., σε οικία που αγόρασε για την κάλυψη των στεγαστικών τους αναγκών. Είχε δε επιμεληθεί, προκειμένου να υποβοηθήσει τη μία του κόρη στην επαγγελματική της αποκατάσταση, ως τελειόφοιτη ανθοκομίας και αρχιτεκτονικής τοπίου, να λειτουργήσει επιχείρηση ανθοπωλείου στα ..., επ' ονόματί της, παρέχοντας και την προσωπική του (κυρίως) εργασία λόγω των ειδικών γνώσεων που διέθετε επί του συγκεκριμένου αντικειμένου, διαθέτοντας ευρύ προς τούτο πελατολόγιο. Ουδέποτε, προγενέστερα του έτους 2007, υπηρέτησε στο δημοτικό σχολείο ..., το οποίο ωστόσο δεν του ήταν άγνωστο, καθόσον ήδη διέμενε εκεί από το έτος 2006 και, σύμφωνα με την απολογία του ιδίου στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, συνήθιζε να επισκέπτεται τους συναδέλφους του. Με το με αριθμ. πρωτ. 2837/31-8-2007 έγγραφο του ... του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων του ανακοινώθηκε ότι με ταυτάριθμη απόφαση του Διευθυντή Α/θμιας Εκπ/σης ... αποσπάσθηκε στο ... μέχρι τη λήξη του διδακτικού έτους 2007- 2008, με αίτησή του και του εζητείτο να παρουσιασθεί στο σχολείο όπου αποσπάσθηκε για να αναλάβει υπηρεσία και να αναφέρει σχετικά στον προιστάμενό του. Όπως δε προκύπτει από την από ...2007 αναφορά του ίδιου προς την Δ/νση Πρωτ.Εκπ/σης ..., αυτός παρουσιάσθηκε την ίδια ημέρα (...2007) στο Δημοτικό Σχολείο ... και ανέλαβε τα καθήκοντά του. Ακολούθως με το με αριθμό πρωτ. ....2007 έγγραφο Διοικητικού Τμήματος της ίδιας ως άνω Υπηρεσίας του ανακοινώθηκε ότι με ταυτάριθμη απόφαση του Διευθυντή Α/θμιας Εκπαίδευσης ..., που στηρίχθηκε στη με αριθμό ...2007 πράξη του ... ..., τοποθετήθηκε ως Υποδιευθυντής - Υπεύθυνος στο Ολοήμερο ... ... - Διεύθυνσης ΠΕ ..., για το σχολικό έτος 2007 - 2008, με την υπόμνηση να αναλάβει κανονικά τα καθήκοντά του και να το αναφέρει σχετικά στον Προϊστάμενό του, χωρίς να προσκομίζεται από τον πρώτο κατηγορούμενο η σχετική πράξη ανάληψης υπηρεσίας στη θέση αυτή, η οποία τοποθετείται από τον ίδιο χρονικά ότι έγινε εντός του μηνός ... 2007 και πάντως μετά την πρώτη εβδομάδα του ημερολογιακού αυτού μηνός. Διευθυντής στο δημοτικό σχολείο ... τοποθετήθηκε ο ανωτέρω μάρτυρας υπεράσπισης Ν. Χ. με τη με αριθμό πρωτ. 6763/9.11.2007 απόφαση του Περιφερειακού Διευθυντή Εκπαίδευσης Θεσσαλίας "Κύρωση αξιολογικών πινάκων εκπαιδευτικών υποψηφίων Διευθυντών Σχ.Μονάδων ..." και τη με αριθμό πρωτ. ...2007 ανακοίνωση τοποθέτησης της ίδιας υπηρεσίας. Κατά το ίδιο σχολικό έτος (2007-2008) η ανήλικη, τότε, Π. Π. φοιτούσε στην 5η τάξη του δημοτικού σχολείου, το οποίο λειτουργούσε και ως ολοήμερο σχολείο, υπεύθυνος του οποίου ορίσθηκε, με την προμνησθείσα απόφαση, ο πρώτος κατηγορούμενος. Παρότι η τυπική έναρξη του ολοήμερου σχολείου απαιτούσε την επάνδρωσή του και την εμφάνιση των διδασκόντων όλων των ειδικοτήτων, η εμφάνιση των οποίων ολοκληρώθηκε μετά τα μέσα του μηνός ... 2007, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού αποδείχθηκε, στην προκειμένη περίπτωση, ότι, κατά το εν λόγω σχολικό έτος, το ολοήμερο σχολείο άρχισε να λειτουργεί μερικώς τουλάχιστον ήδη από τα μέσα του μηνός ... του ιδίου έτους (2007). Και τούτο διότι ήδη, από 9.10.2007, φέρεται να έχει συνταχθεί ωρολόγιο πρόγραμμα του ολοήμερου σχολείου, με τμήματα και υποτμήματα, για κάθε ημέρα εκάστης εβδομάδας και από ώρα 12.50 μεσημβρινή έως ... απογευματινή, το οποίο φέρεται να υπογράφει υπό την ένδειξη "Ο Δάσκαλος του ολοήμερου" ο ίδιος ο πρώτος κατηγορούμενος, κάτω από τον τόπο και χρονολογία σύνταξής του, θέτοντας την υπογραφή του πάνω από το όνομά του, ακολούθως, επικυρώνεται από το διευθυντή του σχολείου, Ν. Χ., με ημεροχρονολογία επικύρωσης 1.12.2007. Ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι το εν λόγω πρόγραμμα είχε συνταχθεί από τον απερχόμενο διευθυντή του σχολείου, Η. Σ., δεν κρίνεται πειστικός από το παρόν Δικαστήριο, καθόσον δεν επεξηγήθηκε πειστικά για ποιο λόγο φέρεται να υπογράφει το εν λόγω έγγραφο ο ίδιος σε χρόνο, κατά τον οποίο, όπως ισχυρίζεται δεν είχε τοποθετηθεί στο εν λόγω σχολείο, αλλά ήταν στη διάθεση της Α/βθμιας εκπαίδευσης. Να σημειωθεί ότι ήταν δυνατή η λειτουργία του ολοήμερου και χωρίς την πλήρωση των θέσεων όλων των αντίστοιχων δασκάλων, η οποία άρχισε να γίνεται από 1-1 1-2007 με πρώτη εμφανισθείσα την καθηγήτρια Αγγλικών Μ. Ξ., καθώς τα παιδιά του ολοήμερου, στο ξεκίνημά του, ήταν μόνο 12, σύμφωνα δε με την απολογία του πρώτου κατηγορουμένου στο πρωτοβάθμιο, αλλά και στο παρόν δικαστήριο, ήταν δυνατόν να λειτουργήσει το ολοήμερο με τον διευθυντή και έναν δάσκαλο του πρωινού σχολείου, όπως είχε συμβεί κατά καιρούς σε άλλα σχολεία. Από τη σταθερή επί του συγκεκριμένου ζητήματος κατάθεση της παρισταμένης προς υποστήριξη των κατηγοριών Π. Π., τόσο κατά την προδικασία όσο και κατά την προκειμένη διαδικασία, περί λειτουργίας του ολοημέρου σχολείου από τις αρχές περίπου του σχολικού έτους, σε συνδυασμό με την απόφαση τοποθέτησης του πρώτου κατηγορουμένου στο εν λόγω σχολείο από 31-8-2007, σε συνδυασμό με την τοποθέτησή του στη θέση του δ/ντή του ολοήμερου εντός του μηνός ... έτους 2007 (19.10.2007) και (σε συνδυασμό με) το ανωτέρω ωρολόγιο πρόγραμμα, το οποίο υπογράφει ο ίδιος, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι, εν προκειμένω, η λειτουργία του ολοημέρου εκκίνησε πράγματι εντός του μηνός και δη μετά τα μέσα μηνός ... 2007, οπότε και ο πρώτος κατηγορούμενος, τουλάχιστον μετά την 19η.10.2007, έπρεπε να εμφανιστεί στη νέα του θέση και όχι περί τα μέσα του μηνός ... 2007, όπως κατατέθηκε από τους ανωτέρω μάρτυρες υπεράσπισης, οι οποίοι πράγματι εμφανίστηκαν και ανέλαβαν καθήκοντα μετά τις 09.11.2007, μη δυνάμενοι, συνεπώς, να γνωρίζουν αναφορικά με την προηγηθείσα επί του σχολείου και διαμορφούμενη ως εκ των συνθηκών κατάσταση. Ας σημειωθεί, δε, ότι μολονότι ο πρώτος κατηγορούμενος προβάλει την εμφάνισή του στο σχολείο και ανάληψη των καθηκόντων του εντός του μηνός ... 2007, παραλείπει να προσδιορίσει συγκεκριμένα το είδος και τον τόπο απασχόλησής του από την έναρξη του σχολικού έτους και πάντως από την 19η.10.2007 και μέχρι το μήνα Νοέμβριο, ενόψει και της επικαλούμενης από τον ίδιο αδυναμίας ανεύρεσης της έκθεσης εμφάνισής του. Ο ισχυρισμός του ότι απασχολείτο σε άλλη υπηρεσία, με εντολή του προϊσταμένου του να μείνει ακόμη μία εβδομάδα μετά τη γνωστοποίηση της τοποθέτησής του ως υποδιευθυντή - υπευθύνου του ολοήμερου δημοτικού σχολείου, λόγω της μη έναρξης κατά το χρόνο αυτό του ολοήμερου σχολείου, δεν κρίνεται πειστικός, αφού έπρεπε να είναι στο δημοτικό σχολείο ... από την έναρξη του επίμαχου σχολικού έτους, σύμφωνα με το προαναφερόμενο 2837/31-8-2007 έγγραφο. Άλλωστε η λειτουργία του ολοήμερου πριν από τον Νοέμβριο 2007 προκύπτει και από την απολογία του κατηγορουμένου στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία "...Ξεκινήσαμε με 12 χωρίς τα παιδιά της οικογένειας Π., 12 και 4, 16 παιδιά και μέχρι να μαζευτούμε είχαμε άλλες 12 αιτήσεις και στο τέλος που άνοιξαν και τα Αγγλικά και μας φύγανε παιδιά και πήγανε στο ιδιωτικό Αγγλικών φτάσαμε 48-52....". Αφού συνεπώς ξεκίνησε το ολοήμερο αριθμό παιδιών μέχρι του "άνοιξαν και τα Αγγλικά" 16 (μαζί και τα παιδιά της οικογένειας Π.) και με δεδομένο ότι η καθηγήτρια των Αγγλικών Μ. Ξ. εμφανίσθηκε στο επίμαχο σχολείο την 1-11-2007, σημαίνει ότι το ολοήμερο είχε ξεκινήσει μια σταδιακή λειτουργία πριν την ημερομηνία αυτή (1-11-2007). Ενισχυτικό επίσης της κρίσης του Δικαστηρίου περί της ουσιαστικής βασιμότητας του ισχυρισμού της παθούσας περί λειτουργίας του ολοήμερου σχολείου ήδη πριν από το μήνα Νοέμβριο 2007, χωρίς να μπορεί η ίδια να το προσδιορίσει επακριβώς ημεροχρονολογιακά, λόγω της παρέλευσης του μακρού από τότε διαδραμόντος χρονικού διαστήματος, αποτελεί το γεγονός ότι ταυτίζει χρονικά το πρώτο περιστατικό της ασελγούς σε βάρος της πράξης με το περιστατικό τραυματισμού του αδελφού της Θ. Π., γεννηθέντος στις 14.11.2001, τον οποίο παρέσυρε δίκυκλη μοτοσικλέτα, καθ' ο χρόνο επιχείρησε να διασχίσει ανεξέλεγκτα το οδόστρωμα δημοτικής οδού και ο οποίος τραυματισμός του έλαβε χώρα τη 2α ... 2007 και περί ώρα 15.30 μεσημβρινή, σύμφωνα με το με αριθμό πρωτ. 1019/26/46-α'/4.4.2022 δελτίο αδικημάτων - συμβάντων - συστάσεων και παραπόνων του Α.Τ. Περιφέρειας .... Επιχειρώντας δε η παθούσα να ανεύρει αποδεικτικά στοιχεία αναφορικά με τον τραυματισμό του αδελφού της, Θ. Π., προσκόμισε στο Δικαστήριο το από μηνός Μαρτίου 2008 έγγραφο, τιτλοφορούμενο "οδηγίες" του Γενικού Νοσοκομείου ... και σύμφωνα με το οποίο ο αδελφός της υποβλήθηκε στις ....2008 σε εγχείρηση πλαστικής μεσοπεϊκού υποσπαδίας με μικρή γωνιώδη κάμψη, στηριζόμενος δε επί του εγγράφου αυτού ο πρώτος κατηγορούμενος προβάλλει ότι ο μήνας ..., οπότε και τον συνδέει η παθούσα με την πρώτη ασελγή σε βάρος της πράξη, για την οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω, δεν αποτελεί αρχή του σχολικού έτους, έτσι ώστε η κατάθεσή της είναι απαρχής ψευδής και βρίθει ανακριβειών και αντιφάσεων. Ωστόσο, όπως ευκρινώς συνάγεται από το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου, η αναγραφόμενη επ' αυτού πάθηση του ανήλικου Θ., εξαιτίας της οποίας νοσηλεύθηκε και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση, ουδεμία σχέση έχει με τον προκληθέντα ως άνω τραυματισμό του, κατά το τροχαίο ατύχημα της ....2007, αφού η αναγραφόμενη στο εν λόγω έγγραφο πάθηση άρρενος φύλλου αποτελεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της ιατρικής επιστήμης, συγγενή διαταραχή της διάπλασης του ανδρικού μορίου και έχει σχέση με την ανδρογονική διέγερση του αναπτυσσόμενου πέους του ατόμου και καμία συνάφεια δεν υφίσταται μεταξύ αυτού και του τροχαίου ως άνω ατυχήματος. Την 1.11.2007, σε χρόνο ακόμη που, όπως προαναφέρθηκε, τόσο οι διδάσκοντες όσο και οι μαθητές του ολοήμερου δεν είχαν εμφανισθεί στο σύνολό τους (συνολικά περί τα 50 άτομα), παρά μόνο την ημέρα εκείνη η ως άνω Μ. Ξ. και ο αριθμός των φυλασσόμενων στο ολοήμερο σχολείο μαθητών ήταν περιορισμένος, ξεκινώντας, όπως προειπώθηκε, τη λειτουργία του με 12 ή 16 μόλις μαθητές και συνεπώς οι πιθανότητες να γίνουν αντιληπτά τα κατωτέρω συμβάντα σαφώς περιορισμένες, η ανήλικη Π. κλήθηκε από τον πρώτο κατηγορούμενο να τον ακολουθήσει στη σχολική αίθουσα, στην οποία παραδίδονταν μαθήματα της Α' τάξης, ο οποίος, αφού πέταξε ένα μολύβι κάτω από την σχολική έδρα, ζήτησε από την ανήλικη να το πιάσει και έτσι αυτή μπήκε κάτω από αυτή (σχολική έδρα). Τότε ο πρώτος κατηγορούμενος τοποθέτησε την καρέκλα και κάθισε μπροστά στο άνοιγμα αυτής και, αφού άνοιξε το φερμουάρ του παντελονιού του, ζήτησε από την ανήλικη να τοποθετήσει το μόριό του στο στόμα της και να του κάνει στοματικό έρωτα μέχρι να ολοκληρώσει τη γενετήσια επιθυμία του. Μετά την ολοκλήρωσή της η ανήλικη επέστρεψε στην αίθουσα του ολοήμερου, χωρίς η προηγουμένως διενεργηθείσα πράξη να υποπέσει στην αντίληψη κάποιου, λόγω του ότι, όπως προειπώθηκε, το εν λόγω σχολείο δεν ήταν πλήρες από διδάσκοντες και μαθητές, έτσι ώστε οι πιθανότητες εντοπισμού τους να είναι εξίσου αυξημένες, όπως (ήταν αυξημένες) μετά την από τα μέσα του μηνός ... 2007 πλήρη λειτουργία του, οπότε και έκτοτε καμία τέτοια πράξη δεν έλαβε χώρα εντός της σχολικής κοινότητας αλλά εκτός αυτής, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα. Στην παραπάνω απαίτηση του πρώτου κατηγορουμένου να προβεί η ανήλικη στην πράξη στοματικού έρωτα, η τελευταία υπάκουσε, λόγω της ασθενούς της θέσης και της μικρής της ηλικίας, του φόβου και της αυθεντίας του δασκάλου οι οποίες έκαμπταν, όπως είναι φυσικό, την οποιαδήποτε δυσφορία και αντίδρασή της. Λόγω ακριβώς της δυσάρεστης για την ανήλικη κατάστασης, η Π. Π., φοβούμενη ότι την ....2007, ο κατηγορούμενος θα επιχειρήσει και πάλι την ίδια πράξη σε βάρος της, αποφάσισε να αποχωρήσει από το σχολείο, παίρνοντας μαζί της και τα δύο (2) μικρότερα αδέλφια της, οπότε και ο ανήλικος Θ. ενεπλάκη στο προαναφερόμενο τροχαίο ατύχημα παράσυρσής του από δίκυκλο μοτοποδήλατο, όπως τούτο επανειλημμένα κατατέθηκε από την παθούσα, επαναλαμβάνοντας σταθερά, τόσο κατά την προδικασία όσο και κατά την κύρια διαδικασία, τόσο την τέλεση των πράξεων αρχές, περίπου, του σχολικού έτους, όσο και τον τραυματισμό του αδελφού της, σε χρόνο που επιχείρησε να αποχωρήσει από το σχολείο με τα μικρότερα αδέλφια της, καταθέτοντας ότι επί πολλά έτη ένιωθε ενοχές περί του ότι εάν δεν αναλάμβανε αυτή την πρωτοβουλία τότε δεν θα τραυματιζόταν ο αδελφός της. Ο τραυματισμός του ανηλίκου συνηγορεί υπέρ του ότι λειτουργούσε το ολοήμερο, αφού αν δεν λειτουργούσε τότε δεν θα αποχωρούσαν τα ανήλικα τέκνα της οικογένειας Π. στις ..., οπότε και συνέβη το ατύχημα, αλλά θα έπρεπε να είχαν αποχωρήσει περίπου τη ... μεσημβρινή, με τη λήξη του πρωινού σχολείου, οπότε και δεν θα είχε επισυμβεί το ατύχημα. Μετά την πλήρη λειτουργία του ολοήμερου σχολείου, από τα μέσα του μηνός ... 2007, ουδεμία πράξη ασέλγειας αναφέρθηκε από την ανήλικη να έχει λάβει χώρα εντός του σχολείου, δεδομένης και της διαρκούς παρουσίας όλων των δασκάλων του ολοήμερου και αυτής (παρουσίας) του διευθυντή του σχολείου, Ν. Χ., μέχρι τη λήξη του ωραρίου περί τη ... απογευματινή ώρα. Ακολούθως, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος παρείχε κατ' οίκον ενισχυτική διδασκαλία στην ανήλικη Π., άνευ καταβολής χρηματικού ανταλλάγματος, προς υποβοήθησή της κυρίως στο μάθημα των μαθηματικών. Στην οικία του κατηγορουμένου η ανήλικη οδηγούνταν από τη μητέρα της, η οποία τη μετέφερε με το οικογενειακό αυτοκίνητο. Εκεί ο κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ήταν μόνοι στο σπίτι και (εκμεταλλευόμενος) το απομακρυσμένο της οικίας του από τον οικισμό των ..., αφού, σύμφωνα με τις ανωτέρω καταθέσεις, η οικία του βρίσκεται στην άκρη του χωριού, δεν περιορίστηκε στην παράδοση μαθήματος στην ανήλικη, αλλά, προς ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του, προσέγγισε ερωτικά την ανήλικη και, αφού άρχισε να τη θωπεύει στο στήθος και στα γεννητικά της όργανα, στη συνέχεια της αφαίρεσε τα ρούχα και εισχώρησε το ανδρικό του μόριο εντός της ανήλικης, ολοκληρώνοντας την πράξη του. Τούτο δεν αποτέλεσε ένα μεμονωμένο περιστατικό γενετήσιας πράξης, αλλά, κάθε φορά που η ανήλικη επισκεπτόταν την οικία του κατηγορουμένου για μάθημα, ο τελευταίος επαναλάμβανε την πράξη του αυτή, έχοντας μάλιστα προηγουμένως ζητήσει από την παθούσα να φοράει φούστες, που διευκόλυναν την τέλεση της πράξης αυτής. Το ανωτέρω γεγονός η παθούσα δεν ανέφερε σε κάποιο μέλος της οικογένειάς της και μόνον μετά την επανάληψή του, την επομένη ημέρα, γνωστοποίησε τούτο στους παππού και γιαγιά της πατρικής της γραμμής, χωρίς, ωστόσο, οι τελευταίοι, υπό το φόβο της αποκάλυψής του στην τοπική κλειστή κοινωνία, της εξ αυτής ντροπής και του φόβου μήπως η ανήλικη δεν θα μπορούσε να παντρευτεί στο μέλλον, να προβούν σε κάποια περαιτέρω ενέργεια προς προστασία και διαφύλαξη της αγνότητας της παιδικής ηλικίας της εγγονής τους Π. Τούτο, δε, αποδείχθηκε ότι έλαβε γνώση κατά τον ανωτέρω χρόνο και η μητέρα της ανήλικης, χωρίς, ωστόσο, να την αποτρέψει από την οδήγησή της στην οικία του συγκατηγορουμένου της για παράδοση των μαθημάτων, καθώς συνέχιζε να παραδίδει την ανήλικη στην οικία του. Σε γνώση της θείας της κατηγορουμένης, Μ. Κ., αποδείχθηκε ότι τα συμβάντα περιήλθαν κατά πολύ μεταγενέστερα, όχι απευθείας από την ανήλικη Π., αλλά από τη γιαγιά αυτής, χωρίς, ωστόσο και η τελευταία να λάβει κάποια πρωτοβουλία να καταγγείλει τα σχετικά περιστατικά, για τους ίδιους ως άνω λόγους, ενώ ο πατέρας, που κι εκείνος έλαβε γνώση κατά το χρόνο που συνέβησαν τα περιστατικά επίσης δεν αντέδρασε. Κατά την επ' ακροατηρίω εξέτασή της, η παθούσα περιέγραψε με λεπτομέρειες τις σε βάρος της τελεσθείσες πράξεις, τόσο εντός του χώρου του καθιστικού της οικίας του κατηγορουμένου, όσο και εντός της κρεβατοκάμαράς του, όπου ο τελευταίος προέβη σε παρά φύση συνουσία με την ανήλικη, αναφέροντας μάλιστα ότι εντός αυτής υπήρχε τηλεόραση συνδεδεμένη με κάμερες ασφαλείας έξωθεν της οικίας του, από όπου ο κατηγορούμενος επόπτευε το χώρο έξωθεν της οικίας του, λεπτομέρειες τις οποίες και δεν θα μπορούσε να γνωρίζει η παθούσα σε περίπτωση που δεν είχαν συμβεί τα ανωτέρω. Οι προπεριγραφόμενες πράξεις ενείχαν προσβολή του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας της παθούσας και αποτέλεσαν πράξεις με έντονα σεξουαλικό χαρακτήρα (ψαύση και θωπείες των γεννητικών οργάνων της ανηλίκου, διενέργεια και απαίτηση διενέργειας πεολειχίας και επαφές των γεννητικών οργάνων του δράστη με τα γεννητικά όργανα του θύματος), οι οποίες κατέτειναν στη γενετήσια ικανοποίηση του δράστη και την προσβολή της γενετήσιας ελευθερίας του θύματος. Βεβαίως ο κατηγορούμενος και οι μάρτυρες, που εξετάστηκαν επιμελεία του, σύζυγος και κόρη του, προσπάθησαν να αντικρούσουν την εν λόγω κατάθεση, προβάλλοντας αφενός μεν ότι η Π. Π. γνώριζε όλους τους χώρους της οικίας τους, καθώς επισκεπτόταν αυτή με τη μητέρα της και την αδελφή της, στα πλαίσια κοινωνικών τους συναναστροφών, αφετέρου δε ότι οι εν λόγω κάμερες είναι ψεύτικες, προκειμένου να λειτουργούν αποτρεπτικώς σε τυχόν προσπάθεια διάρρηξης της οικίας τους ή κλοπής των σημαντικής αξίας, όπως κατέθεσε η κόρη του πρωτοδίκως, σκυλιών του κατηγορουμένου, που διατηρούσε στον περιβάλλοντα χώρο, όντας κυνηγός. Ο εν λόγω ισχυρισμός ελέγχεται ως ουσία αβάσιμος από το παρόν Δικαστήριο, δεδομένου ότι η παθούσα, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι είχε δει σε κάποια επίσκεψή της την τηλεόραση εντός του χώρου της κρεβατοκάμαρας, δεν θα μπορούσε ευχερώς να συνδέσει την παρουσία της με τη σύνδεσή της με τις σχετικές κάμερες, τούτο δε ενισχύεται από τις μη πειστικές στο σημείο τούτο καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης, οι οποίες, περιορίστηκαν να αναφέρουν την τοποθέτησή τους μόνο για λόγους εκφοβισμού και αποτροπής, αν και θα περίμενε κανείς, σύμφωνα με τους κανόνες της κοινής λογικής και της επιμελούς διαχείρισης και προάσπισης της ακίνητης και κινητής περιουσίας του κατηγορουμένου, ενόψει και της σημαντικής αξίας αγοράς των σκυλιών (και της πολυτιμότητας της χρήσης τους για τον κατηγορούμενο), αυτές να είναι εντός λειτουργίας, προς εντοπισμό των υποψήφιων παραβατών, που θα επιχειρούσαν ή θα ολοκλήρωναν την αξιόποινη πράξη της αφαίρεσής τους ή της εισόδου τους, εντός της οικίας του. Σε σχετική ερώτηση που τέθηκε στον κατηγορούμενο αναφορικά με την συχνότητα παράδοσης των μαθημάτων στην παθούσα, ο τελευταίος ανέφερε ότι η μητέρα- δεύτερη κατηγορουμένη έφερε τα παιδιά κάμποσες φορές στο σπίτι, ενώ σε άλλο σημείο κατέθεσε ότι την παθούσα έφερε δυο τρεις φορές το 2007 και άλλες τόσες το 2008 και το ίδιο κατέθεσε στο παρόν δικαστήριο και η δεύτερη κατηγορουμένη, ωστόσο τελευταία κατά την από 19.3.2021 ανακριτική της απολογία, ανέφερε ότι η Π. " ... πήγαινε εκεί για δύο χρόνια" επιβεβαιώνοντας κατ' ουσίαν την περί αυτού κατάθεση της κόρης της, χωρίς την παρουσία της.

Συνεπώς οι επισκέψεις στην οικία του πρώτου κατηγορουμένου για δήθεν βοήθεια στα μαθήματα, περί των οποίων κατέθεσε η παθούσα επιβεβαιώθηκαν και από τους δύο κατηγορουμένους, ο ισχυρισμός των οποίων ότι οι επισκέψεις αυτές, που είχαν ως σκοπό την επίλυση αποριών της ανήλικης διαρκούσαν 5-10 λεπτά, δεν κρίνεται πειστικός, διότι οι επισκέψεις αυτές διαρκούσαν πολύ περισσότερο, σύμφωνα με την κατάθεση της ανήλικης, την οποία το δικαστήριο κρίνει βάσιμη. Η κατάθεση της συζύγου του πρώτου κατηγορουμένου ότι ουδέποτε έγιναν τα καταγγελλόμενα από την παθούσα στην οικία της, διότι τα απογεύματα η ίδια ήταν πάντα παρούσα, δεν κρίνεται πειστική, διότι, όπως η ίδια επίσης κατέθεσε υπήρχαν πολλά απογεύματα που έπρεπε και η ίδια να βοηθάει στο ανθοπωλείο, ενώ αντικρούεται και από την κατάθεση της κόρης του κατηγορουμένου, σύμφωνα με την οποία η ίδια ήταν πάντα στο σπίτι (το έτος 2007 γιατί το έτος 2008 έλειπε για σπουδές όπως κατέθεσε), συνήθως μόνη (άρα η σύζυγος συνήθως έλειπε), αλλά και με τη σύζυγο. Περαιτέρω δε άξιο επισήμανσης είναι το κατατεθέν από την παθούσα ότι "Έφτασε η ώρα που έβγαλε το σπέρμα του, ποτέ δεν το ήπια, πάντα μου έλεγε πιες το κάνει καλό έχω ζάχαρο, έτσι ακριβώς μου το έλεγε, δεν είναι πικρό μου έλεγε", η δε πάθηση του πρώτου κατηγορουμένου από σακχαρώδη διαβήτη επιβεβαιώθηκε από τον ίδιο κατά την απολογία του, αλλά και από τη σύζυγό του, στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της βασιμότητας των καταγγελλομένων, γνωρίζοντας η παθούσα στοιχεία περί της κατάστασης της υγείας του πρώτου κατηγορουμένου, που άλλως δεν θα μπορούσε να γνωρίζει και να τα συσχετίσει με τα καταγγελλόμενα και μάλιστα μετά την πάροδο τόσων ετών. Οι μετέπειτα επισκέψεις της δεύτερης κατηγορουμένης στην οικία του συγκατηγορουμένου της μαζί με τις θυγατέρες της και οι κοινωνικές συναναστροφές της με τη σύζυγο και τις κόρες του πρώτου κατηγορουμένου δεν αναιρούν τις ανωτέρω παραδοχές, αφού η, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, θετική περί αυτών γνώση της μητέρας δεν την απέτρεψε από το να καθοδηγεί την κόρη της Π. στην οικία του καθόλα τα προηγούμενα έτη, ενώ η παθητική στάση με την οποία η ευρύτερη οικογένειά της αντιμετώπισε τα όσα συνέβαιναν με την ανοχή τους στην ανήλικη, τότε, Π., οδήγησαν σε αποδοχή από την τελευταία της διατηρούμενης επί μακρόν κατάστασης, την κάμψη οποιασδήποτε δυσφορίας και την αποδοχή της ως μία φυσιολογικής κατάστασης, στην οποία είχε μάθει η ίδια να διαβιεί. Επίσης η παθούσα κατέθεσε ότι κατά το χρόνο που λάμβαναν χώρα τα παραπάνω περιστατικά στην οικία του πρώτου κατηγορουμένου, ο τελευταίος επιβίβασε την μητέρα της και την ίδια στο αγροτικό αυτοκίνητό του και μετέβησαν στο Καστράκι είτε προς ψυχαγωγία, είτε προς ανεύρεση κάποιας εργασίας από τη δεύτερη κατηγορουμένη, όπως κατέθεσαν οι κατηγορούμενοι, ενισχύοντας έτσι την αξιοπιστία της παθούσας. Και είναι μεν αληθές ότι η αδελφή της παθούσας, Ε., προσέτρεξε στον πρώτο κατηγορούμενο, αιτούμενη τη βοήθειά του, προκειμένου να αποτρέψει την αφαίρεση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων της, την οποία ο τελευταίος δεν της παρείχε. Το γεγονός όμως αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι, λόγω της άρνησης αυτής, η Ε. Π. επεδίωξε να εκδικηθεί τον κατηγορούμενο, κατηγορώντας τον ψευδώς για ασέλγεια σε βάρος της αδελφής της, αφού, όπως κατέθεσε η κοινωνική λειτουργός, αυτή κατηγόρησε πρωτίστως τη μητέρα της για τον τρόπο που μεγάλωσε την ίδια και την αδελφή της κυρίως, την οποία (αδελφή της) εξέδιδε σε μεγαλύτερο άνδρα που, παρακαλώντας την ωστόσο να μην πει τίποτα γιατί δεν ήθελε να κάνει κακό στην αδελφή της που τότε ήταν αρραβωνιασμένη. Άλλωστε ο τρόπος, δια του οποίου αναφάνηκαν στην επιφάνεια τα ανωτέρω γεγονότα του απώτατου παρελθόντος, συνηγορεί περί της ουσιαστικής τους βασιμότητας, αφού η καταμήνυσή τους δεν έγινε με πρωτοβουλία της Ε. ή έστω της Π. ενώπιον της αστυνομικής ή της εισαγγελικής αρχής, όπως ευλόγως θα αναμενόταν σε περίπτωση οργανωμένου σχεδίου, όπως προβάλλεται από τους κατηγορούμενους, αλλά αναφέρθηκαν στα πλαίσια της ανωτέρω συγκυρίας σε ένα άτομο, που δεν θα μπορούσε να αναμένει η Ε. Π., με βάση και το μορφωτικό της επίπεδο και τις συνθήκες ζωής της, ότι θα αποτύπωνε το αναφερόμενο στο σχετικό έγγραφο και αυτό θα περιερχόταν σε γνώση της αρμόδιας εισαγγελικής αρχής, με επιμέλεια της οποίας εκκίνησε η σχετική διαδικασία και ασκήθηκε ποινική δίωξη, ούτε άλλωστε η Ε. Π. ήταν σίγουρη ότι η αδελφή της Π. θα στήριζε το σενάριο αυτό. Η μη απόλυτη ταύτιση των καταγγελλόμενων στις καταθέσεις των ανωτέρω μαρτύρων κατηγορίας δεν αναιρεί τις παραδοχές του παρόντος Δικαστηρίου, αφού οι λοιποί, πλην της Π., μάρτυρες δεν βίωσαν τις ανωτέρω συνθήκες, τις οποίες βίωσε η παθούσα, έτσι ώστε δεν είναι σε θέση να θυμηθούν λεπτομέρειες αυτών με ακρίβεια, αλλά μόνον με βάση τις διηγήσεις της παθούσας, τούτο, δε, σε συνδυασμό με το σημαντικό χρονικό διάστημα που διέρρευσε από τον Οκτώβριο του 2007, λαμβανομένου υπόψιν και του γεγονότος ότι ουδείς έκτοτε ασχολήθηκε με το συγκεκριμένο ζήτημα, απωθώντας προφανώς τούτο από τη μνήμη τους, καλούμενοι άπαντες να τα ανακαλέσουν στη μνήμη τους μετά από σχεδόν δέκα πέντε (15) έτη. Τα ανωτέρω, ωστόσο, δεν παρίστανται ικανά να αντικρούσουν την πειστική κατάθεση της παθούσας, κυρίως επ' ακροατηρίω, η οποία απάντησε με συνέπεια και ειρμό, χωρίς λογικά κενά και δισταγμούς σε όλες τις ερωτήσεις που της τέθηκαν, εισφέροντας την πικρία και θλίψη της, λόγω της προηγούμενης εξακολουθητικής συμπεριφοράς αμφοτέρων των κατηγορουμένων, αλλά και της άρνησης ανταπόκρισης, την οποία δέχθηκε από το οικογενειακό της περιβάλλον, η οποία (άρνηση) την οδήγησε στην αποδοχή της τότε πραγματικότητας ως κάτι σύνηθες για την ίδια, διαμορφώνοντας τον τρόπο ζωής της για χρονικό διάστημα πέραν της διετίας, κατηγορώντας κατά πρόσωπο αμφοτέρους τους κατηγορουμένους για τις πράξεις, που τελέστηκαν σε βάρος της. Η αδυναμία της να προσδιορίσει τις μερικότερες πράξεις κατά αριθμό, ακριβή χρόνο και συνθήκες τέλεσης, αλλά και οι όποιες αντιφάσεις σχετικά με τα περιστατικά αυτά, οφείλεται στην πάροδο πολλών ετών και στην ψυχολογική της κατάσταση και δεν αναιρεί την αξιοπιστία της ως προς το γεγονός ότι τελέστηκαν εξακολουθητικά από τον πρώτο κατηγορούμενο οι ανωτέρω πράξεις, εισφέροντας λεπτομέρειες τις οποίες διαφορετικά δεν θα ήταν σε θέση να γνωρίζει, όπως αυτές επισημάνθηκαν ανωτέρω. Επίσης δεν αναιρεί την αξιοπιστία της παθούσας το γεγονός ότι ουδέποτε κατήγγειλε αρμοδίως τα ανωτέρω (πλην της μόνης αναφοράς στο στενό οικογενειακό της περιβάλλον), δεδομένης της ντροπής που αισθανόταν, συναίσθημα σύνηθες για τα θύματα τέτοιων πράξεων, του φόβου και της εξάρτησής της από τον κατηγορούμενο, αλλά και του γεγονότος ότι εξέλειπε εν προκειμένω υποστηρικτικό περιβάλλον. Τέλος δεν αναιρεί την αξιοπιστία της παθούσας το γεγονός ότι από τον Νοέμβριο του 2018 ακολουθούσε στο facebook τον πρώτο κατηγορούμενο, δεδομένου του χαμηλού μορφωτικού της επιπέδου και του μακρού χρόνου που είχε περάσει από τα ένδικα συμβάντα, τα οποία, όπως συνήθως συμβαίνει με τα θύματα παρόμοιων πράξεων, πιθανόν να είχε απωθήσει από τη μνήμη της. Ούτε εξάλλου δύναται να γίνει πιστευτός ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι η παθούσα και το συγγενικό της περιβάλλον μεθόδευσαν την ποινική καταδίωξη του πρώτου κατηγορουμένου, προκειμένου να εξαναγκάσουν τη μητέρα τους να τους εκχωρήσει την δυνάμενη στο μέλλον να εισπράξει αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης από το θάνατο του τέκνου της (εάν ήθελε υποτεθεί ότι δικαιούτο τέτοια) και, πέραν αυτής, να εξαναγκαστεί έμμεσα η αδελφή της δεύτερης κατηγορουμένης να αποδώσει στην οικογένεια Π. όσα χρήματα απέμειναν από διενεργούμενο έρανο, για την κάλυψη των δαπανών αποκατάστασης του μετέπειτα αποβιώσαντος, μετά την αφαίρεση των εξόδων κηδείας και λοιπών δαπανών, υιού της, καθιστώντας, συνεπώς, τον πρώτο κατηγορούμενο παράπλευρη απώλεια (όπως προβάλλεται από τον ίδιο), για την ικανοποίηση των δικών τους απαιτήσεων, από τον οποίο η παρισταμένη προς υποστήριξη των κατηγοριών, ωστόσο, ουδέποτε αξίωσε χρήματα ή άλλα οφέλη, ούτε έλαβε οποιαδήποτε πρωτοβουλία για την ποινική του δίωξη. Η αξιοπιστία της παθούσας εξάλλου ενισχύεται και από το γεγονός ότι δεν επιβεβαίωσε το περιστατικό, που ανέφερε η Ε. στην κοινωνική λειτουργό (αυτοκίνητο αίματα στα πόδια), ούτε επιβεβαίωσε το περιστατικό που ανάφερε τόσο η Ε., όσο και η γιαγιά τους στο ακροατήριο, ότι δηλαδή η παθούσα πήγε στο σπίτι της γιαγιάς, προερχόμενη από το σπίτι του κατηγορουμένου, ουρλιάζοντας και με αίματα στα πόδια, αλλά ανέφερε τις δικές της εμπειρίες, όπως τις θυμόταν, ενώ αν επρόκειτο για σενάριο θα επιβεβαίωνε τις καταθέσεις των υπολοίπων. Τέλος μετά την αποκάλυψη των παραπάνω περιστατικών και την αναφορά τους στις εισαγγελικές αρχές, η παθούσα σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον δικηγόρο των κατηγορουμένων είπε, όπως ο τελευταίος εισέφερε στο δικαστήριο, ότι όλα είναι ψέματα και θα τα ανακαλούσε την επόμενη ημέρα ενώπιον του αρμόδιου εισαγγελέα. Το περιεχόμενο της τηλεφωνικής αυτής επικοινωνίας, το οποίο η παθούσα αρνείται, ισχυριζόμενη ότι ο δικηγόρος της είπε ότι θα εμπλακεί και η μητέρα της και μπορεί να μπει στη φυλακή, και αν θεωρηθεί αληθινό, κατά την κρίση του δικαστηρίου, δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όλα τα παραπάνω που κατέθεσε η παθούσα ήταν ψευδή, όπως ισχυρίζονται οι κατηγορούμενοι, αλλά στο ότι ήταν διατεθειμένη να ανακαλέσει όσα περί αυτών είχε ήδη καταθέσει στις αρχές, προκειμένου να μην εμπλακεί δικαστικά και μπει στη φυλακή η μητέρα της. Αυτό ενισχύεται από την κατάθεση της τελευταίας ότι όταν πήρε τηλέφωνο την Π., μετά την ενημέρωσή της για τα καταγγελλόμενα από τον πρώτο κατηγορούμενο, η Π. της είπε ότι θα ανακαλέσει και ότι δεν θα μπει αυτή (κατηγορουμένη) στη φυλακή. Με βάση τα ανωτέρω αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, αποδείχθηκε, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, ότι ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα μετά την 19η ... 2007 και μέχρι το φθινόπωρο του έτους 2010, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου αδικήματος, ενεργώντας με πρόθεση ενήργησε γενετήσιες πράξεις σε ανήλικη που δεν είχε συμπληρώσει τα δώδεκα έτη αλλά ούτε και τα δεκατέσσερα έτη, την οποία του είχαν εμπιστευθεί για την επίβλεψη και φύλαξή της και είχε αναλάβει την ευθύνη της μετάδοσης γνώσεων με τη συστηματική παράδοση μαθημάτων σ' αυτή, δωρεάν (ως προς το ότι για την ύπαρξη της ιδιότητας του -δασκάλου είναι αδιάφορο εάν η μετάδοση γνώσεων με τη συστηματική παράδοση μαθημάτων γίνεται με αμοιβή ή δωρεάν, ή εάν αυτή αποτελεί επαγγελματική ή ευκαιριακή μόνο απασχόληση) και συγκεκριμένα στα ..., του Νομού ..., στο ολοήμερο 6/θέσιο δημοτικό σχολείο και στην οικία του, ενήργησε επί της ανήλικης, κάτω των δώδεκα (12) ετών, το έτος 2007, μαθήτριας Π. Π. (γεννηθείσας στις 22.5.1997), γενετήσιες πράξεις, φροντίζοντας επιμελώς να μην υπάρχει το ενδεχόμενο παρουσίας άλλων προσώπων και δη μελών της σχολικής κοινότητας αλλά και της οικογένειάς του, με ψαύσεις και θωπείες των γεννητικών οργάνων της ανηλίκου, διενέργεια και απαίτηση διενέργειας πεολειχίας και επαφές των γεννητικών οργάνων του με τα γεννητικά όργανα του θύματος, προβαίνοντας σε κατά φύση και παρά φύση συνουσία, αφού προηγουμένως της αφαιρούσε τα ενδύματα και εσώρουχά της, επιδιώκοντας τη διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του. Η δε μητέρα της, συγγενής εξ αίματος της ανηλίκου, μολονότι όφειλε να επιδεικνύει ιδιαίτερη μέριμνα και επίβλεψη της ανήλικης, εν τούτοις, αν και τελούσε σε γνώσει του ότι ο πρώτος κατηγορούμενος τελούσε ασελγείς πράξεις σε βάρος της ανωτέρω ανηλίκου, όπως αυτές αναλυτικά εκτέθηκαν ανωτέρω, αυτή ουδέν έπραξε για να προστατεύσει την ανήλικη θυγατέρα της, αλλά αντιθέτως την παρέδιδε στο συγκατηγορούμενό της και εν συνεχεία αποχωρούσε από τον χώρο που ευρίσκονταν ο ως άνω κατηγορούμενος και η ανήλικη, αφήνοντας την τελευταία μόνη μαζί του, συνδράμοντας με τον τρόπο αυτό το συγκεκριμένο κατηγορούμενο να τελέσει ασελγείς πράξεις με την ανήλικη, ήτοι να διαπράξει την άδικη πράξη της ασέλγειας (και ή κατάχρησης) ανηλίκου μη συμπληρώσασας το δωδέκατο (12ο) έτος της ηλικίας της, κατ'εξακολούθηση και μετέπειτα συμπληρώσασας το δωδέκατο (12ο) αλλά όχι το δέκατο τέταρτο (14ο) έτος της ηλικίας της, τελεσθείσας κατ'εξακολούθηση στους αναφερόμενους παραπάνω τόπο και χρόνους, υποστηρικτική της κύριας πράξης του αυτουργού, με άμεση συνδεδεμένη με αυτή βοηθητική ενέργεια με τρόπο, ώστε, χωρίς αυτή δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η τέλεση του αδικήματος. Πρέπει επομένως, αμφότεροι οι κατηγορούμενου να κηρυχθούν ένοχοι για την αξιόποινη πράξη της παράβασης του άρθρου 342 Π.Κ. ο πρώτος και της συνέργειας στην εν λόγω πράξη η δεύτερη κατηγορουμένη, όπως ανωτέρω αναλύθηκε, κατά πλειοψηφία...". Στη συνέχεια, το ανωτέρω Δικαστήριο, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες το μεν πρώτο κατηγορούμενο Α. Π. για την αξιόποινη πράξη της κατάχρησης ανηλίκου σε ασελγείς πράξεις κατ'εξακολούθηση, του άρθρου 342 Π.Κ., τη δε δεύτερη κατηγορουμένη Χ. Β. για συνέργεια στην ίδια πράξη, αναγνωρίζοντας συνδρομή στο πρόσωπό τους των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2α' και ε' Π.Κ., με το ακόλουθο διατακτικό:

" Α. Κηρύσσει τον κατηγορούμενο Α. Π., ένοχο (κατά πλειοψηφία) του ότι: Εντός του χρονικού διαστήματος από ... 2007 έως και το φθινόπωρο του 2010 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ενήργησε γενετήσιες πράξεις με πρόσωπο νεότερο των δώδεκα ετών, που είχε συμπληρώσει τα δέκα, αλλά όχι τα δώδεκα έτη, πράξεις που συνεχίστηκαν και ενώ το ίδιο πρόσωπο, είχε συμπληρώσει τα δώδεκα έτη, αλλά όχι και τα δεκατέσσερα έτη, το οποίο του είχαν εμπιστευθεί για να το επιβλέπει και να το φυλάσσει, έστω και προσωρινά. Ειδικότερα, κατά το χρονικό διάστημα από τις ... 2007 μέχρι και το φθινόπωρο του έτους 2010 και σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, αλλά πάντως ανά τακτά χρονικά διαστήματα, στα ... και ενώ ήταν δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο ..., στην τάξη του "ολοήμερου", από την ... έως τις ..., καθημερινά, ζήτησε, περί το τέλος ... 2007, από την ανήλικη Π. Π. του Α., μαθήτρια της Πέμπτης Δημοτικού, τότε, η οποία κατ' εκείνο το χρόνο είχε συμπληρώσει τα δέκα, αλλά όχι και τα δώδεκα έτη (γεννηθείσα την ....1997), να τον ακολουθήσει σε αίθουσα του σχολείου, όπου την έβαλε κάτω από το έπιπλο-γραφείο της έδρας του δασκάλου, ξεκούμπωσε το φερμουάρ του παντελονιού του, έβγαλε έξω το γεννητικό του όργανο και της ζήτησε να ανοίξει το στόμα, όπου και έβαλε αυτό, επιτυγχάνοντας ερωτική επαφή με αυτή ("στοματικό σεξ"), μέχρι που εκσπερμάτισε. Την ίδια τακτική ακολούθησε άλλη μία (1) φορά τις επόμενες ημέρες, επιτυγχάνοντας, κατά τον ίδιο τρόπο, ερωτική επαφή με αυτή ("στοματικό σεξ"). Στη συνέχεια και μετά από χρονικό διάστημα, περίπου, δυο μηνών, κατόπιν συνεννόησής του με τη μητέρα της ως άνω ανήλικης και δεύτερη κατηγορουμένη, Χ. Β. του Θ., και προκειμένου να τη βοηθάει στα μαθηματικά, η μητέρα της ως άνω ανήλικης την πήγε σπίτι του και , ενώ έκαναν μάθημα, άρχισε να τη χαϊδεύει στους μηρούς και στο στήθος, να τη φιλάει στο στήθος και πέτυχε την κατά φύση συνουσία μαζί της. Με την ίδια πρόφαση δε, της βοήθειας στα μαθηματικά, η Χ. Β. του Θ. συνέχισε να πηγαίνει την ως άνω ανήλικη κόρη της στο σπίτι του, σχεδόν, μέρα παρά μέρα, με μικρά διαλείμματα την περίοδο του καλοκαιριού, ο τελευταίος δε, εκμεταλλευόμενος την απουσία της οικογένειάς του, η οποία διατηρεί ανθοπωλείο στην περιοχή, προέβαινε, κατ' εξακολούθηση, σε ολοκληρωμένες ερωτικές επαφές μαζί της, ενώ δυο φορές, ήρθε και σε παρά φύση ασέλγεια μαζί της, μέχρι και τις αρχές της σχολικής χρονιάς 2009-2010, όταν η ως άνω ανήλικη ξεκίνησε την πρώτη γυμνασίου, χρονικό σημείο, κατά το οποίο, και λίγους μήνες πριν, η τελευταία είχε κλείσει τα δώδεκα έτη. Τα απογεύματα δε, που τύχαινε κάποιος από τους οικείους του ανωτέρω να βρίσκεται στο σπίτι, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα, ο τελευταίος υποχρέωνε την ως άνω ανήλικη να ανέχεται ασελγείς πράξεις (θωπείες στα γεννητικά όργανα, στους μηρούς, στο στήθος και στα οπίσθια).

Β. Κηρύσσει την κατηγορούμενη Χ. Β. του Θ. ένοχη (κατά πλειοψηφία), του ότι: Στον ως άνω τόπο και εντός του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου αδικήματος, με πρόθεση παρείχε την υλική και ψυχική συνδρομή της στον πρώτο κατηγορούμενο, Α. Π. του Α., ο οποίος, ως φυσικός αυτουργός ενήργησε, γενετήσιες πράξεις με πρόσωπο νεότερο των δώδεκα ετών, που είχε συμπληρώσει τα δέκα, αλλά όχι τα δώδεκα έτη, πράξεις που συνεχίστηκαν, και ενώ το ίδιο πρόσωπο, είχε συμπληρώσει τα δώδεκα έτη, αλλά όχι και τα δεκατέσσερα έτη. Συγκεκριμένα, αρχής γενομένης τη χειμερινή περίοδο 2007-2008, κατόπιν συνεννόησης με τον Α. Π. του Α., δάσκαλο τότε του Δημοτικού Σχολείου ..., πήγαινε την ανήλικη κόρη της Π. Π. του Α., γεννηθείσα την ....1997, μέρα παρά μέρα και σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, με μικρά διαλείμματα την περίοδο του καλοκαιριού, στην οικία του συγκατηγορουμένου της Α. Π. του Α., με την πρόφαση να τη βοηθάει ο τελευταίος στα μαθηματικά, γνωρίζοντας την πρόθεσή του να προβεί σε γενετήσιες πράξεις με την ανήλικη κόρη της Π. Π. του Α., ο οποίος εκμεταλλευόμενος την απουσία της οικογένειάς του, η οποία διατηρεί ανθοπωλείο στην περιοχή, προέβαινε, κατ' εξακολούθηση, σε ολοκληρωμένες ερωτικές επαφές με την ως άνω ανήλικη, ενώ δυο φορές, ήρθε και σε παρά φύση ασέλγεια μαζί της, μέχρι και τις αρχές της σχολικής χρονιάς 2009-2010, όταν η ως άνω ανήλικη ξεκίνησε την πρώτη γυμνασίου, χρονικό σημείο, κατά το οποίο, και λίγους μήνες πριν, η τελευταία είχε κλείσει τα δώδεκα έτη. Τα απογεύματα δε, που τύχαινε κάποιος από τους οικείους του ανωτέρω να βρίσκεται στο σπίτι, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα, ο τελευταίος υποχρέωνε την ως άνω ανήλικη να ανέχεται ασελγείς πράξεις (θωπείες στα γεννητικά όργανα, στους μηρούς, στο στήθος και στα οπίσθια). Κατά αυτόν τον τρόπο διευκόλυνε τον Α. Π. του Α. πριν και κατά την διάρκεια της τέλεσης των ανωτέρω γενετήσιων και ασελγών πράξεων.". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε σ'αυτήν την από τα άρθρα 93 παρ.3 στου Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε κάθε αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 2, 14 παρ.1,18 εδ.α', 26 εδ.α', 27 παρ.1 εδ.α', 47 εδ.α', 342 παρ. εδ.α' και β' του ν.ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Οι αντίθετες αιτιάσεις του πρώτου αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, καθόσον το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας στην προσβαλλομένη απόφασή του διέλαβε με την προσήκουσα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όλα τα αναγκαία στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του ως άνω εγκλήματος. Ειδικότερα, για την κατάφαση της ενοχής του, εκτίθενται όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν τη νομοτυπική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, ενώ παρατίθενται τα αποδεικτικά μέσα, κατά το είδος τους, (ανωμοτί κατάθεση της υποστηρίζουσας την κατηγορία, ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, αναγνωσθείσα κατάθεση απολιπόμενης μάρτυρα, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, έγγραφα, απολογία των κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν παραπάνω στα οποία θεμελίωσε την καταδικαστική του κρίση. Ειδικότερα έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία ρητώς μνημονεύει κατά το είδος τους στο σκεπτικό του, χωρίς να απαιτείται να κάνει μνεία του κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και το τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, ούτε δε απαιτείται να προβεί σε αξιολογική συσχέτιση ή σε προσδιορισμό της αποδεικτικής βαρύτητας εκάστου. Περαιτέρω, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης με την προσήκουσα αιτιολογική επάρκεια προσδιορίζονται, εξειδικεύονται κι αιτιολογούνται οι γενετήσιες πράξεις τις οποίες τέλεσε ο πρώτος κατηγορούμενος - αναιρεσείων με την ανήλικη παθούσα, οι ειδικές περιστάσεις υπό τις οποίες αυτές έλαβαν χώρα στις οποίες θεμελιώνεται η κρίση του Δικαστηρίου ότι επρόκειτο για πράξεις με έντονο γενετήσιο χαρακτήρα, που κατέτειναν στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και προσέβαλαν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας της παθούσας ανήλικης και τέλος η ηλικία της παθούσας ανήλικης, γεννηθείσας στις 22.5.1997, η οποία κατά το χρόνο τέλεσης των σε βάρος της πράξεων, εντασσόμενων στο χρονικό διάστημα από ... του έτους 2007 και μέχρι το φθινόπωρο το έτους 2010- ήταν μαθήτρια της Ε' τάξης δημοτικού σχολείου το σχολικό έτος 2007-2008 και είχε συμπληρώσει τα δέκα αλλά όχι τα δώδεκα έτη και μαθήτρια της πρώτης τάξης γυμνασίου το σχολικό έτος 2009-2010 και είχε συμπληρώσει τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη της ηλικίας της, και ότι την ηλικία της αυτή γνώριζε ο κατηγορούμενος, αφού ως δάσκαλός της στο ολοήμερο δημοτικό σχολείο και αυτός στον οποίο την είχαν εμπιστευθεί για την επίβλεψη και φύλαξή της ο οποίος είχε αναλάβει και την ευθύνη της μετάδοσης γνώσεων με τη συστηματική παράδοση ιδιαίτερων μαθημάτων σ'αυτήν κατ'οίκον, γνώριζε καλά το γεγονός ότι ήταν μαθήτρια της πέμπτης τάξης του δημοτικού το σχολικό έτος 2007-2008 και την ηλικία της, όπως αναγράφεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Ενόψει τούτων, η αναφορά στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ως χρόνου τέλεσης της πράξης της κατάχρησης ανηλίκου σε γενετήσιες πράξεις του άρθρου 342 παρ.1 εδ.α' και β' ΠΚ, κατ' εξακολούθηση, το χρονικό διάστημα από 19-10-2007 μέχρι το φθινόπωρο 2010, ουδεμία ασάφεια ή αντίφαση προκαλεί σε σχέση με τα κατά τα προαναφερόμενα, αναγραφόμενα στο σκεπτικό, στο οποίο οριοθετείται χρονικά εντός του διαστήματος από 19-10-2007 μέχρι το φθινόπωρο του έτους 2010 η όλη ποινικά αξιολογούμενη συμπεριφορά του κατηγορούμενου και ακολούθως, ανάλογα με τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, προσδιορίζεται ακριβέστερα το χρονικό διάστημα, από 1-11-2007 μέχρι το φθινόπωρο του έτους 2010 εντός του οποίου τελέστηκε κάθε μερικότερη αξιόποινη πράξη, κατά τις διακρίσεις που συνδέονται με την ηλικία της παθούσας, ως κρίσιμου στοιχείου από άποψη προβλεπόμενης στο νόμο ποινής για κάθε επιμέρους πράξη, που όμως, στην κρινόμενη υπόθεση δεν επιδρά στον ποινικό χαρακτηρισμό των πράξεων για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, καθόσον η πράξη της κατάχρησης ανηλίκου σε γενετήσιες πράξεις έχει κακουργηματικό χαρακτήρα, ανεξάρτητα από την ηλικία του παθόντος, επιπροσθέτως λόγω του εξακολουθητικού τρόπου τέλεσης της πράξης ουδεμία επιρροή ασκεί ο ανωτέρω ακριβέστερος προσδιορισμός και η εγγύτητα των περιστατικών, αφού πρόκειται για έλασσον χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται στο μείζον. Εξάλλου, προκειμένου περί πράξεων που φέρονται τελεσθείσες κατ' εξακολούθηση, ουδεμία επιρροή ασκεί ο αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός του κατηγορούμενου αναφορικά με τις επί μέρους ημερομηνίες τέλεσης τοποθετώντας την παρουσία του από τα μέσα ... 2007 ή τουλάχιστον μετά τις 9-11-2007, καθόσον και βάσιμος υποτιθέμενος ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν αναιρεί τα στοιχειοθετούντα την καταδικαστική κρίση του Δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά. Επομένως, το δικάσαν Δικαστήριο, με τις αναφερθείσες παραπάνω αναλυτικές και σαφείς παραδοχές του που αποτελούν την κύρια αιτιολογία της απόφασης σχετικά με την ενοχή του αναιρεσείοντος, απήντησε αιτιολογημένα και στον ως άνω αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό αυτού, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω έρευνα των επικληθέντων από αυτόν σχετικών πραγματικών περιστατικών και υπό το πρίσμα των ρυθμίσεων του νέου ΚΠΔ, κατά το άρθρο 171 παρ.2 αυτού από τις οποίες συνάγεται ότι οι αρνητικοί της κατηγορίας ισχυρισμοί εξακολουθούν λόγω της φύσης τους ως συνδεόμενοι με στοιχεία τόσο της αντικειμενικής, όσο και της υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης που εκδικάζεται, να αντιμετωπίζονται με την κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή, εντασσόμενοι στην κεντρική αρχή της αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και στη θεμελίωση σ' αυτή της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου, με μια ευρύτερη έρευνα κάθε αποδεικτικού στοιχείου, μόνον όμως όταν αυτή απαιτείται, περίπτωση που ενόψει των προαναφερομένων, δεν συντρέχει στην κρινόμενη υπόθεση. Περαιτέρω δε, από τις ίδιες ως άνω σαφείς παραδοχές του δικάσαντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, προκύπτει το αβάσιμο του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ότι το δικάσαν Δικαστήριο απέρριψε σιωπηρά, χωρίς οποιαδήποτε έρευνα και χωρίς αιτιολογία τον ως άνω αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό του στερώντας του το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, ενώ εξάλλου δεν υπήρξε περίπτωση άρνησης εκ μέρους του Δικαστηρίου άσκησης νόμιμου υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορούμενου ή παράλειψής του να αποφανθεί σχετικά με συγκεκριμένο ισχυρισμό του. Συνακόλουθα, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, με τον οποίο ο πρώτος αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την θεμελίωση της ενοχής του και ως προς τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη, είναι αβάσιμος. Κατά τα λοιπά οι εμπεριεχόμενοι στον μοναδικό αναιρετικό λόγο ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος, περί του ότι από τα στοιχεία της υπόθεσης δεν προκύπτει η εκ μέρους του τέλεση της παραπάνω αξιόποινης πράξης, καθώς και οι συναφείς διάσπαρτες αιτιάσεις περί την εκτίμηση των αποδείξεων, που συνιστούν αμφισβήτηση των εις βάρος του ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού της πορίσματος, καθόσον αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, απαραδέκτως προβάλλονται, δοθέντος ότι, με την επίφαση των ανωτέρω αναιρετικών αιτιάσεων, πλήττεται, ανεπιτρέπτως, η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, αναφορικά με την δεύτερη αναιρεσείουσα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με τις παραπάνω παραδοχές του και συγκεκριμένα ότι αυτή ως μητέρα της ανήλικης- συγγενής εξ αίματος αυτής, μολονότι όφειλε να επιδεικνύει ιδιαίτερη μέριμνα και επίβλεψη της ανήλικης, εν τούτοις, αν και τελούσε σε γνώσει του ότι ο πρώτος κατηγορούμενος τελούσε ασελγείς πράξεις σε βάρος της ανωτέρω ανηλίκου, όπως αυτές αναλυτικά εκτέθηκαν ανωτέρω, αυτή ουδέν έπραξε για να προστατεύσει την ανήλικη θυγατέρα της, αλλά αντιθέτως την παρέδιδε στο συγκατηγορούμενό της και εν συνεχεία αποχωρούσε από τον χώρο που ευρίσκονταν ο ως άνω κατηγορούμενος και η ανήλικη, αφήνοντας την τελευταία μόνη μαζί του, συνδράμοντας με τον τρόπο αυτό το συγκεκριμένο κατηγορούμενο να τελέσει ασελγείς πράξεις με την ανήλικη, ήτοι να διαπράξει την άδικη πράξη της ασέλγειας (και ήδη κατάχρησης) ανηλίκου μη συμπληρώσασας το δωδέκατο (12ο) έτος της ηλικίας της, κατ'εξακολούθηση και μετέπειτα συμπληρώσασας το δωδέκατο (12ο) αλλά όχι το δέκατο τέταρτο (14ο) έτος της ηλικίας της, τελεσθείσας κατ'εξακολούθηση στους αναφερόμενους παραπάνω τόπο και χρόνους, υποστηρικτική της κύριας πράξης του αυτουργού, με άμεση συνδεδεμένη με αυτή βοηθητική ενέργεια με τρόπο, ώστε, χωρίς αυτή δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η τέλεση του αδικήματος, ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολόγησε την περί της ενοχής της αναιρεσείουσας κρίση, αφού έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρθηκαν ανωτέρω, τα οποία προσδιορίζονται κατ' είδος στην προσβαλλομένη απόφαση, στο σύνολό τους και όχι επιλεκτικά, κάνοντας μάλιστα εκτενή αναφορά, σε αυτά και στα προκύπτοντα, από αυτά στοιχεία, χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεση αυτών και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, ούτε αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους, ενώ δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο, για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Οι προαναφερόμενες παραδοχές του Δικαστηρίου της ουσίας σχετικά με την κατάφαση της ενοχής της δεύτερης αναιρεσείουσας ουδόλως αποτελούν παραβίαση του κατοχυρωμένου, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, τεκμηρίου αθωότητας αυτής, αφού από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η πλειοψηφία των μελών του Δικαστηρίου της ουσίας, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας ανελέγκτως το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, κατέληξε στην κρίση περί της ενοχής αυτής με την προεκτεθείσα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενώ από τις προεκτεθείσες σχετικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ουδόλως προκύπτει ότι παρέμεινε στην πλειοψηφία των μελών του Δικαστηρίου της ουσίας οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την ενοχή της αναιρεσείουσας, η οποία (αμφιβολία) θα έπρεπε να ερμηνευθεί υπέρ αυτής, κατ' εφαρμογή της αρχής "in dubio pro reo". Επιπροσθέτως, οι ως άνω παρατεθείσες στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης παραδοχές του Δικαστηρίου της ουσίας δεν συνιστούν αντιστροφή της υποχρέωσής του προς απόδειξη της ενοχής ούτε μετακύλιση στην κατηγορούμενη και ήδη αναιρεσείουσα του βάρους απόδειξης της αθωότητάς της και ουδόλως αποτελούν παραβίαση του κατοχυρωμένου, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, τεκμηρίου αθωότητας αυτής, όπως η ίδια αβάσιμα διατείνεται, αφού από το σύνολο των παραδοχών της τελευταίας προκύπτει, ότι το Δικαστήριο, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας ανελέγκτως το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, κατέληξε στην κρίση περί της ενοχής της με την προεκτεθείσα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Άλλωστε, σαφώς προκύπτει από το αιτιολογικό της παραπάνω απόφασης, ότι η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε, διότι αποδείχθηκε η ενοχή της και όχι, διότι αυτή δεν κατόρθωσε να αποδείξει την αθωότητά της, ενώ από τις προεκτεθείσες παραδοχές της εν λόγω απόφασης ουδόλως προκύπτει, ότι παρέμεινε στο Δικαστήριο οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την ενοχή της αναιρεσείουσας, που θα έπρεπε να ερμηνευθεί υπέρ αυτής κατ' εφαρμογή της αρχής "in dubio pro reo". Επίσης, από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση του συνόλου των πρακτικών της προσβαλλομένης απόφασης, τα οποία σημειωτέον δεν προσβλήθηκαν ως πλαστά και επομένως αποδεικνύουν σύμφωνα με τα άρθρα 140 και 141 ΚΠΔ, όλα όσα αναγράφονται σ'αυτά (Α.Π.12205/2023, Α.Π.1386/2017), δεν προκύπτει ότι παραβιάστηκε οποιοδήποτε υπερασπιστικό δικαίωμα της αναιρεσείουσας, ούτε παρεμποδίστηκε στην άσκηση του δικαιώματος προβολής υπερασπιστικών ισχυρισμών και επίκλησης αποδεικτικών στοιχείων, που τους θεμελίωναν, ούτε καταστρατηγήθηκε το τεκμήριο αθωότητάς της και οι αρχές της δίκαιης δίκης. Αντίθετα, προκύπτει ότι έλαβε χώρα μία πολυήμερη ακροαματική διαδικασία τριών ημερών, με την τήρηση πολυσέλιδων πρακτικών, στα οποία αποτυπώνονται με κάθε λεπτομέρεια τα λαβόντα χώρα κατά την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο, αναφέρονται αναλυτικά οι ισχυρισμοί που υπέβαλε η αναιρεσείουσα δια του συνηγόρου της, ακόμη και οι μη αυτοτελείς (αρνητικοί της κατηγορίας) ισχυρισμοί και τα αιτήματά της που στο σύνολό τους απαντήθηκαν με αιτιολογημένη επάρκεια από το Δικαστήριο, στο συνήγορο της αναιρεσείουσας δινόταν ο λόγος σε κάθε στάση της δίκης, με τήρηση της προβλεπόμενη δικονομικής διαδικασίας από τα άρθρα 331, 332, 333 Κ.Π.Δ. καθώς και για την αγόρευσή του προς υπεράσπιση της αναιρεσείουσας, κατ'άρθρο 367 Κ.ΠΔ, ενώ δεν προκύπτει καθ'οιονδήποτε τρόπο παρεμπόδιση του υπερασπιστικού δικαιώματος του συνηγόρου της και δη παρεμπόδιση εξέτασης των μαρτύρων και δη του μάρτυρα Α. Π. και της παθούσας Π. Π. και αξιολόγησης των καταθέσεων των μαρτύρων κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ μετά την ολοκλήρωση των καταθέσεών τους, ούτε επίσης προκύπτει ότι ερωτήσεις της Προέδρου του Δικαστηρίου προς τους μάρτυρες και προς τους κατηγορουμένους κατά την απολογία τους, δημιούργησαν κλίμα ενοχής σε βάρος της αναιρεσείουσας, ούτε ότι παραβιάστηκε οποιοδήποτε υπερασπιστικό δικαίωμα της τελευταίας, όπως αβασίμως αυτή υποστηρίζει. Η αποστροφή της Προέδρου του Δικαστηρίου, κατά την ακροαματική διαδικασία στον εξεταζόμενο μάρτυρα Α. Π. "Αυτό θέλατε εκ του αποτελέσματος βγαίνει ....η ζημιά προφανώς έγινε, αλλά έγινε εις βάρος του κοριτσιού και όχι σε βάρος δικό σας ...όχι κύριε ήταν με την κόρη σας το πρόβλημα" και κατά την απολογία του συγκατηγορουμένου της "Αφήστε την κυρία Μ. Ξ., μπορεί να μην θυμάται, η κυρία Μ. Ξ. μπορεί να ήταν την επόμενη εβδομάδα, στο επόμενο περιστατικό που έγινε Δευτέρα", ουδόλως συνιστά παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, όπως αβασίμως αυτή υποστηρίζει, καθόσον από το σύνολο των προαναφερομένων παραδοχών της προσβαλλομένης απόφασης, προκύπτει αναμφίβολα ότι το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο στήριξε την καταδικαστική κρίση του στα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά.
Συνεπώς, με βάση τα προαναφερόμενα, σε συνδυασμό με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας και της δίκαιης δίκης, των διατάξεων των άρθρων 6 ΕΣΔΑ, 14 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.), 71 και 178 Κ.Ποιν.Δ. Κατόπιν τούτων ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα από την δεύτερη αναιρεσείουσα και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητάς της και της δίκαιης δίκης, από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α' σε συνδ. με άρθρ. 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, και αφού δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικαστεί ο κάθε αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 του Κ.Ποιν.Δ., όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το ν.5090/2024), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει α)την από 5-1-2024 αίτηση του Α. Π. του Α., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Γρεβενών και β)την από 4-1-2024 αίτηση της Χ. Β. του Θ., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενης στο Κατάστημα Κράτησης Γυναικών Ελεώνα Θηβών, για αναίρεση της με αριθμό 180-183Α, 186-193/7-7-2023 καταδικαστικής απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο.

Καταδικάζει τον κάθε αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2024.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Και τούτου αποχωρήσαντος από την υπηρεσία, η αρχαιότερη της συνθέσεως Αρεοπαγίτης, ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Αυγούστου 2024.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή